Παρτασίδου Δώρα Ζήνωνος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 179

ECLI:CY:AD:2015:C318

(2015) 3 ΑΑΔ 179

[*179]11 Μαΐου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΔΩΡΑ ΖΗΝΩΝΟΣ ΠΑΡΤΑΣΙΔΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 61/2010)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Το προσόν πλεονέκτημα και η δυνατότητα παραγνώρισής του με ειδική αιτιολογία ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα ― Η αρχαιότητα μπορεί να αποτελέσει ειδική αιτιολογία για παραγνώριση του πλεονεκτήματος ― Περιστάσεις στην κριθείσα περίπτωση που επιβεβαίωναν τον κανόνα.

 

Δεδικασμένο ― Έννοια και εμβέλεια από την νομολογία ― Κατά πόσο ετίθετο ζήτημα παραβίασής του στην κριθείσα περίπτωση.

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Η ειδική περίπτωση, όπου παρά την απόρριψη της έφεσης εξετάστηκε, και επετράπη τελικώς, η αντέφεση που είχε ασκηθεί.

 

Η εφεσείουσα ενέμεινε στην αξίωσή της, για ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Ανώτερου Χημικού, η οποία αξίωση είχε απορριφθεί πρωτοδίκως.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση και επιτρέποντας την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει και λόγο παράκαμψης του πλεονεκτήματος, εφόσον οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία. Για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα, πρέπει να έχει αποκτηθεί [*180]κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση. Πείρα σε συνδυασμό με την αρχαιότητα υποψηφίου μπορεί να παρακάμψει το πλεονέκτημα. Όπως με σαφήνεια η νομολογία καθόρισε, η κατοχή πλεονεκτήματος δεν εξυπακούει αυτομάτως υπεροχή κατά τρόπο που να προεξοφλεί την καταλληλότητα για τη θέση. Ό,τι αποκτά σημασία είναι η εξέταση του πλεονεκτήματος υπό το φως και των λοιπών στοιχείων. Η νόμιμη σύσταση της Διευθύντριας εν προκειμένω, που αποτελεί σημαίνον, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης και άπτεται της αξίας των υποψηφίων, ενίσχυσε τα λοιπά κριτήρια. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνακόλουθα, που επικύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ, είναι απολύτως ορθή και δεν βλέπουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης.

 

2.  Οι λοιποί λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν λόγω δεδικασμένου: η εφεσείουσα είναι κάτοχος δύο ακαδημαϊκών προσόντων και όχι τριών, όπως η ίδια ισχυρίζεται, όπως μορφοποιήθηκε κατ’ ακολουθίαν προηγούμενων αποφάσεων της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή του δεδικασμένου δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των ζητημάτων που κρίθηκαν. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή οποιαδήποτε προσβολή τελεσίδικης απόφασης υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων. Διαφορετικά θα ήταν αναπόφευκτη η διαιώνιση των διαφορών και θα χανόταν η ασφάλεια του δικαίου.  Το τι αποτελεί δεδικασμένο έχει καθοριστεί σε πλειάδα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου: Δεν είναι επιτρεπτό για ένα διάδικο να εγείρει ένα θέμα όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί, όπως η εφεσείουσα έπραξε στην παρούσα υπόθεση. Η παράλειψη έγερσης του θέματος στις προηγούμενες διαδικασίες, δημιουργεί δεδικασμένο. Ως εκ τούτου, ορθά η ΕΔΥ αποφάσισε το ζήτημα με τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου της εφεσείουσας-αιτήτριας ως είχαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο και με υπόβαθρο το δεδικασμένο των προσόντων-πτυχίων της. Δεν βρίσκουμε πώς είναι δυνατόν να γίνεται επίκληση για παράλειψη έρευνας και αναφοράς από πλευράς ΕΔΥ, στο «επιπρόσθετο» προσόν, όπως θέλει να το επικαλείται η εφεσείουσα, οπότε και δεν τίθεται καν θέμα περαιτέρω εξέτασης του εγερθέντος ζητήματος. Εκ του περισσού σημειώνουμε, ότι έστω και αν πράγματι υπήρξε παράλειψη έρευνας και αναφοράς από πλευράς ΕΔΥ, στο συγκεκριμένο πτυχίο της εφεσείουσας, η συγκεκριμένη παράλειψη δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις, όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να έχει τις καταλυτικές συνέπειες που ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγείται. Σε κάθε περίπτωση, η υπεροχή του ΕΜ στην αρχαιότητα με τη συνεπακόλουθη πείρα έναντι της εφεσεί[*181]ουσας, σε συνάρτηση με τα άλλα κριτήρια προαγωγής, ήταν καθοριστικής σημασίας για την προαγωγή του. 

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

Η αντέφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,

 

Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213,

 

Ακκελίδου κ.ά. ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 278,

 

Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639,

 

Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915,

 

Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2120,

 

Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 625,

 

Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

 

Δημοκρατία κ.ά. ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293,

 

Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 29/05, ημερ. 17.4.2006,

 

Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 942/08), ημερομηνίας 23/3/2010.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.

 

Λ. Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ για την Εφεσίβλητη - Καθ’ ης η αίτηση.

 

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Cur. adv. vult.

[*182]ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα απόφασης που εκδόθηκε στις 23.3.2010, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της εφεσείουσας-αιτήτριας, κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων να προάξουν το ενδιαφερόμενο μέρος Μαρία Ρούσου-Αλετράρη (ΕΜ), στη μόνιμη θέση Ανώτερου Χημικού, Γενικό Χημείο του κράτους από τις 15.3.2008.

 

To ΕΜ άσκησε αντέφεση την οποία και εντάσσει στο πλαίσιο του δεδικασμένου ως προς τον αριθμό των ακαδημαϊκών προσόντων της εφεσείουσας.

 

H Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – αποδίδοντας στο καθένα ανάλογη βαρύτητα, όπως επίσης και τη σύσταση της Διευθύντριας, έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε των άλλων υποψηφίων και αποφάσισε την προαγωγή του στην επίδικη θέση. Eπισημαίνοντας μάλιστα στην απόφαση, ότι παρόλο που η ενδιαφερόμενη δεν κατέχει το πλεονέκτημα, το οποίο κατείχε η εφεσείουσα, αυτό δεν μπορούσε να υπερακοντίσει την ουσιαστική υπεροχή της ενδιαφερόμενης στην αρχαιότητα (6 χρόνια και 10 μήνες) έναντι της εφεσείουσας στην προηγούμενη της επίδικης θέση, αρχαιότητα που μετρά ως πείρα και συνεπώς εμπίπτει στον παράγοντα αξία, τον οποίο και επαυξάνει.

 

Πρωτοδίκως το Δικαστήριο έκρινε, ότι η σημαντική πιο πάνω αρχαιότητα του ΕΜ, σε συνάρτηση με τη συνεπακόλουθη πείρα που προσθέτει στην αξία του, αποτελούν νόμιμη αιτιολογία της σύστασης της Διευθύντριας και τους λόγους για την υποσκέλιση του προσόντος του πλεονεκτήματος της εφεσείουσας και από την ΕΔΥ.

 

Με τους λόγους έφεσης 2 και 3 προσβάλλεται η ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

Η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει και λόγο παράκαμψης του πλεονεκτήματος, εφόσον οι υποψήφιοι είναι περίπου ισότιμοι σε αξία (Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, 411). Για να είναι αποφασιστικής σημασίας η πείρα, πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης, όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 [*183]Α.Α.Δ. 213, 218). Πείρα σε συνδυασμό με την αρχαιότητα υποψηφίου μπορεί να παρακάμψει το πλεονέκτημα (Ακκελίδου κ.ά. ν. Μιχαήλ κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 278, 281-282) και προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου. Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649:

 

«Άλλωστε, όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία, θέση που εδώ παραγνωρίζει ο εφεσείων, η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου. (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Πρόσθετα, έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η αρχαιότητα, η οποία δεν έχει παύσει να αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο, λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία. Στη Δημοκρατία v. Χαράλαμπου Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, η Ολομέλεια επανέλαβε το τι ελέχθη στην Γιώργος Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406, ότι το κριτήριο της αρχαιότητας ουδέποτε έπαψε να έχει τη δική του σημασία, ιδιαίτερα όταν είναι πολύ μεγάλη (εκεί ήταν 16½ χρόνια). Στη δε Ταλιώτη, η υπεροχή κατά 15 χρόνια στην αρχαιότητα θεωρήθηκε ως ικανή να παρακάμψει το πλεονέκτημα του εφεσείοντος.»

 

Όπως με σαφήνεια η νομολογία καθόρισε, η κατοχή πλεονεκτήματος δεν εξυπακούει αυτομάτως υπεροχή κατά τρόπο που να προεξοφλεί την καταλληλότητα για τη θέση. Ό,τι αποκτά σημασία είναι η εξέταση του πλεονεκτήματος υπό το φως και των λοιπών στοιχείων (Παναγή ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). 

 

Η νόμιμη σύσταση της Διευθύντριας, που αποτελεί σημαίνον, ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης και άπτεται της αξίας των υποψηφίων, ενίσχυσε τα λοιπά κριτήρια (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915, 918).

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου που επικύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ, είναι απολύτως ορθή και δεν βλέπουμε οποιοδήποτε λόγο επέμβασης.

 

Ο 2ος και 3ος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Ο πρώτος και τέταρτος λόγος έφεσης προσβάλλει την  ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι δεν τίθεται θέμα πλάνης καθώς και έλλειψης δέουσας έρευνας από την ΕΔΥ, αναφορικά με το δεύτερο κατ’ ισχυρισμό της εφεσείουσας πτυχίο της στην τε[*184]χνολογία τροφίμων (Zeugniss) του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου. Λόγοι που συνδέονται άμεσα με την αντέφεση του ΕΜ: αποτελεί δεδικασμένο ότι η εφεσείουσα διαθέτει μόνο δύο ακαδημαϊκά προσόντα και όχι τρία όπως η ίδια ισχυρίζεται, όπως προβλήθηκε και στην ένσταση του πρωτοδίκως αλλά δεν εξετάστηκε από το Δικαστήριο. Για το λόγο αυτό θα εξετάσουμε ενιαία τους λόγους έφεσης με την αντέφεση.

 

Υποβάλλει η εφεσείουσα αναφορικά με το δεύτερο πτυχίο της, ότι σύμφωνα με τον περί Συμφωνίας μεταξύ της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και της Κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την Αμοιβαία Αναγνώριση της Ισοτιμίας Τίτλων Σπουδών Ανώτερης Εκπαίδευσης (Κυρωτικού) Νόμου του 2006 (Ν. 3(ΙΙΙ)/2006) και του Καν. 2 της ΚΔΠ 594/2003, θα έπρεπε η ΕΔΥ να το είχε αναγνωρίσει ως τίτλο σπουδών πρώτου επιπέδου και το Diplom Ingenieur, ως τίτλο σπουδών δεύτερου επιπέδου. Παραπέμπει σχετικά στο πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 17.12.2009 (ως επιπρόσθετη επιβεβαίωση της έννοιας του Νόμου 3(ΙΙΙ)/2006), το οποίο και αναγνώρισε τον τίτλο σπουδών του Diplom Ingenieur, ως τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Τεχνολογίας Τροφίμων και ως τίτλο ισότιμο προς μεταπτυχιακό δίπλωμα επιπέδου Master. Το πτυχίο (Zeugniss) αποτελεί, κατά την άποψη της εφεσείουσας πάντοτε, δεύτερο πτυχίο, πέραν του μεταπτυχιακού προσόντος της και πέραν του απαιτούμενου: πανεπιστημιακό δίπλωμα Χημικού από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ως προσόν που σχετίζεται άμεσα με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης και της προσδίδει σαφή υπεροχή έναντι του ΕΜ ως προς τα προσόντα. Με αυτά τα δεδομένα, υποβάλλει η εφεσείουσα, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να αποφασίσει πρωτογενώς, υποκαθιστώντας την κρίση της ΕΔΥ, για την βαρύτητα που έπρεπε να αποδώσει η ΕΔΥ στο εν λόγω πτυχίο.

 

Καθίσταται αναγκαίο να επισημάνουμε εξ υπαρχής ότι, οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να επιτύχουν λόγω δεδικασμένου: η εφεσείουσα είναι κάτοχος δύο ακαδημαϊκών προσόντων και όχι τριών, όπως η ίδια ισχυρίζεται, όπως μορφοποιήθηκε κατ’ ακολουθίαν προηγούμενων αποφάσεων της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αρχής γενομένης από την καθοριστικής σημασίας απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε άλλη προσφυγή της εφεσείουσας, σε κατώτερη θέση (Χημικός 2ης τάξης), στην υπόθεση Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1997) 4 Α.Α.Δ. 2120, 2127, στην οποία το Δικαστήριο καθόρισε τα ακαδημαϊκά προσόντα της εφεσείουσας-αιτήτριας:

 

«Είναι κάτοχος Πανεπιστημιακού Διπλώματος στη Χημεία [*185](Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης). Επίσης κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν κάτοχος μεταπτυχιακού Diplom-Ingenieur στον κλάδο Technology of fermentation and beverage industry, είναι πτυχίο Τεχνολογίας Τροφίμων του Πανεπιστημίου Humboldt του Βερολίνου.»

 

Απόφαση που επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατ’ έφεση (Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 625).

 

Η εφεσείουσα, ενώ είχε τη δυνατότητα να ασκήσει αντέφεση στην πιο πάνω έφεση που ήγειρε η Δημοκρατία και να ζητήσει να της αναγνωρισθούν και να καταγραφούν τρία ακαδημαϊκά προσόντα και όχι δύο, δεν το έπραξε, με αποτέλεσμα να εμποδίζεται από το δεδικασμένο.

 

Η αρχή του δεδικασμένου δεν επιτρέπει την αναθεώρηση των ζητημάτων που κρίθηκαν. Δεν μπορεί να γίνει ανεκτή οποιαδήποτε προσβολή τελεσίδικης απόφασης υπό το πρόσχημα νέων στοιχείων. Διαφορετικά θα ήταν αναπόφευκτη η διαιώνιση των διαφορών και θα χανόταν η ασφάλεια του δικαίου. Το τι αποτελεί δεδικασμένο έχει καθοριστεί σε πλειάδα αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου: Δημοκρατία ν. Κοντογιώργη κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 625, 633, Παπαδόπουλος ν. Οργ. Χρημ. Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, 615 και Δημοκρατία κ.ά. ν. Κούλουμου (2010) 3 Α.Α.Δ. 293.

 

Η εφεσείουσα έθεσε για πρώτη φορά θέμα κατοχής τριών πτυχίων το 2004. Θέμα το οποίο εξέτασε και πάλι το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 29/05, 17.4.2006, κρίνοντας ότι υπήρχε δεδικασμένο για τα ακαδημαϊκά προσόντα της αιτήτριας που κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήταν μόνο δύο. Η πρωτόδικη  απόφαση εφεσιβλήθηκε από την εφεσείουσα-αιτήτρια με την έφεση Παρτασίδου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 413. Η Ολομέλεια απέρριψε την έφεση επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση επί του θέματος. 

 

Περαιτέρω, θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ούτε το πιο πάνω πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 17.12.2009, στο οποίο παραπέμπει η εφεσείουσα, έχει οποιαδήποτε σημασία για την έκβαση της παρούσας έφεσης, εφόσον αυτό προσκομίστηκε μεταγενέστερα του δεδικασμένου και της παρούσας διαδικασίας: η επίδικη απόφαση εκδόθηκε στις 29.2.2008, ενώ το πιστοποιητικό στις 17.12.2009. Εκδόθηκε δηλαδή δύο χρόνια σχεδόν αργότερα. Ανάλογο θέμα αντιμετωπίστηκε στη Δημοκρατία κ.ά. ν. Κούλουμου (ανωτέρω), σελ.301:

[*186]«…Η νομοθετική, εκ των υστέρων, δυνατότητα παρουσίασης πιστοποιητικού ισοδυναμίας από το αναγνωρισμένο διά Νόμου όργανο του ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ., δεν θα ήταν δυνατό να αλλάξει τα κριθέντα σε βάρος, τώρα, της εφεσίβλητης - Κούλουμου. (Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Ανδρέα Κωνσταντίνου (1994) 3 Α.Α.Δ. 453 και Μάριου Παπαδόπουλου ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608). …»

 

Δεν είναι επιτρεπτό για ένα διάδικο να εγείρει ένα θέμα όποτε το ανακαλύπτει ή όποτε το επιθυμεί, όπως η εφεσείουσα έπραξε στην παρούσα υπόθεση. Η παράλειψη έγερσης του θέματος στις προηγούμενες διαδικασίες, δημιουργεί δεδικασμένο.

     

Ως εκ τούτου, ορθά η ΕΔΥ αποφάσισε το ζήτημα με τα στοιχεία του προσωπικού φακέλου της εφεσείουσας-αιτήτριας ως είχαν, κατά τον ουσιώδη χρόνο και με υπόβαθρο το δεδικασμένο των προσόντων-πτυχίων της. Δεν βρίσκουμε πώς είναι δυνατόν να γίνεται επίκληση για παράλειψη έρευνας και αναφοράς από πλευράς ΕΔΥ, στο «επιπρόσθετο» προσόν, όπως θέλει να το επικαλείται η εφεσείουσα, οπότε και δεν τίθεται καν θέμα περαιτέρω εξέτασης του εγερθέντος ζητήματος. Εκ του περισσού σημειώνουμε ότι έστω και αν πράγματι υπήρξε παράλειψη έρευνας και αναφοράς από πλευράς ΕΔΥ, στο συγκεκριμένο πτυχίο της εφεσείουσας, η συγκεκριμένη παράλειψη δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις, όπως πολύ ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να έχει τις καταλυτικές συνέπειες που ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας εισηγείται.  Σε κάθε περίπτωση, η υπεροχή του ΕΜ στην αρχαιότητα με τη συνεπακόλουθη πείρα έναντι της εφεσείουσας σε συνάρτηση με τα άλλα κριτήρια προαγωγής ήταν καθοριστικής σημασίας για την προαγωγή του.

 

Εν όψει των πιο πάνω η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας, όπως και πάλι θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

Η αντέφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο