Jacomino Enterprises Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 564

ECLI:CY:AD:2014:C925

(2014) 3 ΑΑΔ 564

[*564]4 Δεκεμβρίου, 2014

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ,

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

JACOMINO ENTERPRISES LTD.,

 

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 54/2010)

 

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος αρ. 95(Ι)/2000 ― Άρθρα 5, 7(2), 21(2)(α), 39 και Όγδοο Παράρτημα ― Περιεχόμενο ρύθμισης, ερμηνεία και εφαρμογή στα επίδικα γεγονότα ― Η σχετική προσέγγιση του Εφόρου ήταν ορθή, σύννομη και γι’ αυτό επικυρώθηκε ― Περιστάσεις, νομολογιακά πορίσματα και υπαγωγή των δεδομένων της κριθείσας περίπτωσης σε αυτά.

 

Η εφεσείουσα επεχείρησε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, που απέρριψε τις αξιώσεις της τις σχετικές με την επίδικη βεβαίωση Φ.Π.Α. (συγκεκριμένα την άρνηση παραχώρησης διεκδικηθείσας εκπτώσεως).

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Ο σχετικός με τα θέματα που εγείρονται εν προκειμένω Νόμος που εφαρμόζεται είναι ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος 95(Ι)/2000 και ιδιαίτερα τα Άρθρα 5, 7(2), 21(2)(α) και το Άρθρο 39, όπως και το Όγδοο Παράρτημα του εν λόγω Νόμου. Σύμφωνα με το Άρθρο 5, επί της παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Δημοκρατίας, ή επί οτιδήποτε θεωρείται ως τέτοια συναλλαγή, επιβάλλεται Φ.Π.Α. Σύμφωνα με το Άρθρο 7(2), φορολογητέα συναλλαγή θεωρείται κάθε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που δεν εξαιρείται, ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 21(2)(α) του Νόμου, τα πρόσωπα που υπόκεινται σε Φ.Π.Α. δικαιούνται να εκπέσουν του ποσού του φόρου εισροών που αποδίδε[*565]ται, μεταξύ άλλων, και σε «φορολογητέες συναλλαγές». Τέλος, σύμφωνα με το Όγδοο Παράρτημα του Νόμου και τις σχετικές με τις συναλλαγές σε ακίνητη ιδιοκτησία διατάξεις του Άρθρου 39 του Νόμου, η μίσθωση και παραχώρηση άδειας κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας, αποτελεί εξαιρούμενη συναλλαγή.

 

2.  Έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί και αυτό αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας, ότι η επάρκεια της έρευνας, η έκταση, αλλά και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που να καλύπτει κάθε περίπτωση. Με άλλα λόγια, η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση ευλόγως επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ’ αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου.

 

3.  Στην περίπτωση της εδώ εφεσείουσας, το παράπονό της για ανεπαρκή έρευνα ουδόλως ευσταθεί. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από τον Πρωτόδικο Δικαστή, η λειτουργός κα Δημητρίου στην έκθεση ελέγχου που ετοίμασε, το περιεχόμενο της οποίας, να σημειωθεί, οδήγησε και στην προσβαλλόμενη πράξη, συγκεντρώνει και αξιολογεί κάθε τι ουσιώδες με βάση τα στοιχεία που της δόθηκαν από το λογιστή της εταιρείας, τα οποία, όπως ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, ήταν ελλιπή. Αρκεί πιστεύουμε να επισημάνουμε το γεγονός, ότι ενώ η λειτουργός ζήτησε από την εφεσείουσα να προσκομίσει οικονομικές καταστάσεις ή τα ισοζύγια, η τελευταία δεν τα προσκόμισε, όπως δεν προσκόμισε, παρά το γεγονός ότι της ζητήθηκε, τον Πίνακα 1 με τον εξοπλισμό και τα μηχανήματα, στον οποίο η συμφωνία ενοικίασης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού παρέπεμπε. Αντ’ αυτών προσκομίστηκαν καταστάσεις δαπανών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αφορούσαν σε υλικά οικοδομής, μωσαϊκά, ψησταριές, πέτρες, ζωοτροφές, σουβάδες, καύσιμα αυτοκινήτων, λάστιχα, ραδιατέρ, μέτρημα τιμονιού και γενικά δαπάνες οι οποίες με κανένα τρόπο θα μπορούσαν ποτέ να θεωρηθούν ως υποκείμενα σε μίσθωση ή ως συνιστώντα εξοπλισμό μέσα στην έννοια του Όγδοου Παραρτήματος του Νόμου. Ορθά, κατά τη γνώμη μας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά και στην έκθεση της λειτουργού, κατέληξε ότι, ευλόγως η Έφορος θεώρησε ότι τα υλικά αυτά και οι σχετικές με αυτά δαπάνες αφορούσαν είτε στην ανέγερση της δισκοθήκης ως κτιρίου είτε στην ανακαίνισή του και συνεπώς, δεν εξέπιπταν εφόσον δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στον εξοπλισμό ή τα μηχανήματα.

[*566]4.      Ας μην μας διαφεύγει ότι η ευθύνη παρουσίασης και αποκάλυψης των αναγκαίων και απαραίτητων για σκοπούς προσδιορισμού των φορολογικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου, στοιχείων, βαρύνει αποκλειστικά τον ίδιο, ο οποίος για το σκοπό αυτό υποχρεούται να τηρεί πλήρως ενημερωμένα στοιχεία. Σαν θέμα γενικής αρχής, η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκεται στο όριο του λογικά εφικτού.  Ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχαν επί μέρους μηχανήματα και εξοπλισμός επί των οποίων επιβαλλόταν ΦΠΑ, για να τυγχάνουν εκ των υστέρων εκπτωτικής διεκδίκησης. Εξάλλου, η βεβαίωση φόρου εισροών δεν αφορούσε τέτοιες δαπάνες, αλλά τις δαπάνες που έγιναν και αφορούσαν την ακίνητη ιδιοκτησία, δηλαδή το υποστατικό στο οποίο στεγαζόταν η δισκοθήκη. Για τα έπιπλα και γενικά για τον αναγκαίο για τη λειτουργία της δισκοθήκης εξοπλισμό, επιτράπηκε έκπτωση ύψους Λ.Κ. 15.682,44.

 

5.  Οι δαπάνες για υλικά αποτελούν δαπάνες σχετιζόμενες άμεσα και ευθέως με την ανέγερση κτιρίου, με καθοριστικό στοιχείο το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν. Οι δαπάνες για ηλεκτρική εγκατάσταση στην κρινόμενη περίπτωση συνιστούν δαπάνες άμεσα συνδεδεμένες με το κτίριο, του οποίου η μίσθωση αποτελεί  με βάση την παράγραφο 1(α) του Όγδοου Παραρτήματος, εξαιρούμενη συναλλαγή. Οι διατάξεις της παραγράφου 1(α)(iii), τις οποίες επικαλείται η εφεσείουσα, δεν τυγχάνουν εφαρμογής διότι οι επίδικες δαπάνες δεν αφορούν μηχανήματα, ούτε και πρόκειται για περίπτωση μίσθωσης εξοπλισμού και μηχανημάτων μόνιμα εγκατεστημένων. Συνεπώς, το επιχείρημα αναφορικά με το μέσο όρο ζωής των υλικών αυτών, όπως πολύ ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, είναι άσχετο με τα ζητήματα που εδώ εγείρονται.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Motorways Ltd. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447,

 

Logicom Ltd. v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287,

 

Βαρναβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3376,

 

Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346,

 

Goodtones Ltd. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 707,

[*567]Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 809,

 

Rosary Gardens Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 427.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 218/08), ημερ. 5/3/10.

 

Σ. Δράκος, για την Εφεσείουσα.

 

Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.

 

ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης αδελφού Δικαστή, να επικυρώσει την απόφαση της Εφόρου Φ.Π.Α., ημερομηνίας 7/12/2007, με την οποία η τελευταία απέρριψε αίτημα της εφεσείουσας για επιστροφή φόρου εισροών ύψους Λ.Κ.50.467.

 

Σύμφωνα με την εφεσείουσα, οι διεκδικούμενες εκπτώσεις αφορούσαν δαπάνες, σχέση έχουσες με την εκμίσθωση σε θυγατρική της εταιρεία δυνάμει συμβολαίου εκμίσθωσης, του εξοπλισμού και των μηχανημάτων δισκοθήκης που στεγαζόταν σε ακίνητο, το οποίο η εφεσείουσα επίσης ενοικίασε στη θυγατρική εταιρεία, δυνάμει όμως χωριστού συμβολαίου. Ο συγκεκριμένος φόρος εισροών αφορούσε, σύμφωνα με την εφεσείουσα, το φόρο εισροών που αναλογούσε στις δαπάνες που υποβλήθηκε για αγορά του εξοπλισμού και των μηχανημάτων της δισκοθήκης. Για σκοπούς περιγραφής του εξοπλισμού και των μηχανημάτων, το συμβόλαιο εκμίσθωσης, παραπέμπει σε πίνακα ο οποίος, σε αντίθεση με ό,τι αναφέρεται στο συμβόλαιο, δεν επεσυνάφθη στο συμβόλαιο, αλλά ούτε και ποτέ η εφεσείουσα τον προσκόμισε.

 

Σύμφωνα με την Έφορο Φ.Π.Α., ο διεκδικούμενος φόρος εισροών αφορούσε δαπάνες σχέση έχουσες με την ανέγερση ή ανακαίνιση του κτιρίου στο οποίο στεγάζεται η δισκοθήκη, το οποίο [*568]η εφεσείουσα ενοικίασε σε τρίτους, ως ακίνητη ιδιοκτησία. Συνεπώς, η εφεσείουσα δεν δικαιούταν, σύμφωνα με την Έφορο, να εκπέσει του διεκδικούμενου φόρου εισροών, εφόσον ο εν λόγω φόρος δεν αφορούσε φορολογητέες συναλλαγές της επιχείρησης της, αλλά μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας η οποία με βάση τις πρόνοιες του Όγδοου Παραρτήματος “Ακίνητη Ιδιοκτησία” του Νόμου 95(Ι)/2000-2007, αποτελεί εξαιρούμενη συναλλαγή.

 

Εδώ είναι που η εφεσείουσα εστιάζει το παράπονο της, το οποίο και συναρτά βασικά με την έλλειψη έρευνας και/ή τη διεξαγωγή ελλιπούς έρευνας. Και οι έξι λόγοι έφεσης συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται, σαν κοινή δε συνισταμένη έχουν τη θέση ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα υιοθέτησε τη θέση των εφεσιβλήτων, αντί τη δική της θέση.

 

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να πούμε ότι η διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι τη θέση της εφεσείουσας χαρακτηρίζει μια σύγχυση ως προς τη βάση διεκδίκησης της έκπτωσης και συνακόλουθα των λόγων ακύρωσης της προσβαλλόμενης πράξης, αποτελεί και δική μας διαπίστωση. Όπως πολύ ορθά στην πρωτόδικη απόφαση επισημαίνεται:

 

“Με βάση την παρ. 3 των γεγονότων της προσφυγής, οι αιτητές διεκδικούν φόρο εισροών για «τα έξοδα τους σε σχέση με την αγορά και τοποθέτηση των επίπλων, μηχανημάτων και εξοπλισμού». Στις σελ. 6-7 της γραπτής τους αγόρευσης γίνεται αντίθετα λόγος για το «.... ότι λανθασμένα δεν επιτράπηκε η επιστροφή φόρου εισροών για υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για κατασκευή του κτιρίου». Στην απαντητική τους αγόρευση ομιλούν για πάγιο ενεργητικό που εκμισθώθηκε για τη δημιουργία της δισκοθήκης και όχι σε σχέση με τα κτίρια που προϋπήρχαν της δισκοθήκης. Όμως, στις επιστολές του Νικόλα Παή, λογιστή και φορολογικού συμβούλου των αιτητών, με τον οποίο οι λειτουργοί του Φ.Π.Α. είχαν τη σχετική αλληλογραφία, αναφέρεται ρητά ότι οι αιτητές είχαν αναλάβει την ανοικοδόμηση δισκοθήκης στην Αγία Νάπα και είχαν προβεί σε δάνειο τόσο για την ανοικοδόμηση του έργου, όσο και την αγορά «του πάγιου ενεργητικού και εξοπλισμού» της. (Δέστε επιστολές ημερ. 15.6.06 και 1.2.07, έγγραφα 000002 και 000009 στην ένσταση, Παράτημα Ι). Τα ίδια ανέφερε και ο συνήγορος των αιτητών κατά τις διευκρινίσεις ότι δηλαδή πρόκειτο για έξοδα ανακαίνισης του κτιρίου της δισκοθήκης σε ήδη προϋπάρχον κτίριο. Η σύγχυση συνεχίζεται και με την παράθεση προνοιών του καταργηθέντος περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου αρ. [*569]246/90, και ιδιαίτερα των άρθρων και της νομολογίας που αφορά στην έννοια των «υλικών» που έχει να κάμει όμως με κατασκευαστικά έργα. Εκτός του ότι η προσβαλλόμενη πράξη αφορά περίοδο όταν πλέον ίσχυε και ισχύει ο νέος Νόμος περί Φ.Π.Α. και η νομολογία που παρατίθεται δεν είναι σχετική, εφόσον σ’ άλλα δεδομένα και ζητούμενα αφορά. Ορθά ο κ. Λαζάρου στην αγόρευση του εισηγείται το μη εφαρμόσιμο της νομολογίας αυτής στην υπό κρίση υπόθεση.”

 

Η ίδια σύγχυση συνεχίζει να διαπνέει και το καταχωρηθέν στα πλαίσια της παρούσας έφεσης περίγραμμα της εφεσείουσας. Ενώ από τη μια προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο διεκδικούμενος φόρος εισροών αφορά αποκλειστικά σε κινητό εξοπλισμό και μηχανήματα της δισκοθήκης μη άμεσα συνδεδεμένα με το κτίριο, από την άλλη προβάλλεται και προωθείται η θέση ότι αφορά εξοπλισμό στην έννοια των προνοιών της παραγράφου 1(α)(iii) του Όγδοου Παραρτήματος του Νόμου, δηλαδή εξοπλισμό και μηχανήματα μόνιμα συνδεδεμένα με το κτίριο.

 

Όπως και να έχει το ζήτημα, η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης παραμένει επίδικο θέμα και συνεπώς χρήζει εξέτασης.

 

Ο σχετικός με τα θέματα που εγείρονται Νόμος που εφαρμόζεται είναι ο περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος 95(Ι)/2000 και ιδιαίτερα τα Άρθρα 5, 7(2), 21(2)(α) και το Άρθρο 39, όπως και το Όγδοο Παράρτημα του εν λόγω Νόμου. Σύμφωνα με το Άρθρο 5, επί της παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών στο εσωτερικό της Δημοκρατίας, ή επί οτιδήποτε θεωρείται ως τέτοια συναλλαγή, επιβάλλεται Φ.Π.Α. Σύμφωνα με το Άρθρο 7(2), φορολογητέα συναλλαγή θεωρείται κάθε παράδοση αγαθών ή παροχή υπηρεσιών που δεν εξαιρείται, ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 21(2)(α) του Νόμου, τα πρόσωπα που υπόκεινται σε Φ.Π.Α. δικαιούνται να εκπέσουν του ποσού του φόρου εισροών που αποδίδεται, μεταξύ άλλων, και σε «φορολογητέες συναλλαγές». Τέλος, σύμφωνα με το Όγδοο Παράρτημα του Νόμου και τις σχετικές με τις συναλλαγές σε ακίνητη ιδιοκτησία διατάξεις του Άρθρου 39 του Νόμου, η μίσθωση και παραχώρηση άδειας κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας, αποτελεί εξαιρούμενη συναλλαγή.

 

Έχει κατ’ επανάληψη λεχθεί και αυτό αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας, ότι η επάρκεια της έρευνας, η έκταση, αλλά και ο τρόπος διεξαγωγής της, ποικίλει ανάλογα με τα υπό διερεύνηση γεγονότα και δεν υπάρχει στερεότυπος τρόπος που να καλύπτει κάθε περίπτωση. Με άλλα λόγια, η μορφή της έρευνας είναι συνυφα[*570]σμένη με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Με την προϋπόθεση ότι η έρευνα είναι επαρκής, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στον τρόπο που η διοίκηση ευλόγως επέλεξε να διερευνήσει το θέμα, ούτε και υποκαθιστά τα υπ’ αυτής διαπιστωθέντα πρωτογενή ευρήματα. Η τελική εκτίμηση των γεγονότων και η λήψη της σχετικής απόφασης αποτελεί καθήκον και υποχρέωση του αρμόδιου οργάνου. (Motorways Ltd. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 447 και Logicom Ltd. v. Δημοκρατίας (2003) 3 Α.Α.Δ. 287).

 

Στην περίπτωση της εδώ εφεσείουσας, το παράπονο της για ανεπαρκή έρευνα ουδόλως ευσταθεί. Όπως πολύ ορθά επισημαίνεται από τον Πρωτόδικο Δικαστή, η λειτουργός κα Δημητρίου στην έκθεση ελέγχου που ετοίμασε, το περιεχόμενο της οποίας, να σημειωθεί, οδήγησε και στην προσβαλλόμενη πράξη, συγκεντρώνει και αξιολογεί κάθε τι ουσιώδες με βάση τα στοιχεία που της δόθηκαν από το λογιστή της εταιρείας, τα οποία, όπως ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, ήταν ελλιπή. Αρκεί πιστεύουμε να επισημάνουμε το γεγονός ότι ενώ η λειτουργός ζήτησε από την εφεσείουσα να προσκομίσει οικονομικές καταστάσεις ή τα ισοζύγια, η τελευταία δεν τα προσκόμισε, όπως δεν προσκόμισε, παρά το γεγονός ότι της ζητήθηκε, τον Πίνακα 1 με τον εξοπλισμό και τα μηχανήματα, στον οποίο η συμφωνία ενοικίασης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού παρέπεμπε. Αντ’ αυτών προσκομίστηκαν καταστάσεις δαπανών, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων αφορούσαν σε υλικά οικοδομής, μωσαϊκά, ψησταριές, πέτρες, ζωοτροφές, σουβάδες, καύσιμα αυτοκινήτων, λάστιχα, ραδιατέρ, μέτρημα τιμονιού και γενικά δαπάνες οι οποίες με κανένα τρόπο θα μπορούσαν ποτέ να θεωρηθούν ως υποκείμενα σε μίσθωση ή ως συνιστώντα εξοπλισμό μέσα στην έννοια του Όγδοου Παραρτήματος του Νόμου. Ορθά, κατά τη γνώμη μας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά και στην έκθεση της λειτουργού, κατέληξε ότι, ευλόγως η Έφορος θεώρησε ότι τα υλικά αυτά και οι σχετικές με αυτά δαπάνες αφορούσαν είτε στην ανέγερση της δισκοθήκης ως κτιρίου είτε στην ανακαίνιση του και συνεπώς, δεν εξέπιπταν εφόσον δεν θα μπορούσαν να ενταχθούν στον εξοπλισμό ή τα μηχανήματα.

 

Ας μην μας διαφεύγει ότι η ευθύνη παρουσίασης και αποκάλυψης των αναγκαίων και απαραίτητων για σκοπούς προσδιορισμού των φορολογικών υποχρεώσεων του φορολογούμενου, στοιχείων, βαρύνει αποκλειστικά τον ίδιο, ο οποίος για το σκοπό αυτό υποχρεούται να τηρεί πλήρως ενημερωμένα στοιχεία. Σαν θέμα γενικής αρχής, η εκτίμηση των γεγονότων από τον Έφορο ευσταθεί σε όλες τις περιπτώσεις που βρίσκεται στο όριο του λογικά εφικτού (Βαρναβίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 [*571]Α.Α.Δ. 3376, Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346 και Goodtones Ltd. v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 707).

 

Η εφεσείουσα υποστήριξε βέβαια ότι οι συγκεκριμένες δαπάνες ήταν αναγκαίες για την τοποθέτηση υλικών και εκτέλεση εργασιών, ως μέρος της συμφωνίας ενοικίασης των μηχανημάτων και του εξοπλισμού. Πέραν και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι μια τέτοια πρόνοια δεν περιέχεται στη συμφωνία, η συμφωνία η ίδια παρέπεμπε σε ενοικίαση «των όσων εκ των υστέρων», όπως ορθά στην πρωτόδικη απόφαση επισημαίνεται, «οι αιτητές προσπάθησαν να αιτιολογήσουν ως περιεχόμενα στον Πίνακα (που κακώς δεν υπήρχε εξ αρχής συνημμένο στη συμφωνία), αλλά για τον οποίο εξοπλισμό και μηχανήματα λάμβαναν ως ενοίκια συγκεκριμένο ποσό, ήτοι €1.700 μηνιαίως». Ορθά, κατά τη γνώμη μας, το Πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρχαν επί μέρους μηχανήματα και εξοπλισμός επί των οποίων επιβαλλόταν ΦΠΑ, για να τυγχάνουν εκ των υστέρων εκπτωτικής διεκδίκησης. Εξάλλου, η βεβαίωση φόρου εισροών δεν αφορούσε τέτοιες δαπάνες, αλλά τις δαπάνες που έγιναν και αφορούσαν την ακίνητη ιδιοκτησία, δηλαδή το υποστατικό στο οποίο στεγαζόταν η δισκοθήκη. Για τα έπιπλα και γενικά για τον αναγκαίο για τη λειτουργία της δισκοθήκης εξοπλισμό, επιτράπηκε έκπτωση ύψους Λ.Κ. 15.682,44.

 

Με αιχμή του δόρατος της την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 809, η εφεσείουσα επιχείρησε να εντάξει την περίπτωση της εντός της εμβέλειας των προνοιών του Άρθρου 1(α)(iii) του Όγδοου Παραρτήματος του Νόμου, το οποίο έχει ως εξής:

 

“Οι ακόλουθες συναλλαγές είναι εξαιρούμενες συναλλαγές:

(α) μίσθωση ακίνητης ιδιοκτησίας, εξαιρουμένων –

(iii) της μίσθωσης εξοπλισμού και μηχανημάτων μόνιμα εγκατεστημένων.”

 

Υποστήριξε ότι οι συσκευές κλιματισμού, οι πάγκοι, τα ράφια, το μπαρ, οι ηλεκτρικές και υδραυλικές εγκαταστάσεις, συνιστούν εξοπλισμό μόνιμα εγκατεστημένο, όπως είναι και το σχετικό προαπαιτούμενο. Είναι η θέση της ότι τα υλικά αυτά έχουν μέσο όρο ζωής 7-10 χρόνια και ότι μετά μετακινούνται ως άχρηστα και αντικαθίστανται με καινούρια.

 

Ούτε η πιο πάνω θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Κατ’ αρχάς, επισημαίνουμε το γεγονός ότι η πιο πάνω υπόθεση την οποία επικα[*572]λείται ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, διαφοροποιείται ουσιωδώς ως προς τα γεγονότα της με την παρούσα υπόθεση. Σε εκείνη την υπόθεση το αντικείμενο ήταν η επέκταση των δικτύων που η ΑΗΚ πραγματοποίησε για να μεταφέρει το ρεύμα από μια περιοχή σε άλλη, ενώ η παρούσα υπόθεση αφορά εργασίες ηλεκτρικής εγκατάστασης που ενσωματώνεται σε ένα κτίριο. Επίσης, οι θέσεις της Αρχής σε εκείνη την υπόθεση, που είναι ουσιαστικά παρόμοιες με τις θέσεις της εδώ εφεσείουσας, δεν υιοθετήθηκαν από το Δικαστήριο στην απόφαση του. Τέλος, σε εκείνη την υπόθεση για το συγκεκριμένο ζήτημα των δαπανών επέκτασης δικτύων, το Δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση της Εφόρου ΦΠΑ ότι αυτές αφορούν δαπάνες για εκτέλεση σε ακίνητη ιδιοκτησία.

 

Αλλά, και στην υπόθεση Rosary Gardens Ltd v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 427, μνεία της οποίας γίνεται στην πρωτόδικη απόφαση, το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε ότι οι δαπάνες για υλικά, όπως και στην παρούσα περίπτωση, αποτελούν δαπάνες σχετιζόμενες άμεσα και ευθέως με την ανέγερση κτιρίου, με καθοριστικό στοιχείο το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποιήθηκαν. Το γεγονός ότι στην εν λόγω υπόθεση αντικείμενο ερμηνείας ήταν οι πρόνοιες του Άρθρου 25(13)(α) του καταργηθέντος Νόμου 246/90, που αντικαταστάθηκε από το Νόμο 95(Ι)/2000, οι πρόνοιες του οποίου τυγχάνουν εφαρμογής στην παρούσα περίπτωση, δεν διαφοροποιεί τον τρόπο προσέγγισης του όλου ζητήματος.

 

Ορθά, κατά τη γνώμη μας, θεωρήθηκε και από την Έφορο ΦΠΑ, ότι οι δαπάνες για ηλεκτρική εγκατάσταση στην κρινόμενη περίπτωση συνιστούν δαπάνες άμεσα συνδεδεμένες με το κτίριο, του οποίου η μίσθωση αποτελεί με βάση την παράγραφο 1(α) του Όγδοου Παραρτήματος, εξαιρούμενη συναλλαγή. Οι διατάξεις της παραγράφου 1(α)(iii), τις οποίες επικαλείται η εφεσείουσα, δεν τυγχάνουν εφαρμογής διότι οι επίδικες δαπάνες δεν αφορούν μηχανήματα, ούτε και πρόκειται για περίπτωση μίσθωσης εξοπλισμού και μηχανημάτων μόνιμα εγκατεστημένων. Συνεπώς, το επιχείρημα αναφορικά με το μέσο όρο ζωής των υλικών αυτών, όπως πολύ ορθά το Πρωτόδικο Δικαστήριο επισημαίνει, είναι άσχετο με τα ζητήματα που εδώ εγείρονται.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο