Κατσούρη Φοίβη και Άλλη ν. Μάριου Πεύκαρου και Άλλων (2015) 3 ΑΑΔ 295

ECLI:CY:AD:2015:C408

(2015) 3 ΑΑΔ 295

[*295]9 Ιουνίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 69/2010

 

ΦΟΙΒΗ ΚΑΤΣΟΥΡΗ,

Εφεσείουσα - Ενδιαφερόμενο Μέρος,

 

ν.

 

ΜΑΡΙΟΥ ΠΕΥΚΑΡΟΥ (ΥΠΟΘ. ΑΡ. 593/2007)

ΓΛΑΥΚΟΥ ΚΑΡΙΟΛΟΥ (ΥΠΟΘ. ΑΡ. 613/2007)

Εφεσιβλήτων - Αιτητών,

 

KAI

 

1. ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 77/2010

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση 2,

 

ν.

 

ΜΑΡΙΟΥ ΠΕΥΚΑΡΟΥ (ΥΠΟΘ. ΑΡ. 593/2007)

ΓΛΑΥΚΟΥ ΚΑΡΙΟΛΟΥ (ΥΠΟΘ. ΑΡ. 613/2007)

Εφεσιβλήτων - Αιτητών,

 

KAI

 

ΚΥΠΡΙΑΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

Καθ’ ου η αίτηση 1.

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 69/2010 και 77/2010)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Ειδικά [*296]το κριτήριο του πρόσθετου προσόντος/πλεονεκτήματος ― Η απαίτηση για ειδική και επαρκή αιτιολογία προς παραγνώρισή του ― Δεν δόθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Αναθεωρητικός έλεγχος ― Αντιδιαστολή του προς τον έλεγχο ουσίας στον οποίο δεν υπεισέρχεται το Ανώτατο Δικαστήριο υπό το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη υποκείμενη σε έγκριση από άλλο όργανο ― Κατά πόσο στην εναντίον της προσφυγή θα πρέπει να συνενώνεται ως διάδικος/καθ’ ου η αίτηση και το όργανο που έλαβε την εγκριτική απόφαση ― Η αμφιλεγόμενη επί του θέματος νομολογία και η επίλυση της εδώ επίδικης διαφοράς.

 

Η Δημοκρατία και το ενδιαφερόμενο μέρος αξίωσαν με αντίστοιχες εφέσεις την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε ακυρωθεί ο διορισμός του Γενικού Διευθυντή του ΚΟΤ.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εν προκειμένω, έκρινε την αιτιολογία ως πεπλανημένη και ως μη εισάγουσα πειστική ειδική αιτιολογία, ακριβώς λόγω παραγνώρισης του πλεονεκτήματος. Θεωρήθηκε και στο επιμέρους αυτό ζήτημα, ότι τα στοιχεία απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ως προσόντα και ως τέτοια, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή ως απαιτείται, δεδομένου ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και ο ΚΟΤ, έκριναν ότι τόσο ο Πεύκαρος, όσο και η εφεσείουσα κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα. Συνεπώς δεν μπορούσε να προσδοθεί υπέρτερη δύναμη στα εν λόγω στοιχεία προς όφελος της εφεσείουσας. Άλλωστε, όπως παρατηρεί το Δικαστήριο, από το διοικητικό φάκελο του Πεύκαρου, κάθε άλλο παρά πενιχρή φαινόταν η σχετική του πείρα. Απολύτως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή, ο οποίος είχε επισημάνει ότι η καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη, δεν συνιστά εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Εν όψει τούτου, είναι η κατάληξη μας ότι το Δικαστήριο με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, ορθώς κατέληξε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση λόγω απουσίας ειδικής και αυτοτελούς αιτιολογίας που να καταγράφει τους λόγους παραγνώρισης του πλεονεκτήματος.

[*297]2.      Το Δικαστήριο ως Αναθεωρητικό Δικαστήριο και όχι ως Δικαστήριο ουσίας, δεν μπορεί ούτε να λάβει, αλλά ούτε και πολύ περισσότερο να υιοθετήσει, συμπεράσματα ουσίας που εισάγουν οι συνήγοροι, ώστε να θεραπεύσουν την πλημμέλεια του αρμοδίου οργάνου. Εφόσον το ζήτημα δεν διερευνήθηκε κατά τη λήψη της υπό κρίση απόφασης, η θέση του εφεσίβλητου-αιτητή ότι το δίπλωμα δεν ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου και δεν περιλαμβανόταν στα απαιτούμενα προσόντα, ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο εφόσον προωθήθηκε ως επιχείρημα μέσω των γραπτών αγορεύσεων των συνηγόρων, καθ’ ου η αίτηση 1 και εφεσείουσας.

 

3.  Όπου οι πράξεις διοικητικού οργάνου υπόκεινται, εκεί όπου ο Νόμος ορίζει, στην έγκριση ετέρου διοικητικού οργάνου, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι μόνο η εγκριτική. Στη βάση αυτής της παραμέτρου εξετάζεται και η φύση της πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου ως συμπληρωματικής προς την αποφασιστική αρμοδιότητα του εκτελεστικού οργάνου.  Ζήτημα όμως που άπτεται της εκτελεστότητας και μόνο της πράξης και συνδέεται στενά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, για παροχή δικαιώματος έννομης προστασίας του διοικούμενου, εφόσον σε προσφυγή υπόκεινται οι εκτελεστές ατομικές πράξεις ή παραλείψεις εκ των οποίων δημιουργούνται κατά Νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, ζήτημα που η πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε διαχρονικά: Η όποια, κατά την κρίση μας, αμφιβολία, μόνιμη τα τελευταία χρόνια, η οποία δυνατόν να προκύπτει από τις ανωτέρω αποφάσεις, βρίσκεται στην προσπάθεια του Δικαστηρίου να επεξηγήσει τη φύση της πρώτης ώστε να κριθεί αν παραδεκτώς προσβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146. Στην υπό κρίση περίπτωση αναμφίβολα η εκτελεστή διοικητική πράξη, απόφαση του ΚΟΤ τελειώθηκε διά της εγκριτικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι αιτητές-εφεσίβλητοι παραδεκτώς λοιπόν προσέβαλαν την απόφαση του ΚΟΤ μετά την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και όχι αυτοτελώς. Ό,τι προωθήθηκε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου πρωτόδικη διαδικασία ως ακυρωτικός λόγος, έπληττε τη νομιμότητα της απόφασης του αποφασιστικού οργάνου του ΚΟΤ χωρίς να εγερθεί ζήτημα πλημμέλειας ή νομιμότητας της εγκριτικής πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Δικαστήριο ορθά λοιπόν δεν προχώρησε να εξετάσει το ζήτημα, εφόσον η κρίση περί της νομιμότητας της απόφασης του ΚΟΤ με τα ενώπιον του εγερθέντα επίδικα ζητήματα, δεν θα διαφοροποιούσε την κατάληξή του. Από τη στιγμή που η απόφαση του οργάνου με αποφασιστική αρμοδιότητα, ΚΟΤ, ακυρώθηκε, συμπαρέσυρε σε ακυρότητα και την εγκριτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι συνήγοροι των διαδί[*298]κων κάλεσαν το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αμφιλεγόμενου ζητήματος της αναγκαστικής συνένωσης του εγκριτικού οργάνου σε υποθέσεις σύνθετων διοικητικών ενεργειών ή αποφάσεων. Θεωρούμε ότι το ζήτημα δεν επιλύεται δια της εισαγωγής άκαμπτου κανόνα, αλλά κρίνεται πάντοτε από το πώς πλαισιώνονται διά του δικογράφου οι λόγοι ακυρότητας. Αν δηλαδή οι νομικοί λόγοι ακύρωσης και η όποια πλημμέλεια πλήττει και την ίδια την εγκριτική απόφαση ή όχι, π.χ. όπου συντρέχει λόγος ακυρότητας εξαιτίας κακής σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου. Ζήτημα που υπενθυμίζουμε δεν συνέτρεχε στην υπό εξέταση υπόθεση. Εναπόκειται λοιπόν στο συνήγορο του εκάστοτε αιτητή να σταθμίσει το ζήτημα και να συνενώσει ή όχι το εγκριτικό όργανο εκεί όπου κρίνει ότι τούτο απαιτείται εκ των γεγονότων της υπόθεσης του εντολέα του. Αυτό χωρίς να παραγνωρίζουμε τους κινδύνους της επιλογής του με δεδομένο ότι ζητήματα που άπτονται της κακής σύνθεσης αποφασιστικού ή εγκριτικού οργάνου, ως ζητήματα δημοσίου δικαίου, δυνατόν να εγερθούν κατά πάντα στάδιο ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, οπότε σε τέτοια περίπτωση η μη συνένωση του οργάνου ως διαδίκου στη σχετική διαδικασία δεν θα επέτρεπε ενδεχομένως την εξέτασή τους.

 

Η έφεση αρ. 69/10 απορρίφθηκε με έξοδα.

Η έφεση αρ. 77/10 απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

 

Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,

 

Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,

 

Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391,

 

Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540,

 

Nissis (No.2) v. Republic (1967) 3 C.L.R. 671,

 

Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7,

 

Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690,

 

Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (2002) 3 Α.Α.Δ. 475.

[*299]Εφέσεις.

 

Εφέσεις από το Ενδιαφερόμενο Μέρος και την Καθ’ ης η αίτηση 2 εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 593/07 και 613/07), ημερομηνίας 10/5/2010.

 

Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Α. Αγγελίδη και Μ. Ζήρα (κα) για Αλ. Μαρκίδη, για την Εφεσείουσα στην ΑΕ 69/10 και για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην ΑΕ 77/10

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Καθ’ ου η αίτηση 2 στην ΑΕ 69/10 και Εφεσείουσα στην ΑΕ 77/10.

 

Γ. Σεραφείμ, για τον Εφεσίβλητο 1- Αιτητή και στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις.

 

Μ. Καλλιγέρου (κα) με Α. Κοντογιάννη (κα), για τον Εφεσίβλητο 2- Αιτητή και στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις.

 

Ν. Κλεάνθους (κα) για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Καθ’ ου η αίτηση 1 και στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-αιτητές προσέφυγαν στο Δικαστήριο επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης των καθ’ ων η αίτηση 1 ημερ. 24.10.2006, η οποία εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο στις 12.12.2006 (εφεσείων-καθ’ ου η αίτηση 2), όπως κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 5.3.2007, με την οποία διόρισε στη θέση Γενικού Διευθυντή του Οργανισμού, με σύμβαση πενταετούς διάρκειας, την εφεσείουσα-ενδιαφερόμενο μέρος (EM).

 

Το Δικαστήριο έκανε δεκτή την προσφυγή του εφεσίβλητου/αιτητή Μάριου Πεύκαρου (Αίτηση Αρ. 593/2007) στη βάση του ότι ο καθ’ ου η αίτηση 1 και ο εφεσείων/καθ’ ου η αίτηση 2, δεν έδωσαν επαρκή, πειστική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή: Τα στοιχεία που καταγράφησαν ως υποστηρικτικά της υπεροχής της εφεσείουσας, απαιτούνταν από το σχέδιο υπη[*300]ρεσίας της θέσης ως προσόντα, και ως τέτοια δεν μπορούσαν να αποτελέσουν την ειδική αιτιολογία που χρησιμοποιήθηκε για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή - μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλος διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους - σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος Φοίβη Κατσούρη (ΕΜ/εφεσείουσα) που δεν διέθετε το πλεονέκτημα. Με αναφορά δε στις Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Δημοκρατία κ.ά. ν. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, και στην αρχή ότι η καλύτερη απόδοση στη συνέντευξη δεν εκτοπίζει την κατοχή του πλεονεκτήματος, που για να παραγνωριστεί απαιτείται ειδική, επαρκής αιτιολογία, ακύρωσε την προαγωγή του ΕΜ/εφεσείουσας. 

 

Λόγος έφεσης 2 (Α.Ε. 69/2010) – Μάριος Πεύκαρος

 

Το μέρος αυτό της απόφασης του Δικαστηρίου επιχειρεί να ανατρέψει η εφεσείουσα με το 2ο λόγο έφεσης ως λανθασμένο, με υπόβαθρο ότι σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, η διακριτική εξουσία του διοικητικού συμβουλίου του ΚΟΤ ήταν διευρυμένη. Ζωδιάτης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406: ο ΚΟΤ δεν ήταν υποχρεωμένος να επιλέξει τον υποψήφιο που κατείχε το πλεονέκτημα, νοουμένου ότι η επιλογή του υποψηφίου που δεν το κατείχε, αιτιολογείται πειστικά. Υποστήριξε ο συνήγορος της εφεσείουσας, κατά την αγόρευση του ενώπιον μας, ότι ο ΚΟΤ κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης έλαβε υπόψη του και άλλα στοιχεία, πέραν των όσων το Δικαστήριο επεσήμανε, και συγκεκριμένα την πολύχρονη πείρα της εφεσείουσας, τριάντα χρόνια, ως απόλυτα σχετική με τα καθήκοντα και τις αρμοδιότητες της θέσης, με συνέπεια η πείρα της εφεσείουσας να προσαυξήσει την υπεροχή της σε αξία. Επί του τελευταίου πρέπει να σημειώσουμε εξ υπαρχής, ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν προβλήθηκε πρωτοδίκως, οπότε και δεν είναι δυνατόν να προωθηθεί με το περίγραμμα κατ’ έφεση, η δε εισαγωγή του με επίκληση της πλάνης περί τα πράγματα, αν γίνει αποδεκτή, θα οδηγήσει σε ακύρωση της «πεπλανημένης» απόφασης και σε επανεξέταση και όχι επικύρωση της απόφασης, όπως αιτιολογήθηκε και κατά κύριο λόγο υποστηρίχθηκε από την εφεσείουσα, ως προς την κατοχή του πλεονεκτήματος.

 

Το Δικαστήριο, έκρινε την αιτιολογία ως πεπλανημένη και ως μη εισάγουσα πειστική ειδική αιτιολογία, ακριβώς λόγω παραγνώρισης του πλεονεκτήματος του Πεύκαρου. Θεωρήθηκε και στο επιμέρους αυτό ζήτημα, ότι τα στοιχεία απαιτούνταν από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ως προσόντα και ως τέτοια, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος του αιτητή ως απαιτείται, δεδομένου ότι η [*301]Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και ο ΚΟΤ, έκριναν ότι τόσο ο Πεύκαρος, όσο και η εφεσείουσα κατείχαν τα απαιτούμενα προσόντα.  Συνεπώς δεν μπορούσε να προσδοθεί υπέρτερη δύναμη στα εν λόγω στοιχεία προς όφελος της εφεσείουσας. Άλλωστε, όπως παρατηρεί το Δικαστήριο, από το διοικητικό φάκελο του Πεύκαρου, κάθε άλλο παρά πενιχρή φαινόταν η σχετική του πείρα.

 

Δεν μπορούμε παρά να συμφωνήσουμε, ότι η μεγάλη διαφορά στην αρχαιότητα, όπως στην Ζωδιάτης (ανωτέρω), δεκαέξι χρόνων και πλέον, προσμετρούσε και συνιστούσε ικανό λόγο για παράκαμψη του πλεονεκτήματος, όμως όπως συνεχίζει η Ζωδιάτης, η υπεροχή σε αρχαιότητα είναι αρκετή προς παραγνώριση του πλεονεκτήματος, των άλλων κριτηρίων όντως ίσων, σε διαφορετική περίπτωση η απόφαση θα πρέπει να αιτιολογείται ξεχωριστά και επαρκώς: Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391, 394, όπου επισημάνθηκε:

 

«Θα πρέπει ίσως να επισημάνουμε ότι όταν η νομολογία απαιτεί ειδική αιτιολογία αυτό σημαίνει ότι όταν επιλέγεται άτομο που δεν διαθέτει πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, θα πρέπει η απόφαση να μη ληφθεί υπ’ όψιν το πλεονέκτημα ή το πρόσθετο προσόν, να αιτιολογείται ξεχωριστά. Να παρέχεται δηλαδή λόγος για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος. Και η αιτιολογία βέβαια που θα δίδεται θα πρέπει πάντα να είναι επαρκής.  Μια αιτιολογία, με άλλα λόγια, μπορεί να είναι ειδική γιατί αναφέρεται στους λόγους παραγνώρισης του πλεονεκτήματος, αλλά να μην είναι επαρκής.»

 

Απολύτως ευθυγραμμισμένη με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστή, ο οποίος είχε επισημάνει ότι η καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη, δεν συνιστά εξειδίκευση των λόγων που αντισταθμίζουν το πλεονέκτημα που παρέχει το πρόσθετο προσόν για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (Σιδερά ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 2540, 2543, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Δημοκρατία ν. Γερμανού κ.ά. (ανωτέρω)).

 

Εν όψει τούτου, είναι η κατάληξη μας ότι το Δικαστήριο με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του, ορθώς κατέληξε να ακυρώσει την επίδικη απόφαση λόγω απουσίας ειδικής και αυτοτελούς αιτιολογίας που να καταγράφει τους λόγους παραγνώρισης του πλεονεκτήματος.

 

Ο 2ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

[*302]Λόγος έφεσης 3 (Α.Ε. 69/2010) – Γλαύκος Καριόλου

 

Ο 3ος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της κατωτέρω εσφαλμένης κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο τίτλος του διπλώματος του εφεσίβλητου-αιτητή (Καριόλου), αγνοήθηκε και ή δεν αξιολογήθηκε δεόντως, με αποτέλεσμα να του στερηθεί ενδεχομένως η δυνατότητα αναγνώρισης κατοχής του πλεονεκτήματος με βάση τον μεταπτυχιακό του τίτλο (Μ/Μ Post-Graduate Diploma in Management):

 

«Οι καθ’ ων η αίτηση θα έπρεπε να προβούν στη δέουσα έρευνα σχετικά με την υπόσταση και τη σχετικότητα του εν λόγω διπλώματος του αιτητή με τη διοίκηση επιχειρήσεων, μέσα στα πλαίσια της αξιολόγησης των προσόντων του. Καμιά τέτοια ένδειξη δεν υπάρχει στα πρακτικά με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι ο αιτητής κρίθηκε ως προσοντούχος βάσει του μεταπτυχιακού του.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω και κάτω από πλάνη ή έλλειψη δέουσας έρευνας οι καθ’ ων η αίτηση έχουν αγνοήσει ή καλύτερα δεν έχουν αξιολογήσει δεόντως τα διπλώματα του αιτητή με αποτέλεσμα να του στερηθεί ενδεχομένως η δυνατότητα αναγνώρισης κατοχής του πλεονεκτήματος.»

 

Αιτιολογείται ο τρίτος λόγος έφεσης επί τω ότι, το Δικαστήριο δεν μπορούσε να επέμβει πρωτογενώς και να ερμηνεύσει το σχέδιο υπηρεσίας ώστε να αποφασίσει για τα προσόντα του εφεσίβλητου-αιτητή. Ο συνήγορος της εφεσείουσας ουσιαστικά προσπαθεί να εισάγει δια της αγόρευσης αιτιολογία και να παραθέτει λεπτομέρειες και γεγονότα, αναφορικά με το πτυχίο του Καριόλου, που σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη ώστε να συμπληρώσουν τα πρακτικά του ΚΟΤ, για να υποστηρίξουν εκ των υστέρων το νόμιμο της αιτιολογίας. Είναι συμπεράσματα και υποθέσεις εκ των υστέρων, σε μια προσπάθεια όπως εισηγείται ορθά η συνήγορος του εφεσίβλητου 2-αιτητή, να προσδοθεί αιτιολογία σε μια αναιτιολόγητη απόφαση. Το Δικαστήριο ως Αναθεωρητικό Δικαστήριο και όχι ως Δικαστήριο ουσίας, δεν μπορεί ούτε να λάβει, αλλά ούτε και πολύ περισσότερο να υιοθετήσει, συμπεράσματα ουσίας που εισάγουν οι συνήγοροι, ώστε να θεραπεύσουν την πλημμέλεια του αρμοδίου οργάνου. Εφόσον το ζήτημα δεν διερευνήθηκε κατά τη λήψη της υπό κρίση απόφασης, η θέση του εφεσίβλητου-αιτητή ότι το δίπλωμα δεν ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου και δεν περιλαμβανόταν στα απαιτούμενα προσόντα, ορθά δεν λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο εφόσον προωθήθηκε ως επιχείρημα μέσω των γραπτών αγορεύσεων των συνηγόρων, καθ’ ου η αίτηση 1 και εφεσείουσας.

[*303]Και ο 3ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Λόγος Έφεσης 1 (Α.Ε. 69/10).

 

Λόγοι Έφεσης 1 και 2 (Α.Ε. 77/10).

 

Οι ανωτέρω συναρτώμενοι λόγοι έφεσης 1 στην Α.Ε. 69/10, λόγοι έφεσης 1 και 2 στην Α.Ε. 77/10, άπτονται της παράλειψης του Δικαστηρίου να αποφανθεί για τη νομιμότητα της τελικής πράξης του εφεσείοντος/καθ’ ου η αίτηση 2, Υπουργικό Συμβούλιο και κατά πόσο ορθά ή λανθασμένα συνενώθηκε ως διάδικος στην αίτηση ακυρώσεως.

 

Ο συνήγορος της εφεσείουσας υποστήριξε, ότι από τη στιγμή που η Κυπριακή Δημοκρατία, εφεσείουσα στην Α.Ε. 69/10, είχε πρωτοδίκως ως ακυρωτικό λόγο, ζήτημα κακής συνένωσης του Υπουργικού Συμβουλίου, το Δικαστήριο όφειλε να το εξετάσει.

 

Από την άλλη οι εφεσίβλητοι, με παραπομπή στη νομολογία εισηγούνται ότι η ακύρωση της απόφασης του ΚΟΤ από το Δικαστήριο, αναπόφευκτα συμπαρασύρει σε ακυρότητα και την εγκριτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με αποτέλεσμα η παράλειψη του Δικαστηρίου να μην πλήττει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου.

 

Οι ανωτέρω λόγοι έφεσης, παρόλο που αφορούν ζητήματα τα οποία δεν κρίθηκαν πρωτοδίκως, εν τούτοις μπορούν να εξεταστούν κατ’ έφεση, εφόσον έχουν εξειδικευθεί με τους νομικούς λόγους που ηγέρθησαν πρωτοδίκως, τόσο από τον εφεσίβλητο Καριόλου (αιτητή στην Υποθ. Αρ. 613/07) όσο και τον καθ’ ου η αίτηση 2 Υπουργικό Συμβούλιο στην Α.Ε. 77/10 (Nissis (No.2) v. Republic (1967) 3 C.L.R. 671, όπως οι ανωτέρω αποφάσεις υιοθετούνται στην Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7, 14).

 

Από τη νομολογία, με εξαίρεση τη Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690, κρίθηκε, χωρίς όμως με απόλυτη σαφήνεια, ότι απαιτείται η συνένωση του εγκρίνοντος οργάνου, ως διαδίκου. Εκεί - καταχωρίστηκε προσφυγή που στρεφόταν μόνο εναντίον του εγκρίνοντος οργάνου - του Υπουργού Παιδείας, η προσφυγή κρίθηκε ως παραδεκτή και η πρωτόδικη απόφαση εγκρίθηκε κατ’ έφεση, με το ακόλουθο σκεπτικό.

 

«Σύμφωνα με την ισχύουσα αρχή, η οποία προκύπτει από τη νομολογία, η έγκριση του Υπουργού αποτελεί συμπληρωματι[*304]κή πράξη, χωρίς να μετατοπίζει την αποφασιστική αρμοδιότητα στον Υπουργό. Είναι γεγονός, και αυτό αποτελεί τη διαπίστωσή μας, ότι η έγκριση του Υπουργού δε θα μπορούσε να αποτελέσει, αφ’ εαυτής, αντικείμενο αναθεώρησης. Πρόδηλο είναι, από το απόσπασμα το οποίο έχουμε παραθέσει από την πρωτόδικη απόφαση, ότι το Δικαστήριο θεώρησε την απόφαση αποβολής του εφεσίβλητου από τη σχολή ως εκτελεστή και, για το λόγο αυτό, θεώρησε την προσφυγή παραδεκτή. Δεν έκρινε την έγκριση ως αυτοτελή διοικητική πράξη, υποκείμενη σε αναθεώρηση. Αυτό προκύπτει, άλλωστε, και από το αντικείμενο της αναθεώρησης, που εντοπίζεται στην απόφαση για την αποβολή του μαθητή και την επακόλουθη ακύρωσή της, λόγω της μη τήρησης των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης.

 

Αντίθετα με την εισήγηση των εφεσειόντων, το επίδικο θέμα της προσφυγής, όπως προσδιορίζεται από το αιτητικό, δεν περιορίζεται σ’ αυτή τούτη την έγκριση, αλλά εκτείνεται και στην απόφαση που εγκρίθηκε, απολήγουσα στην αποβολή του εφεσίβλητου:-

 

……………………………………………………………………

 

Αφού τύχει της δέουσας έγκρισης, η εκτελεστή απόφαση, η οποία προκύπτει, αποκτά ενιαίο χαρακτήρα και υπόκειται σε αναθεώρηση αυτοτελώς. Όπως αναφέρει ο Στασινόπουλος στο σύγγραμμά του - «Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων», τα δύο σκέλη της απόφασης συμπροσβάλλονται. Η ισχύουσα νομική και δικονομική θέση κατοπτρίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα, στη σελ. 124:-

 

«4. Πράξεις δεόμεναι της εγκρίσεως ετέρου οργάνου ίνα καταστώσιν εκτελεσταί, θεωρούνται ενσωματούμεναι προς την εγκρίνουσαν αυτάς πράξιν και άρα στερούμεναι καθ' εαυτάς εκτελεστού χαρακτήρος. Συνεπώς, ανεπίδεκτοι καθ' εαυτάς προσβολής διά της αιτήσεως ακυρώσεως, δεν δύνανται να προσβληθώσι μεμονωμένως, αλλά μόνον μετά την έκδοσιν της εγκριτικής πράξεως, μεθ' ης δύνανται να συμπροσβάλλωνται, ενσωματούμεναι προς αυτήν.»

 

Στη μεταγενέστερη απόφαση Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (2002) 3 Α.Α.Δ. 475, 482-484, με παραπομπή στη νομολογία, κρίθηκε ότι με βάση την αρχή ότι η εγκριτική απόφαση δεν μεταθέτει την αρμοδιότητα του αποφασιστικού οργάνου, η εγκριτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, δεν μπο[*305]ρεί να αποτελέσει αφ’ εαυτής αντικείμενο αναθεώρησης και ως εκ τούτου το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στη σχετική διαδικασία ως διάδικος:

 

«Η ορθότητα της συνένωσης ενός Υπουργού ή του Υπουργικού Συμβουλίου ως διαδίκου σε περιπτώσεις όπου νομοθετικές πρόνοιες υπαγορεύουν την παροχή έγκρισης, εξετάστηκε σε διάφορες υποθέσεις όπου τονίστηκε ότι η εγκριτική απόφαση δεν μεταθέτει την αποφασιστική αρμοδιότητα που προέρχεται από το όργανο που λαμβάνει τη σχετική απόφαση.

 

………………………..……………………………………………

 

Το ίδιο θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση Κονναρής ν. Επιτροπής Δημόσιας Υγείας Πολυστύπου και της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργικού Συμβουλίου (Α.Ε. 2378 της 30/7/99) στην οποία έγινε ανάλυση της σχετικής νομολογίας, όπως επίσης και στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Νορβάν Χανιάν ανηλίκου διά της μητρός αυτού Φλώρας Χανιάν (Α.Ε. 1990 της 18/9/98) όπου ο Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου Γ. Πικής τόνισε ότι,

 

"Σύμφωνα με την ισχύουσα αρχή, η οποία προκύπτει από τη νομολογία, η έγκριση του Υπουργού αποτελεί συμπληρωματική πράξη, χωρίς να μετατοπίζει την αποφασιστική αρμοδιότητα στον Υπουργό. Είναι γεγονός, και αυτό αποτελεί τη διαπίστωσή μας, ότι η έγκριση του Υπουργού δε θα μπορούσε να αποτελέσει, αφ’ εαυτής, αντικείμενο αναθεώρησης."

 

Με βάση τα πιο πάνω, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί στη σχετική διαδικασία ως διάδικος, κρίνεται ως ορθό.»

 

Από τις αποφάσεις στις οποίες μας παρέπεμψαν οι συνήγοροι των διαδίκων αναδύεται ένας κοινός παρονομαστής: Όπου οι πράξεις διοικητικού οργάνου υπόκεινται, εκεί όπου ο Νόμος ορίζει, στην έγκριση ετέρου διοικητικού οργάνου, εκτελεστή διοικητική πράξη είναι μόνο η εγκριτική. Στη βάση αυτής της παραμέτρου εξετάζεται και η φύση της πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου ως συμπληρωματικής προς την αποφασιστική αρμοδιότητα του εκτελεστικού οργάνου. Ζήτημα όμως που άπτεται της εκτελεστότητας και μόνο της πράξης και συνδέεται στενά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος, για παροχή δικαιώματος έννομης προστασίας του διοικούμενου, εφόσον σε προσφυγή υπόκεινται οι εκτελεστές ατομικές πράξεις ή παραλείψεις εκ των οποίων δημιουρ[*306]γούνται κατά Νόμο διοικητικές διαφορές ουσίας, ζήτημα που η πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξέτασε διαχρονικά: Η όποια, κατά την κρίση μας, αμφιβολία, μόνιμη τα τελευταία χρόνια, η οποία δυνατόν να προκύπτει από τις ανωτέρω αποφάσεις, βρίσκεται στην προσπάθεια του Δικαστηρίου να επεξηγήσει τη φύση της πρώτης ώστε να κριθεί αν παραδεκτώς προσβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146. Ότι αυτό είναι το ζήτημα που απασχολεί το Δικαστήριο, τόσο στην Χανιάν όσο και στις επόμενες, επιβεβαιώνεται από το σχετικό απόσπασμα από το σύγγραμμα του Στασινόπουλου «Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων», σ. 124, όπως παρατίθεται στην Χανιάν (ανωτέρω).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση αναμφίβολα η εκτελεστή διοικητική πράξη, απόφαση του ΚΟΤ τελειώθηκε διά της εγκριτικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι αιτητές-εφεσίβλητοι παραδεκτώς λοιπόν προσέβαλαν την απόφαση του ΚΟΤ μετά την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου και όχι αυτοτελώς. Ό,τι προωθήθηκε κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου πρωτόδικη διαδικασία ως ακυρωτικός λόγος, έπληττε τη νομιμότητα της απόφασης του αποφασιστικού οργάνου του ΚΟΤ χωρίς να εγερθεί ζήτημα πλημμέλειας ή νομιμότητας της εγκριτικής πράξης του Υπουργικού Συμβουλίου. Το Δικαστήριο ορθά λοιπόν δεν προχώρησε να εξετάσει το ζήτημα εφόσον η κρίση περί της νομιμότητας της απόφασης του ΚΟΤ με τα ενώπιον του εγερθέντα επίδικα ζητήματα, δεν θα διαφοροποιούσε την κατάληξη του. Από τη στιγμή που η απόφαση του οργάνου με αποφασιστική αρμοδιότητα, ΚΟΤ, ακυρώθηκε, συμπαρέσυρε σε ακυρότητα και την εγκριτική απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Οι συνήγοροι των διαδίκων κάλεσαν το Δικαστήριο να αποφανθεί επί του αμφιλεγόμενου ζητήματος της αναγκαστικής συνένωσης του εγκριτικού οργάνου σε υποθέσεις σύνθετων διοικητικών ενεργειών ή αποφάσεων. Θεωρούμε ότι το ζήτημα δεν επιλύεται δια της εισαγωγής άκαμπτου κανόνα, αλλά κρίνεται πάντοτε από το πώς πλαισιώνονται δια του δικογράφου οι λόγοι ακυρότητας. Αν δηλαδή οι νομικοί λόγοι ακύρωσης και η όποια πλημμέλεια πλήττει και την ίδια την εγκριτική απόφαση ή όχι, π.χ. όπου συντρέχει λόγος ακυρότητας εξαιτίας κακής σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου. Ζήτημα που υπενθυμίζουμε δεν συνέτρεχε στην υπό εξέταση υπόθεση.

 

Εναπόκειται λοιπόν στο συνήγορο του εκάστοτε αιτητή να σταθμίσει το ζήτημα και να συνενώσει ή όχι το εγκριτικό όργανο εκεί όπου κρίνει ότι τούτο απαιτείται εκ των γεγονότων της υπόθεσης του εντολέα του. Αυτό χωρίς να παραγνωρίζουμε τους κινδύνους της επιλογής του με δεδομένο ότι ζητήματα που άπτονται [*307]της κακής σύνθεσης αποφασιστικού ή εγκριτικού οργάνου, ως ζητήματα δημοσίου δικαίου, δυνατόν να εγερθούν κατά πάντα στάδιο ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, οπότε σε τέτοια περίπτωση η μη συνένωση του οργάνου ως διαδίκου στη σχετική διαδικασία δεν θα επέτρεπε ενδεχομένως την εξέταση τους.

 

Η έφεση αρ. 69/10 απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση αρ. 77/10 απορρίπτεται. Εν όψει της αμφιλεγόμενης νομολογίας κρίνουμε ορθό υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσουμε έξοδα.

 

Η έφεση αρ. 69/10 απορρίπτεται με έξοδα.

Η έφεση αρ. 77/10 απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο