Ηλία Στέλιος Π. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2015) 3 ΑΑΔ 135

ECLI:CY:AD:2015:C246

(2015) 3 ΑΑΔ 135

[*135]3 Απριλίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΣΤΕΛΙΟΣ Π. ΗΛΙΑ,

 

Εφεσείων - Αιτητής,

 

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 68/2010)

 

 

Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Ειδικά τα κριτήρια «επίδοσης» και «απόδοσης» στην εργασία ― Έννοια, καταγραφή της σχετικής αξιολόγησης στις εμπιστευτικές εκθέσεις και αντιμετώπιση των προκυπτόντων ζητημάτων από την νομολογία ― Εφαρμογή των νομολογιακών πορισμάτων στα επίδικα γεγονότα ― Η πρωτόδικη κρίση περί υπεροχής του επιλεγέντος σε αξία ανατράπηκε ― Περιστάσεις και συνέπειες.

 

Ο εφεσείων επέμεινε με την έφεση στην αξίωσή του που πρόβαλε στην προσφυγή του, για ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Ανώτερου Τεχνικού, η οποία είχε απορριφθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Δεν θα ήταν παραγωγική η αποσπασματική προσέγγιση. Η επίμαχη αναφορά, έστω και αν έγινε ρητή μνεία στους όρους «απόδοση και επίδοση», ήταν ευρύτερη καλύπτοντας την «αξία όπως αντικατοπτρίζεται στους υπηρεσιακούς φακέλους», σύμφωνα με τους οποίους διαπιστώνεται εξ αντικειμένου διαφορά υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους στις ετήσιες βαθμολογήσεις των τελευταίων πέντε ετών. Είναι πιο αποτελεσματικό να απαντηθεί στο σύνολό του το ουσιαστικό ερώτημα, κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι ήταν εντός πλαισίων η θεώρηση της διοίκησης, ότι η διαφορά αυτή υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους προσέδιδε έκδηλη υπε[*136]ροχή σε βαθμό που να αντισταθμίζει την αρχαιότητα του εφεσείοντα. Η πιο βασική διάσταση του όλου ζητήματος, έγκειται στο εύλογο ή μη της διαπίστωσης περί έκδηλης υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους. Θα πρέπει δε να έχουμε κατά νου, ότι η διαπίστωση αυτή στηρίχθηκε στην αντίληψη περί «γενικής υπεροχής σε αξία όπως αντικατοπτρίζεται στους υπηρεσιακούς φακέλους τα τελευταία πέντε χρόνια», ήτοι στηρίχθηκε κατ’ ουσίαν στη διαφορά στις βαθμολογημένες αξιολογήσεις, εφόσον δεν εντοπίζεται στους φακέλους άλλη ουσιαστική διαφοροποίηση και άλλωστε οι άμεσοι προϊστάμενοι και των δύο αξιολόγησαν την απόδοση τους ως εξαιρετική, χωρίς διαφοροποίηση. 

 

Το ζήτημα, κατά την νομολογία, δεν είναι ζήτημα μιας απλής και μηχανιστικής αντιπαράθεσης βαθμολογιών, αλλά ουσίας όπως αναδύεται μέσα από τη συνολική θεώρηση των αξιολογήσεων οι οποίες, εν προκειμένω, δεν περιλαμβάνουν μόνο τις σχηματοποιημένες διαβαθμίσεις, αλλά και λεπτομερή σχόλια αναφορικά με τις πτυχές όπου οι υπάλληλοι αξιολογούνται ως εξαίρετοι. Τα σχόλια αυτά για όλη την πενταετή αξιολογούμενη περίοδο είναι εξαιρετικά θετικά έως και ενθουσιώδη για αμφοτέρους, έτσι ώστε η γενική τελικά εικόνα να συνάδει με την προαναφερθείσα εκτίμηση των άμεσων προϊσταμένων τους ότι η απόδοση και των δύο είναι εξαιρετική. Πέραν τούτου, δεν είναι χωρίς σημασία στη διεργασία πλέον της σφαιρικής θεώρησης το γεγονός ότι σε «απόδοση και επίδοση», κριτήρια στα οποία έγινε ειδική μνεία στην επίδικη απόφαση και άρα δίδεται βαρύτητα, η διαφορά είναι υπέρ του εφεσείοντα.  Συνεπώς, εν τέλει, παρά τις σημειωθείσες διαφορές στις διαβαθμισμένες αξιολογήσεις σε μια περίοδο πέντε χρόνων, η ασφαλής και ορθή εικόνα που αναδύεται μέσα από το σύνολο είναι αυτή της ουσιαστικής ισοδυναμίας. Υπό το φως της παραπάνω διαπίστωσης, το ζήτημα της αρχαιότητας αποκτά άλλη βαρύτητα από εκείνη που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, αντισταθμίζοντας την αρχαιότητα του εφεσείοντα με την υπέρτερη, όπως έκρινε, αξία του ενδιαφερομένου μέρους. Αν και το ενδιαφερόμενο μέρος είχε περισσότερη, κατά 9 έτη, υπηρεσία στην Αρχή, ο εφεσείων υπερείχε σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη, της επίμαχης θέσης προαγωγής, θέση κατά 4½ έτη. Τέτοια αρχαιότητα, ενόψει της ουσιαστικής ισοδυναμίας στην αξία, δεν είναι οριακής σημασίας. Η πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία. Κρίνουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η Αρχή έσφαλε στην εκτίμηση και, συνακόλουθα, στο αντιστάθμισμα των κριτηρίων της αξίας και της αρχαιότητας κατά τρόπο που η επίδικη πράξη να πρέπει να ακυρωθεί.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

[*137]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κωνσταντινίδης ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 509/99, ημερ. 6.6.2000,

 

Βασιλειάδης κ.ά. ν. Κληρίδου-Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403,

 

Πούρου κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

 

Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας (2009) 3Α Α.Α.Δ. 495,

 

Θεοδότου ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 1,

 

Χαραλάμπους ν. Αρχής Λιμένων (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 273,

 

Δημοκρατία ν. Φεσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141,

 

Φραγκουλίδου ν. Κορατζίτου Χριστοδούλου κ.ά. (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 85,

 

Πασχαλίδου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2533,

 

Φιλίππου Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 2357/2006, ημερ. 9.12.2008,

 

Καλογήρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1685/2008, ημερ. 22.12.2009,

 

Παρτασής ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1617/2007, ημερ. 9.12.2008,

 

Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 915,

 

Ασιήκαλλης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 143/2007, ημερ. 4.9.2008,

 

Νικολάου κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 754/2008 κ.ά., ημερ. 1.3.2010,

 

Τσιερκέζου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 792/2002 ημερ. 12.8.2003,

 

Ρούσος ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 381/2007, ημερ. 28.11.2008,

 

Παπαδοπούλου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 560,

 

Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 568.

[*138]Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1956/08), ημερ. 6/5/2010.

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Χρίστου (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσίβλητο.

 

Ιφ. Γεωργιάδη (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων και το ενδιαφερόμενο μέρος, κατά πάντα ουσιώδη χρόνο τεχνικοί στην υπηρεσία της καθ’ ης η αίτηση (εν τοις εφεξής η «Αρχή»), ήταν υποψήφιοι σε διαδικασία επιλογής για προαγωγή σε μόνιμη θέση Ανώτερου Τεχνικού-Τεχνικού Μηχανικού (Ηλεκτρολογία, Άδειες Διαβίβασης).

 

Στα πλαίσια της διαδικασίας εκείνης, σε πρώτο στάδιο, είχε επιληφθεί στις 30.10.2008 η Μεικτή Συμβουλευτική Επιτροπή Επιλογής για Προαγωγές του Γραφειακού και Τεχνικού Προσωπικού. Στη σχετική συνεδρία κλήθηκαν οι άμεσοι προϊστάμενοι των δύο εν λόγω προσώπων οι οποίοι δήλωσαν ότι η απόδοση και των δύο ήταν εξαιρετική. Ακολούθως, αμφότεροι περιελήφθησαν σε κατάλογο από τρεις υποψηφίους για την περαιτέρω διαδικασία επιλογής.

 

Ακολούθησε συνεδρίαση της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής της Αρχής για Θέματα Προσωπικού, στις 14.11.2008. Όπως καταγράφεται αναφορικά με τα δύο εν λόγω πρόσωπα στο πρακτικό της ημερομηνίας εκείνης, τα μέλη της Επιτροπής «έλαβαν δεόντως υπόψη τους τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών [και] τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των προσοντούχων υποψηφίων». Στη συνέχεια κάλεσαν το Γενικό Διευθυντή της Αρχής για να δώσει τη σύσταση του για τους εν λόγω δύο υποψηφίους. Ο Διευθυντής συνέστησε το ενδιαφερόμενο μέρος, παρά το ότι ο εφεσείων υπερείχε σε αρχαιότητα κατά 4½ έτη, λέγοντας τα εξής:

[*139]«Καταλήγοντας στην πιο πάνω σύστασή μου δεν παρέλειψα να λάβω υπόψη μου το γεγονός ότι ο Στέλιος Π. Ηλία υπερτερεί σε αρχαιότητα έναντι του Παύλου Σ. Πλατή, όμως δεν είναι τέτοια που να αλλοιώνει τη σύστασή μου διότι η αρχαιότητα αυτή αντισταθμίζεται από τη γενική υπεροχή του Παύλου Σ. Πλατή έναντι του Στέλιου Π. Ηλία σε αξία, απόδοση και επίδοση στην υπηρεσία όπως αντικατοπτρίζεται στους υπηρεσιακούς φακέλους τα τελευταία πέντε χρόνια.

 

Έλαβα επίσης υπόψη μου τα προσόντα που διαθέτουν οι υποψήφιοι, τα οποία αν και δεν προνοούνται από το σχέδιο υπηρεσίας εντούτοις τους προσέδωσα τη δέουσα βαρύτητα.»

 

Η Συμβουλευτική Υπεπιτροπή για Θέματα Προσωπικού, αφού έλαβε υπόψη τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής και τη σύσταση του Διευθυντή και αφού μελέτησε και αξιολόγησε όλα τα ενώπιον της στοιχεία και δεδομένα, αποφάσισε να συστήσει την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ακολουθώντας επακριβώς το λεκτικό της σύστασης του Διευθυντή.

 

Η όλη διαδικασία ολοκληρώθηκε στις 16.12.2008 με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της Αρχής να προσφέρει την προαγωγή στο ενδιαφερόμενο μέρος. Στο σχετικό πρακτικό αναφέρεται ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έλαβαν υπόψη τους τις συστάσεις και απόψεις των προϊσταμένων Διευθυντών όπως κατεγράφησαν στα πρακτικά της Μεικτής Συμβουλευτικής Επιτροπής Επιλογής και την εισήγηση της Επιτροπής αυτής, τη σύσταση του Διευθυντή και τις ομόφωνες συστάσεις και εισηγήσεις της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής για Θέματα Προσωπικού.  Αναφέρεται περαιτέρω ότι στη συνέχεια τα μέλη μελέτησαν προσεκτικά και αξιολόγησαν τις εμπιστευτικές εκθέσεις/φύλλα αξιολόγησης των υποψηφίων και προχώρησαν στη δική τους ενδελεχή έρευνα, αξιολόγηση και σύγκριση με βάση τα παραδεδεγμένα κριτήρια προαγωγής, ήτοι την πείρα, την αξία, την ικανότητα, την αρχαιότητά τους στην Αρχή, τα προσόντα τους, όπως παρουσιάζονται στις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και στους προσωπικούς τους φακέλους και την επίδοση τους στην υπηρεσία. Εν τέλει, αποφάσισαν κατά πλειοψηφία να προσφέρουν προαγωγή στο ενδιαφερόμενο μέρος, ακολουθώντας επακριβώς το λεκτικό της σύστασης της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής, η οποία, ως άνω, ακολούθησε επακριβώς τη σύσταση του Διευθυντή.

 

Ο εφεσείων κατεχώρισε προσφυγή προς ακύρωση της εν λόγω απόφασης η οποία απερρίφθη, εξ ου και η παρούσα έφεση. Η βασική πτυχή της έφεσης στρέφεται γύρω από την ετυμηγορία του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι είναι στα ορθά πλαίσια που η διοίκηση έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία κατά τρόπο που να αντισταθμίζεται η αρχαιότητα του εφεσείοντα.

 

Ειδικότερα ο εφεσείοντας εισηγείται, σ’ αυτά τα πλαίσια, ότι η Αρχή ενήργησε υπό πλάνη αναφορικά με τα αξιολογηθέντα κριτήρια που καταγράφονται και αξιολογούνται κατ’ έτος στα Φύλλα Αξιολόγησης Προσωπικού (έτη 2003-2007). Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα δεν αμφισβήτησε το δεδομένο ότι στα Φύλλα Αξιολόγησης για τα έτη αυτά το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει, γενικά, κατά 3 Α. Ήταν όμως η θέση του ότι η αντίληψη της Αρχής πως με βάση τους υπηρεσιακούς φακέλους υπήρχε υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους σε «απόδοση και επίδοση», όπως οι όροι αυτοί ερμηνεύθηκαν νομολογιακά, ήταν πεπλανημένη, εφόσον από τα Φύλλα Αξιολόγησης προκύπτει ότι οι δύο διάδικοι αξιολογήθηκαν ως προς την «επίδοση» ως ισοδύναμοι, ενώ ως προς την «απόδοση» είναι ο εφεσείων που υπερέχει κατά δύο Α.

 

Αναφορικά με την έννοια που η νομολογία απέδωσε στους δύο αυτούς όρους, παρέπεμψε στην Κωνσταντινίδης ν. Α.Η.Κ., Υπόθεση Αρ. 509/99, ημερομηνίας 6.6.2000, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η επίδοση και απόδοση αναφέρονται βασικά στην ποιότητα και ποσότητα εργασίας. Νομολογιακά έχει κριθεί ότι μπορούν να αποτιμηθούν και με το κριτήριο “ζήλο για εργασία” ενώ η απόδοση πέραν τούτου και με τα κριτήρια “αξιοπιστία” και “πρωτοβουλία”. (Βλ. Αρ. 321/98, 392/98, Ηλία Πετρίδη κ.ά. ν. ΑΗΚ, ημερ. 17.3.99, Αρ. 319/98 Μητροδώρας Θεοδώρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, ημ. 30.7.99)»

 

Συνεπώς η αξιολόγηση της “επίδοσης και απόδοσης”, συνεχίζει η εισήγηση, συναρτάται με τα κριτήρια “ποσότητα εργασίας”, “ποιότητα εργασίας”, “ζήλος εργασίας”, “αξιοπιστία” και “πρωτοβουλία”*. Στα τρία δε πρώτα κριτήρια (ποσότητα, ποιότητα, ζήλος) ο εφεσείων αξιολογήθηκε συνολικά κατά τα εν λόγω έτη με 11 Α, ακριβώς όπως και το ενδιαφερόμενο μέρος, ενώ στο κριτήριο “αξιοπιστία”, ο εφεσείων υπερέχει κατά 2 A.

 

Συνεπώς, υπό τέτοια θεώρηση, εάν απομονώσουμε την «απόδοση και επίδοση», όχι μόνο δεν προκύπτει διαφορά υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους, αλλά διαφορά υπέρ του εφεσείοντα, η οποία όμως, όπως δέχεται ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, δεν δημιουργεί υπεροχή αλλά ουσιαστική ισοδυναμία, εξ ου και η πλάνη της διοίκησης.

 

Θεωρούμε ότι δεν θα ήταν παραγωγική η αποσπασματική προσέγγιση. Η επίμαχη αναφορά, έστω και αν έγινε ρητή μνεία στους όρους «απόδοση και επίδοση», ήταν ευρύτερη καλύπτοντας την «αξία όπως αντικατοπτρίζεται στους υπηρεσιακούς φακέλους», σύμφωνα με τους οποίους διαπιστώνεται εξ αντικειμένου διαφορά υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους στις ετήσιες βαθμολογήσεις των τελευταίων πέντε ετών. Ειδικότερα το ενδιαφερόμενο μέρος συγκέντρωσε 28 Α («εξαίρετα») και 14 Β+ («πολύ ικανοποιητικός»), ενώ ο εφεσείοντας συγκέντρωσε 25 Α, 18 Β+ και 2 Β («ικανοποιητικός»). 

 

Κρίνουμε ότι είναι πιο αποτελεσματικό να απαντηθεί στο σύνολό του το ουσιαστικό ερώτημα κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι ήταν εντός πλαισίων η θεώρηση της διοίκησης ότι η διαφορά αυτή υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους προσέδιδε έκδηλη υπεροχή σε βαθμό που να αντισταθμίζει την αρχαιότητα του εφεσείοντα.

 

Επί τούτου ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα παρέπεμψε σε αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με τον τρόπο θεώρησης των αξιολογήσεων σε ετήσιες εκθέσεις, που έγκειται στη συνολική θεώρηση των βαθμολογιών και της γενικής εικόνας και όχι σε παραπομπή σε επιμέρους στοιχεία* .

 

Ενόψει των ανωτέρω, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε πως οι κρίσεις του Γενικού Διευθυντή, της Συμβουλευτικής Υπεπιτροπής και του Διοικητικού Συμβουλίου ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία και το πόρισμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η διαφορά κατά 3 Α στις εκθέσεις των τελευταίων πέντε ετών συνιστά έκδηλη υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, αποτελούν προϊόν πλάνης και δεν συνάδουν με τις αρχές της νομολογίας. Στην πραγματικότητα, καταλήγει η σχετική εισήγηση, πρόκειται κατ’ ουσίαν για ισοδυναμία.

 

Κατά συνέπεια, δεν μπορούσε να αποτιμηθεί ως οριακής σημασίας η αρχαιότητα κατά τεσσεράμισι έτη του αιτητή στην τελευταία θέση πριν από την επίδικη θέση προαγωγής. Παρέπεμψε σχετικά σε σειρά αποφάσεων όπου η αρχαιότητα λ.χ. πέντε ετών ή δύο ετών ή ακόμα και δεκαοκτώ μηνών χαρακτηρίστηκε ως ουσιαστική*. Παρέπεμψε επίσης στην αρχή σύμφωνα με την οποία η αρχαιότητα επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου λόγω της πείρας που ως λογική απόρροια προέρχεται από αυτή**.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος της Αρχής τόνισε το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει στη διαβάθμιση κατά 3 Α και υπέδειξε τα αποφασισθέντα στην Πασχαλίδου ν. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 2533, ότι ο υποψήφιος με υψηλότερη αξία εκτελεί αποτελεσματικότερα και αποδοτικότερα τα καθήκοντα της θέσης, εξ ου και, υπ’ αυτή την έννοια, ήταν εύλογη η διαπίστωση ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε απόδοση και επίδοση. Ενόψει της αισθητής υπεροχής του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία, η υπεροχή του εφεσείοντα σε αρχαιότητα αντισταθμίστηκε.

 

Παρέπεμψε η ευπαίδευτη δικηγόρος της Αρχής σε περίπτωση όπου η υπεροχή κατά 5 Α σε διάστημα επτά ετών χαρακτηρίστηκε ως προσδίδουσα «σημαντικό προβάδισμα»*** και σε περίπτωση όπου κρίθηκε σημαντική η διαφορά κατά 4 Α****. Παρέπεμψε επίσης στη θεώρηση του Π. Αρτέμη, Δ. (ως ήτο τότε) στην Ασιήκαλλης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υπόθεση Αρ. 143/2007, ημερ. 4.9.2008, ότι ενόψει της ισοπεδωτικής βαθμολόγησης των υπαλλήλων, εφόσον εμφανίζονται όλοι εξαίρετοι σε ένα τεράστιο ποσοστό των αξιολογικών εκθέσεων, η οριακή διαφορά σε αξία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη. Υπενθύμισε δε την βασική αρχή πως το βασικό κριτήριο για προαγωγή ή διορισμό είναι η αξία*. Η αρχαιότητα του εφεσείοντα, είπε, θα ήταν αποφασιστικός παράγοντας εάν οι υποψήφιοι ήταν κατά τα άλλα ισοδύναμοι. Η Αρχή δεν την παραγνώρισε αλλά είναι μέσα από τη συνεκτίμηση της που έκρινε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει σε αξία όπως έγινε και στις Νικολάου κ.ά. ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, συνεκδικαζόμενες υποθέσεις 754/2008 και 816/2008, ημερομηνίας 1.3.2010, στην οποία ο αιτητής ήταν κατά δέκα χρόνια αρχαιότερος του ενδιαφερόμενου μέρους, οι εκθέσεις αξιολόγησης όμως κατεδείκνυαν σταθερά αισθητά καλύτερη βαθμολογία του ενδιαφερόμενου μέρους έναντι του αιτητή, οπότε κρίθηκε τελικά ότι ήταν εύλογα επιτρεπτή η επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους σε συνδυασμό με την υπεροχή του σε προσόντα.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους προώθησε παρόμοιες θέσεις.

 

Η πιο βασική διάσταση του όλου ζητήματος έγκειται στο εύλογο ή μη της διαπίστωσης περί έκδηλης υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους. Θα πρέπει δε να έχουμε κατά νου ότι η διαπίστωση αυτή στηρίχθηκε στην αντίληψη περί «γενικής υπεροχής σε αξία όπως αντικατοπτρίζεται στους υπηρεσιακούς φακέλους τα τελευταία πέντε χρόνια», ήτοι στηρίχθηκε κατ’ ουσίαν στη διαφορά στις βαθμολογημένες αξιολογήσεις εφόσον δεν εντοπίζεται στους φακέλους άλλη ουσιαστική διαφοροποίηση και άλλωστε οι άμεσοι προϊστάμενοι και των δύο αξιολόγησαν την απόδοση τους ως εξαιρετική, χωρίς διαφοροποίηση.

 

Στην υπόθεση Βασιλειάδης (ανωτέρω) παρά την υπεροχή της εφεσίβλητης κατά 5 «εξαίρετα» στα τελευταία πέντε χρόνια, η Ολομέλεια έκρινε ότι επρόκειτο για περίπτωση ουσιαστικής ισοδυναμίας. Το ίδιο και στην υπόθεση Θεμιστοκλέους (ανωτέρω) όπου η διαφορά συνίστατο σε 2 «εξαίρετα» και στην υπόθεση Θεοδότου (ανωτέρω) όπου το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε κατά 3 «εξαίρετα», ενώ σε άλλες υποθέσεις ως άνω, διαφορά κατά 5 ή 4 Α κρίθηκε ως σημαντική.

 

Το ζήτημα, κατά την προαναφερθείσα νομολογία, δεν είναι ζήτημα μιας απλής και μηχανιστικής αντιπαράθεσης βαθμολογιών, αλλά ουσίας όπως αναδύεται μέσα από τη συνολική θεώρηση των αξιολογήσεων οι οποίες, εν προκειμένω, δεν περιλαμβάνουν μό[*144]νο τις σχηματοποιημένες διαβαθμίσεις, αλλά και λεπτομερή σχόλια αναφορικά με τις πτυχές όπου οι υπάλληλοι αξιολογούνται ως εξαίρετοι. Τα σχόλια αυτά για όλη την πενταετή αξιολογούμενη περίοδο είναι εξαιρετικά θετικά έως και ενθουσιώδη για αμφοτέρους, έτσι ώστε η γενική τελικά εικόνα να συνάδει με την προαναφερθείσα εκτίμηση των άμεσων προϊσταμένων τους ότι η απόδοση και των δύο είναι εξαιρετική.

 

Πέραν τούτου, δεν είναι χωρίς σημασία στη διεργασία πλέον της σφαιρικής θεώρησης το γεγονός ότι σε «απόδοση και επίδοση», κριτήρια στα οποία έγινε ειδική μνεία στην επίδικη απόφαση και άρα δίδεται βαρύτητα, η διαφορά είναι υπέρ του εφεσείοντα.

 

Συνεπώς, εν τέλει, παρά τις σημειωθείσες διαφορές στις διαβαθμισμένες αξιολογήσεις σε μια περίοδο πέντε χρόνων, η ασφαλής και ορθή εικόνα που αναδύεται μέσα από το σύνολο είναι αυτή της ουσιαστικής ισοδυναμίας.

 

Υπό το φως της παραπάνω διαπίστωσης, το ζήτημα της αρχαιότητας αποκτά άλλη βαρύτητα από εκείνη που απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο αντισταθμίζοντας την αρχαιότητα του εφεσείοντα με την υπέρτερη, όπως έκρινε, αξία του ενδιαφερομένου μέρους.

 

Αν και το ενδιαφερόμενο μέρος είχε περισσότερη, κατά 9 έτη, υπηρεσία στην Αρχή, ο εφεσείων υπερείχε σε αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη, της επίμαχης θέσης προαγωγής, θέση κατά   4½ έτη. Τέτοια αρχαιότητα, ενόψει της ουσιαστικής ισοδυναμίας στην αξία, δεν είναι οριακής σημασίας, «ιδιαίτερα ενόψει της νομολογίας ότι η αρχαιότητα επαυξάνει την αξία ενός υποψηφίου λόγω της πείρας που ως λογική απόρροια προέρχεται από αυτή» (βλ. Καλογήρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1685/2008, ημερ. 22.12.2009). 

 

Σημειώνεται δε ότι, σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η πείρα λόγω υπηρεσίας σε κατώτερες θέσεις δεν μπορεί να έχει αποφασιστική σημασία (Παπανδρέου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 568).

 

Για τους παραπάνω λόγους και χωρίς να χρειάζεται να εξετάσουμε τους εν πολλοίς παρεμφερείς, άλλωστε, άλλους λόγους έφεσης, κρίνουμε, σε αντίθεση με το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η Αρχή έσφαλε στην εκτίμηση και, συνακόλουθα, στο αντιστάθμισμα των κριτηρίων της αξίας και της αρχαιότητας κατά τρόπο που η επίδικη πράξη να πρέπει να ακυρωθεί.

[*145]Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσίβλητου τόσον πρωτοδίκως όσον και κατ’ έφεση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο