Βekefi Kristian και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 437

ECLI:CY:AD:2015:C577

(2015) 3 ΑΑΔ 437

[*437]8 Σεπτεμβρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 42/2013

(Υπόθεση Αρ. 293/2012)

 

KRISTIAN BEKEFI,

Εφεσείων - Αιτητής,

 

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 43/2013

(Υπόθεση Αρ. 29/2012)

 

GERASIMOS KAPSASKIS,

Εφεσείων - Αιτητής,

 

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 44/2013

(Υπόθεση Αρ. 291/2012)

 

ILIEV PAVEL,

Εφεσείων - Αιτητής,

 

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 45/2013

(Υπόθεση Αρ. 292/2012)

 

ANGELOV KALIN STAVOV,

Εφεσείων - Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 42/2013, 43/2013, 44/2013 και 45/2013)

 

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Αίτηση για προδικαστική παραπομπή ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) ― Τα ερωτήματα, το ιστορικό της υπόθεσης και το κρίσιμο νομικό πλαίσιο ― Ανασκόπηση της συναφούς νομολογίας του ΔΕΕ ― Κρίθηκε ότι δεν [*438]συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παραπομπή των συγκεκριμένων προδικαστικών ερωτημάτων ― Περιστάσεις και αιτιολόγηση.

 

Στα πλαίσια εκδικάσεως των εφέσεων καταχωρίστηκε ενδιάμεση αίτηση των εφεσειόντων, για προδικαστική παραπομπή ερωτημάτων στο ΔΕΕ.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Η παραπομπή ζητημάτων που χρήζουν ερμηνείας στο ΔΕΕ με προδικαστικές αποφάσεις, διέπεται από το Άρθρο 267 (πρώην 234) της Συνθήκης. Από πλευράς εθνικού δικαίου, σχετικές είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960. Οι πρόνοιες που είναι σχετικές με το δικαίωμα πολιτών της Ένωσης για ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή και την αντίστοιχη ευχέρεια του κράτους για περιορισμό του δικαιώματος αυτού, είναι, κατ’ αρχάς, τα Άρθρα 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών. Εναρμονιστικός της εν λόγω Οδηγίας είναι ο Νόμος 7(Ι)/2007, ο οποίος κατ’ ουσίαν, στα Άρθρα 29 και 30 επαναλαμβάνει τις πρόνοιες των Άρθρων 26 και 27 της Οδηγίας. Ήταν η θέση των εφεσειόντων-αιτητών ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 267, εφόσον το ζήτημα, ως τίθεται στα ερωτήματα, άπτεται της Κοινοτικής έννομης τάξης και ειδικότερα της ερμηνείας των Άρθρων 45, 48, 52 και 21(2) της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Άρθρων 27, 28 και 31 της Κοινοτικής Οδηγίας 2004/38/ΕΚ. Αντίθετα, η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι δεν τίθεται θέμα παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος επειδή το θέμα είναι acte clair (ξεκάθαρο) και επειδή πρόκειται για ζήτημα που έχει τύχει ερμηνείας από το ΔΕΕ. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι, τα ερωτήματα δεν άπτονται ερμηνείας κοινοτικού δικαίου, αλλά, κατ’ ουσίαν, είναι σαν να επιζητείται από το ΔΕΕ απάντηση ως προς το κατά πόσον οι δραστηριότητες των αιτητών υπάγονται στο Άρθρο 29 του Νόμου. Ήταν η γενική θέση στην ένσταση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 267 της Συνθήκης.

 

2.   Ο κανόνας που σαφώς τίθεται στο Άρθρο 267 της Συνθήκης, θεσπίζει κατ’ αρχήν υποχρέωση, εφόσον η απόφασή του παρόντος Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, για παραπομπή του ζητήματος στο ΔΕΕ. Αναγνωρίζονται όμως εξαιρέσεις. Μια τέτοια εξαίρεση αφορά την περίπτωση που η ερμηνεία είναι τόσο προφανής, ώστε να μην απαιτείται καν να ανατρέξει ο εθνικός δικαστής σε τυχόν προηγούμενη νομολογία του ΔΕΕ επί του θέματος. Πρόκειται [*439]για την αρχή του acte clair.  Παράλληλα, όμως, εισηγήθηκε, ως άνω, ότι το ζήτημα έχει τύχει ερμηνείας από το ΔΕΕ. Επικαλέστηκε, έτσι, την αρχή acte énclairé, που επίσης καθιερώνει εξαίρεση από την υποχρέωση. Yπενθυμίζουμε ότι τα ερωτήματα είναι κατά πόσον οι συγκεκριμένες κοινοτικές πρόνοιες μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να επιτρέπουν απέλαση χωρίς προηγούμενη καταδίκη αφενός και χωρίς προηγούμενη επίσημη καταγγελία, αλλά στη βάση κατηγοριών τις οποίες οι αιτητές αρνούνται και οι οποίες δεν αποδείχθηκαν στο Δικαστήριο. Σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι, κατά το Άρθρο 29(3)(β) του Νόμου, ακόμα και οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγο απέλασης. Κατά βάσιν το κριτήριο για επίκληση της έννοιας της δημόσιας τάξης, δεν είναι οι προηγούμενες καταδίκες από μόνες τους, αλλά η ενεστώσα συμπεριφορά του πολίτη της Ένωσης και το κατά πόσον τέτοια συμπεριφορά αποτελεί πραγματική και επαρκώς σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Συμπεριφορά που συνιστά απειλή υπό την παραπάνω έννοια, όχι μόνο δεν προϋποθέτει – ως προς τον χαρακτηρισμό της – δικαστική αξιολόγηση και απόφαση (τηρουμένης πάντα της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου), αλλά ούτε πρέπει κατ’ ανάγκην να συνδέεται με παράνομη δραστηριότητα ή δραστηριότητα που είναι απαγορευμένη για τους πολίτες του κράτους μέλους.

 

3.   Υπάρχει συνεπώς νομολογία που καθοδηγεί, υπό την έννοια της αρχής acte énclairé, ότι, κατά την αξιολόγηση της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου προσώπου ως προς το κατά πόσον συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή, στρεφομένη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, υπό την έννοια του Άρθρου 27.2 της Οδηγίας και του Άρθρου 29(3)(α) του Νόμου, η ενεστώσα συμμετοχή σε οργάνωση, της οποίας οι δραστηριότητες θεωρούνται από το κράτος μέλος ως κοινωνικός κίνδυνος, μπορεί να ληφθεί υπόψη, όταν ο ενδιαφερόμενος συμμετέχει σε αυτές και συνταυτίζεται με τους σκοπούς ή τα σχέδιά της. Αυτά, ανεξάρτητα από το ζήτημα προηγούμενης καταδίκης ή οποιαδήποτε άλλα ζητήματα που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην έννοια της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, τα οποία επίσης μπορούν ή και πρέπει να συνεκτιμηθούν στα πλαίσια της ίδιας αξιολόγησης, υπό το φως της σαφούς νομολογίας. 

 

4.  Ως προς την πτυχή του ερωτήματος, κατά πόσον οι σχετικές πρόνοιες μπορούν να επιτρέπουν απέλαση χωρίς η διοίκηση να έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων ή λόγου, κρίνουμε ότι δεν απαιτείται για σκοπούς ερμηνείας η αναζήτηση νομολογίας. Εν προκειμένω, το ζήτημα είναι σαφές, υπό την έννοια του acte clair, μέσα από τις πρόνοιες της Οδηγίας. Στο Άρθρο 27, όπου τίθενται οι γενικές αρχές που διέπουν τους περιορισμούς του δικαιώματος εισόδου [*440]και του δικαιώματος διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, καθορίζονται με σαφήνεια οι λόγοι που μπορεί και οι λόγοι που δεν μπορεί να επικαλεστεί το κράτος μέλος. Στο Άρθρο 28, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Προστασία κατά της απέλασης», τίθενται με σαφήνεια οι παράγοντες που οφείλει να λάβει υπόψη το κράτος μέλος πριν λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, όπως με σαφήνεια προβλέπεται και κλιμακούμενη αύξηση της προστασίας ανάλογα με το καθεστώς διαμονής του πολίτη της Ένωσης στο κράτος. Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειας τους που έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του (μετά από πάροδο 5 ετών) μπορούν να απελαθούν μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας και όχι, συνεπώς, για συνήθεις λόγους. Σε περίπτωση, δε, προσώπων που διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα προηγούμενα 10 έτη ή σε περίπτωση ανηλίκων, δεν επιτρέπεται η απέλαση, εκτός αν η απόφαση απέλασης βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας. Κατά το άρθρο, δε, 30.1 της Οδηγίας, κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του Άρθρου 27.1, πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στους ενδιαφερομένους κατά τρόπο που να επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειες της απόφασης. Μάλιστα, το Άρθρο 30.2 ορίζει ρητώς και σαφώς ότι οι ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται επακριβώς και πλήρως για τους λόγους δημόσιας τάξης επί των οποίων στηρίζεται η ληφθείσα στην περίπτωσή τους απόφαση, εκτός αν αυτό αντιτίθεται στα συμφέροντα της ασφάλειας του κράτους. Οι αποφάσεις πρέπει να αιτιολογούνται πλήρως και να αναφέρουν κατά συγκεκριμένο τρόπο όλους τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων ελήφθησαν, ώστε ο ενδιαφερόμενος να είναι σε θέση να λάβει αποτελεσματικά μέτρα προς υπεράσπισή του (36/75 Rutili). Όχι μόνο αυτά, αλλά κατά το Άρθρο 30.3 θα πρέπει στη σχετική κοινοποίηση να γίνεται μνεία για το Δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή στην οποία ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει.

 

5.   Σε συνέχεια και σε ότι αφορά την πτυχή του ερωτήματος κατά πόσον οι σχετικές πρόνοιες μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να επιτρέπουν την απέλαση χωρίς το Δικαστήριο να ερευνά τους λόγους της κρατικής ασφάλειας, το Άρθρο 31 της Οδηγίας, υπό τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», διασφαλίζει ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο ή, ενδεχομένως, σε διοικητική αρχή. Συναφώς, στο Άρθρο 33(1) του Νόμου προβλέπεται οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα άσκησης της προβλεπόμενης από το Άρθρο 146 του Συντάγματος προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προκειμένου να προσβάλουν τη σχετική απόφαση της αρμόδιας αρχής.

 

6.  Ως εκ των άνω, θεωρούμε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για [*441]παραπομπή των συγκεκριμένων προδικαστικών ερωτημάτων, η οποία για τους λόγους που εξηγήσαμε δεν είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό εκδίκαση υπόθεση και στην πραγματικότητα δεν θα απέληγε σε αναζήτηση απαραίτητης ερμηνευτικής αρωγής επί νομικών θεμάτων, αλλά θα αποτελούσε εκτός πλαισίων απαίτηση για εφαρμογή του Νόμου από το ΔΕΕ επί των γεγονότων.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

C-482/01 και C-493/01, Ορφανόπουλος και Oliveri,

 

C-115/81 και C-116/81, Adoui and Cornuaille v. Belgian State,

 

C-268/99 Jany,

 

Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981 [1982] E.C.R. 3415,

 

R v. Henn and Darby [1980] 2 C.M.L.R. 229,

 

Da Costa 28-30/62 [1963] E.C.R. 31,

 

Case 30/77 R v. Bouchereau [1977] ECR 1999,

 

C-348/96 Donatella Calfa, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1999 σελίδα 1-0011,

 

Van Duyn, Case 41/74,

 

C-65/95 Shingara, Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997, σελ. Ι – 03343,

 

Land Baden-Württemberg v. Παναγιώτη Τσακουρίδη C145/09,

 

36/75 Rutili.

 

Έφεση - Aίτηση.

 

Αίτηση για προδικαστική παραπομπή ερωτημάτων στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα πλαίσια των Εφέσεων από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλή, Δ.), (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 290/12, 291/12, 292/12 και 293/12), ημερομηνίας 20/2/2013.

[*442]Αχ. Αιμιλιανίδης, για τους Αιτητές-Εφεσείοντες.

 

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), για τους Καθ’ ων η αίτηση-Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ..

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:

 

To ιστορικό

 

Οι τέσσερεις εφεσείοντες είναι ευρωπαίοι πολίτες, οι οποίοι διέμεναν κατά τον ουσιώδη χρόνο στην Κύπρο.

 

Ο εφεσείων στην ΑΕ 42/2013 Kristian Bekefi από την Ουγγαρία, κάτοχος ουγγρικού διαβατηρίου υπέβαλε αίτηση για την έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής Πολίτη της Ένωσης ως μισθωτός εργαζόμενος, η οποία του χορηγήθηκε.

 

Ο εφεσείων στην ΑΕ 43/2013 Gerasimos Kapsaskis, ελληνοαμερικανικής καταγωγής, είναι κάτοχος αμερικανικού διαβατηρίου και ελληνικής ταυτότητας και δεν έχει υποβάλει αίτηση για έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής Πολίτη της Ένωσης, ως εκ τούτου είναι άγνωστο πότε αφίχθηκε στη Δημοκρατία.

 

Ο Εφεσείων στην ΑΕ 44/2013 Iliev Pavel από τη Βουλγαρία, είναι κάτοχος βουλγάρικης ταυτότητας και επίσης δεν υπέβαλε αίτηση για έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής Πολίτη της Ένωσης, ως εκ τούτου είναι άγνωστο πότε αφίχθηκε στη Δημοκρατία.

 

Ο εφεσείων στην ΑΕ 45/2013 Angelov Kalin Slavov από την Βουλγαρία είναι κάτοχος βουλγάρικης ταυτότητας. Στις 16.6.2010 υπέβαλε αίτηση για την έκδοση Βεβαίωσης Εγγραφής Πολίτη της Ένωσης ως μισθωτός εργαζόμενος, η οποία βεβαίωση του χορηγήθηκε.

 

Όπως καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση, υπήρχαν στην Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Αμμοχώστου πληροφορίες σύμφωνα με τις οποίες οι εφεσείοντες/αιτητές ήταν μέλη φατρίας που δραστηριοποιείτο στην περιοχή Αμμοχώστου, εμπλεκόμενοι σε διάφορες εγκληματικές ενέργειες. Για ορισμένες απ’ [*443]αυτές εκκρεμούσαν ενώπιον του Δικαστηρίου ποινικές υποθέσεις οι οποίες, σε κάποιο στάδιο, ανεστάλησαν.

 

Το 2011 είχαν απελαθεί από την Κύπρο και προτού εκδοθεί ακυρωτική απόφαση των διαταγμάτων απέλασης από το Ανώτατο Δικαστήριο, όπως και εκδόθηκε, ο Υπουργός Εσωτερικών τα ανεκάλεσε, διαπιστώνοντας ότι εδράζονταν σε λανθασμένη νομική βάση. Στη συνέχεια κήρυξε και πάλι τους αιτητές ως απαγορευμένους μετανάστες, κρίνοντας ότι αποτελούσαν απειλή για τη δημόσια τάξη, δυνάμει του Άρθρου 6(1)(ζ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, λόγω των πληροφοριών που, ως άνω, υπήρχαν για συμμετοχή τους σε εγκληματική φατρία και εγκληματικές ενέργειες. Περαιτέρω, ο Υπουργός εξέδωσε διατάγματα απαγόρευσης εισόδου τους στη Δημοκρατία για τα επόμενα δέκα χρόνια.

 

Οι αιτητές προσέφυγαν κατά της τελευταίας ως άνω πράξης του Υπουργού, ισχυριζόμενοι ότι έχει παραβιαστεί το τεκμήριο της αθωότητας, εφόσον δεν είχε προηγηθεί καταδίκη τους και ότι είχε παραβιαστεί το Άρθρο 29 του περί Δικαιώματος των Πολιτών της Ένωσης και των Μελών των Οικογενειών τους να Κυκλοφορούν και να Διαμένουν Ελεύθερα στη Δημοκρατία Νόμου (Ν. 7(Ι)/2007)(εν τοις εφεξής «ο Νόμος»), το οποίο ρυθμίζει το ζήτημα της επιβολής περιορισμών στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των εν λόγω πολιτών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αναφέρθηκε στο ότι με βάση το Άρθρο 29 οι αρχές είχαν τη δυνατότητα να επιβάλουν περιορισμό στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των ευρωπαίων πολιτών για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας, έκρινε ότι οι αρχές είχαν δεόντως ερευνήσει τις περιπτώσεις των αιτητών και με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία ήταν εύλογα επιτρεπτή η απόφασή τους που βασιζόταν σε πληροφορίες της αστυνομίας αναφορικά με εγκληματικές ενέργειες των αιτητών. Χαρακτήρισε ως ευρεία την ευχέρεια της διοίκησης αναφορικά με τέτοια θέματα και ως ακόμα πιο ευρεία όταν η διοίκηση επικαλείται λόγους εσωτερικής τάξης και εθνικής ασφαλείας. Θεώρησε ότι δεν υπήρχε υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων σε συνάρτηση με έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου σε αλλοδαπό για σκοπούς ασφαλείας, ζητήματα τα οποία έκρινε ότι δεν εμπίπτουν στα πλαίσια της αρμοδιότητας του δικαστηρίου για έρευνα των ενεργειών της διοίκησης.

 

Οι εφέσεις και η αίτηση για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ

 

Ακολούθησαν οι παρούσες εφέσεις στις οποίες καλούμαστε να [*444]αναθεωρήσουμε την κρίση του πρωτοδίκου δικαστηρίου αναφορικά με το ζήτημα της παράβασης του τεκμηρίου της αθωότητας και το ζήτημα της παράβασης του Άρθρου 29 του Νόμου. Εκκρεμούσης όμως της διαδικασίας, οι αιτητές υπέβαλαν την παρούσα αίτηση με την οποία ζητούν την προδικαστική παραπομπή στο Δικαστήριο Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) των ακολούθων δύο ερωτημάτων:

 

«Κατά πόσο τα Άρθρα 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, σε συνδυασμό με το Άρθρο 48 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το τεκμήριο της αθωότητας, ερμηνεύονται κατά τρόπο που να επιτρέπουν την απέλαση προσώπου για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας στη βάση πληροφοριών της διοίκησης ότι ο απελαθείς δραστηριοποιείται παράνομα, χωρίς όμως η διοίκηση να κατέχει οποιαδήποτε επίσημη καταγγελία για αυτή την κατ’ ισχυρισμό παράνομη δραστηριότητα και στη βάση κατηγοριών που καταχωρήθηκαν κατά του απελαθέντα στις οποίες αυτός αρνήθηκε ενοχή και οι οποίες διαδικασίες έχουν ανασταλεί από τη διοίκηση, ενώ στην μοναδική υπόθεση που εκδικάσθηκε αυτός αθωώθηκε από το αρμόδιο Δικαστήριο, αθώωση την οποία η διοίκηση αμφισβητεί ρητά με την συλλογιστική της που οδήγησε στην απέλαση.

 

Κατά πόσο τα Άρθρα 27, 28 και 31 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ, σε συνδυασμό με τα Άρθρα 45 και 52 και 21, παρ. 2 της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ερμηνεύονται κατά τρόπο που να επιτρέπουν την απέλαση προσώπου για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας στη βάση πληροφοριών της διοίκησης ότι ο απελαθείς δραστηριοποιείται παράνομα, χωρίς την ύπαρξη καταδικαστικής απόφασης και χωρίς η διοίκηση να έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων ή λόγου και χωρίς το Δικαστήριο να ερευνά τους λόγους της κρατικής ασφάλειας ως θέμα που άπτεται στη δικαιοδοσία της εκτελεστικής εξουσίας.»

 

Το νομικό πλαίσιο

 

Η παραπομπή ζητημάτων που χρήζουν ερμηνείας στο ΔΕΕ με προδικαστικές αποφάσεις, διέπεται από το Άρθρο 267 (πρώην 234) της Συνθήκης, το οποίο έχει ως ακολούθως:

 

«Το Δικαστήριο αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:

 

α) επί της ερμηνείας της παρούσας Συνθήκης,

 

β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των οργάνων της Κοινότητας και της ΕΚΤ,

[*445]γ) επί της ερμηνείας των καταστατικών των οργανισμών που ιδρύθηκαν με πράξη του Συμβουλίου, εφόσον το προβλέπουν τα εν λόγω καταστατικά.

 

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού.

 

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο.»

 

Από πλευράς εθνικού δικαίου, σχετικές είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 34Α του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960, οι οποίες έχουν ως ακολούθως:

 

«34Α.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του εδαφίου (2), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ’ αυτού.

 

(2) Σε περίπτωση που ζήτημα, το οποίο αναφέρεται στο εδάφιο (1), ανακύψει ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις περιπτώσεις που οι αποφάσεις του εν λόγω δικαστηρίου δεν υπόκεινται σε έφεση, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.»

 

Οι πρόνοιες που είναι σχετικές με το δικαίωμα πολιτών της Ένωσης για ελεύθερη κυκλοφορία και διαμονή και την αντίστοιχη ευχέρεια του κράτους για περιορισμό του δικαιώματος αυτού, είναι, κατ΄αρχάς, τα Άρθρα 27 και 28 της Οδηγίας 2004/38/ΕΚ σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών.

[*446]«Άρθρο 27

 

Γενικές αρχές

 

1. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος κεφαλαίου, τα κράτη μέλη μπορούν να επιβάλλουν περιορισμούς στην ελευθερία κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών της οικογένειάς τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας. Δεν μπορεί να γίνεται επίκληση των λόγων αυτών για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

 

2. Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου. Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων. Η προσωπική συμπεριφορά του αφορώμενου ατόμου πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Αιτιολογίες που δεν συνδέονται με τα στοιχεία της υπόθεσης ή στηρίζονται σε εκτιμήσεις γενικής πρόληψης δεν γίνονται αποδεκτές.

 

3. Για να εξακριβώσει κατά πόσον ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά τη χορήγηση βεβαίωσης εγγραφής ή, αν δεν υπάρχει σύστημα εγγραφής, το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης του ενδιαφερομένου στην επικράτειά του ή από την ημερομηνία γνωστοποίησης της παρουσίας του ενδιαφερόμενου στην επικράτειά του, κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 5, παράγραφος 5, ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, το κράτος μέλος υποδοχής μπορεί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητεί από το κράτος μέλος καταγωγής και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να παρέχουν πληροφορίες για το ποινικό μητρώο του ενδιαφερομένου. Η έρευνα αυτή δεν μπορεί να έχει συστηματικό χαρακτήρα. Το κράτος μέλος από το οποίο ζητούνται τα στοιχεία πρέπει να απαντά εντός διμήνου.

 

4. Το κράτος μέλος που εξέδωσε το διαβατήριο ή το δελτίο ταυτότητας επιτρέπει στον κάτοχο του εγγράφου ο οποίος έχει απελαθεί από άλλο κράτος μέλος για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας να εισέλθει εκ νέου στο έδαφός του, χωρίς διατυπώσεις, έστω και αν η ισχύς του εγγράφου έχει λήξει ή αμφισβητείται η ιθαγένεια του κατόχου.

[*447]Άρθρο 28

 

Προστασία κατά της απέλασης

 

1. Πριν λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, το κράτος μέλος υποδοχής λαμβάνει υπόψη εκτιμήσεις όπως η διάρκεια παραμονής του αφορώμενου ατόμου στην επικράτειά του, η ηλικία, η κατάσταση της υγείας του, η οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, η κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στο κράτος μέλος υποδοχής και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής.

 

2. Το κράτος μέλος υποδοχής δεν μπορεί να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

 

3. Δεν μπορεί να λαμβάνεται απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης, εκτός αν η απόφαση απέλασης βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, κατά τα οριζόμενα από τα κράτη μέλη, εφόσον τα πρόσωπα αυτά:

 

α) έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στο κράτος μέλος υποδοχής, ή

 

β) είναι ανήλικοι, εκτός εάν η απέλαση είναι απαραίτητη για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της 20ής Νοεμβρίου 1989.»

 

Εναρμονιστικός της εν λόγω Οδηγίας είναι ο προαναφερθείς Νόμος 7(Ι)/2007, ο οποίος κατ’ ουσίαν, στα Άρθρα 29 και 30 επαναλαμβάνει τις πρόνοιες των Άρθρων 26 και 27 της Οδηγίας, ως ακολούθως:

 

«Γενικές αρχές

 

29.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.

[*448](2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.

 

(3)(α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:

 

Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης∙

 

(β) Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.

 

(4) Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, η αρμόδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος μέλος καταγωγής του ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να της παρέχουν εντός δυο μηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό μητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερόμενος:

 

Νοείται ότι, η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα.

 

Προστασία κατά της απέλασης

 

30.-(1) Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.

 

(2) Η αρμόδια αρχή δε δύναται να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη επικράτεια της Δημοκρατίας, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.

(3) Ουδεμία απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης λαμβάνεται, εκτός εάν η απόφαση αυτή βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά-

 

(α) Έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στη Δημοκρατία, ή

 

(β) είναι ανήλικοι, εκτός εάν η απέλαση είναι απαραίτητη για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της 20ης Νοεμβρίου 1989, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο.»

 

Οι θέσεις των μερών

 

Ήταν η θέση των εφεσειόντων-αιτητών ότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 267, εφόσον το ζήτημα, ως τίθεται στα ερωτήματα, άπτεται της Κοινοτικής έννομης τάξης και ειδικότερα της ερμηνείας των Άρθρων 45, 48, 52 και 21(2) της Χάρτας Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Άρθρων 27, 28 και 31 της Κοινοτικής Οδηγίας 2004/38/ΕΚ. Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος τους ότι, η ερμηνεία του κοινοτικού δικαίου καθίσταται, εν προκειμένω, κεντρικής σημασίας και ότι η απάντηση επί των ερωτημάτων είναι απολύτως αναγκαία για την έκδοση απόφασης στις υπό εκδίκαση εφέσεις. Υπέδειξε δε την πρόνοια του Άρθρου 267 της Συνθήκης σύμφωνα με την οποία,  τα δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου οφείλουν να παραπέμψουν το ζήτημα στο ΔΕΕ. Οι συγκεκριμένες διατάξεις δεν έχουν μέχρι σήμερα τύχει ερμηνείας εντός του πλαισίου που τίθενται με τα ερωτήματα που ζητείται να απαντηθούν. Η υφιστάμενη νομολογία, ανέφερε παραπέμποντας σε αποφάσεις του ΔΕΕ*, αν και δεν ανταποκρίνεται πλήρως προς τα ερωτήματα που τίθενται με την παρούσα υπόθεση, εντούτοις, εάν υποστηρίζουν κάποια θέση, αυτή είναι η θέση των αιτητών. Τούτο, εφόσον στις υποθέσεις εκείνες τονίστηκε ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται διαφορετικά μέτρα και σταθμά από τα κράτη μέλη κατά την αξιολόγηση της συμπεριφοράς των δικών τους πολιτών και των πολιτών άλλων κρατών μελών. Το ζήτημα δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο, όπως εισηγήθηκε η άλλη πλευρά, υπό την έννοια ότι όλα τα Δικαστήρια των κρατών μελών θα κατέληγαν στην ίδια ερμηνεία με οποιαδήποτε άλλη ερμηνεία να κρίνεται αδύνατη.

 

Αντίθετα, η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων εισηγήθηκε ότι δεν τίθεται θέμα παραπομπής προδικαστικού ερωτήματος επειδή το θέμα είναι acte clair (ξεκάθαρο) και επειδή πρόκειται για ζήτημα που έχει τύχει ερμηνείας από το ΔΕΕ.

 

Περαιτέρω, εισηγήθηκε ότι, τα ερωτήματα δεν άπτονται ερμηνείας κοινοτικού δικαίου, αλλά, κατ’ ουσίαν, είναι σαν να επιζητείται από το ΔΕΕ απάντηση ως προς το κατά πόσον οι δραστηριότητες των αιτητών υπάγονται στο Άρθρο 29 του Νόμου. Ήταν η γενική θέση στην ένσταση ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 267 της Συνθήκης.

 

Η κρίση του Δικαστηρίου

 

Ο κανόνας που σαφώς τίθεται στο Άρθρο 267 της Συνθήκης, θεσπίζει κατ’ αρχήν υποχρέωση, εφόσον η απόφασή του παρόντος Δικαστηρίου δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, για παραπομπή του ζητήματος στο ΔΕΕ. Αναγνωρίζονται όμως εξαιρέσεις. 

 

Μια τέτοια εξαίρεση αφορά την περίπτωση που η ερμηνεία είναι τόσο προφανής, ώστε να μην απαιτείται καν να ανατρέξει ο εθνικός δικαστής σε τυχόν προηγούμενη νομολογία του ΔΕΕ επί του θέματος. Πρόκειται για την αρχή του acte clair που καθιερώθηκε στην υπόθεση Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981 [1982] E.C.R. 3415, την οποία επικαλέστηκε, ως άνω, η ευπαίδευτη δικηγόρος των εφεσιβλήτων.

 

Παράλληλα, όμως, εισηγήθηκε, ως άνω, ότι το ζήτημα έχει τύχει ερμηνείας από το ΔΕΕ. Επικαλέστηκε, έτσι, την αρχή acte énclairé, που επίσης καθιερώνει εξαίρεση από την υποχρέωση, διατηρώντας ευχέρεια, για παραπομπή σε περιπτώσεις όπου «the question raised is materially identical with a question which has already been the subject of a preliminary ruling in a similar case*». Η αρχή αυτή έχει βρει εφαρμογή από πλευράς αγγλικής νομολογίας στην υπόθεση R v. Henn and Darby [1980] 2 C.M.L.R. 229, όπου το τότε House of Lords δεν θεώρησε ότι είχε υποχρέωση για παραπομπή, ενόψει της διαπίστωσης ότι υπήρχε «a cursus curiae, a series of decisions to the same effect, or what is described in the Court’s own rules (Article 95) as ‘an established body of case law’.».

 

Yπενθυμίζουμε ότι τα ερωτήματα είναι κατά πόσον οι συγκεκριμένες κοινοτικές πρόνοιες μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να επιτρέπουν απέλαση χωρίς προηγούμενη καταδίκη αφενός και χωρίς προηγούμενη επίσημη καταγγελία, αλλά στη βάση κατηγοριών τις οποίες οι αιτητές αρνούνται και οι οποίες δεν αποδείχθηκαν στο Δικαστήριο.

 

Σημειώνουμε κατ’ αρχάς ότι, κατά το Άρθρο 29(3)(β) του Νόμου, ακόμα και οι προηγούμενες καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγο απέλασης. Προηγούμενη καταδίκη μπορεί να ληφθεί υπόψιν, μόνο στο βαθμό που στοιχειοθετείται από τις περιστάσεις που οδήγησαν στην καταδίκη, τέτοια προσωπική συμπεριφορά η οποία να συνιστά ενεστώσα απειλή κατά της δημόσιας τάξης. Η υποχρεωτική και αυτόματη απέλαση, βάσει τεκμηρίου ως εκ της προηγούμενης καταδίκης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψιν και να συνεκτιμάται δεόντως η προσωπική του συμπεριφορά ή ο κίνδυνος για τη δημόσια τάξη, δεν επιτρέπεται*. Οι σχετικές αρχές συνοψίζονται ως ακολούθως στο σύγγραμμα Cases and Materials on EU Law, Stephen Weatherill, 8th Edition, σελ. 435:

 

«Measures taken on grounds of public policy or public security shall comply with the principle of proportionality and shall be based exclusively on the personal conduct of the individual concerned. Previous criminal convictions shall not in themselves constitute grounds for taking such measures.

 

The personal conduct of the individual concerned must represent a genuine, present and sufficiently serious threat affecting one of the fundamental interests of society. Justifications that are isolated from the particulars of the case or that rely on considerations of general prevention shall not be accepted.»

 

Διαπιστώνεται, συνεπώς, ότι κατά βάσιν το κριτήριο για επίκληση της έννοιας της δημόσιας τάξης, δεν είναι οι προηγούμενες καταδίκες από μόνες τους, αλλά η ενεστώσα συμπεριφορά του [*452]πολίτη της Ένωσης και το κατά πόσον τέτοια συμπεριφορά αποτελεί πραγματική και επαρκώς σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας.

 

Συμπεριφορά που συνιστά απειλή υπό την παραπάνω έννοια, όχι μόνο δεν προϋποθέτει – ως προς τον χαρακτηρισμό της – δικαστική αξιολόγηση και απόφαση (τηρουμένης πάντα της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου), αλλ’ ούτε πρέπει κατ’ ανάγκην να συνδέεται με παράνομη δραστηριότητα ή δραστηριότητα που είναι απαγορευμένη για τους πολίτες του κράτους μέλους. Στην υπόθεση Van Duyn, Case 41/74, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε αρνηθεί σε μία Ολλανδή υπήκοο άδεια εισόδου για να εργασθεί ως γραμματέας στην «Εκκλησία της Επιστημονολογίας» (Church of Scientology). Η αγγλική κυβέρνηση θεωρούσε ότι οι δραστηριότητες της εν λόγω οργάνωσης αντίβαιναν στη δημόσια τάξη και συνιστούσαν κοινωνικό κίνδυνο. Οι δραστηριότητες όμως της οργάνωσης δεν μπορούσαν να απαγορευθούν με βάση τον ισχύοντα νόμο. Εκείνο που η κυβέρνηση έκρινε ότι μπορούσε να πράξει προς αντιμετώπιση του προβλήματος, ήταν να εμποδίζει πολίτες άλλων χωρών από του να εισέρχονται στο Ηνωμένο Βασίλειο με σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων στα πλαίσια της εν λόγω οργάνωσης, όπως και έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η Van Duyn προσέφυγε στην αγγλική δικαιοσύνη και προέκυψε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΚ, αναφορικά με την ερμηνεία του ισχύοντος τότε Άρθρου 48 της Συνθήκης, αντίστοιχου με το ισχύον Άρθρο 27.2 και του Άρθρου 3 της σχετικής τότε Οδηγίας 64/221:

 

Κατά πόσον ένα κράτος μέλος, κατά την εκπλήρωση της υποχρέωσης που έχει να στηρίζεται μόνο στην προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου για τα μέτρα που λαμβάνει για λόγους δημόσιας τάξης, έχει το δικαίωμα να θεωρήσει ότι αφορά την προσωπική συμπεριφορά,

 

α) το γεγονός ότι το πρόσωπο αυτό ανήκει ή ανήκε σε ομάδα ή οργάνωση, οι δραστηριότητες της οποίας θεωρούνται από το κράτος μέλος ως αντίθετες προς το γενικό συμφέρον, χωρίς όμως να είναι παράνομες εντός του κράτους

 

β) το γεγονός ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο προτίθεται να ασκήσει δραστηριότητα στο κράτος μέλος στα πλαίσια μιας τέτοιας ομάδας ή οργάνωσης, ενώ στους πολίτες του εν λόγω κράτους που επιθυμούν να ασκήσουν [*453]ανάλογη δραστηριότητα στα πλαίσια τέτοιας ομάδας ή οργάνωσης, δεν επιβάλλεται κανένας περιορισμός.

 

Το Δικαστήριο, αφού υπογράμμισε ότι η έννοια της δημόσιας τάξης κατά το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται στενά, ανεγνώρισε ότι υφίσταται περιθώριο εκτίμησης των αρμοδίων εθνικών αρχών, μέσα στα όρια που θέτει η Συνθήκη, εφόσον οι ειδικές συνθήκες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προσφυγή στην έννοια της δημόσιας τάξης, δυνατόν να ποικίλουν ανάλογα με τη χώρα και τη χρονική περίοδο. Ως εκ τούτου, έγινε δεκτό ότι ένα κράτος μέλος του οποίου οι αρμόδιες αρχές έχουν λάβει διοικητικά μέτρα εναντίον των δραστηριοτήτων μιας συγκεκριμένης οργάνωσης, καθορίζοντας σαφώς τη στάση τους έναντί της και χαρακτηρίζοντάς τις ως κοινωνικό κίνδυνο, μπορεί να επικαλεστεί την έννοια της δημόσιας τάξης χωρίς καν να είναι υποχρεωμένο να τις απαγορεύσει. Έγινε, μάλιστα, δεκτό ότι το κράτος μέλος δικαιούται για λόγους δημόσιας τάξης να εμποδίζει πολίτη άλλου κράτους μέλους να ασκεί στο έδαφός του μισθωτές δραστηριότητες, στο πλαίσιο μιας ομάδας ή οργάνωσης, έστω και αν στους δικούς του πολίτες δεν επιβάλλει τέτοιο περιορισμό. Εξ άλλου αναγνωρίσθηκε ότι αποτελεί αρχή του διεθνούς δικαίου ότι ένα κράτος δεν μπορεί να αρνείται στους δικούς του πολίτες το δικαίωμα εισόδου και διαμονής στο έδαφός του. Αντίθετα, μπορεί, για λόγους δημοσίας τάξεως, να αρνηθεί σε πολίτη άλλου κράτους μέλους την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Με αυτό το σκεπτικό το Δικαστήριο απάντησε στο σχετικό ερώτημα ως ακολούθως:

 

«Το Άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ και το Άρθρο 3, πρώτη παράγραφος της οδηγίας 64/221 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, επικαλούμενο τους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη δημόσια τάξη, μπορεί να λάβει υπόψη, ως αφορών την προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου, το γεγονός ότι αυτός ανήκει σε ομάδα ή οργάνωση, οι δραστηριότητες της οποίας θεωρούνται από το κράτος μέλος ως κοινωνικός κίνδυνος, χωρίς εντούτοις να είναι απαγορευμένες, τούτο δε ακόμη και αν δεν επιβάλλεται κανένας περιορισμός στους υπηκόους του κράτους αυτού, που επιθυμούν να ασκήσουν δραστηριότητες ανάλογες με αυτές τις οποίες ο υπήκοος άλλου κράτους μέλους πρόκειται να ασκήσει, στο πλαίσιο αυτών των ίδιων ομάδων η οργανώσεων.»

 

Στην υπόθεση Shingara (C65/95) (Συλλογή της Νομολογίας του Δικαστηρίου 1997, σελ. Ι – 03343), επαναλήφθηκε η αρχή ότι, [*454]προκειμένου για λόγους δημόσιας τάξης, επιτρέπεται στα κράτη μέλη η λήψη ως προς τους πολίτες άλλων κρατών μελών μέτρων που δεν δύνανται να εφαρμόσουν στους πολίτες τους, υπό την έννοια ότι δεν έχουν την εξουσία να τους απομακρύνουν από την εθνική επικράτεια ή να τους απαγορεύσουν την είσοδο.

 

Υπάρχει συνεπώς νομολογία που καθοδηγεί, υπό την έννοια της αρχής acte énclairé, ότι, κατά την αξιολόγηση της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου προσώπου ως προς το κατά πόσον συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντος σοβαρή απειλή, στρεφομένη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας, υπό την έννοια του Άρθρου 27.2 της Οδηγίας και του Άρθρου 29(3)(α) του Νόμου, η ενεστώσα συμμετοχή σε οργάνωση, της οποίας οι δραστηριότητες θεωρούνται από το κράτος μέλος ως κοινωνικός κίνδυνος, μπορεί να ληφθεί υπόψιν, όταν ο ενδιαφερόμενος συμμετέχει σε αυτές και συνταυτίζεται με τους σκοπούς ή τα σχέδιά της. Αυτά, ανεξάρτητα από το ζήτημα προηγούμενης καταδίκης ή οποιαδήποτε άλλα ζητήματα που θα μπορούσαν να εμπίπτουν στην έννοια της προσωπικής συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, τα οποία επίσης μπορούν ή και πρέπει να συνεκτιμηθούν στα πλαίσια της ίδιας αξιολόγησης, υπό το φως της σαφούς νομολογίας.

 

Ως προς την πτυχή του ερωτήματος κατά πόσον οι σχετικές πρόνοιες μπορούν να επιτρέπουν απέλαση χωρίς η διοίκηση να έχει υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων ή λόγου, κρίνουμε ότι δεν απαιτείται για σκοπούς ερμηνείας η αναζήτηση νομολογίας. Εν προκειμένω, το ζήτημα είναι σαφές, υπό την έννοια του acte clair, μέσα από τις πρόνοιες της Οδηγίας. 

 

Στο Άρθρο 27, όπου τίθενται οι γενικές αρχές που διέπουν τους περιορισμούς του δικαιώματος εισόδου και του δικαιώματος διαμονής για λόγους δημόσιας τάξης, καθορίζονται με σαφήνεια οι λόγοι που μπορεί και οι λόγοι που δεν μπορεί να επικαλεστεί το κράτος μέλος.

 

Στο Άρθρο 28, με το χαρακτηριστικό τίτλο «Προστασία κατά της απέλασης», τίθενται με σαφήνεια οι παράγοντες που οφείλει να λάβει υπόψιν το κράτος μέλος πριν λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, όπως με σαφήνεια προβλέπεται και κλιμακούμενη αύξηση της προστασίας ανάλογα με το καθεστώς διαμονής του πολίτη της Ένωσης στο κράτος. Οι πολίτες της Ένωσης και τα μέλη της οικογένειας τους που έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στην επικράτειά του (μετά από πάροδο 5 ετών) μπορούν να απελαθούν μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας και όχι, συνεπώς, για συνήθεις λόγους. Σε περίπτωση, δε, προσώπων που διαμένουν στο κράτος μέλος υποδοχής κατά τα προηγούμενα 10 έτη ή σε περίπτωση ανηλίκων, δεν επιτρέπεται η απέλαση, εκτός αν η απόφαση απέλασης βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας*.

 

Κατά το άρθρο, δε, 30.1 της Οδηγίας, κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του Άρθρου 27.1, πρέπει να κοινοποιείται εγγράφως στους ενδιαφερομένους κατά τρόπο που να επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειες της απόφασης.  Μάλιστα, το Άρθρο 30.2 ορίζει ρητώς και σαφώς ότι οι ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται επακριβώς και πλήρως για τους λόγους δημόσιας τάξης επί των οποίων στηρίζεται η ληφθείσα στην περίπτωσή τους απόφαση, εκτός αν αυτό αντιτίθεται στα συμφέροντα της ασφάλειας του κράτους. Οι αποφάσεις πρέπει να αιτιολογούνται πλήρως και να αναφέρουν κατά συγκεκριμένο τρόπο όλους τους νομικούς και πραγματικούς λόγους επί των οποίων ελήφθησαν, ώστε ο ενδιαφερόμενος να είναι σε θέση να λάβει αποτελεσματικά μέτρα προς υπεράσπισή του (36/75 Rutili). Όχι μόνο αυτά, αλλά κατά το Άρθρο 30.3 θα πρέπει στη σχετική κοινοποίηση να γίνεται μνεία για το Δικαστήριο ή τη διοικητική αρχή στην οποία ο ενδιαφερόμενος μπορεί να προσφύγει.

 

Σε συνέχεια και σε ότι αφορά την πτυχή του ερωτήματος κατά πόσον οι σχετικές πρόνοιες μπορούν να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να επιτρέπουν την απέλαση χωρίς το Δικαστήριο να ερευνά τους λόγους της κρατικής ασφάλειας, το Άρθρο 31 της Οδηγίας, υπό τον τίτλο «Διαδικαστικές εγγυήσεις», διασφαλίζει ότι οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα προσφυγής στο Δικαστήριο ή, ενδεχομένως, σε διοικητική αρχή. Συναφώς, στο Άρθρο 33(1) του Νόμου προβλέπεται οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα άσκησης της προβλεπόμενης από το Άρθρο 146 του Συντάγματος προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προκειμένου να προσβάλουν τη σχετική απόφαση της αρμόδιας αρχής.

 

Ως εκ των άνω, θεωρούμε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για παραπομπή των συγκεκριμένων προδικαστικών ερωτημάτων, η [*456]οποία για τους λόγους που εξηγήσαμε δεν είναι αναγκαία για την έκδοση απόφασης στην υπό εκδίκαση υπόθεση και στην πραγματικότητα δεν θα απέληγε σε αναζήτηση απαραίτητης ερμηνευτικής αρωγής επί νομικών θεμάτων, αλλά θα αποτελούσε εκτός πλαισίων απαίτηση για εφαρμογή του Νόμου από το ΔΕΕ επί των γεγονότων.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος των αιτητών, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο