ECLI:CY:AD:2014:C831
(2014) 3 ΑΑΔ 529
[*529]31 Οκτωβρίου, 2014
ΑναφορικΑ με τα Αρθρα 52 και 140 του ΣυντΑγματοΣ
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναφορά 4/2014)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 26 ― Το δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως ― Έννοια και εμβέλεια από την νομολογία ― Πότε και σε ποιο βαθμό δύναται να περιορισθεί ― Ο περί Απαλλαγής Ενυπόθηκου Οφειλέτη από την Καταβολή μη Εξοφληθέντος Ποσού μετά την Πώληση Ενυπόθηκου Ακινήτου Νόμος του 2014 (Άρθρο 3), κρίθηκε αντισυνταγματικός, ως καταστρατηγών το Άρθρο 26.
Στα πλαίσια εξέτασης του υπό Αναφορά Νόμου ως προς την συνταγματικότητά του, ελέγχθηκε η εναρμόνισή του με το Άρθρο 26 του Συντάγματος.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κρίνοντας τον υπό Αναφορά Νόμο ως αντισυνταγματικό, γνωμάτευσε ως ακολούθως:
1. Το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» διασφαλίζεται από το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος. Η πρόνοια αυτή έτυχε νομολογιακής ερμηνείας σε ανώτατο επίπεδο. Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι, γενικά, το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» περικλείει και το δικαίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης, κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων. Η μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, δεν συμβιβάζεται καταρ[*530]χήν με την ελευθερία των συμβάσεων. Εξαιρέσεις δυνατόν να είναι δικαιολογημένες, στο βαθμό που επιτρέπει το Σύνταγμα. Όμως οι περιορισμοί του δικαιώματος, όπως προσδιορίζονται από τα όρια που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα, δεν πρέπει να θίγουν την ουσία ή τον πυρήνα του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
2. Ο ισχυρισμός της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι η επέμβαση της Βουλής στο δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι επιτρέπεται, ένεκα της εκμετάλλευσης της ιδιάζουσας οικονομικής ισχύος των τραπεζών, δεν μπορεί να επιτύχει, καθότι κάτι τέτοιο δεν αιτιολογείται από την αιτιολογική έκθεση ή τον υπό αναφορά νόμο, αλλά ούτε και αποτελεί το αντικείμενο του υπό αναφορά νόμου.
3. Γνωματεύομε, επομένως, ότι το Άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου είναι αντισυνταγματικό, επειδή καταστρατηγεί το Άρθρο 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθότι συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως».
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125,
Χαραλάμπους κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005,
Republic v. Meneleou (1982) 3 C.L.R. 419,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2011) 3 Α.Α.Δ. 683,
Απόφαση του Ελληνικού ΣτΕ 2944/1980 (Τμήμα Δ).
Αναφορά.
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας με Ρ. Ερωτοκρίτου, Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και Δ. Λυσάνδρου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας Α΄, για τον Αιτητή.
Χρ. Κληρίδης με Γ. Σεραφείμ και Αχ. Αιμιλιανίδη, για την Καθ’ [*531]ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
Γνωμάτευση κατά πόσον «ο περί Απαλλαγής Ενυπόθηκου Οφειλέτη από την Καταβολή μη Εξοφληθέντος Ποσού μετά την Πώληση Ενυπόθηκου Ακινήτου Νόμος του 2014», βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 23, 25, 26, 28, 30 και 179 του Συντάγματος.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η γνωμάτευση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και Θα δοθεί από τον Πρόεδρο Μ.Μ. Νικολάτο.
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Στις 6.9.2014 η Βουλή των Αντιπροσώπων υιοθετώντας Πρόταση Νόμου που είχε κατατεθεί, ψήφισε τον «περί Απαλλαγής Ενυποθήκου Οφειλέτη από την Καταβολή Μη Εξοφληθέντος Ποσού Μετά την Πώληση Ενυποθήκου Ακινήτου Νόμο του 2014».
Ο Νόμος αποτελείται από τρία άρθρα, εκ των οποίων το ουσιαστικό είναι το Άρθρο 3 το οποίο έχει ως ακολούθως:-
«(3) (1) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου ή οποιωνδήποτε κανονισμών, σε περίπτωση που μετά την ολοκλήρωση της πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου με τη διαδικασία πλειστηριασμού ή πώλησης ή αγοράς από τον ενυπόθηκο δανειστή και τη μετεγγραφή του ενυπόθηκου ακινήτου στο όνομα του αγοραστή, σύμφωνα με το Μέρος VIA του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2014, το προϊόν της πώλησης δεν επαρκεί για την πλήρη εξόφληση του ενυπόθηκου χρέους, ο ενυπόθηκος οφειλέτης απαλλάσσεται από την καταβολή του υπολοίπου μη εξοφληθέντος από το προϊόν της πώλησης χρέους.
(2) Η αναφερόμενη στο εδάφιο (1) απαλλαγή του ενυπόθηκου οφειλέτη δεν ισχύει σε περίπτωση που το ενυπόθηκο δάνειο χρησιμοποιήθηκε από άλλα νομικά πρόσωπα ομίλου ή από μέτοχο ή σύμβουλο οποιουδήποτε νομικού προσώπου.
(3) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται μόνο στις περιπτώσεις που το ενυπόθηκο χρέος αφορά δάνειο ή άλλη πιστωτική υποχρέωση συνολικής συμβατικής υποχρέωσης μέχρι του ποσού των τριακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (€350.000) για σκοπούς αγοράς κύριας κατοικίας ή επαγγελ[*532]ματικής στέγης όπως οι έννοιες αυτές ορίζονται στον περί της Αναστολής Είσπραξης Οφειλών, Προστασίας της Κύριας Κατοικίας και της Επαγγελματικής Στέγης και της Ρύθμισης Άλλων Συναφών Θεμάτων (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2014.»
Στις 8.9.2014 ο εν λόγω Νόμος κοινοποιήθηκε στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με σκοπό την έκδοση του σύμφωνα με το Άρθρο 52 του Συντάγματος. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, κατόπιν συμβουλής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, αποφάσισε να καταχωρίσει την παρούσα Αναφορά στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος.
Οι θέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Κατά τη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ο επίδικος Νόμος ευρίσκεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις των Άρθρων 23, 26, 28 και 30 του Συντάγματος.
Ειδικότερα, οι θέσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως αναπτύσσονται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας στην Αναφορά, έχουν ως ακολούθως:
Α. Ασυμβατότητα με το Άρθρο 23 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 23 του Συντάγματος διασφαλίζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας.
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το Άρθρο 3 του υπό Αναφορά Νόμου είναι ασύμβατο με το Άρθρο 23 του Συντάγματος επειδή περιορίζει και/ή απαλλοτριώνει το αγώγιμο δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή έναντι του πρωτοφειλέτη και/ή το δικαίωμα του να διεκδικήσει το οφειλόμενο προς αυτόν χρέος και/ή τα συμβατικά του δικαιώματα που συνιστούν ιδιοκτησία προστατευόμενη από το Άρθρο 23. Αυτά δε, χωρίς να διατυπώνεται στην Αιτιολογική έκθεση της Πρότασης Νόμου ή στην σχετική Έκθεση των Κοινοβουλευτικών Επιτροπών που μελέτησαν την πρόταση Νόμου οποιοσδήποτε λόγος που με βάση το Άρθρο 23 θα δικαιολογούσε τέτοιο περιορισμό ή απαλλοτρίωση.
Β. Ασυμβατότητα με το Άρθρο 25 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 25 του Συντάγματος προστατεύει την ελευθερία άσκησης επαγγέλματος και επίδοσης σε απασχόληση, εμπόριο ή [*533]επικερδή εργασία.
Το Άρθρο 3 του υπό αναφορά Νόμου παραβιάζει το δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να επιδίδεται σε επάγγελμα και/ή επικερδή εργασία. Η απαλλαγή του ενυπόθηκου οφειλέτη και συνεπώς η κατάργηση του δικαιώματος διεκδίκησης των οφειλομένων, συνιστά δραστικό περιορισμό στο δικαίωμα άσκησης επικερδούς εργασίας, χωρίς να δικαιολογείται από τους προβλεπόμενους στο Άρθρο 25.2 λόγους.
Γ. Ασυμβατότητα με το Άρθρο 26 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 26.1 αναγνωρίζει και προστατεύει το δικαίωμα κάθε ανθρώπου να συμβάλλεται ελευθέρως ως ακολούθως:
«1. Έκαστος έχει το δικαίωµα του συµβάλλεσθαι ελευθέρως. Τούτο υπόκειται εις όρους, περιορισµούς ή δεσµεύσεις τιθεµένους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συµβάσεων. Νόµος θέλει προβλέψει διά την πρόληψιν εκµεταλλεύσεως υπό προσώπων, άτινα διαθέτουσιν ιδιάζουσαν οικονοµικήν ισχύν.»
Η απαλλαγή του ενυπόθηκου οφειλέτη από την καταβολή του εναπομείναντος, μετά την πώληση του ενυποθήκου ακινήτου, χρέους επεμβαίνει και/ή τροποποιεί και/ή καταργεί και/ή απαλλάσσει, εκ των υστέρων, τους όρους της σύμβασης δανείου και/ή υποθήκης και/ή εγγυήσεως και/ή οποιασδήποτε άλλης συμφωνίας εξασφάλισης του ενυποθήκου χρέους η οποία ρητώς προέβλεπε για εξασφαλίσεις και/ή εγγυήσεις του χρέους που συμφωνήθηκαν ή προνοείτο η δυνατότητα να συμφωνηθούν από τα συμβαλλόμενα μέρη.
Τέτοια ουσιαστική παρέμβαση επί των όρων της σύμβασης δεν δικαιολογείται και δεν τίθεται επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.
Συνεπώς ο υπό αναφορά Νόμος συνιστά εκ των υστέρων νομοθετική επέμβαση στο συμβατικό δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή και επέμβαση στο δικαίωμα του συμβάλλεσθαι ελευθέρως.
Δ. Ασυμβατότητα με το Άρθρο 28 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 28.1 του Συντάγματος καθιερώνει την αρχή της ισότητας ως ακολούθως:
[*534]«1. Πάντες είναι ίσοι ενώπιον του νόµου, της διοικήσεως και της δικαιοσύνης και δικαιούνται να τύχωσι ίσης προστασίας και µεταχειρίσεως.»
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο υπό Αναφορά Νόμος παραβιάζει και το Άρθρο 28 του Συντάγματος επειδή δημιουργεί διάκριση μεταξύ των ενυποθήκων οφειλετών που επηρεάζονται από το Νόμο έναντι άλλων ενυποθήκων οφειλετών, απαλλάσσοντας μόνο τους ενυπόθηκους οφειλέτες που επηρεάζονται, ήτοι εκείνους των οποίων το ακίνητο πωλείται με διαδικασία πώλησης κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του Μέρους VIA των περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεων Ακινήτων Νόμων του 1965 έως 2014 και όχι με βάση οποιοδήποτε άλλο μέρος του Νόμου αυτού ή κατόπιν δικαστικού διατάγματος.
Ο υπό αναφορά Νόμος δημιουργεί αυθαίρετη διάκριση προς όφελος των ενυποθήκων οφειλετών των οποίων το χρέος, για σκοπούς αγοράς κύριας κατοικίας ή επαγγελματικής στέγης, δεν υπερβαίνει το ποσό των €350.000 και των οποίων το ακίνητό τους έχει πωληθεί με βάση το Μέρος VIA των εν λόγω Νόμων, έναντι άλλων ενυποθήκων οφειλετών οι οποίοι δεν καλύπτονται από την εμβέλεια του Νόμου.
Ε. Ασυμβατότητα προς το Άρθρο 30 του Συντάγματος.
Το Άρθρο 30.1 του Συντάγματος καθιερώνει το δικαίωμα πρόσβασης κάθε ανθρώπου στη δικαιοσύνη ως ακολούθως:
«1. Εις ουδένα δύναται ν’ απαγορευθή η προσφυγή ενώπιον του δικαστηρίου, εις ο δικαιούται vα προσφύγη δυνάμει του Συντάγματος. Η σύστασις δικαστικών επιτροπών ή εκτάκτων δικαστηρίων υπό οιονδήποτε όνομα απαγορεύεται.»
Είναι η θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο υπό αναφορά Νόμος εξουδετερώνει και διαγράφει το συνταγματικό αυτό δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή να προσφύγει στη δικαιοσύνη εναντίον του ενυπόθηκου οφειλέτη και οποιουδήποτε άλλου προσώπου δυνάμει της σύμβασης δανείου και/ή σύμβασης υποθήκης για σκοπούς είσπραξης του εναπομείναντος, μετά την πώληση του ενυποθήκου ακινήτου, χρέους.
Είναι η κατάληξη των ως άνω θέσεων του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι ο υπό αναφορά Νόμος βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 23, 25, 26, 28 και 30 [*535]του Συντάγματος και, εν τέλει, προς το Άρθρο 179 που ορίζει ότι ουδείς νόμος δύναται καθ’ οιονδήποτε τρόπο να είναι αντίθετος ή ασύμφωνος προς οποιαδήποτε διάταξη του Συντάγματος.
Οι θέσεις της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Η Βουλή των Αντιπροσώπων, στην ένσταση της, ισχυρίζεται ότι το Άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου δεν περιορίζει το δικαίωμα ιδιοκτησίας κατά τρόπο ασύμβατο με το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Το προαναφερόμενο άρθρο, εν πάση περιπτώσει, δεν θίγει οποιοδήποτε δικαίωμα που προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Η οποιαδήποτε αξίωση του δανειστή εναντίον του πρωτοφειλέτη για το υπόλοιπο ενυπόθηκου χρέους δεν συνιστά περιουσιακό δικαίωμα προστατευόμενο από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Αν όμως θεωρηθεί ότι το Άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου καταστρατηγεί το Άρθρο 23 του Συντάγματος, η καταστρατήγηση εμπίπτει στις περιπτώσεις που επιτρέπονται από την παράγραφο 3 του Άρθρου 23 του Συντάγματος, προς προστασία δικαιωμάτων τρίτων. Στην προκείμενη περίπτωση τα δικαιώματα των τρίτων είναι, προφανώς, τα δικαιώματα του πρωτοφειλέτη.
Σύμφωνα με τη Βουλή των Αντιπροσώπων το Άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου δεν καταστρατηγεί το Άρθρο 25 του Συντάγματος καθότι δεν εμποδίζει ούτε και περιορίζει το δικαίωμα των τραπεζών να ασκούν τις εργασίες τους. Το Άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου, επίσης, δεν καταστρατηγεί το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 26 του Συντάγματος, και τούτο διότι δεν εμποδίζει ή περιορίζει αυτό τούτο το δικαίωμα. Εν πάση περιπτώσει το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» περιορίζεται στην κατάρτιση μιας σύμβασης και δεν επεκτείνεται στην εκτέλεσή της.
Επίσης, με το υπό εξέταση Άρθρο, δεν παραβιάζονται τα Άρθρα 28 και 30 του Συντάγματος, ισχυρίζεται η Βουλή των Αντιπροσώπων.
Η γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» διασφαλίζεται από το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος. Η πρόνοια αυτή έτυχε νομολογιακής ερμηνείας σε ανώτατο επίπεδο. Στην Υπόθεση Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ήταν ομόφωνη αναφορικά με το πε[*536]ριεχόμενο του δικαιώματος. Η πλειοψηφία αποφάνθηκε ότι το δικαίωμα που κατοχυρώνεται είναι το δικαίωμα της σύναψης σύμβασης και όχι τα δικαιώματα που δημιουργούνται δυνάμει της σύμβασης. Η μειοψηφία έκρινε ότι η προαναφερόμενη πρόνοια προστατεύει την πλήρη ελευθερία του «συμβάλλεσθαι», η οποία υπόκειται μόνο σε τέτοιους όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις, που τίθενται στη βάση των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων.
Στην πολύ πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Υποθέσεις Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 175, ECLI:CY:AD:2014:C1005, σε σχέση με το Άρθρο 26 του Συντάγματος έγινε, παρεμφερώς, αναφορά στην απόφαση της πλειοψηφίας στην Chimonides (ανωτέρω), χωρίς το δικαστήριο να ενδιατρίψει στη νομολογία που ακολούθησε επί του θέματος, ως προς την εμβέλεια της προστασίας του Άρθρου 26, εφόσον μια τέτοια έρευνα δεν ήταν αναγκαία για τους σκοπούς εκείνης της υπόθεσης.
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όμως, δεν παρέμεινε στατική αναφορικά με το προαναφερόμενο θέμα, αλλά εξελίχθηκε και μάλιστα προς κατεύθυνση διαφορετική από εκείνη που διατυπώθηκε στην Chimonides (ανωτέρω), από την πλειοψηφία.
Στην υπόθεση Republic v. Meneleou (1982) 3 C.L.R. 419 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε την εμβέλεια του Άρθρου 26.1 του Συντάγματος και έκαμε αναφορά, μεταξύ άλλων, στη Chimonides (ανωτέρω). Παρατήρησε ότι υπήρχαν τρεις διαφορετικές γνώμες στη Chimonides (ανωτέρω) και ότι εκείνο για το οποίο υπήρχε ομοφωνία, ως προς το Άρθρο 26.1, ήταν ότι αυτό κατοχυρώνει το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» υπό τους όρους και τις διασαφηνίσεις που περιέχονται σ’ αυτό (το Άρθρο). Στην Menelaou (ανωτέρω) αποφασίστηκε ότι θα ήταν αντίθετο προς την κοινή λογική και τους κανόνες της δικαιοσύνης να επιτραπεί η κατεδάφιση των θεμελίων μιας συμβατικής διευθέτησης και με αυτό τον τρόπο να προκληθεί αβεβαιότητα και έλλειψη εμπιστοσύνης ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών.
Στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36 τονίστηκε και πάλι ότι, σύμφωνα με το συνταγματικό μας δίκαιο, το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι» δεν είναι απόλυτο αλλά υπόκειται σε όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που τίθενται από τις γενικές αρχές του [*537]δικαίου των συμβάσεων. Στην υπόθεση εκείνη κρίθηκε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν από τον νόμο που εξετάστηκε εκεί, δεν σχετίζονταν με οποιονδήποτε από τους περιορισμούς που επιτρέπονται από στο Άρθρο 26.1, καθότι με το νόμο εκείνο, αποστερείτο ο ένας συμβαλλόμενος της ελεύθερης επιλογής του ως προς τον προσδιορισμό του περιεχομένου της σύμβασης του και γενικότερα του καταρτισμού της σύμβασης, κατά τη βούλησή του. Ο νόμος, επομένως, σε εκείνη την περίπτωση ήταν αντισυνταγματικός.
Στην πλέον πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας σε Αναφορά του Προέδρου της Δημοκρατίας, στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2011) 3 Α.Α.Δ. 683 εξετάστηκε και πάλι το Άρθρο 26 του Συντάγματος και τονίστηκε ότι η έννοια του όρου «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» στις διατάξεις του Άρθρου 26.1 επιδέχεται περιορισμούς μόνο ως προς τους όρους, περιορισμούς και δεσμεύσεις που προβλέπονται από τις γενικές αρχές του δικαίου των συμβάσεων. Κρίθηκε ότι η ελευθερία του «συμβάλλεσθαι» περιλάμβανε και το δικαίωμα, των συμβαλλομένων, να καθορίσουν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος της σύμβασης τους. Σε εκείνη την υπόθεση, πρόνοια νόμου που μετέθετε την ημερομηνία έναρξης της ισχύος σύμβασης, κρίθηκε ως αντισυνταγματική.
Στην προκείμενη περίπτωση θεωρούμε ότι, γενικά, το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» περικλείει και το δικαίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης, κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων (Δέστε την Απόφαση του Ελληνικού ΣτΕ 2944/1980 (Τμήμα Δ) και Δαγτόγλου: Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, 4η Αναθεωρημένη Έκδοση, 2012, Οικονομική Ελευθερία, παράγραφοι 1302-1303). Η μεταγενέστερη επέμβαση του νομοθέτη, δεν συμβιβάζεται καταρχήν με την ελευθερία των συμβάσεων. Εξαιρέσεις δυνατόν να είναι δικαιολογημένες, στο βαθμό που επιτρέπει το Σύνταγμα. Όμως οι περιορισμοί του δικαιώματος, όπως προσδιορίζονται από τα όρια που θέτει το ίδιο το Σύνταγμα, δεν πρέπει να θίγουν την ουσία ή τον πυρήνα του δικαιώματος, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση.
Ο ισχυρισμός της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι η επέμβαση της Βουλής στο δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι επιτρέπεται, ένεκα της εκμετάλλευσης της ιδιάζουσας οικονομικής ισχύος των τραπεζών, δεν μπορεί να επιτύχει καθότι κάτι τέτοιο δεν αιτιολογείται από την αιτιολογική έκθεση ή τον υπό [*538]αναφορά νόμο, αλλά ούτε και αποτελεί το αντικείμενο του υπό αναφορά νόμου.
Ενόψει των προαναφερομένων δεν θεωρούμε σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση των υπόλοιπων σημαντικών λόγων που προβάλλονται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και αφορούν στην αντισυνταγματικότητα του Άρθρου 3 του υπό αναφορά νόμου.
Γνωματεύομε, επομένως, ότι το Άρθρο 3 του υπό αναφορά νόμου είναι αντισυνταγματικό, επειδή καταστρατηγεί το Άρθρο 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας καθότι συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως», όπως έχει επεξηγηθεί ανωτέρω.
Η παρούσα γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο