Στυλιανού Αλίκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 426

ECLI:CY:AD:2015:C546

(2015) 3 ΑΑΔ 426

[*426]28 Ιουλίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑMΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΛΙΚΗ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 171/2010)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Ειδικά η σύσταση του Προϊσταμένου του Τμήματος ― Φύση και βαρύτητα από την νομολογία ― Η σημασία και οι όροι νομιμότητας της κατά νόμος αναιτιολόγητης σύστασης ― Η σύσταση στην κριθείσα περίπτωση έπασχε, λόγω σύγκρουσής της με τα στοιχεία των υπηρεσιακών φακέλων ― Ανάλυση και περιστάσεις.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Κριτήρια ― Το κριτήριο της προφορικής εξέτασης ― Η εξέταση διεξάγεται από την ΕΔΥ και μόνο επ’ ωφελεία της ιδίας ― Η λήψη υπόψη από τον Διευθυντή της προφορικής εξέτασης, αποτελεί εξωγενές κριτήριο ― Περιστάσεις της παράβασης των νομολογιακών πορισμάτων από τον Διευθυντή στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

 

Η προσφυγή της εφεσείουσας είχε απορριφθεί πρωτοδίκως σε σχέση με δύο από τα ενδιαφερόμενα μέρη, αλλά με την έφεση η εφεσείουσα αξίωσε την ακύρωση της επιλογής και αυτών για πλήρωση της θέσης Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α΄.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι επειδή η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, η σύσταση σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1(Ι)/90), δεν χρεια[*427]ζόταν να είναι αιτιολογημένη. Επίσης συμφωνούν ότι ο μόνος περιορισμός που θέτει η νομολογία σε μη αιτιολογημένη σύσταση, είναι ότι η σύσταση δεν πρέπει να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Η σημασία και η εμβέλεια της σύστασης εξετάστηκαν στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695. Υπό το πρίσμα της Μοδίτης, ανωτέρω, η σύσταση του Προϊσταμένου έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα. Δεν παύει όμως να αποτελεί «πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως» και γι’ αυτό η ΕΔΥ αν αποφασίσει να μην την ακολουθήσει, θα πρέπει να καταγράψει καθαρά στο πρακτικό της τους λόγους που την ώθησαν να διαφοροποιηθεί. Η προφορική εξέταση γίνεται επ’ ωφελεία της Επιτροπής και μόνο αυτή είναι το όργανο το οποίο είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το Νόμο, να βασιστεί στην προφορική εξέταση και να αξιολογήσει τους υποψήφιους ανάλογα. Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι στις περιπτώσεις που επιτρέπεται από το νόμο η σύσταση να είναι αναιτιολόγητη, το γεγονός αυτό δεν επιδρά στο κύρος της και ως εκ τούτου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μειωμένης αξίας. Σε ό,τι αφορά τα θεσμοθετημένα κριτήρια, η ορθή αντιμετώπιση είναι να εξετάζεται η γενική εικόνα του κάθε υποψηφίου και όχι να γίνεται μηχανική εξέταση. Ιδιαίτερα στο κριτήριο της βαθμολογημένης αξίας δεν πρέπει να γίνεται αριθμητική εξέταση των στοιχείων ώστε να φανεί ποιος έχει τα περισσότερα «Εξαίρετος». Στην προκειμένη περίπτωση το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η σύσταση του Διευθυντή έρχεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Εξετάζοντας τα στοιχεία ενώπιόν μας, παρατηρούμε ότι η σύσταση του Διευθυντή όντως συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων.  Η αρχαιότητα ενός υπαλλήλου σύμφωνα με το Νόμο είναι εκείνη που προσμετρά από την ημέρα που προσλαμβάνεται σε μόνιμη θέση. Σύμφωνα δε με τη νομολογία, υπηρεσία σε έκτακτη βάση δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της αρχαιότητας. Η Εφεσείουσα υπηρετούσε στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών από τον Ιανουάριο του 1997 σε αντίθεση με τα ΕΜ τα οποία διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού τον Φεβρουάριο του 1999. Τόσο η πείρα της Εφεσείουσας ως έκτακτη στην ίδια θέση που υπηρετούσε και ως μόνιμη, όσο και η υπεροχή της σε πείρα από τη διετή αρχαιότητά της, αποκτούν τη σημασία τους αφού προσθέτουν, όχι στην αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος, αλλά στην εν γένει καταλληλότητα της Εφεσείουσας. 

 

2.  Δεν επιτρέπεται στον Προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψηφίους και να καταλήξει στη σύστασή του. Στην προκειμένη περίπτωση, ο Προϊστάμενος προτού [*428]δώσει τη σύστασή του, ανεπίτρεπτα, όχι μόνο αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και κατέγραψε την βαθμολογία του, αλλά η επιλογή των υποψηφίων που θα σύστηνε φαίνεται να στηρίχθηκε στην εντύπωσή του από την προφορική εξέταση, η οποία συνιστά εξωγενή παράγοντα. Πέραν τούτου, η σύσταση πάσχει και για ένα πρόσθετο λόγο. Ο Διευθυντής, έχοντας υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, ενδέχεται να έλαβε υπόψη την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς την ύπαρξη πλεονεκτήματος, τουλάχιστον για δύο από τα τέσσερα ΕΜ, με αποτέλεσμα να υπάρχει το ενδεχόμενο πλάνης ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων που τελικά επέλεξε για να συστήσει.  Υπό αυτές τις συνθήκες, η σύσταση του Διευθυντή κατά την κρίση μας πάσχει. Το ότι δεν απαιτείται από το Νόμο να είναι αιτιολογημένη, δεν επηρεάζει την κατάληξή μας, εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία ο Προϊστάμενος δικαιούται διά νόμου να δώσει μη αιτιολογημένη σύσταση, φτάνει αυτή να μην συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου και τη σχετική νομολογία, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,

 

Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

 

Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12,

 

Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

 

Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 639,

 

Πατσαλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 738,

 

Ηλιάδη κ.ά. ν. Χριστοφή κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 25,

 

Καμπανέλλα ν. ΕΔΥ (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2419,

 

Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 960,

 

Σταύρου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317,

 

Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921,

[*429]Δημοκρατία ν. Σαββίδου (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 633,

 

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 230, ECLI:CY:AD:2015:C375.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 695/07), ημερομηνίας 5/10/2010.

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

 

Λ. Ουστά (κα) με Χρ. Αλεξάνδρου, για την Εφεσίβλητη.

 

Το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 εμφανίζεται προσωπικά.

 

Καμία εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2.

 

Cur. adv. vult.

 

Δικαστήριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: To 2004 δημοσιεύθηκε η θέση Λειτουργού Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού Α΄, Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής. Επειδή ανταποκρίθηκαν 105 υποψήφιοι, ετοιμάστηκε έκθεση από αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή και κλήθηκαν σε προφορική εξέταση όσοι υποψήφιοι συστήθηκαν. Μεταξύ των συστηθέντων, περιλαμβάνονταν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (ΕΜ), όχι όμως και η Εφεσείουσα. Όμως, μετά από παράπονό της, κλήθηκε αυτή και άλλοι δύο υποψήφιοι για προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ).

 

Ο Διευθυντής σύστησε τα ΕΜ και η ΕΔΥ μετά από αξιολόγηση των υποψηφίων έκρινε ότι τα ΕΜ και ένας ακόμα υποψήφιος υπερείχαν γενικά των άλλων υποψηφίων και τους επέλεξε ως τους καταλληλότερους.

 

Η Εφεσείουσα προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο επιδιώκοντας την ακύρωση των διορισμών, με κύριο παράπονο ότι η παράγραφος 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας σε σχέση με το πλεονέκτημα, είναι καθ’ υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) και άκυρη, καθότι παραβιάζει το Άρθρο 28 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την [*430]αρχή της ισότητας. Στην παράγραφο 3(6) του Σχεδίου Υπηρεσίας αναφέρεται ότι ευδόκιμη πείρα στο Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, θα αποτελεί πλεονέκτημα.

 

Η Εφεσείουσα πρόβαλε και άλλους δύο λόγους ακυρότητας, ότι η σύσταση του Διευθυντή συγκρουόταν με τα στοιχεία του φακέλου και ότι η ΕΔΥ πλανήθηκε ως προς την προφορική εξέταση, αφού έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα στην προφορική εξέταση, ενώ η διαφορά στην απόδοση των υποψηφίων ήταν οριακή.

 

Το πρωτόδικο δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή ως προς το πλεονέκτημα και ακύρωσε το διορισμό του ΕΜ Πατρίνας Ταραμίδου και την προαγωγή του ΕΜ Μαρίας Αλεξάνδρου, λόγω χρήσης του πλεονεκτήματος το οποίο κρίθηκε αντισυνταγματικό.  Όμως απέρριψε την προσφυγή αναφορικά με τα άλλα δύο ΕΜ, Μαρία Κλεάνθους και Γεώργιο Γεωργίου, τα οποία δεν είχαν το πλεονέκτημα, κρίνοντας ότι δεν ευσταθούν οι άλλοι δύο λόγοι ακυρότητας που αφορούσαν τη σύσταση του Διευθυντή και την κατ’ ισχυρισμό πλάνη της ΕΔΥ ως προς την προφορική εξέταση.

 

Με δύο λόγους έφεσης η Εφεσείουσα προσβάλλει το απορριπτικό μέρος της πρωτόδικης κρίσης που αφορά τα ΕΜ Μαρία Κλεάνθους και Γεώργιο Γεωργίου.

 

Πρώτος λόγος έφεσης

 

Ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας προβάλλει ότι και η προαγωγή των ΕΜ Μαρίας Κλεάνθους και Γεώργιου Γεωργίου, θα έπρεπε επίσης να ακυρωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο, γιατί η σύσταση του Διευθυντή ήταν άκυρη, αφού συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.  Όπως αναφέρει στο περίγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου της, η Εφεσείουσα έχει τις ίδιες βαθμολογίες στις Ετήσιες Εκθέσεις των τελευταίων χρόνων με τα ΕΜ, υπερέχει σε πείρα έναντι όλων των ΕΜ, υπερέχει έναντι του ΕΜ Μαρίας Κλεάνθους σε πρόσθετο, μη απαιτούμενο προσόν, με την κατοχή ενός μεταπτυχιακού τίτλου που δεν διαθέτει το πιο πάνω ΕΜ. Τα ΕΜ υπερέχουν μόνο στην προφορική εξέταση, αλλά η διαφορά είναι οριακή, αφού η Αιτήτρια βαθμολογήθηκε με «Πολύ Καλή» ενώ τα ΕΜ με «Εξαίρετος».

 

Από την άλλη, η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη υποστήριξε ότι η σύσταση του Διευθυντή είναι απολύτως ορθή.  Τόνισε ότι κατά την εξέταση του κριτηρίου αξία, είναι η γενική αξιολόγηση και εικόνα που λαμβάνεται υπόψη. Σύμφωνα με το [*431]τεκμήριο της κανονικότητας, ο Διευθυντής προτού προβεί στη σύσταση του υπέρ των Ενδιαφερομένων Μερών, είχε πλήρη γνώση της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας των υποψηφίων και η σύστασή του ουδόλως συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Όλες οι πλευρές συμφωνούν ότι επειδή η θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής, η σύσταση σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1(Ι)/90), δεν χρειαζόταν να είναι αιτιολογημένη. Επίσης συμφωνούν ότι ο μόνος περιορισμός που θέτει η νομολογία σε μη αιτιολογημένη σύσταση, είναι ότι η σύσταση δεν πρέπει να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.

 

Η σημασία και η εμβέλεια της σύστασης εξετάστηκαν στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, στην οποία ο Κωνσταντινίδης, Δ., συνόψισε τις γενικές αρχές της νομολογίας στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση της πλειοψηφίας:-

 

«Καταλήγουμε πως η σύσταση του προϊσταμένου εκδήλως δεν μπορεί να προσθέτει ή να αφαιρεί από την υπηρεσιακή εικόνα των υπαλλήλων. Δεν είναι πηγή τέτοιας πληροφόρησης και δε συναρτάται προς την αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος. Η σύσταση, στην οποία αναφέρεται ο Νόμος, εμπεριέχει μόνο τη συμβουλή ή γνώμη του προϊσταμένου ως προς τον κατάλληλο για προαγωγή στη βάση του συνόλου των κριτηρίων, με δοσμένη την υπηρεσιακή τους εικόνα όπως την αποτυπώνουν οι φάκελοι. Ο προϊστάμενος του τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση γνωρίζει στην πράξη τις ανάγκες εκείνης της θέσης και εξ αυτού προκύπτει και ο ρόλος του. Να επισημάνει τί από τα δεδομένα, δηλαδή από τις ιδιότητες και τις ικανότητες που καταφαίνεται ότι έχει ένας υπάλληλος, ταιριάζει καλύτερα σ’ αυτές τις ανάγκες ώστε αυτός να αναδεικνύεται ως ο καταλληλότερος. Οπότε, και στην περίπτωση που η ΕΔΥ έχει άλλη άποψη ως προς το ποιός είναι ο καταλληλότερος, να χρειάζεται να αιτιολογήσει αυτή την απόκλιση ειδικά.»

 

Υπό το πρίσμα της Μοδίτης, ανωτέρω, η σύσταση του Προϊσταμένου έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα. Δεν παύει όμως να αποτελεί «πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως» και γι’ αυτό η ΕΔΥ αν αποφασίσει να μην την ακολουθήσει, θα πρέπει να καταγράψει καθαρά στο πρακτικό της τους λόγους που την ώθησαν να διαφοροποιηθεί (βλ. Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422).

[*432]Στην Καφά ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12, νομολογήθηκε ότι η προφορική εξέταση γίνεται επ’ ωφελεία της Επιτροπής και μόνο αυτή είναι το όργανο το οποίο είχε δικαίωμα, σύμφωνα με το Νόμο, να βασιστεί στην προφορική εξέταση και να αξιολογήσει τους υποψήφιους ανάλογα. Επεξηγήθηκε περαιτέρω σε σχέση με τον Προϊστάμενο ότι:-

 

«Η τυχόν παρουσία του προϊσταμένου στην εξέταση σκοπό έχει να βοηθηθεί η Επιτροπή στην αξιολόγησή της. Δεν επιτρέπεται στον προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψήφιους και να καταλήξει στη σύστασή του. Η σύσταση θα πρέπει να στηρίζεται στις προηγούμενές του εμπειρίες για τον συγκεκριμένο υποψήφιο, τις συστάσεις των άμεσων προϊσταμένων του και την εξέταση των υπηρεσιακών φακέλων. Η εντύπωση από τη συνέντευξη συνιστά εξωγενή παράγοντα.».

 

Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι στις περιπτώσεις που επιτρέπεται από το νόμο η σύσταση να είναι αναιτιολόγητη, το γεγονός αυτό δεν επιδρά στο κύρος της και ως εκ τούτου δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως μειωμένης αξίας (βλ. Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).

 

Σε ό,τι αφορά τα θεσμοθετημένα κριτήρια, η ορθή αντιμετώπιση είναι να εξετάζεται η γενική εικόνα του κάθε υποψηφίου και όχι να γίνεται μηχανική εξέταση. Ιδιαίτερα στο κριτήριο της βαθμολογημένης αξίας δεν πρέπει να γίνεται αριθμητική εξέταση των στοιχείων ώστε να φανεί ποιος έχει τα περισσότερα «Εξαίρετος» (βλ. Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 639 και Πατσαλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 738).

 

Στην προκειμένη περίπτωση το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η σύσταση του Διευθυντή έρχεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Εξετάζοντας τα στοιχεία ενώπιον μας, παρατηρούμε ότι η σύσταση του Διευθυντή όντως συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Σε αρχαιότητα η Εφεσείουσα υπερτερεί των ΕΜ. Υπηρέτησε ως έκτακτη λειτουργός από τον Νοέμβριο του 1994 και ως μόνιμη από τον Ιανουάριο του 1997. Η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη εισηγήθηκε ότι η αρχαιότητα της Εφεσείουσας και κατ’ επέκταση και η πείρα της, ξεκινά από την ημέρα που προσλήφθηκε ως μόνιμη λειτουργός και επομένως η αρχαιότητά της είναι οριακή σε σχέση με τα ΕΜ. Όμως στο περίγραμμα αγόρευσής της δεν υποστηρίζει την εισήγηση της με αναφορά σε οποιαδήποτε νομολογία. Αντίθετα, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας προς υποστήριξη της δικής του εισήγη[*433]σης ότι η πείρα αποκτάται είτε σε έκτακτη, είτε σε μόνιμη απασχόληση, μας παρέπεμψε στις υποθέσεις Ηλιάδη κ.ά. ν. Χριστοφή κ.ά. (1991) 3 Α.Α.Δ. 25 (Ολομέλεια), Καμπανέλλα ν. ΕΔΥ (1989) 3(Δ) Α.Α.Δ. 2419 (Λοΐζου, Π.) και Κοντογιώργη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 960 (Αρτέμης, Δ.).

 

Έχουμε εξετάσει το θέμα και έχουμε διαπιστώσει ότι υπάρχει κάποια σύγχυση στον τρόπο που οι συνήγοροι συνέπλεξαν το κριτήριο αρχαιότητα με την πείρα. Κατά την κρίση μας η αρχαιότητα ενός υπαλλήλου σύμφωνα με το Νόμο είναι εκείνη που προσμετρά από την ημέρα που προσλαμβάνεται σε μόνιμη θέση.

 

Σύμφωνα δε με τη νομολογία, υπηρεσία σε έκτακτη βάση δεν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της αρχαιότητας (βλ. Σταύρου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 317).

 

Η Εφεσείουσα υπηρετούσε στη μόνιμη θέση Λειτουργού Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών από τον Ιανουάριο του 1997 σε αντίθεση με τα ΕΜ τα οποία διορίστηκαν στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού τον Φεβρουάριο του 1999.

 

Η αρχαιότητα σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής λαμβάνεται υπόψη όταν η σύγκριση γίνεται μεταξύ δημοσίων υπαλλήλων όπως είναι εδώ η περίπτωση (βλ. Δημοκρατία κ.ά. ν. Αντωνίου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 921) όχι ως αυτοτελές κριτήριο αλλά ως μέρος των στοιχείων στους προσωπικούς φακέλους των ήδη υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων (Άρθρο 34(6) και (9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90, όπως τροποποιήθηκε). Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με τον παράγοντα πείρα πριν τον μόνιμο διορισμό των υποψηφίων, εφόσον και ο παράγοντας αυτός ως μη αυτοτελής, αλλά ως προκύπτων από τις αιτήσεις των υποψηφίων, συνυπολογίζεται με τα άλλα δεδομένα των υποψηφίων, ενόψει του ότι το περιεχόμενο των αιτήσεων λαμβάνεται υπόψη κατά τη διαδικασία πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής (Άρθρο 34(6) και (9)).

 

Κάτω από αυτά τα δεδομένα, τόσο η πείρα της Εφεσείουσας ως έκτακτη στην ίδια θέση που υπηρετούσε και ως μόνιμη, όσο και η υπεροχή της σε πείρα από τη διετή αρχαιότητά της, αποκτούν τη σημασία τους αφού προσθέτουν, όχι στην αξία, ως του ενός από τα κριτήρια που προβλέπει ο Νόμος, αλλά στην εν γένει καταλληλότητα της Εφεσείουσας. 

 

Ως προς τα προσόντα, η Εφεσείουσα είναι ίση με το ΕΜ Γ. Γε[*434]ωργίου, εφόσον και οι δύο διαθέτουν μεταπτυχιακό, ενώ η Εφεσείουσα υπερτερεί του ΕΜ Μαρία Κλεάνθους, η οποία απέκτησε το επαγγελματικό προσόν του Certified Chartered Accountant μετά τον ουσιώδη χρόνο (βλ. Πρακτικά Συνεδρίας ΕΔΥ, ημερ. 21.4.2007).

 

Ως προς την βαθμολογημένη αξία, δεν αμφισβητείται ότι όλοι είναι ίσοι.

 

Όμως υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα σχετικά με τη σύσταση του Διευθυντή, η οποία καταγράφηκε με τον πιο κάτω τρόπο:-

 

«Ο Διευθυντής αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση που ολοκληρώθηκε στις 3.4.07 και την αντιπαρέβαλε με τις αξιολογήσεις που είχαν γίνει για τους υποψηφίους που ήταν κοινοί στο θέμα που μόλις προηγήθηκε (θέμα Ω.(2) των πρακτικών), ως εξής:

 

1.   Νικολαΐδης Χριστάκης: Πολύ καλός

2.   Παλαζίδου Ευαγγελία: Επιλέγηκε για διορισμό στο θέμα                 Ω.(2) πιο πάνω.

3.   Συμεωνίδου Μαρία: Πάρα πολύ καλή

4.   Ταραμίζου Πατρίνα: Εξαίρετη

5.   Αλεξάνδρου-Χαραλάμπους Μαρία: Εξαίρετη

6.   Γεωργίου Γεώργιος: Εξαίρετος

7.   Ιορδάνου Χρίστος: Καλός

8.   Καλλή-Κλεάνθους Μαρία: Εξαίρετη

9.   Μιχαηλίδης Κρίστης: Καλός

10.  Κυριακίδης Ανδρέας: Πολύ καλός

11.  Οικονομίδης Αντώνης: Δεν ενδιαφέρεται

12.  Παναγιώτου Ηλέκτρα: Δεν ενδιαφέρεται

13.  Περικλέους Γεώργιος Ν.: Πολύ καλός

14.  Στυλιανού Αλίκη: Πολύ καλή

15.  Χρυσάνθου Κωνσταντία: Πάρα πολύ καλή

16.  Χρυσοστομίδης Χρίστος: Εξαίρετος

 

Ακολούθως ο Διευθυντής σύστησε για διορισμό/προαγωγή τους Αλεξάνδρου-Χαραλάμπους Μαρία, Γεωργίου Γεώργιο, Καλλή-Κλεάνθους Μαρία, Ταραμίδου Πατρίνα και Χρυσοστομίδη Χρίστο.»

 

Όπως αναφέρεται και στην πρωτόδικη απόφαση, με αναφορά στην υπόθεση Καφά ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η προφορική εξέταση γίνεται προς όφελος της Επιτροπής η οποία είναι και το μόνο όργανο το οποίο έχει δικαίωμα σύμφωνα με το νόμο να βασί[*435]ζεται στην προφορική εξέταση και να αξιολογεί τους υποψηφίους ανάλογα. Η τυχόν παρουσία του Προϊσταμένου στην προφορική εξέταση, αποσκοπεί στο να βοηθήσει την Επιτροπή στην αξιολόγησή της. Δεν επιτρέπεται όμως στον Προϊστάμενο να χρησιμοποιεί τη συνέντευξη για να αξιολογήσει τους υποψηφίους και να καταλήξει στη σύστασή του.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το απόσπασμα που παραθέσαμε πιο πάνω, ο Προϊστάμενος προτού δώσει τη σύστασή του, ανεπίτρεπτα, όχι μόνο αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και κατέγραψε την βαθμολογία του, αλλά η επιλογή των υποψηφίων που θα σύστηνε φαίνεται να στηρίχθηκε στην εντύπωσή του από την προφορική εξέταση, η οποία συνιστά εξωγενή παράγοντα (βλ. Καφά ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω και Δημοκρατία ν. Σαββίδου (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 633).

 

Πέραν τούτου, η σύσταση πάσχει και για ένα πρόσθετο λόγο.  Ο Διευθυντής, έχοντας υπόψη τα στοιχεία του φακέλου, ενδέχεται να έλαβε υπόψη την Έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς την ύπαρξη πλεονεκτήματος, τουλάχιστον για δύο από τα τέσσερα ΕΜ, με αποτέλεσμα να υπάρχει το ενδεχόμενο πλάνης ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων που τελικά επέλεξε για να συστήσει.

 

Υπό αυτές τις συνθήκες, η σύσταση του Διευθυντή κατά την κρίση μας πάσχει. Το ότι δεν απαιτείται από το Νόμο να είναι αιτιολογημένη, δεν επηρεάζει την κατάληξή μας, εφόσον σύμφωνα με τη νομολογία ο Προϊστάμενος δικαιούται διά νόμου να δώσει μη αιτιολογημένη σύσταση, φτάνει αυτή να μην συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου και τη σχετική νομολογία, όπως έγινε στην προκειμένη περίπτωση (βλ. Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 230, ECLI:CY:AD:2015:C375). Έπεται ότι ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

Δεύτερος λόγος έφεσης

 

Η Εφεσείουσα αξιολογήθηκε από την ΕΔΥ για την απόδοση της στην προφορική εξέταση, ως «Πολύ καλή», ενώ τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως «Εξαίρετος». Με το δεύτερο λόγο έφεσης η Εφεσείουσα παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το λόγο ακύρωσης ότι η ΕΔΥ πλανήθηκε ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση μεταξύ της Εφεσείουσας και των ΕΜ.

[*436]Ενόψει της κατάληξής μας στον πρώτο λόγο έφεσης που αφορά στη σύσταση, δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Αρκεί να διατυπώσουμε την κρίση μας ότι δεν συμφωνούμε ότι η ΕΔΥ πλανήθηκε ως προς το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης ή ότι έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων. Όπως ορθά επισήμανε πρωτοδίκως ο αδελφός Δικαστής που εκδίκασε την προσφυγή, δεν φαίνεται από τα όσα καταγράφονται στην απόφαση της ΕΔΥ να δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική συνέντευξη. Η ΕΔΥ απλώς κατέγραψε το γεγονός ότι τα ΕΜ αξιολογήθηκαν «σε αρκετά υψηλότερο από τους επιλεγέντας επίπεδο, που αξιολογήθηκαν ως Πολύ Καλοί ή Καλοί». Από αυτή και μόνο την αναφορά δεν είναι δυνατό να προκύψει πλάνη και γι’ αυτό ο δεύτερος λόγος έφεσης θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Με την επιτυχία του πρώτου λόγου έφεσης και την συνακόλουθη εξαφάνιση της σύστασης, η απόφαση της ΕΔΥ, η οποία στηρίχθηκε και στη σύσταση του Διευθυντή, δεν μπορεί παρά να ακυρωθεί.

 

Η έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η επίδικη απόφαση για προαγωγή των ΕΜ Μαρίας Κλεάνθους και Γεώργιου Γεωργίου, ακυρώνεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας. Αυτά να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο