Ιωαννίδου-Κουτσελίνη Μαρία και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2014) 3 ΑΑΔ 361

ECLI:CY:AD:2014:D750

(2014) 3 ΑΑΔ 361

[*361]7 Οκτωβρίου, 2014.

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]

 

(Υπόθεση Αρ. 740/2011)

 

ΜΑΡΙΑ ΚΟΥΤΣΕΛΙΝΗ-ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ,

 

Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 891/2011)

 

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΙΤΤΟΚΟΠΙΤΗΣ ΩΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΠΙΤΤΟΚΟΠΙΤΗ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 892/2011)

 

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΣΥΡΙΜΗΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

[*362]ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 893/2011)

 

ΖΑΧΑΡΙΑΣ ΤΟΥΛΟΥΡΑΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 927/2011)

 

ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 928/2011)

 

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

[*363]ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 930/2011)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ Ι. ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 931/2011)

 

ΙΑΚΩΒΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 960/2011)

 

ΚΩΣΤΑΣ ΠΕΤΡΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

[*364]ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 963/2011)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΠΥΡΙΔΑΚΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 964/2011)

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΕΤΣΑΣ,

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 966/2011)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΑΡΜΙΟΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

[*365](Υπόθεση Αρ. 996/2011)

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΟΞΙΝΟΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΑΡΧΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΔΥΝΑΜΙΚΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 997/2011)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΩΣΕΙΛΟΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 998/2011)

 

ΚΩΣΤΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 999/2011)

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΗΛΙΩΤΗΣ,

Αιτητής,

v.

[*366]ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1028/2011)

 

ΛΟΥΚΑΣ ΙΑΤΡΟΥ,

 

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1029/2011)

 

ΑΘΑΝΑΣΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1031/2011)

 

ΓΙΑΝΝΗΣ ΛΟΥΤΣΙΟΥ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

[*367](Υπόθεση Αρ. 1032/2011)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΜΑΥΡΕΣΗΣ,

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1033/2011)

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1034/2011)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΕΡΓΙΟΥ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1035/2011)

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΟΛΑΚΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

[*368]ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1036/2011)

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1040/2011)

 

ΚΩΣΤΑΣ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1048/2011)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΜΠΡΙΑΝΟΥ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

[*369]2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

3. ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1051/2011)

 

ΛΟΪΖΟΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1087/2011)

 

1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΜΠΑΚΗΣ,

2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

3. ΚΛΑΙΛΙΑ ΣΟΥΡΜΕΛΗ-ΣΚΟΤΕΙΝΟΥ,

4. ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΙΕΡΕΙΔΗΣ,

 

Αιτητές,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1150/2011)

 

ΜΑΡΙΟΣ ΑΝΔΡΕΟΥ,

 

Αιτητής,

 

v.

[*370]ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1163/2011)

 

ΝΤΙΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

    ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1186/2011)

 

ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΣΑΒΒΑ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1187/2011)

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΥΛΑΚΗΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

[*371]ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1191/2011)

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1205/2011)

 

ΦΛΟΥΡΗΣ ΦΛΟΥΡΚΑ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1206/2011)

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΟΥΚΑΪΔΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

[*372](Υπόθεση Αρ. 1276/2011)

 

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1287/2011)

 

ΦΩΤΗΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

2. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

   ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ/Ή

   ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 1310/2011)

 

ΝΙΚΟΛΑΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Αιτητής,

 

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

[*373](Υπόθεση Αρ. 1364/2011)

 

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΙΤΤΟΚΟΠΙΤΗΣ, ΩΣ

ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ

ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΝΙΚΟΥ ΠΙΤΤΟΚΟΠΙΤΗ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 1540/2011)

 

ΣΤΕΛΙΟΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

Αιτητής,

 

v.

 

1. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

2. TΑΜΕΙΟΥ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΑΗΚ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 1612/2011)

 

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΙΔΕΡΑΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Υπόθεση Aρ. 1681/2011)

 

ΣΑΒΒΑΣ ΣΕΡΓΙΔΗΣ,

Αιτητής,

[*374]v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 1710/2011)

 

ΔΡ. ΝΙΚΟΣ ΠΑΥΛΙΔΗΣ,

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 114/2012)

 

ΑΝΝΑ ΑΣΙΗΚΑΛΗ,

 

Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΡΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 556/2012)

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

[*375]ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Aρ. 563/2012)

 

ΠΕΤΡΟΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ,

Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 564/2012)

 

ΛΑΖΑΡΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 587/2012)

 

ΓΛΑΥΚΟΣ ΚΑΡΙΟΛΟΥ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟY ΟΡΓΑΝΙΣΜΟY ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 740/2011, [*376]891/2011, 892/2011, 893/2011, 927/2011, 928/2011, 930/2011, 931/2011, 960/2011, 963/2011, 964/2011, 966/2011, 996/2011, 997/2011, 998/2011, 999/2011, 1028/2011, 1029/2011, 1031/2011, 1032/2011, 1033/2011, 1034/2011, 1035/2011, 1036/2011, 1040/2011, 1048/2011, 1051/2011, 1087/2011, 1150/2011, 1163/2011, 1186/2011, 1187/2011, 1191/2011, 1205/2011, 1206/2011, 1276/2011, 1287/2011,  1310/2011, 1364/2011, 1540/2011, 1612/2011, 1681/2011, 1710/2011, 114/2012, 556/2012, 563/2012, 564/2012, 587/2012).

 

 

Ο περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμος του 2011 (Ν.88(Ι)/11) ― Έλεγχος της συνταγματικότητας του Άρθρου 3(β) αυτού ― Κρίθηκε ως αντιβαίνον στο Άρθρο 23 του Συντάγματος ― Ανάπτυξη και συνέπειες.

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 23 του Συντάγματος ― Η προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας ― Νομολογία και θεωρία ― Κατά πόσο το Άρθρο 3(β) του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου του 2011, (Ν.88(Ι)/11) παραβιάζει το Άρθρο 23 ― Θεώρηση της ρύθμισης και υπό το φως των προνοιών της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του συναφούς κοινοτικού κεκτημένου.

 

Ανθρώπινα Δικαιώματα ― Το δικαίωμα ιδιοκτησίας ― Κατά πόσο θίγεται από το Άρθρο 3(β) του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου του 2011, (Ν.88(Ι)/11).

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Άρθρο 28 του Συντάγματος ― Κατά πόσο η αρχή της ισότητας παραβιάζεται από το Άρθρο 3(β) του περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμου του 2011, (Ν.88(Ι)/11).

 

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της απόφασης αναστολής καταβολής των συντάξεων τους για όσο χρόνο εργοδοτούνταν από το δημόσιο.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ακυρώνοντας τις επίδικες αποφάσεις, αποφάσισε ότι:

 

1.  Οι αιτητές, οι οποίοι επηρεάζονται από τον περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμο του 2011 (Ν [*377]88(Ι)/2011), που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Νόμος, ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι το Άρθρο 3(β) του Νόμου για αναστολή καταβολής σύνταξης, υπό προϋποθέσεις, είναι αντισυνταγματικό.  Το Δικαστήριο θεωρεί ότι η εξέταση της συνταγματικότητας της πρόνοιας είναι απαραίτητη για την έκβαση των προσφυγών αυτών. Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους προσβάλλεται η προαναφερόμενη πρόνοια ως αντισυνταγματική είναι ότι αυτή αντίκειται στα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντίκειται επίσης και στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τους αιτητές. Η θέση των καθ’ ων η αίτηση είναι ότι, με την προαναφερόμενη πρόνοια, δεν γίνεται οποιαδήποτε αποστέρηση περιουσιακού ή άλλου δικαιώματος, αλλά μόνον αναστολή του δικαιώματος στην καταβολή της σύνταξης, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το Νόμο. Ακόμα όμως και αν θεωρηθεί ότι γίνεται αποστέρηση δικαιώματος, αυτή δικαιολογείται ως απαραίτητος περιορισμός που τίθεται σύμφωνα με το Άρθρο 23 του Συντάγματος και που υπό τις περιστάσεις δεν είναι δυσανάλογος με την ανάγκη την οποίαν εξυπηρετεί. Η ανάγκη βασίζεται στο δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετείται με την αναστολή του δικαιώματος σύνταξης των αιτητών, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των καθ’ ων η αίτηση. Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός εάν αποφασιστεί το αντίθετο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας. Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός εάν είναι αντισυνταγματική πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή ακόμα τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος. Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν ένα νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος. Η μεθοδολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση του κατά πόσον οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα.

 

2.  Η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού η Αιτιολογική Έκθεση, στη βάση της οποίας θεσπίστηκε ο επίδικος Νόμος, δεν αναφέρεται καθόλου στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου ούτε και γίνεται επίκληση λόγων δημόσιας [*378]ωφέλειας ή δημόσιου συμφέροντος που να δικαιολογεί την παρέμβαση του κράτους, δυνάμει του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, στο περιουσιακό δικαίωμα των αιτητών. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική έκθεση προβάλλεται μόνο η ανάγκη εκσυγχρονισμού των συστημάτων συνταξιοδότησης των κρατικών αξιωματούχων και η εξάλειψη του φαινομένου των πολλαπλών συντάξεων. Περιορισμός, όμως, θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου μπορεί να γίνει μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα.  Τέτοιος περιορισμός τίθεται με νόμο, εφόσον κρίνεται αναγκαίος, και στο βαθμό που η ανάγκη τον επιβάλλει. Η ανάγκη που επιβάλλει τέτοιο περιορισμό πρέπει να είναι όχι μόνον υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης. Μόνο η διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας ανάγκης και ο προσδιορισμός της φύσης της, μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου. Η διαπίστωση της ανάγκης διαφαίνεται από τις πρόνοιες του Νόμου και την αιτιολογική του έκθεση. Στην προκείμενη περίπτωση, επομένως, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί και να συγκριθεί η προαναφερόμενη πρόνοια του Άρθρου 3(β) του Νόμου με το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Το συμβατικό δικαίωμα στη σύνταξη των ενώπιόν μας αιτητών, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε με τη συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση, είναι, υπό τις περιστάσεις, περιουσιακό τους δικαίωμα και δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

3.  Η επίδικη πρόνοια του Άρθρου 3(β) του Νόμου προνοεί ότι η σύνταξη που καταβάλλεται ή θα καταβάλλεται στους αιτητές, «αναστέλλεται» για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή η υπηρεσία τους στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που κατέχουν. Η αναστολή του δικαιώματος καταβολής της σύνταξης δεν είναι όμως αναστολή, υπό την έννοια του ότι κατά τη λήξη της θητείας ή της υπηρεσίας των αιτητών στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που κατέχουν, θα τους καταβληθεί αναδρομικά. Η αναστολή που προνοείται στο Άρθρο 3(β) σημαίνει ουσιαστικά ότι οι αιτητές χάνουν οριστικά το δικαίωμα τους στη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η θητεία ή η υπηρεσία τους στις προαναφερόμενες θέσεις, χωρίς να τους παρέχεται οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Αν δεν χάνουν ολότελα το δικαίωμα αυτό, αυτό περιορίζεται σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 3(β) έτσι ώστε αν ο μισθός τους στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που κατέχουν είναι μικρότερος από τη σύνταξη, οι αιτητές θα παίρνουν τόσο μέρος της σύνταξης ώστε ο μισθός τους να εξισώνεται με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης τους.  Δεν [*379]τίθεται ζήτημα διαφοροποίησης των δύο περιπτώσεων, δηλαδή εκείνων που χάνουν ολότελα τη σύνταξη και εκείνων που τη χάνουν μερικώς, διότι, όπως αναφέραμε, στις παρούσες υποθέσεις, υπάρχει ανεπίτρεπτος περιορισμός ή στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών. Ούτε και τίθεται ζήτημα στάθμισης του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας, από τη μια, και του ατομικού δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών, από την άλλη, διότι, όπως παρατηρήσαμε, το Άρθρο 23 του Συντάγματός μας δεν περιλαμβάνει το γενικό συμφέρον της κοινωνίας ή το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια, γενικά, ως λόγο για τον οποίο ο νομοθέτης μπορεί να στερήσει ή να περιορίσει δικαίωμα ιδιοκτησίας.

 

4.  Η Συνθήκη της Λισσαβώνας συνιστά Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Κεκτημένο και έδωσε δεσμευτικό χαρακτήρα στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ο Χάρτης). Ανατρέξαμε λοιπόν στο Χάρτη και συγκεκριμένα στο Άρθρο 17, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα της περιουσίας. Το δικαίωμα της περιουσίας, σύμφωνα με το Άρθρο 17, δεν μπορεί να περιοριστεί, εκτός για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που προνοούνται σε νόμο, υπό την προϋπόθεση ότι δίκαιη αποζημίωση καταβάλλεται, σε εύθετο χρόνο, για την απώλεια. Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρούμε ότι ούτε στο νόμο γίνεται πρόνοια για δίκαιη αποζημίωση για την απώλεια την οποίαν υφίστανται οι αιτητές, αλλά ούτε και οποιαδήποτε διευθέτηση έγινε για καταβολή, σ’ αυτούς, δίκαιης αποζημίωσης, σε εύθετο χρόνο. Κατά συνέπεια ούτε το Άρθρο 17 του Χάρτη μπορεί να καταστήσει την εξεταζόμενη πρόνοια, έγκυρη, ως συνάδουσα με το Κοινοτικό Κεκτημένο.

 

5.  Με τα προαναφερόμενα υπόψιν, κρίνουμε ότι το Άρθρο 3(β) του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικό, επειδή με αυτό τίθεται, δια νόμου, ανεπίτρεπτος (δηλαδή μή προβλεπόμενος) περιορισμός σε περιουσιακό ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα των αιτητών και συγκεκριμένα το συμβατικό, κεκτημένο και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμά τους στη σύνταξη, το οποίο πηγάζει από συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση. Ο περιορισμός που τέθηκε στο Άρθρο 3(β) του Νόμου δεν είναι απαραίτητος, ούτε και δικαιολογείται, με βάση τους σκοπούς που ρητά προνοούνται στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος. Δεν παραγνωρίζομε ότι υπάρχουν αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που ερμηνεύουν το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να γίνει μείωση μισθών και συντάξεων (κοινωνικών και άλλων), για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Δεν συμφωνούμε ότι η γνώση των προνοιών ενός, κατά τα άλλα, αντισυνταγματικού νόμου, δημιουργεί κώλυμα για την προσβολή του. Αυτό θα [*380]οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα, κατά την κρίση μας.

 

6.  Το ζήτημα της καταστρατήγησης και του Άρθρου 28 του Συντάγματος αλλά και άλλων άρθρων του Συντάγματος, στα οποία αναφέρθηκαν κάποιοι από τους αιτητές, καθίσταται υπό τις περιστάσεις άνευ ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον οι αιτητές πέτυχαν να δείξουν ότι η επίδικη πρόνοια καταστρατηγεί το Άρθρο 23. Όμως θεωρούμε ότι και το Άρθρο 28 του Συντάγματος καταστρατηγείται από την προαναφερόμενη πρόνοια, εφαρμοζόμενη μόνο στους αιτητές, εφόσον αυτοί τίθενται σε δυσμενέστερη θέση έναντι άλλων αξιωματούχων ή συνταξιούχων που βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτούς, αλλά δεν επηρεάζονται αρνητικά, όπως οι αιτητές, στο περιουσιακό τους δικαίωμα στη σύνταξη, όπως είναι π.χ. οι αξιωματούχοι που, μετά την συνταξιοδότηση τους, εργάζονται σε θέσεις που δεν εμπίπτουν στη σχετική έννοια του Άρθρου 2 του Ν 88(Ι)/2011. Δεν θα εξετάσουμε όμως περαιτέρω, αν η καταστρατήγηση αυτή του Άρθρου 28, δικαιολογείται από άλλες υπέρτερες ανάγκες.

 

7.  Η εφαρμογή του νόμου (Άρθρου 3(β)), στην περίπτωση των αιτητών, δεν έγινε αυτόματα αλλά με παρέμβαση των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι εξέδωσαν τις σχετικές Ατομικές Διοικητικές Πράξεις, με αποδέκτες τους αιτητές.

 

8.  Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, οι πρόνοιες του Άρθρου 3(β) του Νόμου, με βάση τις οποίες λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, κρίνονται ως αντισυνταγματικές και επομένως άκυρες. Κατά συνέπεια οι προσφυγές επιτυγχάνουν και εκδίδονται αποφάσεις ακυρωτικές των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών καθοριζόμενα σε €800.- στην κάθε προσφυγή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Πιτσιλλίδης κ.ά. ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7,

 

Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640,

 

Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.α. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

 

[*381]Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238,

 

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 165,

 

Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63,

 

Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005,

 

Azinas v. Cyprus (Αίτηση αρ. 56679/00), απόφαση του ΕΔΔΑ, ημερ. 28.4.2004,

 

Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 241,

 

Αποστολάκης ν. Ελλάδας, Υπόθ. Αρ. 39574/07 του ΕΔΔΑ, ημερ. 22.10.2009,

 

Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1239,

 

Παύλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 584,

 

Mateus v. Portugal και Januario v. Portugal, Αιτήσεις 62235/12 και 57725/12, αποφάσεις ΕΔΔΑ, ημερ. 8.10.13,

 

Κουφάκη ν. Ελλάδος, Υπόθ. Αρ. 57665/12 κ.ά., ημερ. 31.8.2012,

 

STEC κ.ά. ν. Ηνωμένου Βασιλείου, Αιτήσεις υπ’ αρ. 65731/01 κ.ά., ημερ. 6.7.2005,

 

Eskelinen κ.ά. ν. Φιλλανδίας, Απόφαση 19.4.2007, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, Προσφυγή Αρ. 63235/00,

 

Azinas ν. Cyprus, Application No. 56679/00, Judgment 20.5.2002,

 

Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,

 

Μichalis Theodosiou Λτδ ν. Cyprus, Αίτηση 31811/04, ημερ. απόφασης 15.1.2009,

 

James a.o. v. The United Kingdom, Application No. 8793/79, 21 February 1986,

 

[*382]Case Wieczorek v. Polland, 18176/05, 8 Dec. 2009,

 

Munoz Diaz ν. Ισπανίας, Προσφυγή Αρ. 49151/07, ΕΔΚΑ ΝΒ΄ (2010), σ. 547),

 

Case of Maggio and others v. Italy, Αppl. 46286/09, 52851/08, 53727/08, 54486/08 and 56001/08, Judgment 31 May 2011, 57,

 

Klein v. Austria, Application No.57028/00, Judgment 3.3.2011, § 48-49, Asmundsson v. Iceland, Application No. 60669/00, Judgment 12.10.2004, § 44),

 

Valκov v. Βουλγαρίας, (Αpplication 2033/04 και άλλες, απόφαση ημερ. 25.10.2011,

 

Kjartan Asmundsson v. Iceland, No. 60669/00, § 40, Rasmussen v. Poland, No. 38886/05, § 71, 28 April 2009,

 

ΕΔΔA, Andrejeva κατά Λετονίας, απόφαση 18.2.2009, προσφυγή 55070/00, αρ. 89, ΕΔΚΑ ΜΚ’ (2009), σ.182,

 

Stummer v. Austria 37452/02, ημερ. 7 Ιουλίου 2011,

 

Pressοs Compania Naviera SA and others v. Belgium [1995] 21 ΕHRR 301,

 

Pressos Compania Naviere S.A. a.o. v. Belgium (Applic.No. 17849/91, 3 July 1997, para.2),

 

Αir Canada v. The United Kingdom, (Series A, No.316-A), (1993),

 

Lakicevic and others v. Montenegro και Serbia Appl N.27458/06, and others ημερ. 13 Δεκεμβρίου 2011,

 

Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κ.ά. ν. Υπουργού Οικονομικών (Ολομέλεια Στ.Ε.), Υπ. Αρ.668/2012, ημερ. 20 Φεβρουαρίου 2012,

 

Λαούτας ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 40,

 

Batelaan and J.Huiges v. Netherlands No.10438, Dec. 3.10.84, DR41 p.170,

 

CC v. France 10443/83 Dec. July 15, 1988, 56 D.R. 20.

 

[*383]Republic v. Arlakian (1972) 3 C.L.R. 294.

 

Προσφυγές.

 

Π. Πολυβίου με Λ. Αρακελιάν και Μ. Αντωνίου (κα) για τους Αιτητές στις 891/2011, 892/2011, 893/2011, 930/2011, 931/2011 και 1364/2011.

 

Μ. Ιεροκηπιώτου (κα) με Μ. Τριανταφυλλίδου (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη, για τους Αιτητές στις 1540/2011 και 114/2012.

 

Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη για τους Αιτητές στις 963/2011, 964/2011, 966/2011, 996/2011 997/2011, 998/2011, 1087/2011, 1150/2011 1163/2011, 1191/2011, 1287/2011, 1612/2011, 1681/2011, 1710/2011 και 556/2012.

 

Χρ. Χριστοφίδης με Γ. Βαλιαντή για Λ. Παπαφιλίππου για τους Αιτητές στις 999/2011, 1028/2011, 1029/2011, 1040/2011, 1051/2011, 1186/2011, 563/2012, 564/2012 και 587/2012.

 

Α. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, για τους Αιτητές στις 960/2011, 1031/2011, 1032/2011, 1033/2011, 1034/2011, 1035/2011, 1036/2011, 1205/2011 και 1206/2011.

 

Αχ. Αιμιλιανίδης, για την Αιτήτρια στην 740/2011.

 

Αλ. Ευαγγέλου με Μ. Φράγκου (κα.), για τον Αιτητή στην 1048/2011.

 

Α. Παπαχαραλάμπους, για τους Αιτητές στις 927/2011, 928/2011 και 1187/2011.

 

Μ. Καλλιγέρου (κα) για τους Αιτητές στις 1276/2011 και 1310/2011.

 

Ε. Μιχαήλ (κα) με Μ. Γιωρκάτζη (κα) για Ιωαννίδης και Δημητρίου, για τους Καθ’ ων η αίτηση 1 στην 1163/2011 και 1540/2011.

 

Μ. Λοΐζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση 2 στην 1163/2011.

 

Ν. Χατζηιωάννου (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση 1 στην 1287/2011.

[*384]Μ. Λοΐζου (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση 2 στην 1287/2011.

 

Ν. Χατζηιωάννου (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση στην 1364/2011.

 

Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τους Καθ’ ων η αίτηση στην 587/2012.

 

Μ. Σπανού (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση στην 996/2011.

 

Μ. Λοΐζου (κα) για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση στις υπόλοιπες προσφυγές.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Πρόεδρος Νικολάτος και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Ερωτοκρίτου, Ναθαναήλ, Παρπαρίνος, Λιάτσος και Σταματίου. Απόφαση με το ίδιο αποτέλεσμα με εκείνη της πλειοψηφίας, αλλά με διαφορετικό σκεπτικό θα δώσει η Δικαστής Μιχαηλίδου. Διϊστάμενη απόφαση θα δώσει ο Δικαστής Παμπαλλής και με αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Πασχαλίδης και Χριστοδούλου.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Οι αιτητές, οι οποίοι επηρεάζονται από τον περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμο του 2011 (Ν 88(Ι)/2011), που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Νόμος, ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι το Άρθρο 3(β) του Νόμου για αναστολή καταβολής σύνταξης, υπό προϋποθέσεις, είναι αντισυνταγματικό.

 

Το Άρθρο 3(β) προνοεί τα εξής:

 

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), σε περίπτωση που αξιωματούχος ή συνταξιούχος ανέλαβε ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση, η σύνταξη που θα καταβάλλεται ή καταβάλλεται σ’ αυτόν αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή η υπηρεσία του στο λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο μηνιαίος μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία, είναι χαμηλότερος της μηνιαίας σύνταξης κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης το οποίο, [*385]προστιθέμενο στο μισθό, τον εξισώνει με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης:

 

Νοείται περαιτέρω ότι η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό της θητείας ή υπηρεσίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, στο ύψος που αυτή θα ευρίσκετο εάν δεν είχε ανασταλεί.»

 

Οι αιτητές στις ενώπιον μας αιτήσεις είναι πρόσωπα δικαιούμενα σε σύνταξη, λόγω συμπλήρωσης συντάξιμης υπηρεσίας στο δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα, στα οποία, οι καθ’ ων η αίτηση επέβαλαν, δια Νόμου, την «αναστολή» της καταβολής της σύνταξης τους, για τη χρονική περίοδο που διαρκεί η θητεία ή η υπηρεσία τους στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που ανέλαβαν.

 

Σε κάποιες περιπτώσεις αιτητές επηρεάζονται από την πρώτη επιφύλαξη του προαναφερόμενου Άρθρου 3(β), ενώ σε άλλες δεν επηρεάζονται. Κάποιοι από τους αιτητές ισχυρίζονται ότι κακώς θεωρήθηκαν ως αξιωματούχοι ή συνταξιούχοι για τους σκοπούς του προαναφερόμενου Άρθρου 3(β), αλλά για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης θα θεωρήσουμε ότι όλοι οι αιτητές είναι αξιωματούχοι ή συνταξιούχοι για τους οποίους ισχύει το προαναφερόμενο Άρθρο 3(β) και θα προχωρήσουμε στην εξέταση της συνταγματικότητας της πρόνοιας αυτής. Θεωρούμε ότι η εξέταση της συνταγματικότητας της πρόνοιας είναι απαραίτητη για την έκβαση των προσφυγών αυτών.

 

Οι κύριοι λόγοι για τους οποίους προσβάλλεται η προαναφερόμενη πρόνοια ως αντισυνταγματική είναι ότι αυτή αντίκειται στα Άρθρα 23 και 28 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Αντίκειται επίσης και στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τους αιτητές.

 

Το Άρθρο 23, στο βαθμό που ενδιαφέρει, προνοεί τα εξής:

 

«ΑΡΘΡΟΝ 23.

 

1. Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ’ άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν και δικαιούται να απαιτή τον σεβασμόν του τοιούτου δικαιώματος αυτού.

 

Το δικαίωμα της Δημοκρατίας επί των υπογείων υδάτων, [*386]ορυχείων και μεταλλείων και αρχαιοτήτων διαφυλάσσεται.

 

2. Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.

 

3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν τωνδικαιωμάτων τρίτων.

 

Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.

 

……………………………………………………………..».

 

Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας που διασφαλίζεται από το Άρθρο 23 δεν είναι απόλυτο αλλά καθορίζεται και ρυθμίζεται από σχετικούς νόμους αναφορικά με αστικά δικαιώματα σε περιουσία. Στερήσεις ή περιορισμοί του δικαιώματος αυτού, όμως, δεν μπορούν να επιβληθούν εκτός όπως προβλέπεται από το Άρθρο 23 (Άρθρο 23.2). Η τρίτη παράγραφος του Άρθρου 23 προβλέπει ότι η άσκηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας μπορεί να υποβληθεί, με Νόμο, εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς, απολύτως απαραίτητους προς το συμφέρον της δημόσιας ασφάλειας ή της δημόσιας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημόσιας ωφέλειας ή προς προστασία των δικαιωμάτων τρίτων. Για κάθε τέτοιο όρο, δέσμευση ή περιορισμό, ο οποίος μειώνει ουσιωδώς την οικονομική αξία της επηρεαζόμενης ιδιοκτησίας, θα πρέπει να καταβάλλεται το ταχύτερο δίκαιη αποζημίωση, καθοριζόμενη, σε περίπτωση διαφωνίας, από πολιτικό δικαστήριο.

 

Το Άρθρον 28 του Συντάγματος προνοεί ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του Νόμου, της Διοικήσεως και της Δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχουν ίσης προστασίας και μεταχείρισης (Άρθρον 28.1). Για το άρθρο αυτό υπάρχει πλούσια νομολογία [*387]του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποίαν δεν επιτρέπονται διακρίσεις μεταξύ ίσων και δεν επιτρέπεται η εξομοίωση των ανίσων.

 

Η θέση των καθ’ ων η αίτηση είναι ότι, με την προαναφερόμενη πρόνοια, δεν γίνεται οποιαδήποτε αποστέρηση περιουσιακού ή άλλου δικαιώματος, αλλά μόνον αναστολή του δικαιώματος στην καταβολή της σύνταξης, για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που καθορίζεται από το Νόμο. Ακόμα όμως και αν θεωρηθεί ότι γίνεται αποστέρηση δικαιώματος αυτή δικαιολογείται ως απαραίτητος περιορισμός που τίθεται σύμφωνα με το Άρθρο 23 του Συντάγματος και που υπό τις περιστάσεις δεν είναι δυσανάλογος με την ανάγκη την οποίαν εξυπηρετεί. Η ανάγκη βασίζεται στο δημόσιο συμφέρον το οποίο εξυπηρετείται με την αναστολή του δικαιώματος σύνταξης των αιτητών, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία των καθ’ ων η αίτηση. Συναφώς, έγινε ευρεία αναφορά σε ευρωπαϊκή νομολογία ως προς το πότε είναι δυνατός ο περιορισμός περιουσιακού ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος, δυνάμει του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ το οποίο προνοεί τα εξής:

 

«Άρθρον 1.

 

Προστασία της ιδιοκτησίας.

 

Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουοίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους.

 

Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύί Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»

 

Η απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Πιτσιλλίδης και Άλλοι ν. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 7, είναι καθοδηγητική αναφορικά με τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Εισηγήσεις περί αντισυνταγματικότητας εξετάζονται με βάση τις αρχές που διέπουν το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων όπως έχουν τεθεί στην θεμελιακή απόφαση Board for Registration of [*388]Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640. Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός εάν αποφασιστεί το αντίθετο πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας. Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη εκτός εάν είναι αντισυνταγματική πέραν κάθε λογικής αμφιβολίας. Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή ακόμα τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της  διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος. Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν ένα νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.

 

Στην Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315 τονίστηκε ότι η μεθοδολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση του κατά πόσον οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ή αντιθέσεων προς το Σύνταγμα.

 

Η εισήγηση των καθ’ ων η αίτηση ως προς την εφαρμογή του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, αφού η Αιτιολογική Έκθεση, στη βάση της οποίας θεσπίστηκε ο επίδικος Νόμος, δεν αναφέρεται καθόλου στο Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου ούτε και γίνεται επίκληση λόγων δημόσιας ωφέλειας ή δημόσιου συμφέροντος που να δικαιολογεί την παρέμβαση του κράτους, δυνάμει του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, στο περιουσιακό δικαίωμα των αιτητών.

 

Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική έκθεση προβάλλεται μόνο η ανάγκη εκσυγχρονισμού των συστημάτων συνταξιοδότησης των κρατικών αξιωματούχων και η εξάλειψη του φαινομένου των πολλαπλών συντάξεων.

 

Περιορισμός, όμως, θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου μπορεί να γίνει μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα (Δέστε: Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) 3 Α.Α.Δ. 238). Τέτοιος περιορισμός τίθεται με νόμο, εφόσον κρίνεται αναγκαίος, και στο βαθμό που η ανάγκη τον επιβάλλει (Δέστε: Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 165). Η ανάγκη που επιβάλλει τέτοιο περιορισμό πρέπει  να είναι όχι μόνον υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης.  [*389]Μόνο η διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιας ανάγκης και ο προσδιορισμός της φύσης της, μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ανθρώπου (Δέστε: Police v. Ekdotiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63). Η διαπίστωση της ανάγκης διαφαίνεται από τις πρόνοιες του Νόμου και την αιτιολογική του έκθεση.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, επομένως, θα πρέπει να αντιπαραβληθεί και να συγκριθεί η προαναφερόμενη πρόνοια του Άρθρου 3(β) του Νόμου με το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ενώ το Άρθρο 1 επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που επιτρέπονται. Το Άρθρο 23.3 προνοεί ρητά ότι τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να τεθούν μόνο για σκοπούς της δημόσιας ασφάλειας, της δημόσιας υγείας, των δημοσίων ηθών, της πολεοδομίας, της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας και την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.

 

Η πρόνοια του Άρθρου 23.3 ότι περιουσιακό δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί δια νόμου, για σκοπούς ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας, δεν ταυτίζεται με τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Είναι ένα πράγμα να περιορίζεται το ιδιοκτησιακό δικαίωμα κάποιου, για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (που δεν προνοείται στο Άρθρο 23) και άλλο πράγμα να περιορίζεται το δικαίωμα του, υπέρ της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης της ιδιοκτησίας του, προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας (που προνοείται) (Δέστε: την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005).

 

Στην υπόθεση Azinas v. Cyprus (Αίτηση αρ. 56679/00), απόφαση του ΕΔΔΑ, ημερ. 28.4.2004, λέχθηκε από κάποιους από τους Δικαστές ότι το δικαίωμα σύνταξης είναι, υπό ορισμένες περιστάσεις, περιουσιακό δικαίωμα, για σκοπούς του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ.

 

Στην υπόθεση Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 241, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι [*390]η σύνταξη αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα το οποίο χρήζει σεβασμού και προστασίας σύμφωνα με το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.  Το δικαίωμα συνταξιοδότησης και οι όροι του αποτελούν ιδιοκτησία των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ήταν η περίπτωση εκείνη. Το δικαίωμα δημιουργείται από το διορισμό του υπαλλήλου και τη συμπλήρωση των απαιτούμενων ετών υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση. Το γεγονός ότι παραχωρείται σύνταξη στη σύζυγο και τα εξαρτώμενα τέκνα του υπαλλήλου συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα θεωρούνται «περιουσία» η οποία μπορεί να μεταβιβαστεί.  Στη Φιλίππου (ανωτέρω) έγινε αναφορά και στην Υπόθεση αρ. 39574/07 του ΕΔΔΑ, Αποστολάκης ν. Ελλάδας, ημερ. 22.10.2009 στην οποίαν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ανέφερε ότι το δικαίωμα στη σύνταξη μπορεί να εξομοιωθεί με περιουσιακό δικαίωμα, στις περιπτώσεις όπου ο εργοδότης αναλαμβάνει την υποχρέωση καταβολής σύνταξης, στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας. Στην ίδια υπόθεση σημειώθηκε ότι με το διορισμό του αιτητή στη Δημόσια Υπηρεσία αυτός απέκτησε ένα δικαίωμα, το οποίο συνιστά περιουσία υπό την έννοια του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Θεωρούμε ότι το συμβατικό δικαίωμα στη σύνταξη των, ενώπιον μας, αιτητών, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε με τη συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση (Δέστε: Γρηγορίου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1992) 4 Α.Α.Δ. 1239), είναι, υπό τις περιστάσεις, περιουσιακό τους δικαίωμα και δικαίωμα στην  ιδιοκτησία, το οποίο προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην απόφαση της Ολομέλειας στην Παύλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 584 στην οποία εξετάστηκε το κατά πόσο παραβιάζετο το δικαίωμα ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, από τη μείωση των επαγγελματικών συντάξεων του δημοσίου, όταν αρχίζει να καταβάλλεται στους  δικαιούχους, η αναλογική σύνταξη από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Τονίστηκε στην απόφαση εκείνη ότι η σύνταξη αποτελεί περιουσία που απαιτεί νομική προστασία. Θεωρήθηκε όμως, ότι η μείωση της επαγγελματικής σύνταξης δυνάμει του Άρθρου 45 του Ν 97(Ι)/97, είχε ως αντιστάθμισμα την καταβολή αναλογικής σύνταξης (από το Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων) και επομένως δεν υπήρχε παραβίαση του ατομικού δικαιώματος της ιδιοκτησίας.

 

Η επίδικη πρόνοια του Άρθρου 3(β) του Νόμου προνοεί ότι η σύνταξη που καταβάλλεται ή θα καταβάλλεται στους αιτητές, [*391]«αναστέλλεται» για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή η υπηρεσία τους στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που κατέχουν. Η αναστολή του δικαιώματος καταβολής της σύνταξης δεν είναι όμως αναστολή, υπό την έννοια του ότι κατά τη λήξη της θητείας ή της υπηρεσίας των αιτητών στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που κατέχουν, θα τους καταβληθεί αναδρομικά. Η αναστολή που προνοείται στο Άρθρο 3(β) σημαίνει ουσιαστικά ότι οι αιτητές χάνουν οριστικά το δικαίωμα τους στη σύνταξη, για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί η θητεία ή η υπηρεσία τους στις προαναφερόμενες θέσεις, χωρίς να τους παρέχεται οποιονδήποτε αντάλλαγμα. Αν δεν χάνουν ολότελα το δικαίωμα αυτό, αυτό περιορίζεται σύμφωνα με την πρώτη επιφύλαξη του Άρθρου 3(β) έτσι ώστε αν ο μισθός τους στο λειτούργημα, αξίωμα ή θέση που κατέχουν είναι μικρότερος από τη σύνταξη, οι αιτητές θα  παίρνουν τόσο μέρος της σύνταξης ώστε ο μισθός τους να εξισώνεται με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης τους. Η δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 3(β), σύμφωνα με την οποίαν η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει  μετά τον τερματισμό της θητείας ή υπηρεσίας των αιτητών, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου  νόμου, «στο ύψος που αυτή θα ευρίσκεται αν δεν είχε ανασταλεί», επίσης δεν διαφοροποιεί ουσιωδώς την κατάσταση, δεν συνιστά αντιστάθμισμα ή αποκατάσταση του περιουσιακού ή ιδιοκτησιακού δικαιώματος των αιτητών για τις συντάξεις ή το μέρος των συντάξεων τους που απώλεσαν, αλλά απλά προνοεί ότι αν οι αιτητές δικαιούνται σε κάποιες προσαυξήσεις στη σύνταξη, μετά τη λήξη της θητείας ή υπηρεσίας τους, δεν θα τις απωλέσουν και αυτές.

 

Δεν τίθεται ζήτημα διαφοροποίησης των δύο περιπτώσεων, δηλαδή εκείνων που χάνουν ολότελα τη σύνταξη και εκείνων που τη χάνουν μερικώς, διότι, όπως αναφέραμε, στις παρούσες υποθέσεις, υπάρχει ανεπίτρεπτος περιορισμός ή στέρηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών. Ούτε και τίθεται ζήτημα στάθμισης του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας, από τη μια, και του ατομικού δικαιώματος ιδιοκτησίας των αιτητών, από την άλλη, διότι, όπως παρατηρήσαμε, το Άρθρο 23 του Συντάγματος μας δεν περιλαμβάνει το γενικό συμφέρον της κοινωνίας ή το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια, γενικά, ως λόγο για τον οποίο ο νομοθέτης μπορεί να στερήσει ή να περιορίσει δικαίωμα ιδιοκτησίας. Η σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ (δέστε π.χ. Αιτήσεις 62235/12 και 57725/12, ημερ. 8.10.13, αποφάσεις ΕΔΔΑ στις υποθέσεις Mateus v. Portugal και Januario v. Portugal) για στάθμιση του δημόσιου συμφέροντος της κοινωνίας, έναντι του ιδιωτικού συμφέροντος της προστασίας του δι[*392]καιώματος ιδιοκτησίας, δεν εφαρμόζεται στην  προκείμενη περίπτωση, καθότι ο Νομοθέτης, στην αιτιολογική του έκθεση επικαλείται λόγους εκσυγχρονισμού του συστήματος συντάξεων, αλλά δεν επικαλείται λόγους δημοσίου συμφέροντος ή δημόσιας ωφέλειας, για να δικαιολογήσει τον περιορισμό των συνταγματικών δικαιωμάτων των αιτητών. Επιπρόσθετα η ανάγκη εκσυγχρονισμού του συστήματος συντάξεων (ύπαρξη και φύση) δεν αιτιολογείται επαρκώς στο νόμο (προoίμιο) ή την αιτιολογική έκθεση.

 

Η Συνθήκη της Λισσαβώνας συνιστά Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Κεκτημένο και έδωσε δεσμευτικό χαρακτήρα στο Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (ο Χάρτης). Ανατρέξαμε λοιπόν στο Χάρτη και συγκεκριμένα στο Άρθρο 17, το οποίο προστατεύει το δικαίωμα της περιουσίας. Το δικαίωμα της περιουσίας, σύμφωνα με το Άρθρο 17, δεν μπορεί να περιοριστεί, εκτός για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, στις περιπτώσεις και υπό τους όρους που προνοούνται σε νόμο, υπό την προϋπόθεση ότι δίκαιη αποζημίωση καταβάλλεται, σε εύθετο χρόνο, για την απώλεια. Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρούμε ότι ούτε στο νόμο γίνεται πρόνοια για δίκαιη αποζημίωση για την απώλεια την οποίαν υφίστανται οι αιτητές, αλλά ούτε και οποιαδήποτε διευθέτηση έγινε για καταβολή, σ’ αυτούς, δίκαιης αποζημίωσης, σε εύθετο χρόνο. Κατά συνέπεια ούτε το Άρθρο 17 του Χάρτη μπορεί να καταστήσει την εξεταζόμενη πρόνοια, έγκυρη, ως συνάδουσα με το Κοινοτικό Κεκτημένο.

 

Με τα προαναφερόμενα υπόψιν κρίνουμε ότι το Άρθρο 3(β) του Νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικό, επειδή με αυτό τίθεται, δια νόμου, ανεπίτρεπτος (δηλαδή μή προβλεπόμενος) περιορισμός σε περιουσιακό ή ιδιοκτησιακό δικαίωμα των αιτητών και συγκεκριμένα το συμβατικό, κεκτημένο και αποκρυσταλλωμένο δικαίωμα τους στη σύνταξη, το οποίο πηγάζει από συμπλήρωση υπηρεσίας σε συντάξιμη θέση. Ο περιορισμός που τέθηκε στο Άρθρο 3(β) του Νόμου δεν είναι απαραίτητος, ούτε και δικαιολογείται, με βάση τους σκοπούς που ρητά προνοούνται στο Άρθρο 23.3 του Συντάγματος.

 

Δεν παραγνωρίζομε ότι υπάρχουν αποφάσεις του ΕΔΔΑ, που ερμηνεύουν το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τις οποίες μπορεί να γίνει μείωση μισθών και συντάξεων (κοινωνικών και άλλων), για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (Δέστε: Κουφάκη ν. Ελλάδος, Προσφυγές υπ. αρ. [*393]57665/12 και 57657/12, ημερ. 31.8.2012 και τις αποφάσεις που αναφέρονται σε εκείνη την υπόθεση). Εν πάση περιπτώσει, ακόμα και στη νομολογία του ΕΔΔΑ γίνεται διαφοροποίηση μεταξύ των ωφελημάτων που παραχωρεί ένα κράτος, χωρίς τη συνεισφορά του πολίτη, και εκείνων που παραχωρεί, ως αποτέλεσμα συνεισφοράς του πολίτη. Στη δεύτερη περίπτωση, το ΕΔΔΑ αναγνωρίζει περιουσιακό δικαίωμα στον πολίτη, όπου υπάρχει άμεση σχέση μεταξύ του ύψους της συνεισφοράς, και του οφέλους που παραχωρείται (Δέστε την απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του ΕΔΔΑ, στην STEC κ.ά. ν. Ηνωμένου Βασιλείου, Αιτήσεις υπ’ αρ. 65731/01 κ.ά., ημερ. 6.7.2005).

 

Κάποιοι από τους αιτητές, και συγκεκριμένα οι αιτητές στις Προσφυγές 556/12, 563/12, 564/12, 1681/11 και 1040/11, δέχθηκαν τη δεύτερη θέση στον ευρύτερο δημόσιο τομέα (μετά τη συνταξιοδότηση τους) μετά τη θέσπιση του Νόμου. Στις 556/12, 563/12 και 564/12, οι καθ’ ων η αίτηση ήγειραν ένσταση ότι, εφόσον οι αιτητές γνώριζαν τις πρόνοιες του Νόμου, και δέχθηκαν τη θέση, αυτοί κωλύονται να προσβάλουν τη συνταγματικότητα του Νόμου. Δεν συμφωνούμε ότι η γνώση των προνοιών ενός, κατά τα άλλα, αντισυνταγματικού νόμου, δημιουργεί κώλυμα για την προσβολή του. Αυτό θα οδηγούσε σε παράλογα αποτελέσματα, κατά την κρίση μας.

 

Το ζήτημα της καταστρατήγησης και του Άρθρου 28 του Συντάγματος αλλά και άλλων άρθρων του Συντάγματος, στα οποία αναφέρθηκαν κάποιοι από τους αιτητές, καθίσταται υπό τις περιστάσεις άνευ ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον οι αιτητές πέτυχαν να δείξουν ότι η επίδικη πρόνοια καταστρατηγεί το Άρθρο 23. Όμως θεωρούμε ότι και το Άρθρο 28 του Συντάγματος καταστρατηγείται από την προαναφερόμενη πρόνοια, εφαρμοζόμενη μόνο στους αιτητές, εφόσον αυτοί τίθενται σε δυσμενέστερη θέση έναντι άλλων αξιωματούχων ή συνταξιούχων που βρίσκονται στην ίδια θέση με αυτούς, αλλά δεν επηρεάζονται αρνητικά, όπως οι αιτητές, στο περιουσιακό τους δικαίωμα στη σύνταξη, όπως είναι π.χ. οι αξιωματούχοι που, μετά την συνταξιοδότηση τους, εργάζονται σε θέσεις που δεν εμπίπτουν στη σχετική έννοια του Άρθρου 2 του Ν 88(Ι)/2011. Δεν θα εξετάσουμε όμως περαιτέρω, αν η καταστρατήγηση αυτή του Άρθρου 28, δικαιολογείται από άλλες υπέρτερες ανάγκες.

 

Από κάποιους καθ’ ων η αίτηση προβλήθηκε προδικαστική ένσταση ότι η απόφαση τους δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη διότι δεν είναι έκφραση της βούλησης τους αλλά δέσμια [*394]εφαρμογή του νόμου, εκ μέρους τους. Αυτό συγκεκριμένα έγινε στην Προσφυγή 1364/11. Κατατοπιστική για το ζήτημα αυτό είναι η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας στην Υπόθεση 668/2012, ημερ. 20.2.2012, στην οποίαν παρατηρήθηκε ότι νομοθετικές ρυθμίσεις  αμιγώς κανονιστικού χαρακτήρα, για την εφαρμογή των οποίων εκδίδονται Ατομικές Διοικητικές Πράξεις προσβάλλονται, παραδεκτώς, ενώπιον των αρμοδίων διοικητικών δικαστηρίων. Στις παρούσες υποθέσεις η Διοίκηση, εφαρμόζοντας το Νόμο, εξέδωσε Ατομικές Διοικητικές Πράξεις τις οποίες οι αιτητές είχαν δικαίωμα να προσβάλουν ενώπιον των αρμοδίων δικαστηρίων. Η εφαρμογή του νόμου (Άρθρου 3(β)), στην περίπτωση των αιτητών, δεν έγινε αυτόματα αλλά με παρέμβαση των καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι εξέδωσαν τις σχετικές Ατομικές Διοικητικές Πράξεις, με αποδέκτες τους αιτητές.

 

Ενόψει των προαναφερομένων δεν θεωρούμε σκόπιμο να εξετάσουμε άλλους λόγους ακύρωσης που προέβαλαν οι αιτητές, ούτε και να σχολιάσουμε περαιτέρω την επιχειρηματολογία των διαδίκων.

 

Για τους λόγους που εξηγήθηκαν, οι πρόνοιες του Άρθρου 3(β) του Νόμου, με βάση τις οποίες λήφθηκαν οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, κρίνονται ως αντισυνταγματικές και επομένως άκυρες.  Κατά συνέπεια οι  προσφυγές επιτυγχάνουν και εκδίδονται αποφάσεις ακυρωτικές των προσβαλλομένων αποφάσεων.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των αιτητών καθοριζόμενα σε €800.- στην κάθε προσφυγή, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Όπως προκύπτει από την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, αλλά και από την ημεδαπή του Ανωτάτου, η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ) και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο (ΠΠΠ) κατοχυρώνουν το δικαίωμα της ιδιοκτησίας.

 

Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται και τα ενοχικής φύσης δικαιώματα και ειδικότερα, οι όποιες απαιτήσεις, όπως απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου.  Σχέσεις που αναγνωρίζονται είτε με δικαστική απόφαση, είτε από το εθνικό δίκαιο. Το δικαίωμα στη σύνταξη εξομοιώνεται με περιουσιακό δικαίωμα στην έννοια του Άρθρου 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Μια απαίτηση όμως, για να μπορεί να θεωρη[*395]θεί ως «περιουσιακή αξία», σύμφωνα με το σκοπό του Άρθρου 1 του ΠΠΠ, πρέπει πρωτίστως να θεμελιώνεται στο εσωτερικό δίκαιο, όπως κρίθηκε και στην Vilho Eskelinen κ.ά. ν. Φιλλανδίας, Απόφαση 19.4.2007, Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης, Προσφυγή Αρ. 63235/00:

 

«Μια απαίτηση δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «περιουσιακή αξία» σύμφωνα με το σκοπό του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου αριθ. 1 παρά μόνο όταν θεμελιώνεται στο εσωτερικό δίκαιο, π.χ. όταν επιβεβαιώνεται και από την πάγια νομολογία των εσωτερικών Δικαστηρίων. (βλ. την απόφαση Kopecky κατά Σλοβακίας [GC], της 28ης Σεπτεμβρίου 2004, Συλλογή 2004-ΙΧ, σελ. 144, §45 54).»

 

Και η σύνταξη κρίθηκε ότι αποτελεί περιουσιακό δικαίωμα το οποίο χρήζει σεβασμού και προστασίας σύμφωνα με το Άρθρο 1 του ΠΠΠ Φιλίππου κ.ά. ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 241.

 

Στην πρωτόδικη απόφαση Azinas ν. Cyprus, Application No. 56679/00, Judgment 20.5.2002, η οποία μεταγενέστερα ανατράπηκε από το Grand Chamber, με απόφαση ημερ. 28.4.2004, στη βάση του ότι δεν είχαν εξαντληθεί τα ένδικα μέσα στη Δημοκρατία, αποφασίστηκε ότι το συνταξιοδοτικό δικαίωμα δημοσίων υπαλλήλων στην Κύπρο, συνιστά περιουσία στα πλαίσια του Άρθρου 1 του ΠΠΠ. Περαιτέρω, κρίθηκε κατά πλειοψηφία ότι υπάρχει παράβαση της αρχής της αναλογικότητας.

 

Στην Δημητριάδη κ.ά. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.ά., (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, το Δικαστήριο έκρινε, ότι το δικαίωμα κινητής και ακίνητης ιδιοκτησίας, όπως κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, Άρθρο 23 του Συντάγματος, η ΕΣΔΑ και το ΠΠΠ που αποτελούν μέρος του ημεδαπού δικαίου, ως αποτέλεσμα του περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως δια την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικός Νόμος) του 1962, Ν. 39/62, δεν επεκτείνουν το δικαίωμα ιδιοκτησίας όπως κατοχυρώνεται στο Σύνταγμα, ούτε επαυξάνουν το περιεχόμενο του. Οι σχετικές διατάξεις του Πρωτοκόλλου ταυτίζονται στην ουσία με εκείνες του Άρθρου 23(1) του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 1 του ΠΠΠ, Κυρωτικός Νόμος 39/62). Προκύπτει σαφώς από τα ανωτέρω, ότι για σκοπούς κρίσης στην παρούσα περίπτωση, τα δύο άρθρα παρέχουν την ίδια προστασία. Η Δημητριάδη (ανωτέρω) αφορούσε βεβαίως σε απαλλοτρίωση, αλλά τα πράγματα δεν διαφορο[*396]ποιούνται, κατά τη γνώμη μου, οι έννοιες της «ωφέλειας» και του «συμφέροντος» είναι σχεδόν ταυτόσημες, εφόσον ως συμφέρον, ορίζεται η αποκόμιση ωφέλειας. Σημαντικό επίσης ότι στο Ελληνικό κείμενο του Άρθρου 1 του ΠΠΠ, όπως απαντάται στον Κυρωτικό Νόμο 39/62, αναφέρεται σε «δημόσια ωφέλεια» και όχι σε «δημόσιο συμφέρον». Το ΕΔΑΔ, όπως και το ημεδαπό Δικαστήριο, αντιμετωπίζει την έννοια της δημόσιας ωφέλειας όπως απαντάται στο Άρθρο 23 του Συντάγματος, ως έννοια ταυτόσημη με το δημόσιο συμφέρον, όπως ορίζεται από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Μichalis Theodosiou Λτδ ν. Cyprus, Αίτηση 31811/04, ημερ. απόφασης 15.1.2009). Όπως παρατηρεί και ο καθηγητής Δαγτόγλου στο σύγγραμμα Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 1977, σ.773, υποσημείωση 7:

 

«Είναι ενδιαφέρον ότι από τα δυο αυθεντικά κείμενα του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ το αγγλικό απαγορεύει την στέρηση ιδιοκτησίας, εκτός αν το απαιτεί το «δημόσιο συμφέρον» (public interest), ενώ το γαλλικό κείμενο χρησιμοποιεί τον όρο «δημόσια ωφέλεια» (utilite publique).»

 

Όπως επεξηγείται στην James and others v. The United Kingdom, Application No. 8793/79, 21 February 1986, Πλήρης Ολομέλεια:

 

«The expression “pour case d’ utilite publique” used in the French text of Article 1 (P 1-1) may indeed be read as having the narrow sense argued by the applicants, as is shown by the domestic law of some, but not all, of the Contracting States where the expression or its equivalent is found in the context of expropriation of property. That, however, is not decisive, as many Convention concepts have been recognized in the Court’s case-law as having an “autonomous” meaning.  Moreover, the words “utilite publique” are also capable of bearing a wider meaning, covering expropriation measures take in implementation of policies calculated to enhance social justice.

 

The Court, like the Commission, considers that such an interpretation best reconciles the language of the English and French texts, having regard to the object and purpose of Article 1 (P 1-1) (see Article 22 of the 1969 Vienna Convention on the Law of Treaties and the Sunday Times judgment of 26 April 1979, Series A no.30, p.30, para. 48) which is primarily to guard against the arbitrary confiscation of property.»

 

[*397]Προκύπτει ότι οι έννοιες δημοσίου συμφέροντος και δημοσίας ωφέλειας εξομοιώνονται και είναι εναλλάξιμες, τόσο εννοιολογικά όσο και ερμηνευτικά. Στη βάση της πιο πάνω τοποθέτησης μου, προχωρώ να εξετάσω το ζήτημα περαιτέρω.

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχεται κατά κανόνα, ότι το Άρθρο 1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ, δεν θέτει εξ υπαρχής περιορισμούς ως προς το τι σύστημα συνταξιοδότησης που ένα κράτος προτίθεται να υιοθετήσει. Case Wieczorek v. Polland, 18176/05, 8 Dec. 2009, 66.

 

Τα συμβαλλόμενα κράτη παραμένουν ελεύθερα να διαμορφώσουν τα ίδια, το πλαίσιο το οποίο θα θεσπίσουν ή εντός του οποίου θα κινηθούν, ώστε να τροποποιήσουν το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης ή να επιλέξουν τον τύπο των παροχών, στο πλαίσιο ενός διαμορφωμένου πλέον συστήματος. Από τη στιγμή που θεμελιώνεται δικαίωμα για χορήγηση σύνταξης, αυτό προστατεύεται ως περιουσιακό, δυνάμενο να περιοριστεί μόνο για λόγους δημοσίας ωφελείας.

 

Το ΕΔΑΔ σέβεται την πολιτική επιλογή του κράτους εκτός εκεί όπου εμφανίζεται χωρίς καμιά εύλογη αιτιολογία (Munoz Diaz ν. Ισπανίας, Προσφυγή Αρ. 49151/07, ΕΔΚΑ ΝΒ΄ (2010), σ. 547).

 

Σε κάθε περίπτωση, τα συμβαλλόμενα κράτη είναι καλύτερα τοποθετημένα από το διεθνή Δικαστή ώστε να αποφασίσουν τι συνιστά δημόσιο συμφέρον γι’ αυτά (Case of Maggio and others v. Italy, Αppl. 46286/09, 52851/08, 53727/08, 54486/08 and 56001/08, Judgment 31 May 2011, 57).

 

Εκεί όπου έχουν αποκρυσταλλωθεί και παγιωθεί δικαιώματα, η επέμβαση του κράτους ενδεχόμενα δημιουργεί πιθανή παραβίαση του Άρθρου 1 του ΠΠΠ. Το γενικό δημόσιο συμφέρον όμως δεν είναι αυταπόδεικτο, ούτε και έχει απόλυτο περιεχόμενο. Η δημοσιονομική πολιτική μιας χώρας, η αποφυγή επιβάρυνσης του κρατικού προϋπολογισμού με απρόβλεπτες δαπάνες και το απλό ταμειακό συμφέρον του κράτους, δεν μπορούν αφ’ εαυτών να δικαιολογήσουν την προσβολή του περιουσιακού δικαιώματος επί των συντάξεων.

 

Είτε πρόκειται για μόνιμη αποστέρηση της σύνταξης, είτε πρόκειται περί αναστολής της καταβολής της, αναλόγως της περίπτωσης, ο Νόμος και οι αλλαγές που επιφέρει, ιδωμένες από [*398]τη σκοπιά της ΕΣΔΑ, εξετάζονται από την πρώτη πρόταση της πρώτης παραγράφου του Άρθρου 1 του ΠΠΠ: «Παν φυσικό ή νομικό πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του.»  Συνεπώς πρέπει να εξετάζεται σε τέτοιες περιπτώσεις κατά πόσο έχει διαφυλαχθεί ένα δίκαιο ισοζύγιο μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος και των απαιτήσεων της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου (Klein v. Austria, Application No.57028/00, Judgment 3.3.2011, § 48-49, Asmundsson v. Iceland, Application No. 60669/00, Judgment 12.10.2004, § 44).

 

Κάθε επέμβαση του νομοθέτη οφείλει να παρέχει επαρκή δικαιολογία από την οποία ξεκάθαρα να προκύπτει ότι εξυπηρετείται το δημόσιο ή γενικό συμφέρον. Στην υπόθεση Valκov v. Βουλγαρίας, (Αpplication 2033/04 και άλλες, απόφαση ημερ. 25.10.2011, την οποία επικαλείται και η Δημοκρατία, οι αιτητές συνταξιοδοτήθηκαν στη βάση τροποποίησης του εθνικού νόμου περί Συντάξεων. Το ΕΔΑΔ αφού προέβη σε επισκόπηση της νομολογίας όπως ίσχυε το 2012, με αναφορά στο Άρθρο 1 του ΠΠΠ, έκρινε ότι η επέμβαση ή διακοπή σύνταξης ήταν δυνατόν να συνιστά παραβίαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας των αιτητών, το οποίο θα έπρεπε να αιτιολογηθεί (Kjartan Asmundsson v. Iceland, No. 60669/00, § 40, Rasmussen v. Poland, No. 38886/05, § 71, 28 April 2009, Wieczorek (ανωτέρω)). Για να κρίνει εν κατακλείδι ότι το νομοθέτημα δεν παραβίαζε το Άρθρο 1 του ΠΠΠ: μεταξύ του γενικού συμφέροντος και των αναγκών του ασφαλισμένου, βαρύνουν τα στοιχεία φυσιογνωμίας του συστήματος και ειδικότερα, η καταβολή εισφορών.

 

Ο έλεγχος επικεντρώνεται ιδιαιτέρως στην αιτιολόγηση της δημόσιας ωφέλειας (utilite publique) και μέσω αυτής στον περιορισμό της ευρείας ελευθερίας των εθνικών νομοθετών. Για να είναι όμως εφικτός ο έλεγχος θα πρέπει να προβάλλονται επαρκώς και να αιτιολογούνται ειδικώς τα μέτρα, κυρίως με αναλογιστικές και οικονομικές μελέτες.

 

Ο δικαιολογητικός λόγος που καθιστά αναγκαία την επιβολή περιορισμών πρέπει να προκύπτει, είτε από τις διατάξεις του ιδίου του Νόμου, είτε από την εισηγητική του έκθεση. Και εδώ υπεισέρχεται η δική μου κρίση σε ότι αφορά το σχετικό νομοθέτημα.

 

Από την Αιτιολογική Έκθεση προβάλλει η ανάγκη εκσυγχρονισμού του συστήματος συνταξιοδότησης των κρατικών αξιωματούχων.

[*399]Η Δημοκρατία, με τη γραπτή της αγόρευση, δέχεται ότι το λεκτικό είναι μεν «λακωνικό αλλά συμπυκνώνει την πεμπτουσία της ανάγκης που επιδιώκετο να ρυθμιστεί με Νόμο», για να γίνει, εισηγείται, πλήρως αντιληπτή η ουσία της αναφοράς στον «εκσυγχρονισμό των συστημάτων συνταξιοδότησης των κρατικών αξιωματούχων και εξάλειψη του φαινομένου των πολλαπλών συντάξεων», εντός της αιτιολογικής έκθεσης, πρέπει να ιδωθεί μέσα από το πρίσμα ολόκληρου του ιστορικού προπαρασκευής του εν λόγω Νόμου και την κατάληξη του. Παραπέμπει δε στην Πρόταση Αρ. 131/11 που προώθησε το Υπουργείο Οικονομικών προς το Υπουργικό Συμβούλιο προς υποστήριξη του νομοσχεδίου, για να εισηγηθεί ότι με την Πρόταση, συγκεκριμενοποιείται απολύτως και προκύπτει ως αδήριτη η ανάγκη εκσυγχρονισμού, τόσο από κοινωνικής, όσο και οικονομικής άποψης.

 

Στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται:

 

«Το παρόν νομοσχέδιο είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών της Κυβέρνησης για εκσυγχρονισμό των συστημάτων συνταξιοδότησης των κρατικών αξιωματούχων και εξάλειψη του φαινομένου των πολλαπλών συντάξεων.

 

……………………………………..

 

Με το εν λόγω νομοσχέδιο, προωθούνται σε γενικές γραμμές, οι ακόλουθες ρυθμίσεις:

 

……………………………………..

(β) Αναστέλλεται η καταβολή σύνταξης σε περίπτωση που συνταξιούχος ανέλαβε ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα, αξίωμα ή θέση.»

 

Στη βάση της εν λόγω Πρότασης το Υπουργικό Συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση με αρ. 71715, ημερ. 8.2.2011 και εξουσιοδότησε την ετοιμασία σχετικού νομοσχεδίου.

 

Με αναδρομή στην έκθεση της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού κατά τη σχετική συζήτηση της Πρότασης Νόμου και του νομοσχεδίου ημερ. 20.4.2011, διαφαίνεται και πάλι η ανάγκη εκσυγχρονισμού του συστήματος συνταξιοδότησης, τονίζεται ότι:

 

«Η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί ένδειξη ευαισθησίας και δημοκρατικών αντανακλαστικών έναντι της κοινωνικής κατα[*400]κραυγής σε σχέση με το φαινόμενο των πολλαπλών συντάξεων που σήμερα λαμβάνουν ορισμένοι αξιωματούχοι.

 

………………………………………………………

 

… είναι επιτακτική η ανάγκη όπως το νομοσχέδιο υποβληθεί ενώπιον της ολομέλειας του σώματος για άμεση ψήφισή του σε νόμο, ώστε να αρθούν οι παρατηρούμενες στρεβλώσεις και να εξαλειφθεί το φαινόμενο της καταβολής πολλαπλών συντάξεων από το δημόσιο, το οποίο δικαίως, όπως ανέφερε, προκαλεί κοινωνική κατακραυγή.

 

Ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών δήλωσε συναφώς ότι με το κυβερνητικό νομοσχέδιο επιλύονται διαχρονικά προβλήματα και ανομοιομορφίες στον τρόπο καταβολής των συντάξεων και καθορίζεται ένα γενικό πλαίσιο, το οποίο φαίνεται να τυγχάνει καθολικής αποδοχής, επιτυγχάνοντας τον εκσυγχρονισμό του συστήματος συνταξιοδότησης των κρατικών αξιωματούχων.  Περαιτέρω, ανέφερε ότι με την ψήφιση του νομοσχεδίου σε νόμο θα προκύψουν εξοικονομήσεις ύψους €1 εκατομ. περίπου ανά έτος από συνολική ετήσια δαπάνη ύψους €4 εκατομ. περίπου.»

 

Εναπόκειται πάντοτε στη νομοθετική εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου και επί του προκειμένου η θέση της νομολογίας έχει διατυπωθεί στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (2000) (Αρ.2) 3 Α.Α.Δ. 238.  Παρατίθεται εν εκτάσει το εν λόγω σκεπτικό:

 

«Τα δικαιώματα, που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, προσιδιάζουν στο άτομο και έχουν ως επίμετρο τη φύση του ανθρώπου. Φορέας των δικαιωμάτων, που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, είναι το άτομο.

……………………………………………………………………

Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο που επιτρέπει και μόνο για τους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο, εφόσον αυτά κρίνονται αναγκαία και στο βαθμό που η ανάγκη τα επιβάλλει – (βλ. μεταξύ άλλων Police and Theodhorou Nicola Hondrou and Another, 3 R.S.C.C. 82 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής (Αρ.2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 165).

 

[*401]Δεν είναι οποιασδήποτε μορφής ανάγκη, που μπορεί να δικαιολογήσει περιορισμό ή επέμβαση σε θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, προκύπτει ότι η ανάγκη πρέπει να είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και να έχει το χαρακτήρα πιεστικής κοινωνικής ανάγκης, αποτιμούμενης στο πλαίσιο δημοκρατικής κοινωνίας. Η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, για τη φύση της ανάγκης και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποτιμάται, εξηγούνται στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, D. J. Harris, M. O’ Boyle, C. Warbrick, σελ. 344-355. Όμοια, κατ’ ουσίαν, είναι και η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη διαπίστωση της ύπαρξης και τον προσδιορισμό της φύσης της ανάγκης, που μπορεί να δικαιολογήσει τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου - Police v. Ekdodiki Eteria (1982) 2 C.L.R. 63. Πρώτο, πρέπει να υπάρχει άμεσος σχέση μεταξύ του περιορισμού του δικαιώματος και της ανάγκης, η οποία τον επιβάλλει. Δεύτερο, πρέπει να καταδεικνύεται η ύπαρξη σοβαρού, αν όχι αναπόφευκτου κινδύνου, ότι ένας ή περισσότεροι από τους σκοπούς ή λειτουργίες της πολιτείας, για τους οποίους μπορεί να περιοριστεί το δικαίωμα, θα τεθούν σε κίνδυνο. Στην περίπτωση του Άρθρου 15 του Συντάγματος, οι σκοποί είναι: (α) Η συνταγματική τάξη, (β) η δημόσια ασφάλεια, (γ) η δημόσια τάξη, (δ) η δημόσια υγεία, (ε) τα δημόσια ήθη και (στ) η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων.

 

Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη, η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος του ατόμου. Αναγνωρίζεται, κατ' αρχήν, κάποιο περιθώριο εκτίμησης (margin of appreciation) στο νομοθέτη, ως προς την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης για τη θεσμοθέτηση κανόνα δικαίου. Η εμβέλεια της αρχής αυτής είναι περιορισμένη, όπως αναγνωρίζει η νομολογία του Δικαστηρίου και της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Δεν υπερβαίνει τα όρια της καλοπροαίρετης βούλησης του νομοθετικού σώματος για τη νομοθετική ρύθμιση θέματος. Για τον περιορισμό ή την εξουσιοδότηση επέμβασης στην άσκηση θεμελιώδους δικαιώματος, η ανάγκη πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη.»

 

Τα όσα οι καθ’ ων η αίτηση προώθησαν με τη γραπτή τους αγόρευση, ότι η Δημοκρατία βρισκόταν σε διαδικασία υπερβολι[*402]κού ελλείμματος, τόσο κατά την ψήφιση του Νόμου, όσο και καθόλη τη διάρκεια του 2011, που προωθείτο η σχετική πρόταση νόμου και το σχετικό νομοσχέδιο ήταν υπό συζήτηση στη βουλή των Αντιπροσώπων, δεν μπορούν εκ των υστέρων να αναπληρώσουν το κενό. Ούτε από το ίδιο το γράμμα του νόμου, ούτε από την εισηγητική έκθεση, ούτε από την πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο (Πρόταση με Αρ. 347/2011), θεμελιώνεται σοβαρά ή διαπιστώνεται η επίκληση του δημοσίου συμφέροντος.  Εκείνο που προβάλλει ρητώς είναι ο «εκσυγχρονισμός» του συστήματος προς εξάλειψη «στρεβλώσεων» και η καταστολή της «κοινωνικής κατακραυγής».

 

Τα περιθώρια εκτίμησης της δημόσιας ωφέλειας είναι ευρεία αλλά η απόδειξη της προϋπόθεσης βαρύνει τον νομοθέτη και κατά την κρίση μου αυτό το βάρος δεν το έχει αποσείσει η Δημοκρατία. Το ΕΔΑΔ δέχεται ότι η αιτιολόγηση πρέπει να προέρχεται από το μέρος εκείνο που λαμβάνει τα μέτρα, δηλαδή από το νομοθέτη και όχι από το προσβαλλόμενο μέρος. Είναι ο νομοθέτης που θα πρέπει να πείσει το Δικαστήριο ότι υπήρξε κατά πάντα χρόνο σχέση αναλογικότητας. ΕΔΔA, Andrejeva κατά Λετονίας, απόφαση 18.2.2009, προσφυγή 55070/00, αρ. 89, ΕΔΚΑ ΜΚ’ (2009), σ.182. Η απλή καταγραφή «εξοικονόμησης ύψους €1 εκατ. περίπου ανά έτος από συνολική δαπάνη ύψους €4 εκατ. περίπου» δεν είναι ικανή να ικανοποιήσει τα απαιτούμενα νομολογιακά κριτήρια.

 

Για τους λόγους που έχω παραθέσει θα έκανα δεκτές τις προσφυγές με έξοδα σε βάρος των καθ’ ων η αίτηση.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η προστασία του δικαιώματος σύνταξης είναι το αντικείμενο της υπό εξέταση υπόθεσης. Υπό κρίση τίθεται η επιβληθείσα, μετά από ανάλογη νομοθετική ρύθμιση, μείωση στο καταβαλλόμενο ποσό σύνταξης.

 

Στις 6 Μαΐου 2011 θεσπίστηκε ο περί Συντάξεων Κρατικών Αξιωματούχων (Γενικές Αρχές) Νόμος του 2011, Ν.88(Ι)/2011 (ο «Νόμος»), σύμφωνα με τον οποίο συνταξιούχος του δημοσίου που αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα, αξίωμα ή θέση, από την οποία λαμβάνει μισθό ή αντιμισθία ή αποζημίωση από τη Δημοκρατία ή άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό, η σύνταξη του θα μειώνεται, αναλόγως της πιο πάνω αντιμισθίας ή χορηγίας που του παραχωρείται από τη Δημοκρατία.

 

Ως αποτέλεσμα αυτής της νομοθετικής ρύθμισης και των [*403]επακολουθεισών μειώσεων στις καταβληθείσες προς τους αιτητές συντάξεις, καταχωρήθηκαν οι παρούσες προσφυγές οι οποίες συνεκδικάζονται.

 

Να επισημάνουμε κατ’ αρχάς, ότι η υπό αναφορά νομοθετική ρύθμιση, όπως εξάλλου προκύπτει και από την αιτιολογική έκθεση και τις συνακόλουθες θέσεις που αναπτύχθηκαν τόσο από το Υπουργείο Οικονομικών όσο και από τις συζητήσεις στη Βουλή, ήταν αποτέλεσμα της ανάγκης για  εκσυγχρονισμό των συστημάτων συνταξιοδότησης των κρατικών αξιωματούχων και της εξάλειψης του φαινομένου των πολλαπλών συντάξεων και παροχών σε κάθε αξιωματούχο.

 

Τούτου δοθέντος καθίσταται έκδηλο ότι εξυπηρετείται ένας ευρύτερος σκοπός, που δεν είναι άλλος παρά η θεσμική και οικονομική αναδιάρθρωση και εξυγίανση των δημοσίων οικονομικών και επιπροσθέτως, η συμμόρφωση της Δημοκρατίας προς τις ευρωπαϊκές υποχρεώσεις της ώστε να επιτευχθεί ο απώτερος στόχος για μείωση του κρατικού μισθολογίου.

 

Η ανάγκη για οικονομική εξυγίανση και η προσφερόμενη δυνατότητα στο κράτος να ενεργεί προς το σκοπό αυτό συζητήθηκε και αναλύθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005, όπου εξετάστηκε η συνταγματικότητα νομοθεσίας που επέβαλλε τη μείωση απολαβών των δημοσίων υπαλλήλων με τη μορφή της έκτακτης εισφοράς. Η δυνατότητα αυτή του κράτους μπορεί να ασκηθεί, όπως αποφασίστηκε υπό κάποιες προϋποθέσεις. Παρατηρείται συναφώς μια προσπάθεια νοικοκυρέματος των οικονομικών του κράτους. Τίθεται το ερώτημα σε ποιο βαθμό τούτο μπορεί να γίνει όταν μια τέτοια ενέργεια, αναπόδραστα θα επηρεάσει υφιστάμενα δικαιώματα, των υποκειμένων δικαίου, όπως οι αιτητές.

 

Στις 48 υπό εξέταση υποθέσεις οι αιτητές θα μπορούσαν να διαχωριστούν σε δυο κατηγορίες. Υπάρχει ο μεγαλύτερος αριθμός που ήταν υφιστάμενοι συνταξιούχοι και ταυτοχρόνως αξιωματούχοι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 2 του Νόμου, κατά το στάδιο θέσπισης του συγκεκριμένου νόμου ήτοι στις 6 Μαΐου 2011.

 

Υπάρχει επίσης μια άλλη κατηγορία αιτητών οι οποίοι ενώ ήταν μόνο συνταξιούχοι κατά την πιο πάνω ημερομηνία (6 Μαΐου 2011), κατέστησαν αξιωματούχοι στη συνέχεια.

[*404]Θα μας απασχολήσει κατ’ αρχήν το προβαλλόμενο από τους αιτητές στις προσφυγές 966/2011, 1205/2011, 1206/2011 ότι η περίπτωση τους δεν καλύπτεται από τις πρόνοιες του Νόμου.

 

Ο αιτητής στην προσφυγή 966/2011, εργοδοτείται ως Διευθυντής της Εργατικής Υπηρεσίας των Συνεργατικών Εταιρειών. 

 

Στην περίπτωση των αιτητών στις προσφυγές 1205/2011 και 1206/2011 οι οποίοι εργοδοτούνται με σύμβαση ως προξενικοί λειτουργοί, έγινε εισήγηση ότι η εργοδότηση τους με σύμβαση δεν εμπίπτει στη νομοθετική ρύθμιση.

 

Η εισήγηση αυτή δεν μας βρίσκει σύμφωνους, καθότι στο Άρθρο 2 του Νόμου, στον ορισμό «λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση» αναφέρεται ότι:

 

«λειτούργημα ή θέση», σημαίνει οποιοδήποτε ….. ή θέση για το οποίο ο μισθός ή αντιμισθία ή αποζημίωση ή χορηγία καταβάλλεται από τη Δημοκρατία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμό δημοσίου δικαίου ……..»

 

Συναφώς δεν μπορεί να ευσταθήσουν οι προβληθείσες ενστάσεις περί μη ένταξης στις πρόνοιες του Νόμου και θα εξεταστεί η ουσία του θέματος μαζί με το σύνολο των υπολοίπων υποθέσεων.

 

Οι αιτητές επικαλούνται, ως την κύρια νομική βάση της επιχειρηματολογίας τους, την προστασία που προσφέρεται από το Άρθρο 23 (1), (2) και (3) του Συντάγματος. Το εν λόγω Άρθρο προνοεί:

 

«ΑΡΘΡΟΝ 23.

 

1. Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ’ άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, να κατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν και δικαιούται να απαιτή τον σεβασμόν του τοιούτου δικαιώματος αυτού.

 

Το δικαίωμα της Δημοκρατίας επί των υπογείων υδάτων, ορυχείων και μεταλλείων και αρχαιοτήτων διαφυλάσσεται.

 

2. Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.

 

[*405]3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ή περιορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

 

Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήν αξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις, καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.»

 

Η σύνταξη ως αποτελούσα ιδιοκτησιακό δικαίωμα τυγχάνει συνταγματικής προστασίας. Η υπόθεση Παύλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 584, επιβεβαίωσε και παλαιότερη νομολογία επί τούτου. Αναλόγου νομολογιακής επιβεβαίωσης, ως προς την ανάγκη για προστασία του εν λόγω δικαιώματος, αντικρίζουμε και στις υποθέσεις του ΕΔΑΔ. Στην υπόθεση SΤΕC and other v. United Kingdom – 65731/2001/(2005) ECHR 924/06 (July 2005) κρίθηκε ότι, ωφελήματα κοινωνικής ασφάλισης (social security benefits) είτε αυτά πηγάζουν από εισφορές του δικαιούχου είτε του κράτους, αποτελούν ιδιοκτησία (possession) εν τη εννοία του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ.1. Βλ.επίσης Stummer v. Austria 37452/02, ημερ. 7 Ιουλίου 2011. Tαυτοχρόνως στην υπόθεση Kjartan Asmudsson v. Iceland 60669/00 ημερ. 30 Μαρτίου 2005 επιβεβαιώθηκε η παρεχόμενη προστασία του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που καλύπτει την απρόσκοπτη απόλαυση της. Υπάρχει και η δυνατότητα στέρησης της, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, αλλά αναγνωρίζεται στα κράτη η δυνατότητα ελέγχου της χρήσης της εν λόγω περιουσίας για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Σημειώθηκε περαιτέρω ότι ένα όφελος, εν τη πιο πάνω εννοία, εξετάζεται αν αποτελεί ιδιοκτησία, στη βάση του εθνικού δικαίου. Σχετική είναι η υπόθεση Pressοs Compania Naviera SA and others v. Belgium [1995] 21 ΕHRR 301.

 

Το εθνικό, εν προκειμένω, δίκαιο έχει εντάξει τη σύνταξη ως ιδιοκτησία εντός της εμβέλειας του Άρθρου 23 του Συντάγματος, όπως νομολογιακά αποφασίστηκε.

 

Όπως έχουμε σημειώσει πιο πάνω, το δικαίωμα ιδιοκτησίας προστατεύεται και από το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ.1 της [*406]ΕΣΔΑΔ. Επίσης το εν λόγω δικαίωμα τυγχάνει προστασίας και από το Άρθρο 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, (ο «Χάρτης»), το οποίο προνοεί:

 

«Άρθρο 17

Δικαίωμα ιδιοκτησίας

1.  Κάθε πρόσωπο δικαιούται να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από το νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.

2.  Η διανοητική ιδιοκτησία προστατεύεται.»

 

Το δε Άρθρο 52(3) του Χάρτη ορίζει:

 

«3. Στο βαθμό που ο παρών χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η έννοια και η εμβέλεια τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η εν λόγω Σύμβαση.  Η διάταξη αυτή δεν εμποδίζει το δίκαιο της Ένωσης να παρέχει ευρύτερη προστασία».

 

Με βάση το πιο πάνω άρθρο και την εμβέλεια των αποφάσεων του ΕΔΑΔ, οι οποίες δεσμεύουν τα εθνικά δικαστήρια, καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από τις αποφάσεις του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, σχετικώς με την ερμηνεία του όρου «να στερηθεί» «be deprived»,  όπως απαντάται στο εν λόγω Πρωτόκολλο Αρ.1.

 

Στο σύγγραμμα των Harris, O’ Boyle & Warbrick “The law of European Convention on Human Rights”, 2η έκδοση, σελ.677 αναφέρεται:

 

“What is a deprivation?

For there to have been a deprivation of property, the applicant must, of course demonstrate that he or she had title to it.  In principle, there will be a deprivation of property only where all the legal rights of the owner are extinguished by operation of law or by the exercise of a legal power to the same effect.»

[*407]«Τι είναι η στέρηση;

Για να προκύψει στέρηση ιδιοκτησίας ο αιτητής πρέπει, βεβαίως να καταδείξει ότι αυτός ή αυτή είχε τίτλο επί της ιδιοκτησίας. Ως θέμα αρχής, θα επισυμβεί στέρηση ιδιοκτησίας μόνο όπου όλα τα νόμιμα δικαιώματα του ιδιοκτήτη εξαλείφονται δυνάμει της εφαρμογής ενός νόμου ή μέσα από την άσκηση εξουσίας που παρέχεται από το Νόμο προς την ίδια κατεύθυνση.»

 

Σύμφωνα δε με τους ευπαίδευτους συγγραφείς η αρχή του όρου “extinguish” («εξάλειψη ή κατάργηση») έχει τεθεί στην υπόθεση Pressos Compania Naviera v. Belgium, (άνω), στην οποία το ΕΔΑΔ διαπίστωσε ότι δεν είχε λάβει χώραν στέρηση ιδιοκτησίας κατά παράβαση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ.1.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης Pressos Compania Naviera S.A. (ανωτέρω) έχουν ως εξής: Με θεσπισθέντα, το 1988, νόμο, το κράτος του Βελγίου και άλλοι οργανωτές πιλοτικών υπηρεσιών απαλλάχθηκαν από τυχόν ευθύνη, για αμελείς πράξεις από τις οποίες θα μπορούσαν να βρεθούν υπόλογοι. Η συγκεκριμένη νομοθεσία είχε ως αποτέλεσμα την επέμβαση στην άσκηση δικαιωμάτων που πήγαζαν από αξιώσεις για αποζημιώσεις, οι οποίες θα μπορούσαν να διεκδικηθούν δυνάμει του εθνικού δικαίου μέχρι σ’ εκείνο το σημείο, και συνακόλουθα επέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας.

 

Το σκεπτικό της υπόθεσης που βρίσκεται στην παραγρ.39 έχει ως εξής σε μετάφραση:

 

«Στην παρούσα υπόθεση ο Νόμος του 1988 πολύ απλά εξάλειψε με αναδρομική ισχύ, που πηγαίνει πίσω 30 χρόνια και χωρίς αποζημιώσεις, τις, αξιώσεις για πολύ ψηλές αποζημιώσεις στις οποίες τα θύματα πιλοτικών ατυχημάτων  θα μπορούσαν να διεκδικήσουν κατά του βελγικού κράτους ή κατά των εμπλεκομένων ιδιωτικών εταιρειών, και σε κάποιες περιπτώσεις σε διαδικασίες που βρίσκοντο ήδη σε εκκρεμοδικία.»

 

Το ίδιο σκεπτικό υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Pressos Compania Naviere S.A. a.o. v. Belgium (Applic.No. 17849/91, 3 July 1997, para.2).

 

Σχετική επίσης είναι η απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Αir Canada v. The United Kingdom, (Series A, No.316-A), (1993), όπου οι αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου, δυνάμει των διατάξε[*408]ων του περί Customs and Excise Act, είχαν προχωρήσει σε κατάσχεση ενός εκ των αεροσκαφών των αιτητών. Η άσκηση ενός τέτοιου μέτρου ήταν επιτρεπτή καθότι είχαν βρεθεί στο αεροσκάφος μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών. Οι αιτητές ανέκτησαν το αεροσκάφος, την ιδίαν ημέρα, καταβάλλοντας πρόστιμο. Στη συνέχεια με αγωγή που κίνησαν, ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, διεκδίκησαν την έκδοση απόφασης ότι, το αεροσκάφος δεν μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο κατάσχεσης.

 

Η Επιτροπή και το ΕΔΑΔ απέρριψαν την προσφυγή. Η βρετανική κυβέρνηση πρόβαλε, ενώπιον της Επιτροπής, ότι δεν επρόκειτο περί περιπτώσεως στέρησης ιδιοκτησίας καθότι δεν είχε λάβει χώρα μεταβίβαση της ιδιοκτησίας του αεροσκάφους.  Η κατάσχεση και η αξίωση για πληρωμή συγκεκριμένου ποσού, για την επιστροφή του αεροσκάφους, έπρεπε να ιδωθούν ως μέρος του δικαιώματος για τον έλεγχο της χρήσης ενός αεροσκάφους, το οποίο είχε χρησιμοποιηθεί για την εισαγωγή απαγορευμένων φαρμάκων. Η πιο πάνω εισήγηση της κυβέρνησης έγινε αποδεχτή τόσο από την Επιτροπή όσο και από το ΕΔΑΔ και αναφέρεται σε μετάφραση:

 

«Η κατάσχεση του αεροσκάφους αποτέλεσε έναν προσωρινό περιορισμό στη χρήση του και δεν οδήγησε στη μεταβίβαση της περιουσίας …… η απόφαση του Court of Appeal που απήγγειλε τη δήμευση του περιουσιακού αγαθού δεν είχε ως αποτέλεσμα να στερήσει την Air Canada από την περιουσία καθώς είχε καταβληθεί το απαιτούμενο ποσό για την ανάκτηση του αεροσκάφους …….

 

Επιπλέον η νομοθεσία αφήνει να φανεί ότι η ανάκτηση του σκάφους υπό τον όρο της καταβολής χρηματικού ποσού συνιστούσε στην πραγματικότητα ένα μέτρο που είχε ληφθεί κατά την εφαρμογή μιας πολιτικής που στόχευε να εμποδίσει τα αεροσκάφη να εισάγουν στο Ηνωμένο Βασίλειο εκτός των άλλων και απαγορευμένα ναρκωτικά, ως τέτοια, ανήκε στην ρύθμιση της χρήσης της περιουσίας.»

 

Από την πιο πάνω νομολογία προκύπτει ότι η προσωρινή στέρηση, που δεν οδηγεί σε οριστική απώλεια ή εξάλειψη, και δη στέρηση κατ’ εφαρμογήν μιας πολιτικής δεν παραβιάζει το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου Αρ. 1.

 

Το κρίσιμο συνεπώς ερώτημα που εγείρεται είναι αν με βάση την παράγραφο (β) του Άρθρου 3 του Νόμου, μπορεί να συνα[*409]χθεί το συμπέρασμα ότι η σύνταξη που λαμβάνουν οι Αξιωματούχοι οδηγείται σε κατάργηση ή εξάλειψη έχοντας ως παράμετρο την εξαφάνιση του πυρήνα του δικαιώματος.

 

Η συγκεκριμένη παράγραφος του εν λόγω άρθρου προνοεί:

 

3(β) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (α), σε περίπτωση που αξιωματούχος ή συνταξιούχος ανέλαβε ή αναλαμβάνει οποιοδήποτε λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση, η σύνταξη που θα καταβάλλεται ή καταβάλλεται σ’ αυτούς αναστέλλεται για όσο χρόνο διαρκεί η θητεία ή υπηρεσία του στο λειτούργημα ή αξίωμα ή θέση:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο μηνιαίος μισθός ή αντιμισθία, ή αποζημίωση ή χορηγία, είναι χαμηλότερος της μηνιαίας σύνταξης κατά την ημερομηνία της αφυπηρέτησής του, καταβάλλεται σ’ αυτόν τόσο μέρος της σύνταξης το οποίο προστιθέμενο στο μισθό, τον εξισώνει με το ποσό της μηνιαίας σύνταξης:

 

Νοείται περαιτέρω ότι η καταβολή της σύνταξης επαναρχίζει μετά τον τερματισμό της θητείας ή υπηρεσίας του, σύμφωνα με τις διατάξεις του οικείου νόμου, στο ύψος που αυτή θα ευρίσκετο αν δεν είχε ανασταλεί.»

 

Προτού απαντηθεί το συγκεκριμένο ερώτημα θεωρούμε αναγκαίο να σημειώσουμε κάποιες αναγκαίες παραμέτρους που αναφύονται:

 

(α) Το υπαρκτό πρόβλημα της ακατάστατης και μη ικανοποιητικής, τουλάχιστον δημοσιονομικής ρύθμισης του τρόπου καταβολής συντάξεων και λοιπών πληρωμών προς τους συνταξιούχους και παραλλήλως αξιωματούχους, ήτοι της καταβολής από το δημόσιο ταμείο, προς τους αιτητές, συντάξεως και παραλλήλως μισθού ή αντιμισθίας στο ίδιο άτομο, όπως φαίνεται στα πρακτικά της Βουλής.

 

Όπως καθορίζει η νομολογία του ΕΔΑΔ, η όποια επέμβαση στην ελεύθερη και απρόσκοπτη απόλαυση της ιδιοκτησίας μπορεί να γίνει μόνο όταν εξυπηρετεί ένα νόμιμο κοινό ή γενικό συμφέρον.  Η έννοια του δημοσίου συμφέροντος είναι ευρεία και εξαρτάται από το κοινωνικό στόχο που επιδιώκεται με τη θεσπισθείσα νομοθεσία, περιλαμβανομένης τόσο της οικονομικής επιβίωσης του κράτους όσο και της κοινω[*410]νικής δικαιοσύνης. Βλ. Wieczoneb v. Poland (18176/05) ημερ. 8 Δεκεμβρίου 2009 και Lakicevic and others v.  Montenegro και Serbia Appl N.27458/06, and others ημερ. 13 Δεκεμβρίου 2011.

 

β) Η προσφερόμενη δυνατότητα του κράτους να προβαίνει σε ενέργειες που τείνουν να βελτιώσουν τη δημοσιονομική πολιτική. Όπως σημειώσαμε το θέμα αυτό έχει αποφασιστεί στην απόφαση της Ολομέλειας Υπ. Αρ. 1480/2011 Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005.

 

Στην υπόθεση Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών κ.ά. ν. Υπουργού Οικονομικών (Ολομέλεια Στ.Ε.), Υπ. Αρ.668/2012, ημερ. 20 Φεβρουαρίου 2012, αποφασίστηκε, μεταξύ άλλων ότι, η επέμβαση στην περιουσία, που επιβάλλεται με νόμο, πρέπει να είναι πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Στην υπό εξέταση υπόθεση η εξασφάλιση της βιωσιμότητας κοινωνικοασφαλιστικών οργανισμών, ήταν το ζητούμενο.

 

γ) Η καταβαλλόμενη προς τους συνταξιούχους του δημοσίου σύνταξη δεν ήταν αντικείμενο δικής τους συνεισφοράς παρά μόνο του κράτους.

 

Το δεδομένο αυτό αποτέλεσε τη βάση επί της οποίας στηρίχθηκε η απόρριψη του παραπόνου του αιτητή στην υπόθεση Λαούτας ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Α) Α.Α.Δ. 40, επειδή με την έναρξη της καταβολής σ’ αυτόν της αναλογικής του σύνταξης, το ισάξιο ποσό αφαιρέθηκε από την κυβερνητική του σύνταξη. Η μείωση χαρακτηρίστηκε ως υπαγόμενη στους περιορισμούς της ιδιοκτησίας που επιτρέπονται με βάση την παράγραφο 3 του Άρ.23 του Συντάγματος. Με το ίδιο σκεπτικό αποφασίστηκε και η υπόθεση Παύλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω).

 

(δ) Οι αιτητές δικαιούνται σε καταβολή σύνταξης, όπως τούτο ρυθμίζεται από τον περί Συντάξεων Νόμο του 1997 (Ν.97(Ι)/97), για τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα. Δεν δικαιούνται όμως σε καταβολή συγκεκριμένου ποσού. Το ζήτημα αυτό αποφασίστηκε στην υπόθεση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (κ.ά.) ανωτέρω. Στην υπόθεση Kjantan Asmudsson (ανωτέρω) θεωρήθηκε ότι, και σε περιπτώσεις οφελημάτων προερχομένων από την καταβολή εισφορών, το Αρ.1 του Πρωτοκόλλου 1 δεν ερμηνεύεται ότι ο εν λόγω συ[*411]νεισφορέας δικαιούται σε καταβολή συγκεκριμένου ποσού.

 

(ε) Υπάρχει μείωση του ποσού της καταβληθείσας σύνταξης δεν υπάρχει ολοκληρωτική αφαίρεση ή εξάλειψη.

 

Δεν τίθεται ούτε θέμα παράβασης της αρχής της αναλογικότητας επί του προκειμένου. Η εξάλειψη που οδηγεί σε οριστική απώλεια του πυρήνα του δικαιώματος σε σύνταξη θα ήταν το ζητούμενο, κάτι που στην προκείμενη περίπτωση δεν ισχύει.

 

Μια απόφαση που μας απασχόλησε επί του προκειμένου είναι η Lakicevik and others v. Serbia and Montenegro (ανωτέρω), όπου οι αιτητές ήταν δικηγόροι που αφυπηρέτησαν. Το ποσό των ωφελημάτων τους καθορίστηκε από το Ασφαλιστικό Ταμείο Συντάξεων και Αναπηρίας. Η απόφαση του εν λόγω ταμείου επέτρεπε στους αιτητές να εργάζονται μερικώς (on a part time basis). Το 2004, θεσπίστηκε μια καινούργια νομοθεσία με την οποία η καταβολή σύνταξης θα αναστέλλετο σε περίπτωση που ο συνταξιούχος θα εξακολουθούσε να εργάζεται. Με βάση την πιο πάνω νομοθεσία η καταβολή σύνταξης σταμάτησε και το Ταμείο ζήτησε την επιστροφή των ήδη πληρωθέντων. Το ΕΔΑΔ, ναι μεν επανέλαβε την ευρεία δυνατότητα του κράτους να ρυθμίζει τα της καταβολής κοινωνικών παροχών, αλλά τόνισε ότι οι αλλαγές στις παροχές δεν πρέπει να επιβάλλουν δυσανάλογο βάρος στους πολίτες. Οι συγκεκριμένοι αιτητές εργάζονταν μετά από την απόφαση του εν λόγω ασφαλιστικού ταμείου και έχοντας υπόψη ότι η σύνταξη αναλογούσε σ’ ένα σημαντικό ποσοστό του μηνιαίου εισοδήματος των αιτητών, το γεγονός ότι η καταβολή σύνταξης κρίθηκε ότι ήταν δυσανάλογο βάρος και τερματίστηκε ολοσχερώς χωρίς μια μεταβατική περίοδο, και αποφασίστηκε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας σύμφωνα με το Αρ.1 του Πρωτοκόλλου 1 της ΕΣΔΑ.

 

Η διαφοροποίηση στην υπό κρίση υπόθεση είναι πρόδηλη.  Δεν υπάρχει ολοκληρωτικός τερματισμός της καταβολής της σύνταξης, ούτε ζητήθηκε η επιστροφή χρημάτων από τους αιτητές. Το βάρος που εναποτέθηκε στους ώμους των αιτητών δεν είναι δυσανόλογο έχοντας υπόψη την πρόνοια περί διατηρήσεως του ύψους της καταβληθείσας σύνταξης.

 

(στ) Το ποσό της καταβληθείσας σύνταξης παραμένει αυτούσιο αριθμητικώς, έχοντας υπόψη τη συμπλήρωση από το έτε[*412]ρο ποσό που πληρώνεται από τη νέα εργοδότηση, όπως προβλέπει η πρώτη επιφύλαξη του εδαφίου (β) του Άρθρου 3 του Νόμου.

 

Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο υπάρχει ακόμη μια παράμετρος που πρέπει να εξεταστεί. Όλες οι αιτήσεις ακυρώσεως δεν έχουν το ίδιο πραγματικό υπόβαθρο. Και τούτο εδράζεται στο χρόνο που άρχισε η μείωση της καταβληθείσας σύνταξης όπως αναλύθηκε πιο πάνω. Συγκεκριμένα:

 

(Α) Η μεγάλη μερίδα των αιτητών οι οποίοι όντας συνταξιούχοι αποδέχτηκαν διορισμό σε θέση ή απέκτησαν αξίωμα πριν τις 6 Μαϊου 2011 και

(Β) Οι αιτητές που αποδέχτηκαν διορισμό ή ανέλαβαν αξίωμα μετά τη θέσπιση του νόμου. Τούτου δοθέντος τεκμαίρεται ότι η ύπαρξη της συγκεκριμένης νομοθεσίας ήταν στη γνώση τους.

 

Από την ανάγνωση του εν λόγω άρθρου συνάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι συναρτάται, κατά τρόπο απόλυτο, η αναστολή καταβολής της σύνταξης με την ανάληψη λειτουργήματος ή αξιώματος ή θέσης από τον συνταξιούχο.

 

Εκκινώντας από τη δεύτερη κατηγορία αιτητών στις προσφυγές 556/2012, 563/2012, 564/2012 και 587/2012, παρατηρούμε ότι αυτοί είχαν εκλεγεί σε δημόσιο αξίωμα το Δεκέμβρη του 2011 και ανέλαβαν καθήκοντα την 1η Ιανουαρίου 2012, ήτοι μετά την 6η Μαΐου 2011 που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος. Τούτου δοθέντος το κρίσιμο ερώτημα είναι αν οι πιο πάνω αιτητές έχουν έρεισμα να παραπονούνται για την αποκοπή μέρους της σύνταξης τους, όταν ήδη γνώριζαν την ύπαρξη της εν λόγω νομοθετικής ρυθμίσεως. Κατά την άποψη μας η απάντηση είναι αρνητική αφού η  επιλογή ήταν δική τους και ελευθέρως την έκαμαν. Με την ενέργεια τους αυτή αποποιήθηκαν ουσιαστικώς της συντάξεως τους, ή μέρος αυτής από τη στιγμή που τεκμαίρεται ότι ήταν ενήμεροι των προνοιών του Άρθρου 3(β) του Νόμου.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω δεν μπορούν  βάσιμα να παραπονούνται ότι ο συγκεκριμένος Νόμος έχει εξαλείψει ή περιορίσει το δικαίωμα τους επί της συντάξεως. Η αναστολή της καταβολής της σύνταξης ήταν  το αποτέλεσμα της ανάληψης του λειτουργήματος ή του αξιώματος ή της θέσης. Ήταν η απόρροια των δικών τους ενεργειών. Δεν έχει συνεπώς συντελεστεί «στέρηση ή περιορισμός» επί του δικαιώματος ιδιοκτησίας εν τη εν[*413]νοία του Άρθρου 23(2) του Συντάγματος. Περαιτέρω, θα ήταν εύλογο να ειπωθεί ότι στην περίπτωση τους η ανάληψη του λειτουργήματος ή του αξιώματος, υπαρχόντος του Άρθρου 3(β) του Νόμου σε ισχύ, υπόκειτο σε όρο αναστολής της καταβολής της σύνταξης. Έχοντας ως δεδομένο ότι, οι συγκεκριμένοι αιτητές αγνόησαν τον εν λόγω όρο, με την ανάληψη του λειτουργήματος ή του αξιώματος ή της θέσης, δεν μπορεί να προκύπτει θέμα στέρησης ή περιορισμού συγκεκριμένου δικαιώματος. Βοήθεια επί του προκειμένου μπορεί να αντληθεί από τις πιο κάτω υποθέσεις της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: Batelaan and J.Huiges v. Netherlands No.10438, Dec. 3.10.84, DR41 p.170 και CC v. France 10443/83 Dec. July 15, 1988, 56 D.R. 20.

 

Συγκεκριμένα, στην υπόθεση Batelaan and J.Huges v. Netherlands, (ανωτέρω), οι γιατροί, με βάση υφιστάμενη πρόνοια νόμου, είχαν δικαίωμα να χορηγούν στους ασθενείς φάρμακα, εάν στο χώρο άσκησης της ιατρικής τους, δεν υπήρχαν φαρμακοποιοί. Το Μάρτιο του 1980 και ύστερα από την έναρξη της λειτουργίας φαρμακείου στον εν λόγω χώρο, η διοίκηση απέσυρε την άδεια των αιτητών να χορηγούν φάρμακα. Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την προσφυγή των αιτητών.  Στην ενώπιον της Επιτροπής αίτηση τους, πρόβαλαν ότι υπήρχε παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου Αρ.1. Η Επιτροπή απέρριψε την προσφυγή με το πιο κάτω σκεπτικό:

 

“As regards the question as to whether a licence to conduct certain economic activities could give the licence-holder a right which is protected under Article 1 of Protocol N.1, the Commission considers that the answer will depend inter alia on the question whether the licence can be considered to create for the licence-holder a reasonable and legitimate expectation as to the lasting nature of the licence and as to the possibility to continue to draw benefits from the licenced activity.

 

In the present case it is recalled that the applicants´ licences for dispensing medicines from their practices, although granted for an indefinite period, were subject to revocation if the reason for granting them – the interest of medicine supply – were to cease to exist. The Commission notes that the withdrawal of their licences was effected because the legal conditions for termination of the licences were fulfilled by the establishment of a dispensing chemist. Therefore the licences were no longer needed in the general interest.

 

[*414]In these circumstances, the Commission considers that the withdrawal of the licences in accordance with the applicable law did not affect any property right protected under Article I of Protocol No.1.”

 

Και η υπόθεση C.C. v. France (ανωτέρω) στηρίχτηκε στο ίδιο σκεπτικό.

 

Αναφορικά με την πρώτη κατηγορία αιτητών, που ουσιαστικώς η συγκεκριμένη νομοθεσία «επενέβη» σε μια υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων, ήτοι της καταβολής της σύνταξης του δημοσίου και της πληρωμής του μισθού ή αντιμισθίας προερχομένης από διορισμό στη νέα θέση και αμφότερες οι πληρωμές εγίνοντο από το δημόσιο ταμείο, θεωρούμε ότι, ο κάθε αιτητής, κατά το χρόνο θέσπισης του συγκεκριμένου άρθρου είχε την ευχέρεια ή την επιλογή να παραιτηθεί από το λειτούργημα ή το αξίωμα ή τη θέση που κατείχε, οπόταν, δεν θα προέκυπτε θέμα αναστολής της καταβολής της σύνταξης του. Η δεύτερη επιφύλαξη του εδαφίου (β) του Άρθρου 3 του Νόμου, έχει εναποθέσει τη συνέχιση της καταβολής της σύνταξης στην απόλυτη εξουσία του αξιωματούχου ή του συνταξιούχου.

 

Δεν μπορεί κατά συνέπεια, σε τέτοια περίπτωση, να λεχθεί ότι ο νόμος έχει εξαλείψει (has extinquished) τη σύνταξη. Προσθέτως επί τούτου, η εν λόγω επέμβαση δεν είχε αναδρομική ισχύ. Αναφερόταν στο μέλλον και εναπόθετε την επιλογή στον αξιωματούχο ή συνταξιούχο να τη διαμορφώσει αναλόγως.  Ο όρος «στέρηση» του Άρθρου 23(2) του Συντάγματος πρέπει να τύχει αναλόγου ερμηνείας. Με το επίμαχο 3(β) του Νόμου δεν έχει επιβληθεί «εξάλειψη» οποιουδήποτε δικαιώματος. Συνεπώς δεν συντελείται «στέρηση» εν τη εννοία του Άρθρου 23(2) του Συντάγματος.

 

Για τους ίδιους λόγους θα θεωρούσαμε ότι, δεν έχει συντελεστεί ούτε οποιοσδήποτε «περιορισμός» του εν λόγω δικαιώματος από τη στιγμή που, έκαστος των Αξιωματούχων ή συνταξιούχων, παρέμεινε ελεύθερος να συνεχίσει να απολαμβάνει τη σύνταξη του, σε περίπτωση που θα επιθυμούσε να παραιτηθεί από τη θέση ή το λειτούργημα του.

 

Κατ’ αναλογία προς το σκεπτικό της απόφασης Air Canada v. The United Kingdom (άνω), θα μπορούσε να λεχθεί ότι στην υπό εξέταση περίπτωση η αναστολή καταβολής της σύνταξης αποτελεί ένα προσωρινό περιορισμό ο οποίος διαρκεί όσο και η εργοδότη[*415]ση στο λειτούργημα ή τη θέση. Επίσης, η αναστολή της καταβολής της σύνταξης αφορούσε το μέλλον και ενόσω διαρκούσε η καταβολή αμοιβής, συνιστούσε ένα μέτρο που είχε ληφθεί με στόχο την εφαρμογή μιας πολιτικής που αποσκοπούσε στην αναχαίτιση και παρεμπόδιση της επέκτασης του κρατικού μισθολογίου, εδραζόμενο στην πιο πάνω αναλυθείσα νομολογία.

 

Συναφώς είμαστε της γνώμης ότι δεν έχει σημειωθεί «στέρηση ή περιορισμός» του δικαιώματος όπως αυτό αναλύεται στο Άρθρο 23(2) του Συντάγματος.

 

Στην υπόθεση Βoard of Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640, στη σελίδα 645 τονίστηκε ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με συνταγματικά θέματα πρέπει να γίνεται μόνο στις περιπτώσεις όπου είναι απολύτως αναγκαίο, με στόχο την επίλυση συγκεκριμένου θέματος που αναφύεται. Το Δικαστήριο δεν πρέπει να αποφασίζει για θέματα αυτής της υφής in abstractum. Η ιδία αρχή επαναλαμβάνεται και στο βιβλίο του Henry Rottschaefer on Constitutional Law (1939), όπου τονίζεται ότι τα Δικαστήρια δεν επιλύουν συνταγματικά ζητήματα εάν μια υπόθεση μπορεί να αποφασιστεί πάνω σε οποιονδήποτε άλλο λόγο. (Βλ. επίσης Pressos Compania Naviero (Appl.No.17849/91), (ανωτέρω), του 1997, όπου στην παρ.13 αναφέρεται:

 

“It is not the Court’ s task to rule in abstracto on the constitutionality of the provisions of a bill with the convention”.

 

Επομένως από τη στιγμή που το θέμα έχει κριθεί με την ανάλυση που έγινε πιο πάνω, θεωρούμε ότι δεν παρίσταται ανάγκη ενασχόλησης με τη συνταγματικότητα του Άρθρου 3(β) του Νόμου.

 

Προβλήθηκε περαιτέρω από ορισμένους αιτητές ότι, η αναστολή πληρωμής της σύνταξης, έρχεται σε αντίθεση με το Αρ.28 του Συντάγματος, επιφέροντας ανισότητα στον τρόπο αντιμετώπισης των αιτητών, προς άλλους αξιωματούχους. Είναι βασική προϋπόθεση εξέτασης των παραμέτρων εφαρμογής της αρχής της ισότητας, η ταυτότητα πραγματικών δεδομένων και συνθηκών ώστε να ενυπάρχει ομοιότητα στην αντιμετώπιση των υποκειμένων του νόμου (βλ. Republic v. Arlakian (1972) 3 C.L.R. 294. Δεν είχαν τεθεί ενώπιον μας οποιαδήποτε στοιχεία που να στοιχειοθετούν τέτοιο θέμα. Το ζήτημα είχε παραμείνει στη θεωρητική του προσέγγιση, ιδιαιτέρως όταν η σύγκριση τέθηκε για την εργοδότηση στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα. Η διάσταση επί [*416]του προκειμένου είναι περισσότερο από εμφανής. Συναφώς δεν θα μας απασχολήσει το θέμα περαιτέρω.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω θα προχωρούσαμε σε απόρριψη των προσφυγών.

 

Διαταγή ως ανωτέρω.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο