Γεωργιάδη Ελένη Κώστα και Άλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 56

ECLI:CY:AD:2015:C167

(2015) 3 ΑΑΔ 56

[*56]9 Μαρτίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

1.      ΕΛΕΝΗ ΚΩΣΤΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗ,

2.      ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΑΚΚΟΥ,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 202/2010)

 

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Η υποχρέωση επιστροφής απαλλοτριωθέντος σύμφωνα με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση, αφού ουσιαστικά τα επιχειρήματα του εφεσείοντα κατέτειναν στην πραγματικότητα στον απαγορευμένο από την νομολογία παρεμπίπτοντα έλεγχο του προ πολλού απροσβλήτου Διατάγματος Απαλλοτριώσεως.

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Αρχή της αναλογικότητας ― Δεν παραβιάστηκε στην εξετασθείσα υπόθεση ― Περιστάσεις.

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Αναγκαστική απαλλοτρίωση ― Σκοπός δημόσιας ωφέλειας ― Obiter επιβεβαίωση της νομολογίας, ότι η απλή διατήρηση της στρωματογραφίας γης αρκεί για να θεμελιώσει απαλλοτρίωσή της για αρχαιολογικούς σκοπούς.

 

Οι εφεσείοντες προσπάθησαν ανεπιτυχώς να επαναφέρουν κατ’ έφεση την απορριφθείσα πρωτοδίκως αξίωσή τους για επιστροφή της επίδικης ιδιοκτησίας που είχε απαλλοτριωθεί το 2000 χωρίς, όπως ισχυρίστηκαν, να εκτελεστεί οποιοδήποτε έργο επ’ αυτής έκτοτε.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί στη βάση του ότι οι εφεσείοντες [*57]δεν μπορούν εκ των υστέρων να επιδιώκουν παρεμπιπτόντως την ακύρωση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης και του συνακόλουθου Διατάγματος. Ουδέποτε οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή εναντίον της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, παρά μόνο υπέβαλαν ένσταση η οποία όμως απερρίφθη χωρίς τη λήψη περαιτέρω διαβημάτων. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε στην απόφαση του, ότι δεν ήταν δυνατό να τίθετο ζήτημα παρεμπίπτοντος ελέγχου, αφού η προσφυγή που είχε ασκηθεί και η αξίωση που καταγραφόταν στην αίτηση ακυρώσεως δομείτο ακριβώς στην ύπαρξη του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Με την προσφυγή τους, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι εφεσείοντες επεδίωξαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και παράλειψη της εφεσίβλητης Δημοκρατίας να επιστρέψει και/ή να προσφέρει πίσω στους αιτητές το ακίνητο τους ήταν άκυρη, συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και ό,τι παραλήφθηκε έπρεπε να εκτελεσθεί. Οι εφεσείοντες έλαβαν την προσφερθείσα αποζημίωση όπως οι ίδιοι αναφέρουν στις αγορεύσεις τους ύψους £13.000, η οποία καταβλήθηκε στις 23.11.2000. Επομένως, είναι νομικά αδιανόητο να συζητείται ζήτημα ως προς την ορθότητα ή την καθ’ όλα νομιμότητα της απαλλοτρίωσης.

 

2.  Οποτεδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία, δικαίωμα ή συμφέρον δεν χρησιμοποιείται εντός τριών ετών από την απαλλοτρίωση κατά εφικτό τρόπο συναρτώμενο προς τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται να προσφέρει την ιδιοκτησία στον ιδιοκτήτη. Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στους λόγους ακυρώσεως συναρτωμένους αποκλειστικά με όσα προβλήθηκαν στο αιτητικό της προσφυγής. Το καίριο ερώτημα που έχρηζε απάντησης ήταν κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ατόνησε ή εγκαταλείφθηκε ή εξακολουθούσε να ήταν εφικτά πραγματοποιήσιμος μετά την πάροδο του χρόνου. Το Δικαστήριο θεώρησε, εύστοχα, τη διατήρηση της στρωματογραφίας ως αυτοτελή σκοπό, ο οποίος μάλιστα δεν μπορούσε να σημαίνει «μελέτη», εφόσον η λέξη «διατήρηση» παρέπεμπε στα στρώματα της αρχαιολογικής θέσης, χωρίς να παρίσταται ανάγκη περαιτέρω έργων. Ο σκοπός επιτυγχανόταν, όπως και η διαζευκτική αναφορά στη Γνωστοποίηση περί συντήρησης των αρχαιολογικών καταλοίπων, με μόνη την απαλλοτρίωση και τη συνακόλουθη κατοχή του χώρου. 

 

3.  Ούτε τα έτερα επιχειρήματα των εφεσειόντων για παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας ευσταθούν.  Στο προσκήνιο έρχεται και πάλι το καταλυτικό γεγονός της μη προσφυγής εναντίον της Γνωστοποίησης και του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Η διατήρηση του αρχαιολογικού χώρου και της [*58]στρωματογραφίας εφόσον νομίμως θεωρούνται αυτοτελείς σκοποί, δεν μπορούν να εξουδετερωθούν στη βάση του επιχειρήματος ότι η απαλλοτριούσα αρχή χρησιμοποίησε δυσανάλογο μέτρο, ενώ θα μπορούσε να προσφύγει σε λιγότερο επαχθή λύση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166,

 

Ραμόν ν. Δημοκρατίας (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. 517,

 

Ραμόν ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 292,

 

Ψάλτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 452,

 

Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1254/2009, ημερ. 26.10.2010,

 

Motais de Narbone v. France (no. 48161/99),

 

Capaiba Trading Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 310.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Kωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 926/07), ημερ. 8/11/2010 .

 

Γ. Φαίδωνος, για τους Εφεσείοντες.

 

Δ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 30.9.1999 δημοσιεύθηκε Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης που επηρέασε ολόκληρη την ακίνητη ιδιοκτησία των εφεσειόντων στο χωριό Άγιος Τύχωνας της επαρχίας Λεμεσού. Το τεμάχιο 390 Φ/Σχ. LIV/46, ιδιοκτησία κατά ένα δεύτερο μερίδιο εκάστου των εφεσειόντων, ήταν μεταξύ άλλων τεμαχίων [*59]που επίσης επηρεάστηκαν από τη Γνωστοποίηση.

 

Η ακίνητη αυτή ιδιοκτησία θεωρήθηκε με βάση τη Γνωστοποίηση, αναγκαία για σκοπούς δημοσίας ωφελείας εφόσον η απαλλοτρίωση της επιβαλλόταν «…. για  τους πιο κάτω λόγους, δηλαδή για τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών ή τη συντήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων ή τη διατήρηση της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου στο χωριό Άγιος Τύχωνας της επαρχίας Λεμεσού.».

 

Οι ιδιοκτήτες του τεμαχίου υπέβαλαν ένσταση στην πιο πάνω Γνωστοποίηση με επιστολές τους ημερ. 14.10.1999, οι οποίες όμως απερρίφθησαν από την εφεσίβλητη Δημοκρατία ιδιαιτέρως εφόσον θεωρήθηκε εντελώς αβάσιμος ο λόγος της ένστασης ότι σκοπός της απαλλοτρίωσης ήταν η καταστροφή αρχαιοτήτων, αφού, αντίθετα, σκοπός του Τμήματος Αρχαιοτήτων που ήταν στην ουσία η απαλλοτριούσα αρχή, ήταν η προστασία των αρχαιοτήτων στην περιοχή η ύπαρξη των οποίων δεν αμφισβητήθηκε  από τους εφεσείοντες. Στην ευρύτερη περιοχή είναι παραδεκτό ότι διασώζονται τα σημαντικότερα αρχαιολογικά κατάλοιπα της αρχαίας Αμαθούντας, ενώ σε τεμάχια στην ίδια ευθεία, μετά από ανασκαφές, αποκαλύφθηκαν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα της Επισκοπικής Παλαιοχριστιανικής Βασιλικής. Ως αποτέλεσμα, η απαλλοτριούσα αρχή προχώρησε στη δημοσίευση στις 24.8.2000 του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης και το τεμάχιο των εφεσειόντων περιήλθε στη Δημοκρατία, μετά την καταβολή σ’ αυτούς της ανάλογης αποζημίωσης. 

 

Στις 25.1.2007 οι εφεσείοντες απέστειλαν επιστολή ζητώντας την επιστροφή του απαλλοτριωθέντος τεμαχίου επειδή, κατά τον ισχυρισμό τους, αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε για τον σκοπό που απαλλοτριώθηκε. Η απαλλοτριούσα αρχή δεν απάντησε και οι εφεσείοντες προσέβαλαν με προσφυγή την εξυπακουόμενη άρνηση και ταυτόχρονα παράλειψη της επιστροφής του τεμαχίου τους.

 

Η προσφυγή απερρίφθη στη βάση του εξής σκεπτικού: Το παράπονο των εφεσειόντων ότι υπήρχε αλλότριος σκοπός στην απαλλοτρίωση, ήτοι, με την κατασκευή ασφάλτινου δρόμου και ξύλινης γέφυρας, προέκτασης πεζόδρομου, δεν ευσταθούσε διότι τόσο ο ασφάλτινος δρόμος, όσο και η ξύλινη γέφυρα είχαν κατασκευασθεί δεκαετίες προηγουμένως και μάλιστα όχι από την απαλλοτριούσα αρχή, αλλά από το Συμβούλιο Βελτιώσεως Αγίου Τύχωνα. Και τα δύο είχαν κατασκευασθεί αφού είχαν ληφθεί μέτρα για τον μη επηρεασμό των υφισταμένων αρχαιοτήτων και με δυνατότητα μετακίνησης τους. Επομένως, δεν κρίθηκε ορθή ούτε η έτερη θέση περί εκ [*60]των υστέρων νομιμοποίησης παράνομων κατασκευών.

 

Περαιτέρω, ανεδαφική κρίθηκε και η θέση των εφεσειόντων ότι οκτώ χρόνια μετά τη δημοσίευση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης δεν είχαν γίνει ακόμη ανασκαφές στο ακίνητο, και αυτό διότι σύμφωνα με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, η διατήρηση της στρωματογραφίας ήταν αυτοτελής σκοπός της απαλλοτρίωσης χωρίς να χρειάζεται εξ αντικειμένου η εκτέλεση κάποιων συγκεκριμένων έργων. Κατά συνέπεια, ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν ήταν ψευδεπίγραφος, ούτε και η απαλλοτριούσα αρχή ενήργησε κερδοσκοπικά ώστε να δημιουργηθεί προς όφελος της Δημοκρατίας αποθεματικό ακίνητης ιδιοκτησίας καρπούμενη έτσι την σταδιακή ανατίμηση στις τιμές των ακινήτων.

 

Η έφεση επαναφέρει προς συζήτηση τα ίδια ακριβώς ζητήματα που απορρίφθηκαν πρωτοδίκως. Θεωρούν οι εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε πλήρως το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το Άρθρο 23.4 του Συντάγματος και τα Άρθρα 4, 6 και 14 του Νόμου αρ. 15/62, τα οποία προστατεύουν το δικαίωμα της ακίνητης περιουσίας. Υποστηρίζεται συναφώς ότι η διατήρηση της στρωματογραφίας δεν καλύπτεται ούτε από τα παραδεκτά γεγονότα που κατατέθηκαν πρωτοδίκως, αλλά ούτε και από το Άρθρο 3(2)(η) του Νόμου αρ. 15/62 και εν πάση περιπτώσει η διατήρηση της στρωματογραφίας θα απαιτούσε μελέτη που ουδέποτε έγινε.

 

Περαιτέρω, θεωρούν ότι το Δικαστήριο λανθασμένα επίσης εφάρμοσε ευρεία ερμηνεία, καταλήγοντας σε ευρήματα που δεν δικαιολογούνταν από τα γεγονότα και που δεν είχαν σχέση με το ακίνητο των εφεσειόντων σε μια υπόθεση που δεν κατέστη εφικτός ο σκοπός της απαλλοτριούσας αρχής. Η πρωτόδικη απόφαση, υποβλήθηκε, παραβιάζει πρόσθετα το δικαίωμα ιδιοκτησίας αφού ουδείς από τους διαζευκτικούς δηλωθέντες στη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης σκοπούς επετεύχθη ή κατέστη εφικτά υλοποιήσιμος 13 χρόνια μετά την απαλλοτρίωση. Τέλος, θεωρούν ότι το Δικαστήριο περαιτέρω απέτυχε να εξετάσει και να αποφασίσει επί των λόγων ακυρότητας που προωθήθηκαν σε σχέση με την παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της αρχής της αναλογικότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο απέτυχε να προσδώσει τη δέουσα σημασία στη θέση των εφεσειόντων ότι θα έπρεπε να προτιμηθεί η λιγότερο επαχθής λύση γι’ αυτούς που θα ήταν η ανάκληση της απαλλοτρίωσης, η επιστροφή του τεμαχίου στους ιδιοκτήτες του, επί καταβολή της τιμής κτήσεως του, ώστε αυτοί να μπορούν να το εκμεταλλεύονται με ήπια χρήση με την [*61]τοποθέτηση ομπρελών και άλλων χρειωδών για απόλαυση της παρακείμενης θάλασσας.

 

Η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί στη βάση του ότι οι εφεσείοντες δεν μπορούν εκ των υστέρων να επιδιώκουν παρεμπιπτόντως την ακύρωση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης και του συνακόλουθου Διατάγματος. Ουδέποτε οι εφεσείοντες άσκησαν προσφυγή εναντίον της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, παρά μόνο υπέβαλαν ένσταση η οποία όμως απερρίφθη χωρίς τη λήψη περαιτέρω διαβημάτων. Πολύ ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο εξήγησε στην απόφαση του ότι δεν ήταν δυνατό να τίθετο ζήτημα παρεμπίπτοντος ελέγχου αφού η προσφυγή που είχε ασκηθεί και η αξίωση που καταγραφόταν στην αίτηση ακυρώσεως δομείτο ακριβώς στην ύπαρξη του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Με την προσφυγή τους, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι εφεσείοντες επεδίωξαν δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση και παράλειψη της εφεσίβλητης Δημοκρατίας να επιστρέψει και/ή να προσφέρει πίσω στους αιτητές το ακίνητο τους ήταν άκυρη, συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας και ό,τι παραλήφθηκε έπρεπε να εκτελεσθεί.

 

Πλείστα όσα από τα προβαλλόμενα και πάλι επιχειρήματα κατ’ έφεση έχουν στην πραγματικότητα ως υπόβαθρο τον ισχυρισμό περί της λανθασμένης εξ αρχής απαλλοτρίωσης του τεμαχίου των εφεσειόντων. Προς αυτή την κατεύθυνση επικαλέσθηκαν και χάρτες και χωρομετρικά για να καταδείξουν ότι το απαλλοτριωθέν δεν ήταν αναγκαίο για την απαλλοτρίωση, αφού η απαλλοτριούσα αρχή επέτρεψε και/ή χρησιμοποίησε το τεμάχιο για αλλότριους σκοπούς, δηλαδή, την κατασκευή δρόμου και ξύλινης γέφυρας καθ’ όλο το μήκος του τεμαχίου, υποστηριζόμενης με 80 πασσάλους που μόνο καταστροφή επέφεραν στην αρχαιολογική περιοχή. Η χρήση κατ’ αυτόν τον τρόπο του τεμαχίου δεν καλύπτεται, κατά την εισήγηση, από τους σκοπούς της απαλλοτρίωσης, αλλά αντίθετα χρησιμοποιήθηκε η απαλλοτρίωση ως πρόσχημα για αποστέρηση της περιουσίας των εφεσειόντων καταστρέφοντας μάλιστα αυτό το οποίο δήθεν επιδιωκόταν με την απαλλοτρίωση, ήτοι, τις αρχαιολογικές ανασκαφές, τη συντήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων και τη διατήρηση της στρωματογραφίας. Ακριβώς, αντίθετα προς τους σκοπούς αυτούς, η κατασκευή του ξύλινου γεφυριού και του νέου παραλιακού δρόμου πλάτους 70 ποδών κατέστρεψε τις όποιες αρχαιότητες πιθανόν να υπήρχαν στο τεμάχιο.

 

Είναι, όμως, επαναλαμβάνεται, δεδομένο ότι οι εφεσείοντες έλα[*62]βαν την προσφερθείσα αποζημίωση όπως οι ίδιοι αναφέρουν στις αγορεύσεις τους ύψους £13.000, η οποία καταβλήθηκε στις 23.11.2000. Επομένως, είναι νομικά αδιανόητο να συζητείται ζήτημα ως προς την ορθότητα ή την καθ’ όλα νομιμότητα της απαλλοτρίωσης. Η θέση των εφεσειόντων με παραπομπή στα Πορίσματα του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 94 και 226-227, ότι έστω και αν δεν προσεβλήθη η τότε απαλλοτρίωση είναι δυνατή η εκ των υστέρων ακύρωση, δεν είναι ορθή. Οι πιο πάνω παραπομπές αφορούν στο αυτονόητο και εφαρμοζόμενο και στη Δημοκρατία καθεστώς δικαίου εκφρασμένου διά του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος, ότι οποτεδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία, δικαίωμα ή συμφέρον δεν χρησιμοποιείται εντός τριών ετών από την απαλλοτρίωση κατά εφικτό τρόπο συναρτώμενο προς τον σκοπό της απαλλοτρίωσης, η απαλλοτριούσα αρχή υποχρεούται να προσφέρει την ιδιοκτησία στον ιδιοκτήτη. Όπως, βεβαίως, η συνταγματική αυτή διάταξη έχει ερμηνευθεί στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, ως προς την έννοια του εφικτά υλοποιήσιμου του σκοπού της απαλλοτρίωσης και της διαρκούς υποχρέωσης της διοίκησης να χρησιμοποιεί την απαλλοτριωθείσα ακίνητη ιδιοκτησία για τον σκοπό για τον οποία απαλλοτριώθηκε και όχι μόνο εντός της περιόδου των τριών ετών.

 

Άλλωστε στο πιο πάνω σύγγραμμα αναφέρεται στη σελ. 227:

 

«Κατά παγίαν εξ άλλου νομολογίαν του Σ.τ.Ε., η νομιμότης ατομικής διοικητικής πράξεως, ήτις δεν προσεβλήθη εμπροθέσμως, δεν δύναται να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως επ’ ευκαιρία προσβολής ετέρας πράξεως.»

 

Ορθά, επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο εστίασε την προσοχή του στους λόγους ακυρώσεως συναρτωμένους αποκλειστικά με όσα προβλήθηκαν στο αιτητικό της προσφυγής. Το καίριο ερώτημα που έχρηζε απάντησης ήταν κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης ατόνησε ή εγκαταλείφθηκε ή εξακολουθούσε να ήταν εφικτά πραγματοποιήσιμος μετά την πάροδο του χρόνου.  Κατά την απαίτηση του συνταγματικού νομοθέτη και των σχετικών προνοιών του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου αρ. 15/1962, ως τροποποιήθηκε, η Γνωστοποίηση καθόριζε σαφώς το σκοπό δημοσίας ωφελείας, ήτοι, τη διεξαγωγή αρχαιολογικών ανασκαφών ή τη συντήρηση των αρχαιολογικών καταλοίπων ή τη διατήρηση της στρωματογραφίας του αρχαιολογικού χώρου. Οι σκοποί τέθηκαν διαζευκτικά και δεν υπάρχει περί τούτου οποιαδήποτε νομοθετική απαγόρευση, ούτε και υπεδείχθη τέτοια. Το Δικαστήριο θεώρησε, εύστοχα, τη διατήρηση της στρωματογραφίας [*63]ως αυτοτελή σκοπό, ο οποίος μάλιστα δεν μπορούσε να σημαίνει «μελέτη», εφόσον η λέξη «διατήρηση» παρέπεμπε στα στρώματα της αρχαιολογικής θέσης χωρίς να παρίσταται ανάγκη περαιτέρω έργων. Ο σκοπός επιτυγχανόταν, όπως και η διαζευκτική αναφορά στη Γνωστοποίηση περί συντήρησης των αρχαιολογικών καταλοίπων, με μόνη την απαλλοτρίωση και τη συνακόλουθη κατοχή του χώρου. Προστίθεται ότι στα κατατεθέντα πρωτοδίκως παραδεκτά γεγονότα ημερ. 11.3.2010, η χρήση των λέξεων «μελέτη της διάταξης των αποθέσεων ή στρωμάτων, δηλαδή, της διαστρωμάτωσης μιας αρχαιολογικής θέσης», ως έννοια του όρου «στρωματογραφία», ουδόλως παρέπεμπε σε εκπόνηση προηγούμενων μελετών, αλλά αφορούσε την παρατήρηση των υφισταμένων στρωμάτων.

 

Στην πρωτόδικη απόφαση έγινε αναφορά, μεταξύ άλλων, και στην πολύ παρόμοια υπόθεση Ραμόν ν. Δημοκρατίας (2009) 4(Α) Α.Α.Δ. 517, η οποία στο μεταξύ επικυρώθηκε στην Ραμόν ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 292. Η Ραμόν είναι επίσης ευθέως σχετική και ως προς την παρατήρηση της Ολομέλειας ότι, όπως και εδώ, ο ιδιοκτήτης της απαλλοτριωθείσας ιδιοκτησίας είχε εισπράξει την προσφερθείσα αποζημίωση η οποία είχε περιέλθει στην ιδιοκτησία της Δημοκρατίας και συνεπώς η «υπό εξέταση απαλλοτρίωση ήταν απρόσβλητη με βάση τα πιο πάνω.».

 

Από τα ανωτέρω λεχθέντα είναι πρόδηλο επίσης ότι η απόφαση στην Ψάλτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 452, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα. Στην Ψάλτης υπήρξε προσφυγή κατά της ίδιας της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης στην οποία, μεταξύ άλλων, είχε επίσης διαζευκτικά τεθεί ως σκοπός η διατήρηση της στρωματογραφίας αρχαιολογικού χώρου στο χωριό Δάλι. Η Ολομέλεια ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση κρίνοντας ότι δεν υπήρξε οποιαδήποτε προηγούμενη μελέτη ότι η διατήρηση της στρωματογραφίας επηρεαζόταν από την ύπαρξη του τεμαχίου των εφεσειόντων, οι οποίοι και είχαν σε μέρος του τεμαχίου την κατοικία τους. Όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η απαλλοτρίωση επηρέαζε και την κατοικία των εφεσειόντων με συνέπεια την έξωση τους, χωρίς να συσχετιζόταν η ανάγκη της διατήρησης της στρωματογραφίας προς τη συνέχιση της διαμονής των εφεσειόντων. Κατά παρόμοιο τρόπο και η έτερη απόφαση στην οποία αναφέρθηκαν οι εφεσείοντες Θεμιστοκλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1254/2009, ημερ. 26.10.2010, δεν έχει εφαρμογή στα υπό κρίση γεγονότα διότι εκεί διαφάνηκε ότι η απαλλοτριούσα αρχή είχε εκμισθώσει μέρος του ακινήτου σε τρίτο άτομο, χωρίς η διοίκηση να είχε προχωρήσει στην υλοποίηση των στόχων της απαλλοτρίωσης και χωρίς ταυτόχρονα να είχε λάβει [*64]οποιαδήποτε μέτρα για ουσιαστική έξωση του παρανόμως κατέχοντος μέρος του τεμαχίου ενοικιαστού, ο οποίος παρέμεινε μετά την αρχική μίσθωση, έχοντας ανεγείρει και παράνομα υποστατικά.

 

Ούτε τα έτερα επιχειρήματα των εφεσειόντων για παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας ευσταθούν. Στο προσκήνιο έρχεται και πάλι το καταλυτικό γεγονός της μη προσφυγής εναντίον της Γνωστοποίησης και του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης. Η διατήρηση του αρχαιολογικού χώρου και της στρωματογραφίας εφόσον νομίμως θεωρούνται αυτοτελείς σκοποί, δεν μπορούν να εξουδετερωθούν στη βάση του επιχειρήματος ότι η απαλλοτριούσα αρχή χρησιμοποίησε δυσανάλογο μέτρο, ενώ θα μπορούσε να προσφύγει σε λιγότερο επαχθή λύση.

 

Η υπόθεση Motais de Narbone v. France (no. 48161/99), την οποία επικαλέσθηκαν οι εφεσείοντες, ορθά διακρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Σε συμφωνία με το σκεπτικό του παρατηρείται ότι πράγματι το ΕΔΑΔ κατέληξε στην απόφαση ότι η αιτήτρια είχε παρανόμως και αδίκως αποστερηθεί του κεφαλαιουχικού κέρδους που προερχόταν από την ανατίμηση στην αξία της γης, όταν Διάταγμα Απαλλοτρίωσης με στεγαστικό σκοπό, δηλαδή, την οικοδόμηση κοινοτικών οικιών, δεν τελεσφόρησε 19 ολόκληρα χρόνια μετά με την εκτέλεση οποιουδήποτε έργου. Αλλά ούτε και η υπόθεση Capaiba Trading Co. Ltd v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 310, προσομοιάζει στο ελάχιστο με τα υπό αναθεώρηση εδώ γεγονότα ώστε να συσχετισθούν με την εκεί ακύρωση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης που σκοπό είχε τη διατήρηση δέντρων και ομάδων δέντρων σε συνθήκες που, καθώς αποφασίστηκε από την Ολομέλεια κατά πλειοψηφία, έδειχναν αλλότριο σκοπό, εφόσον η εισήγηση του Τμήματος Δασών προς τον Δήμο Αγλαντζιάς να αποκτήσει το κτήμα με αγορά δεν έγινε δεκτή λόγω του υψηλού κόστους της αγοραίας αξίας του. Η μετέπειτα έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης μετέθεσε ουσιαστικά το οικονομικό βάρος στους ιδιοκτήτες του κτήματος κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της αναλογικότητας.

 

Υπό το φως όλων των ανωτέρω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο