ECLI:CY:AD:2014:C722
(2014) 3 ΑΑΔ 333
[*333]29 Σεπτεμβρίου, 2014
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 199/2009)
ΜΩΥΣΗΣ ΤΑΡΤΙΟΥ,
Εφεσείων-Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 202/2009)
ΑΣΤΕΡΩ ΑΘΗΝΟΔΩΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο Μέρος,
v.
ΣΤΕΛΙΟΥ ΧΑΤΖΗΜΑΡΚΟΥ,
Εφεσιβλήτου-Αιτητή,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ’ ων η αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 199/2009, 202/2009)
(Υποθέσεις Αρ. 1262/2007, 1435/2007)
Έννομο Συμφέρον ― Δημοσίου υπαλλήλου να συνεχίσει να προωθεί έφεση κατ’ ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως παρόλο που στο μεταξύ μεσολάβησε επανεξέταση από την ΕΔΥ και διορισμός άλλου [*334]υποψηφίου, χωρίς ο εν λόγω αιτητής να προσβάλει την νέα πράξη με προσφυγή ― Επισκόπηση της σχετικής νομολογίας και διαφοροποίηση της παρούσας περίπτωσης λόγω των δεδομένων της.
Μετά την απόσυρση της Α.Ε. 199/09 απέμεινε προς εκδίκαση η Α.Ε. 202/09, με την οποία η εφεσείουσα επεδίωκε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η προαγωγή της σε Ανώτερο Κτηματολογικό Λειτουργό.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά πλειοψηφία, με απόφαση που έδωσε ο Ναθαναήλ, Δ. συμφωνούντων των Νικολάτου, Πρ. και Λάτσου, Δ., απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει, αλλά και να διατηρείται σε όλα τα στάδια, δηλαδή, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά την καταχώρηση της αιτήσεως ακυρώσεως και κατά τη συζήτηση αυτής. Έπεται ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να διατηρείται και κατά την εφετειακή διαδικασία. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να αποδεχθεί την πρωτόδικη ακύρωση της προαγωγής της Αστέρως Αθηνοδώρου Κυριάκου, να προβεί σε επανεξέταση των δεδομένων κατά το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την ακυρωτική κρίση και να διορίσει τον Χατζημάρκου, επέφερε νέα τετελεσμένα τα οποία εφόσον δεν αμφισβητήθηκαν από την Αθηνοδώρου με την άσκηση προσφυγής, παραμένουν ισχυρά. Με την επανεξέταση λοιπόν και την προαγωγή του Χατζημάρκου προέκυψε νέα διοικητική πράξη, κατά την οποία η Ε.Δ.Υ. άσκησε διακριτική ευχέρεια ως διοικητικό όργανο, προβαίνοντας σε νέα επιλογή. Κατά πόσο η απόφαση αυτή ήταν ορθή ή όχι δεν είναι πλέον δυνατό να αμφισβητείται, ούτε να τίθεται εμμέσως υπό έλεγχο εφόσον η Αθηνοδώρου δεν άσκησε επ’ αυτής προσφυγή. Η προηγηθείσα πράξη της Ε.Δ.Υ., η οποία αμφισβητήθηκε με την προσφυγή Χατζημάρκου εφόσον ακυρώθηκε, εξαφανίστηκε σύμφωνα με το Άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158/1999. Το δε διοικητικό όργανο, εδώ η Ε.Δ.Υ., θεωρώντας προφανώς ότι η ακυρωτική απόφαση ήταν ορθή προχώρησε προς όφελος και της εύρυθμης λειτουργίας του ευρύτερου δημόσιου μηχανισμού να επανεξετάσει τα δεδομένα και να επανακρίνει την περίπτωση, υπό το φως του ακυρωτικού δεδικασμένου. Αναφέρονται τα πιο πάνω, για να καταδειχθεί η ουσιαστική σημασία της μη καταχώρησης νέας προσφυγής από την Αστέρω Αθηνοδώρου επί του διορισμού του Χατζημάρκου. Πρέπει βάσιμα, λογικά και νομικά, να θεωρείται ότι η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε επί της ουσίας την όλη υπόθεση και αποφαινόμενη για το διορισμό Χατζημάρκου έναντι οποιουδήποτε άλλου, επέλεξε τον καταλληλότερο, κρίση που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και δεν θα τύχει οποιασδήποτε αναθεώρησης από το Ανώ[*335]τατο Δικαστήριο, στην απουσία νέας προσφυγής. Τα υπό κρίση λοιπόν δεδομένα υπό το φως και της προηγηθείσας ανάλυσης, ευλόγως διαφοροποιούν την παρούσα υπόθεση από τη Χαραλάμπους ν. Πουλικκάς – ανωτέρω –, ενώ πρόσθετο ουσιώδες διαφοροποιητικό στοιχείο παραμένει και η μη άσκηση έφεσης από την ακυρωτική απόφαση του υποψηφίου Παναγιώτου. Στην πραγματικότητα, η εδώ εφεσείουσα αποδέχθηκε την κρίση του ακυρωτικού Δικαστηρίου ως προς την πλάνη αναφορικά με τον διδακτορικό τίτλο του Παναγιώτου, αλλά και ως προς ποιο από τα δύο προσόντα που κατείχε ο Παναγιώτου του πιστώθηκε ως απαραίτητο προσόν, ενώ η Ε.Δ.Υ. δεν εξειδίκευσε κατά πόσο ο Παναγιώτου κατείχε και οποιαδήποτε πρόσθετα προσόντα, ζητήματα τα οποία βεβαίως η Ε.Δ.Υ., θα πρέπει να θεωρείται ότι επανεξέτασε εκδίδοντας τη νέα διοικητική πράξη με την οποία προήγαγε τον Χατζημάρκου. Ο Παναγιώτου δεν ανεφέρθη ότι προσέφυγε εναντίον της προαγωγής Χατζημάρκου και έτσι η εφεσείουσα δεν μπορεί να ανατρέψει όλα τα δημιουργηθέντα νέα δεδομένα, (ευρήματα της Ε.Δ.Υ. επί της ουσίας της διαφοράς), οικοδομώντας επί των δικών της παραλείψεων. Κρίνεται ότι η εφεσείουσα για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, απώλεσε το έννομο συμφέρον της να προωθεί την παρούσα έφεση.
[Η Παναγή, Δ. εξέδωσε την απόφαση της μειοψηφίας, με την οποία συμφώνησε ο Γιασεμής, Δ.]
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χαραλάμπους ν. Πουλικκάς (2002) 3 Α.Α.Δ. 685,
Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202,
Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109,
Γεώργιος Φινόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1729/11 κ.ά., ημερ. 10.12.2013,
Ιωάννου ν. Γραβάνη (2011) 3 Α.Α.Δ. 913,
Χρυσοστόμου κ.ά ν. Δημητρίου κ.ά (1998) 3 Α.Α.Δ. 316,
Δήμος Αραδίππου κ.ά ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 25,
Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Παπαδάκη κ.ά (2002) 3 Α.Α.Δ. 140,
[*336]Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 510,
Kyproxil Designs Ltd v. Panos Englezos & Co. Ltd, (1988) 1 C.L.R. 546.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τον Αιτητή και το Ενδιαφερόμενο Μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.) (Υπόθ. Αρ. 1262/07 κ.ά.) ημερ. 22/10/09.
Χρ. Γεωργιάδης, για την Εφεσείουσα στην Α.Ε. αρ. 202/2009.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο στην Α.Ε. αρ. 202/2009.
Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση στην Α.Ε. αρ. 202/2009.
Cur. adv. vult.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα εκδώσει ο Ναθαναήλ, Δ., με την οποία συμφωνώ προσωπικά καθώς και ο Λιάτσος, Δ.. Η Παναγή, Δ. θα εκδώσει διαφορετική απόφαση με την οποία συμφωνεί και ο Γιασεμής, Δ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ηγέρθηκε από τον εφεσίβλητο Στέλιο Χατζημάρκου κατά τη συζήτηση της έφεσης υπ’ αρ. 202/2009, της έφεσης υπ’ αρ. 199/2009 αποσυρθείσας, ζήτημα απώλειας του εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας για τους λόγους που θα αναφερθούν αμέσως μετά. Αφού δόθηκαν οι νενομισμένες οδηγίες από την Ολομέλεια, καταχωρήθηκαν τα αντίστοιχα συμπληρωματικά περιγράμματα αγόρευσης επί του προδικαστικού αυτού ζητήματος.
Πρωτόδικα είχαν καταχωρηθεί τρεις προσφυγές, από τους Στέλιο Χατζημάρκου, Παναγιώτη Παναγιώτου και Μωϋσή Ταρτίου εναντίον της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να προαγάγει την εφεσείουσα Αστέρω Αθηνοδώρου Κυριάκου στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού στον Κλάδο Εγγραφής, Διακατοχής και Διαχείρισης Κρατικών Γαιών στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας. Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν με αποτέλεσμα την αποδοχή των προσφυγών των Χατζημάρκου και Παναγιώτου, αλλά και την απόρριψη της προσφυγής του Ταρτίου. Η Αστέρω Αθηνοδώρου Κυριάκου εφεσίβαλε μόνο την [*337]απόφαση με την οποία πρωτόδικα κρίθηκε ότι υπερείχε αυτής, ο Χατζημάρκου. Το ίδιο δε το διοικητικό όργανο, δηλαδή, η Ε.Δ.Υ., αποδέχθηκε την πρωτόδικη κρίση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, αφού προχώρησε στη νενομισμένη επανεξέταση, προήγαγε τον Χατζημάρκου στην επίδικη θέση αναδρομικά από 15.7.2007. Επί της ακύρωσης της προαγωγής της Αστέρως Αθηνοδώρου Κυριάκου υπέρ του Παναγιώτου, δεν ασκήθηκε έφεση από οποιονδήποτε. Έφεση άσκησε και ο Ταρτίου του οποίου η προσφυγή απορρίφθηκε, αλλά στην πορεία, η έφεση απεσύρθη.
Ο κ. Κωνσταντίνου εκ μέρους του Χατζημάρκου, στη βάση των πιο πάνω δεδομένων, εισηγήθηκε ότι η παράλειψη αφενός της Αστέρως Αθηνοδώρου Κυριάκου να εφεσιβάλει την ακύρωση της προαγωγής της, υπέρ του Παναγιώτου και αφετέρου η παράλειψη της να ασκήσει νέα προσφυγή επί της απόφασης της Ε.Δ.Υ. να προαγάγει τον Χατζημάρκου μετά την επανεξέταση, την αποκλείει διπλά από το να διατηρεί έννομο συμφέρον να προωθεί την έφεση της. Κατά την εισήγηση του συνηγόρου, ακόμη και αν η έφεση της εναντίον του Χατζημάρκου επιτύχει, η επίδικη πράξη προαγωγής της θα εξακολουθεί να παραμένει ακυρωμένη λόγω της ακύρωσης της θέσης της στην προσφυγή του Παναγιώτου επί της οποίας δεν άσκησε έφεση. Η επίδικη θέση είναι μία και αυτή κατελήφθη από τον Χατζημάρκου μετά την επανεξέταση και, επομένως, ακόμη και επιτυχία της έφεσης δεν θα επάγεται την επιστροφή της στην επίδικη θέση εφόσον αυτή έχει ήδη καταληφθεί από τον Χατζημάρκου χωρίς αμφισβήτηση της νέας απόφασης της Ε.Δ.Υ. και χωρίς εν πάση περιπτώσει να είναι δυνατό να παραμερισθεί το μέρος εκείνο της πρωτόδικης απόφασης που αφορά την ακύρωση της προαγωγής της έναντι του Παναγιώτου.
Αντίθετη ήταν η εισήγηση του κ. Γεωργιάδη ότι η εφεσείουσα διατηρεί έννομο συμφέρον προώθησης της έφεσης αναφερόμενος στην απόφαση Χαραλάμπους ν. Πουλικκάς (2002) 3 Α.Α.Δ. 685.
Οι πιο πάνω θέσεις του συνηγόρου του εφεσίβλητου κρίνονται ορθές. Οι τρεις προσφυγές πρωτοδίκως συνενώθησαν για σκοπούς εκδίκασης εφόσον αφορούσαν την ίδια διοικητική πράξη, αλλά στην ουσία με την έκδοση της απόφασης θα πρέπει να θεωρούνται ως αποσυνενωθείσες κατά τα αντίστοιχα εφαρμοζόμενα στις αστικές διαδικασίες στις οποίες και παραπέμπει ο Κανονισμός 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962. Το πρωτόδικο Δικαστήριο καταληκτικά αποφάσισε την επιτυχία της προσφυγής αρ. [*338]1262/2007, που αφορούσε τον Χατζημάρκου, τη ξεχωριστή επιτυχία της προσφυγής αρ. 1273/2007, που αφορούσε τον Παναγιώτου και την ταυτόχρονη αποτυχία της προσφυγής αρ. 1435/2007, που αφορούσε τον Ταρτίου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητά ανέφερε για κάθε μία από τις επιτυχούσες προσφυγές ότι η αντίστοιχη προσφυγή επιτυγχάνει για τους λόγους που είχε καταγράψει προηγουμένως στο σκεπτικό της απόφασης, επιδικάζοντας μάλιστα και χωριστά έξοδα για τον καθένα.
Υπάρχουν επομένως δύο αποτελέσματα με δύο λόγους ακύρωσης, ο ένας εκ των οποίων, στην προσφυγή Παναγιώτου, δεν αμφισβητήθηκε με έφεση, ενώ ο άλλος αμφισβητήθηκε μεν με την υπό κρίση έφεση σε ό,τι αφορά τον Χατζημάρκου, αλλά δεν αμφισβητήθηκε με προσφυγή από την Αστέρω Αθηνοδώρου η επανεξέταση από την Ε.Δ.Υ. που οδήγησε στην προαγωγή του Χατζημάρκου. Στην απόφαση της Ολομέλειας Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202, τονίστηκε με βάση και το σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδοση, Τόμος ΙΙ, σελ. 85-87, ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να υπάρχει, αλλά και να διατηρείται σε όλα τα στάδια, δηλαδή, κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης, κατά την καταχώρηση της αιτήσεως ακυρώσεως και κατά τη συζήτηση αυτής. Έπεται ότι το έννομο συμφέρον πρέπει να διατηρείται και κατά την εφετειακή διαδικασία. Η απόφαση της Ε.Δ.Υ. να αποδεχθεί την πρωτόδικη ακύρωση της προαγωγής της Αστέρως Αθηνοδώρου Κυριάκου, να προβεί σε επανεξέταση των δεδομένων κατά το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε από την ακυρωτική κρίση και να διορίσει τον Χατζημάρκου, επέφερε νέα τετελεσμένα τα οποία εφόσον δεν αμφισβητήθηκαν από την Αθηνοδώρου με την άσκηση προσφυγής, παραμένουν ισχυρά. Με την επανεξέταση λοιπόν και την προαγωγή του Χατζημάρκου προέκυψε νέα διοικητική πράξη, κατά την οποία η Ε.Δ.Υ. άσκησε διακριτική ευχέρεια ως διοικητικό όργανο, προβαίνοντας σε νέα επιλογή. Κατά πόσο η απόφαση αυτή ήταν ορθή ή όχι δεν είναι πλέον δυνατό να αμφισβητείται, ούτε να τίθεται εμμέσως υπό έλεγχο εφόσον η Αθηνοδώρου δεν άσκησε επ’ αυτής προσφυγή. Η προηγηθείσα πράξη της Ε.Δ.Υ., η οποία αμφισβητήθηκε με την προσφυγή Χατζημάρκου εφόσον ακυρώθηκε, εξαφανίστηκε σύμφωνα με το Άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158/1999. Το δε διοικητικό όργανο, εδώ η Ε.Δ.Υ., θεωρώντας προφανώς ότι η ακυρωτική απόφαση ήταν ορθή προχώρησε προς όφελος και της εύρυθμης λειτουργίας του ευρύτερου δημόσιου μηχανισμού να επανεξετάσει τα δεδομένα και να επανακρίνει την περίπτωση, υπό το φως του ακυρωτικού [*339]δεδικασμένου.
Στη Χαραλάμπους ν. Πουλικκάς – ανωτέρω –, λέχθηκε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος που δεν προσέβαλε το διορισμό ή την προαγωγή του έτερου υποψηφίου μετά από επανεξέταση της υπόθεσης κατ’ ακολουθίαν ακυρωτικού αποτελέσματος, δεν είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του να προχωρήσει την έφεση εναντίον της ακυρωτικής πράξης. Θεωρήθηκε ότι σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης το διοικητικό όργανο θα υποχρεούτο να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση συμμορφούμενο με το αποτέλεσμα της. Και περαιτέρω ότι δεν μπορεί το ενδιαφερόμενο μέρος να δεσμευτεί από την απόφαση του διοικητικού οργάνου προς βλάβη του, με την επανεξέταση.
Πρέπει όμως να σημειωθούν τα εξής προς σφαιρική αντίκρυση του θέματος. Πρώτον, στην Πουλικκάς δεν φαίνεται να απασχόλησε ή να συζητήθηκε η επίπτωση της δημιουργίας νέας διοικητικής πράξης μετά την επανεξέταση, έχοντας υπόψη ότι η πρώτη ακυρωθείσα πράξη εξαφανίσθηκε. Η επανεξέταση οδηγεί σε τετελεσμένα που δεν θα ήταν δυνατόν να ανατραπούν εκ των υστέρων με την επιτυχία της έφεσης. Η άποψη που εκφράστηκε στην Πουλικκάς ότι το διοικητικό όργανο θα υποχρεωθεί να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενο με το αποτέλεσμα της έφεσης παραγνωρίζει (i) ότι η δεύτερη απόφαση δεν συναρτάται πλέον με την πρώτη και δεν αποτελεί συνέχεια της εφόσον ήταν αποτέλεσμα επανεξέτασης με την έκδοση νέας αυτοτελούς διοικητικής πράξης, (ii) ότι ο διορισμός ή προαγωγή που αποφασίστηκε μετά την επανεξέταση δεν είναι δυνατόν σε παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση, να ακυρωθεί μετά πάροδο χρόνου όταν αποφασιστεί πλέον η έφεση, και (iii) η επανεξέταση μπορεί να είναι προς όφελος και πάλι του ενδιαφερόμενου μέρους ή ακόμη και υπέρ τρίτου, επιφέροντας έτσι διαφορετικά αποτελέσματα κάθε φορά.
Δεύτερο, η Πουλικκάς δεν ανεφέρθη και στην άλλη αρχή ότι η εμπλοκή του ενδιαφερόμενου μέρους στην όλη διαδικασία είναι να συνδράμει και να υποστηρίξει τη διοικητική πράξη και απόφαση και δεν μπορεί να προβάλλει αιτιάσεις έξω από το χειρισμό της ίδιας της διοίκησης, (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου – ανωτέρω –. Για την όλη υπόσταση και εμβέλεια της ανάμειξης του ενδιαφερόμενου μέρους δέστε Γεώργιος Φινόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1729/11, 33/12 και 194/12, ημερ. 10.12.2013.
[*340]Τίθεται εν αμφιβόλω, η δυνατότητα χειρισμού διαφορετικού από την απόφαση του διοικητικού οργάνου, όταν αυτό αποφασίζει να αποδεκτεί την ακυρωτική απόφαση, ενεργώντας εννοείται αμερόληπτα, αποστασιοποιημένα και πέραν των προσωπικών συμφερόντων των υποψηφίων. Γνώμονας του διοικητικού οργάνου, το οποίο παρήγαγε τη διοικητική πράξη και μάλιστα χωρίς τη συμμετοχή του ενδιαφερομένου μέρους, είναι η επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου για διορισμό ή προαγωγή. Η αποδοχή από το διοικητικό όργανο της απόφασης ακύρωσης από το κατ’ εξοχήν αρμόδιο συνταγματικό όργανο, το Ανώτατο Δικαστήριο, δείχνει και σεβασμό προς την απόφαση, αλλά και αναγνώριση των λαθών που διέπραξε κατά την παραγωγή της διοικητικής πράξης.
Στην Ιωάννου ν. Γραβάνη (2011) 3 Α.Α.Δ. 913 αποφασίστηκε ότι δεν έπαυσε να παραμένει έννομο συμφέρον στον εφεσείοντα, ο οποίος δικαιούτο να προχωρήσει την έφεση του που ασκήθηκε πριν το διοικητικό όργανο, συμμορφούμενο με την ακυρωτική απόφαση, που έκρινε άκυρο τον αρχικό διορισμό του εφεσείοντος λόγω κακής σύνθεσης, επανεξετάσει το ζήτημα με νόμιμη πλέον σύνθεση επαναδιορίζοντας τον αναδρομικά με ανεπιφύλακτη εκ μέρους του αποδοχή του επαναδιορισμού.
Στη Λαμπρατσιώτη εξηγήθηκε ότι υπήρχε διαφοροποίηση με τη Γραβάνη. Στη Γραβάνη η ακύρωση οφειλόταν σε κακή σύνθεση, η οποία στη συνέχεια διορθώθηκε. Στη Λαμπρατσιώτη κρίθηκε ότι η εφεσείουσα δεν διατηρούσε πλέον έννομο συμφέρον, εφόσον η επανεξέταση αφορούσε την υπόθεση επί της ουσίας της, με το διοικητικό όργανο να αποφαίνεται επί της ουσιαστικής κατοχής απαιτούμενου προσόντος.
Αναφέρονται τα πιο πάνω, για να καταδειχθεί η ουσιαστική σημασία της μη καταχώρησης νέας προσφυγής από την Αστέρω Αθηνοδώρου επί του διορισμού του Χατζημάρκου. Πρέπει βάσιμα, λογικά και νομικά, να θεωρείται ότι η Ε.Δ.Υ. επανεξέτασε επί της ουσίας την όλη υπόθεση και αποφαινόμενη για το διορισμό Χατζημάρκου έναντι οποιουδήποτε άλλου, επέλεξε τον καταλληλότερο, κρίση που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης και δεν θα τύχει οποιασδήποτε αναθεώρησης από το Ανώτατο Δικαστήριο, στην απουσία νέας προσφυγής.
Τα υπό κρίση λοιπόν δεδομένα υπό το φως και της προηγηθείσας ανάλυσης, ευλόγως διαφοροποιούν την παρούσα υπόθεση από τη Χαραλάμπους ν. Πουλικκάς – ανωτέρω –, ενώ πρόσθετο [*341]ουσιώδες διαφοροποιητικό στοιχείο παραμένει και η μη άσκηση έφεσης από την ακυρωτική απόφαση του υποψηφίου Παναγιώτου. Στην πραγματικότητα, η εδώ εφεσείουσα αποδέχθηκε την κρίση του ακυρωτικού Δικαστηρίου ως προς την πλάνη αναφορικά με τον διδακτορικό τίτλο του Παναγιώτου, αλλά και ως προς ποιο από τα δύο προσόντα που κατείχε ο Παναγιώτου του πιστώθηκε ως απαραίτητο προσόν, ενώ η Ε.Δ.Υ. δεν εξειδίκευσε κατά πόσο ο Παναγιώτου κατείχε και οποιαδήποτε πρόσθετα προσόντα, ζητήματα τα οποία βεβαίως η Ε.Δ.Υ., θα πρέπει να θεωρείται ότι επανεξέτασε εκδίδοντας τη νέα διοικητική πράξη με την οποία προήγαγε τον Χατζημάρκου. Ο Παναγιώτου δεν ανεφέρθη ότι προσέφυγε εναντίον της προαγωγής Χατζημάρκου και έτσι η εφεσείουσα δεν μπορεί να ανατρέψει όλα τα δημιουργηθέντα νέα δεδομένα, (ευρήματα της Ε.Δ.Υ. επί της ουσίας της διαφοράς), οικοδομώντας επί των δικών της παραλείψεων.
Κρίνεται ότι η εφεσείουσα για τους λόγους που έχουν εξηγηθεί, απώλεσε το έννομο συμφέρον της να προωθεί την παρούσα έφεση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ του εφεσίβλητου.
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Δεν συμφωνώ με το αποτέλεσμα. Παραθέτω το δικό μου σκεπτικό.
Η απόφαση της ΕΔΥ να προαγάγει την εφεσείουσα – ενδιαφερόμενο μέρος στη μόνιμη θέση Ανώτερου Κτηματολογικού Λειτουργού (Κλάδος Εγγραφής, Διακατοχής και Διαχείρισης Κρατικών Γαιών) στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προσβλήθηκε με τρεις ξεχωριστές προσφυγές που καταχώρησαν ο εφεσίβλητος, Στέλιος Χατζημάρκου, και δύο άλλοι αιτητές, Παναγιώτης Παναγιώτου και Μωϋσής Ταρτίου, οι οποίες συνεκδικάστηκαν. Η προσφυγή του Ταρτίου, στην οποία υπήρχε ακόμη ένα ενδιαφερόμενο μέρος, απορρίφθηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, ενώ οι πρόσφυγές του εφεσίβλητου και του Παναγιώτη Παναγιώτου έγιναν αποδεκτές, για διαφορετικούς λόγους. Στην περίπτωση του εφεσίβλητου κρίθηκε πρωτοδίκως ότι είχε καταδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι των άλλων υποψηφίων, ενώ στην περίπτωση του Παναγιώτου διαπιστώθηκε ότι υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα, αναφορικά με το διδακτορικό του τίτλο.
Η εφεσείουσα εφεσίβαλε την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην προσφυγή του Στέλιου Χατζημάρκου (στο εξής «ο εφεσίβλητος»). Έφεση ασκήθηκε και από τον αιτητή Ταρτιου [*342]εναντίον της απορριπτικής απόφασης του δικαστηρίου, η οποία όμως αποσύρθηκε στην πορεία. Στο μεταξύ, η ΕΔΥ αποδεχόμενη την πρωτόδικη κρίση, προχώρησε σε επανεξέταση με αποτέλεσμα το διορισμό, αυτή τη φορά, του εφεσίβλητου στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 15.7.2007.
Το γεγονός αυτό, προκάλεσε την εισήγηση του συνηγόρου του εφεσίβλητου ενώπιον μας ότι η εφεσείουσα δεν διατηρεί πλέον ενεστώς έννομο συμφέρον. Κατόπιν οδηγιών μας, όπως οι διάδικοι αναπτύξουν τις θέσεις τους γραπτώς, ο εφεσίβλητος και η εφεσείουσα, καταχώρησαν συμπληρωματικά περιγράμματα. Οι εφεσίβλητοι-καθ’ ων η αίτηση (Κυπριακή Δημοκρατία) δήλωσαν ότι δεν επιθυμούσαν να τοποθετηθούν.
Η εισήγηση του εφεσίβλητου έχει ως κεντρικό άξονα τη θέση ότι η επίδικη προαγωγή της εφεσείουσας ακυρώθηκε δύο φορές, ήτοι στην προσφυγή του εφεσιβλήτου και αμέσως μετά στην προσφυγή του Παναγιώτη Παναγιώτου. Το γεγονός τούτο σε συνάρτηση με την παράλειψη της εφεσείουσας να εφεσιβάλει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην προσφυγή του Παναγιώτου, που επίσης ακύρωσε την προαγωγή της, και να καταχωρήσει προσφυγή κατά της απόφασης της ΕΔΥ κατόπιν επανεξέτασης, με την οποία προήχθη ο εφεσίβλητος στην επίδικη θέση, απολήγει, εισηγείται, σε απώλεια του έννομου συμφέροντος της. Τούτο γιατί σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας έφεσης η επίδικη πράξη θα εξακολουθεί να είναι ακυρωμένη και θα παραμεριστεί μόνο το μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στον εφεσίβλητο. Ως εκ τούτου, η συνέχιση της έφεσης δεν θα ωφελήσει την εφεσείουσα.
Η εν λόγω θέση δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Επισημαίνεται, στην υπόθεση Χρυσοστόμου κ.ά ν. Δημητρίου κ.ά (1998) 3 Α.Α.Δ. 316, στην οποία ο εφεσείων ήταν, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, ενδιαφερόμενο πρόσωπο και όχι ο προσφεύγων ότι:
«…η κατοχή του απαραίτητου έννομου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια, (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερομένου προσώπου που είναι η ιδιότητα του εφεσείοντος. (Βλ. Κλεάνθους και άλλοι ν. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2971, Dias United Publishing Co.; Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 [*343]Α.Α.Δ. 550 και στην πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας στην Υπουργικό Συμβούλιο ν. Ραδιοτηλεοπτικές Υπηρεσίες Αντέννα Ρ.Τ. Λίμιτεδ (1998) 3 Α.Α.Δ. 255).
H έφεση αποτελεί το δικαϊικό μέσο για τη θεώρηση της ορθότητας πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Συνιστά ασφαλιστική δικλίδα για την ορθή διαπίστωση και εφαρμογή του νόμου στην υπόθεση η οποία εκδικάζεται. Η αποδοχή, στην προκείμενη υπόθεση, της δεύτερης διοικητικής απόφασης δεν υποδηλώνει αποποίηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης, κατά της πρώτης δικαστικής απόφασης, ούτε επάγεται την απόσβεση της έφεσης. Η έφεση έχει ως λόγο τη θεώρηση της ορθότητας της δικαστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη διοικητική πράξη. Η αποδοχή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αναφέρεται αποκλειστικά στην πράξη εκείνη.»
Στη μεταγενέστερη υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλικκά (2002) 3 Α.Α.Δ. 685, τα γεγονότα της οποίας ήταν σε μεγάλο βαθμό παρόμοια με τα γεγονότα της παρούσας, ο εφεσείων ήταν πρωτόδικα το ενδιαφερόμενο μέρος, η πρωτόδικη απόφαση ήταν ακυρωτική και, εκκρεμούσης της έφεσης η ΕΔΥ προέβηκε σε επανεξέταση με αποτέλεσμα την προαγωγή του αιτητή- εφεσίβλητου, η οποία όμως δεν προσβλήθηκε από τον εφεσείοντα με την καταχώρηση νέας προσφυγής. Στο ερώτημα κατά πόσο ο εκεί εφεσείων-ενδιαφερόμενο μέρος μπορούσε να συνεχίσει με την προώθηση της έφεσης του ή αν δεσμευόταν από τη νέα απόφαση της ΕΔΥ, αφού δεν την πρόσβαλε, η Ολομέλεια ανέφερε τα ακόλουθα:
«Ήταν η θέση του εφεσείοντα, που προβλήθηκε ενώπιον μας, πως η παρούσα περίπτωση δεν επηρεάζεται από την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση ΚΟΑ ν. Γ. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110, αφού αυτή αφορούσε έφεση του διορίζοντος οργάνου ενώ το ίδιο είχε προβεί σε επανεξέταση, συμμορφούμενο με την ακυρωτική απόφαση. Όπως προβλήθηκε, η υπόθεση εδώ διαφοροποιείται γιατί είναι το ΕΜ που εφεσίβαλε την απόφαση, το οποίο και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεσμεύεται από την απόφαση συμμόρφωσης των καθ’ ων η αίτηση.
Είναι κατά την άποψη μας ορθή αυτή η θέση. Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης μπορεί να τύχει εφαρμογής στην περίπτωση, διότι με αυτό τον τρόπο, όπως υποβλήθηκε και εκ μέρους του εφεσείοντα, θα καταλή[*344]γαμε στο ανεπίτρεπτο αποτέλεσμα πως η διοίκηση μπορούσε να ενεργήσει με τέτοιο τρόπο, ώστε να στερήσει το ΕΜ του δικαιώματός του να προσβάλει την περί ης ο λόγος απόφαση.
Η άλλη πλευρά όμως έθεσε το θέμα διαφορετικά, χωρίς να αμφισβητεί στην ουσία τις πιο πάνω θέσεις. Όπως υπέβαλε, αφού είχε γίνει επανεξέταση και προάχθηκε ο αιτητής-εφεσίβλητος αναδρομικά, το ΕΜ θα έπρεπε να προσβάλει αυτή την απόφαση, γιατί η έφεση του κάτω από τις συνθήκες της νέας απόφασης είχε χάσει το αντικείμενο της.
Έχοντας εξετάσει με προσοχή το εγειρόμενο θέμα, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως η παρούσα έφεση δεν έχει χάσει το αντικείμενό της. Ο εφεσείων έχει επιλέξει να συνεχίσει την έφεση του και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν την εγκατέλειπε αν θα μπορούσε να προβάλει λόγους ακυρότητας για τη δεύτερη απόφαση, λόγους που ίσως έχει να προβάλει στην παρούσα έφεση. Δεν δεχόμαστε ότι η έφεση δεν έχει πλέον αντικείμενο. Αν ο εφεσείων-ΕΜ επιτύχει στην έφεση του και επικυρωθεί η επίδικη διοικητική απόφαση με ανατροπή της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η καθ’ ης η αίτηση Αρχή Ηλεκτρισμού θα έχει τότε την υποχρέωση να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα της έφεσης.»
Ένα περίπου χρόνο αργότερα, το πιο πάνω σκεπτικό της Πουλικκά υιοθετήθηκε πλήρως και εφαρμόστηκε από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δήμος Αραδίππου κ.ά ν. Γεωργίου (Αρ. 1) (2003) 3 Α.Α.Δ. 25.
H εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσίβλητου ότι η Πουλικκά δεν έχει εφαρμογή στα δεδομένα της παρούσας γιατί σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, δεν θα ανατραπεί ολόκληρη η επίδικη πράξη λόγω μη προσβολής του ακυρωτικού αποτελέσματος στην προσφυγή του Παναγιώτου, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Οι προσφυγές του εφεσίβλητου και του Παναγιώτου πέτυχαν για διαφορετικούς λόγους – του πρώτου λόγω έκδηλης υπεροχής και του Παναγιώτου λόγω πλάνης περί τα πράγματα. Το ακυρωτικό αποτέλεσμα όμως ήταν ένα, παρά την διατύπωση και στις δύο υποθέσεις ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται».
Περαιτέρω, παρόλο που η ακυρωτική απόφαση επενεργεί erga omnes ως προς το αποτέλεσμά της, το δεδικασμένο ως προς τα κριθέντα ζητήματα, δηλαδή εκείνα που οδήγησαν ως διαπι[*345]στώσεις στο αποτέλεσμα, είναι σχετικό ανεξάρτητα από το αν η διοικητική απόφαση επικυρώθηκε ή ακυρώθηκε (Δέστε Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Παπαδάκη κ.ά (2002) 3 Α.Α.Δ. 140). Ουσιώδης προϋπόθεση του είναι η ταυτότητα των διαδίκων. Η δε υποχρέωση επανεξέτασης και το τι περιλαμβάνει κρίνεται με βάση το ratio decidendi της απόφασης δηλαδή το δεσμευτικό/αποφασιστικό περιεχόμενο της.
Στην προκείμενη περίπτωση λοιπόν, η αναφορά από το πρωτόδικο δικαστήριο στην προσφυγή του Παναγιώτου ότι «η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται», εφόσον επρόκειτο για συνεκδικασθείσες προσφυγές, δεν δημιουργούσε νέο ακυρωτικό αποτέλεσμα που να ακυρώνει τη διοικητική πράξη για δεύτερη φορά, αλλά συνιστούσε το συμπέρασμα επιπρόσθετου λόγου ακύρωσης που παρήγαγε μόνο σχετικό δεδικασμένο που θα μπορούσε να αποτελέσει δυνητικά λόγο έφεσης. Ούτε επηρεαζόταν το δικαίωμα της εφεσείουσας να αμφισβητήσει κατ’ έφεση την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο εφεσίβλητος κατέδειξε έκδηλη υπεροχή, που στη συγκεκριμένη εκείνη υπόθεση στοιχειοθέτησε το λόγο της ακύρωσης, οδηγώντας κατ’ ακολουθία στην επανεξέταση και στο διορισμό του εφεσίβλητου, και να έχει η εφεσείουσα επί του ζητήματος τούτου την απόφαση του Εφετείου. Εξάλλου, το θεσμικό πλαίσιο της έφεσης στον τομέα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας είναι η επανακρόαση της προσφυγής, υπό την αίρεση των περιορισμών που τίθενται με τους λόγους έφεσης (Δέστε Κυπριανού ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 510).
Το γεγονός ότι η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε με επιπρόσθετο λόγο έφεσης το σχετικό δεδικασμένο της προσφυγής του Παναγιώτου, ουδόλως διαφοροποιεί τα πράγματα. Εξακολουθεί δυνητικά να αντλεί ωφέλεια από τυχόν επιτυχία της παρούσας έφεσης, αφού με την εξαφάνιση αναδρομικά της ακυρωτικής απόφασης στην προσφυγή του εφεσίβλητου θα επανέρθει στο προσκήνιο η πράξη προαγωγής της. Η νέα απόφαση που προέκυψε από την επανεξέταση θα υπόκειται σε ανάκληση και η ΕΔΥ θα υποχρεούται πλέον, ανατρέχοντας στα πραγματικά δεδομένα του ουσιώδους χρόνου, να επανεξετάσει και πάλι – βλ. Πουλικκά και Δήμος Αραδίππου (ανωτέρω) - δεσμευόμενη μόνο από το σχετικό δεδικασμένο της προσφυγής του Παναγιώτου. Σε μια τέτοια περίπτωση, η επανεξέταση θα τεθεί επί νέων δεδομένων, πιο ευνοϊκών για την υποψηφιότητα της εφεσείουσας.
Σύμφωνα με τη νομολογία, στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, [*346]πρωτόδικη απόφαση θεωρείται τελική και διατηρεί τον τελικό της χαρακτήρα, παρά την καταχώρηση έφεσης, εκτός αν ανατραπεί, οπότε η ανατροπή της ενεργεί αναδρομικά (Δέστε, μεταξύ άλλων, την υπόθεση Kyproxil Designs Ltd v. Panos Englezos & Co. Ltd, (1988) 1 C.L.R. 546).
Στην ουσία, η παρούσα δεν διακρίνεται από την Πουλικκά και βεβαίως ούτε από τις άλλες δύο σχετικές υποθέσεις που αναφέρονται προηγουμένως στις οποίες εφαρμόστηκε η ίδια αρχή, κατά τρόπο μάλιστα που να δικαιολογεί απόκλιση από τα εκεί αποφασισθέντα. Να σημειωθεί ότι δεν μας έχει καλέσει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου να αποκλίνουμε από τα όσα η εν λόγω απόφαση καθιέρωσε ούτε βλέπω οποιοδήποτε λόγο που να δικαιολογεί τέτοια πορεία.
Συνακόλουθα, «δεν καταφαίνεται ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η έφεση απώλεσε τη ζωτικότητά της ή κάθε σημασία για τα δικαιώματα» της εφεσείουσας (Δέστε Χρυσοστόμου (ανωτέρω)).
Για τους πιο πάνω λόγους, θα απέρριπτα την προδικαστική ένσταση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο