Δημητριάδου Αννίτα ν. Γλαύκου Καριόλου και Άλλων (2015) 3 ΑΑΔ 274

ECLI:CY:AD:2015:C395

(2015) 3 ΑΑΔ 274

[*274]5 Ιουνίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΝΙΤΑ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Ενδιαφερόμενο Μέρος,

 

ν.

 

1. ΓΛΑΥΚΟΥ ΚΑΡΙΟΛΟΥ,

2. ΜΑΡΙΝΟΥ ΜΕΝΕΛΑΟΥ,

3. ΜΕΛΕΤΗ ΑΠΟΣΤΟΛΙΔΗ,

4. ΧΡΙΣΤΙΝΑΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

 

Εφεσιβλήτων - Αιτητών,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

 

Καθ’ ου η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 124/2010)

 

 

Έννομο Συμφέρον ― Κατά πόσο υφίσταται στο πρόσωπο τρίτων, οι οποίοι θα μπορούσαν να είναι διεκδικητές μιας δημόσιας θέσης που όμως πληρώθηκε χωρίς να δημοσιευτεί, προκειμένου να αποκατασταθεί η σταδιοδρομία θιγομένου από ακυρωτικού δικαστική απόφαση υπαλλήλου.

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Υπάλληλοι ― Ο θεσμός της αποκατάστασης σταδιοδρομίας υπαλλήλου του οποίου η προαγωγή ακυρώθηκε δικαστικά.

 

Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ― Υπάλληλοι ― Αποκατάσταση σταδιοδρομίας ― Κατά πόσο ήταν δυνατή η κατ’ αναλογία εφαρμογή του Άρθρου 45 του Ν.1/90 για αποκατάσταση υπαλλήλων του Κ.Ο.Τ. πριν την ρητή εισαγωγή του θεσμού της αποκατάστασης στο κανονιστικό πλαίσιο του οργανισμού.

 

Η εφεσείουσα/ενδιαφερόμενο μέρος αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης, με την οποία είχε ακυρωθεί η τοποθέτησή της στην [*275]θέση Διευθυντή Τουρισμού χωρίς να προκηρυχθεί προηγουμένως η θέση, λόγω του ότι η διαδικασία πλήρωσής της διενεργήθηκε προς το σκοπό της αποκατάστασης της σταδιοδρομίας της εφεσείουσας.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Το έννομο συμφέρον εξετάζεται πρωτίστως ως θέμα δημοσίου δικαίου, είτε εγείρεται από τους διαδίκους, είτε εγείρεται αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. Είναι το έννομο συμφέρον του αιτητή που πάντοτε εξετάζεται και όχι αυτό του ενδιαφερομένου μέρους. Η ενέργεια του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ. να αποκαταστήσει την εφεσείουσα σε υπεράριθμη θέση, ιδιαιτέρως διότι ακολουθούσε αυτή την πρακτική και προηγουμένως, ήταν τουλάχιστον εντός της διακριτικής της ευχέρειας και εξαιτίας αυτής της ενέργειας, ποσώς δεν επηρεάστηκαν οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι δεν διεκδικούσαν εκείνη τη θέση. Επομένως, συνάγεται ότι δεν είχαν έννομο συμφέρον να αιτηθούν πρωτοδίκως την ακύρωση της αποκατάστασης σε υπεράριθμη θέση, όπως ήταν το πρώτο σκέλος της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου. Η νομολογία αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον στην επιδίωξη ακύρωσης προαγωγής σε υπεράριθμη θέση εφόσον, όπως λέχθηκε στη Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 658, η διαδικασία αποκατάστασης είναι διαδικασία ανεξάρτητη από τη διαδικασία επανεξέτασης συνεπεία ακυρωτικής αποφάσεως. Στην απόφαση για αποκατάσταση δυνάμει διορισμού ή προαγωγής σε υπεράριθμη θέση δεν γίνεται, ούτε υπάρχει σύγκριση μεταξύ υπαλλήλων, ώστε αυτοί να τύχουν αξιολόγησης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο προς επιλογή του καταλληλότερου. Υπό αυτή την έννοια, οι εφεσίβλητοι δεν διεκδικούσαν για τον εαυτό τους την προαγωγή τους σε υπεράριθμη θέση, διότι δεν έτυχαν προαγωγής η οποία εκ των υστέρων να ακυρώθηκε ώστε να τίθετο θέμα δικής τους αποκατάστασης σε υπεράριθμη θέση. Έπεται ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να αιτηθούν την ακύρωση της υπεράριθμης προαγωγής εφόσον  δεν θα ωφελούνταν οι ίδιοι από την ακύρωση αυτή. Η προαγωγή σε υπεράριθμη θέση έχει ακριβώς την έννοια, ότι ο υπάλληλος προάγεται σε θέση πέραν και έξω από τις οργανικές θέσεις του Οργανισμού. Και δεν είναι χωρίς σημασία και ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με τη νομιμοποίηση των εφεσιβλήτων να αιτηθούν ακύρωσης της προαγωγής της εφεσείουσας, χωρίς να διεκδικούν τη θέση για τους ίδιους. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος σκεπτικού, το αιτητικό δεν προχωρεί να προτάξει τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι ή οιοσδήποτε από αυτούς έπρεπε να τύχει προαγωγής, «αντί» της εφεσείουσας. Αποτελεί αξίωμα στο διοικητικό δίκαιο ότι η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται εκ προοιμίου [*276]απαράδεκτη όταν στρέφεται κατά πράξεως η ακύρωση της οποίας δεν θα ωφελέσει τον αιτούντα, ή, αντίθετα, δεν θα τον βλάψει. 

 

2.  Ουδόλως ευθύνεται η ίδια η εφεσείουσα για την τροπή που πήραν τα πράγματα. Η ακύρωση της προαγωγής της εφεσείουσας έγινε λόγω της λανθασμένης απόφασης του Κ.Ο.Τ. να επαναπροκηρύξει τη θέση διότι υπήρχε ισοψηφία μεταξύ δύο λειτουργών, με αποτέλεσμα αντί να συνεχίσει ο Κ.Ο.Τ. να αποφασίσει ως το αρμόδιο διοικητικό όργανο την προαγωγή ενός εξ αυτών, δεν ολοκλήρωσε τη διαδικασία, αλλά αντίθετα την επαναπροκήρυξε. Απορρέει συνεπώς ότι η εφεσείουσα απώλεσε την αρχική προαγωγή της από 1.6.2000, λόγω νομικών σφαλμάτων στην όλη διαδικασία που ακολούθησε ο Κ.Ο.Τ..

 

3.  Το πρόβλημα φαίνεται να δημιουργήθηκε από την ταυτόχρονη απόφαση του Κ.Ο.Τ. να αποδώσει και την οργανική θέση στην εφεσείουσα, πέραν της τοποθέτησής της στην υπεράριθμη θέση.  Έχει ήδη λεχθεί ότι το αιτητικό πρωτοδίκως στην αίτηση ακυρώσεως ήταν, στην ουσία, διπλό, φαίνεται δε να συμφωνούν οι διάδικοι ότι οι δύο πράξεις της υπεράριθμης τοποθέτησης και της κανονικής προαγωγής, ήταν μεταξύ τους συναφείς. Συνάφεια, κατά τη νομολογία, υπάρχει όταν μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης. Επίσης, μπορούν να προσβληθούν με το ίδιο δικόγραφο, εκείνες που εδράζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο διοικητικό όργανο, στην ίδια διαδικασία. Η συνάφεια των πράξεων επαρκούσε στην υπό κρίση περίπτωση για την ταυτόχρονη συνύπαρξή τους στην ίδια αίτηση ακυρώσεως, παρά την αυτοτέλεια που διατηρεί η κάθε μία. Δεν θα ήταν όμως λανθασμένος και ο διαχωρισμός του δικογράφου, ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε την ευκαιρία να εξέταζε χωριστά τη νομιμότητα της πράξης αποκατάστασης με τον υπεράριθμο διορισμό και μετέπειτα τη νομιμότητα της προαγωγής στην οργανική θέση. Έχει όμως δίκαιο η εφεσείουσα όταν εισηγείται ως μέρος των λόγων έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε στην ουσία με την πρώτη πράξη της αποκατάστασης σε υπεράριθμη θέση, εξετάζοντας μόνο τη δεύτερη πράξη για την οποία αποφάσισε ότι θα έπρεπε να υπήρχε δημοσίευση. Και σ’ αυτό δεν βοήθησε το αιτητικό της αίτησης ακυρώσεως και ο τρόπος διατύπωσής του. Όπως παρατηρεί ο συνήγορος της εφεσείουσας το Άρθρο 45(3), δεν προνοεί για δημοσίευση ή προκήρυξη της κενής θέσης, αλλά την παραχωρεί στον κάτοχο της υπεράριθμης θέσης την οποία κατέλαβε ο ενδιαφερόμενος μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου. Η πρόνοια αυτή εισάγει εξαίρεση από τη γενική αρχή δημοσίευσης και προκήρυξης μιας θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η εξαίρεση επιτρέπεται εφόσον ρητά καθορίζεται στον ίδιο τον Νόμο, εν [*277]προκειμένω το Άρθρο 45(3). Οι εφεσίβλητοι πρωτόδικα δεν επιδίωξαν με την αίτηση ακυρώσεως τους την κήρυξη του Άρθρου 45, ή, των επί μέρους προνοιών αυτού ως αντισυνταγματικού. Παραμένει επομένως η σχετική πρόνοια να αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα της δημοσίευσης και προκήρυξης, ιδιαιτέρως εφόσον έχει κριθεί ήδη ανωτέρω ότι εφαρμόζεται το άρθρο αυτό και στις περιπτώσεις όπου ο υπάλληλος είχε το πρώτον προαχθεί στη θέση στην οποία εκ των υστέρων αποκαθίσταται λόγω ακύρωσης της προαγωγής. Καθίσταται περαιτέρω λοιπόν φανερό ότι όχι μόνο οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη απόφαση του Κ.Ο.Τ., αλλά και η εφεσείουσα δεν κωλύεται από του να προωθήσει την έφεσή της. Στην υπό κρίση περίπτωση, η εφεσείουσα διατηρεί το έννομο συμφέρον της να εφεσιβάλει την πρωτόδικη κρίση, διότι εξ αυτής έχασε την προαγωγή της από το 2007. Δεν ακολουθεί μοναχικό δρόμο, όπως εισηγήθηκε η κα Καλλιγέρου.

 

4.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επομένως, έσφαλε στην κρίση του όσον αφορά τη μη εφαρμογή του Άρθρου 45 στα δρώμενα του Κ.Ο.Τ. και εξέτασε αποσπασματικά μόνο την κατάληψη της κενής θέσης προαγωγής από τις 27.2.2007, χωρίς ταυτόχρονα να εξετάσει τη συνέπεια της κατάληψης της θέσης αρχικά ως υπεράριθμης από την εφεσείουσα, η οποία είχε ως νομοθετική πλέον συνέπεια και την κατάληψη της κενωθείσας οργανικής θέσης. Να λεχθεί επίσης, ότι οι λόγοι που επικαλούνται οι εφεσίβλητοι στην αίτηση ακυρώσεώς τους και οι οποίοι κατά τη συνήγορο τους χρήζουν εξέτασης από την Ολομέλεια σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, έχουν στην ουσία καλυφθεί κατά την αναδίπλωση του παρόντος σκεπτικού. Όπως προκύπτει από την πρωτοδίκως κατατεθείσα γραπτή αγόρευση, στην οποία συρρικνώνονται όλοι οι λόγοι ακύρωσης στην προσφυγή, οι λόγοι ακύρωσης εστιάζονταν στο παράνομο της μη δημοσίευσης της κενής θέσης και την παραχώρηση αυτής στην εφεσείουσα κατά παράβαση της αρχής της ισότητας που διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και στην έλλειψη αιτιολογίας και πλάνης περί την εφαρμογή της νομοθεσίας και των Κανονισμών του Κ.Ο.Τ.. Οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που αναφέρονται στην προσφυγή, όπως για παράδειγμα, το παράνομο της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ., θεωρούνται ότι εγκαταλείφθηκαν. Ως προς ειδικά την έλλειψη αιτιολογίας, η συνήγορος αναφέρεται κυρίως στα όσα καταγράφηκαν από εκείνα τα μέλη του Κ.Ο.Τ. που διαφώνησαν με την αποκατάσταση της εφεσείουσας με την κατ’ αναλογία χρήση του Άρθρου 45. Έχει όμως ήδη αποφασισθεί πιο πάνω, ότι η πλειοψηφία ορθά έκρινε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το Άρθρο 45 και οι προϋποθέσεις που καθορίζει το εδάφιο (2) αυτού, ικανοποιούνταν. Τα περί [*278]ανισότητας με τη μη προκήρυξη της θέσης έχουν επίσης απαντηθεί ήδη και επαναλαμβάνεται ότι δεν επιδιώχθηκε πρωτοδίκως η κήρυξη του Άρθρου 45 ως αντισυνταγματικού.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Χατζηχάννας κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ., Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις 1094/2000 και 1103/2000, ημερ. 21.3.2005,

 

Δημητριάδου ν. Χατζηχάννα κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 57,

 

Λαμπρατσιώτη v. Aνδρέου (2013) 3 Α.Α.Δ. 202,

 

Παπαδόπουλος κ.ά. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1,

 

Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 80,

 

Καραγιώργη v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669,

 

Απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, υπ. αρ. 601/79,

 

C.E. 26 dec. 1925, Rodiere, Rec. 1065,

 

Κουφτερός ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1147,

 

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 658,

 

Ηλία ν. Α.Η.Κ. (2007) 4 Α.Α.Δ. 809,

 

Βραχίμης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 498,

 

Δημοκρατία ν. Χατζηστυλλή (2003) 3 Α.Α.Δ. 484,

 

Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363,

 

Μενελάου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370,

 

Συμεού κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ., Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις 215/2000 και 216/2000, ημερ. 29.11.2001,

 

Bokov v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 614,

[*279]Κιτής κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734,

 

Συμεωνίδου v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258,

 

Κωνσταντινίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 849/10 κ.ά., ημερ. 6.3.2015,

 

Δημητρίου ν. Κ.Ο.Τ., Υπόθ. Αρ. 1329/07, ημερ. 16.3.2011,

 

Κοφτερός ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171,

 

Φινόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1729/2011 κ.ά., ημερ. 10.12.2013.

 

Έφεση.

 

Έφεση από το Ενδιαφερόμενο Μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 827/08), ημερομηνίας 22/7/2010.

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Καλλιγέρου (κα) με Χρ. Μιχαηλίδου (κα) και Ε. Μιλτιάδου (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τους Εφεσίβλητους.

 

Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ’ ου η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν το ενδιαφερόμενο μέρος στην προσφυγή υπ’ αρ. 827/2008 την οποία άσκησαν οι εκεί αιτητές, εδώ εφεσίβλητοι, εναντίον της προαγωγής της στη θέση Διευθυντή Τουρισμού για το Τμήμα Διοίκησης σε υπεράριθμη θέση στην κενωθείσα από 27.2.2007 θέση Διευθυντή Τουρισμού στο Τμήμα Στρατηγικής.

 

Συγκεκριμένα, όπως προκύπτει από το αιτητικό της καταχωρηθείσας προσφυγής (και αυτό έχει τη σημασία του για τους λόγους που θα αναφερθούν αργότερα), οι αιτητές επιδίωξαν την ακύρωση της απόφασης ή των αποφάσεων του Κυπριακού Οργανισμού Του[*280]ρισμού, όπως αυτή ή αυτές έγιναν γνωστές «… με εγκύκλιο της Γενικής Διευθύντριας αρ. 19 ημερομηνίας 18/4/2008, Επισύναψη 1, σύμφωνα με τις οποίες το ενδιαφερόμενο μέρος Αννίτα Δημητριάδου προήχθη πρώτα σε υπεράριθμη θέση Διευθυντή Τουρισμού και στη συνέχεια προήχθη σε μόνιμη θέση Διευθυντή Τουρισμού, Τμήμα Τουριστικής Οργάνωσης (Στρατηγικής) (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής), χωρίς ποτέ αυτή η θέση να δημοσιευτεί και/ή προκηρυχθεί στο ευρύ κοινό …».

 

Στη σύντομη παράθεση των γεγονότων στην αίτηση ακυρώσεως περιλήφθησαν ελάχιστα δεδομένα και, πάντως, όχι το ιστορικό της διαφοράς, το οποίο έχει τη δική του καταλυτική σημασία και το οποίο ανεφέρθη στην ένσταση του Κ.Ο.Τ.. Τα δεδομένα που επέλεξαν οι αιτητές-εφεσίβλητοι να παρουσιάσουν, απλώς παρέπεμπαν στο ότι χωρίς ποτέ η επίδικη θέση Διευθυντή Τουρισμού, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, να είχε δημοσιευτεί, αυτή πληρώθηκε με την προαγωγή της εφεσείουσας, αφού πρώτα αποφασίστηκε η υπεράριθμη προαγωγή της στη θέση. Και ότι οι εφεσίβλητοι κατείχαν όλα τα προσόντα της θέσης και θα ήταν καταλληλότεροι για προαγωγή, υποβάλλοντας προς τούτο αίτηση, αν η θέση προκηρυσσόταν.

 

Το όλο ιστορικό αποκαλύπτει ότι η εφεσείουσα είχε προαχθεί στη θέση Διευθυντή Τουρισμού για το Τμήμα Διοίκησης προηγουμένως, με ισχύ από 1.6.2000. Ασκήθηκαν οι προσφυγές υπ’ αρ. 1094/2000 και 1103/2000, Xατζηχάννας κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ., ημερ. 21 Μαρτίου, 2005 από άλλους ενδιαφερομένους αιτητές οι οποίοι και πέτυχαν την ακύρωση της επιλογής της εδώ εφεσείουσας για τη θέση. Η έφεση που καταχωρήθηκε από αυτήν απορρίφθηκε με την απόφαση στην Δημητριάδου ν. Χατζηχάννα κ.ά. (2008) 3 Α.Α.Δ. 57.

 

Ο Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού επανεξέτασε το θέμα της πλήρωσης της θέσης και δεν επέλεξε την εφεσείουσα η οποία απώλεσε έτσι οριστικά τη θέση Διευθυντή Τουρισμού στο Τμήμα Διοίκησης που είχε καταλάβει από το 2000. Αντ’ αυτής, ο Κ.Ο.Τ. επέλεξε τη Δέσπω Συμεού που ήταν η δεύτερη αιτήτρια στις προσφυγές υπ’ αρ. 1094/2000 και 1103/2000, Xατζηχάννας κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ., ημερ. 21 Μαρτίου, 2005. Στη Δέσπω Συμεού προσφέρθηκε διορισμός στη θέση αναδρομικά από την 1.1.2000. Στις 29.2.2008, η κα Συμεού αφυπηρέτησε και η θέση παρέμεινε κενή. Στις 3.4.2008, το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ. εξέτασε ειδικά την περίπτωση της εφεσείουσας και αποφάσισε την από 15.7.2002 προαγωγή της σε υπεράριθμη θέση ώστε στη συνέχεια να καταλάβει την πρώτη από τις δύο κενωθείσες θέσεις Διευθυντή Τουρισμού. Ο λόγος που το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε την υπεράριθμη προαγωγή της εφεσείουσας [*281]από 15.7.2002 ήταν η πλήρωση προηγουμένως ακόμη μιας θέσης Διευθυντή Τουρισμού στο Τμήμα Παροχής Τουριστικών Υπηρεσιών, η οποία θέση είχε πληρωθεί με την προαγωγή του Λεύκου Φυλακτίδη από 15.7.2002.

 

Υπήρχαν στο στάδιο εκείνο δύο κενές θέσεις, μια στο Τμήμα Στρατηγικής και μια στο Τμήμα Διοίκησης. Το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε επίσης ταυτόχρονα την προκήρυξη της θέσης Διευθυντή Τουρισμού που είχε παραμείνει κενή από 1.3.2008 με την αφυπηρέτηση της Δέσπως Συμεού. Στις 18.4.2008, ο Κ.Ο.Τ. απέστειλε σημείωμα σε όλο το προσωπικό ότι η εφεσείουσα είχε προαχθεί στην επίδικη θέση από 17.4.2008. Δεν γινόταν όμως σ’ αυτό λόγος για την προηγηθείσα υπεράριθμη προαγωγή. Ακολούθησε η προσφυγή υπ’ αρ. 827/2008 από τους τέσσερεις αιτητές, εδώ εφεσίβλητους, η οποία απέληξε σε ακυρωτική απόφαση, με επιτυχία της προσφυγής.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε συναφή προδικαστική ένσταση του Κ.Ο.Τ., ότι οι εφεσίβλητοι στερούνταν εννόμου συμφέροντος να προσβάλουν την υπεράριθμη προαγωγή της εφεσείουσας εφόσον δεν κατείχαν τα προσόντα και περαιτέρω απέρριψε και το επιχείρημα ότι η εφεσείουσα ορθώς είχε αποκατασταθεί κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 45 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προαγωγή σε υπεράριθμη θέση ήταν διαδικασία που δεν προβλεπόταν οπουδήποτε στους περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωση και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1970. Ούτε και υπήρχε οποιαδήποτε άλλη πρόνοια που να επέτρεπε την κατ’ αναλογία εφαρμογή των προνοιών του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου. Επομένως, κατά το Δικαστήριο, εσφαλμένα ο Κ.Ο.Τ. εφάρμοσε το Άρθρο 45 του Νόμου αρ. 1/90, καταλήγοντας ότι οι εφεσίβλητοι, αιτητές ενώπιον του, είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη απόφαση «….. αφού τους στέρησε, η μη προκήρυξη, τη δυνατότητα διεκδίκησης της θέσης.». 

 

Στη συνέχεια έκρινε ότι, ως αναπόφευκτη συνέπεια, με τον λόγο ακύρωσης που προέβαλλαν οι εφεσίβλητοι, δεν θα μπορούσε η επίδικη θέση να πληρωθεί χωρίς την προηγούμενη προκήρυξη της ως θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής, και επομένως η προσφυγή θα έπρεπε να επιτύχει. Αυτό, στη βάση ότι η αρχή της ισότητας επέβαλλε δημοσιοποίηση της θέσης ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι να είχαν τη δυνατότητα να ενδιαφερθούν γι’ αυτή και να υποβάλουν αίτηση.

 

Η εφεσείουσα εισηγείται ότι λανθασμένα το Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση ότι οι αιτητές στερούντο εννόμου συμφέροντος, [*282]ενώ ταυτόχρονα δεν ασχολήθηκε καθόλου με το έννομο συμφέρον αυτών να προσβάλουν την πρώτη απόφαση του Κ.Ο.Τ. με την προαγωγή της εφεσείουσας στην υπεράριθμη θέση από 15.7.2002. Κατά την εισήγηση υπήρξε σύγχυση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της υπεράριθμης προαγωγής σε μη κενή θέση από 15.7.2002, με την κανονική προαγωγή από 27.2.2007 σε κενή μη προκηρυχθείσα θέση. Οι εφεσίβλητοι δεν διεκδίκησαν για τον εαυτό τους την υπεράριθμη θέση που κατέλαβε η εφεσείουσα από 15.7.2002 με αποκατάσταση της, εφόσον με την προσφυγή τους δεν ζήτησαν τη δική τους προαγωγή είτε υπεράριθμα, είτε κανονικά. Επομένως στερούνταν του εννόμου συμφέροντος να εγείρουν την προσφυγή και ιδιαιτέρως να προσβάλουν την πρώτη απόφαση του Κ.Ο.Τ. να προάξει σε υπεράριθμη θέση την εφεσείουσα. 

 

Περαιτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέτασε την προδικαστική ένσταση που προέβαλε η εφεσείουσα, ως ενδιαφερόμενο ενώπιον του μέρος, ότι οι εφεσίβλητοι κωλύοντο να εγείρουν στις αγορεύσεις τους ως λόγο ακύρωσης τη μη προκήρυξη ή δημοσίευση της κενής θέσης Διευθυντή Τουρισμού εφόσον δεν τον εξειδίκευσαν στα νομικά σημεία της προσφυγής τους και ούτε προέβαλαν προς τούτο οποιαδήποτε ρητή, εξειδικευμένη αιτιολογία, παρά μόνο προέβαλαν γενικούς και αόριστους λόγους. Η νομοθεσία του Κ.Ο.Τ. δεν απαγόρευε την εφαρμογή του Άρθρου 45 του Νόμου αρ. 1/90 και κατ’ επέκταση το Δικαστήριο πεπλανημένα απέρριψε τη θέση ότι η κατ’ αναλογίαν εφαρμογή του άρθρου αυτού δεν επιτρεπόταν. Αυτό διότι παγίως το Διοικητικό Συμβούλιο του Κ.Ο.Τ. εφάρμοζε από καιρού παρόμοια πρακτική ή πολιτική κατ’ επίκληση του Άρθρου 45. Η υπεράριθμη προαγωγή περαιτέρω μπορούσε να διασωθεί λόγω επάλληλης αιτιολογίας εφόσον η εφεσείουσα δικαιούτο να αποκατασταθεί με υπεράριθμη προαγωγή ακόμη και χωρίς την επίκληση του Άρθρου 45.

 

Τέλος, η εφεσείουσα θεωρεί ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι έπρεπε η θέση να τύχει δημοσίευσης και ή προκήρυξης ή ότι δεν μπορούσε να πληρωθεί χωρίς να προηγηθεί προκήρυξη της.

 

Είναι η αντίθετη θέση των Εφεσιβλήτων ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο απεφάσισε ότι η μη προκήρυξη της θέσης και, μάλιστα, με επίκληση του Άρθρου 45, ήταν λανθασμένη και ότι οι Εφεσίβλητοι είχαν έννομο συμφέρον να διεκδικήσουν με την πρωτόδικη προσφυγή τους, την ακύρωση της πράξης του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ.. Περαιτέρω, η κα Καλλιγέρου αγορεύοντας, έθεσε ζήτημα για προκαταρκτική εξέταση από την Ολομέλεια, ότι η [*283]ίδια η εφεσείουσα δεν έχει έννομο συμφέρον να προωθεί πλέον την έφεσή της, και αυτό πάνω σε δύο άξονες. Αφενός, διότι ο Κ.Ο.Τ. δεν εφεσίβαλε την ακυρωτική πρωτόδικη απόφαση προς όφελος των εφεσιβλήτων, και, αφετέρου, η εφεσείουσα δεν μπορεί να ακολουθεί μοναχικό δρόμο στη βάση των προσφάτως αποφασισθέντων στην απόφαση της Ολομέλειας Λαμπρατσιώτη v. Aνδρέου (2013) 3 Α.Α.Δ. 202. Πρόσθετα, η συνήγορος ζήτησε όπως, σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, εξεταστούν οι λόγοι που έθεσε, δια υπομνήματος, ενώπιον της Ολομέλειας, ώστε να αποφασισθούν όλα εκείνα τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε.

 

Ο κ. Κωνσταντίνου, στη δική του αγόρευση, έθεσε ζήτημα ότι η Ολομέλεια θα πρέπει πρώτα να εξετάσει το έννομο συμφέρον των ίδιων των εφεσιβλήτων, ως αιτητών πρωτοδίκως, και μόνο εάν αποδεχθεί ότι όντως είχαν τέτοιο έννομο συμφέρον θα συνεχίσει να εξετάσει το έννομο συμφέρον της ίδιας της εφεσείουσας επί της εφέσεώς της. Πρόσθετα, ο συνήγορος διαφοροποίησε, τόσο την απόφαση της Ολομέλειας στην Λαμπρατσιώτη v. Aνδρέου (πιο πάνω), όσο και άλλες που ανέφερε η κα Καλλιγέρου, από τα δεδομένα της υπό συζήτηση υπόθεσης. Θεωρεί ότι η εφεσείουσα εδώ διατηρεί το δικό της έννομο συμφέρον διότι απώλεσε οριστικά τη θέση που της δόθηκε με τον υπεράριθμο διορισμό. Στην ουσία, η εφεσείουσα έχει χάσει την προαγωγή της από το 2002, και το γεγονός, όπως διαφάνηκε στην πορεία της συζήτησης, ότι εκ των υστέρων ο Κ.Ο.Τ. επιδίωξε και εφάρμοσε με την Κ.Δ.Π. 534/12 και νομοθετικά, πρόνοια για υπεράριθμο διορισμό, όπως εφάρμοζε παλαιότερα δια πρακτικής, δεν εξισώνεται με απώλεια του συμφέροντος της εφεσείουσας, επειδή η ίδια ζήτησε μετέπειτα την αναδρομική προαγωγή της από το 2009.

 

Η κα Κλεάνθους, από πλευράς του Κ.Ο.Τ., απαντώντας στο επιχείρημα των εφεσιβλήτων ότι δεν έχει εφεσιβάλει την πρωτόδικη απόφαση και άρα δεν μπορεί να ακουστεί υπέρ της εφεσείουσας, προέταξε ότι ο Κ.Ο.Τ. στην ουσία, δεν αποδέχθηκε την πρωτόδικη κρίση διότι δεν έχει προβεί σε επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση. Επανέφερε την εφεσείουσα στην προηγούμενη θέση, προέβηκε σε υπεράριθμο διορισμό, αναμένοντας το αποτέλεσμα στην παρούσα έφεση. Επομένως, διαδικαστικά, αλλά και επί της ουσίας, ο Κ.Ο.Τ. μπορεί να υιοθετήσει τις θέσεις της εφεσείουσας, όπως αυτές περικλείονται στο περίγραμμά της, και όπως αναπτύχθηκαν περαιτέρω ενώπιον της Ολομέλειας.

 

Εξετάζοντας την όλη διάσταση της υπόθεσης, καθίσταται φανερό ότι προέχει η εξέταση του εννόμου συμφέροντος των ιδίων [*284]των εφεσιβλήτων, υπό την ιδιότητά τους ως αιτητών πρωτοδίκως. Εάν διαφανεί ότι η πρωτόδικη κρίση ήταν λανθασμένη, αυτό θέτει τέρμα στην εξέταση του εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας, που, όπως δήλωσε η κα Καλλιγέρου κατά την αγόρευσή της, το επιχείρημά της αφορά στην απώλεια του συμφέροντός της ως εφεσείουσας, μετά, δηλαδή, την καταχώρηση της έφεσης, και ως αποτέλεσμα εξελίξεων στη Νομολογία, αλλά και των χειρισμών του Κ.Ο.Τ., δεχόμενη ότι πρωτοδίκως η εφεσείουσα είχε, βεβαίως, έννομο συμφέρον. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Παπαδόπουλος κ.ά. v. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 1, η κρίση για την έλλειψη νομιμοποίησης προηγείται από την κρίση για την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Το έννομο συμφέρον εξετάζεται πρωτίστως ως θέμα δημοσίου δικαίου, είτε εγείρεται από τους διαδίκους, είτε εγείρεται αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο. Όπως υπεδείχθη και στη Χατζηγέρου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2003) 3 Α.Α.Δ. 80, είναι το έννομο συμφέρον του αιτητή που πάντοτε εξετάζεται και όχι αυτό του ενδιαφερομένου μέρους.

 

Είναι σημαντικό για το σκεπτικό της παρούσας απόφασης να γίνει αναφορά στην απόφαση του Κ.Ο.Τ., ημερομηνίας 3.4.2008, που τέθηκε πρωτοδίκως ως Παράρτημα 4 στην Ένσταση, με την οποία το Διοικητικό Συμβούλιο απεφάσισε ταυτόχρονα δύο πράγματα: Τον υπεράριθμο διορισμό της εφεσείουσας με ισχύ από το 2002, ημερομηνία που είχε προαχθεί ο κ. Λ. Φυλακτίδης στη θέση Διευθυντή Τουρισμού και, δεύτερον, όπως καταλάβει την πρώτη κενωθείσα θέση Διευθυντή Τουρισμού, η οποία κενώθηκε στο Τμήμα Στρατηγικής στις 27.2.2007. Αποφάσισε, επίσης, ο Κ.Ο.Τ. στο ίδιο πρακτικό, όπως προκηρυχθεί η θέση Διευθυντή Τουρισμού, από 1.3.2008. Από το πρακτικό φαίνεται ότι η απόφαση ήταν πλειοψηφική, έξι έναντι τριών, και εκείνο που απασχόλησε τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ., ήταν κατά πόσο μπορούσε ή όχι να εφαρμοστεί το Άρθρο 45 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/1990, κατ’ αναλογία, και στα δρώμενα των εργοδοτουμένων του Κ.Ο.Τ.. Η πλειοψηφία αποφάσισε ότι ο Κ.Ο.Τ. υπείχε υποχρέωση αποκατάστασης της εφεσείουσας στη θέση που απώλεσε, όχι εξαιτίας της ίδιας και των χειρισμών της, αλλά λόγω των λανθασμένων αποφάσεων του ιδίου του Κ.Ο.Τ.. Περαιτέρω, ο Κ.Ο.Τ. για τουλάχιστον από το 1996, προέβαινε σε υπεράριθμους διορισμούς, με αναφορά στο εν λόγω Άρθρο 45, ιδιαίτερα όταν υπάλληλος ζημιούται στην επαγγελματική του σταδιοδρομία, όχι με δική του υπαιτιότητα. Έγινε αναφορά στην αρχή της ισότητας των πολιτών και στις αρχές της χρηστής διοίκησης και της ίσης μεταχείρι[*285]σης, ότι πρέπει άτομα τα οποία τελούν υπό τις αυτές συνθήκες, να τυγχάνουν παρόμοιας μεταχείρισης.

 

Το Άρθρο 45 του Νόμου αρ. 1/1990, προνοεί ότι όπου η προαγωγή υπαλλήλου σε μια θέση ακυρώνεται μετά από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η Ε.Δ.Υ. αν δεν αποφασίσει την εκ νέου προαγωγή του κατά την επανεξέταση, δικαιούται να αποφασίσει την υπεράριθμη προαγωγή του υπαλλήλου, όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο εδάφιο (2). Το εδάφιο αυτό προνοεί ότι η εξουσία της Ε.Δ.Υ. ασκείται μόνο όταν πεισθεί ότι «… εν όψει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας του υπαλλήλου και του αριθμού των κενών θέσεων οι οποίες πληρώθηκαν κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της απόφασής της και της ακύρωσης αυτής, επηρεάστηκε πράγματι η σταδιοδρομία του υπαλλήλου.»

 

Είναι, στην ουσία, παραδεκτό από όλα τα διάδικα μέρη ότι ο θεσμός της αποκατάστασης υπαλλήλου του οποίου η προαγωγή ακυρώθηκε, όπως είναι και ο πλαγιότιτλος του Άρθρου 45, εφαρμόστηκε για πρώτη φορά το 1990 με τη νομοθεσία περί Δημοσίας Υπηρεσίας. Στη νομοθεσία του Κ.Ο.Τ., (Νόμος αρ. 54/1969, όπως τροποποιήθηκε) και τους κανονισμούς που υφίσταντο μέχρι το 2012, (Κ.Δ.Π. 829/1970, κ.ε.), δεν υπήρχε ανάλογη πρόνοια. Από το πρακτικό του Κ.Ο.Τ., ημερομηνίας 3.4.2008, φαίνεται με σαφήνεια ότι η πρακτική της υπεράριθμης προαγωγής στα πλαίσια της αποκατάστασης δικαίου, εφαρμοζόταν στον Κ.Ο.Τ. και πριν τη θεσμοθέτηση της έννοιας της αποκατάστασης με την Κ.Δ.Π. 534/2012, ημερομηνίας 28.12.2012, και έγιναν υπεράριθμες προαγωγές και πριν την περίπτωση της εφεσείουσας. Πρόκειτο για μια πρακτική που δεν είχε προηγουμένως, όπως φαίνεται, δημιουργήσει οποιοδήποτε πρόβλημα. Το γεγονός ότι οι περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (Διάρθρωσις και Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμοί του 1970, Κ.Δ.Π. 829/1970, μνημονεύουν ρητά στους Κανονισμούς 9, 12, 31, 32, 36 και 45 κ.ε., την κατ’ αναλογίαν εφαρμογή των διατάξεων του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, σε σχέση με αριθμό θεμάτων, όπως τους επί δοκιμασίας διορισμούς, την αρχαιότητα, το ωράριο, την πειθαρχική διαδικασία κ.ά., δεν σημαίνει  την κατά αποκλειστικότητα εφαρμογή αυτών και μόνο των διατάξεων σε αποκλεισμό παντός άλλης. Το 1970 όταν θεσμοθετήθηκαν οι πιο πάνω Κανονισμοί δεν υπήρχε η αποκατάσταση του Άρθρου 45 που ψηφίστηκε με το Νόμο αρ. 1/90. Η έννοια όμως ήταν γνωστή. Και εν πάση περιπτώσει ο περί Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού Νόμος αρ. 54/69, ως τροποποιήθηκε, προνοεί με το Άρθρο 5(2)(η), ότι το Διοικητικό Συμ[*286]βούλιο «αποφασίζει επί παντός ετέρου θέματος σχέσιν έχοντος με την διοίκησιν και διαχείρισιν του Οργανισμού.».

 

Δεν μπορεί να λεχθεί ότι προκύπτει οτιδήποτε το μεμπτό ή ενάντια στη χρηστή διοίκηση ως αποτέλεσμα της απόφασης του Κ.Ο.Τ. να χρησιμοποιήσει την πρακτική της υπεράριθμης τοποθέτησης υπαλλήλου προς αποκατάσταση του δικαίου. Αυτό, άλλωστε, συνάδει και με την ευρύτερη αρχή του διοικητικού δικαίου για αποκατάσταση, ώστε να επιβάλλεται ίση μεταχείριση μεταξύ ομοίων περιπτώσεων. Στην απόφαση Καραγιώργη v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1669, η Ολομέλεια επιβεβαίωσε ότι το δίκαιο του πράγματος, μετά την ακύρωση διορισμού ή προαγωγής υπαλλήλου, επιβάλλει στη διοίκηση να αποκαταστήσει τη σταδιοδρομία αν δεν μεσολαβούσε η ακυρωτική απόφαση, εφόσον δεν ευθύνεται ο διοικούμενος. Στην απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς, υπ. αρ. 601/79, αναφέρεται η στοιχειώδης υποχρέωση της διοίκησης στο πλαίσιο της χρηστής και εύρυθμης λειτουργίας της, να τακτοποιείται υπηρεσιακά ο υπάλληλος, η θέση του οποίου ακυρώθηκε, «…είτε δια της μετακινήσεως του εις δημιουργηθείσα εξ οιουδήποτε λόγου εν τω μεταξύ ετέραν κενήν θέσιν, είτε δια διατηρήσεως αυτού ως υπεραρίθμου ή εκτός οργανικών θέσεων μέχρι της υπ’ αυτού καταλήψεως και κενωθησομένης εν τω μέλλοντι θέσεως». Η αρχή της αποκατάστασης υιοθετήθηκε από το Γαλλικό Συμβούλιο Επικρατείας στην υπόθεση C.E. 26 dec. 1925, Rodiere, Rec. 1065 και αναπτύχθηκε σε μεταγενέστερες αποφάσεις. Γνώμονας είναι πάντοτε η συνέχιση της κανονικής ανάπτυξης της σταδιοδρομίας του υπαλλήλου, με τη διατήρηση των πιθανοτήτων προαγωγής του.

 

Τέθηκε θέμα ότι το Άρθρο 45 δεν καλύπτει εν πάση περιπτώσει την περίπτωση διότι αυτό αφορά μόνο υποθέσεις προαγωγής και όχι θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής. Το Άρθρο 45 πράγματι προνοεί για ακύρωση προαγωγής υπαλλήλου ως αποτέλεσμα απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όμως η εφεσείουσα, όπως συνάγεται από τα ενώπιον της Ολομέλειας έγγραφα, είχε προαχθεί στη θέση Διευθυντή Τουρισμού από 1.6.2000 και επομένως δεν πρόκειτο για διορισμό. Αυτό προκύπτει ευθέως και από το ίδιο το πρακτικό που τηρήθηκε επίσης από το Διοικητικό Συμβούλιο, (Παράρτημα 4 στην πρωτόδικη ένσταση), όπου το Συμβούλιο κατά πλειοψηφία αποφάσισε ότι:

 

«Με βάση τα πιο πάνω και τις θέσεις των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, η τελική απόφαση του Συμβουλίου είναι, με 6 ψήφους υπέρ και 3 κατά, όπως η κα Αννίτα Δημητριάδου προαχθεί ως υπεράριθμη.»

[*287]Επομένως ενεργοποιείτο το εδάφιο (1) του Άρθρου 45 που, κατ’ αναλογίαν υπενθυμίζεται, είχε χρησιμοποιηθεί από τον Κ.Ο.Τ. στην περίπτωση της εφεσείουσας. Δεν υπάρχει λόγος γιατί το Άρθρο 45 να μην μπορεί να χρησιμοποιηθεί ακόμη και για θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, όταν το διοικητικό όργανο αποφασίζει να προαγάγει και όχι να διορίσει τον υπάλληλο, προερχόμενο, δηλαδή, από την εσωτερική ιεραρχία του Οργανισμού. Η θέση που εκφράστηκε στην υπόθεση Κουφτερός ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1147 από τον Γαβριηλίδη, Δ., ότι το Άρθρο 45 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις προαγωγής και όχι σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι ορθή. Στην απόφαση εκείνη δεν έγινε ιδιαίτερη ανάλυση, ενώ το Άρθρο 45 εφαρμόστηκε και σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής, (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 658, Ηλία ν. Α.Η.Κ. (2007) 4 Α.Α.Δ. 809 – θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής –), και εν πάση περιπτώσει δεν υπάρχει ούτε και έγινε αναφορά σε απόφαση της Ολομέλειας που να ερμηνεύει το Άρθρο 45 κατά τον τρόπο που ερμηνεύθηκε στην Κουφτερός. Όπως ορθά περαιτέρω υποδεικνύει στο περίγραμμα   του ο κ. Κωνσταντίνου, η Κουφτερός εν πάση περιπτώσει διαφοροποιείται διότι το εκεί ενδιαφερόμενο μέρος Ανδρέας Φυλακτού είχε προαχθεί σε τέταρτη κενή θέση, η οποία δεν είχε δημοσιευθεί, σε αντίθεση με την παρούσα εφεσείουσα, η οποία προάχθηκε σε καθαρά υπεράριθμη μη κενή θέση χωρίς να επηρέασε το δικαίωμα οποιουδήποτε άλλου υποψήφιου.

 

Το Άρθρο 43 του Νόμου αρ. 1/90, το οποίο χρησιμοποιούν οι εφεσίβλητοι ως επιχείρημα περί της ύπαρξης ειδικής πρόνοιας για υπεράριθμους διορισμούς και προαγωγές, δεν θα μπορούσε να έχει εφαρμογή στα δεδομένα της υπό κρίση υπόθεσης, ακόμη και κατ’ αναλογίαν, επειδή το Άρθρο 43 ενεργοποιείται όταν υπάρχει πρόταση προς την Ε.Δ.Υ. από την αρμοδία αρχή. Άλλωστε, ο Κ.Ο.Τ. δεν αντιμετώπιζε περίπτωση όπου ήταν αναγκαία η πλήρωση θέσης υπεράριθμα σε θέση κατώτερου επιπέδου και μισθού διότι δεν υπήρχε κατάλληλος υποψήφιος στην ανώτερη θέση ή έναντι κενής θέσης προαγωγής ανώτερου επιπέδου και μισθού. Η εφεσείουσα είχε ήδη προαχθεί από 1.6.2000 στη θέση Διευθυντή Τουρισμού, (δεδομένο που ξεχνούν οι εφεσίβλητοι), την οποία θέση απώλεσε λόγω της ακυρωτικής απόφασης και συνακόλουθα η υπεράριθμη προαγωγή έπρεπε να ήταν στην ίδια θέση Διευθυντή Τουρισμού, δηλαδή, στο ίδιο επίπεδο θέσης και μισθού.

 

Η ενέργεια, επομένως, του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ. να αποκαταστήσει την εφεσείουσα σε υπεράριθμη θέση, [*288]ιδιαιτέρως διότι ακολουθούσε αυτή την πρακτική και προηγουμένως, ήταν τουλάχιστον εντός της διακριτικής της ευχέρειας και εξαιτίας αυτής της ενέργειας, ποσώς δεν επηρεάστηκαν οι Εφεσίβλητοι, οι οποίοι δεν διεκδικούσαν εκείνη τη θέση. Επομένως, συνάγεται ότι δεν είχαν έννομο συμφέρον να αιτηθούν πρωτοδίκως την ακύρωσή της αποκατάστασης σε υπεράριθμη θέση, όπως ήταν το πρώτο σκέλος της απόφασης του Διοικητικού Συμβουλίου.

 

Η νομολογία αποκαλύπτει ότι δεν υπάρχει έννομο συμφέρον στην επιδίωξη ακύρωσης προαγωγής σε υπεράριθμη θέση εφόσον, όπως λέχθηκε στη Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 658, η διαδικασία αποκατάστασης είναι διαδικασία ανεξάρτητη από τη διαδικασία επανεξέτασης συνεπεία ακυρωτικής αποφάσεως. Στην απόφαση για αποκατάσταση δυνάμει διορισμού ή προαγωγής σε υπεράριθμη θέση δεν γίνεται, ούτε υπάρχει σύγκριση μεταξύ υπαλλήλων, ώστε αυτοί να τύχουν αξιολόγησης από το αρμόδιο διοικητικό όργανο προς επιλογή του καταλληλότερου.  Υπό αυτή την έννοια, οι εφεσίβλητοι δεν διεκδικούσαν για τον εαυτό τους την προαγωγή τους σε υπεράριθμη θέση διότι δεν έτυχαν προαγωγής η οποία εκ των υστέρων να ακυρώθηκε ώστε να τίθετο θέμα δικής τους αποκατάστασης σε υπεράριθμη θέση. 

 

Έπεται ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να αιτηθούν την ακύρωση της υπεράριθμης προαγωγής εφόσον δεν θα ωφελούνταν οι ίδιοι από την ακύρωση αυτή. Η προαγωγή σε υπεράριθμη θέση έχει ακριβώς την έννοια ότι ο υπάλληλος προάγεται σε θέση πέραν και έξω από τις οργανικές θέσεις του Οργανισμού.  Και δεν είναι χωρίς σημασία και ο λόγος έφεσης που σχετίζεται με τη νομιμοποίηση των εφεσιβλήτων να αιτηθούν ακύρωσης της προαγωγής της εφεσείουσας χωρίς να διεκδικούν τη θέση για τους ίδιους. Όπως αναφέρθηκε στην αρχή του παρόντος σκεπτικού, το αιτητικό δεν προχωρεί να προτάξει τη θέση ότι οι εφεσίβλητοι ή οιοσδήποτε από αυτούς έπρεπε να τύχει προαγωγής, «αντί» της εφεσείουσας. Αποτελεί αξίωμα στο διοικητικό δίκαιο ότι η αίτηση ακυρώσεως θεωρείται εκ προοιμίου απαράδεκτη όταν στρέφεται κατά πράξεως η ακύρωση της οποίας δεν θα ωφελέσει τον αιτούντα, ή, αντίθετα, δεν θα τον βλάψει, (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 260 και Βραχίμης ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 498).

 

Η κα Καλλιγέρου επιχειρηματολόγησε ότι δεν ήταν ανάγκη να τεθεί στην αίτηση ακυρώσεως η εισήγηση ότι οι εφεσίβλητοι θα τύγχαναν προαγωγής «αντ’ αυτής». Αυτό, διότι, κατά την εισήγηση, οι εφεσίβλητοι δικαιούνταν να ελέγξουν τη νομιμότητα της [*289]απόφασης του Κ.Ο.Τ. να χρησιμοποιήσει εν πάση περιπτώσει είτε αυτούσια, είτε κατ’ αναλογίαν, το Άρθρο 45 το οποίο δεν ήταν δυνατό να τύχει εφαρμογής. Δεδομένου όμως ότι έχει ήδη αποφασιστεί πιο πάνω ότι ο Κ.Ο.Τ. δικαιούτο να χρησιμοποιήσει εκείνο τον μηχανισμό που θα αποκαθιστούσε λειτουργούς του σε θέσεις που ακυρώθηκαν όχι εξ αιτίας του ίδιου του λειτουργού, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ένα αόριστο έννομο συμφέρον των εφεσιβλήτων όταν οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν να διεκδικήσουν αυτή την υπεράριθμη προαγωγή.

 

Η υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηστυλλή (2003) 3 Α.Α.Δ. 484, την οποία μνημονεύει η κα Καλλιγέρου ως προς το παράνομο της πλήρωσης θέσης χωρίς προκήρυξη, διατηρώντας έτσι οι ενδιαφερόμενοι έννομο συμφέρον να προσβάλουν και να ελέγξουν την κατ’ ισχυρισμόν παράνομη πλήρωση της θέσης ή των θέσεων, διαφοροποιείται από τα παρόντα γεγονότα. Εκεί πρόκειτο για απόφαση της Ε.Δ.Υ. να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη αναδρομικά σε κενές θέσεις που όμως μπορούσαν να πληρωθούν μόνο με προκήρυξη και δημοσίευση. Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν αρχικά αποσπασθεί σε αυτές τις θέσεις που είχαν χαρακτηρισθεί ως υπεράριθμες, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειτο περί κενών θέσεων.  Η πλήρωση των θέσεων εν τέλει ως κενών, χωρίς την προκήρυξη τους, θεωρήθηκε πρωτόδικα και από την Ολομέλεια ως λανθασμένη. Το θέμα του εννόμου συμφέροντος είχε τεθεί από τους προαχθέντες ως προς το παραδεκτό του συμφέροντος του εφεσίβλητου να αμφισβητήσει την απόφαση της Ε.Δ.Υ., δεδομένου ότι και ο ίδιος είχε αποσπασθεί σε υπεράριθμη θέση ώστε, κατά την εισήγηση του, η απόσπαση και η προαγωγή να εξισώνονταν για σκοπούς αρχαιότητας. Η Ολομέλεια αποφάσισε ότι η απόσπαση είναι χρονικά περιορισμένη δυνάμει του Άρθρου 47 του Νόμου αρ. 1/90 και οι αρχές με τις οποίες πληρούται οργανική θέση παραμένουν αμετάβλητες χάριν της αρχής της ισότητας που επάγεται την εξασφάλιση ίσων ευκαιριών, (Δημοκρατία ν. Γιάλλουρου κ.ά. (1995) 3 Α.Α.Δ. 363 και Μενελάου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 370). Προκύπτει, επομένως, ότι τα δεδομένα της Χατζηστυλλή δεν έχουν καμία σχέση με την καθ’ αυτό εφαρμογή του Άρθρου 45 του Νόμου αρ. 1/90, στη βάση των εδώ επίδικων γεγονότων.

 

Σημειώνεται περαιτέρω ότι από τα όλα δεδομένα που προκύπτουν από την απόφαση της Ολομέλειας στην Δημητριάδου ν. Χατζηχάννα κ.ά. – πιο πάνω –, καθίσταται φανερό ότι ουδόλως ευθύνεται η ίδια η εφεσείουσα για την τροπή που πήραν τα πράγματα. Η ακύρωση της προαγωγής της εφεσείουσας έγινε λόγω της λανθασμένης απόφασης του Κ.Ο.Τ. να επαναπροκηρύξει τη θέση [*290]διότι υπήρχε ισοψηφία μεταξύ δύο λειτουργών, με αποτέλεσμα αντί να συνεχίσει ο Κ.Ο.Τ. να αποφασίσει ως το αρμόδιο διοικητικό όργανο την προαγωγή ενός εξ αυτών, δεν ολοκλήρωσε τη διαδικασία, αλλά αντίθετα την επαναπροκήρυξε. Εναντίον αυτής της απόφασης επαναπροκήρυξης ασκήθηκαν οι προσφυγές υπ’ αρ. 215/2000 και 216/2000, Συμεού κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ., ημερ. 29.11.2001 η πρώτη των οποίων έγινε δεκτή, ενώ η δεύτερη απορρίφθηκε. Ασκήθηκε έφεση από τον αιτητή στην προσφυγή αρ. 216/2000, αλλά εκκρεμουσών ακόμη των δύο αυτών προσφυγών, ο Κ.Ο.Τ. προχώρησε να προάξει την εφεσείουσα με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν οι προσφυγές υπ’ αρ. 1094/2000 και 1103/2000, Xατζηχάννας κ.ά. ν. Κ.Ο.Τ., ημερ. 21.3.2005. Απορρέει συνεπώς ότι η εφεσείουσα απώλεσε την αρχική προαγωγή της από 1.6.2000, λόγω νομικών σφαλμάτων στην όλη διαδικασία που ακολούθησε ο Κ.Ο.Τ..

 

Είναι για τους πιο πάνω λόγους που ο Κ.Ο.Τ., όπως εξήγησε η κα Κλεάνθους ενώπιον της Ολομέλειας, δεν εφεσίβαλε την πρωτόδικη εδώ κρίση, αλλά ούτε και την αποδέχθηκε, εφόσον δεν προχώρησε να επανεξετάσει ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής αποφάσεως. Άφησε τα πράγματα να προχωρήσουν αναμένοντας, όπως δηλώθηκε, την απόφαση στην παρούσα έφεση, θεσμοθετώντας στην πορεία την έννοια της αποκατάστασης και στο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για τον Κ.Ο.Τ., με την Κ.Δ.Π. 534/2012.

 

Το πρακτικό που τηρήθηκε από τον Κ.Ο.Τ. και το οποίο οδήγησε στην προαγωγή της εφεσείουσας στην υπεράριθμη μη κενή θέση, αποκαλύπτει ταυτόχρονα ότι είχαν ληφθεί υπόψη όλα τα προαπαιτούμενα, κατ’ αναλογία πάντοτε, που καθορίζονται στο εδάφιο (2) του Άρθρου 45. Είχε ακυρωθεί η προαγωγή της χωρίς υπαιτιότητα της, είχε στο μεταξύ προαχθεί ο Λεύκος Φυλακτίδης στις 15.7.2002, για την οποία θέση η εφεσείουσα δεν είχε υποβάλει αίτηση, ούτε την είχε διεκδικήσει διότι ήδη κατείχε με κανονική προαγωγή τη θέση Διευθυντή Τουρισμού από 1.6.2000. Δεν  ήταν δυνατό, επομένως, να υποβάλει υποψηφιότητα για θέση που ήδη κατείχε και η οποία όμως στη συνέχεια, όπως ήδη εξηγήθηκε,  ακυρώθηκε. Ορθά εντοπίζει επίσης ο κ. Κωνσταντίνου στις σελ. 13-14 του περιγράμματος του, ότι κανένας από τους εφεσίβλητους δεν είχε προσβάλει με προσφυγή την προαγωγή του Λεύκου Φυλακτίδη που είχε γίνει με κανονική διαδικασία εφόσον η μεν εφεσίβλητη Χριστίνα Ξενοφώντος δεν υπέβαλε αίτηση, ο εφεσίβλητος Μαρίνος Μενελάου απεσύρθη από υποψήφιος και οι άλλοι δύο εφεσίβλητοι Γλαύκος Καριόλου και Μελέτης Αποστολίδης δεν προσέβαλαν την προαγωγή του Φυλακτίδη. Επομένως ουδείς εκ των εφεσιβλήτων είχε πλέον έννομο συμφέρον στην υπε[*291]ράριθμη θέση στην οποία αποκαταστάθηκε διά προαγωγής η εφεσείουσα, η οποία πράγματι επηρεάστηκε στην υπηρεσιακή της σταδιοδρομία εκ των γεγονότων που έχουν αναφερθεί.

 

Το πρόβλημα φαίνεται να δημιουργήθηκε από την ταυτόχρονη απόφαση του Κ.Ο.Τ. να αποδώσει και την οργανική θέση στην εφεσείουσα, πέραν της τοποθέτησής της στην υπεράριθμη θέση.

 

Έχει ήδη λεχθεί ότι το αιτητικό πρωτοδίκως στην αίτηση ακυρώσεως ήταν, στην ουσία, διπλό, φαίνεται δε να συμφωνούν οι διάδικοι ότι οι δύο πράξεις της υπεράριθμης τοποθέτησης και της κανονικής προαγωγής, ήταν μεταξύ τους συναφείς. Συνάφεια, κατά τη νομολογία, υπάρχει όταν μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, οπότε κατά τα αναφερόμενα στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 274, «συγχωρείται η δια του αυτού δικογράφου προσβολή επί ακυρώσει πλειόνων της μίας πράξεως…». Επίσης, μπορούν να προσβληθούν με το ίδιο δικόγραφο, εκείνες που εδράζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο διοικητικό όργανο, στην ίδια διαδικασία. Η θεωρία της συνάφειας εξηγείται στο σύγγραμμα του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδοση, Τόμος ΙΙ, σελ. 173, Παράγραφος 546 και στις αποφάσεις Bokov v. Δημοκρατίας (2006) 3 A.A.Δ. 614, Κιτής κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 734 και Συμεωνίδου v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 258.

 

Η συνάφεια των πράξεων επαρκούσε στην υπό κρίση περίπτωση για την ταυτόχρονη συνύπαρξη τους στην ίδια αίτηση ακυρώσεως, παρά την αυτοτέλεια που διατηρεί η κάθε μια. Δεν θα ήταν όμως λανθασμένος και ο διαχωρισμός του δικογράφου, ώστε το πρωτόδικο Δικαστήριο να είχε την ευκαιρία να εξέταζε χωριστά τη νομιμότητα της πράξης αποκατάστασης με τον υπεράριθμο διορισμό και μετέπειτα τη νομιμότητα της προαγωγής στην οργανική θέση. Αυτό στην ουσία είχε γίνει στις υποθέσεις Κωνσταντινίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπ’ Αρ. 849/10 και 917/10, ημερ. 6.3.2015, στις οποίες παρέπεμψε η κα Καλλιγέρου, όπου προσβλήθηκαν χωριστά οι πράξεις υπεράριθμης προαγωγής και μετέπειτα κανονικής προαγωγής, αλλά στη συνέχεια οι προσφυγές συνενώθηκαν και συνεκδικάστηκαν λόγω ακριβώς της συνάφειας τους. Είναι αποδεκτό ότι το Άρθρο 45 τροχοδρομεί μια ενιαία διαδικασία, τέτοια που η απόφαση για υπεράριθμη προαγωγή διά αποκατάστασης, επιφέρει ως αυτόματη συνέπεια και τα όσα μετέπειτα ακολουθούν, κατά τρόπον ώστε η τυχόν ακύρωση της προαγωγής σε υπεράριθμη θέση, να συμπαρασύρει και τα υπόλοιπα, (Δημητρίου ν. Κ.Ο.Τ. (2011) 4 Α.Α.Δ. 221).

[*292]Έχει όμως δίκαιο η εφεσείουσα όταν εισηγείται ως μέρος των λόγων έφεσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε στην ουσία με την πρώτη πράξη της αποκατάστασης σε υπεράριθμη θέση, εξετάζοντας μόνο τη δεύτερη πράξη για την οποία αποφάσισε ότι θα έπρεπε να υπήρχε δημοσίευση. Και σ’ αυτό δεν βοήθησε το αιτητικό της αίτησης ακυρώσεως και ο τρόπος διατύπωσης του.

 

Ο λόγος για τον οποίο το δικόγραφο της αίτησης ακυρώσεως θα έπρεπε να διαχωριστεί ήταν ότι η συνύπαρξη των δύο πράξεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ. στην αίτηση ακυρώσεως, το λεκτικό της οποίας καταγράφηκε αυτούσιο στην αρχή του σκεπτικού, παρέπεμπε στην ουσία μόνο στη δεύτερη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ., την κατάληψη δηλαδή της κενής πλέον θέσης Διευθυντή Τουρισμού από την εφεσείουσα. Το Άρθρο 45 του Νόμου αρ. 1/90 (και από τις 28.12.2012 ο Κανονισμός 15Β της Κ.Δ.Π. 534/2012 του Κ.Ο.Τ.), συνεπάγεται όμως αυτόματα κατά την εφαρμογή του, την χωρίς προκήρυξη της θέσης προαγωγή του υπαλλήλου με μόνη την υπεράριθμη προηγούμενη προαγωγή του. Αυτό συνάδει και με την έννοια της αποκατάστασης και αυτό προκύπτει και από τις αποφάσεις που η   ίδια η κα Καλλιγέρου μνημόνευσε στην αγόρευση της, όπως τη Δημητρίου ν. Κ.Ο.Τ. – πιο πάνω –.

 

Όπως παρατηρεί ο συνήγορος της εφεσείουσας το Άρθρο 45(3), δεν προνοεί για δημοσίευση ή προκήρυξη της κενής θέσης, αλλά την παραχωρεί στον κάτοχο της υπεράριθμης θέσης την οποία κατέλαβε ο ενδιαφερόμενος μετά από άσκηση διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου. Η πρόνοια αυτή εισάγει εξαίρεση από τη γενική αρχή δημοσίευσης και προκήρυξης μιας θέσης πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η εξαίρεση επιτρέπεται εφόσον ρητά καθορίζεται στον ίδιο τον Νόμο, εν προκειμένω το Άρθρο 45(3), όπως επισημαίνει και η υπόθεση Κοφτερός ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 171. Οι εφεσίβλητοι πρωτόδικα δεν επιδίωξαν με την αίτηση ακυρώσεως τους την κήρυξη του Άρθρου 45, ή, των επί μέρους προνοιών αυτού ως αντισυνταγματικού. Παραμένει επομένως η σχετική πρόνοια να αποτελεί την εξαίρεση στον κανόνα της δημοσίευσης και προκήρυξης, ιδιαιτέρως εφόσον έχει κριθεί ήδη ανωτέρω ότι εφαρμόζεται το άρθρο αυτό και στις περιπτώσεις όπου ο υπάλληλος είχε το πρώτον προαχθεί στη θέση στην οποία εκ των υστέρων αποκαθίσταται λόγω ακύρωσης της προαγωγής.

 

Καθίσταται περαιτέρω λοιπόν φανερό ότι όχι μόνο οι εφεσίβλητοι δεν είχαν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την επίδικη [*293]απόφαση του Κ.Ο.Τ., αλλά και η εφεσείουσα δεν κωλύεται από του να προωθήσει την έφεση της, διότι η απόφαση της Ολομέλειας στη Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου – πιο πάνω –, δεν τυγχάνει εδώ εφαρμογής εφόσον το ενδιαφερόμενο εκεί μέρος κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης είχε τοποθετηθεί αναδρομικά στην ίδια θέση από την ίδια ημερομηνία. Και, επομένως, ουδέν δικαίωμα απώλεσε. Δεν είχε επομένως συμφέρον να προωθήσει την έφεση της και αυτό ανεξάρτητα από την προσφυγή που ακολούθησε επί της επανεξέτασης που ήταν μια νέα αυτοτελής διοικητική πράξη.  Στην υπό κρίση περίπτωση, η εφεσείουσα διατηρεί το έννομο συμφέρον της να εφεσιβάλει την πρωτόδικη κρίση διότι εξ αυτής έχασε την προαγωγή της από το 2007. Δεν ακολουθεί μοναχικό δρόμο, όπως εισηγήθηκε η κα Καλλιγέρου, με βάση τις υποθέσεις Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου – πιο πάνω – και Φινόπουλος κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υπόθ. υπ’ αρ. 1729/2011 κ.ά., ημερ. 10.12.2013, διότι ο Κ.Ο.Τ. δεν επανεξέτασε ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, αναμένοντας την έκβαση της παρούσας έφεσης.

 

Και αυτό δεν έχει καμία σχέση με το δεδομένο ότι ακολούθησε νέα πράξη με τον διορισμό της εφεσείουσας από το 2009 με βάση νέα απόφαση του Κ.Ο.Τ. ημερ. 30.1.2013, η οποία απέληξε σε νέα προσφυγή την υπ’ αρ. 541/13 από τους εφεσίβλητους, ενώ προηγήθηκε και άλλη προσφυγή, η υπ’ αρ. 1424/2010, για τη μη προκήρυξη της θέσης, της οποίας η εν μέρει ακυρωτική απόφαση εφεσιβλήθηκε με δύο εφέσεις τις  υπ’ αρ. 171/12 και 182/12, οι οποίες εκκρεμούν διαιωνίζοντας έτσι τα προβλήματα στον Κ.Ο.Τ..

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, επομένως, έσφαλε στην κρίση του όσον αφορά τη μη εφαρμογή του Άρθρου 45 στα δρώμενα του Κ.Ο.Τ. και εξέτασε αποσπασματικά μόνο την κατάληψη της κενής θέσης προαγωγής από τις 27.2.2007, χωρίς ταυτόχρονα να εξετάσει τη συνέπεια της κατάληψης της θέσης αρχικά ως υπεράριθμης από την εφεσείουσα, η οποία είχε ως νομοθετική πλέον συνέπεια και την κατάληψη της κενωθείσας οργανικής θέσης.

 

Να λεχθεί επίσης ότι οι λόγοι που επικαλούνται οι εφεσίβλητοι στην αίτηση ακυρώσεως τους και οι οποίοι κατά τη συνήγορο τους χρήζουν εξέτασης από την Ολομέλεια σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, έχουν στην ουσία καλυφθεί κατά την αναδίπλωση του παρόντος σκεπτικού. Όπως προκύπτει από την πρωτοδίκως κατατεθείσα γραπτή αγόρευση, στην οποία συρρικνώνονται όλοι οι λόγοι ακύρωσης στην προσφυγή, οι λόγοι ακύρωσης εστιάζονταν στο παράνομο της μη δημοσίευσης [*294]της κενής θέσης και την παραχώρηση αυτής στην εφεσείουσα κατά παράβαση της αρχής της ισότητας που διασφαλίζεται από το Άρθρο 28 του Συντάγματος και στην έλλειψη αιτιολογίας και πλάνης περί την εφαρμογή της νομοθεσίας και των Κανονισμών του Κ.Ο.Τ.. Οι  υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης που αναφέρονται στην προσφυγή, όπως για παράδειγμα, το παράνομο της σύνθεσης του Διοικητικού Συμβουλίου του Κ.Ο.Τ., θεωρούνται ότι εγκαταλείφθηκαν.

 

Ως προς ειδικά την έλλειψη αιτιολογίας, η συνήγορος αναφέρεται κυρίως στα όσα καταγράφηκαν από εκείνα τα μέλη του Κ.Ο.Τ. που διαφώνησαν με την αποκατάσταση της εφεσείουσας με την κατ’ αναλογία χρήση του Άρθρου 45. Έχει όμως ήδη αποφασισθεί πιο πάνω ότι η πλειοψηφία ορθά έκρινε ότι μπορούσε να χρησιμοποιήσει το Άρθρο 45 και οι προϋποθέσεις που καθορίζει το εδάφιο (2) αυτού, ικανοποιούνταν. Τα περί ανισότητας με τη μη προκήρυξη της θέσης έχουν επίσης απαντηθεί ήδη και επαναλαμβάνεται ότι δεν επιδιώχθηκε πρωτοδίκως η κήρυξη του Άρθρου 45 ως αντισυνταγματικού.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται.

 

Τα έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσο και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο