ECLI:CY:AD:2014:C860
(2014) 3 ΑΑΔ 539
[*539]7 Νοεμβρίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,
v.
ΣΠΥΡΟΥΛΛΑΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Εφεσίβλητης-Αιτήτριας.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 209/2010)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Κατοχή από υποψήφιο προσόντος το οποίο κατά το σχέδιο υπηρεσίας αποτελεί πλεονέκτημα ― Δεν μπορεί να παραγνωριστεί χωρίς ειδική αιτιολογία, από την Ε.Δ.Υ., η οποία δεν υφίστατο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.
Η Δημοκρατία αμφισβήτησε με την έφεση την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί ο διορισμός των ενδιαφερομένων μερών στη θέση Τεχνικού Αναπτύξεως Υδάτων.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Κατά πάγια νομολογία το πλεονέκτημα αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να αποδίδεται ουσιώδης σημασία. Κατά πάγια επίσης νομολογία, για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου, θα πρέπει να δίδονται ειδικοί και πειστικοί λόγοι. Στην υπό κρίση περίπτωση είναι παραδεκτό ότι η εφεσίβλητη κατείχε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας – δηλαδή την προηγούμενη πείρα στην εκτέλεση υδατικών έργων για τουλάχιστον δύο χρόνια - σε αντίθετη με τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν το κατείχαν. Κατά συνέπεια για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών θα έπρεπε η ΕΔΥ να δώσει ειδική και πειστική αιτιολογία, ώστε να δικαιολογείται η παραγνώριση του πλεονεκτήματος της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αιτιολογία που [*540]δόθηκε από την ΕΔΥ δεν ήταν τέτοια και έκδηλα κατά την άποψή μας η κρίση του είναι ορθή.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1,
Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,
Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105,
Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,
Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1822,
Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 454,
Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 1150,
Mορίτση ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109,
Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 163,
Iωσηφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410,
Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,
Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, ECLI:CY:AD:2014:C452.
Έφεση.
Έφεση από την Καθ’ ης η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κληρίδης, Δ.), (Υποθέσεις Αρ. 1514/07 και 1515/07), ημερ. 5/11/10.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), για την Εφεσείουσα.
Π. Σιακαλλής, για Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου [*541]θα δώσει ο Δικαστής Μ. Χριστοδούλου.
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η εφεσίβλητη Σπυρούλλα Αναστασίου διεκδίκησε ανεπιτυχώς διορισμό στη μία από τις εικοσιτέσσερις μόνιμες θέσεις Τεχνικού Αναπτύξεως Υδάτων, οι οποίες πληρώθηκαν με απόφαση της Επιτροπής Δημοσίας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ημερομηνίας 17.9.2007.
Οι διορισμοί δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 12.10.07 και προκάλεσαν την καταχώρηση από την εφεσίβλητη των προσφυγών υπ΄ αρ. 1514/07 και 1515/07, με τις οποίες πρόσβαλε τη νομιμότητα της απόφασης της ΕΔΥ να διορίσει στις προαναφερθείσες θέσεις δώδεκα άλλους υποψηφίους αντί της ίδιας.
Οι προσφυγές συνεκδικάστηκαν και η μεν προσφυγή 1514/07 απορρίφθηκε με έξοδα εναντίον της εφεσίβλητης, η δε προσφυγή 1517/07 έγινε αποδεκτή με αποτέλεσμα η προσβληθείσα απόφαση της ΕΔΥ να ακυρωθεί σε σχέση με το διορισμό πέντε ενδιαφερόμενων μερών. Των Ανδρέου Βάσω, Κουρτελλίδη Ανδρέα, Κυριάκου Αναστασίας, Παντελή Παντελή και Παμπέτσιου Πανταζή. Και αυτό στη βάση ότι η δοθείσα από την ΕΔΥ αιτιολογία για την παραγνώριση του αποδεδειγμένου και παραδεκτού πλεονεκτήματος που κατείχε η εφεσίβλητη – δηλαδή η προηγούμενη πείρα στην εκτέλεση υδατικών έργων για τουλάχιστο δύο χρόνια – έναντι των προαναφερθέντων πέντε ενδιαφερομένων προσώπων έπασχε. Παρατίθεται συναφώς η δικαιολογία στη βάση της οποίας η ΕΔΥ παραγνώρισε το πλεονέκτημα της εφεσίβλητης προς όφελος των προαναφερθέντων πέντε ενδιαφερομένων προσώπων και, στη συνέχεια, πώς προσέγγισε το όλο ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο.
"Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ορισμένοι μη επιλεγέντες υποψήφιοι και συγκεκριμένα οι Αναστασίου Σπυρούλα (σημ. η εδώ αιτήτρια), Νεοκλέους Χρυσούλλης και Χριστοφίνας Χαραλάμπους διαθέτουν το πλεονέκτημα και, σε σύγκριση με τους επιλεγέντες που δε διαθέτουν το πλεονέκτημα και συγκεκριμένα τους Ανδρέου Βάσω, Κουρτελλίδη Ανδρέα, Παντελή και Πεμπέτσιο Πανταζή, αξιολογήθηκαν στο ίδιο ή/και σε υψηλότερο επίπεδο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή στην τελική αξιολόγηση, εντούτοις, υστερούν όσον αφορά την αξιολόγηση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση, αξιολογηθέντες ως Πολύ Καλοί, όπου οι επιλεγέντες αξιολογήθηκαν ως Εξαίρετοι...".
[*542]Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέλαβε – και ορθώς - την πιο πάνω δικαιολογία της ΕΔΥ ως προτίμηση των ενδιαφερομένων μερών και παραγνώριση του πλεονεκτήματος το οποίο κατείχε η εφεσίβλητη και άλλοι υποψήφιοι, μόνο λόγω της καλύτερης απόδοσης των ενδιαφερομένων μερών στην προφορική εξέταση. Με αυτό το δεδομένο έκρινε, με αναφορά στις υποθέσεις Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1 και Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, πως η ΕΔΥ όφειλε ενόψει του πλεονεκτήματος της εφεσίβλητης να δώσει απαραίτητα ειδική και πειστική αιτιολογία και στην απουσία τέτοιας αιτιολογίας η απόφασή της έπασχε.
Η ΕΔΥ θεωρεί λανθασμένη την πρωτόδικη απόφαση για δύο αλληλένδετους μεταξύ τους λόγους. Πρόβαλε συναφώς ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η απόφαση της για τον διορισμό των ενδιαφερομένων μερών ήταν αποτέλεσμα παραγνώρισης του πλεονεκτήματος της εφεσίβλητης και εσφαλμένα στηρίχτηκε σε νομολογία που δεν ετύγχανε εφαρμογής στην περίπτωση που είχε ενώπιον του.
Οι επίδικες θέσεις, επεσήμανε η ευπαίδευτος συνήγορος της ΕΔΥ, ήταν θέσεις πρώτου διορισμού και σύμφωνα με τη νομολογία για πλήρωση των θέσεων αυτών εκείνο που έχει ιδιαίτερη βαρύτητα είναι η απόδοση των υποψηφίων στην εξέταση της Επιτροπής, ιδιαίτερα όπως στην παρούσα περίπτωση όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων ήταν σημαντικές για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Παρέπεμψε σχετικά στις υποθέσεις Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105, Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, Γεωργίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1822 ως και σε άλλες πρωτόδικες αποφάσεις. Και αυτό προς τεκμηρίωση υποβολής ότι η αιτιολογία που έδωσε η ΕΔΥ για παραγνώριση του πλεονεκτήματος της εφεσίβλητης ήταν επαρκής, ενόψει της απόδοσης των ενδιαφερομένων μερών ενώπιον της.
Η πρωτόδικη απόφαση, αντέτεινε ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσίβλητης, είναι καθόλα ορθή καθότι στην επίδικη απόφαση της ΕΔΥ απουσιάζει ειδική και πειστική αιτιολογία, όπως απαιτείται κατά πάγια νομολογία.
Εξετάσαμε τους λόγους έφεσης υπό το πρίσμα της πρωτόδικης απόφασης και όσα, με ικανότητα, έθεσαν ενώπιον μας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων. Καταλήξαμε ότι οι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
[*543]Κατά πάγια νομολογία το πλεονέκτημα αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να αποδίδεται ουσιώδης σημασία. (Βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 454 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 1150, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, Mορίτση ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 163). Κατά πάγια επίσης νομολογία, για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου θα πρέπει να δίδονται ειδικοί και πειστικοί λόγοι. (Βλ. Φιλίππου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 1, Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (ανωτέρω), Iωσηφίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410, Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406 και Παναγή κ.ά. ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)).
Στην υπό κρίση περίπτωση είναι παραδεκτό ότι η εφεσίβλητη κατείχε το πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας – δηλαδή την προηγούμενη πείρα στην εκτέλεση υδατικών έργων για τουλάχιστον δύο χρόνια - σε αντίθετη με τα ενδιαφερόμενα μέρη που δεν το κατείχαν. Κατά συνέπεια για την επιλογή των ενδιαφερομένων μερών θα έπρεπε η ΕΔΥ να δώσει ειδική και πειστική αιτιολογία, ώστε να δικαιολογείται η παραγνώριση του πλεονεκτήματος της εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η αιτιολογία που δόθηκε από την ΕΔΥ δεν ήταν τέτοια και έκδηλα κατά την άποψή μας η κρίση του είναι ορθή. Απλή θεώρηση της εν λόγω αιτιολογίας αποκαλύπτει ότι ούτε ειδική αλλά ούτε και πειστική είναι. Ό,τι απλώς έπραξε η ΕΔΥ ήταν να παραγνωρίσει το πλεονέκτημα της εφεσίβλητης στη βάση και μόνο ότι κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση αξιολογήθηκε ως «Πολύ Καλή» σε αντίθεση με τους επιλεγέντες που αξιολογήθηκαν ως «Εξαίρετοι». Aυτό και μόνο ήταν το καθοριστικό στοιχείο που βάρυνε στην απόφασή της για επιλογή των ενδιαφερομένων μερών, παραγνωρίζοντας ότι η διαφορά στην αξιολόγηση μεταξύ «Εξαίρετος» και «Πολύ Καλός» ναι μεν δεν είναι εντελώς οριακή – οριακή είναι η διαφορά μεταξύ «Εξαίρετος» και «Πάρα Πολύ Καλός», βλ. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, ECLI:CY:AD:2014:C452 που δόθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου – αλλά αυτό δεν την απάλλασσε από το καθήκον να δώσει ειδική και πειστική αιτιολογία ώστε να μην αφήνει κενά ή αμφιβολίες για την ορθότητα της κρίσης της. Κατά συνέπεια συμφωνούμε με την πρωτόδικη κρίση, η οποία διαμορφώθηκε με την υιοθέτηση της ορθής επί του θέματος νομολογίας και ενόψει τούτου η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.
Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρί[*544]πτεται με έξοδα προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον των εφεσειόντων.
Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο