Ιωάννου Π.Κ. και Υιοί Λτδ ν. Υπουργείου Οικονομικών (2015) 3 ΑΑΔ 85

ECLI:CY:AD:2015:C234

(2015) 3 ΑΑΔ 85

[*85]2 Aπριλίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

Π.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

 

Eφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

ΔΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 114/2010)

 

 

Προσφορές ― Κατακύρωση ― Η κρίση περί του ουσιώδους των επίδικων όρων του διαγωνισμού, ο αποκλεισμός του ελέγχου της ουσιαστικής (τεχνικής) κρίσης της διοίκησης και η δικονομική δέσμευση της αποφυγής της παράλληλης επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας ― Όλες οι αιτιάσεις κατά της επίδικης κατακύρωσης απορρίφθηκαν πρωτοδίκως και οι σχετικές κρίσεις επικυρώθηκαν κατ’ έφεση.

 

Η εφεσείουσα επεδίωξε και κατ’ έφεση, την ακύρωση της κατακύρωσης της επίδικης προσφοράς υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους κατ’ αποκλεισμό της ιδίας.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Θα αρχίσουμε με τον 9ο λόγο έφεσης, γιατί αν διαπιστωθεί λάθος στην πρωτόδικη προσέγγιση επ’ αυτού, τούτο παρασύρει και τους λοιπούς λόγους ακύρωσης αυτής της ομάδας, αφού η απόφαση της ΑΑΠ προηγείται της προσβαλλόμενης δια της προσφυγής απόφασης. Αν ειδωθεί προσεκτικά το ιστορικό των γεγονότων και αν γίνει συσχετισμός του περιεχομένου της απόφασης της ΑΑΠ και της απόφασης του Συμβουλίου, δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε κενό ούτε πλημμέλεια επ’ αυτού. Όπως είναι ευρέως εδραιωμένο, μια απόφαση δεν κρίνεται μικροσκοπικά, αλλά στο σύνολο της.  (βλ. Χαλλάη ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 533).

[*86]2.        Το νομοθετικό πλαίσιο με βάση το οποίο διεξήχθη ο επίδικος διαγωνισμός, περιλαμβάνει τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο του 2006, Ν.12(Ι)/2006.  Σύμφωνα με τα Άρθρα 50 και 54 του Νόμου 12(Ι)/2006, οι τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες προσφοροδότη, είναι στοιχείο που δύναται να λαμβάνεται υπόψη από τις αναθέτουσες αρχές, κατά τον έλεγχο της καταλληλότητας του προσφοροδότη, και σύμφωνα με τον όρο 5.1.1., σελ.8 των εγγράφων του διαγωνισμού, δικαίωμα συμμετοχής έχουν προμηθευτές οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι ικανοποιούν τις απαραίτητες νομικές, οικονομικές και τεχνικές προϋποθέσεις για την προσήκουσα και έγκαιρη εκτέλεση της σύμβασης, νοουμένου ότι δεν εμπίπτουν στους λόγους αποκλεισμού που καθορίζονται στα εν λόγω έγγραφα. Λαμβάνοντας υπόψη το ίδιο το λεκτικό των όρων 5.1.1 και 6.1(i) καθώς και τα άρθρα που έχουν αναφερθεί πιο πάνω, σε συνάρτηση με το σκοπό τους που είναι ο έλεγχος των ικανοτήτων των προσφοροδοτών, ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι ερμήνευσαν εύλογα τους σχετικούς όρους. Αντιθέτως η ερμηνεία που εισηγείται η εφεσείουσα δεν είναι λογική και αντίκειται τόσο στο γράμμα όσο και στο σκοπό τoυ σχετικού όρου. Τίποτε απ’ όσα θέτει η εφεσείουσα δεν αντέχουν ούτε τη βάσανο της λογικής και το κυριότερο έρχονται σε αντίθεση με το γράμμα και το σκοπό του όρου. Δεν διασαλεύουν δε επ’ ουδενί το βάρος του σκεπτικού της πρωτόδικης κρίσης, η οποία παρουσιάζεται ως λογική και με έρεισμα στο νόμο. Θα προσθέταμε, προς επίρρωση των λεχθέντων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αναθέτουσα αρχή, όχι μόνο δικαιούται, αλλά έχει και ύψιστη υποχρέωση να ελέγχει κατά πόσον ένας προσφοροδότης έχει τις επαγγελματικές και τεχνικές ικανότητες να διεκπεραιώσει μια σύμβαση και αυτό το νόημα έχει η διερεύνηση του «παρελθόντος» παραβιάσεων όρων. Στα πλαίσια δε αυτά έχει ένα ευρύτερο καθήκον – ασκώντας την ευχέρειά της υπό τις περιστάσεις – να μην αναθέτει συμβάσεις σε προσφοροδότες που απέτυχαν στο παρελθόν να εκτελέσουν πιστά συμβάσεις που τους ανατέθηκαν σε βαθμό που να τους έχει κατασχεθεί η εγγύηση πιστής εκτέλεσης. Αντίθετη θεώρηση θα καταστρατηγούσε το σκοπό των πιο πάνω προνοιών αλλά και ευθέως θα αντιμάχετο την αρχή της χρηστής διοίκησης και την έννοια του κράτους δικαίου.

 

3.  Η παράβαση του όρου 6.1(ι) συνιστούσε λόγο αποκλεισμού και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόνοια αυτή σε σχέση με την παραβίαση ή την μη πιστή εκτέλεση άλλων συμβάσεων αποτελεί ουσιώδη όρο. Το συμπέρασμα πως τα προϊόντα του επίδικου διαγωνισμού ήταν ομοιογενή με τα προϊόντα του διαγωνισμού [*87]2005Τ0062, αποτελεί την τεχνική κρίση και των δύο αρμοδίων οργάνων που αναμείχθηκαν στον επίδικο διαγωνισμό. Δεν έχουν βάση συνεπώς, οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας που δεν συνάδουν με τα πραγματικά συμπεράσματα των αρμοδίων οργάνων, έστω και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε τη φράση «προϊόντων που είναι ακριβώς τα ίδια» αντί ίσως για την πιο δόκιμη φράση «ομοιογενή προϊόντα» ή «προϊόντα ιδίου τύπου» (ύφασμα στολών). Σημασία έχει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο παρέθεσε και έλαβε υπόψη του το πρακτικό που τηρήθηκε κατά τη λήψη της προβαλλόμενης πράξης, αλλά και παρέπεμψε στην ίδια την απόφαση κατάσχεσης. Περαιτέρω ουσιαστικά και τυπικά, αποφάνθηκε επί κάθε πτυχής της υπό κρίση πράξης, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας στο πλαίσιο του επιτρεπτού τη διοικητική κρίση.

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο – ίσως μη ονοματίζοντας ακριβώς όλες τις επιμέρους αρχές - εξέτασε ως όφειλε και αιτιολόγησε ως όφειλε επί των επιδίκων θεμάτων την κρίση του στα πλαίσια πάντα των στεγανών και των ορίων του καθήκοντος να επέμβει επί της διοικητικής πράξης μόνον εφόσον η κρίση της διοίκησης δεν ήταν εύλογη επί των δεδομένων τα οποία είχε ενώπιόν της και εφόσον υπήρξε υπέρβαση της διακριτικής της ευχέρειας. Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο με λιτό και περιεκτικό τρόπο ασχολήθηκε με όλες τις θέσεις της εφεσείουσας και τις απέρριψε με εξίσου συγκροτημένο και πειστικό λόγο. Η λιτή διατύπωση δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε κενό αιτιολογίας ή αναφοράς. Ακριβώς οι πολυσχιδείς και με λεπτομέρειες λόγοι ακύρωσης (φαινόμενο που επαναλαμβάνεται και στους λόγους έφεσης θα προσθέταμε) απαντώνται με δωρικό τρόπο από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν διαπιστώνουμε οποιονδήποτε έλλειμμα στη δικαστική κρίση.

 

5.  Όσο για το παράπονο της εφεσείουσας για το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τελευταία «επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει ταυτόχρονα», θα λέγαμε ότι η παρατήρηση αυτή έγινε εν κατακλείδι και χωρίς να επηρεάζει την αυτοτελή και πλήρη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αποτυχίας της εφεσείουσας να πείσει στους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, οι οποίοι στην πρωτόδικη διαδικασία αλλά και ενώπιόν μας ως πρωτοκύτταρο είχαν την κατάσχεση της εγγύησης και το προβαλλόμενο υπό της εφεσείουσας λάθος επ’ αυτού. Θέμα για το οποίο βέβαια έχουμε ήδη αποφανθεί.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

[*88]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χαλλάη ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 533,

 

Τamassos Suppliers Ltd v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,

 

Soliman ν. Αναθ. Αρχής Προσφύγων (2010) 3 Α.Α.Δ. 87.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 549/08), ημερ. 15/6/2010.

 

Π. Παναγιώτου για Αλ. Μαρκίδη, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Θεοκλήτου, (κα) – Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δικαστή.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της πρωτόδικης διαδικασίας υπήρξε προσφυγή της εφεσείουσας εταιρείας επί της απόφασης των εφεσιβλήτων με την οποία οι τελευταίοι απέκλεισαν την εφεσείουσα από συγκεκριμένο διαγωνισμό και κατακύρωσαν την εν λόγω προσφορά σ’ άλλη εταιρεία - E.M. (αρ.πρ.549/08).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εν πρώτοις αναφέρθηκε στο συγκεκριμένο διαγωνισμό υπ’ αριθμό 2006Τ1033 τον οποίο προκήρυξε το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών (ΤΚΑΠ) με ανοικτή διαδικασία, με κριτήριο κατακύρωσης την χαμηλότερη τιμή και με αντικείμενο την αγορά στολών εκστρατείας παραλλαγής στρατού Ξηράς, Ναυτικού και Αεροπορίας, καλυμμάτων κρανών, πηλικίων (τζόκεϊ) και κοντών παντελονιών.

 

Στη συνέχεια αναφέρθηκε στις εκθέσεις αξιολογήσεις και στη πρόταση που υποβλήθηκε στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Προσφορών του Υπουργείου Οικονομικών για κατακύρωση στην εφεσείουσα και το Ε.Μ. (εταιρεία Spiel Clothing Manufacturing Ltd) για διαφορετικές κατηγορίες προϊόντων. Το Συμβούλιο σε σχετικές συνεδριάσεις του αποφάσισε την υιοθέτηση της εισήγησης της [*89]Επιτροπής αξιολόγησης και την ανάθεση της σύμβασης για 5 είδη (κατηγορία 1) στην εφεσείουσα και για τις υπόλοιπες κατηγορίες στο Ε.Μ. Το ΤΚΑΠ ενημέρωσε τους μη επιλεγέντες φορείς για τη ληφθείσα απόφαση.

 

Λόγω ιεραρχικής προσφυγής που ασκήθηκε, το ΤΚΑΠ ζήτησε επανεξέταση από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου. Ακολούθως το Συμβούλιο στις 25.6.07 αποφάσισε να ανακαλέσει την αρχική του απόφαση, λαμβάνοντας υπόψη την άποψη του Διευθυντή του ΤΚΑΠ και την άποψη της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα για την ερμηνεία του όρου 6.1(i), σύμφωνα με την οποία, ο εν λόγω όρος , ως εκ της φύσης του, πρέπει να θεωρείται ουσιώδης και συνεπώς, οποιαδήποτε κατάσχεση εγγύησης πιστής εκτέλεσης συμβολαίου, κατά την περίοδο που αρχίζει δυο χρόνια πριν την τελευταία προθεσμία υποβολής των προσφορών, αποτελεί λόγο αποκλεισμού από το διαγωνισμό. Ως εκ τούτου αποφάσισε να αποκλείσει από το διαγωνισμό μεταξύ άλλων οικονομικών φορέων τους αιτητές (και ακόμη μια εταιρεία) για το λόγο προηγούμενης κατάπτωσης εγγύησης και αποτυχίας εκπλήρωσης συμβατικών υποχρεώσεων και να αναθέσει τη σύμβαση στο μοναδικό εντός προδιαγραφών προσφέροντα, στο ενδιαφερόμενο μέρος, η τιμή του οποίου κρίθηκε λογική και συμφέρουσα. Εναντίον της νέας αυτής απόφασης, οι αιτητές καθώς και η άλλη εταιρεία υπέβαλαν ένσταση και ακολούθως την, κατά το εδάφιο 1 του Άρθρου 56 του περί της Σύναψης Συμβάσεων (Προμήθειες, Έργα και Υπηρεσίες) Νόμος του 2003, Ν.101(I)/2003, ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Aρχή Προσφορών (Α.Α.Π.). Η Α.Α.Π. με σχετικές αποφάσεις της ημερ. 24.09.07 και 27.09.07 έκανε δεκτές τις εν λόγω προσφυγές και ακύρωσε την προσβληθείσα απόφαση του Συμβουλίου.

 

Εν τέλει, όπως τίθεται στο ιστορικό των γεγονότων από την πρωτόδικη απόφαση, το Συμβούλιο στη συνεδρίαση του ημερ. 15.11.2007 μελέτησε την απόφαση της Α.Α.Π. και κατέληξε σε συμπεράσματα σε σχέση με την προσφορά της εφεσείουσας αποκλείοντας την από το διαγωνισμό και αναθέτοντας ταυτόχρονα τη σύμβαση στην εταιρεία Spiel (ανωτέρω). Είναι ακριβώς αυτή η απόφαση (που γνωστοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή του ΤΚΑΠ ημερ. 24/1/08) η οποία αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής.

 

Η απόφαση ημερ. 15/11/07 είχε ως εξής: 

 

«Η προσφορά του Οικονομικού φορέα Π4: εταιρεία P.C. [*90]IOANNOU & SONS LTD (2η φθηνή προσφορά για την κατηγορία 1) κρίνεται ότι δεν συμμορφώνεται πλήρως με τους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού και αποκλείεται από τον διαγωνισμό. Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο έχοντας υπόψη τον όρο 5.5.1 των εγγράφων του διαγωνισμού και ασκώντας τη διακριτική εξουσία που του παρέχεται με βάση τις πρόνοιες του όρου 6.1(i) των εγγράφων του διαγωνισμού, έκρινε ότι ο πιο πάνω οικονομικός φορέας δεν διαθέτει τις αναγκαίες τεχνικές ή/και επαγγελματικές ικανότητες για την εκτέλεση της σύμβασης διότι απέτυχε να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να του κατασχεθεί η εγγύηση πιστής εκτέλεσης στα πλαίσια του διαγωνισμού 2005Τ0062 (ημερ. κατάσχεσης 30/5/2007). Σημειώνεται ότι, το Συμβούλιο για τη λήψη της πιο πάνω απόφασης έλαβε ιδιαίτερα υπόψη τα πιο κάτω γεγονότα:

 

i. ο διαγωνισμός 2005Τ0062 αφορούσε την προμήθεια υφάσματος του ιδίου τύπου με το ύφασμα των υπό προμήθεια στολών, δηλαδή, υφάσματος παραλλαγής τύπου Rip-Stop,

 

ii. στα πλαίσια του διαγωνισμού 2005Τ0062 η Αναθέτουσα Αρχή προχώρησε στην κατάσχεση της εγγύησης πιστής εκτέλεσης του πιο πάνω οικονομικού φορέα επειδή, τα προϊόντα που είχε παραδώσει παρουσίασαν ουσιώδεις αποκλίσεις από τις προβλεπόμενες προδιαγραφές.

 

… … … … … … … … … … … … … … … …… … … … …

… … … … … … … … … … … … … … … …… … … … …

 

Ενόψει των πιο πάνω το Συμβούλιο αποφάσισε την ανάθεση της σύμβασης και για τις τρεις κατηγορίες στον οικονομικό φορέα Π2: εταιρεία SPIEL CLOTHING MANUFACTURING LTD, του οποίου η προσφορά κρίθηκε ότι συμμορφώνεται πλήρως με τους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού και ήταν η χαμηλότερη κατά σειρά αποδεκτή προσφορά και για τις τρεις κατηγορίες.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε να απορρίψει τους προτεινόμενους λόγους ακύρωσης της εφεσείουσας, βασιζόμενο επί της ερμηνείας των σχετικών όρων αποκλεισμού και της σχετικής νομοθεσίας ως εξής:

 

«Η συνδυαστική ερμηνεία των επίμαχων όρων 5.1.1 και 6.1.(ι) σε συνδυασμό με τα Άρθρα 50 και 54 του Ν.12(Ι)/06 θα διαφω[*91]τίσει ως προς τα εγειρόμενα ζητήματα.

 

Ο όρος 5.1.1. αναφέρεται στις ελάχιστες πρώτες προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ο προσφοροδότης προκειμένου να συμμετέχει στο διαγωνισμό. Οι απαραίτητες νομικές, οικονομικές και τεχνικές προϋποθέσεις αποτελούν προαπαιτούμενο το οποίο ελέγχεται κατά προτεραιότητα στα πλαίσια του ελέγχου καταλληλότητας που επιβάλλει το Άρθρο 50 και σύμφωνα με τα κριτήρια των Άρθρων 53 (χρηματοοικονομική επάρκεια) και του Άρθρου 54 (τεχνικές και/ή επαγγελματικές ικανότητες) του Νόμου. Οι αιτητές βαρύνονται με την ευθύνη απόδειξης των επιμέρους κριτηρίων σύμφωνα με τα εν λόγω άρθρα και τις επιταγές του όρου 8.3.2(i) και (ii) των προδιαγραφών και εγγράφων του επίδικού Διαγωνισμού, δυνάμει των οποίων οι αιτητές όφειλαν να υποβάλουν ως δικαιολογητικά συμμετοχής:

 

«8.3.2(i) Δήλωση περί του ολικού ύψους του κύκλου εργασιών στον τομέα δραστηριοτήτων τους που είναι σχετικός με την κατασκευή και διάθεση στην αγορά προϊόντων του αυτού τύπου, για τις τρεις τελευταίες οικονομικές χρήσεις. Ο μέσος όρος του εν λόγω κύκλου εργασιών θα πρέπει να ανέρχεται, τουλάχιστον στις £300.000,00.

 

(ii) Υποβολή καταλόγου των κυριότερων παραδόσεων όμοιων ή συναφών προϊόντων με τα προς προμήθεια προϊόντα, στις οποίες να εμφανίζονται τα είδη, οι ποσότητες, οι αξίες, οι ημερομηνίες παράδοσης καθώς και οι παραλήπτες δημόσιου ή ιδιωτικού.

 

Συνεπώς οι προηγούμενες συνεργασίες των αιτητών με το δημόσιο κατά τεκμήριο τέθηκαν ενώπιον των καθ’ ων η αίτηση και αποτέλεσαν αντικείμενο έρευνας, εφόσον η προσφορά των αιτητών συνοδευόταν από τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Στις περιπτώσεις που οι αιτητές δεν ήταν σε θέση να αποδείξουν τις ελάχιστες οικονομικές και τεχνικές προϋποθέσεις (μέσω των στοιχείων που επισύναπταν) για την προσήκουσα και έγκαιρη εκτέλεση της σύμβασης, θα αποκλείονταν αυτοδικαίως από το διαγωνισμό. Οι καθ’ ων η αίτηση σε αυτή την περίπτωση θα ενεργούσαν κατά δέσμια αρμοδιότητα. Δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση για την προσφορά των αιτητών που υποβλήθηκε μαζί με τα προαναφερόμενα δικαιολογητικά και θεωρήθηκε έγκυρη. Αυτή αποκλείστηκε στη βάση της επιφύλαξης του όρου 5.1.1 που παραπέμπει σε δυνητικούς λόγους αποκλεισμούς.

[*92]Οι επιμέρους αυτοί λόγοι του όρου 6 του διαγωνισμού τέθηκαν σύμφωνα με τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής του Άρθρου 51(2) του Ν.12(Ι)/06. Ένας από αυτούς τους λόγους ήταν η κατάσχεση εγγύησης πιστής εκτέλεσης στην περίοδο που εκκινεί 2 χρόνια πριν την τελευταία προθεσμία υποβολής προσφορών, σε περίπτωση που οικονομικός φορέας έχει παραβιάσει ή δεν έχει εκτελέσει πιστά άλλες συμβάσεις που έχουν ανατεθεί σε αυτόν (6.1(ι)).»

 

Το αιτιολογικό της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου περαιτέρω βασίστηκε στο ότι αφενός η εξέταση της προσφοράς της εφεσείουσας υπό το πρίσμα των πιο πάνω όρων οδηγεί σε ανεξάρτητη κρίση από την τεχνική κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης και αφετέρου ότι οι εφεσίβλητοι αιτιολόγησαν επαρκώς την άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας υπέρ του αποκλεισμού της εφεσείουσας. Ούτε και οι λοιπές αιτιάσεις για πλημμέλεια στην απόφαση των καθ’ ων η αίτηση κρίθηκαν βάσιμες (παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, της καλής πίστης).

 

Η εφεσείουσα προωθεί πολλαπλούς λόγους έφεσης, οι οποίοι δύνανται να ομαδοποιηθούν σε δύο βασικές ομάδες με επιμέρους βέβαια κεφάλαια:

 

Α΄ Ομάδα Λόγων Έφεσης – Λόγοι 1 και 3 και Λόγοι 2, 7 και 9

 

Η απόφαση και/ή το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο όρος 6.1(i) των εγγράφων του επίδικου πλειοδοτικού διαγωνισμού επιτρέπει να ληφθεί υπόψη για τον αποκλεισμό της εφεσείουσας κατάσχεση εγγύησης, που έγινε στα πλαίσια και/ή σε σχέση με άλλο διαγωνισμό, μετά την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών στον επίδικο διαγωνισμό είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη. (1ος Λόγος)

 

Η απόφαση και/ή το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι οι καθ’ ων δεν άσκησαν πράγματι τη διακριτική ευχέρεια, που τους παρέχει ο όρος 6.1(ι) των εγγράφων του διαγωνισμού, είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη. (3ος Λόγος)

 

Η απόφαση και/ή το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφαρμογή του όρου σε συνδυασμό με τον όρο 6.1(ι) και/ή τον όρο 8.3.2 των εγγράφων του επίδικου πλειοδοτικού διαγωνισμού και με τα Άρθρα 50 και 54 του Ν.12(Ι)/06 οδηγούν σε ανεξάρτητη κρίση και/ή δεν σχετίζονται με την τεχνική κρίση της Επιτροπής [*93]Αξιολόγησης αναφορικά με το αν τα δείγματα που προσκομίστηκαν από την αιτήτρια πληρούν τις προδιαγραφές του επίδικου διαγωνισμού και/ή με τις επανειλημμένες εισηγήσεις της Επιτροπής για κατακύρωση της συγκεκριμένης Σύμβασης στην αιτήτρια και/ή με τους λόγους μη ανάθεσης της σύμβασης και/ή αποκλεισμού της αιτήτριας στον επίδικο διαγωνισμό, είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη. (2ος Λόγος)

 

Η απόφαση και/ή το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κατάσχεση αφορούσε σε προμήθεια προϊόντων «ακριβώς των ίδιων με τα ζητηθέντα» στον επίδικο διαγωνισμό είναι πραγματικώς εσφαλμένη. (7ος Λόγος)

 

Η παράλειψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει και να αποφανθεί περί του έκτου λόγου ακύρωσης, ήτοι την παραβίαση της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών Αρ. 48/2007 και/ή η παράλειψη του πρωτόδικου δικαστηρίου να ακυρώσει την επίδικη πράξη λόγω παραβίασης της εν λόγω απόφασης, είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη. (9ος Λόγος)

 

Β΄Ομάδα Λόγων Έφεσης - Λόγοι 4, 5, 6, 8 και 10

 

Η απόφαση και/ή το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση και/ή πράξη δεν είναι δεόντως ή καθόλου αιτιολογημένη, (4ος Λόγος) λήφθηκε χωρίς προηγουμένως να διεξαχθεί η δέουσα έρευνα, (5ος Λόγος) και ότι δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση και/ή πράξη είναι προϊόν νομικής και/ή πραγματικής πλάνης, είναι νομικώς εσφαλμένη (6ος Λόγος), ότι η απόφαση των καθ’ ων δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας (8ος Λόγος) και εν τέλει ότι η απόφαση και/ή το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η αιτήτρια επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει ταυτόχρονα είναι νομικώς και/ή πραγματικώς εσφαλμένη. (10ος Λόγος).

 

Εξέταση Α΄ Ομάδας Λόγων Έφεσης – Λόγοι 1 και 3 και Λόγοι 2, 7 και 9.

 

Όλοι αυτοί οι λόγοι μπορούν να εξεταστούν σε ομοούσιο πλαίσιο ενόψει της συνάφειας τους αφού άμεσα ή έμμεσα έχουν να κάνουν με τη βασιμότητα της διοίκησης να συσχετίσει την εξέταση της επίδικης προσφοράς με «συμπεριφορά» της εφεσείουσας σε άλλο διαγωνισμό (δηλαδή την κατάσχεση της εγγύησης που έγινε στον άλλο αυτό διαγωνισμό).

[*94]Παραπονείται η εφεσείουσα για την πρωτόδικη ερμηνεία κυρίως του όρου 61(ι) του επίδικου διαγωνισμού (1ος λόγος) καθώς και για την ερμηνεία του συνδυασμού των σχετικών όρων με το Ν.12(Ι)/06 ότι οδήγησε στην πρωτόδικα λανθασμένη άποψη πως οι όροι αυτοί δεν σχετίζονται με τη τεχνική κρίση της Επιτροπής Αξιολόγησης (2ος λόγος), ότι οι εφεσίβλητοι δεν άσκησαν τη διακριτική τους ευχέρεια (3ος λόγος). Ακόμη η εφεσείουσα αμφισβητεί ότι η εν λόγω κατάσχεση αφορούσε προϊόντα τα ίδια με αυτά του επίδικου διαγωνισμού (7ος λόγος) και ότι υπήρξε παράλειψη του Δικαστηρίου να εξετάσει και να αποφανθεί περί της ύπαρξης παραβίασης της απόφασης της Α.Α.Π. Αρ. 48/07 (9ος λόγος).

 

Θα αρχίσουμε με τον 9ο λόγο έφεσης γιατί αν διαπιστωθεί λάθος στην πρωτόδικη προσέγγιση επ’ αυτού, τούτο παρασύρει και τους λοιπούς λόγους ακύρωσης αυτής της ομάδας αφού η απόφαση της Α.Α.Π. προηγείται της προσβαλλόμενης δια της προσφυγής απόφασης.

 

Αν ειδωθεί προσεκτικά το ιστορικό των γεγονότων και αν γίνει συσχετισμός του περιεχομένου της απόφασης της Α.Α.Π. και της απόφασης του Συμβουλίου δεν φαίνεται να υπάρχει ούτε κενό ούτε πλημμέλεια επ’ αυτού.

 

Αρχικά, το Συμβούλιο Προσφορών θεωρώντας ως δέσμια την εξουσία που παρείχετο από τον όρο 6.1(ι) απέκλεισε την εφεσείουσα από τον επίδικο διαγωνισμό, επειδή της είχε κατασχεθεί η εγγύηση πιστής εκτέλεσης για δύο διαγωνισμούς.

 

Είναι γεγονός ότι μετά την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής 48/07, η Α.Α.Π. ακύρωσε την απόφαση του Συμβουλίου, καθότι έκρινε πως λανθασμένα είχε θεωρήσει το Σ.Π. ότι η εξουσία του ήταν δέσμια εξουσία. Ακριβώς, κατά την επανεξέταση, το Σ.Π., συμμορφούμενο με την απόφαση της Α.Α.Π., άσκησε διακριτική ευχέρεια και οδηγήθηκε στον αποκλεισμό της εφεσείουσας για τους λόγους που φαίνονται στην απόφαση 15/11/07, δηλαδή της υπό κρίση πράξεως. Η μη πλήρης υιοθέτηση του σκεπτικού της πρώτης απόφασης δια της άσκησης διακριτικής (και όχι) δεσμίας ευχέρειας φανερώνεται και επί του μη αποκλεισμού βασιζόμενου στην πιο παλιά κατάσχεση προϊόντων διαφορετικών από αυτά του επίδικου διαγωνισμού.

 

Προκύπτει σαφώς ότι δεν υπάρχει ούτε πλημμέλεια ούτε ανομοιομορφία στις πιο πάνω πράξεις, έστω και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προβαίνει σε ειδική αναφορά του σχετικού λόγου [*95]ακύρωσης. Ωστόσο συνάγεται έμμεσα αλλά με περισσή σαφήνεια από τα συνολικά συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου στην καθολική εξέταση της υπόθεσης ότι δεν αποδέκτηκε τέτοια πλημμέλεια, όπως θα διαφανεί και πιο κάτω. Όπως είναι ευρέως εδραιωμένο, μια απόφαση δεν κρίνεται μικροσκοπικά αλλά στο σύνολο της. (βλ. Χαλλάη ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 533).

 

Τα πιο πάνω, θεωρούμε ότι απαντούν ικανοποιητικά και τον 3ον λόγο έφεσης. Προχωρούμε να εξετάσουμε τους λοιπούς λόγους έφεσης αυτής της Ομάδας που συναρτώνται με τα πιο πάνω.  Μπορεί αυτό – κρίνουμε – να γίνει εν πολλοίς, από κοινού.

 

Το νομοθετικό πλαίσιο με βάση το οποίο διεξήχθη ο επίδικος διαγωνισμός, περιλαμβάνει τον περί του Συντονισμού των Διαδικασιών Σύναψης Δημοσίων Συμβάσεων Προμηθειών, Έργων και Υπηρεσιών και για Συναφή Θέματα Νόμο του 2006, Ν.12(Ι)/2006. Σύμφωνα με τα Άρθρα 50 και 54 του Νόμου 12(Ι)/2006, οι τεχνικές και επαγγελματικές ικανότητες προσφοροδότη είναι στοιχείο που δύναται να λαμβάνεται υπόψη από τις αναθέτουσες αρχές, κατά τον έλεγχο της καταλληλότητας του προσφοροδότη, και σύμφωνα με τον όρο 5.1.1., σελ.8 των εγγράφων του διαγωνισμού, δικαίωμα συμμετοχής έχουν προμηθευτές οι οποίοι μπορούν να αποδείξουν ότι ικανοποιούν τις απαραίτητες νομικές, οικονομικές και τεχνικές προϋποθέσεις για την προσήκουσα και έγκαιρη εκτέλεση της σύμβασης, νοουμένου ότι δεν εμπίπτουν στους λόγους αποκλεισμού που καθορίζονται στα εν λόγω έγγραφα. Σύμφωνα δε με τον όρο 6.1(i), σελ. 9 των εγγράφων του διαγωνισμού:

 

«6.1.        Κάθε οικονομικός φορέας δύναται να αποκλείεται από τη συμμετοχή στη σύμβαση, όταν: ………….………….…………...

 

      i. έχει παραβιάσει ή δεν έχει εκτελέσει πιστά άλλες συμβάσεις που έχουν ανατεθεί σε αυτόν σε βαθμό που να του έχει κατασχεθεί η εγγύηση πιστής εκτέλεσης κατά την περίοδο που αρχίζει δύο χρόνια πριν την τελευταία προθεσμία υποβολής των προσφορών.»

 

Η τελευταία ημερομηνία υποβολής προσφορών ήταν η 2.3.2007, και η εγγύηση πιστής εκτέλεσης που είχε υποβάλει η εφεσείουσα στα πλαίσια του διαγωνισμού 2005Τ0062 κατασχέθηκε περί την 30.5.2007 (η κοινοποίηση της απόφασης για κατάσχεση στην Κεντρική Επιτροπή Αλλαγών και Απαιτήσεων έγινε την ίδια ημέρα).

[*96]Λαμβάνοντας υπόψη το ίδιο το λεκτικό των όρων 5.1.1 και 6.1(i) καθώς και τα άρθρα που έχουν αναφερθεί πιο πάνω σε συνάρτηση με το σκοπό τους που είναι ο έλεγχος των ικανοτήτων των προσφοροδοτών, ορθά το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσίβλητοι ερμήνευσαν εύλογα τους σχετικούς όρους. Είναι ορθό και εύλογο να θεωρηθεί ότι στο χρονικό περιορισμό των δύο ετών πριν την ημερομηνία υποβολής των προσφορών, είναι η αρχή της περιόδου που λαμβάνεται υπόψη. Και συγκεκριμένα, ο όρος 6.1(i)  καθορίζει ότι η περίοδος αρχίζει την 2.3.2005 (2 χρόνια πριν την 2.3.2007 που είναι η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών). Ορθά δε επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο (σελ.7) ότι εκεί που ο συντάκτης των όρων ήθελε να θέσει χρονικό διάστημα με καταληκτική ημερομηνία το έπραξε [(όπως για τον όρο 6.1(στ)]. Αντιθέτως η ερμηνεία που εισηγείται η εφεσείουσα δεν είναι λογική και αντίκειται τόσο στο γράμμα όσο και στο σκοπό τoυ σχετικού όρου. Δεν έχει έρεισμα η προσπάθεια της εφεσείουσας να ερμηνεύσει τον όρο σε συνάρτηση με άλλους όρους που αφορούν άλλου τύπου προθεσμίες (ως την προθεσμία δημοσίων προσφορών, σελ. 4 της αγόρευσης). Τίποτε απ’ όσα θέτει η εφεσείουσα δεν αντέχουν ούτε τη βάσανο της λογικής και το κυριότερο έρχονται σε αντίθεση με το γράμμα και το σκοπό του όρου. Δεν διασαλεύουν δε επ’ ουδενί το βάρος του σκεπτικού της πρωτόδικης κρίσης, η οποία παρουσιάζεται ως λογική και με έρεισμα στο νόμο. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της απόφασης (σελ. 6-8).

 

«Οι αιτητές προωθούν ως πρώτο λόγο ακύρωσης ότι η κατάσχεση της εγγύησης ημερ. 30.5.07 δεν μπορούσε να οδηγήσει σε αποκλεισμό τους αφού δεν έγινε εντός του κρίσιμου χρόνου, όπως ερμηνεύουν το Άρθρο 6.1(ι) των εγγράφων. Ο κρίσιμος χρόνος, κατά την εισήγηση τους, μέσα στον οποίο πρέπει να συμβεί η κατάσχεση για να ισχύει ως λόγος αποκλεισμού αρχίζει δυο χρόνια πριν την τελευταία ημερομηνία υποβολής προσφορών και καταλήγει στην τελευταία ημερομηνία υποβολής, που στην προκειμένη περίπτωση ήταν η 2.3.07. Συνεπώς η κατάσχεση που επικαλέστηκαν οι καθ’ ων η αίτηση ως αιτία αποκλεισμού ήταν μεταγενέστερη.

 

Η δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι η ορθή ερμηνεία του Άρθρου 6.1 είναι ότι θέτει μόνο την αρχή χωρίς να καθορίζει πότε τελειώνει η περίοδος μέσα στον οποίο εμπίπτει η κατάσχεση. Η άποψη αυτή με βρίσκει σύμφωνο. Ο συντάκτης των όρων αποκλεισμού όπου ήθελε να θέσει χρονικό διάστημα θέτοντας και καταληκτική ημερομηνία το έκανε όπως στην περίπτωση του 6.1.στ.

[*97]«6.1.στ δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του όσον αφορά την πληρωμή του φόρου εισοδήματος και του φόρου προστιθέμενης αξίας και τελών σύμφωνα με τις νομοθετικές διατάξεις της χώρας όπου είναι εγκατεστημένος ή με τις νομοθετικές διατάξεις της Δημοκρατίας, για την περίοδο που λήγει 12 μήνες πριν την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών.

 

Εξάλλου και κατά τελολογική ερμηνεία, η προσέγγιση των αιτητών καταστρατηγεί το σκοπό ένθεσης της συγκεκριμένης πρόνοιας στους όρους των προσφορών που δεν είναι άλλος από την προστασία της αναθέτουσας αρχής από προσφοροδότες που δεν υπήρξαν αξιόπιστοι στις συμβατικές τους υποχρεώσεις έναντι της Δημοκρατίας. Αυτό γιατί θα μπορούσε σύμφωνα με την ερμηνεία των αιτητών να αποκλεισθεί προσφοροδότης που βαρύνεται με κατάσχεση εγγύησης πιστής εκτέλεσης χρονικά απομακρυσμένη από την απόφαση κατακύρωσης, αλλά αντιθέτως δεν θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο, αν η κατάσχεση εγγύησης ήταν πρόσφατη σε σχέση με τη λήψη της απόφασης και εν πάση περιπτώσει μετά την τελευταία ημερομηνία υποβολής προσφορών.”

 

(Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Θα προσθέταμε, προς επίρρωση των λεχθέντων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η αναθέτουσα αρχή, όχι μόνο δικαιούται αλλά έχει και ύψιστη υποχρέωση να ελέγχει κατά πόσον ένας προσφοροδότης έχει τις επαγγελματικές και τεχνικές ικανότητες να διεκπεραιώσει μια σύμβαση και αυτό το νόημα έχει η διερεύνηση του «παρελθόντος» παραβιάσεων όρων. Στα πλαίσια δε αυτά έχει ένα ευρύτερο καθήκον – ασκώντας την ευχέρεια της υπό τις περιστάσεις – να μην αναθέτει συμβάσεις σε προσφοροδότες που απέτυχαν στο παρελθόν να εκτελέσουν πιστά συμβάσεις που τους ανατέθηκαν σε βαθμό που να τους έχει κατασχεθεί η εγγύηση πιστής εκτέλεσης. Αντίθετη θεώρηση θα καταστρατηγούσε το σκοπό των πιο πάνω προνοιών αλλά και ευθέως θα αντιμάχετο την αρχή της χρηστής διοίκησης και την έννοια του κράτους δικαίου (βλ. Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο Α΄ 1977 και Τάχου, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 9η έκδ. σελ.77)

 

Περαιτέρω η εφεσείουσα επί του 2ου λόγου ισχυρίζεται πως το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποφασίζοντας όπως αποφάσισε, παρερμήνευσε του όρους 6.1(ι) και /ή 5.1.1 και/ή 8.3.2(ι), (ιι) των εγγράφων του διαγωνισμού και/ή των Άρθρων 50 και 54 του Νόμου 12(Ι)/2006. Από το σκεπτικό που προηγήθηκε προκύπτει ότι αυτό [*98]δεν ισχύει, αφού ακριβώς δια της ορθής ερμηνείας που παρατίθεται, η παράβαση του όρου 6.1(ι) συνιστούσε λόγο αποκλεισμού και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πρόνοια αυτή σε σχέση με την παραβίαση ή την μη πιστή εκτέλεση άλλων συμβάσεων αποτελεί ουσιώδη όρο. (βλ. Τamassos Suppliers Ltd v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60). Η εφεσείουσα δεν έχει αμφισβητήσει ότι απέτυχε στο διαγωνισμό και υπήρξε κατάσχεση της εγγύησης της.  Αμφισβητεί βεβαία τη συνάφεια των προϊόντων μεταξύ του προηγούμενου διαγωνισμού και του επίδικου (βλ. ειδικά 7ος λόγος).

 

Επί του λόγου αυτού παρατηρούμε ότι το συμπέρασμα πως τα προϊόντα του επίδικου διαγωνισμού ήταν ομοιογενή με τα προϊόντα του διαγωνισμού 2005Τ0062, αποτελεί την τεχνική κρίση και των δύο αρμοδίων οργάνων που αναμείχθηκαν στον επίδικο διαγωνισμό, όπως προκύπτει από: (α) την Έκθεση Αξιολόγησης της Επιτροπής Αξιολόγησης ημερομηνίας 11.6.2007, και (β) την προσβαλλόμενη απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών, στην οποία καταγράφεται ότι ο πιο πάνω διαγωνισμός αφορούσε την προμήθεια υφάσματος του ιδίου τύπου με το ύφασμα των υπό προμήθεια στολών, δηλαδή, υφάσματος παραλλαγής τύπου Rip-Stop.

 

Δεν έχουν βάση συνεπώς, οι ισχυρισμοί της εφεσείουσας που δεν συνάδουν με τα πραγματικά συμπεράσματα των αρμοδίων οργάνων, έστω και αν το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε τη φράση «προϊόντων που είναι ακριβώς τα ίδια» αντί ίσως για την πιο δόκιμη φράση «ομοιογενή προϊόντα» ή «προϊόντα ιδίου τύπου» (ύφασμα στολών). Σημασία έχει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο όχι μόνο παρέθεσε και έλαβε υπόψη του το πρακτικό που τηρήθηκε κατά τη λήψη της προβαλλόμενης πράξης αλλά και παρέπεμψε στην ίδια την απόφαση κατάσχεσης (τεκμ.1Β). Περαιτέρω ουσιαστικά και τυπικά, αποφάνθηκε επί κάθε πτυχής της υπό κρίση πράξη, συνεκτιμώντας και αξιολογώντας στο πλαίσιο του επιτρεπτού τη διοικητική κρίση.

 

Εξέταση Β΄ Ομάδας Λόγων Έφεσης

 

Έχουμε προβληματιστεί ιδιαιτέρως γι’ αυτή την ομάδα λόγων έφεσης. Παρουσιάζονται εκ πρώτης όψεως ως αυτοτελείς με αυτούς της πρώτης ομάδας, όμως στην πραγματικότητα και στο σκοπό τους έχουν κοινό πυρήνα ακριβώς τις ίδιες ενέργειες, ερμηνείες και πράξεις ως έχουν αποκρυσταλλωθεί στην πρωτόδικη κρίση, απλώς τους δίδεται άλλη ονομασία και άλλο νομικό πέπλο.

 

Εκείνο που η εφεσείουσα πράττει είναι ότι τα ίδια προτεινόμε[*99]να ως ελαττώματα εκ της πρωτόδικης κρίσης στην πρώτη ομάδα τα συναρτά κυρίως σε επίπεδο ερμηνείας των όρων του διαγωνισμού και του πιο πάνω νόμου ενώ στη δεύτερη ομάδα των λόγων έφεσης τα ίδια βασικά ελαττώματα (και κυρίως και πρώτιστα το αποδιδόμενο ως λάθος της κατάσχεσης της εγγύησης) τα εντάσσει στις γενικότερες αρχές του Διοικητικού Δικαίου, δηλαδή της δέουσας αιτιολογίας, της δέουσας έρευνας της αναλογικότητας κ.ο.κ. Όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο – ίσως μη ονοματίζοντας ακριβώς όλες τις επιμέρους αρχές - εξέτασε ως όφειλε και αιτιολόγησε ως όφειλε επί των επιδίκων θεμάτων την κρίση του στα πλαίσια πάντα των στεγανών και των ορίων του καθήκοντος να επέμβει επί της διοικητικής πράξης μόνον εφόσον η κρίση της διοίκησης δεν ήταν εύλογη επί των δεδομένων τα οποία είχε ενώπιον της και εφόσον υπήρξε υπέρβαση της διακριτικής της ευχέρειας. (βλ. Soliman ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2010) 3 Α.Α.Δ. 87).

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο με λιτό και περιεκτικό τρόπο ασχολήθηκε με όλες τις θέσεις της εφεσείουσας και τις απέρριψε με εξίσου συγκροτημένο και πειστικό λόγο. Η λιτή διατύπωση δεν παρουσίαζε οποιοδήποτε κενό αιτιολογίας ή αναφοράς. Ακριβώς οι πολυσχιδείς και με λεπτομέρειες λόγοι ακύρωσης (φαινόμενο που επαναλαμβάνεται και στους λόγους έφεσης θα προσθέταμε) απαντώνται με δωρικό τρόπο από το πρωτόδικο Δικαστήριο και δεν διαπιστώνουμε οποιονδήποτε έλλειμμα στη δικαστική κρίση.

 

Όσο για το παράπονο της εφεσείουσας για το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η τελευταία «επιδοκιμάζει και αποδοκιμάζει ταυτόχρονα», θα λέγαμε ότι η παρατήρηση αυτή έγινε εν κατακλείδι και χωρίς να επηρεάζει την αυτοτελή και πλήρη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου επί της αποτυχίας της εφεσείουσας να πείσει στους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης οι οποίοι στην πρωτόδικη διαδικασία αλλά και ενώπιον μας ως πρωτοκύτταρο είχαν την κατάσχεση της εγγύησης και το προβαλλόμενο υπό της εφεσείουσας λάθος επ’ αυτού. Θέμα για το οποίο βέβαια έχουμε ήδη αποφανθεί.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Έξοδα εκ ποσού €2.500 επιδικάζονται υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο