Χριστοδούλου Αλέξανδρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 230

ECLI:CY:AD:2015:C375

(2015) 3 ΑΑΔ 230

[*230]26 Μαΐου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσείων - Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 84/2010)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Ειδικά το κριτήριο της σύστασης του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος ― Φύση και εμβέλεια του κριτηρίου με βάση την πλούσια νομολογία επί του θέματος ― Η δυνατότητα παραγνώρισης της σύστασης όταν αυτή συγκρούεται με τα υπηρεσιακά δεδομένα των υποψηφίων ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε πάσχουσα η σύσταση στην κριθείσα περίπτωση.

 

Ο εφεσείων αξίωσε τον παραμερισμό της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους προς πλήρωση της θέσης Διευθυντή Τμήματος Δασών.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90, δεν απαιτείται οι συστάσεις του διευθυντή να είναι αιτιολογημένες, γι’ αυτό είναι άλλωστε νομιμοποιητικά δυνατό, ως και η εδώ περίπτωση, να είναι μονολεκτικές: «Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για διορισμό τον Χριστοφίδη Δημήτριο». Η σύσταση όμως αποτελεί σημαίνον ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης που άπτεται της αξίας των υποψηφίων. Η δε σημασία και βαρύτητα της σύστασης εξαρτάται από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου. Οι συστάσεις του διευθυντή πρέπει να εναρμονίζονται με τα στοιχεία των φακέλων, διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, [*231]διατηρούν δε την εγκυρότητα τους, μόνο όταν δεν αντιμάχονται τα στοιχεία των φακέλων. Ό,τι συνάγεται εκ των στοιχείων του φακέλου εν προκειμένω, κάθε άλλο παρά υποστηρίζει υπεροχή του ΕΜ, αντιθέτως προσβάλλει υπεροχή του εφεσείοντος στην αρχαιότητα και την πείρα, στοιχεία που παραγνωρίστηκαν πλήρως τόσο από την ΕΔΥ όσο και από το Διευθυντή.  Αρχαιότητα κατά έντεκα χρόνια στην αμέσως προηγούμενη θέση του εφεσείοντος και πείρα που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει. Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η πείρα για να είναι αποφασιστικής σημασίας, πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση. Ως εκ τούτου, αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο και λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όπου κατά τα άλλα οι υποψήφιοι κρίνονται ισάξιοι. Ότι η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία που επιτρέπει ευρεία διακριτική ευχέρεια της Αρχής κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου τίθεται υπό την αίρεση, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι η σύσταση, η οποία λειτούργησε ως επιπρόσθετο προσόν υπέρ του ΕΜ, δεν έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία του φακέλου, ως η περίπτωση. Εμφανώς στη βάση των επιμέρους αξιολογικών κριτηρίων και της δοθείσας αιτιολογίας, η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων. Οπότε κατά πάγια νομολογία δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί η βαρύτητα που της προσδόθηκε.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643,

 

Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655,

 

Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915,

 

Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23,

 

Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213,

 

Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 384,

 

Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549,

 

Δημοκρατία κ.ά. ν. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ.  161,

 

Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145,

[*232]Σολωμού ν. Δημοκρατίας (2001) 4(Β) Α.Α.Δ. 881,

 

Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 286,

 

Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112,

 

Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391,

 

Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639,

 

Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,

 

Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 475.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 550/09), ημερομηνίας 5/5/2010.

 

K. Χατζηϊωάννου με Ν. Χατζηϊωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

 

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους - Καθ’ ων η αίτηση.

 

Α. Αγγελίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης που εκδόθηκε στις 5.5.2010, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντoς-αιτητή κατά της απόφασης των εφεσιβλήτων να διορίσουν το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστοφίδη Δημήτριο (ΕΜ) στη μόνιμη θέση Διευθυντή Τμήματος Δασών, από 1.4.2009.

 

Η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής. Τόσο ο εφεσείων όσο και το ΕΜ, που ήσαν μεταξύ των υποψηφίων για την πλήρωση της θέσης, κατείχαν κατά τον χρόνο υποβολής της αί[*233]τησης τους, τη θέση πρώτου συντηρητή δασών, κλίμακα Α14 από το 1998 και ανώτερου συντηρητή δασών από το 1999, αντιστοίχως, στο Υπουργείο Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος.  Αρχικά οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση τόσο από τον Γενικό Διευθυντή Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, όσο και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ). Ο Γενικός Διευθυντής αφού αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων ακολούθως σύστησε για διορισμό το ΕΜ.

 

Στη συνέχεια η ΕΔΥ ασχολήθηκε με τη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων και αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, περιλαμβανομένων και των καθιερωμένων κριτηρίων – αξία, προσόντα, αρχαιότητα – αποδίδοντας στο καθένα ανάλογη βαρύτητα, καθώς και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή, έκρινε κατά πλειοψηφία ότι το ΕΜ υπερείχε των άλλων υποψηφίων και τον επέλεξε ως τον πλέον κατάλληλο για διορισμό στην επίδικη θέση, επισημαίνοντας μάλιστα στην απόφαση ότι αξιολογήθηκε στο υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης ως «εξαίρετος» κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση. Χωρίς να παραλείψει να σημειώσει ότι ως προς την αξία, όπως αντικατοπτριζόταν στις υπηρεσιακές εκθέσεις της τελευταίας δεκαετίας, το ΕΜ υστερούσε οριακά έναντι του εφεσείοντος. Έκρινε όμως, ότι η υπεροχή του τελευταίου σε αρχαιότητα, δεν ήταν δυνατόν να αντισταθμίσει τη γενική υπεροχή του ΕΜ, το οποίο ήταν το μόνο που διέθετε υπέρ του και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.

 

Ο εφεσείων επικαλέστηκε αριθμό λόγων έφεσης για να επιτύχει ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης. Κρίνουμε ωστόσο σκόπιμο να ασχοληθούμε πρώτα με τον 3ο λόγο έφεσης, που πλήττει την ορθότητα της σύστασης του Γενικού Διευθυντή, λόγος που κρίνεται ως καθοριστικός για την έκβαση της έφεσης.

 

Πρωτοδίκως το Δικαστήριο έκρινε, στη βάση της προηγούμενης διαπίστωσης του ότι η σύσταση δεν ήταν αιτιολογημένη, ότι τούτο δεν απαιτείται από το Νόμο, εφόσον δεν ερχόταν σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων (Χατζηλουκά ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 643, 647, Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 655). 

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να υποστηρίξει αντιστρέφοντας τα περί υπεροχής του ΕΜ, ότι η σύσταση ερχόταν σε αντίθεση με τα στοιχεία των φακέλων: ο εφεσείων υπερέχει έναντι του ΕΜ σε αξία, αρχαιότητα και προσόντα, οπότε ο Γενικός Διευθυντής και η [*234]ΕΔΥ ενήργησαν υπό πλάνη, αγνοώντας πλήρως την υπεροχή του σε αρχαιότητα, - την οποία διαπιστώνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτηρίζοντας τη μάλιστα ως σημαντική - τόσο από απόψεως χρόνου εισόδου των μερών στην Υπηρεσία, όσο και γιατί ο εφεσείων κατείχε την αμέσως κατώτερη της υπό εξέταση θέση.

 

Οι εφεσίβλητοι και ο συνήγορος του ΕΜ υποστηρίζουν τη νομιμότητα της κρίσης των εφεσιβλήτων και την ορθότητα της απόφασης του Δικαστηρίου προωθώντας τη θέση ότι η σύσταση είναι απολύτως συμβατή με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Ν. 1/90, δεν απαιτείται οι συστάσεις του διευθυντή να είναι αιτιολογημένες, γι’ αυτό είναι άλλωστε νομιμοποιητικά δυνατό, ως και η εδώ περίπτωση, να είναι μονολεκτικές: «Ο Γενικός Διευθυντής σύστησε για διορισμό τον Χριστοφίδη Δημήτριο».

 

Η σύσταση όμως αποτελεί σημαίνον ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης που άπτεται της αξίας των υποψηφίων (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 915, 918, Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23). Η δε σημασία και βαρύτητα της σύστασης εξαρτάται από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου (Μεστάνας ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 213, Στυλιανού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 384).

 

Οι συστάσεις του διευθυντή πρέπει να εναρμονίζονται με τα στοιχεία των φακέλων διαφορετικά δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, διατηρούν δε την εγκυρότητα τους, μόνο όταν δεν αντιμάχονται τα στοιχεία των φακέλων (Ρούσος ν. Ιωαννίδη κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549, Δημοκρατία κ.ά. ν. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, Μεστάνας (ανωτέρω), Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 145 και Σολωμού ν. Δημοκρατίας (2001) 4(Β) Α.Α.Δ. 881).

 

Ό,τι συνάγεται εκ των στοιχείων του φακέλου κάθε άλλο παρά υποστηρίζει υπεροχή του ΕΜ, αντιθέτως προβάλλει υπεροχή του εφεσείοντος στην αρχαιότητα και την πείρα, στοιχεία που παραγνωρίστηκαν πλήρως τόσο από την ΕΔΥ όσο και από το Διευθυντή. Αρχαιότητα κατά έντεκα χρόνια στην αμέσως προηγούμενη θέση του εφεσείοντος και πείρα που αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει (Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 286). Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, η πείρα για να είναι αποφασιστικής σημασίας πρέπει να έχει αποκτηθεί κατά την εκτέλεση καθηκόντων σε θέση που προηγείται της επίδικης, όπως συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση (Μεστάνας [*235](ανωτέρω), Μιχαηλίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 112). Ως εκ τούτου αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο και λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όπου κατά τα άλλα οι υποψήφιοι κρίνονται ισάξιοι (Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649).

 

Ότι η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία που επιτρέπει ευρεία διακριτική ευχέρεια της Αρχής κατά την επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου τίθεται υπό την αίρεση, ανάμεσα σ’ άλλα, ότι η σύσταση, η οποία λειτούργησε ως επιπρόσθετο προσόν υπέρ του ΕΜ, δεν έρχεται σε αντίθεση με τα στοιχεία του φακέλου, ως η περίπτωση (Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, 721 και Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 475). 

 

Εμφανώς στη βάση των επιμέρους αξιολογικών  κριτηρίων και της δοθείσας αιτιολογίας, η σύσταση του Διευθυντή συγκρούεται προς τα στοιχεία των φακέλων. Οπότε κατά πάγια νομολογία δεν θα έπρεπε να της είχε προσδοθεί η βαρύτητα που της προσδόθηκε.

 

Ο 3ος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Εν όψει της επιτυχίας του 3ου λόγου, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων έφεσης, σχετικών με επιμέρους αξιολογικά κριτήρια.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση παραμερίζεται, η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται, Άρθρο 146(4)(β) του Συντάγματος.

 

Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντος, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο