Sigma Radio T.V. Public Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 111

ECLI:CY:AD:2015:C245

(2015) 3 ΑΑΔ 111

[*111]3 Aπριλίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

SIGMA RADIO T.V. PUBLIC LTD,

 

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 56/2010)

 

 

Ο περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμος (Ν.7(Ι)/1998) ― Κανονισμός Στ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας (ΚΔΠ 10/2000) ― Κατά πόσο ο επίμαχος Κανονισμός, που καθορίζει πως η διάρκεια των αναγγελιών για προσεχή τηλεοπτικά προγράμματα (trailers) πρέπει να μην υπερβαίνει τα 3½ λεπτά, είναι ultra vires του Νόμου και αντίκειται στην Οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 97/36/ΕΚ ― Θετική κατάληξη της Ολομέλειας, με απόφαση πλειοψηφίας ― Οι αναγγελίες τηλεοπτικών εκπομπών (trailers) δεν αποτελούν «διαφήμιση» ― Η προηγούμενη νομολογία της οποίας έγινε επίκληση δεν αφορούσε αυτό το ζήτημα.

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δεσμευτικό προηγούμενο ― Αρχές, βάσει των οποίων παρέχεται δυνατότητα απόκλισης από δικαστικό προηγούμενο ― Δεν υπήρχε δεσμευτικό δικαστικό προηγούμενο επί του συγκεκριμένου ζητήματος στην προκειμένη υπόθεση ― Γι’ αυτό και εξετάστηκε ζήτημα ultra vires του Κανονισμού Στ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας (ΚΔΠ 10/2000) στη βάση των διατάξεων των σχετικών οδηγιών.

 

Η εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης εκκαλούμενης απορριπτικής απόφασης ως εσφαλμένης και την ακύρωση της απόφασης της Αρχής Ραδιοτηλεόρασης να της επιβάλει διοικητικό πρόστιμο εκ €13.000, για παραβάσεις του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου Ν.7(Ι)/1998 και του Κανονισμού Στ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμά[*112]των και Προγραμμάτων Χορηγίας (ΚΔΠ 10/2000). Τέθηκε ζήτημα κατά πόσο ο εν λόγω Κανονισμός, που ρυθμίζει την χρονική διάρκεια των «trailers» σε 3½ λεπτά και ο οποίος κρίθηκε ότι παραβιάστηκε, ήταν ultra vires του Νόμου και της Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 97/36/ΕΚ, αφού ο εν λόγω Κανονισμός θεωρεί τις αναγγελίες προγραμμάτων (trailers) ως «διαφήμιση», ενώ πρόκειται για «προγράμματα».

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με απόφαση πλειοψηφίας, που εξέδωσε ο Οικονόμου Δ., συμφωνούντων των Στ. Ναθαναήλ, Π. Παναγή, Κ. Σταματίου, Δ.Δ., αποδεχόμενη την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Επίμαχος στην παρούσα έφεση, είναι ο Καν. ΣΤ.3, που ορίζει ότι οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών προγραμμάτων (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά. Τα ζητήματα που τέθηκαν είναι κατά πόσο ο εν λόγω κανονισμός, αναφερόμενος σε trailers, είναι ultra vires του Nόμου και κατά πόσον αντίκειται στην Οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 97/36/ΕΚ (γνωστή ως η Οδηγία για Τηλεόραση χωρίς Σύνορα). Συναφώς τέθηκε και το ζήτημα, κατά πόσον η Oδηγία αυτή αφορά μόνο σταθμούς που είναι αφιερωμένοι στην τηλεαγορά ή την αυτοπροβολή ή κατά πόσον αφορά και τους σταθμούς που εκπέμπουν συμβατικά προγράμματα, όπως είναι ο σταθμός της εφεσείουσας. Η ουσία των θέσεων της εφεσείουσας πρωτοδίκως και ενώπιον της Ολομέλειας ήταν ότι η Οδηγία είναι γενικής εφαρμογής και ότι ο ορισμός της «διαφήμισης» στο Νόμο, θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της Οδηγίας, στο προοίμιο της οποίας διευκρινίζεται ότι τα trailers αποτελούν προγράμματα. Συνεπώς, ο Κώδικας Διαφημίσεων δεν είχε εξουσιοδότηση να ρυθμίσει τα trailers τα οποία δεν περιλαμβάνονται στην έννοια της διαφήμισης και ως εκ τούτου ο Καν. ΣΤ.3 είναι ultra vires του Νόμου. Η αντίδραση της εφεσίβλητης, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, ήταν κατ’ ουσίαν να εισηγηθεί, παραπέμποντας στις σχετικές αποφάσεις, ότι τα ζητήματα της εμβέλειας της Οδηγίας και του ultra vires έχουν ήδη κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά τρόπο διάφορο απ’ ό,τι η εφεσείουσα εισηγείται.

 

     Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας, κάλεσε την Ολομέλεια να διαφοροποιηθεί από την απόφαση στην αναφερθείσα υπόθεση Sigma v. Α.Ρ.Κ. (Αρ. 2) εισηγούμενος ότι είναι εσφαλμένη. Ενόψει του ιδιαίτερου τρόπου που έχει τεθεί το ζήτημα στην υπόθεση εκείνη, ήτοι επί τη βάσει μιας εκ πρώτης όψεως θεώρησης, έχει προβληματίσει την Ολομέλεια, το κατά πόσο έχει δημιουργηθεί δεσμευτική [*113]αρχή δικαίου. Μάλιστα, όχι μόνο έγινε αναφορά σε εκ πρώτης όψεως θεώρηση, αλλά, επιπλέον, ρητώς διευκρινίστηκαν τα ακόλουθα: «Δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε το ζήτημα τελεσίδικα εφόσον, όχι μόνο δεν συζητήθηκε ενώπιον μας εξαντλητικά, αλλά ούτε και είναι αναγκαία η επίλυση του για σκοπούς διεκπεραίωσης των επιδίκων θεμάτων της παρούσας έφεσης.» Είναι φανερό ότι, εν προκειμένω, η εκ πρώτης όψεως θεώρηση της Ολομέλειας ως προς την εμβέλεια της Οδηγίας, δεν δημιουργεί αρχή δικαίου με δεσμευτική ισχύ, εφόσον τέτοια δέσμευση προέρχεται μόνο από το λόγο της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi). Αλλ’ ούτε και ό,τι ακολούθησε, εφόσον η βάση της περαιτέρω απόφασης παρέμεινε ο εξοβελισμός της Οδηγίας από τη διεργασία προς καθορισμό της έννοιας της «διαφήμισης», ως αποτέλεσμα της ίδιας εξ αρχής εκ πρώτης όψεως θεώρησης ότι η Οδηγία ήταν άσχετη.  Διευκρινίζεται περαιτέρω, ότι δεν επρόκειτο για διαζευκτική ερμηνευτική προσέγγιση του όρου «διαφήμιση» επί άλλης βάσης, πάντοτε όμως εντός του πλαισίου της Οδηγίας, αλλά για προσπάθεια επεξήγησης της αυθύπαρκτης υπόστασης του Κανονισμού ΣΤ.3 έξω από την Οδηγία.

 

     Η αιτιολογική σκέψη (38) της τροποποιητικής Οδηγίας 97/36/ΕΚ, έχει ως ακολούθως:

 

     «. η οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, εφαρμόζεται στους σταθμούς που είναι αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεαγορά ή την αυτοπροβολή, χωρίς στοιχεία συμβατικών προγραμμάτων, όπως ειδήσεις, αθλητικές εκπομπές, ταινίες, ντοκιμαντέρ και θεατρικά έργα, μόνο για τους σκοπούς των οδηγιών αυτών και με την επιφύλαξη της υπαγωγής σταθμών στο πεδίο εφαρμογής άλλων κοινοτικών πράξεων.»

 

     Διαπιστώνεται ότι η αιτιολογική σκέψη (38), δεν αναφέρει απλώς ότι η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την 97/36/ΕΚ, εφαρμόζεται στους σταθμούς που είναι αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεαγορά κτλ, αλλά συνεχίζει με τη φράση (ότι εφαρμόζεται) «μόνο για τους σκοπούς των οδηγιών αυτών και με την επιφύλαξη της υπαγωγής σταθμών στο πεδίο εφαρμογής άλλων κοινοτικών πράξεων». Εξ ορισμού προκύπτει ότι η αιτιολογική σκέψη (38) δεν έχει την έννοια ότι η Οδηγία όπως τροποποιήθηκε, εφαρμόζεται αποκλειστικά στους σταθμούς τηλεαγοράς, αλλά ότι στους σταθμούς αυτούς εφαρμόζεται μόνο για τους σκοπούς της Οδηγίας, χωρίς να επηρεάζεται η εφαρμογή άλλων κοινοτικών πράξεων σε τέτοιους σταθμούς. Στην Οδηγία 2010/13/ΕΕ, που όπως θα δούμε κατωτέρω κωδικοποίησε τις υπό εξέταση Οδηγίες, στην αντίστοιχη αιτιολογική σκέψη (101) το ζήτημα τέθηκε με με[*114]γαλύτερη σαφήνεια εφόσον διευκρινίστηκε ότι η Οδηγία «θα πρέπει να εφαρμόζεται στους σταθμούς που είναι αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεπώληση ή την αυτοπροβολή, χωρίς στοιχεία συμβατικών προγραμμάτων, όπως ειδήσεις, αθλητικές εκπομπές, ταινίες, ντοκιμαντέρ και θεατρικά έργα, μόνο για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και με την επιφύλαξη της υπαγωγής σταθμών στο πεδίο εφαρμογής άλλων ενωσιακών πράξεων».

 

     Είναι σαφές ότι η αρχική Οδηγία είχε ευρύτατη εμβέλεια, καλύπτουσα ασφαλώς τα συμβατικά προγράμματα. Η τροποποιητική Οδηγία δεν είχε σκοπό να περιορίσει το αρχικό πλαίσιο, αλλά να το διευρύνει προσαρμόζοντας την Οδηγία στις εξελίξεις που στο μεταξύ μεσολάβησαν στον τομέα των τηλεοπτικών δραστηριοτήτων. Μια τέτοια νέα περίπτωση της οποίας η ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία, ήταν και οι σταθμοί τηλεαγοράς, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στην τροποποιητική Οδηγία για να καταστούν το αποκλειστικό αντικείμενο της Οδηγίας όπως τροποποιήθηκε, αλλ’ απλώς ως νέα μορφή τηλεοπτικής δραστηριότητας με το σκεπτικό που φαίνεται στην αιτιολογική σκέψη (36) ως ακολούθως:

 

     «. με την προοπτική της ανάπτυξης της τηλεαγοράς, η οποία αποτελεί σημαντική οικονομική δραστηριότητα για τους συναλλασσομένους ως σύνολο και πραγματική διέξοδο για αγαθά και υπηρεσίες εντός της Κοινότητας, είναι ουσιώδους σημασίας να τροποποιηθούν οι κανόνες για το χρόνο μετάδοσης και να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή με τη θεσμοθέτηση κατάλληλων προτύπων που να διέπουν τη μορφή και το περιεχόμενο τέτοιων εκπομπών.»

 

     Κατ’ ακολουθίαν της παραπάνω αιτιολογικής σκέψης, μεγάλο μέρος της τροποποίησης δια της Οδηγίας του 1997, έγκειται στην προσθήκη του όρου «τηλεαγορά» στις ήδη υφιστάμενες ρυθμίσεις περί διαφημίσεων. Άλλωστε, η διάκριση μεταξύ σταθμών τηλεαγοράς και συμβατικών σταθμών γίνεται ρητά στην αιτιολογική σκέψη (37) και στα συνεπακόλουθα αυτής άρθρα της Οδηγίας όπως τροποποιήθηκε (18α, 19, 19α ) τα οποία αντιστοιχούν στις πρόνοιες των Άρθρων 34Α και 34Β του Νόμου.  Δεν είναι όμως μόνο τα δύο προαναφερθέντα κείμενα. Η εμβέλεια της Οδηγίας επιμαρτυρείται από την όλη ιστορία της. Την τροποποιητική Οδηγία του 1997, ακολούθησε περαιτέρω τροποποίηση δια της Οδηγίας 2007/65/ΕΚ και εν τέλει η Οδηγία 2010/13/ΕΕ που κατάργησε και κωδικοποίησε όλες τις προηγούμενες. Κάθε φορά οι τροποποιήσεις, γίνονταν προς διεύρυνση της εμβέλειας των ρυθμίσεων που είχαν ξεκινήσει ως Οδηγία για την Τηλεόραση Χωρίς Σύνορα, [*115]όπως επέβαλλε η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των σχετικών συνθηκών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ξεπεράστηκε η έννοια της Τηλεόρασης Χωρίς Σύνορα και η Οδηγία πλέον είναι γνωστή ως Οδηγία για Υπηρεσίες Οπτικοακουστικών Μέσων χωρίς Σύνορα (Audiovisual Media Services). Η κατάληξη της Ολομέλειας, είναι ότι, η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/36/ΕΚ, αφορά γενικά τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς.

 

     Εν προκειμένω, η Κύπρος εφάρμοσε την Οδηγία με τη θέσπιση του Νόμου. Η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου που διαπνέει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εκφράζεται στην περίπτωση των Οδηγιών, με την αναγνώριση υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων για ερμηνεία του εθνικού νόμου, κατά τρόπο που να συνάδει με την Οδηγία, η οποία αφορά το αντίστοιχο αντικείμενο, ακόμα και στην περίπτωση που ο εθνικός νόμος προϋπήρχε της Οδηγίας.

 

     Συνεπώς, το ζήτημα του Καν. ΣΤ.3 ως ultra vires του Νόμου, θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της Οδηγίας και να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να συνάδει με αυτή. Ο Νόμος εξουσιοδότησε την αρμόδια αρχή να εκδώσει Κώδικα «που να διέπει με λεπτομέρεια τα των διαφημίσεων». Η εξουσιοδότηση, συνεπώς, καλύπτει μόνο τη ρύθμιση εκπομπών που έχουν την έννοια της «διαφήμισης». Το ερώτημα είναι κατά πόσον η αναφορά σε «αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers)» στον Καν. ΣΤ.3 αφορά «διαφημίσεις». Το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στον ορισμό της «διαφήμισης», στην Οδηγία και στο Νόμο, η έννοια της αυτοπροβολής, είναι ένας μόνο από τους σχετικούς παράγοντες. Θα πρέπει περαιτέρω να ληφθεί υπόψιν ότι στην αιτιολογική έκθεση (39) διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

 

     «. είναι ανάγκη να διευκρινιστεί ότι οι δραστηριότητες αυτοπροβολής αποτελούν συγκεκριμένη μορφή διαφήμισης κατά την οποία ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός προβάλλει τα δικά του προϊόντα, υπηρεσίες, προγράμματα ή σταθμούς. ότι, ιδίως, αναγγελίες αποτελούμενες από παράθεση σκηνών προγραμμάτων θα πρέπει να θεωρούνται ως προγράμματα. ότι η αυτοπροβολή αποτελεί νέο και σχετικά άγνωστο φαινόμενο και, συνεπώς, οι σχετικές διατάξεις ενδέχεται να προσφέρονται ιδιαίτερα για αναθεώρηση κατά τις μελλοντικές εξετάσεις της παρούσας οδηγίας.»

 

     Στο αγγλικό δε κείμενο, είναι χαρακτηριστική η χρήση του όρου «trailers», («…in particular, trailers consisting of extracts from programmes should be treated as programmes.»), όρο στον οποίο [*116]ρητά αναφέρεται ο Καν. ΣΤ.3. Θα πρέπει ακόμα να ληφθεί υπόψιν ότι το Άρθρο 18 της Οδηγίας (βλ. Άρθρο 34(3)(i) του Νόμου), θέτοντας ποσοτικούς περιορισμούς ανά ημέρα και ώρα, εξαιρεί για τους σκοπούς των περιορισμών αυτών, τις ανακοινώσεις του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού σχετικά με τα δικά του προγράμματα.

 

     Εν προκειμένω, εφόσον η αναφορά στον Καν. ΣΤ.3 σε «αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών» εξηγείται από τον ίδιο τον Κανονισμό ως αναφορά σε «trailers», ο Κανονισμός έχει υπερβεί την εξουσιοδότηση που είχε από το Νόμο να ρυθμίσει «τα των διαφημίσεων» και υπ’ αυτή την έννοια είναι ultra vires του Νόμου. Η υπέρβαση αυτή δεν θα μπορούσε να έχει έρεισμα στο Άρθρο 20 της Οδηγίας, διότι, όπως έχει ήδη εξηγηθεί, το Άρθρο 20 δεν αφορά  την έννοια του όρου «διαφήμιση», αλλά την ευχέρεια για διαφορετική ρύθμιση των ποσοτικών και χρονικών περιορισμών που θέτουν τα Άρθρα 11 και 18, αναφορικά με ό,τι προσδιορίζεται ως «διαφήμιση». Δεν έχει όμως την έννοια το Άρθρο 20 ότι μπορεί το κράτος μέλος, παρά την Οδηγία, να θεωρήσει το trailer ως «διαφήμιση». Οι αποφάσεις οι οποίες αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση και στις οποίες παραπεμφθήκαμε ως αποφάσεις της Ολομέλειας που έκριναν ότι ο Καν. ΣΤ.3 δεν είναι ultra vires του Νόμου, εξέτασαν το ζήτημα υπό άλλη σκοπιά. 

 

2.  Εν πάση περιπτώσει, για λόγους ασφάλειας και λόγω της μεγάλης προσοχής που επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις, θα εξεταστεί η εισήγηση περί διαφοροποίησης και υπό το πρίσμα της δυνατότητας να αποστούμε από δεσμευτικό προηγούμενο. Η αρχή της δεσμευτικότητας του δικαστικού προηγουμένου, αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες του δικαστικού μας συστήματος, όχι μόνο επειδή το δικαστικό προηγούμενο αποτελεί πηγή δικαίου, αλλά και επειδή συμβάλλει τα μέγιστα στη βεβαιότητα και την ασφάλεια του δικαίου. Γι’ αυτό, οι προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές, με περιορισμένη μόνο ευχέρεια απόκλισης όταν συντρέχουν λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως είναι η μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται η αρχή δικαίου, ή όπου κρίνεται ότι η προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Κενεβέζος ν. Θεμιστοκλέους (2007) 1 Α.Α.Δ. 412). Η κρίση περί αδιαμφισβήτητα εσφαλμένης αρχής δικαίου, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. Όπως ελέχθη στην υπόθεση Μαυρογένης (ανωτ.):

 

     «Το σφάλμα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να κατα[*117]φαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης.»

 

Ακόμη λοιπόν και αν έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε δέσμευση από την εν λόγω απόφαση Sigma Radio TV v. Α.Ρ.Κ. (Αρ. 2), διαπιστώνεται ότι κατά αντικειμενική διαπίστωση δεν ελήφθη υπόψιν το σύνολο της αιτιολογικής σκέψης (38) και ειδικότερα η φράση «(εφαρμόζεται) μόνο για τους σκοπούς των Οδηγιών αυτών και με την επιφύλαξη της υπαγωγής σταθμών στο πεδίο εφαρμογής άλλων κοινοτικών πράξεων». Όπως ήδη σημειώθηκε, αυτό είχε ως βέβαιο αποτέλεσμα τον εξοβελισμό της Οδηγίας από το δικανικό συλλογισμό ως προς την έννοια της «διαφήμισης», ώστε να επηρεαστεί, με τον ένα ή άλλο τρόπο η κατάληξη. Μάλιστα, στη θεώρηση του προβλήματος θα μπορούσε να δοθεί μια νέα διάσταση που προκύπτει εκ της πάγιας αρχής περί υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όπως ενσωματώθηκε στο Άρθρο 1Α του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν στη θεώρηση της ανάγκης για απόκλιση, το γεγονός ότι το σφάλμα έγκειται σε παραγνώριση του ευρωπαϊκού δικαίου.

 

Ο Μ. Χριστοδούλου, Δ. διαφώνησε με την πλειοψηφία και εξέδωσε αντίθετη απόφαση μειοψηφίας.

 

Η έφεση επέτυχε κατά πλειοψηφία με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558,

 

Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151,

 

Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1996/2006, ημερ. 16.1.2008,

 

Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579,

 

Marleasing SA v. La Comercial International de Alimentacion SA (Case C-106/89) [1990] ECRI - 4135,

 

Marks and Spencer plc v. Commissioners of Customs and Excise (C-62/00) [2002] ECRI - 6325,

[*118]Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315,

 

Κενεβέζος ν. Θεμιστοκλέους (2007) 1 Α.Α.Δ. 412.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1096/08), ημερ. 19/3/2010.

 

Αυγ. Τσάρκατζης για Χρ. Πατσαλίδη, για την Εφεσείουσα.

 

Γ. Σεραφείμ, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Οικονόμου, Δ.. Απόφαση μειοψηφίας θα δώσει ο Χριστοδούλου, Δ..

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου («η εφεσίβλητη») επέβαλε διοικητικές ποινές στην Sigma Radio T.V. Public Ltd («η εφεσείουσα») για παράβαση της νομοθεσίας και των κανονισμών που ρυθμίζουν την εκπομπή διαφημίσεων.

 

Ειδικότερα, επιβλήθηκε συνολικό διοικητικό πρόστιμο εκ €13.000 για παραβάσεις του Άρθρου 34(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου, Ν. 7(Ι)/1998 (όπως τροποποιήθηκε)(«ο Νόμος») και του Κανονισμού ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων, Τηλεμπορικών Μηνυμάτων και Προγραμμάτων Χορηγίας (Κ.Δ.Π. 10/2000). Περαιτέρω, επιβλήθηκε η κύρωση της προειδοποίησης για παράβαση του Άρθρου 33(2)(η) του Νόμου.

 

Το Άρθρο 34(2) θέτει ποσοτικούς περιορισμούς στις διαφημίσεις καθ΄ώραν και το Άρθρο 33(2) ορίζει ότι, όταν παρεμβάλλονται διαφημίσεις θα πρέπει να παρέχεται διάστημα τουλάχιστον 20 λεπτών μεταξύ δύο διαδοχικών διακοπών.

 

Επίμαχος στην παρούσα έφεση, είναι ο Καν. ΣΤ.3 που ορίζει ότι οι διακοπές στο ενδιάμεσο προγράμματος για διαφημίσεις, τηλεμπορία και αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών προγραμμάτων (trailers) δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα 3½ λεπτά. Τα ζητήματα που τέθηκαν είναι κατά πόσο ο εν λόγω κανονισμός, αναφερόμενος σε [*119]trailers, είναι ultra vires του Nόμου και κατά πόσον αντίκειται στην Οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε από την Οδηγία 97/36/ΕΚ (γνωστή ως η Οδηγία για Τηλεόραση χωρίς Σύνορα). Συναφώς τέθηκε και το ζήτημα, κατά πόσον η Oδηγία αυτή αφορά μόνο σταθμούς που είναι αφιερωμένοι στην τηλεαγορά ή την αυτοπροβολή ή κατά πόσον αφορά και τους σταθμούς που εκπέμπουν συμβατικά προγράμματα, όπως είναι ο σταθμός της εφεσείουσας.

 

Η ουσία των θέσεων της εφεσείουσας πρωτοδίκως και ενώπιον μας ήταν ότι, η Οδηγία είναι γενικής εφαρμογής και ότι ο ορισμός της «διαφήμισης» στο Νόμο θα πρέπει να ερμηνευθεί υπό το φως της Οδηγίας, στο προοίμιο της οποίας διευκρινίζεται ότι τα trailers αποτελούν προγράμματα. Συνεπώς, ο Κώδικας Διαφημίσεων δεν είχε εξουσιοδότηση να ρυθμίσει τα trailers τα οποία δεν περιλαμβάνονται στην έννοια της διαφήμισης και ως εκ τούτου ο Καν. ΣΤ.3 είναι ultra vires του Νόμου.

 

Η αντίδραση της εφεσίβλητης, πρωτοδίκως και κατ’ έφεσιν, ήταν κατ’ ουσίαν να εισηγηθεί, παραπέμποντας στις σχετικές αποφάσεις, ότι τα ζητήματα της εμβέλειας της Οδηγίας και του ultra vires έχουν ήδη κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο κατά τρόπο διάφορο απ’ ό,τι η εφεσείουσα εισηγείται.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε την εισήγηση της εφεσίβλητης. Για το ζήτημα της υπέρβασης εξουσιοδότησης παρέπεμψε σε δύο αποφάσεις της Ολομέλειας όπου κρίθηκε ότι ο Καν. ΣΤ.3 δεν είναι ultra vires του Νόμου. Πρόκειται για τις υποθέσεις Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558 και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151. Για την εισήγηση ότι ο Καν. ΣΤ.3 αντίκειται στην Οδηγία, το πρωτόδικο Δικαστήριο υιοθέτησε την απόφαση Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 1996/2006, ημερ. 16.1.2008 (μονομελής σύνθεση), σύμφωνα με την οποία η Οδηγία είναι άσχετη «αφού αφορά μόνο σταθμούς αποκλειστικά αφιερωμένους στην τηλεαγορά ή την αυτοπροβολή».

 

Η αντίληψη αυτή αποτέλεσε την εκ πρώτης όψεως, όπως τέθηκε, θεώρηση του πράγματος από την Ολομέλεια στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ. 2) (2010) 3 Α.Α.Δ. 579. Με βάση τέτοια εκ πρώτης όψεως θεώρηση, η έννοια της «διαφήμισης» στα πλαίσια του Νόμου και του Καν. ΣΤ.3 προσδιορίσθηκε χωρίς να ληφθεί υπ’ όψιν η Οδηγία, με αναφορά και μόνο στον ορισμό του όρου στο Άρθρο 2 του Νόμου, που έχει ως ακολούθως:

«“διαφήμιση” σημαίνει κάθε μορφής ανακοίνωση που μεταδίδεται έναντι πληρωμής ή ανάλογου ανταλλάγματος ή για λόγους αυτοπροβολής από μια δημόσια ή ιδιωτική επιχείρηση στα πλαίσια εμπορικής, βιομηχανίας ή βιοτεχνικής δραστηριότητας ή άσκησης επαγγέλματος, με σκοπό την προώθηση της παροχής αγαθών ή υπηρεσιών συμπεριλαμβανομένων ακινήτων, δικαιωμάτων και υποχρεώσεων έναντι πληρωμής.»

 

Η Ολομέλεια, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι στον ορισμό περιλαμβάνεται η μετάδοση για λόγους αυτοπροβολής, κατέληξε ως εξής:

 

«Με το συγκεκριμένο ορισμό είναι φανερό ότι τα trailers ως μορφές αυτοπροβολής των υπηρεσιών ενός σταθμού, εμπίπτουν στη διαφήμιση με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στους περιορισμούς που προβλέπει ο Νόμος.»

 

Στη συνέχεια, ελέχθη ότι κι αν ακόμα το εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα ήταν λανθασμένο, ο σταθμός της εφεσείουσας, ως σταθμός που προβάλλει συμβατικά προγράμματα στην Κύπρο, διέπεται από τον εθνικό νόμο ο οποίος, σύμφωνα με το Άρθρο 20 της Οδηγίας, μπορεί να καθορίζει άλλους όρους από εκείνους της Οδηγίας.*

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσείουσας, μας κάλεσε να διαφοροποιηθούμε από την απόφαση στην προαναφερθείσα υπόθεση Sigma v. Α.Ρ.Κ. (Αρ. 2) εισηγούμενος ότι είναι εσφαλμένη. Ενόψει του ιδιαίτερου τρόπου που έχει τεθεί το ζήτημα στην υπόθεση εκείνη, ήτοι επί τη βάσει μιας εκ πρώτης όψεως θεώρησης, μας έχει προβληματίσει το κατά πόσο έχει δημιουργηθεί δεσμευτική αρχή δικαίου. Μάλιστα, όχι μόνο έγινε αναφορά σε εκ πρώτης όψεως θεώρηση, αλλά, επιπλέον, ρητώς διευκρινίστηκαν τα ακόλουθα: «Δεν χρειάζεται να αποφασίσουμε το ζήτημα τελεσίδικα εφόσον, όχι μόνο δεν συζητήθηκε ενώπιον μας εξαντλητικά, αλλά ούτε και είναι αναγκαία η επίλυση του για σκοπούς διεκπεραίωσης των επιδίκων θεμάτων της παρούσας έφεσης.»

 

[*121]Είναι φανερό ότι, εν προκειμένω, η εκ πρώτης όψεως θεώρηση της Ολομέλειας ως προς την εμβέλεια της Οδηγίας, δεν δημιουργεί αρχή δικαίου με δεσμευτική ισχύ εφόσον τέτοια δέσμευση προέρχεται μόνο από το λόγο της δικαστικής απόφασης (ratio decidendi). Αλλ’ ούτε και ό,τι ακολούθησε, εφόσον η βάση της περαιτέρω απόφασης παρέμεινε ο εξοβελισμός της Οδηγίας από τη διεργασία προς καθορισμό της έννοιας της «διαφήμισης», ως αποτέλεσμα της ίδιας εξ αρχής εκ πρώτης όψεως θεώρησης ότι η Οδηγία ήταν άσχετη.

 

Διευκρινίζουμε περαιτέρω ότι δεν επρόκειτο για διαζευκτική ερμηνευτική προσέγγιση του όρου «διαφήμιση» επί άλλης βάσης, πάντοτε όμως εντός του πλαισίου της Οδηγίας, αλλά για προσπάθεια επεξήγησης της αυθύπαρκτης υπόστασης του Κανονισμού ΣΤ.3 έξω από την Οδηγία. Η αναφορά στο Άρθρο 20 δεν αφορούσε την έννοια του όρου «διαφήμιση» ερμηνευόμενου με βάση την Οδηγία, αλλά έγινε για να υποδειχθεί η ευχέρεια που έχουν τα κράτη μέλη να ρυθμίσουν διαφορετικά τα ζητήματα που καθορίζονται από τα Άρθρα 11 παράγραφοι 2 έως 5 και τα Άρθρα 18 και 18α. Αυτά όμως τα άρθρα δεν σχετίζονται με την έννοια της «διαφήμισης» και με το κατά πόσο αυτή περιλαμβάνει τα trailers, αλλά θέτουν χρονικούς/ποσοτικούς περιορισμούς στις διαφημίσεις. Ας σημειωθεί δε, ότι οι πρόνοιες αυτές μεταφέρθηκαν χωρίς ουσιαστικές διαφοροποιήσεις στο Νόμο. Συνεπώς, η ευχέρεια του Άρθρου 20 της Οδηγίας δεν αφορά τον όρο «διαφήμιση», που όπως θα δούμε κατωτέρω είναι επί άλλης βάσης που προσδιορίζεται και, εν πάση περιπτώσει, τέτοια ευχέρεια δεν έχει ασκηθεί στον τομέα για τον οποίο παρείχετο. Κατά συνέπεια, η διαζευκτική αναφορά στο Άρθρο 20 δεν μετέβαλε την ουσία της απόφασης όπως είχε προδιαγραφεί από την εκ πρώτης όψεως θεώρηση. Υπ’ αυτή την έννοια θεωρούμε ότι δεν δημιουργείται δέσμευση ούτε από την περαιτέρω θεώρηση.

 

Εξετάζοντας, επομένως, εξ υπαρχής την εμβέλεια της Οδηγίας ώστε να καθοριστεί η τυχόν εφαρμογή της στα υπό κρίση γεγονότα, σημειώνουμε τα ακόλουθα:

 

Η αιτιολογική σκέψη (38) της τροποποιητικής Οδηγίας 97/36/ΕΚ, έχει ως ακολούθως:

 

«… η οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιείται με την παρούσα οδηγία, εφαρμόζεται στους σταθμούς που είναι αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεαγορά ή την αυτοπροβολή, χωρίς στοιχεία συμβατικών προγραμμάτων, όπως ειδήσεις, αθλητικές εκ[*122]πομπές, ταινίες, ντοκυμανταίρ και θεατρικά έργα, μόνο για τους σκοπούς των οδηγιών αυτών και με την επιφύλαξη της υπαγωγής σταθμών στο πεδίο εφαρμογής άλλων κοινοτικών πράξεων.»

 

Διαπιστώνεται ότι η αιτιολογική σκέψη (38), δεν αναφέρει απλώς ότι η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την 97/36/ΕΚ, εφαρμόζεται στους σταθμούς που είναι αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεαγορά κτλ., αλλά συνεχίζει με τη φράση (ότι εφαρμόζεται) «μόνο για τους σκοπούς των οδηγιών αυτών και με την επιφύλαξη της υπαγωγής σταθμών στο πεδίο εφαρμογής άλλων κοινοτικών πράξεων».

 

Συνεπώς, ήδη εξ ορισμού προκύπτει ότι η αιτιολογική σκέψη (38) δεν έχει την έννοια ότι η Οδηγία όπως τροποποιήθηκε, εφαρμόζεται αποκλειστικά στους σταθμούς τηλεαγοράς, αλλά ότι στους σταθμούς αυτούς εφαρμόζεται μόνο για τους σκοπούς της Οδηγίας, χωρίς να επηρεάζεται η εφαρμογή άλλων κοινοτικών πράξεων σε τέτοιους σταθμούς.

 

Στην Οδηγία 2010/13/ΕΕ, που όπως θα δούμε κατωτέρω κωδικοποίησε τις υπό εξέταση Οδηγίες, στην αντίστοιχη αιτιολογική σκέψη (101) το ζήτημα τέθηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια εφόσον διευκρινίστηκε ότι η Οδηγία «θα πρέπει να εφαρμόζεται στους σταθμούς που είναι αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεπώληση ή την αυτοπροβολή, χωρίς στοιχεία συμβατικών προγραμμάτων, όπως ειδήσεις, αθλητικές εκπομπές, ταινίες, ντοκιμανταίρ και θεατρικά έργα, μόνο για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας και με την επιφύλαξη της υπαγωγής σταθμών στο πεδίο εφαρμογής άλλων ενωσιακών πράξεων».

 

Η γραμματική αυτή ερμηνεία ενισχύεται από την όλη υπόσταση, το περιεχόμενο και την ιστορία της Οδηγίας.

 

Η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ θεσπίστηκε, όπως φαίνεται στο προοίμιό της, στα πλαίσια της ευρύτερης συνένωσης των ευρωπαϊκών λαών και ειδικότερα υπό το φως της ευρωπαϊκής σύμβασης για τη διασυνοριακή τηλεόραση, που ενέκρινε το Συμβούλιο της Ευρώπης. Οι σκοποί της Οδηγίας, κατά το προοίμιο, ήταν εξ αρχής πολύ ευρύτεροι, ως λ.χ., η ανάπτυξη της ευρωπαϊκής παραγωγής με αναφορά σε νέες δυνατότητες και διεξόδους για δημιουργικά ταλέντα, για τα πολιτιστικά επαγγέλματα και τους εργαζόμενους στον πολιτιστικό τομέα. Στο σώμα της Οδηγίας, γινόταν εξ αρχής λόγος για ευρωπαϊκά έργα, τηλεοπτικά παιγνίδια (Άρθρο 4), θρησκευτικές τελετές, δελτία ειδήσεων, προγράμ[*123]ματα επικαίρων, ντοκιμαντέρ, εκπομπές θρησκευτικού περιεχομένου και παιδικές εκπομπές (Άρθρο 11.5). Στο Άρθρο 10 γινόταν εξ αρχής λόγος, για την ανάγκη εύκολης αναγνώρισης της τηλεοπτικής διαφήμισης ως τέτοιας, ώστε να διακρίνεται σαφώς από τα άλλα μέρη του προγράμματος. Με την τροποποιητική Οδηγία έγινε πρόβλεψη για την ίδια ανάγκη αναφορικά με εκπομπές τηλεαγοράς. 

 

Είναι σαφές ότι η αρχική Οδηγία είχε ευρύτατη εμβέλεια, καλύπτουσα ασφαλώς τα συμβατικά προγράμματα. Η τροποποιητική Οδηγία δεν είχε σκοπό να περιορίσει το αρχικό πλαίσιο, αλλά να το διευρύνει προσαρμόζοντας την Οδηγία στις εξελίξεις που στο μεταξύ μεσολάβησαν στον τομέα των τηλεοπτικών δραστηριοτήτων. Μια τέτοια νέα περίπτωση της οποίας η ρύθμιση κρίθηκε αναγκαία, ήταν και οι σταθμοί τηλεαγοράς, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στην τροποποιητική Οδηγία για να καταστούν το αποκλειστικό αντικείμενο της Οδηγίας όπως τροποποιήθηκε, αλλ’ απλώς ως νέα μορφή τηλεοπτικής δραστηριότητας με το σκεπτικό που φαίνεται στην αιτιολογική σκέψη (36) ως ακολούθως:

 

«… με την προοπτική της ανάπτυξης της τηλεαγοράς, η οποία αποτελεί σημαντική οικονομική δραστηριότητα για τους συναλλασσομένους ως σύνολο και πραγματική διέξοδο για αγαθά και υπηρεσίες εντός της Κοινότητας, είναι ουσιώδους σημασίας να τροποποιηθούν οι κανόνες για το χρόνο μετάδοσης και να εξασφαλισθεί υψηλό επίπεδο προστασίας του καταναλωτή με τη θεσμοθέτηση κατάλληλων προτύπων που να διέπουν τη μορφή και το περιεχόμενο τέτοιων εκπομπών.»

 

Κατ’ ακολουθίαν της παραπάνω αιτιολογικής σκέψης, μεγάλο μέρος της τροποποίησης δια της Οδηγίας του 1997, έγκειται στην προσθήκη του όρου «τηλεαγορά» στις ήδη υφιστάμενες ρυθμίσεις περί διαφημίσεων.

 

Άλλωστε, η διάκριση μεταξύ σταθμών τηλεαγοράς και συμβατικών σταθμών γίνεται ρητά στην αιτιολογική σκέψη (37) και στα συνεπακόλουθα αυτής άρθρα της Οδηγίας όπως τροποποιήθηκε (18α, 19, 19α) τα οποία αντιστοιχούν στις πρόνοιες των Άρθρων 34Α και 34Β του Νόμου.

 

Δεν είναι όμως μόνο τα δύο προαναφερθέντα κείμενα. Η εμβέλεια της Οδηγίας επιμαρτυρείται από την όλη ιστορία της. Την τροποποιητική Οδηγία του 1997, ακολούθησε περαιτέρω τροποποίηση δια της Οδηγίας 2007/65/ΕΚ και εν τέλει η Οδηγία 2010/13/ΕΕ που κατάργησε και κωδικοποίησε όλες τις προηγούμενες. Κάθε φορά οι τροποποιήσεις, γίνονταν προς διεύρυνση της εμβέλειας των ρυθμίσεων που είχαν ξεκινήσει ως Οδηγία για την Τηλεόραση Χωρίς Σύνορα, όπως επέβαλλε η ανάπτυξη της τεχνολογίας και των σχετικών συνθηκών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ξεπεράστηκε η έννοια της Τηλεόρασης Χωρίς Σύνορα και η Οδηγία πλέον είναι γνωστή ως Οδηγία για Υπηρεσίες Οπτικοακουστικών Μέσων χωρίς Σύνορα (Audiovisual Media Services).

 

Η κατάληξη μας είναι ότι, η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ, όπως τροποποιήθηκε με την Οδηγία 97/36/ΕΚ, αφορά γενικά τους ραδιοτηλεοπτικούς οργανισμούς.

 

Μια Οδηγία, κατά το Άρθρο 288 εδάφιο 3 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώην Άρθρο 249 εδάφιο 3), δεσμεύει το κράτος μέλος στο οποίο απευθύνεται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά δεν έχει άμεση ισχύ, αφήνοντας την επιλογή του τύπου και των μέσων επίτευξης του αποτελέσματος στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών.

 

Εν προκειμένω, η Κύπρος εφάρμοσε την Οδηγία με τη θέσπιση του Νόμου. Η αρχή της υπεροχής του κοινοτικού δικαίου που διαπνέει τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, εκφράζεται στην περίπτωση των Οδηγιών, με την αναγνώριση υποχρέωσης των εθνικών δικαστηρίων για ερμηνεία του εθνικού νόμου, κατά τρόπο που να συνάδει με την Οδηγία η οποία αφορά το αντίστοιχο αντικείμενο, ακόμα και στην περίπτωση που ο εθνικός νόμος προϋπήρχε της Οδηγίας, όπως ήταν η περίπτωση της υπόθεσης Marleasing SA v. La Comercial International de Alimentacion SA (Case C-106/89) [1990] ECRI – 4135, όπου αναγνωρίστηκε με σαφήνεια τέτοια υποχρέωση*.

 

Στην υπόθεση Marleasing η υποχρέωση για ερμηνεία συνάδουσα προς τις Οδηγίες τέθηκε ως εξής:

 

«[8] … the Member States’ obligation arising from a directive to achieve the result envisaged by the directive and their duty under Article 5 of the Treaty to take all appropriate measures, whether general or particular, to ensure the fulfilment of that obligation, is binding on all the authorities of Member States including, for matters within their jurisdiction, the courts. It follows that, in applying national law, whether the provisions in question were adopted before or after the directive, the national court called upon to interpret it is required to do so, as far as possible, in the light of the wording and the purpose of the directive in order to achieve the result pursued by the latter and thereby comply with the third paragraph of Article189 of the Treaty*.»

 

Στην υπόθεση Marks and Spencer plc v. Commissioners of Customs and Excise (C-62/00) [2002] ECRI – 6325, το ζήτημα της συνάδουσας ερμηνείας εξηγήθηκε με αναφορά στη δυναμική και αδιάληπτη υποχρέωση των κρατών μελών για ορθή και πλήρη εφαρμογή, στην πράξη, των Οδηγιών, χωρίς να αρκεί απλώς η υιοθέτηση μέτρων προς ενσωμάτωσή τους. Λέχθηκαν τα εξής χαρακτηριστικά:

 

«[27] Consequently, the adoption of national measures correctly implementing a directive does not exhaust the effects of the directive. Member States remain bound actually to ensure full application of the directive even after the adoption of those measures. Ιndividuals are therefore entitled to rely before national courts, against the State, on the provisions of a directive which appear, so far as their subject-matter is concerned, to be unconditional and sufficiently precise whenever the full application of the directive is not in fact secured, that is to say, not only where the directive has not been implemented or has been implemented incorrectly, but also where the national measures correctly implementing the directive are not being applied in such a way as to achieve the result sought by it.

 

[28] As the Advocate General noted in point 40 of his Opinion, it would be inconsistent with the Community legal order for individuals to be able to rely on a directive where it has been implemented incorrectly but not to be able to do so where the national authorities apply the national measures implementing the directive in a manner incompatible with it.»

 

Συνεπώς, το ζήτημα του Καν. ΣΤ.3 ως ultra vires του Νόμου, θα πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της Οδηγίας και να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να συνάδει με αυτή.

 

Ο Νόμος εξουσιοδότησε την αρμόδια αρχή να εκδώσει Κώδικα «που να διέπει με λεπτομέρεια τα των διαφημίσεων». Η εξουσιοδότηση, συνεπώς, καλύπτει μόνο τη ρύθμιση εκπομπών που έχουν την έννοια της «διαφήμισης». Το ερώτημα είναι κατά πόσον η αναφορά σε «αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών (trailers)» στον Καν. ΣΤ.3 αφορά «διαφημίσεις».

 

Το γεγονός ότι περιλαμβάνεται στον ορισμό της «διαφήμισης», στην Οδηγία και στο Νόμο, η έννοια της αυτοπροβολής, είναι ένας μόνο από τους σχετικούς παράγοντες. 

 

Θα πρέπει περαιτέρω να ληφθεί υπόψιν ότι στην αιτιολογική έκθεση (39) διευκρινίζονται τα ακόλουθα:

 

«… είναι ανάγκη να διευκρινιστεί ότι οι δραστηριότητες αυτοπροβολής αποτελούν συγκεκριμένη μορφή διαφήμισης κατά την οποία ο ραδιοτηλεοπτικός οργανισμός προβάλλει τα δικά του προϊόντα, υπηρεσίες, προγράμματα ή σταθμούς. ότι, ιδίως, αναγγελίες αποτελούμενες από παράθεση σκηνών προγραμμάτων θα πρέπει να θεωρούνται ως προγράμματα. ότι η αυτοπροβολή αποτελεί νέο και σχετικά άγνωστο φαινόμενο και, συνεπώς, οι σχετικές διατάξεις ενδέχεται να προσφέρονται ιδιαίτερα για αναθεώρηση κατά τις μελλοντικές εξετάσεις της παρούσας οδηγίας.»

 

Στο αγγλικό δε κείμενο, είναι χαρακτηριστική η χρήση του όρου «trailers»*, όρο στον οποίο ρητά αναφέρεται ο Καν. ΣΤ.3.

 

Θα πρέπει ακόμα να ληφθεί υπόψιν ότι το άρθρο 18 της Οδηγίας (βλ. Άρθρο 34(3)(i) του Νόμου), θέτοντας ποσοτικούς περιορισμούς ανά ημέρα και ώρα, εξαιρεί για τους σκοπούς των περιορισμών αυτών, τις ανακοινώσεις του ραδιοτηλεοπτικού οργανισμού σχετικά με τα δικά του προγράμματα.

 

Συνεπώς, η συνολική θεώρηση του Νόμου υπό το φως της Οδηγίας 89/552/ΕΟΚ όπως τροποποιήθηκε με την 97/36/ΕΚ, αποκαλύπτει ότι αναγνωρίζονται διαφορετικές περιπτώσεις αυτοπροβολής:

[*127]Άλλες αποτελούν διαφήμιση, σύμφωνα με το γενικό ορισμό της «διαφήμισης».

 

Άλλες θα μπορούσαν να θεωρηθούν διαφήμιση, πλην όμως εξαιρούνται από τους περιορισμούς του Άρθρου 34.

 

Τέλος, είναι η ιδιαίτερη περίπτωση της αιτιολογικής σκέψης (39) όπου οι αναγγελίες/trailers θα πρέπει να θεωρούνται ως προγράμματα, σε αντιδιαστολή  πασιφανώς με τις διαφημίσεις.

 

Εν προκειμένω, εφόσον η αναφορά στον Καν. ΣΤ.3 σε «αναγγελίες προσεχών τηλεοπτικών εκπομπών» εξηγείται από τον ίδιο τον Κανονισμό ως αναφορά σε «trailers», ο Κανονισμός έχει υπερβεί την εξουσιοδότηση που είχε από το Νόμο να ρυθμίσει «τα των διαφημίσεων» και υπ΄αυτή την έννοια είναι ultra vires του Νόμου. Η υπέρβαση αυτή δεν θα μπορούσε να έχει έρεισμα στο Άρθρο 20 της Οδηγίας, διότι, όπως έχουμε ήδη εξηγήσει, το Άρθρο 20 δεν αφορά την έννοια του όρου «διαφήμιση», αλλά την ευχέρεια για διαφορετική ρύθμιση των ποσοτικών και χρονικών περιορισμών που θέτουν τα Άρθρα 11 και 18, αναφορικά με ό,τι προσδιορίζεται ως «διαφήμιση». Δεν έχει όμως την έννοια το Άρθρο 20 ότι μπορεί το κράτος μέλος, παρά την Οδηγία, να θεωρήσει το trailer ως «διαφήμιση».

 

Οι αποφάσεις οι οποίες αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση και στις οποίες παραπεμφθήκαμε ως αποφάσεις της Ολομέλειας που έκριναν ότι ο Καν. ΣΤ.3 δεν είναι ultra vires του Νόμου, εξέτασαν το ζήτημα υπό άλλη σκοπιά. Πρόκειται για τις προαναφερθείσες υποθέσεις Αντέννα Λτδ ν. Α.Ρ.Κ. (2005) 3 Α.Α.Δ. 558 και Α.Ρ.Κ. ν. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151, όπου εξετάστηκε ένα εντελώς διαφορετικό ζήτημα, ήτοι, το κατά πόσον ο Καν. ΣΤ.3, ως ζήτημα μαθηματικού υπολογισμού, επιτρέπει λιγότερο χρόνο για μετάδοση διαφημίσεων απ΄ότι ο προβλεπόμενος από τα Άρθρα 33(2)(η) και 34(2) του Νόμου, ώστε να είναι ultra vires. Είναι υπό εκείνη την έννοια που κρίθηκε ότι δεν είναι ultra vires. Δεν έγινε καμία απολύτως αναφορά, ούτε εξετάστηκε η οδηγία και η εμβέλεια της.

 

Εν πάση περιπτώσει, για λόγους ασφάλειας και λόγω της μεγάλης προσοχής που επιβάλλεται σε τέτοιες περιπτώσεις, θα εξετάσουμε την εισήγηση περί διαφοροποίησης και υπό το πρίσμα της δυνατότητας να αποστούμε από δεσμευτικό προηγούμενο.

 

Η αρχή της δεσμευτικότητας του δικαστικού προηγουμένου, [*128]αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους πυλώνες του δικαστικού μας συστήματος, όχι μόνο επειδή το δικαστικό προηγούμενο αποτελεί πηγή δικαίου, αλλά και επειδή συμβάλλει τα μέγιστα στη βεβαιότητα και την ασφάλεια του δικαίου. Γι’ αυτό, οι προηγούμενες αποφάσεις του Δικαστηρίου θεωρούνται κατά κανόνα δεσμευτικές, με περιορισμένη μόνο ευχέρεια απόκλισης όταν συντρέχουν λόγοι κεφαλαιώδους σημασίας, όπως είναι η μεταβολή των περιστάσεων στις οποίες εδράζεται η αρχή δικαίου, ή όπου κρίνεται ότι η προηγούμενη απόφαση βασίζεται σε αδιαμφισβήτητα εσφαλμένη αρχή δικαίου ή οδηγεί σε καταφανώς άδικα αποτελέσματα (βλ. Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, Κενεβέζος ν. Θεμιστοκλέους (2007) 1 Α.Α.Δ. 412).

 

Η κρίση περί αδιαμφισβήτητα εσφαλμένης αρχής δικαίου, πρέπει να έχει αντικειμενικό έρεισμα. Όπως ελέχθη στην υπόθεση Μαυρογένης (ανωτ.):

 

«Το σφάλμα πρέπει να έχει αντικειμενική υπόσταση και να καταφαίνεται ως αυταπόδεικτο. Αν χωρούν περισσότερες της μιας άποψης ως προς την ύπαρξη αρχής δικαίου την οποία ενσωματώνει το σφάλμα δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναντίλεκτο, ώστε να παράσχει βάση για την ανατροπή προηγούμενης απόφασης.»

 

Ακόμη λοιπόν και αν έχει δημιουργηθεί οποιαδήποτε δέσμευση από την εν λόγω απόφαση Sigma RadioTV v. Α.Ρ.Κ. (Αρ. 2),  διαπιστώνεται ότι κατά αντικειμενική διαπίστωση δεν ελήφθη υπόψιν το σύνολο της αιτιολογικής σκέψης (38) και ειδικότερα η φράση «(εφαρμόζεται) … μόνο για τους σκοπούς των Οδηγιών αυτών και με την επιφύλαξη της υπαγωγής σταθμών στο πεδίο εφαρμογής άλλων κοινοτικών πράξεων». Όπως ήδη σημειώσαμε, αυτό είχε ως βέβαιο αποτέλεσμα τον εξοβελισμό της Οδηγίας από το δικανικό συλλογισμό ως προς την έννοια της «διαφήμισης», ώστε να επηρεαστεί, με τον ένα ή άλλο τρόπο η κατάληξη.

 

Μάλιστα, στη θεώρηση του προβλήματος θα μπορούσε να δοθεί μια νέα διάσταση που προκύπτει εκ της πάγιας αρχής περί υπεροχής του κοινοτικού δικαίου, όπως ενσωματώθηκε στο Άρθρο 1Α του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψιν στη θεώρηση της ανάγκης για απόκλιση, το γεγονός ότι το σφάλμα έγκειται σε παραγνώριση του ευρωπαϊκού δικαίου.

 

Εν πάση όμως περιπτώσει, μη θεωρώντας, για τους λόγους [*129]που εξηγήσαμε, ότι δεσμευόμαστε από την κατάληξη στην υπόθεση Sigma v. Α.Ρ.Κ. (Αρ. 2), παρέχεται πεδίο διαφορετικής ή εξ υπαρχής απόφασης ως προς την ερμηνεία και εμβέλεια της οδηγίας για τους λόγους που ήδη έχουν εξηγηθεί.

 

Θεωρώντας τον Καν. ΣΤ.3 ultra vires, υπό την παραπάνω έννοια του Νόμου, η έφεση επιτρέπεται και οι διοικητικές ποινές που στηρίχθηκαν στον Καν. ΣΤ.3 ακυρώνονται.

 

Επιδικάζονται τα έξοδα υπέρ της εφεσείουσας πρωτοδίκως και κατ’ έφεσιν και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Με όλο το σεβασμό στην απόφαση της πλειοψηφίας, κατέληξα ότι η έφεση θα πρέπει να απορριφθεί για λόγους που άπτονται της ασφάλειας του δικαίου. Οι λόγοι θα διαφανούν, αφού πρώτα αναφερθώ στο ιστορικό της υπόθεσης και την πρωτόδικη απόφαση.

 

Η εφεσείουσα καταδικάστηκε από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (στο εξής η Αρχή) σε διοικητικό πρόστιμο ύψους €13.000 για παραβάσεις των Άρθρων 33(2)(η) και 34(2) του περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Νόμου του 1998 (Ν. 7(1)/98, στο εξής ο Νόμος) και της παραγράφου ΣΤ.3 του Κώδικα Διαφημίσεων (στο εξής ο Κώδικας), όπως εκτίθεται στο Παράρτημα ΙΧ των περί Ραδιοφωνικών και Τηλεοπτικών Σταθμών Κανονισμών του 2000 (ΚΔΠ 10/2000).

 

Η καταδικαστική απόφαση της Αρχής λήφθηκε στις 23.4.2008 και οι παραβάσεις για τις οποίες κρίθηκε ένοχη η εφεσείουσα ήταν ότι μεταξύ 18.4 και 30.4.05 (α) σε πολλές από τις εκπομπές του, ο τηλεοπτικός σταθμός Sigma διέκοπτε το πρόγραμμα του για μετάδοση διαφημίσεων, τηλεοπτικών μηνυμάτων ή/και αγγελιών προσεχών εκπομπών του (trailers) σε χρόνο που απαγορεύει ο Νόμος, (β) σε ορισμένες περιπτώσεις η αναλογία του χρόνου μετάδοσης διαφημιστικών μηνυμάτων και μηνυμάτων τηλεμπορίας μέσα σε κάθε δεδομένη ωρολογιακή ώρα υπερέβη το 20% και (γ) ορισμένες διακοπές στο ενδιάμεσο εκπομπών είχαν διάρκεια πέραν των 3½ λεπτών.

 

Η εφεσείουσα προσέβαλε τη νομιμότητα της καταδικαστικής απόφασης με την προσφυγή υπ’ αρ. 1096/08, στη βάση ότι η απόφαση της Αρχής ήταν προϊόν πλάνης περί το Νόμο. Προώθησε  συναφώς ότι η παράγραφος ΣΤ.3* του Κώδικα έχει θεσπισθεί καθ’ υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης και αντίκειται τόσο στο Νόμο όσο και στην Οδηγία 97/36/ΕΚ (στο εξής η Οδηγία) και ότι σύμφωνα με την παράγραφο (ζ) του Άρθρου 3(2) του Νόμου, η Αρχή έχει την εξουσία να επιβάλει κυρώσεις για κάθε μέρα παράβασης και όχι για κάθε παράβαση. Χωρίς όμως επιτυχία αφού αποφασίστηκε - κατ’ επίκληση των αποφάσεων της Ολομέλειας στις υποθέσεις Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558 και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου ν. Αντέννα Λτδ (2006) 3 Α.Α.Δ. 151 - ότι η παρ. ΣΤ.3 του Κώδικα δεν είναι ultra vires του Νόμου και ότι η Αρχή δεν επέβαλε συνολικό διοικητικό πρόστιμο για κάθε παράβαση, αλλά για κάθε ημέρα παράβασης και ότι η Οδηγία αφορά σε σταθμούς που λειτουργούν αποκλειστικά στο χώρο της τηλεαγοράς ή της αυτοπροβολής.

 

Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένες τις πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι οποίες προσβάλλονται με την παρούσα έφεση για τέσσερις λόγους. Πρόκειται για λόγους που αναπτύχθηκαν ενιαία με σημείο αναφοράς την παρ. ΣΤ.3 του Κώδικα, η οποία σύμφωνα με την εφεσείουσα είναι ultra vires των  Άρθρων 33(2)(η)** και 34(2)*** του Νόμου και αντίθετη με την Οδηγία καθότι τα trailers δεν συμπεριλαμβάνονται στην έννοια του όρου «διαφήμιση» του άρθρου 1(γ) της Οδηγίας και Άρθρο 2 του Νόμου. Δεν διαφωνεί όμως η εφεσείουσα ότι στις υποθέσεις Aντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης και Αρχής Ραδιοτηλεόρασης ν. Αντέννα Λτδ (ανωτέρω) κρίθηκε ότι η παρ. ΣΤ.3 του Κώδικα δεν είναι ultra vires του Νόμου. Ισχυρίζεται όμως ότι στις υποθέσεις αυτές δεν εξετάστηκε κατά πόσο τα trailers θεωρούνται προγράμματα ή διαφήμιση υπό το φως της εν λόγω Οδηγίας και στη βάση αυτή έκανε εκτενή αναφορά στην Οδηγία προκειμένου να τεκμηριώσει βασικά τρεις θέσεις. Ότι δηλαδή:- 

 

Αρκετές ρυθμίσεις της Οδηγίας, η οποία ρυθμίζει το νομοθετικό πλαίσιο των κρατών μελών σχετικά με την άσκηση τηλεοπτικής δραστηριότητας, δεν τυγχάνουν εφαρμογής σε σταθμούς που είναι αφιερωμένοι αποκλειστικά στο χώρο της τηλεαγοράς ή αυτοπροβολής και κατά συνέπεια εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως η εν λόγω Οδηγία αφορά τους εν λόγω σταθμούς,

 

Στην έννοια του όρου «διαφήμιση» που δίδεται στο Άρθρο 1(γ) της Οδηγίας και Άρθρο 2 του Νόμου δεν φαίνεται να συμπεριλαμβάνονται και τα trailers, όπως εσφαλμένα αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο υιοθέτησε προς τούτο την ευρεία ερμηνεία που δόθηκε σχετικά στην Sigma Radio TV Ltd v. Aρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπόθ. Αρ. 1996/2006, ημερ. 16.1.08 και,

 

Ο Νομοθέτης, ενεργώντας σύμφωνα με το πνεύμα της Οδηγίας, προνόησε για περιορισμούς ως προς την παρεμβολή διαφημίσεων κατά τη διάρκεια εκπομπών εκεί και όπου ήθελε να επιβληθούν τέτοιοι περιορισμοί (Άρθρο 33 και 34 του Νόμου), αλλά δεν προνόησε για περιορισμούς για τα trailers καθότι σύμφωνα με την Οδηγία «οι αναγγελίες αποτελούμενες από παράθεση σκηνών προγραμμάτων θα πρέπει να θεωρούνται προγράμματα».

 

Τέλος, η εφεσείουσα αναφέρθηκε και στη Sigma Radio T.V. Public Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης (2010) 3 Α.Α.Δ. 579 στο πλαίσιο της οποίας εξετάστηκαν ζητήματα ως αυτά της παρούσας, για να διατυπώσει τη διαφωνία της στις παρατηρήσεις που έγιναν από την Ολομέλεια στην εν λόγω υπόθεση. Ότι δηλαδή (α) εκ πρώτης όψεως η Οδηγία εφαρμόζεται μόνο σε σταθμούς που είναι αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεαγορά ή την αυτοπροβολή και ότι (β) ακόμη και αν ετύγχανε εφαρμογής η Οδηγία, υπάρχει το Άρθρο 20* που σύμφωνα με αυτό τα κράτη μέλη [*132]έχουν τη δυνατότητα υπό ορισμένες προϋποθέσεις να καθορίζουν άλλους όρους από εκείνους της Οδηγίας.

 

Υποστηρίζοντας την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της εφεσίβλητης θεώρησαν αρκετό να παραθέσουν σε έκταση αποσπάσματα από την Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης, Υπόθ. Αρ. 1914/2008, ημερ. 1.2.11, όπου με αναφορά στη νομολογία καθίσταται σαφές, σύμφωνα με την εισήγησή τους, ότι η έφεση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.

 

Εξέτασα με τη δέουσα προσοχή την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν θέσεων και επιχειρημάτων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των μερών. Κατέληξα, σε συμφωνία με τους συνηγόρους της εφεσίβλητης, ότι τα ζητήματα που εγείρει η εφεσείουσα στην παρούσα έχουν τελεσιδίκως κριθεί από την Ολομέλεια σε προηγούμενες υποθέσεις και οι σχετικές εισηγήσεις της δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές. Συγκεκριμένα, η εισήγηση της ότι η παρ. ΣΤ.3 του Κώδικα είναι ultra vires του Νόμου και αντίθετη με την Οδηγία δεν έχει κριθεί μόνο από τις υποθέσεις Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης ν. Αντέννα Λτδ (ανωτέρω), αλλά και από την Sigma Radio TV v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης (2010) 3 Α.Α.Δ. 210, στην οποία αποφασίστηκε και η δεύτερη εισήγηση της ότι η Οδηγία δεν αφορά σταθμούς που λειτουργούν αποκλειστικά στο χώρο της τηλεαγοράς ή της αυτοπροβολής. Παρατίθεται συναφώς αυτούσιο  το σχετικό απόσπασμα από την εν λόγω απόφαση, το οποίο καταδεικνύει ότι και τα δύο ζητήματα έχουν κριθεί τελεσιδίκως και ως εκ τούτου η προσπάθεια της εφεσείουσας να τα φέρει για νέα δικαστική κρίση είναι μάταιη.

 

«Η Οδηγία 89/552/ΕΟΚ η οποία είναι γνωστή και ως η «Οδηγία για Τηλεόραση Χωρίς Σύνορα», εκ πρώτης όψεως φαίνεται από το περιεχόμενο της τροποποιητικής Οδηγίας, ότι αφορά σε σταθμούς οι οποίοι είναι «αποκλειστικά αφιερωμένοι στην τηλεαγορά ή την αυτοπροβολή, χωρίς στοιχεία συμβατικών προγραμμάτων». Σχετικές είναι οι παράγραφοι 38 και 39 του Προοιμίου της πιο πάνω Οδηγίας. Όμως ακόμα και αν λανθανόμαστε σ’ αυτό το εκ πρώτης όψεως συμπέρασμα μας, το νέο Άρθρο 20 της Οδηγίας, το οποίο αντικατέστησε το προηγούμενο, προβλέπει ότι τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, όταν οι εκπομπές «προορίζονταν αποκλειστικά για το εθνικό τους έδαφος και οι οποίες δεν μπορούν να ληφθούν είτε άμεσα είτε έμμεσα από το κοινό σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη», να καθορίζουν στα πλαίσια τήρησης του κοινοτικού δικαίου, άλλους όρους εκτός εκείνων που καθορίζονται στο Άρθρο 11, πα[*133]ραγρ. 2 έως 5 και στα Άρθρα 18 και 18(a).

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι Εφεσείοντες είναι σταθμός ο οποίος εκπέμπει στην Κύπρο συμβατικά προγράμματα και όχι αποκλειστικά προγράμματα τηλεμπορίας και εκ πρώτης όψεως δεν καλύπτεται από τα πλαίσια της πιο πάνω Οδηγίας. Σταθμοί που προβάλλουν συμβατικά προγράμματα στην Κύπρο, διέπονται από τον εθνικό Νόμο ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 20 της Οδηγίας, μπορεί να καθορίζει άλλους όρους από εκείνους της Οδηγίας. Σύμφωνα με το Νόμο, στον ορισμό της «διαφήμισης» (Άρθρο 2) περιλαμβάνεται και «κάθε μορφή ανακοίνωσης που μεταδίδεται έναντι πληρωμής ή ανάλογου ανταλλάγματος ή για λόγους αυτοπροβολής..» Με τον συγκεκριμένο ορισμό είναι φανερό ότι τα trailers ως μορφές αυτοπροβολής των υπηρεσιών ενός σταθμού, εμπίπτουν στη διαφήμιση με αποτέλεσμα να εμπίπτουν στους περιορισμούς που προβλέπει ο Νόμος. Η μόνη εξαίρεση είναι αυτή που προβλέπεται στο Άρθρο 34 του Νόμου.

 

Το δεύτερο επιχείρημα του δικηγόρου των Εφεσειόντων είναι ότι η συγκεκριμένη πρόνοια ΣΤ.3 του Κώδικα, είναι ultra vires του Νόμου. Όπως εισηγήθηκε, ενώ το Άρθρο 34(2) επιτρέπει διαφημίσεις, ο χρόνος των οποίων δεν πρέπει να υπερβαίνει ανά ώρα το 20%, δηλαδή τα 12 λεπτά, η παράγραφος ΣΤ.3 του Κώδικα επιτρέπει λιγότερο χρόνο από 12 λεπτά ανά ώρα, ήτοι μόνο 10/4 λεπτά για τη μετάδοση διαφημίσεων.

 

Ούτε αυτό το επιχείρημα ευσταθεί. Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε αφού το συγκεκριμένο θέμα έχει τελεσίδικα κριθεί από την Ολομέλεια στην υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 3 Α.Α.Δ. 558, το σκεπτικό της οποίας υιοθετούμε.»

 

Τα πιο πάνω είναι φανερό ότι προδιαγράφουν και την τύχη της έφεσης, χωρίς να απαιτείται η ενασχόληση με τη διαφωνία των ευπαιδεύτων συνηγόρων της εφεσείουσας σ’ ότι αφορά την ορθότητα των τριών αποφάσεων της Ολομέλειας που αναφέρονται πιο πάνω. Και αυτό καθότι, ουσιαστικά, αυτό στο οποίο αποβλέπει η εφεσείουσα είναι απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο, χωρίς ταυτόχρονα να γίνεται καν μνεία στις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για τέτοια απόκλιση. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι στο σύστημα του Κοινού Δικαίου η αρχή της δεσμευτικότητας των δικαστικών αποφάσεων, ως μιας από τις πηγές του Δικαίου, αποτελεί ένα από τους σημαντικότερους πυλώ[*134]νες και συναρτάται άμεσα με τη βεβαιότητα του Δικαίου και την επικράτηση του Κράτους Δικαίου (βλ. πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ.   1401, ECLI:CY:AD:2014:A474 όπου ανασκοπείται η πάγια νομολογία επί του θέματος) και ως εκ τούτου κρίνουμε πως δεν προσφέρεται καν προς συζήτηση το ζήτημα των διαφωνιών της εφεσείουσας ως προς την ορθότητα των υπό αναφορά αυθεντιών.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους θα απέρριπτα την έφεση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο