Ντόνεβ Κράσσεν ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 350

ECLI:CY:AD:2015:C455

(2015) 3 ΑΑΔ 350

[*350]25 Ioυνίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΡΑΣΣΕΝ ΝΤΟΝΕΒ,

 

Εφεσείων - Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 146/2010)

 

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί τα πράγματα ― Δεν στοιχειοθετήθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Ακόμα και αν γίνονταν δεκτοί οι σχετικοί ισχυρισμοί του προσφεύγοντος, η προκύπτουσα πλάνη δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ουσιώδης.

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Η απαίτηση σαφούς δικογράφησης των λόγων ακυρώσεως ― Δεν εκπληρώθηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις και συνέπειες.

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Έγερση ουσιαστικού ζητήματος μόνο στο στάδιο της απαντητικής γραπτής αγόρευσης του Αιτητή ― Δεν μπορεί με τον τρόπο αυτό να καταστεί επίδικο το αντίστοιχο ζήτημα.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Το κριτήριο της προφορικής εξέτασης ― Βαρύτητα ― Δεν ήταν υπέρμετρη στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

 

Ο εφεσείων επέμεινε με την έφεσή του, στην αξίωσή του για ακύρωση της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών για την θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης που είχε επικυρωθεί πρωτοδίκως.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

[*351]1.      Η Ολομέλεια συμφωνεί με την προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Η διοίκηση έλαβε υπόψη την προηγούμενη πείρα του αιτητή και τον πίστωσε με το απαιτούμενο πλεονέκτημα. Συμφωνούμε, περαιτέρω, ότι και αν ακόμα δεν ελήφθη υπόψη η μη καταγραφείσα πείρα, η οποία μάλιστα δεν ήταν της έκτασης που παρουσιάστηκε, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιώδης πλάνη, ικανή να καταστήσει την πράξη παράνομη, για τους λόγους που εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

2.  Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να προβάλει συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, γιατί αυτός δεν είχε τεθεί στο δικόγραφο της προσφυγής. Κατ’ έφεσιν προβάλλεται η θέση ότι στο δικόγραφο υπήρχε επαρκής δικογράφηση, εφόσον γινόταν αναφορά σε πράξη αντίθετη στο νόμο, σε πράξη που πάσχει νομικά, σε παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας και διαδικασίας, σε παραβίαση του Συντάγματος, των νόμων της νομολογίας και της χρηστής διοίκησης, σε προφανή παράβαση του νόμου, σε καταφανή πλάνη περί τα πράγματα, σε εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας και για πράξη η οποία είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και η οποία πάσχει σε όλα τα προπαρασκευαστικά της στάδια. Όλα τα παραπάνω βέβαια είναι γενικότητες οι οποίες δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, σύμφωνα με τον οποίο τα νομικά σημεία θα πρέπει να καταγράφονται με σαφήνεια. Αποδοχή της εισήγησης ότι επαρκούν τέτοιες γενικότητες για να καλυφθεί το υπό συζήτηση συγκεκριμένο νομικό σημείο, όχι απλώς θα καταστρατηγούσε τον Κανονισμό 7, αλλά θα του αφαιρούσε κάθε νόημα ύπαρξης.

 

3.  Η Ολομέλεια δεν θεωρεί ότι ήταν θεμιτή η έγερση ουσιαστικού θέματος με την Απάντηση και μόνο. Κατ’ ουσίαν, δεν επρόκειτο για στοιχείο απάντησης, αλλά για εισαγωγή ενός νέου ισχυρισμού προδήλως ως εκ της έκδοσης, μετά τον χρόνο της Αγόρευσης του αιτητή (1.6.2009) και πριν τον χρόνο της Απάντησής του (25.2.2010), της απόφασης στην υπόθεση Καφά.

 

4.  Σε συμφωνία με τον αδελφό Δικαστή που επελήφθη πρωτοδίκως, ενώπιον του οποίου μάλιστα προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο μοναδικός λόγος επιλογής των ενδιαφερομένων προσώπων ήταν η προφορική συνέντευξη, κρίνουμε ότι η συνολική θεώρηση των δεδομένων δεν υποστηρίζει την εισήγηση του εφεσείοντα. Η προφορική συνέντευξη αναδεικνύεται απλώς ως ένα από τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, χωρίς υπέρμετρη βαρύτητα [*352]και χωρίς να αναδειχθεί ως αυτοτελές κριτήριο.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Πάντης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1089,

 

Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

 

Δημοκρατία ν. Προκοπίου-Νεοπτολέμου (2008) 3 Α.Α.Δ. 73,

 

Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1820/08), ημερομηνίας 14/7/2010.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου              θα δώσει ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ..

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Με την προσβαλλόμενη απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή του εφεσείοντα για ακύρωση απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, με την οποία είχαν διοριστεί τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 και 2 στη μόνιμη θέση Ιατρικού Λειτουργού 1ης Τάξης, Ιατρικές Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας στην ειδικότητα της Ουρολογίας από 15.10.2008.

 

Επρόκειτο για θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής η οποία δημοσιεύθηκε και υποβλήθηκαν δέκα αιτήσεις, μεταξύ των οποίων αυτή του αιτητή και των δύο ενδιαφερομένων μερών.

 

Κατ’ αρχάς επελήφθη η Συμβουλευτική Επιτροπή (Σ.Ε.) υπό την προεδρία της Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών. Η Σ.Ε. διεξήγαγε προφορική εξέταση και στη συνέχεια συνέστησε προς την Ε.Δ.Υ. αριθμό υποψηφίων, μεταξύ των οποίων ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Βαθμολόγησε τον αιτητή ως «Σχεδόν πάρα πολύ καλό» και τα ενδιαφερόμενα μέρη ως «Σχεδόν εξαίρετα».

 

Ακολούθως, η Ε.Δ.Υ., αφού μελέτησε την Έκθεση της Σ.Ε., κάλεσε τους συστηθέντες υποψηφίους για προφορική εξέταση στην παρουσία της Διευθύντριας Ιατρικών Υπηρεσιών. Μετά το πέρας της προφορικής εξέτασης, η Διευθύντρια αξιολόγησε τον αιτητή ως «Πάρα πολύ καλό» και τα ενδιαφερόμενα μέρη ως «Εξαίρετα», σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα μέρη και απεχώρησε.

 

Εν τέλει η Ε.Δ.Υ. κατά την ίδια συνεδρία, αφού έλαβε υπόψιν όλα τα ενώπιον της στοιχεία, αποφάσισε να προσφέρει διορισμό στην επίδικη θέση στα ενδιαφερόμενα μέρη, οπότε ακολούθησε προσφυγή. Ο αδελφός Δικαστής που της είχε επιληφθεί, την απέρριψε, εξ ου και η παρούσα έφεση, με την οποία προβλήθηκαν οι ακόλουθοι λόγοι που παρατίθενται και εξετάζονται με τη σειρά ακολούθως:

 

(α) Ζήτημα περί πλάνης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς κατ’ ισχυρισμόν πείρα 40 μηνών που είχε επιπρόσθετα ο εφεσείων (λόγος έφεσης αρ. 1).

 

Ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι κακώς δεν του πιστώθηκε περαιτέρω πείρα 40 μηνών στα καθήκοντα της θέσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο για το ζήτημα αυτό είχε διαπιστώσει ότι, όπως προκύπτει από τα ενώπιον του στοιχεία και από το περιεχόμενο της Έκθεσής της, η Σ.Ε. είχε λάβει υπόψιν την προηγούμενη πείρα του αιτητή, πιστώνοντας τον με το πλεονέκτημα της προηγούμενης πείρας. Πρόσθεσε δε, ότι και αν ακόμα είχε παραλείψει να λάβει υπόψιν την περαιτέρω πείρα του, αυτό δεν θα είχε ουσιαστική σημασία, αφού στη σχετική πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας (παράγραφος 3(4)*) απαιτείτο πείρα σχετική με τα καθήκοντα της θέσης, χωρίς να προσδιορίζεται η χρονική έκτασή της. Συνεπώς και αν ακόμα γινόταν δεκτή η εισήγηση περί πλάνης, αυτή δεν θα μπορούσε να κριθεί ως ουσιώδης, ώστε να καταστήσει την πράξη παράνομη, εν τη εννοία του Άρθρου 46(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999.

[*354]Κατ’ έφεσιν ο εφεσείων προέβαλε τη θέση ότι, έχοντας το πλεονέκτημα της παραγράφου 3(4), δεν σημαίνει ότι μπορούσε να παραλειφθεί η συνολική, υπέρτερη, πείρα του για σκοπούς σύγκρισης και αξιολόγησης. Παρέπεμψε δε, σχετικώς, στην Πάντης ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1089, και ειδικότερα στο ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Αυτό δεν σήμαινε ότι επιτρέπεται η διπλή χρήση σε περίπτωση ταυτοσημίας του ενός με το άλλο. Σήμαινε μόνο ότι επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν εκείνο που υπερβαίνει το απαιτούμενο ώστε το καθένα να έχει την αυτοτέλεια του έστω και αν τα δύο έχουν την ίδια φυσιογνωμία. Επρόκειτο σε εκείνη την περίπτωση για πείρα την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε όχι μόνο στη χρονική έκταση του προβλεπομένου ως απαιτουμένου προσόντος αλλά και πέραν εκείνης, σε έκταση που χρειαζόταν για να καταστεί πρόσθετο προσόν.»

 

Κατ’ αρχάς, έχοντας εξετάσει το φάκελο της υπόθεσης, διαπιστώνουμε ότι η προϋπηρεσία του αιτητή που δεν φαίνεται να είναι καταγεγραμμένη σε σχετικό κατάλογο ο οποίος είχε ετοιμαστεί επί τούτου, ήταν 26 και όχι 40 μήνες. Η παραλειπόμενη βασικά περίοδος (πέραν μιας άλλης μικρής περιόδου 4 μηνών που υπηρέτησε στο Νοσοκομείο Κυπερούντας), είναι από τον Δεκέμβριο 2004 μέχρι τις 27.1.2006, ημερομηνία προκήρυξης των θέσεων. Αντί, όμως, ο υπολογισμός από πλευράς αιτητή να γίνει μέχρι τις 27.1.2006, προφανώς εκ παραδρομής έγινε μέχρι 27.11.2006.

 

Εν πάση περιπτώσει, η παρούσα διαφοροποιείται από την Πάντης. Εκεί κρίθηκε πως η αιτιολογία της πράξης του διορισμού του ενδιαφερομένου προσώπου έπασχε, ως εκ του ότι παρέμεινε ασαφές το ζήτημα του ποιο διάστημα της πείρας του ενδιαφερομένου προσώπου μέτρησε ως απαραίτητο προσόν και ποιο ως πλεονέκτημα. Είναι υπ’ αυτή την έννοια που η Ολομέλεια στην υπόθεση εκείνη ανέφερε τα όσα επικαλέστηκε ενώπιον μας ο ευπαίδευτος δικηγόρος του αιτητή.

 

Εν προκειμένω, συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Η διοίκηση έλαβε υπόψιν την προηγούμενη πείρα του αιτητή και τον πίστωσε με το απαιτούμενο πλεονέκτημα.  Συμφωνούμε, περαιτέρω, ότι και αν ακόμα δεν ελήφθη υπόψιν η μη καταγραφείσα πείρα, η οποία μάλιστα δεν ήταν της έκτασης που παρουσιάστηκε, το γεγονός αυτό δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ουσιώδης πλάνη ικανή να καταστήσει την πράξη παράνομη, για τους λόγους που εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

[*355](β) Ζητήματα που αφορούν τη διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής (λόγοι έφεσης 2 και 3).

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν υπήρχε πλημμέλεια κατά την προφορική εξέταση των υποψηφίων από την Συμβουλευτική Επιτροπή και ότι εσφαλμένη ήταν και η κρίση περί άμεμπτης τελικής αξιολόγησης των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή.

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή στη σχετική Έκθεσή της καταγράφει τα ακόλουθα ως προς τη γενική εντύπωση κατά την προφορική εξέταση αναφορικά με την απόδοση του εφεσείοντος και των ενδιαφερομένων προσώπων.

 

«Ντόνεβ Κράσσεν Ευγένιεβ: Πολύ καλός

 

Επέδειξε αδυναμία να αναλύσει ουσιαστικά και εις βάθος κάποια βασικά θέματα και να καταθέσει δικές του ιδέες και σκέψεις. Δεν κατάφερε να εμβαθύνει στη ουσία των ερωτήσεων παρόλο που χειρίστηκε την εξέταση με σχετική άνεση. Περιορισμένες γνώσεις, παρόλο που ήταν πλήρως ενημερωμένος για την ευρύτητα των ευθυνών και καθηκόντων της θέσης. Σεμνή και συμπαθής προσωπικότητα.

 

Αντωνίου Αντώνης: Πάρα πολύ καλός

 

Απάντησε αρκετές από τις ερωτήσεις που του τέθηκαν με άνεση στη χρήση του λόγου και ολοκληρωμένη σκέψη. Μερικές από τις απαντήσεις του όμως χαρακτηρίζονται από επιδερμική προσέγγιση των θεμάτων. Έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το αντικείμενο του. Είναι σεμνός, με ευχάριστη και θετική προσωπικότητα.

 

Ιμπραήμ Ζιάτ Μίλατ: Πάρα Πολύ Καλός

 

Η τοποθέτηση του σε αρκετές από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν ήταν ορθή παρόλο που δεν ανάλυσε εις βάθος μερικές από τις απαντήσεις του. Έδωσε την εντύπωση ενός ατόμου με συγκροτημένη σκέψη. Επέδειξε ένα καλό επίπεδο κρίσης με ικανοποιητική χρήση του λόγου. Ευχάριστη προσωπικότητα με δυναμικό χαρακτήρα».

 

Όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, ο ευπαίδευτος δικηγόρος του τότε αιτητή είχε εισηγηθεί ότι με τα παραπάνω [*356]δεν αιτιολογήθηκε η αξιολόγηση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και δεν αναφέρονται οι λόγοι για τους οποίους οι υποψήφιοι αξιολογήθηκαν, ο μεν εφεσείων ως «πολύ καλός» τα δε ενδιαφερόμενα μέρη ως «πάρα πολύ καλά». Πέραν τούτου, είχε εισηγηθεί ότι δεν αιτιολογήθηκε η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής περί περιορισμένων γνώσεων του αιτητή. Γενικά δε, ότι η Επιτροπή θα έπρεπε να καταγράψει λεπτομέρειες της προφορικής συνέντευξης ώστε να δικαιολογηθεί η κατάληξή της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι τα παραπάνω αφορούν την «Γενική Εντύπωση» της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την απόδοση του κάθε υποψηφίου στην προφορική εξέταση. Υπέδειξε περαιτέρω ότι πέραν της γενικής εντύπωσης, ακολουθεί «Αιτιολογημένη Έκθεση» της Επιτροπής για τον κάθε υποψήφιο και στη συνέχεια η Επιτροπή προβαίνει στην τελική αξιολόγηση τους. Αυτά, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, πληρούσαν τα προαπαιτούμενα για επαρκή αιτιολογία της γενικής κρίσης, εφόσον αρκούσε η μεταφορά, με καταγραφή στο πρακτικό από το όργανο που διενήργησε την προφορική εξέταση, των όσων απεκόμισε για τον κάθε υποψήφιο. Παρέπεμψε δε, σχετικώς, στην υπόθεση Πούρος κ.ά. ν. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα εισηγήθηκε ενώπιον μας ότι τα παραπάνω αποτελούν μια παράθεση φραστικών γενικοτήτων χωρίς αιτιολογία. Πέραν τούτου, τόνισε ιδιαίτερα την αναφορά της Επιτροπής σε «περιορισμένες γνώσεις» του εφεσείοντος και παρέπεμψε στη Δημοκρατία ν. Προκοπίου-Νεοπτολέμου (2008) 3 Α.Α.Δ. 73, όπου θεωρήθηκε ανεπίτρεπτο το γεγονός ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή «δεν περιορίστηκε στην αξιολόγηση της προσωπικότητας των υποψηφίων, αλλά επεκτάθηκε και μάλιστα κυρίως στη διαπίστωση του επιπέδου κατάρτισης, γνώσεων, εμπειριών και έφεσης για μάθηση, όπως και των διευθυντικών, διοικητικών και οργανωτικών ικανοτήτων των υποψηφίων». Υπό εκείνες τις περιστάσεις θεωρήθηκε ότι η κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής επί των πιο πάνω, συνιστούσε ουσιαστικά κρίση αξίας, απολήγουσα σε εντύπωση υπεροχής του ενδιαφερομένου προσώπου ως προς στοιχεία στα οποία, ήδη περιλαμβανόμενα στις ετήσιες αξιολογήσεις, αυτός και η αιτήτρια (εφεσείουσα) ήσαν τουλάχιστον ισοδύναμοι. Άλλωστε, συνέχισε, η εκτίμηση για «περιορισμένες γνώσεις», ήταν σε σύγκρουση με το περιεχόμενο των φακέλων, όπου φαίνονται τα προσόντα του εφεσείοντα και οι αξιολογήσεις του από τους προϊσταμένους του. 

Όλα αυτά τα αντικειμενικά στοιχεία κρίσης, εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, διαγράφηκαν μέσα από μια ολιγόλεπτη προφορική συνέντευξη, η οποία δεν έχει καταγραφεί και άρα είναι ανέφικτος ο δικαστικός της έλεγχος. Συνέντευξη, συνέχισε, που διενεργήθηκε από μια Επιτροπή απαρτιζόμενη από ένα μόνο Ιατρικό Λειτουργό με ειδικότητα στην ουρολογία και παρά ταύτα κατέληξε σε διαπίστωση περί περιορισμένων γνώσεων του αιτητή.

 

Κατ’ αρχάς θεωρούμε ότι η περίπτωση διαφοροποιείται από την υπόθεση Προκοπίου-Νεοπτολέμου, στην οποία όχι απλώς η προφορική εξέταση επεκτάθηκε πέραν του ζητουμένου, που ήταν η αξιολόγηση της προσωπικότητας των υποψηφίων, αλλά, όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται στην απόφαση της Ολομέλειας, «επεκτάθηκε και μάλιστα κυρίως»* σε γνωσιολογική εξέταση που απέληξε σε κρίση αξίας. Εν προκειμένω, η αναφορά σε «περιορισμένες γνώσεις» συνδέθηκε με το βαθμό ενημέρωσής του εφεσείοντα για τις ευθύνες και τα καθήκοντα της θέσης και δεν τέθηκε ζήτημα κρίσης της γνωσιολογικής επάρκειας και της αξίας του, υπό την έννοια που προσεγγίστηκε το ζήτημα στην εν λόγω υπόθεση.

 

Άλλωστε, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι οι σχετικοί λόγοι έφεσης περί πλημμέλειας στον τρόπο που λειτούργησε η Συμβουλευτική Επιτροπή, τέθηκαν ρητά και σε συσχετισμό με το λόγο έφεσης 1, ήτοι με τον ισχυρισμό του ότι παραγνωρίστηκε επιπρόσθετη πείρα 40 μηνών. Εισηγήθηκε συγκεκριμένα ο ευπαίδευτος δικηγόρος του, ότι ουδείς μπορεί να εικάσει ποία θα ήταν η κρίση της Επιτροπής εάν γνώριζαν πως είχε άλλη πείρα 40 μηνών.  Με μια ολιγόλεπτη προφορική συνέντευξη, 40 μήνες πείρας απλώς προσπεράστηκαν, τόνισε χαρακτηριστικά και η Συμβουλευτική Επιτροπή, θεωρώντας το ένα έτος πείρας ισοπεδωτικά ως το μοναδικό προσδιοριστικό στοιχείο της σημασίας ή αξίας της πείρας, δεν διαφοροποίησε την εξ αυτής αξία. Ως προς αυτή την πτυχή, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην προηγηθείσα του κρίση ότι η μη ρητή αναφορά στην έκταση της πείρας, ακόμα και αν εθεωρείτο πλάνη περί τα πράγματα, αυτή δεν θα ήταν ουσιώδης.

 

Θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου σε ότι αφορά τα παραπάνω ζητήματα.

[*358](γ) Ισχυρισμός περί παραβίασης από μέρους της Συμβουλευτικής Επιτροπής του Άρθρου 34(4) και της επιφύλαξης του εδαφίου 6 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990.

 

Οι παραπάνω πρόνοιες προβλέπουν προθεσμίες αναφορικά με τις διεργασίες της Συμβουλευτικής Επιτροπής οι οποίες, κατά τον εφεσείοντα, παραβιάστηκαν.

 

Ο πρωτόδικος δικαστής έκρινε ότι ο εφεσείων δεν μπορούσε να προβάλει τέτοιο λόγο ακύρωσης γιατί αυτός δεν είχε τεθεί στο δικόγραφο της προσφυγής.

 

Κατ’ έφεσιν προβάλλεται η θέση ότι στο δικόγραφο υπήρχε επαρκής δικογράφηση, εφόσον γινόταν αναφορά σε πράξη αντίθετη στο νόμο, σε πράξη που πάσχει νομικά, σε παραβίαση της σχετικής νομοθεσίας και διαδικασίας, σε παραβίαση του Συντάγματος, των νόμων της νομολογίας και της χρηστής διοίκησης, σε προφανή παράβαση του νόμου, σε καταφανή πλάνη περί τα πράγματα, σε εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή του Σχεδίου Υπηρεσίας και για πράξη η οποία είναι αποτέλεσμα εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και η οποία πάσχει σε όλα τα προπαρασκευαστικά της στάδια.

 

Όλα τα παραπάνω βέβαια είναι γενικότητες οι οποίες δεν εκπληρώνουν την υποχρέωση που θέτει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, σύμφωνα με τον οποίο τα νομικά σημεία θα πρέπει να καταγράφονται με σαφήνεια. Αποδοχή της εισήγησης ότι επαρκούν τέτοιες γενικότητες για να καλυφθεί το υπό συζήτηση συγκεκριμένο νομικό σημείο, όχι απλώς θα καταστρατηγούσε τον Κανονισμό 7, αλλά θα του αφαιρούσε κάθε νόημα ύπαρξης.

 

(δ) Ισχυρισμός ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ως νομικά ορθή τη σύσταση της Διευθύντριας.

 

Ανάμεσα στους λόγους της προσφυγής περιλαμβάνεται και ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν ήταν αιτιολογημένη, στηρίχθηκε δε σε πάσχουσα σύσταση. 

 

Στην αγόρευσή του ο ευπαίδευτος δικηγόρος του εφεσείοντα, αναφερόμενος στην τελική κρίση της Ε.Δ.Υ. σε σχέση με τη σύσταση της Διευθύντριας, είπε απλώς τα εξής:

 

«Είναι προφανές ότι η κρίση της στηρίχθηκε ΜΟΝΟ στη συνέντευξη και στο πώς ΑΝΑΙΤΙΟΛΟΓΗΤΑ την έκρινε η Διευθύ[*359]ντρια. Καμία άλλη αιτιολογία δεν υπάρχει.

 

Άρα έχουμε πάσχουσα απόφαση και γι’ αυτό το λόγο.»

 

Ο αδελφός Δικαστής που επελήφθη πρωτοδίκως, θεώρησε ότι με τα παραπάνω προβάλλεται ότι η σύσταση της Διευθύντριας δεν ήταν αιτιολογημένη. Συμφώνησε δε με τη συνήγορο της άλλης πλευράς ότι, λόγω του ότι η επίδικη θέση είναι Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, η Διευθύντρια δεν είχε υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασής της.

 

Προχώρησε, όμως, λέγοντας ότι στην Απάντησή του ο δικηγόρος του εφεσείοντα πρόσθεσε πως, ενόψει των αποφασισθέντων ως obiter στην πρόσφατη τότε απόφαση της Ολομέλειας στην Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12, η ενέργεια της Διευθύντριας να προβεί σε αξιολόγηση των υποψηφίων από την ενώπιον της Ε.Δ.Υ. προφορική εξέταση, συνιστά αναρμόδια ανάμειξη. Εξέτασε ο πρωτόδικος Δικαστής την επιπρόσθετη αυτή πτυχή και θεώρησε ότι δεν υπάρχει, εν προκειμένω, οτιδήποτε στα πρακτικά που να καταδεικνύει ότι η Διευθύντρια στηρίχθηκε στις προφορικές συνεντεύξεις των υποψηφίων για να καταλήξει στη σύστασή της.

 

Δεν θεωρούμε όμως ότι ήταν θεμιτή η έγερση ενός τέτοιου ουσιαστικού θέματος με την Απάντηση και μόνο. Κατ’ ουσίαν, δεν επρόκειτο για στοιχείο απάντησης, αλλά για εισαγωγή ενός νέου ισχυρισμού προδήλως ως εκ της έκδοσης, μετά τον χρόνο της Αγόρευσης του αιτητή (1.6.2009) και πριν τον χρόνο της Απάντησής του (25.2.2010), της απόφασης στην υπόθεση Καφά (1.2.2010). Έτσι όμως, το θέμα δεν μπορούσε να καταστεί επίδικο. Γι’ αυτό και δεν θα εξετάσουμε περαιτέρω το σχετικό λόγο έφεσης.

 

(ε) Ζητήματα που αφορούν την προφορική εξέταση και την τελική απόφαση της Ε.Δ.Υ..

 

Εν προκειμένω και πάλιν τα παράπονα του εφεσείοντα περιστρέφονται γύρω από τη θέση του ότι παραβλέφθηκε η υπεροχή του σε πείρα και ότι δόθηκε στην προφορική συνέντευξη, κατά τρόπο ανεπίτρεπτο, βαρύνουσα σημασία.

 

Τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη εν πολλοίς απαντηθεί. Σε συμφωνία με τον αδελφό Δικαστή που επελήφθη πρωτοδίκως, ενώπιον του οποίου μάλιστα προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι ο μοναδικός λόγος επιλογής των ενδιαφερομένων προσώπων ήταν η προφορική συνέντευξη, κρίνουμε ότι η συνολική θεώρηση των δεδο[*360]μένων δεν υποστηρίζει την εισήγηση του εφεσείοντα. Η προφορική συνέντευξη αναδεικνύεται απλώς ως ένα από τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψιν, χωρίς υπέρμετρη βαρύτητα και χωρίς να αναδειχθεί ως αυτοτελές κριτήριο.

 

Ως εκ των άνω, η έφεση απορρίπτεται με έξοδα €2.500 υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο