ECLI:CY:AD:2015:D624
(2015) 3 ΑΑΔ 484
[*484]24 Σεπτεμβρίου, 2015
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΩΣ ΑΣΚΟΥΝ ΤΗΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΤΑΙ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ
153.8 (1) (2) (3) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Μέλη]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 112.4 ΚΑΙ 153.7 (4) ΚΑΙ
153.8 (1) (2) (β) (3) ΚΑΙ (4) ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑIτηση του ΓενικοY ΕισαγγελEα τηΣ ΔημοκρατΙΑΣ για ΑΠΟλυση του ΒοηθοΥ ΓενικοΥ ΕισαγγελΕΩΣ τηΣ
ΔημοκρατΙΑΣ δια ΑνΑρμοστη ΣυμΠεριφορΑ (Αρ. 7).
(Αίτηση Αρ. 1/2015)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας δια ανάρμοστη συμπεριφορά ― Το Συμβούλιο που προβλέπεται στο Άρθρο 153.8(1)(2)(3) του Συντάγματος ― Οι όροι εξέτασης της αίτησης ― Ειδικά η έννοια της «ανάρμοστης συμπεριφοράς» ― Επισκόπηση των συναφών αυθεντιών και πορίσματα ― Διαπίστωση των εν πολλοίς αναμφισβήτητων γεγονότων της υπόθεσης ― Αξιολόγηση της επίδικης συμπεριφοράς του καθ’ ου η αίτηση και υπαγωγή της στην έννοια της ανάρμοστης ― Συνέπειες.
Το Ανώτατο Δικαστήριο (Πλήρης Ολομέλεια) συνεδρίασε ως το Συμβούλιο που προβλέπεται στο Άρθρο 153 του Συντάγματος για να εξετάσεις αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας κατά του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα αποσκοπούσα στην απόλυση του τελευταίου για ανάρμοστη συμπεριφορά.
Το Συμβούλιο, εγκρίνοντας την Αίτηση, αποφάσισε ότι:
1. Η παρούσα υπόθεση είναι πρωτοφανής, αφού ουδέποτε στο παρελθόν, τουλάχιστον από της εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπήρξε οποιαδήποτε παρόμοια αίτηση για απόλυση Ανώτατου Αξιωματούχου λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Το Συμβούλιο, το καθιδρυώμενο δυνάμει του Συντάγματος, έχει εξουσία, μεταξύ άλλων, να αποφασίσει αν ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως επέδειξε [*485]ανάρμοστον συμπεριφορά υποκείμενος, σε τέτοια περίπτωση, σε απόλυση κατά τον ίδιο τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν καθορίζεται στο Σύνταγμα, αλλά ούτε και υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος Νόμος, ο οποίος να διευκρινίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά για σκοπούς απόλυσης των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως. Η αναζήτηση συνεπώς της έννοιας της «ανάρμοστης συμπεριφοράς» για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης έχει ιδιαίτερη σημασία εφόσον αυτός ο εννοιολογικός καθορισμός είναι απαραίτητος για σκοπούς κατάληξης. Έχει δε ευρύτερες συνέπειες ρυθμίζοντας ανάλογα τη συμπεριφορά αριθμού άλλων ανώτατων ανεξάρτητων αξιωματούχων. Παρά τις διαφορές των αντίστοιχων πολιτευμάτων (προεδρικό σύστημα, ημιπροεδρικό ή κοινοβουλευτικό πολίτευμα), η διαδικασία της μομφής συνδέεται άμεσα με την πολιτική κουλτούρα και τον πολιτικό πολιτισμό του κάθε κράτους. Στην περίπτωση της Κύπρου, ο Συνταγματικός νομοθέτης παρακολούθησε εύστοχα τη διαδικασία της μομφής όπως αναπτύχθηκε στον Αγγλοσαξονικό κόσμο, εισάγοντας σχετική πρόνοια και εναποθέτοντας, σε αντίθεση με το σύνηθες σε άλλα πολιτεύματα όπου η εξουσία ανήκει στο Κοινοβούλιο, την αποκλειστική αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο ως ασκούν την αρμοδιότητα του Συμβουλίου (Άρθρο 153.8(1)(2) και (3)). Καθοδηγούμενοι από τις σχετικές αυθεντίες ερμηνεύουμε τον όρο «ανάρμοστος συμπεριφορά», στο Άρθρο 153.7(4) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως συμπεριφορά τόσο κακή, τόσο μεμπτή δηλαδή, ώστε να καθιστά το πρόσωπο που είναι υπόλογο γι’ αυτήν, ανίκανο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του ή να δημιουργεί, ευλόγως, αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητα του να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον, το οποίον το αξίωμα προορίζεται να εξυπηρετεί. Σε κάθε περίπτωση κριτής της εν λόγω μεμπτής συμπεριφοράς ή της δημιουργίας ευλόγων αμφιβολιών σε τρίτους παραμένει το Συμβούλιο. Το κριτήριο για το κατά πόσον μια συμπεριφορά είναι ανάρμοστη για το συγκεκριμένο αξίωμα είναι αντικειμενικό, και δεδομένου ότι δεν πρόκειται για ποινικό αδίκημα, δεν θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται και η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) οποιουδήποτε αδικήματος. Κρίνουμε όμως ότι η κατηγοριοποίηση και ένταξη συμπεριφοράς στην έννοια του «ανάρμοστου», γίνεται με ιδιαίτερη πάντοτε περίσκεψη και με ανάλογη φειδώ. Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι το Σύνταγμα, καθορίζοντας το επίπεδο συμπεριφοράς για δικαστές και άλλους ανώτατους αξιωματούχους, έχει ταυτόχρονα προσδιορίσει και τη συνέπεια εφόσον σε περίπτωση ευρήματος ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει [*486]επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά εν τη εννοία του Συντάγματος, η κύρωση που θα του επιβληθεί είναι υποχρεωτικά αυτή της απόλυσης, της αποπομπής, δηλαδή, από το αξίωμα του. Στην απουσία εξειδικευμένης νομοθεσίας που να καθορίζει περαιτέρω τις παραμέτρους της ανάρμοστης συμπεριφοράς, αλλά και στην απουσία διαβάθμισης των κυρώσεων που ενδεχομένως να μπορούσαν να επιβληθούν, το Συμβούλιο θεωρεί ορθό να ερμηνεύσει τη σχετική συνταγματική πρόνοια υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, μιας θεμελιώδους αρχής σε κράτος δικαίου, ώστε ακόμη και σε περίπτωση διαπίστωσης συμπεριφοράς τέτοιας που θεωρείται ως κατώτερη των περιστάσεων να μην οδηγεί, κατ’ ανάγκη, στην ένταξή της στον ορισμό της συνταγματικής διάστασης του όρου 'ανάρμοστη συμπεριφορά' που έχει ως μόνη συνέπεια την απόλυση του δικαστή ή άλλου αξιωματούχου από τη θέση του. Με άλλα λόγια, και η βαρύτητα της συμπεριφοράς πρέπει να είναι τέτοια ώστε να θεμελιώνει και το ανάρμοστό της. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το Συμβούλιο θα διατηρεί κατά νουν και το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως το δικό του αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα. Είναι συνεπώς επιθυμητό το Συμβούλιο να διατηρεί την ως άνω συνταγματική διάσταση του θέματος, υπόψιν. Το Συμβούλιο, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, θα πρέπει να αποφασίσει αν αποδείχθηκε, στην προκείμενη περίπτωση, ότι ο Καθ’ ου η αίτηση επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά, κατά την πρόνοια του Συντάγματος, και επομένως ότι θα πρέπει να απολυθεί. Οποιαδήποτε βεβαίως αμφιβολία θα προσμετρήσει υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση.
2. Είναι προφανές ότι τα καθήκοντα των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εκείνα του Γενικού Εισαγγελέα ή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα είναι διαφορετικά, όμως το Σύνταγμα προνοεί ότι ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα απολύονται κατά τον ίδιο τρόπο και υπό τους ίδιους όρους που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ο όρος «ανάρμοστη συμπεριφορά» στο Άρθρο 157 του Συντάγματος μπορεί να ερμηνευθεί διαφορετικά όταν αφορά Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και διαφορετικά όταν αφορά το Γενικό Εισαγγελέα και το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα λαμβανομένης, βέβαια, υπόψιν της διαφορετικής φύσης των καθηκόντων τους.
3. Ο όρος «ανάρμοστος συμπεριφορά» στο σχετικό συνταγματικό κείμενο, δεν περιορίζεται στην εκτέλεση των καθηκόντων ενός αξιωματούχου, αλλά είναι ευρύτερος και περιλαμβάνει την συμπεριφορά του, γενικότερα. Αν ο Συνταγματικός Νομοθέτης ήθε[*487]λε να περιορίσει την ανάρμοστη συμπεριφορά, στην εκτέλεση των καθηκόντων του Αξιωματούχου, θα το έλεγε ρητά.
4. Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ως ο κατεξοχήν αρμόδιος για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και της νομιμότητας, έχει έννομο συμφέρον και δικαιούται να καταχωρίσει αίτηση για απόλυση, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως.
5. Είναι αχρείαστη η αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας. Διεφάνη τελικά ότι τα ουσιώδη γεγονότα που καλύπτουν τις δηλώσεις της 14.4.2015 και μέχρι τις 23.4.2015 παρέμειναν αδιαμφισβήτητα και συνιστούν κοινή συνισταμένη της ενώπιόν μας μαρτυρίας. Επιβεβαιώνονται δε από τα σχετικά τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου. Άλλωστε ο Καθ’ ου η αίτηση τελικά προέβηκε σε μια γενική απολογία προς τον Αιτητή.
6. Θα επικεντρωθούμε στην ανάρμοστη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση, την οποία ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση διέπραξε με τις δημόσιες δηλώσεις του στις 14.4.2015 και τις επόμενες λίγες μέρες. Θα εστιάσουμε την προσοχή μας στην κατ’ ισχυρισμόν ανάρμοστη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση έναντι κυρίως του Αιτητή, και όχι έναντι των άλλων προσώπων στα οποία αναφέρθηκε ο Καθ’ ου η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ως προς το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό σύγκρουσης συμφερόντων του Καθ’ ου η αίτηση κατά το χειρισμό των προαναφερόμενων πέντε υποθέσεων Φ.Π.Α., κρίνουμε ότι εφόσον από την ενώπιον μας, συγκλίνουσα, μαρτυρία διαφαίνεται ότι τον χειρισμό των υποθέσεων Φ.Π.Α. είχε, γενικά, ο Καθ’ ου η αίτηση, και αυτός δεν διατήρησε συμφέρον στο πρώην δικηγορικό του γραφείο, τα δε ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις πέντε αυτές υποθέσεις δεν ήταν πελάτες ή πρώην πελάτες ή γνωστοί του Καθ’ ου η αίτηση, η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε - η οποία και ήταν η συνήθης διαδικασία που κάλυπτε παρόμοιας φύσης υποθέσεις - δεν τεκμηριώθηκε ως επιλήψιμη και δη ανάρμοστη.
7. Καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
(α) Οι δημόσιες δηλώσεις του Καθ’ ου η αίτηση, οι οποίες έγιναν στις 14.4.2015 και τις αμέσως επόμενες μέρες, περιλάμβαναν, όπως ο ίδιος εν τέλει παραδέχθηκε, αβάσιμους ισχυρισμούς για ενδεχόμενη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας. Ο Καθ’ ου η αίτηση καταλόγιζε στον Αιτητή συ[*488]μπεριφορά και ενέργειες οι οποίες «υποδηλούσαν» δεκασμό και αθέμιτο επηρεασμό του (Αιτητή) στην υπόθεση Providencia. Οι ισχυρισμοί αυτοί ήταν αναληθείς, ηθικά μεμπτοί και απαράδεκτοι κατά τον τρόπο που έγιναν και ήταν «λάθος» για το οποίο τελικά ο Καθ’ ου η αίτηση απολογήθηκε στον Αιτητή.
(β) Οι προαναφερόμενοι αβάσιμοι ισχυρισμοί συνιστούν, κατά την κρίση μας, άκριτη και ανεύθυνη συμπεριφορά εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση, Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως και Ανώτατου Αξιωματούχου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Καθ’ ου η αίτηση επέμεινε στους ισχυρισμούς του μέχρι και την καταχώριση της ένστασης του, στις 12.6.2015, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία που ακολούθησε τους απέσυρε, συνολικά, και παραδέχθηκε ότι ήταν ηθικά μεμπτοί και λανθασμένοι. Προς τούτο απολογήθηκε στον Αιτητή και την οικογένειά του. Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν ήταν και δεν είναι ένας απλός πολίτης, όπως το έθεσε, που είχε το στοιχειώδες καθήκον να αμυνθεί προτάσσοντας το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Χωρίς βεβαίως να στερείτο αυτού του δικαιώματος, ακριβώς εδώ είναι που έπρεπε, αναλογιζόμενος την υψηλότατη θεσμική του θέση, αυτή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, θέση που συνταγματικά του επιτρέπει ακόμη και να αναπληροί τον Γενικό Εισαγγελέα, να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, να ισοζυγίσει όλα τα δεδομένα και να συμπεριφερθεί με ευθυκρισία, ευθυδικία, συναίσθηση της υψηλής του αποστολής και του ειδικού βάρους της θέσης του. Ακόμη και αν ένοιωθε αδικημένος και υπό διωγμό από τον Γενικό Εισαγγελέα, και ακόμη και αν θεωρούσε ότι ο Αιτητής ως Γενικός Εισαγγελέας δεν ενήργησε απόλυτα ορθά, έπρεπε να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και όχι αμετροεπή συμπεριφορά μη αναμενόμενη από θεσμικό αξιωματούχο και δη της ανεξάρτητης Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, προκαλώντας έτσι διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αμφότερους τους θεσμούς του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Αυτά απαντούν τα σχετικά επιχειρήματα των συνηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση ως προς την πρόκληση, αλλά και την «άμυνα» που καθηκόντως έπρεπε ο Καθ’ ου η αίτηση να επιδείξει σε μια στοιχειώδη προσπάθεια προστασίας του εαυτού του. Ο Καθ’ ου η αίτηση, όπως και κάθε άλλος ανώτατος κρατικός αξιωματούχος, οφείλει να επιδεικνύει άμεμπτη και άψογη συμπεριφορά εντός και εκτός των καθηκόντων του και η οποιαδήποτε άμυνα ή αντίδρασή του θα πρέπει να εξαντλείται στις υπό του νόμου προβλεπόμενες ουσιαστικές και δικονομικές ρυθμίσεις. Υπό κρίση εδώ δεν είναι οι καθαυτό ενέργειες και κίνητρα του Αιτητή, αλλά η συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση. Η όποια πρόκληση από μέρους του Αιτητή, έστω και αν υπήρχε, δεν δικαιολογεί την εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση δυσανάλογη αντίδραση και συμπεριφορά.
[*489] (γ) Μεσολάβησαν τα τηλεφωνικά μηνύματα του Καθ’ ου η αίτηση προς τον Αιτητή με τα οποία ο Καθ’ ου η αίτηση, ουσιαστικά, καλούσε τον Αιτητή να συμφιλιωθούν και να ξεχάσουν το τι έγινε, προτού είναι πολύ αργά και για τους δύο. Συμπεριφέρθηκε δηλαδή ως άτομο που είχε μια «προσωπική» διαφορά με ένα άλλο άτομο αποτυγχάνοντας, εντελώς, να αντιληφθεί τη μεγάλη συνταγματική διάσταση της υπόθεσης. Η υπόθεση αφορούσε σε ανάρμοστη συμπεριφορά ανώτατου αξιωματούχου του Κράτους, την οποίαν ο Γενικός Εισαγγελέας, ως κατεξοχήν προασπιστής της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος, είχε καθήκον να προωθήσει. Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν φαίνεται να αντελήφθη τη φύση, το μέγεθος και την έκταση του ολισθήματός του, δείχνοντας έτσι, τουλάχιστον, ουσιώδη έλλειψη κρίσης και αυτοελέγχου.
(δ) Το ζήτημα της ανάρμοστης συμπεριφοράς του Καθ’ ου η αίτηση δεν κρίνεται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αρχηγό του Κράτους, ο οποίος τον διόρισε, αλλά κρίνεται από το παρόν Συμβούλιο και η απόφαση του Συμβουλίου είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Επομένως η μή εξασφάλιση, εκ των προτέρων, της έγκρισης ή της θέσης του Προέδρου της Δημοκρατίας για την παρούσα αίτηση δεν την επηρεάζει.
(ε) Οι κατηγορίες του Καθ’ ου η αίτηση εναντίον του Αιτητή, αναφορικά με την υπόθεση Providencia, όχι μόνον ήταν αβάσιμες, όπως τελικά παραδέχθηκε ο Καθ’ ου η αίτηση, αλλά αφορούσαν σε τομέα αρμοδιότητος (καταχώριση ποινικής δίωξης), ο οποίος εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Γενικού Εισαγγελέα. Το δημόσιο συμφέρον, αναφορικά με τη δίωξη ή μή δίωξη προσώπων, κρίνεται από το Γενικό Εισαγγελέα και μάλιστα, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Ο Καθ’ ου η αίτηση, Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως, όφειλε να γνωρίζει και να σέβεται αυτές τις νομικές θέσεις, αλλά δεν το έπραξε, δείχνοντας έτσι έλλειψη ορθής συμπεριφοράς και νομικής κατάρτισης και μάλιστα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Παρασύρθηκε σε ανεπίτρεπο βαθμό από συναισθηματισμούς που επηρέασαν την όλη συμπεριφορά του και καταβαράθρωσαν το κύρος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.
(στ) Η επίδικη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση, ήταν πολύ κατώτερη από την αναμενόμενη από ένα Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, δυσανάλογη και πολύ πέραν του δικαιώματος της υπεράσπισης του εαυτού του και του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και έκφρασης.
[*490]8. Με βάση τα πιο πάνω συμπεράσματα και με γνώμονα τις σχετικές νομικές αρχές που καταγράψαμε, κρίνουμε ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση, η οποία εκδηλώθηκε με δημόσιες, αβάσιμες και σοβαρές καταγγελίες για διάπραξη σοβαρών ποινικών και άλλων αδικημάτων από τον Αιτητή, για τις οποίες τελικά απολογήθηκε, συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά εμπίπτουσα στο Άρθρο 153.7(4) του Συντάγματος, τόσο σοβαρή, που να δικαιολογεί την απόλυση του Καθ’ ου η αίτηση, Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, από τη θέση του, κατά τον ίδιο τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η προαναφερόμενη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση ήταν πολύ κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου συμπεριφοράς από τέτοιον αξιωματούχο. Είναι συμπεριφορά που, αντικειμενικά κρινόμενη, τον καθιστά ανίκανο για επιτέλεση των υψηλών καθηκόντων του και, στα μάτια τρίτων, είναι εύλογη η αντίληψη ότι τέτοια συμπεριφορά τον καθιστά ακατάλληλο να συνεχίσει να επιτελεί τα υψηλά του καθήκοντα με επάρκεια και προς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο το αξίωμα του προορίζεται να υπηρετεί. Τέτοια συμπεριφορά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει το αξίωμα και τους Θεσμούς, γενικότερα, σε ανυποληψία και σίγουρα δεν μπορεί να «θεραπευθεί», απλώς και μόνο με μιαν εκ των υστέρων απολογία και συγνώμη, έστω και αν ψήγματα της εκδηλώθηκαν και προηγουμένως με τα διά κινητού τηλεφώνου αποσταλθέντα μηνύματα, αλλά πάντως μετά τις αβάσιμες κατηγορίες που εκτοξεύθηκαν εναντίον του αιτητή. Υπό αυτή την παράμετρο δεν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα επιείκειας με έρεισμα την ύστερη απολογία του Καθ’ ου η αίτηση, ώστε η εκδηλωθείσα αυτή συμπεριφορά να παύει να είναι ανάρμοστη.
9. Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε τον Καθ’ ου η αίτηση υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς σύμφωνα με το Σύνταγμα και επομένως ως υποκείμενο σε άμεση απόλυση από τα καθήκοντα του. Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη φύση της ενώπιόν μας διαδικασίας και το αποτέλεσμά της, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή ως προς το ζήτημα των εξόδων.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Lawrence v. The Attorney General (Grenada) [2007] UKPC 18 (26 March 2007),
Chief Justice of Gibraltar referral under section 4 of the Judicial [*491]Committee Act (1833) [2009] UKPC 43,
Therrien v. Minister of Justice [2001] 2 SCR 3,
Clark v. Vanstone [2004] FCA 1105,
Stewart v. Secretary of State for Scotland [1996] SC 271,
The Governor of the Cayman Islands-Madam Justice Levers (Judge of the Grand Court of the Cayman Islands) [2010] UK PC 24,
Inquiry Concerning Judge Bruce Voorhis No. 165 του Φεβρουαρίου 2003.
Αίτηση.
Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για Απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας δια Ανάρμοστη Συμπεριφορά.
Γ. Τριανταφυλλίδης, Χρ. Κληρίδης και Αχ. Αιμιλιανίδης, για τον Αιτητή.
Χρ. Πουργουρίδης και Ε. Πουργουρίδης, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.
Cur. adv. vult.
Την ομόφωνη απόφαση του Συμβουλίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την υπό εξέταση αίτηση ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, (ο οποίος στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Αιτητής), ζητά την απόλυση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, (ο οποίος στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο Καθ’ ου η αίτηση), για ανάρμοστη συμπεριφορά.
Η αίτηση βασίζεται στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας και ειδικά στα Άρθρα 112.4, 153.7(4), 153.8(1) (2) (β) και (3), στον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμο 33/1964 και ειδικά στο Άρθρο 9(β), στη Νομολογία και στη σύμφυτη εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Σύμφωνα με την αίτηση, ο Καθ’ ου η αίτηση κατά την περίοδο μεταξύ Φεβρουαρίου 2014 και Νοεμβρίου 2014 και μεταξύ 14.4.2015 και 23.4.2015 επέδειξε και υπέπεσε σε ανάρμοστη συ[*492]μπεριφορά, η οποία συνιστά λόγο απόλυσής του σύμφωνα με τα Άρθρα 112.4 και 153.7(4) του Συντάγματος. Το Άρθρο 112.4 προνοεί ότι ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως δεν απολύεται εκτός υπό τους όρους και τον τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίοι απολύονται, σύμφωνα με το Άρθρο 153.7(4), λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς.
Η ανάρμοστη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση, σύμφωνα με τον Αιτητή, αναγράφεται στην έκθεση νομικών θέσεων και γεγονότων, η οποία συνοδεύει την αίτηση, και ουσιαστικά συνίσταται:
(α) Σε δηλώσεις και ενέργειες του Καθ’ ου η αίτηση οι οποίες έλαβαν χώραν στις 14.4.2015, το απόγευμα σε δημοσιογραφική διάσκεψη με άμεση και παγκύπρια τηλεοπτική κάλυψη στην οποίαν προέβη ο Καθ’ ου η αίτηση και σε άλλες δηλώσεις, πράξεις και ενέργειες του, οι οποίες έλαβαν χώραν μεταξύ 14.4.2015 και 23.4.2015. Σύμφωνα με την αίτηση, μετά την ανακοίνωση από τον Αιτητή, συνοπτικά, των πορισμάτων της έρευνας Ποινικού Ανακριτή, ο οποίος είχε διοριστεί από τον Αιτητή για να εξετάσει πιθανή διάπραξη, από τον Καθ’ ου η αίτηση, του ποινικού αδικήματος του δεκασμού δημοσίου λειτουργού και του ποινικού αδικήματος της δωροληψίας, ο Καθ’ ου η αίτηση, στην προαναφερόμενη δημοσιογραφική διάσκεψη της 14.4.2015, κατηγόρησε τον Αιτητή, χωρίς να παρουσιάσει οποιαδήποτε στοιχεία και/ή παρουσιάζοντας ψευδή και/ή παραπλανητικά στοιχεία, δημόσια, για δεκασμό και αθέμιτο επηρεασμό, επειδή ανέστειλε, κατά τον ισχυρισμό του, χωρίς να δώσει εξηγήσεις, ποινική υπόθεση το 2013, η οποία είχε ενωρίτερα προωθηθεί με οδηγίες του Καθ’ ου η αίτηση (η υπόθεση αυτή στη συνέχεια θα αναφέρεται ως υπόθεση Providencia). Καταλογίζεται ακόμη στον Καθ’ ου η αίτηση ότι αναξιοπρεπώς και απαξιωτικά, δημόσια, κατήγγειλε, μεταξύ άλλων, τον Αιτητή ότι ολιγώρησε στην προώθηση ποινικών διαδικασιών για τα θέματα της οικονομίας και ότι ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση ήταν ο μοναδικός που προσπάθησε να προωθήσει τις υποθέσεις αυτές. Περαιτέρω κατηγόρησε άλλα πρόσωπα, Αξιωματούχους του Κράτους, πρώην Αξιωματούχους και δικηγόρους ως πιθανώς εμπλεκόμενους σε αξιόποινες πράξεις. Επιπρόσθετα καταλογίζεται στον Καθ’ ου η αίτηση ότι στην προαναφερόμενη διάσκεψη, δημόσια, ζήτησε να ανοιχθούν οι τραπεζικοί λογαριασμοί σε όποια χώρα και αν βρίσκονται, μεταξύ άλλων, του Αιτητή. Ζήτησε, ακόμη, άμεση διερεύνηση του Αιτητή, από την Αστυνομία.
Στις αμέσως επόμενες μέρες της 14.4.2015 καταλογίζεται στον [*493]Καθ’ ου η αίτηση ότι σε διαλείμματα καταθέσεων-καταγγελιών του στην Αστυνομία, εναντίον του Αιτητή, επανέλαβε ότι εναντίον του Αιτητή προκύπτει συμπεριφορά που υποδηλοί δεκασμό και χρηματισμό και κάλεσε τον Αιτητή να λογοδοτήσει. Επιπρόσθετα αναφέρθηκε σε μοχθηρία συνωμοτών εναντίον του οι οποίοι επιδιώκουν τον αφανισμό του από τη δημόσια δράση, αλλά και ως ατόμου.
(β) Στο ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως, για χειρισμό ποινικών υποθέσεων της Νομικής Υπηρεσίας, υπέπεσε σε ανεπίτρεπτη σύγκρουση συμφέροντος. Συγκεκριμένα του καταλογίζεται ότι πέντε ποινικές υποθέσεις που αφορούσαν οφειλές Φ.Π.Α., έτυχαν αναστολής ποινικής δίωξης από τον Καθ’ ου η αίτηση κατόπιν αιτημάτων που υποβλήθηκαν, μεταξύ άλλων, από τους δικηγόρους Ανδρέα Κυπρίζογλου και Στέλλα Ευριπίδου, οι οποίοι είναι Διευθυντές και Μέτοχοι της δικηγορικής εταιρείας Ρ. Ερωτοκρίτου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, της οποίας ο Καθ’ ου η αίτηση υπήρξε ιδρυτικό Μέλος και μέχρι τις 3.7.2013 ήταν Διευθυντής και Μέτοχος της εταιρείας.
Ο Καθ’ ου η αίτηση καταχώρησε ένσταση, η οποία επίσης βασίζεται στις προαναφερόμενες διατάξεις του Συντάγματος και του Νόμου 33/1964, αλλά και στον περί του Συμβουλίου του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Έλεγχος και Διαδικασία) Διαδικαστικό Κανονισμό του 2015 και ιδιαίτερα στο Άρθρο 9(β). Σημειώνεται ότι ο προαναφερόμενος Διαδικαστικός Κανονισμός θεσπίστηκε μετά την καταχώριση της αίτησης, αλλά πριν την καταχώριση της ένστασης.
Στην ένσταση, ο Καθ’ ου η αίτηση, αρνείται και απορρίπτει τους ισχυρισμούς και την επιχειρηματολογία του Αιτητή και λέγει, μεταξύ άλλων, ότι η ανακοίνωση από τον Αιτητή, στις 14.4.2015, του πορίσματος του Ποινικού Ανακριτή, με αποσπασματικό και/ή επιλεκτικό τρόπο, για δήθεν αδικήματα που καταλογίζονταν στον Καθ’ ου η αίτηση, από το πόρισμα, και χωρίς να δοθεί ολόκληρο το πόρισμα στη δημοσιότητα και στον Καθ’ ου η αίτηση, συνιστούσε μεμπτή αντινομική ενέργεια, εκ μέρους του Αιτητή, η οποία δημιούργησε αρνητικές εντυπώσεις σε βάρος του Καθ’ ου η αίτηση, παραβιάζοντας έτσι το τεκμήριο της αθωότητας. Υπό τις περιστάσεις αυτές ο Καθ’ ου η αίτηση δεν είχε άλλη επιλογή από του να υπερασπίσει τον εαυτό του δημόσια με τις δηλώσεις του στη δημοσιογραφική διάσκεψη της 14.4.2015 και μετέπειτα τις επόμενες λίγες μέρες. Στην ένσταση αναγράφεται ακόμα ότι οι «αντιδηλώσεις» και πράξεις του Καθ’ ου η αίτηση στις 14.4.2015 και μετέπειτα έγιναν για να υπερασπιστεί τον εαυτό του [*494]στοιχειωδώς από τις «αντινομικές και ανάρμοστες δηλώσεις και ενέργειες» του Αιτητή εναντίον του και να «καταγγείλει καθηκόντως την διάπραξη του ποινικού αδικήματος του δεκασμού και δωροληψίας από τον Γ. Εισαγγελέα». Σημειώνεται ότι αυτό το μέρος της ένστασης (παράγραφος 5(α)), αποσύρθηκε τελικά με δήλωση των ευπαιδεύτων συνηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση.
Κατά τον Καθ’ ου η αίτηση, ήταν απόλυτο δικαίωμα και υποχρέωση του να καταγγείλει τις προαναφερόμενες πράξεις, του Αιτητή, στην Αστυνομία. Αυτό το δικαίωμα εμπεριέχεται στο δικαίωμα ελευθερίας του λόγου, που είναι βασικό ανθρώπινο δικαίωμα, κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Στην ένσταση, ο Καθ’ ου η αίτηση καταλογίζει στον Αιτητή ότι αγνόησε πληροφορίες που του έδωσε ο Καθ’ ου η αίτηση και οι οποίες είχαν σχέση με τις έρευνες για την οικονομία, «για τους δικούς του λόγους, κατά ανάρμοστο τρόπο στην εκτέλεση των καθηκόντων του».
Ο Αιτητής, σύμφωνα με την ένσταση, έκδηλα αντινομικά, δίκασε και αθώωσε τον εαυτό του μέσω των υπαλλήλων του στη Νομική Υπηρεσία για όσα του καταλόγισε ο Καθ’ ου η αίτηση δημόσια, αλλά και στις καταθέσεις του στην Αστυνομία. Αυτές οι ενέργειες καταδεικνύουν «την αντινομικότητα, προκατάληψη, κακοπιστία και το ανάρμοστο της συμπεριφοράς στην εκτέλεση των καθηκόντων του Γ. Εισαγγελέα έναντι του Β.Γ. Εισαγγελέα». Στην ένσταση, ακόμα, καταλογίζεται στον Αιτητή έκδηλα ανάρμοστη συμπεριφορά και δηλώσεις που αφορούσαν τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αναφορικά με τις πέντε υποθέσεις Φ.Π.Α. ο Καθ’ ου η αίτηση αναφέρει ότι οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι ουδέποτε υπήρξαν πελάτες του πρώην δικηγορικού του γραφείου όταν αυτός ασκούσε τη δικηγορία και επομένως κανενός είδους σύγκρουση συμφερόντων υφίστατο, κατά τον ουσιώδη χρόνο. Όλες οι υποθέσεις Φ.Π.Α., μεταξύ άλλων, ετύγχαναν αποκλειστικού χειρισμού από τον Καθ’ ου η αίτηση, με την προηγούμενη προφορική ρητή συγκατάθεση του Αιτητή, από την εποχή του διορισμού του Αιτητή, ως Γενικού Εισαγγελέα, τον Σεπτέμβριο του 2013.
Η παρούσα υπόθεση είναι πρωτοφανής, αφού ουδέποτε στο παρελθόν, τουλάχιστον από της εγκαθιδρύσεως της Κυπριακής Δημοκρατίας, υπήρξε οποιαδήποτε παρόμοια αίτηση για απόλυση Ανώτατου Αξιωματούχου λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς. Η αίτηση καταχωρίστηκε ενώπιον του Συμβουλίου το οποίον κα[*495]θιδρύθηκε δυνάμει του Άρθρου 153.8(1) του Συντάγματος και το οποίον απαρτιζόταν από τον, τότε, Πρόεδρο και τα Μέλη του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου (σήμερα τον Πρόεδρο και τα Μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το Ν. 33/64), το οποίον κέκτηται αποκλειστική αρμοδιότητα να αποφασίζει επί παντός θέματος, το οποίον αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στην απόλυση του Προέδρου και των Μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το Άρθρο 153.7(4) προνοεί ότι οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου απολύονται λόγω αναρμόστου συμπεριφοράς και το Άρθρο 112.4 του Συντάγματος προνοεί ότι ο Γενικός Εισαγγελεύς και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως της Δημοκρατίας, ως Μέλη της Μονίμου Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας υπηρετούν «υφ΄ ους όρους οι δικασταί του Ανωτάτου Δικαστηρίου πλήν του προέδρου τούτου και δεν απολύονται, ειμή υφ΄ ους όρους και καθ΄ ον τρόπον οι δικασταί ούτοι».
Είναι επομένως προφανές ότι το Συμβούλιο, το καθιδρυώμενο δυνάμει του Συντάγματος, έχει εξουσία, μεταξύ άλλων, να αποφασίσει αν ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως επέδειξε ανάρμοστον συμπεριφορά υποκείμενος, σε τέτοια περίπτωση, σε απόλυση κατά τον ίδιο τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Δεν καθορίζεται στο Σύνταγμα, αλλά ούτε και υπάρχει οποιοσδήποτε άλλος Νόμος, ο οποίος να διευκρινίζει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά για σκοπούς απόλυσης των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του Γενικού και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως. Να σημειωθεί δε ότι το Σύνταγμα έχει ενδύσει με παρόμοια ασπίδα και άλλους αξιωματούχους της πολιτείας τους οποίους κατατάσσει στο αυτό επίπεδο συνταγματικής προστασίας. Συγκεκριμένα το Άρθρο 115.3 προνοεί ότι ο Γενικός Ελεγκτής και ο Βοηθός Γενικού Ελεγκτού «είναι μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι της Δημοκρατίας και δεν αποχωρούσι της υπηρεσίας ούτε απολύονται εκ της θέσεως αυτών, ειμή υφ΄ ους όρους και καθ΄ ον τρόπον οι δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου.». Παρόμοια πρόνοια καλύπτει τα μέλη της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας διά του Άρθρου 124.5 του Συντάγματος. Αντίθετα ο Γενικός Λογιστής και ο Βοηθός Γενικού Λογιστού διά της πρόνοιας του Άρθρου 126.4 υπόκεινται στον πειθαρχικό έλεγχο της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας περιλαμβανομένης και της απόλυσης αυτών.
Η αναζήτηση συνεπώς της έννοιας της «ανάρμοστης συμπεριφοράς» για σκοπούς της υπό κρίση υπόθεσης έχει ιδιαίτερη ση[*496]μασία εφόσον αυτός ο εννοιολογικός καθορισμός είναι απαραίτητος για σκοπούς κατάληξης. Έχει δε ευρύτερες συνέπειες ρυθμίζοντας ανάλογα τη συμπεριφορά αριθμού άλλων ανώτατων ανεξάρτητων αξιωματούχων.
Η έρευνά μας ως προς την εμβέλεια της «ανάρμοστης συμπεριφοράς» αποκαλύπτει, ως προς τη γενικότητά της, ότι ανέκαθεν στα δημοκρατικά πολιτεύματα υπήρχε η ανάγκη για έλεγχο των παρασπονδούντων αξιωματούχων, απευθύνοντας σε αυτούς «μομφή».
Η μομφή, όπως κατά το καλύτερο δυνατόν αποδίδεται η λέξη «impeachment» στην Ελληνική, συνίσταται σε διαδικασία που ο εκάστοτε νομοθέτης ορίζει, και στην περίπτωση του Κύπριου Συνταγματικού νομοθέτη ο υπέρτατος Νόμος του κράτους, το Σύνταγμα, η οποία και επιτρέπει να διατυπωθούν «κατηγορίες» εναντίον κρατικών αξιωματούχων για μεμπτή συμπεριφορά, ασύμβατη με το αξίωμά τους.
Η διαδικασία του impeachment ιστορικά απαντάται αρχικά στον Αγγλικό νομικό κόσμο ως μια εξισορροπητική κίνηση της απόλυτης παντοδυναμίας του Βασιλιά (The King can do no wrong). Η υπό αναφορά διαδικασία, στα πρώϊμα τουλάχιστο στάδια, εξέφραζε την αναβάθμιση του ρόλου της Βουλής των Κοινοτήτων η οποία επεδίωξε να διαδραματίσει μεγαλύτερο ρόλο στη διακυβέρνηση της χώρας. Η διαδικασία που ακολουθήθηκε, δίωξη και παραπομπή από τη Βουλή των Κοινοτήτων και εκδίκαση από τη Βουλή των Λόρδων, στόχευε αρχικά στην τιμωρία κυρίως των πολιτικών σφαλμάτων των κυβερνώντων ή άλλων ανωτάτων αξιωματούχων με μόνο τιμωρητικό μέσο τις ποινικές κυρώσεις που αφορούσαν στην περιουσία με τη μορφή της δήμευσης, ή την προσωπική τους ελευθερία με την επιβολή φυλάκισης, για να συνδεθεί αργότερα με την έκπτωση από το δημόσιο αξίωμα, η τελευταία όμως ουδέποτε επιβαλλόταν αυτοτελώς ή ως κύρια και αποκλειστική ποινή αλλά ως ένα αυτονόητο και εισαγωγικό, της κύριας κυρώσεως, μέτρο (Α. Λοβέρδου, Η ποινική ευθύνη των μελών της Κυβέρνησης και των Υφυπουργών στο Κοινοβουλευτικό Πολίτευμα, Εκδόσεις Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή, 1995, σελ. 46 επ. και Colin G. Tite, Impeachment and parliamentary judicature in Early Stuart England, The AthLone Press (University of London), 1974).
Στις Ηνωμένες Πολιτείες αντιθέτως η εισαγωγή του impeachment ενώ εμφανίζει επιφανειακές ομοιότητες με την Αγγλία, πε[*497]ριορίζεται, σε περίπτωση καταδίκης αξιωματούχου του κράτους, στην απομάκρυνση του αξιωματούχου εκ των καθηκόντων του κατά τρόπο που κρίνεται ότι προστατεύει κατά κύριο λόγο το δημόσιο συμφέρον και δεν αποσκοπεί στην τιμωρία του αξιωματούχου. Υποστηρίχθηκε η άποψη ότι για να εμπίπτει ένα πρόσωπο στην κατηγορία των αξιωματούχων ώστε να υπάγεται στη διαδικασία του impeachment θα πρέπει τουλάχιστον να θεωρείται ότι περιλαμβάνεται στους αξιωματούχους που διορίζονται σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες διορισμού που ορίζει το Σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο, πρόσωπο που κατέχει «κυβερνητική θέση λόγω διορισμού του από τον Πρόεδρο ή από το Δικαστήριο ή τουλάχιστον επικεφαλής των Τμημάτων που επιτρέπεται από το Νόμο να προβαίνουν σε τέτοιο διορισμό, υπάγεται στους αξιωματούχους των Ηνωμένων Πολιτειών» άποψη η οποία όμως έχει υποστεί κριτική (Elizabeth B. Bazan, Impeachment: An Overview of Constitutional Provision, Procedure and Practiced, Congressional Research Service, CRS Report for Congress, 09.12.2010, p.21).
Το Αμερικανικό Σύνταγμα περιβάλλει τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία με τις ανάλογες εξουσίες ώστε να κινηθούν διαδικαστικά εναντίον αξιωματούχου προς παύση του από το αξίωμα που κατέχει, ακόμα και εναντίον του ιδίου του Προέδρου των Η.Π.Α. (Π. Πετρουλάκου, Το Πολίτευμα των ΗΠΑ, εκδόσεις Κριτική, σειρά Έθνη – Πολιτική – Ιστορία, Αθήνα, 1995 και T.J. Halstead, An Overview of the Impeachment Procedure, CRS Report for Congress, Received through the CRS Web, Congressional Research Service, The Library of congress, 20.04.2005).
Παρά τις διαφορές των αντίστοιχων πολιτευμάτων (προεδρικό σύστημα, ημιπροεδρικό ή κοινοβουλευτικό πολίτευμα), η διαδικασία της μομφής συνδέεται άμεσα με την πολιτική κουλτούρα και τον πολιτικό πολιτισμό του κάθε κράτους. Στην περίπτωση της Κύπρου, ο Συνταγματικός νομοθέτης παρακολούθησε εύστοχα τη διαδικασία της μομφής όπως αναπτύχθηκε στον Αγγλοσαξονικό κόσμο, εισάγοντας σχετική πρόνοια και εναποθέτοντας, σε αντίθεση με το σύνηθες σε άλλα πολιτεύματα όπου η εξουσία ανήκει στο Κοινοβούλιο, την αποκλειστική αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο ως ασκούν την αρμοδιότητα του Συμβουλίου (Άρθρο 153.8(1)(2) και (3)).
Έχει αναφερθεί ότι η παρούσα υπόθεση είναι πρωτοφανής τουλάχιστον από απόψεως στόχευσης ενός ανώτατου πολιτειακού αξιωματούχου με σκοπό την απόλυσή του. Δεν είναι όμως και η πρώτη στην οποία αναζητήθηκε η ερμηνεία του όρου «ανάρμοστη συμπεριφορά».
Στην Πειθαρχική υπόθεση εναντίον του Δικαστή Κώστα Καμένου, ημερ. 19.9.2006, (η απόφαση δεν έχει δημοσιευθεί), το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κλήθηκε να εξετάσει εναντίον του δικαστή δύο κατηγορίες ανάρμοστης συμπεριφοράς δυνάμει των Άρθρων 153.7(4) και 157.3 του Συντάγματος. Η πρώτη διάταξη προνοεί για την απόλυση του Έλληνα ή Τούρκου Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, η δε δεύτερη προνοεί με αναφορά στα κατώτερα δικαστήρια ότι δεν αποφασίζεται η αποχώρηση ή απόλυση δικαστή εκτός με τους ίδιους όρους και τον ίδιο τρόπο που το Σύνταγμα προβλέπει για τους δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στη βάση των Συνταγματικών αυτών προνοιών και βεβαίως των διατάξεων του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου αρ. 33/1964, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε τον περί Ενάσκησης της Πειθαρχικής Εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διαδικαστικό Κανονισμό του 2000 (αρ. 3), ο Κανονισμός 3 του οποίου διαλαμβάνει για την εκ μέρους δικαστή επίδειξη ανάρμοστης συμπεριφοράς με τις ανάλογες συνέπειες. Το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο είχε προσδιορίσει τα εξής στις σελ. 50-51 της απόφασης του, σε σχέση με την έννοια της ανάρμοστης συμπεριφοράς, τα οποία ισχύουν με την ίδια δύναμη και για την κρινόμενη υπόθεση:
«Τι συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά δεν καθορίζεται στο Σύνταγμα. Και τούτο, κατά τη γνώμη μας, είναι λογικό γιατί δεν είναι δυνατό να οριοθετηθούν τα στοιχεία που τη συνθέτουν. Τέτοια προσπάθεια θα αποδεικνυόταν αναποτελεσματική μια και δεν μπορεί να καλυφθούν όλες οι πράξεις, παραλείψεις ή γενικά ο τρόπος συμπεριφοράς έτσι που να κατατάσσονται και εμπίπτουν στον όρο ‘ανάρμοστη συμπεριφορά’. Είμαστε της γνώμης πως μέσα στην ίδια την ετυμολογική ρίζα της λέξης ‘ανάρμοστη’ εμπεριέχεται και η συνήθης έννοια της. Η λέξη ‘ανάρμοστος’ είναι σύνθετη, αποτελείται από το στερητικό ‘αν’ και τη λέξη ‘αρμοστός’ που παράγεται από το ρήμα ‘αρμόζω’, που σημαίνει συνταιριάζω.* ‘Ανάρμοστος’ είναι αυτός που δεν ταιριάζει. Ανάρμοστη επομένως συμπεριφορά, στην περίπτωση που μας απασχολεί, είναι η συμπεριφορά που δεν ταιριάζει-αρμόζει, απάδει δηλαδή της ιδιότητας του δικαστή. Είναι, κατά [*499]συνέπεια, στη βάση των ιδιαίτερων περιστατικών της κάθε περίπτωσης που αποφασίζεται κατά πόσο η συμπεριφορά, αντικείμενο της υπόθεσης, συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά. Έχουμε επίσης τη γνώμη πως ανάρμοστη συμπεριφορά μπορεί να επιδειχθεί κατά την εκτέλεση και σε αναφορά προς τα καθήκοντα του δικαστή αλλά και εκτός αυτών. Δεν συμφωνούμε με την επί του προκειμένου διαφορετική θέση που υποστήριξε ο κ. Ευσταθίου, ο οποίος εισηγήθηκε πως η ανάρμοστη συμπεριφορά, όπως προβλέπεται στο Σύνταγμα μας, περιορίζεται στην εξωδικαστική λειτουργία του δικαστή όταν π.χ. συλλαμβάνεται να οδηγεί με αυξημένη ποσότητα οινοπνεύματος, ή συχνάζει σε κακόφημα κέντρα ή γενικά εκθέτει με τη συμπεριφορά του στην κοινωνία τη δικαστική ιδιότητα.»
Πέραν των πιο πάνω, η έρευνα μας, αλλά και των ευπαιδεύτων συνηγόρων, έφερε στην επιφάνεια αριθμό υποθέσεων από την Αγγλική και Κοινοπολειτιακή νομολογία. Καταγράφουμε ως ιδιαίτερης βοήθειας και σημασίας τις πιο κάτω αποφάσεις. Ως πρώτη σημειώνουμε την απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου στην υπόθεση Lawrence v. The Attorney General (Grenada) [2007] UKPC 18 (26 March 2007). Στην υπόθεση εκείνη έγινε ευρεία αναφορά από τους ευπαιδεύτους δικηγόρους και των δύο πλευρών. Τα γεγονότα την υπόθεσης, σε συντομία, ήταν ότι η εφεσείουσα, η οποία ήταν Γενική Ελέκτρια στη Grenada, έγραψε στον Υπουργό Οικονομικών της χώρας, ο οποίος ήταν και Πρωθυπουργός, επιστολή, χρησιμοποιώντας προσβλητική και καταχρηστική γλώσσα και ύφος, εναντίον του. Έστειλε αντίγραφο της επιστολής στον Πρόεδρο και τον Γραμματέα της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ο Υπουργός, τόσο ενοχλήθηκε, που καταχώρισε διαδικασία για παύση της, από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η εφεσείουσα λανθασμένα και μή ορθά προέβαλε αδικαιολόγητες και αστήρικτες κατηγορίες ότι ο Υπουργός Οικονομικών εσφαλμένα είχε παρέμβει τροποποιώντας ή αλλάζοντας κάποιες εκθέσεις του Ελεγκτικού Γραφείου πριν αυτές τεθούν ενώπιον του Κοινοβουλίου. Ικανοποιήθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι τέτοια συμπεριφορά δεν ήταν αρμόζουσα για οποιονδήποτε κατείχε τη θέση του Γενικού Ελεγκτή της χώρας. Το δικαστήριο συνέστησε στο Γενικό Κυβερνήτη της χώρας να απολύσει την εφεσείουσα για ανάρμοστη συμπεριφορά. Η εφεσείουσα αποτάθηκε στις Ανώτερες Δικαστικές Αρχές της χώρας της, φθάνοντας μέχρι το Εφετείο, στην προσπάθεια της να ανατρέψει την απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου. Τελικά η υπόθεση έφθασε μέχρι το Αγγλικό Ανακτοσυμβούλιο. Το Ανακτοσυμβούλιο συμφώνησε με την πρωτόδικη ερμηνεία του Δικαστή Gray αναφορικά με την έννοια του όρου «misbehaviour»*. Υιοθέτησε, συγκεκριμένα, μέρος της πρωτόδικης απόφασης σύμφωνα με το οποίο ανάρμοστη συμπεριφορά (misbehaviour) από τον κάτοχο ενός αξιώματος δεν εξυπακούει εγκληματική συμπεριφορά και δεν προϋποθέτει ότι η συμπεριφορά διαπράττεται κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του αξιώματος. Η ανάρμοστη συμπεριφορά, εν σχέσει με την κατοχή ενός αξιώματος, καθορίζεται με αναφορά στις συνέπειες τέτοιας συμπεριφοράς επί της ικανότητος του αξιωματούχου να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του. Η ικανότητα να συνεχίσει να ασκεί το αξίωμα του έχει δύο πτυχές. Η πρώτη αφορά στο άμεσο αποτέλεσμα (της συμπεριφοράς του αξιωματούχου) επί της ικανότητος του να επιτελεί τα καθήκοντα του. Διαζευκτικά ή επιπρόσθετα, η συμπεριφορά του αξιωματούχου μπορεί να επηρεάσει την αντίληψη τρίτων, εν σχέσει προς το αξίωμα, κατά τρόπον που οποιαδήποτε σκοπούμενη εκτέλεση των καθηκόντων του αξιωματούχου να εκλαμβάνεται, ευρέως, ως διεφθαρμένη, απρεπής ή εχθρική προς τα συμφέροντα των προσώπων ή του οργανισμού των οποίων, οι λειτουργίες του αξιώματος, προορίζονται να εξυπηρετούν. Σε οποιαδήποτε από τις δύο προαναφερόμενες περιπτώσεις ο κίνδυνος είναι ότι, το ίδιο το αξίωμα, θα περιπέσει σε ανυποληψία ως αποτέλεσμα της συμπεριφοράς του κατόχου του. Εάν αυτή ενδέχεται να είναι η περίπτωση, τότε η συμπεριφορά του αξιωματούχου χαρακτηρίζεται ως ανάρμοστη (για τους σκοπούς της σχετικής νομοθεσίας).
Στη συνέχεια, στην υπόθεση Chief Justice of Gibraltar referral under section 4 of the Judicial Committee Act (1833) [2009] UKPC 43, ενώπιον του Ανακτοσυμβουλίου, εξετάστηκε ζήτημα ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους του Αρχιδικαστή του Γιβραλτάρ. Παρά το ότι η απόφαση επικεντρώθηκε κυρίως στη συμπεριφορά που αρμόζει σε ένα Δικαστή, εντούτοις έγινε και γενική αναφορά σε ζητήματα ευρύτερης ανάρμοστης συμπεριφοράς. Το Ανακτοσυμβούλιο αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Therrien v. Minister of Justice [2001] 2 SCR 3, Lawrence – πιο πάνω – και Clark v. Vanstone [2004] FCA 1105. Τονίστηκε συναφώς ότι ο όρος «ανάρμοστη συμπεριφορά» ερμηνεύεται στα πλαίσια του συγκεκριμένου νομοθετικού κειμένου στο οποίο απαντάται. Αν η συμπεριφορά είναι τέτοια που ενδέχεται να πε[*501]ριαγάγει το αξίωμα σε ανυποληψία, τότε μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάρμοστη συμπεριφορά. Αλλά ακόμα και αν η συμπεριφορά μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανάρμοστη υπό την προαναφερόμενη έννοια, παραμένει το ερώτημα κατά πόσον η βαρύτητά της είναι τέτοια ώστε να δικαιολογείται η εισήγηση όπως ο αξιωματούχος απολυθεί από τη θέση του. Για το τελευταίο ερώτημα εφαρμόζεται το κριτήριο που τέθηκε στην υπόθεση Therrien (ανωτέρω). Το κριτήριο της Therrien, το οποίο αφορά σε απόλυση Δικαστή, είναι το κατά πόσον η συμπεριφορά για την οποία είναι υπόλογος ο Δικαστής είναι τόσο καταφανώς αντίθετη προς την αντικειμενικότητα, την εντιμότητα και την ανεξαρτησία της Δικαστικής Εξουσίας, ώστε η εμπιστοσύνη των ατόμων που εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστή ή η εμπιστοσύνη του κοινού προς το όλο σύστημα απονομής της Δικαιοσύνης, να υποβαθμίζεται. Σε τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι ο Δικαστής δεν είναι ικανός να εκτελεί τα καθήκοντα του αξιώματος του.
Ως προς την ικανότητα ενός αξιωματούχου να ασκεί τα καθήκοντα του, χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει και στην υπόθεση Stewart v. Secretary of State for Scotland [1996] SC 271. Στην υπόθεση εκείνη αποφασίστηκε ότι ο όρος ανικανότητα (inability) να εκτελεί ένας αξιωματούχος τα καθήκοντα του έχει τη συνήθη της έννοια, στα πλαίσια του ερωτήματος του κατά πόσον ο αξιωματούχος είναι ή όχι κατάλληλος για το αξίωμα.
Σημειώνουμε τέλος την απόφαση του Ανακτοσυμβουλίου στην The Governor of the Cayman Islands-Madam Justice Levers (Judge of the Grand Court of the Cayman Islands) [2010] UK PC 24. Η υπόθεση αφορούσε την κατ’ ισχυρισμόν κλιμακούμενη μεμπτή συμπεριφορά της Δικαστού Levers, με την πρακτική που υιοθέτησε της έκδοσης ενταλμάτων σύλληψης ενόρκων που παρέλειπαν να εμφανιστούν στο Δικαστήριο, ασχέτως των περιστάσεων, του τρόπου συμπεριφοράς της έναντι γυναικών-διαδίκων σε υποθέσεις οικογενειακού Δικαστηρίου, σχόλια εναντίον γυναικών σε υποθέσεις διαζυγίου, υποτιμητικά σχόλια καταγραμμένα επί των πρακτικών εναντίον άλλων Δικαστών, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου του Αρχιδικαστή, και γενικότερα τον όλο τρόπο συμπεριφοράς που φανέρωνε «serious misbehaviour». Ο Lord Phillips, εκδίδοντας την απόφαση εκ μέρους του Ανακτοσυμβουλίου, ανέλυσε την έννοια του «misbehaviour justifying removal», με ευθεία αναφορά στην αναμενόμενη από ένα Δικαστή συμπεριφορά, στις αρχές που έθεσαν τα Bangalore Principles of Judicial Conduct, ένα σημαντικό κείμενο που εγκρίθηκε από πλείστους όσους Προέδρους Δικαστηρίων και Δικαστές Ανωτάτων [*502]Δικαστηρίων του κόσμου το Νοέμβριο του 2002 στη Χάγη και αποτέλεσε τελικά το «Resolution 2006/23 του United Nations Economic and Security Council», με την προτροπή όπως λαμβάνεται υπόψη από τα τα Κράτη-Μέλη όταν αυτά αναπτύσσουν ή αναθεωρούν κανόνες επαγγελματικής και ηθικής δεοντολογίας των Δικαστών. Το Ανακτοσυμβούλιο αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στις ακόλουθες αρχές του Bangalore:
«A judge shall ensure that his or her conduct, both in and out of court, maintains and enhances the confidence of the public, the legal profession and litigants in the impartiality of the judge and of the judiciary (paragraph 2.2).
A judge shall ensure that his or her conduct is above reproach in the view of a reasonable observer (paragraph 3.1).
The behavior and conduct of a judge must reaffirm the people’s faith in the integrity of the judiciary. Justice must not merely be done but also be seen to be done (paragraph 3.2).
A judge, like any other citizen, is entitled to freedom of expression, belief, association and assembly, but in exercising such rights, a judge shall always conduct himself or herself in such a manner as to preserve the dignity of the judicial office and the impartiality and independence of the judiciary (paragraph 4.6).
A judge shall not, in the performance of judicial duties, by words or conduct, manifest bias or prejudice towards any person or group on irrelevant grounds (paragraph 5.2).
A judge shall carry out judicial duties with appropriate consideration for all persons, such as the parties, witnesses, lawyers, court staff and judicial colleagues, without differentiation on any irrelevant ground, immaterial to the proper performance of such duties (paragraph 5.3).
A judge shall maintain order and decorum in all proceedings before the court and be patient, dignified and courteous in relation to litigants, jurors, witnesses, lawyers and others with whom the judge deals in an official capacity … (paragraph 6.6.)»
Είπε δε στη συνέχεια ο Lord Phillips και τα εξής στην παράγραφο 50 του σκεπτικού:
«50. The public rightly expects the highest standard of behavior [*503]from a judge, but the protection of judicial independence demands that a judge shall not be removed for misbehavior unless the judge has fallen so far short of that standard of behavior as to demonstrate that he or she is not fit to remain in office. The test is whether the confidence in the justice system of those appearing before the judge or the public in general, with knowledge of the material circumstances, will be undermined if the judge continues to sit – see Therrien v. Canada (Minister of Justice) [2001] 2 SCR 3. If a judge, by a course of conduct, demonstrates an inability to behave with due propriety misbehaviour can merge into incapacity.»
Το Ανακτοσυμβούλιο κατέληξε στην παράγραφο 133, ότι η κα Levers «… continued to behave in a manner that was unacceptable in the performance of her judicial duties.»
Και στην παράγραφο 134:
«134. The Board has been most concerned with those occasions when Levers J has been guilty in court of completely inexcusable conduct that have given the appearance of racism, bias against foreigners and bias in favour of the defence in criminal cases. They have been fatal flaws in a judicial career that has had many admirable features. The Board does not endorse the unqualified terms in which the Tribunal saw fit to condemn Levers J, as quoted at paragraph 38 above. The Board is, however, satisfied that by her misconduct Levers J showed that she was not fit to continue to serve as a judge of the Grand Court and humbly advises Her Majesty that she should be removed from that office on the ground of her misbehaviour.»
Σημειώνουμε εδώ ότι οι αρχές του Bangalore αφορούν κατ’ εξοχήν δικαστές, τη δεοντολογία και την αναμενόμενη απ’ αυτούς συμπεριφορά. Πέραν του ότι όπως ήδη αναφέρθηκε και ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα απολύονται για τους ίδιους λόγους που απολύονται οι δικαστές, ο Γενικός Εισαγγελέας βοηθούμενος από το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα έχουν την εξουσία να ασκούν και γενικώς να χειρίζονται οποιαδήποτε ποινική δίωξη (Άρθρο 113.2). Υπό την ιδιότητα αυτή διέπονται, ως προϊστάμενοι των δημοσίων κατηγόρων, από ανάλογη δεοντολογία με τους δικαστές, όπως υποδεικνύει η κοινή Γνωμάτευση αρ. 12 του Consultative Council of European Judges (CCJE) και αρ. 14 του Consultative Council of European Prosecutors (CCPE) του 2009 («Judges and Prosecutors in a democratic Society»). Η πα[*504]ράγραφος 39 αναφέρεται από κοινού στην ανάγκη οι δικαστές και οι εισαγγελείς να είναι «individuals of high integrity» και «… should at all times maintain the honour and dignity of their profession and behave in all situations in a way worthy of their office», με παραπομπή στα Bangalore Principles of Judicial Conduct, στο Universal Charter of the Judge της 17.11.1999 (Taiwan), στα UN guidelines on the role of prosecutors (1990) και στα The European Guidelines on Ethic and Conduct of Public Prosecutors (The Budapest Guidelines).
Καθοδηγούμενοι από τις προαναφερόμενες αυθεντίες ερμηνεύουμε τον όρο «ανάρμοστος συμπεριφορά», στο Άρθρο 153.7(4) του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως συμπεριφορά τόσο κακή, τόσο μεμπτή δηλαδή, ώστε να καθιστά το πρόσωπο που είναι υπόλογο γι’ αυτήν, ανίκανο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του ή να δημιουργεί, ευλόγως, αμφιβολίες σε τρίτους, αντικειμενικά κρίνοντες, ως προς την καταλληλότητα του να ασκεί τα καθήκοντα του αξιώματος του κατά τρόπο έντιμο, ορθό και εξυπηρετούντα το δημόσιο συμφέρον, το οποίον το αξίωμα προορίζεται να εξυπηρετεί. Σε κάθε περίπτωση κριτής της εν λόγω μεμπτής συμπεριφοράς ή της δημιουργίας ευλόγων αμφιβολιών σε τρίτους παραμένει το Συμβούλιο.
Το κριτήριο για το κατά πόσον μια συμπεριφορά είναι ανάρμοστη για το συγκεκριμένο αξίωμα είναι αντικειμενικό, και δεδομένου ότι δεν πρόκειται για ποινικό αδίκημα, δεν θεωρούμε ότι είναι απαραίτητο να αποδεικνύεται και η υποκειμενική υπόσταση (mens rea) οποιουδήποτε αδικήματος. Κρίνουμε όμως ότι η κατηγοριοποίηση και ένταξη συμπεριφοράς στην έννοια του «ανάρμοστου», γίνεται με ιδιαίτερη πάντοτε περίσκεψη και με ανάλογη φειδώ.
Δεν διαφεύγει της προσοχής μας ότι το Σύνταγμα, καθορίζοντας το επίπεδο συμπεριφοράς για δικαστές και άλλους ανώτατους αξιωματούχους, έχει ταυτόχρονα προσδιορίσει και τη συνέπεια εφόσον σε περίπτωση ευρήματος ότι ο Καθ’ ου η αίτηση έχει επιδείξει ανάρμοστη συμπεριφορά εν τη εννοία του Συντάγματος, η κύρωση που θα του επιβληθεί είναι υποχρεωτικά αυτή της απόλυσης, της αποπομπής, δηλαδή, από το αξίωμα του. Στην απουσία εξειδικευμένης νομοθεσίας που να καθορίζει περαιτέρω τις παραμέτρους της ανάρμοστης συμπεριφοράς, αλλά και στην απουσία διαβάθμισης των κυρώσεων που ενδεχομένως να μπορούσαν να επιβληθούν, το Συμβούλιο θεωρεί ορθό να ερμηνεύσει τη σχετική συνταγματική πρόνοια υπό το φως της αρχής της αναλογικότητας, μιας θεμελιώδους αρχής σε κράτος δικαίου, ώστε [*505]ακόμη και σε περίπτωση διαπίστωσης συμπεριφοράς τέτοιας που θεωρείται ως κατώτερη των περιστάσεων να μην οδηγεί, κατ’ ανάγκη, στην ένταξή της στον ορισμό της συνταγματικής διάστασης του όρου ‘ανάρμοστη συμπεριφορά’ που έχει ως μόνη συνέπεια την απόλυση του δικαστή ή άλλου αξιωματούχου από τη θέση του. Με άλλα λόγια, και η βαρύτητα της συμπεριφοράς πρέπει να είναι τέτοια ώστε να θεμελιώνει και το ανάρμοστό της. Σ’ αυτό το πλαίσιο, το Συμβούλιο θα διατηρεί κατά νουν και το γεγονός ότι ο Καθ’ ου η αίτηση διορίστηκε από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ως το δικό του αναφαίρετο συνταγματικό δικαίωμα. Είναι συνεπώς επιθυμητό το Συμβούλιο να διατηρεί την ως άνω συνταγματική διάσταση του θέματος, υπόψιν.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Καθ’ ου η αίτηση μας έχουν πρόσθετα καλέσει να λάβουμε σοβαρά υπόψιν την πρόκληση που, όπως έθεσαν, δέχθηκε ο Καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος άσκησε συναφώς το στοιχειώδες δικαίωμα της άμυνας, δεχόμενοι εν τέλει ότι σε αυτή του την αμυντική συμπεριφορά επέδειξε λανθασμένη κρίση («error of judgment»). Εισηγήθηκαν όμως ότι η λανθασμένη συμπεριφορά εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση θα πρέπει να κριθεί στην ολότητα των γεγονότων που έλαβαν χώραν, δεδομένου ότι ο Καθ’ ου η αίτηση δεν προέβη στις καταλογιζόμενες σ’ αυτόν απρεπείς και άλλες δηλώσεις αιφνίδια, απροκάλυπτα και χωρίς οποιανδήποτε αιτία. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει μάλιστα να ενσωματωθεί, σε βαθμό αναιρετικό της όποιας λανθασμένης συμπεριφοράς του, και η δημόσια απολογία που έγινε κατά τη δική του ένορκη κατάθεση στο Συμβούλιο και η οποία δεν ήταν εκ των υστέρων σκέψη εφόσον η μαρτυρία έδειξε ότι είχε και προηγουμένως προσπαθήσει, διά τηλεφωνικών μηνυμάτων, να συμφιλιωθεί έγκαιρα με τον αιτητή προσφέροντας από τότε ουσιαστικά την απολογία του.
Επομένως το Συμβούλιο, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, θα πρέπει να αποφασίσει αν αποδείχθηκε, στην προκείμενη περίπτωση, ότι ο Καθ’ ου η αίτηση επέδειξε ανάρμοστη συμπεριφορά, κατά την πρόνοια του Συντάγματος, και επομένως ότι θα πρέπει να απολυθεί. Οποιαδήποτε βεβαίως αμφιβολία θα προσμετρήσει υπέρ του Καθ’ ου η αίτηση.
Πριν υπεισέλθουμε στο ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσφέρθηκε εκατέρωθεν, θα επιλύσουμε ορισμένα από τα άλλα νομικά θέματα που τέθηκαν.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Καθ’ ου η αίτηση εισηγήθηκαν ότι η φύση του αξιώματος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα είναι [*506]διαφορετική από τη φύση του αξιώματος του Δικαστή και επομένως ότι το κριτήριο ως προς το κατά πόσον ο Καθ’ ου η αίτηση είναι υπόλογος για ανάρμοστη συμπεριφορά, η οποία δικαιολογεί την απόλυση του, είναι διαφορετικό από το κριτήριο που εφαρμόζεται για τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Έκαμαν συγκεκριμένα αναφορά στα Άρθρα 112-114 του Συντάγματος. Εισηγήθηκαν ακόμα ότι η συμπεριφορά, η οποία καταλογίζεται στον Καθ’ ου η αίτηση, δεν αφορούσε στην εκτέλεση των καθηκόντων του αξιώματος του αλλά στο άτομο του, το οποίο μάλιστα βρισκόταν υπό κατηγορία και είχε δικαίωμα να υπερασπίσει τον εαυτό του κάνοντας χρήση του δικαιώματος υπεράσπισης και ελευθερίας του λόγου.
Είναι προφανές ότι τα καθήκοντα των Δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και εκείνα του Γενικού Εισαγγελέα ή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα είναι διαφορετικά, όμως το Σύνταγμα προνοεί ότι ο Γενικός και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα απολύονται κατά τον ίδιο τρόπο και υπό τους ίδιους όρους που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επομένως δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε ότι ο όρος «ανάρμοστη συμπεριφορά» στο Άρθρο 157 του Συντάγματος μπορεί να ερμηνευθεί διαφορετικά όταν αφορά Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου και διαφορετικά όταν αφορά το Γενικό Εισαγγελέα και το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα λαμβανομένης, βέβαια, υπόψιν της διαφορετικής φύσης των καθηκόντων τους.
Περαιτέρω, οι συνήγοροι τόνισαν το γεγονός ότι η συμπεριφορά που καταλογίζεται στον Καθ’ ου η αίτηση δεν ήταν συμπεριφορά, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του αξιώματος του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, υπό τη στενή έννοια, στο βαθμό που αφορά τη διάσκεψη της 14.4.2015 και τις δηλώσεις των επομένων λίγων ημερών και επομένως ανάλογη πρέπει να είναι η επίπτωση στην κρίση του Συμβουλίου ως προς τη συμπερίληψη αυτής της συμπεριφοράς στην έννοια της «ανάρμοστης συμπεριφοράς». Διευκρινίζουμε αμέσως ότι ο όρος «ανάρμοστος συμπεριφορά» στο σχετικό συνταγματικό κείμενο, δεν περιορίζεται στην εκτέλεση των καθηκόντων ενός αξιωματούχου, αλλά είναι ευρύτερος και περιλαμβάνει την συμπεριφορά του, γενικότερα. Αν ο Συνταγματικός Νομοθέτης ήθελε να περιορίσει την ανάρμοστη συμπεριφορά, στην εκτέλεση των καθηκόντων του Αξιωματούχου, θα το έλεγε ρητά.
Μια από τις άλλες θέσεις που προέβαλε ο Καθ’ ου η αίτηση στην αγόρευση του είναι ότι ο Αιτητής δεν διαβουλεύθηκε με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ούτε και έθεσε ενώπιον του Συμβου[*507]λίου τις απόψεις του Προέδρου της Δημοκρατίας ο οποίος και διόρισε το Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, πριν καταχωρίσει την παρούσα αίτηση, παραβιάζοντας έτσι, κατά κάποιο τρόπο, τη δημοκρατική αρχή. Δεν συμφωνούμε με αυτή τη θέση και επαναλαμβάνουμε τα όσα είπαμε σε ενδιάμεση απόφαση μας, σύμφωνα με τα οποία ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ως ο κατεξοχήν αρμόδιος για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και της νομιμότητας, έχει έννομο συμφέρον και δικαιούται να καταχωρίσει αίτηση για απόλυση, λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς, του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως.
Ενώπιον του Συμβουλίου κατέθεσε ως πρώτος μάρτυρας ο ίδιος ο Αιτητής, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, προς τεκμηρίωση του συνόλου των θέσεων που καλύπτει η υπό κρίση Αίτηση. Παρουσίασε επίσης ως μοναδική περαιτέρω μάρτυρα την κα Μαρίνα Δράκου, η οποία και κατέθεσε ως τεκμήρια έξι φακέλους της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. και πέντε φακέλους της Νομικής Υπηρεσίας. Προς προώθηση των θέσεων του Καθ’ ου η αίτηση τέθηκε ενώπιον του Συμβουλίου η μαρτυρία τριών προσώπων: της δικηγόρου Στέλλας Ευριπίδου, της Ανώτερης Υπαστυνόμου Κατερίνας Σοφοκλέους και της υπεύθυνης Νομικού Αρχείου της Νομικής Υπηρεσίας Μαρίας Μαλαχτού. Η μαρτυρία και των τριών περιστρέφεται γύρω από το μέρος της Αίτησης που αφορά το χειρισμό των υποθέσεων Φ.Π.Α. εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση. Ως τελευταίος μάρτυρας κατέθεσε ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση, Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα.
Υπό το φως των δεδομένων που καλύπτουν την υπό κρίση υπόθεση και για τους λόγους που στη συνέχεια θα καταγραφούν, είναι αχρείαστη η αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν μας. Διεφάνη τελικά ότι τα ουσιώδη γεγονότα που καλύπτουν τις δηλώσεις της 14.4.2015 και μέχρι τις 23.4.2015 παρέμειναν αδιαμφισβήτητα και συνιστούν κοινή συνισταμένη της ενώπιόν μας μαρτυρίας. Επιβεβαιώνονται δε από τα σχετικά τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του Συμβουλίου. Άλλωστε ο Καθ’ ου η Αίτηση τελικά προέβηκε σε μια γενική απολογία προς τον Αιτητή αναφέροντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν καταλογίζει σ’ αυτόν οτιδήποτε το μεμπτό, δεν αμφισβητεί την εντιμότητα και την ορθότητα των χειρισμών του και απολογείται σ’ αυτόν και την οικογένεια του για οποιαδήποτε ταλαιπωρία τους προκάλεσε με τις ενέργειες του. Κατά την αντεξέταση του απέσυρε ανεπιφύλακτα όλους τους ισχυρισμούς που είχε κάμει εναντίον του Αιτητή για ανεντιμότητα, ανεπάρκεια χειρισμών των υποθέσεων που αφορούν την οικονομία και οποιαδήποτε άλλη μομφή ή απαξιωτική δήλωση. [*508]Επέμεινε όμως, ο Καθ’ ου η αίτηση, ότι κατά την δημοσιογραφική διάσκεψη της 14.4.2015 και τις αμέσως επόμενες μέρες προέβη σε δηλώσεις προς υπεράσπιση του εαυτού του, αφού δέχθηκε «επίθεση» από τον Αιτητή. Ανέφερε, συγκεκριμένα, ότι, ως αντικειμενικός παρατηρητής, συμφωνεί πως οι κατηγορίες τις οποίες απήυθηνε προς τον Αιτητή ήταν σοβαρές και αφορούσαν σε ηθικά επιλήψιμες πράξεις οι οποίες «εκτοξεύονταν» εναντίον του Αιτητή. Παραδέχθηκε ακόμη ότι αναφορικά με την υπόθεση Providencia, η τοποθέτηση του δεν έπρεπε να είχε γίνει. Όμως η αντικειμενική κρίση, όπως είπε, δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από την πρόθεση, από το mens rea, και ο ίδιος είπε ότι δεν είχε τέτοια πρόθεση. Σε ερώτηση αναφορικά με κατηγορίες του μάρτυρα για δεκασμό του Αιτητή, στις οποίες προέβη στις 14.4.2015, δημόσια, ο μάρτυρας παραδέχθηκε ότι η συμπεριφορά του αυτή δεν ήταν ορθή. Όμως η συμπεριφορά αυτή θα πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο του τι είχε προηγηθεί, έχοντας υπόψιν μεταξύ άλλων το ιστορικό της υπόθεσης Providencia, όπου ο ίδιος είχε δώσει οδηγίες για καταχώρηση ποινικής δίωξης τις οποίες και ακύρωσε ο Γενικός Εισαγγελέας «μετά από ένα τηλεφώνημα» που δέχθηκε από δικηγόρο. Δέχθηκε όμως ο Καθ’ ου η αίτηση ότι «έριξε έλαιο επί της πυράς». Δέχθηκε ακόμη ότι μπορεί, ηθικά, κάποιες από τις δηλώσεις του να έχουν υπερβεί το μέτρο. Μπορεί να ήταν απαράδεκτες οι δηλώσεις του, όμως δεν εμπίπτουν στην έννοια του «misconduct in office», αφού όπως είπε, για τέτοιο παράπτωμα θα πρέπει η συμπεριφορά να αφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων του αξιωματούχου. Παρά τη μη ύπαρξη προθέσεως, εκ μέρους του, να σπιλώσει τον Αιτητή, ο Καθ’ ου η αίτηση επανέλαβε ότι ζητά συγνώμη για τη στενοχώρια και την οδύνη που του δημιούργησε με τις προαναφερόμενες τοποθετήσεις του.
Σχολιάζοντας τη μαρτυρία του Καθ’ ου η αίτηση σημειώνουμε μόνο ότι τα όσα κατέθεσε αφορούν τις θέσεις του, κατά κύριο λόγο, στις υποκειμενικές του θεωρήσεις ως προς τον όλο τρόπο ενέργειας του. Δεν δεχόμαστε, όμως, τις εξηγήσεις που έδωσε αναφορικά με τις πράξεις και τις ενέργειες του, οι οποίες πρέπει να εξεταστούν κατά αντικειμενικό και όχι υποκειμενικό τρόπο και πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να δεχθούμε τις νομικές θέσεις τις οποίες εξέφρασε, αναφορικά με την προϋπόθεση απόδειξης mens rea και για την εξίσωση του όρου «ανάρμοστη συμπεριφορά», με τον όρο «misconduct in office».
Θα επικεντρωθούμε στην ανάρμοστη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση, την οποία ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση διέπραξε με τις δημόσιες δηλώσεις του στις 14.4.2015 και τις [*509]επόμενες λίγες μέρες. Θα εστιάσουμε την προσοχή μας στην κατ’ ισχυρισμόν ανάρμοστη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση έναντι κυρίως του Αιτητή, και όχι έναντι των άλλων προσώπων στα οποία αναφέρθηκε ο Καθ’ ου η αίτηση κατά τον ουσιώδη χρόνο. Ως προς το ζήτημα της κατ’ ισχυρισμό σύγκρουσης συμφερόντων του Καθ’ ου η αίτηση κατά το χειρισμό των προαναφερόμενων πέντε υποθέσεων Φ.Π.Α., κρίνουμε ότι εφόσον από την ενώπιον μας, συγκλίνουσα, μαρτυρία διαφαίνεται ότι τον χειρισμό των υποθέσεων Φ.Π.Α. είχε, γενικά, ο Καθ’ ου η αίτηση, και αυτός δεν διατήρησε συμφέρον στο πρώην δικηγορικό του γραφείο, τα δε ενδιαφερόμενα πρόσωπα στις πέντε αυτές υποθέσεις δεν ήταν πελάτες ή πρώην πελάτες ή γνωστοί του Καθ’ ου η αίτηση, η όλη διαδικασία που ακολουθήθηκε – η οποία και ήταν η συνήθης διαδικασία που κάλυπτε παρόμοιας φύσης υποθέσεις - δεν τεκμηριώθηκε ως επιλήψιμη και δη ανάρμοστη.
Αναφορικά με τον ισχυρισμό για ανάρμοστη συμπεριφορά λόγω των δημόσιων δηλώσεων του Καθ’ ου η αίτηση στη διάσκεψη τύπου της 14.4.2015, αλλά και των δηλώσεων του στις αμέσως επόμενες μέρες, έχουμε ενώπιον μας το τεκμήριο 2Α (διάσκεψη τύπου) και το τεκμήριο 3 (DVD 3) αναφορικά με τις δηλώσεις του μέχρι τις 23.4.2015.
Είναι κοινή θέση ότι μετά από κάποιους ισχυρισμούς εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση ότι αυτός «δωροδοκήθηκε» υπό την έννοια ότι παρείχε εύνοια, ως Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, με αντάλλαγμα οικονομικόν όφελος, ο Αιτητής διέταξε τη διεξαγωγή ποινικής ανάκρισης διορίζοντας ως ποινικόν ανακριτή τον πρώην Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Π. Καλλή. Τη διερεύνηση των εναντίον του ισχυρισμών είχε ζητήσει και ο ίδιος ο Καθ’ ου η αίτηση, με σκοπό τη διαλεύκανση των υποθέσεων που τον αφορούσαν και την αποκατάσταση του ονόματος του. Στις 12.00 το μεσημέρι τις 14.4.2015 ο Γενικός Εισαγγελέας ανακοίνωσε σε δημοσιογραφική διάσκεψη που έλαβε χώραν στα γραφεία της Νομικής Υπηρεσίας το αποτέλεσμα της ποινικής ανάκρισης. Η θέση του Καθ’ ου η αίτηση είναι ότι αυτός υπέστη ουσιαστικά «επίθεση» από τον Αιτητή, ο οποίος αποκάλυψε «αποσπασματικά» και «επιλεκτικά» κάποια σημεία του πορίσματος του Ποινικού Ανακριτή, κ. Καλλή, από τα οποία προέκυπτε ότι το πόρισμα συμπέραινε πως ο Καθ’ ου η αίτηση ήταν ποινικά υπόλογος για το αδίκημα του δεκασμού δημοσίου λειτουργού και της δωροληψίας. Παρεμβάλλουμε ότι για τα αδικήματα αυτά ο Καθ’ ου η αίτηση αντιμετωπίζει κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας και επομένως θα είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί και φει[*510]δωλοί ώστε να μην επηρεαστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο η ποινική διαδικασία, όπως άλλωστε, και πολύ ορθά, μας κάλεσαν να πράξουμε και οι συνήγοροι του Καθ’ ου η αίτηση.
Είναι η θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι αυτός βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ισχυρότατο θεσμό του Γενικού Εισαγγελέα και, ως πολίτης, είχε κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό του κάνοντας χρήση του δικαιώματος της άμυνας και του δικαιώματος της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Αισθάνθηκε, ο Καθ’ ου η αίτηση, ότι γινόταν προσπάθεια εκ μέρους του Αιτητή για ηθική εξόντωση του, δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν απεκάλυψε ολόκληρο το πόρισμα του Ποινικού Ανακριτή, αλλά μόνο μέρη του πορίσματος και μάλιστα επιλεκτικά και δεν έδωσε αντίγραφο του πορίσματος στον ίδιο. Επιπρόσθετα, ο Καθ’ ου η αίτηση, είχε «γνήσιες» αμφιβολίες αναφορικά με τον τρόπο που ο Αιτητής χειρίστηκε την υπόθεση Providencia εφόσον, κατά την αντίληψη του, ο Αιτητής, χωρίς να ενδιατρίψει στην υπόθεση, με μια παρέμβαση ενός δικηγόρου ενδιαφερόμενου μέρους, διέταξε τη μή προώθηση της ποινικής δίωξης, εναντίον του ενδιαφερόμενου μέρους, την οποία προηγουμένως είχε διατάξει ο Καθ’ ου η αίτηση, επειδή εκκρεμούσαν αστικές διαδικασίες για το ίδιο ζήτημα, μεταξύ των μερών. Ήταν η θέση του Καθ’ ου η αίτηση ότι ο Αιτητής άσκησε την κρίση του εσφαλμένα και κατά τρόπο που εύλογα δημιουργούσε υποψίες αναφορικά με τα κίνητρα του, οι οποίες επιβάλλετο να διερευνηθούν δεόντως από την Αστυνομία.
Μέσα στα προαναφερόμενα πλαίσια, ο Καθ’ ου η αίτηση προέβη στις δημόσιες δηλώσεις στη διάσκεψη τύπου της 14.4.2015, λίγη ώρα μετά τις δηλώσεις του Αιτητή, στο ξενοδοχείο Χίλτον στη Λευκωσία, οι οποίες περιέχονται στο τεκμήριο 2Α. Στη διάσκεψη εκείνη, αφού αναφέρθηκε στην υπόθεση Providencia και αφού επανέλαβε πολλάκις ότι ο Αιτητής, με «ένα τηλεφώνημα», από ενδιαφερόμενο δικηγόρο, αποφάσισε να ακυρώσει τις δικές του εντολές για προώθηση ποινικής δίωξης, διερωτήθηκε:
«γιατί να μην υποδηλεί δεκασμό για τον ίδιο το Γενικό Εισαγγελέα που ανέστειλε αυτή την υπόθεση με ένα τηλεφώνημα; Πήρε ένα τηλεφώνημα από ένα δικηγόρο που του έλεγε ότι υπάρχουν αστικές διαδικασίες στο δικαστήριο, και κατά συνέπεια δεν θα έπρεπε να γίνει ποινική δίωξη. Αν εγώ, υποδηλούμαι και δακτυλοδείχνομαι για δεκασμό επειδή έκαμα το καθήκον μου με βάση τα όσα είπε η Αστυνομία, γιατί να μην δακτυλοδείχνεται και να υποδηλείται για δεκασμό και ο γενικός εισαγγελέας ο οποίος ανέστειλε αυτή την υπόθεση χωρίς να δώσει εξηγήσεις, [*511]γιατί απλούστατα πήρε ένα τηλεφώνημα από τους δικηγόρους των δύο αδελφών, τον κ. Πάμπο Ιωαννίδη, οι οποίοι ήταν αντίδικοι της 13χρονης ορφανής ετεροθαλούς αδελφής τους; Και της οποίας οικειοποιήθηκαν την περιουσία.»
Για να προσθέσει τα εξής:
«Είναι δεδομένο ότι κατηγορούμαι στη φάση αυτή από το γενικό εισαγγελέα, με βάση τα ευρήματα, ότι υπήρξε δεκασμός. Είμαι υπόχρεος, κατά τον ίδιο τρόπο, να κατηγορήσω το γενικό εισαγγελέα της δημοκρατίας ότι η δική του συμπεριφορά, να αναστείλει την υπόθεση της Providencia με ένα τηλεφώνημα, χωρίς να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις ως εμπλεκόμενο (πρόσωπο) στην υπόθεση αυτή, ότι η δική του συμπεριφορά υποδηλεί δεκασμό».
Περαιτέρω ανέφερε και τα εξής σχετικά:
«Εφόσον ο Ποινικός Ανακριτής αρνήθηκε να κλητεύσει το Γενικό Εισαγγελέα να δώσει μαρτυρία, στα πλαίσια της ποινικής ανάκρισης, τότε είμαι υποχρεωμένος σήμερα, με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγματα, να πω ότι ο γενικός εισαγγελέας και η συμπεριφορά του υποδηλούν φανερά, ενόσω δεν δίδονται εξηγήσεις, δεκασμό και αθέμιτο επηρεασμό εις το χειρισμό αυτής της υπόθεσης».
Σ’ άλλο σημείο της διάσκεψης είπε ότι:
«Ερευνώμενοι σ’ αυτή την υπόθεση (της Providencia) θα είναι πολλοί. Δεν θα είναι μόνο ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Ερευνώμενος θα είναι ο νυν γενικός εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο οποίος στις 26.11.2013, αφού πήρε ένα τηλεφώνημα από τον κ. Πάμπο Ιωαννίδη, ο οποίος ο ίδιος ομολογεί στην ανακοίνωση του στις 26 … με συγχωρείτε, στις 28.11.2013, ανέστειλε την ποινική δίωξη, δίδοντας την ευκαιρία και τη δυνατότητα στους ετεροθαλείς αδελφούς της 13χρονης ανήλικης ορφανής ρωσίδας να καταξοδεύουν την περιουσία τους και να παραμένουν ατιμώρητοι».
Στην προαναφερόμενη διάσκεψη, ο Καθ’ ου η αίτηση, αφού εξέφρασε τη θέση ότι διάφορα άτομα, κρατικοί αξιωματούχοι, δικηγόροι κλπ. θα πρέπει να διερευνηθούν, είπε ότι ο ίδιος προωθούσε την έρευνα για τα οικονομικά εγκλήματα, αλλά δεν εύρισκε απήχηση (εννοώντας, προφανώς, από τον Αιτητή) και κατέληξε [*512]ότι θα πρέπει να διερευνηθούν ποινικά αδικήματα που αφορούν, μεταξύ άλλων, «τον νυν γενικό εισαγγελέα και τα συνδεδεμένα με αυτόν πρόσωπα», ώστε «να δούμε ποιος έκανε το δεκασμό, ποιος δέχτηκε το δεκασμό, αν κάποιοι έκαναν το καθήκον τους και αν κάποιοι δεν το έκαναν αναστέλλοντας την υπόθεση με ένα τηλεφώνημα». Ακόμα, κατέληξε, «αν πρέπει κάποιοι να παραιτηθούν, νομίζω είναι κάποιοι άλλοι και όχι εγώ, που έκανα το καθήκον μου. Κάποιοι που δεν έκαναν το καθήκον τους».
Σε ερώτηση δημοσιογράφου, με προοίμιο ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είχε αναφερθεί σε εμπλοκή, δωροδοκία του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ο ίδιος δεν το αρνήθηκε, αλλά, απάντησε, «ζήτησα να καταθέσει». Σ’ άλλη ερώτηση δημοσιογράφου, αναφορικά με τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα στην Providencia, ο Καθ’ ου η αίτηση είπε: «Μιλάμε για πράξεις και παραλείψεις που υποδηλούν δεκασμό, μιλούμε για εμπλοκή του στην υπόθεση αυτή, την οποία ανέστειλε με βάση το κείμενο που ο ίδιος έδωσε στη δημοσιότητα στις 28/11 και βεβαίως εκφεύγει πια της υπηρεσιακής διαφωνίας». Σε άλλη ερώτηση δημοσιογράφου αν η Αστυνομία προχωρήσει σε διερεύνηση των «καταγγελιών» του Καθ’ ου η αίτηση, αν αυτός θα είναι παραπονούμενος είτε εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα είτε άλλων προσώπων, αυτός απάντησε: «Αναμφίβολα. Αναμφίβολα. Ανάλογα με τα γεγονότα που θα εξελιχθούν και θα μπουν μπροστά μας βεβαίως θα έχω τη δική μου άποψη και τη δικιά μου εκδοχή». Σε τελευταία ερώτηση δημοσιογράφου ο Καθ’ ου η αίτηση ανέφερε: «Η συγκεκριμένη υπόθεση, η οποία αποτελεί την πέτρα του σκανδάλου, η Providencia, έχει ανασταλεί με ένα τηλεφώνημα, χωρίς να δοθούν ποτέ εξηγήσεις από την πλευρά του γενικού εισαγγελέα».
Τις επόμενες λίγες μέρες, μέχρι τις 23.4.2015, ο Καθ’ ου η αίτηση έδινε πολύωρες καταθέσεις στην Αστυνομία στις οποίες, προφανώς, προέβαινε σε καταγγελίες, μεταξύ άλλων, εναντίον του Αιτητή. Σε διαλείμματα των καταθέσεων αυτών ο Καθ’ ου η αίτηση αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, σε «μοχθηρία» και «εχθρότητα» εναντίον του, και στο ότι κανένας δεν είναι πάνω από το Νόμο, ακόμα και αν είναι ο Γενικός Εισαγγελέας.
Σε γραπτή δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση, την οποία κατέθεσε ενώπιον μας, αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι βρισκόταν σε κατάσταση πανικού στις 14.4.2015, μετά την «μεθόδευση, από το Γενικό Εισαγγελέα, της κοινολόγησης του πορίσματος με τον τρόπο που περιέγραψα πιο πάνω στα ΜΜΕ και προς εμένα». Παραδέχεται ότι τα όσα είπε στη δημοσιογραφική διάσκεψη στο Χίλτον δεν αποδίδουν την αρχική του πρόθεση. Όταν μιλούσε δημόσια για την Prov[*513]idencia, στην πραγματικότητα, ήθελε να εκφράσει την ισχυρή του άποψη ότι όλα όσα προηγήθηκαν γύρω από την υπόθεση αυτή του δημιουργούσαν υποψίες για διάπραξη ενδεχομένων ποινικών αδικημάτων «από κάποιο εμπλεκόμενο, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω με ακρίβεια από ποιον, εκ μέρους των εμπλεκομένων». Γι’ αυτό, υπό το κράτος του πανικού, έκανε αναφορά «σε περισσότερα πρόσωπα, αφήνοντας είναι αλήθεια κάτω από τις ίδιες περιστάσεις υπόνοιες για διάπραξη αυτών των ενδεχομένων ποινικών αδικημάτων από τα διάφορα αυτά πρόσωπα, χωρίς στην πραγματικότητα να επιθυμώ να τους στοχοποιήσω». Σε άλλο σημείο της δήλωσης ο Καθ’ ου η αίτηση δήλωσε ξεκάθαρα ενώπιον του Συμβουλίου ότι η αρχική του πρόθεση «εξετράπη, αλλοιώθηκε, και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, ενώ δυνατό να παραμένει υπό τις περιστάσεις, εντός του ευλόγως αναγκαίου μέτρου της δικαιωματικής άμυνας, που δυνατό να παρασχεθεί σε κάποιο, που δέχεται πρώτος επίθεση και μπορεί να δικαιούται να αμυνθεί στα πλαίσια, του Συνταγματικού Δικαιώματος της ελευθερίας της έκφρασης, εντούτοις ηθικά αναμφίβολα, υπερέβη το ευλόγως αναγκαίο μέτρο, για τους λόγους που εξηγήθηκαν πιο πάνω».
Τελειώνει η δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση με την παράγραφο 33, η οποία παρατίθεται αυτούσια:
«Θέλω τελειώνοντας, με ειλικρίνεια να δηλώσω μέσω του Συμβουλίου, προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, στην σύζυγο του, που πρόσεξα ότι βρίσκεται μέσα στην αίθουσα καθόλη τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας, και σε όλη του την οικογένεια την ειλικρινή μου συγνώμη, για την οδύνη που τους προξένησα, για τα όσα είπα υπό το κράτος των πιο πάνω συναισθημάτων μου. Τον παρακαλώ θερμά να την δεκτεί αναγνωρίζοντας πως αν χρειάζεται τόλμη, για να μιλήσει κάποιος δημόσια χρειάζεται δύο φορές τόλμη και ευθυκρισία για να παραδεχτεί δημόσια, και μάλιστα ενώπιον του Δικαστικού Συμβουλίου, ότι αυτά που είπε ήταν λάθος».
Πριν την καταχώριση της παρούσας αίτησης είναι παραδεχτό ότι ο Καθ’ ου η αίτηση απέστειλε κάποια τηλεφωνικά μηνύματα στον Αιτητή με τα οποία του εισηγείτο, ουσιαστικά, τη φιλική διευθέτηση της «μεταξύ τους διαφοράς» και τη συμφιλίωση τους πριν τα πράγματα γίνουν, ανεπανόρθωτα, σοβαρότερα. Εισηγείτο, ουσιαστικά, ότι το όλο ζήτημα που είχε προκύψει από τις δημόσιες δηλώσεις του στις 14.4.2015 και των επομένων λίγων ημερών θα μπορούσε να διευθετηθεί, ανώδυνα, με τη συγνώμη του Καθ’ ου η αίτηση προς τον Αιτητή και τη «συμφιλίωση» τους.
[*514]Σημειώνουμε συναφώς ότι και στην ένσταση του ο Καθ’ ου η αίτηση, η οποία καταχωρίστηκε μέσω των τότε δικηγόρων του, προβαίνει σε διάφορες κατηγορίες εναντίον του Αιτητή, μερικές από τις οποίες, με δηλώσεις των σημερινών δικηγόρων του, στο τέλος της ακροαματικής διαδικασίας, αποσύρθηκαν (η παράγραφος 5(α) και η δεύτερη υποπαράγραφος της παραγράφου 7 της έκθεσης γεγονότων ενστάσεως). Τα όσα όμως αναγράφονται στην ένσταση είναι ενδεικτικά της όλης συμπεριφοράς και διάθεσης του Καθ’ ου η αίτηση προς τον Αιτητή, η οποία μέχρι και την καταχώριση της ένστασης (με εξαίρεση τα μηνύματα για συμφιλίωση), ήταν άκρως αρνητική - εχθρική, θα λέγαμε. Στην ένσταση π.χ. αναγράφεται, μεταξύ άλλων, ότι με τον αποσπασματικό και επιλεκτικό τρόπο δημοσιοποίησης του πορίσματος του Ποινικού Ανακριτή, ο Αιτητής προέβη σε μεμπτή, αντινομική ενέργεια. Με την όλη συμπεριφορά του ο Αιτητής αποσκοπούσε και απώτερο στόχο είχε να καταρρακώσει τη δημόσια και ιδιωτική εικόνα του Καθ’ ου η αίτηση για να τον υποχρεώσει σε παραίτηση «για εξυπηρέτηση αλλότριων και ανάρμοστων απότερων σκοπών». Στην παράγραφο 5(α), η οποία τελικά αποσύρθηκε, αναγράφεται ότι ο Καθ’ ου η αίτηση είχε καθήκον να καταγγείλει τη διάπραξη του ποινικού αδικήματος του δεκασμού και της δωροληψίας από το Γενικό Εισαγγελέα. Στην παράγραφο 5(γ) καταλογίζεται στο Γενικό Εισαγγελέα ευθύνη σε σχέση με τις έρευνες για την οικονομία εφόσον «για τους δικούς του λόγους, κατά ανάρμοστο τρόπο στην εκτέλεση των καθηκόντων του», αγνόησε πληροφορίες που του είχε δώσει ο Καθ’ ου η αίτηση. Αντινομικότητα, προκατάληψη, κακοπιστία και ανάρμοστη συμπεριφορά στην εκτέλεση των καθηκόντων του Γενικού Εισαγγελέα έναντι του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα καταλογίζονται επίσης στην παράγραφο 5(γ) της έκθεσης γεγονότων ενστάσεως. Ακόμα καταλογίζεται ανάρμοστη συμπεριφορά του Αιτητή προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας (παράγραφος 6, έκθεσης γεγονότων ένστασης).
Έχοντας όλα τα προαναφερόμενα κατά νούν καταλήγουμε στα εξής συμπεράσματα:
(α) Οι δημόσιες δηλώσεις του Καθ’ ου η αίτηση, οι οποίες έγιναν στις 14.4.2015 και τις αμέσως επόμενες μέρες, περιλάμβαναν, όπως ο ίδιος εν τέλει παραδέχθηκε, αβάσιμους ισχυρισμούς για ενδεχόμενη διάπραξη σοβαρών ποινικών αδικημάτων εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, προϊσταμένου της Νομικής Υπηρεσίας. Ο Καθ’ ου η αίτηση καταλόγιζε στον Αιτητή συμπεριφορά και ενέργειες οι οποίες «υποδηλούσαν» δεκασμό και αθέμιτο επηρεασμό του (Αιτητή) στην υπόθεση Providencia. Οι [*515]ισχυρισμοί αυτοί ήταν αναληθείς, ηθικά μεμπτοί και απαράδεκτοι κατά τον τρόπο που έγιναν και ήταν «λάθος» για το οποίο τελικά ο Καθ’ ου η αίτηση απολογήθηκε στον Αιτητή. Είναι χαρακτηριστική η τελική τοποθέτηση του Καθ’ ου η αίτηση κατά το στάδιο της αντεξέτασής του, την οποία και παραθέτουμε αυτούσια:
«Ε. Τώρα αντιλαμβάνεστε ότι εκείνα, τα οποία είπατε σε σχέση με το πρόσωπο του Γενικού Εισαγγελέα και οι μετέπειτα καταγγελίες που γίναν και στην Αστυνομία, είναι σοβαρότατοι ισχυρισμοί και πάρα πολύ επιλήψιμοι, αυτό το αντιλαμβάνεστε;
Α. Εκτιμώντας με εκτίμηση της πρώτης στιγμής από οποιοδήποτε αντικειμενικό παρατηρητή, όχι μόνο από εμένα, το τι λέχθηκε θα συμφωνούσα και θα συμφωνήσω ως αντικειμενικός παρατηρητής μαζί σας ότι πρόκειται περί σοβαρών κατηγοριών και ότι πρόκειται περί ηθικά επιλήψιμων πράξεων, οι οποίες ολοφάνερα εκτοξεύονται εναντίον του Γενικού Εισαγγελέα. Διαβάζοντας όμως συνολικά και έχοντας υπόψη τα όσα λέχθηκαν υπό το βάρος των εντυπώσεων και των συναισθημάτων που μου έχουν δημιουργηθεί και σας παραπέμπω ξανά στην παράγραφο της γραπτής μου δήλωσης, ότι αυτό που αποκόμισα ήταν ότι κάποιος κάτι είχε κάμει στην PROVIDENCIA και εγώ στην προσπάθεια μου να ανακαλύψω και να επισημάνω ποιος είχε κάνει τι, άρχισα να μιλώ για διερεύνηση όλων μηδενός εξαιρουμένου, ακόμα και ανθρώπων που όπως είδατε και γνωρίζετε κατά την διάρκεια των γεγονότων είναι άνθρωποι, οι οποίοι δεν είχα κανένα λόγο να τους κατηγορήσω. Όπως παραδείγματος χάρη τον Αντωνάκη Αντρέου, ο οποίος ήταν ο δικηγόρος που ήρθε και με είδε, ζήτησε να ανοιχτούν και γι’ αυτόν οι λογαριασμοί και για εμένα. Φυσικά και για τον Γενικό Εισαγγελέα που παραδέχομαι ότι ήταν τοποθέτηση, η οποία δεν έπρεπε να είχε γίνει.
Ε. Ναι, αντιλαμβάνεστε ότι όταν ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας κατηγορείται για δεκασμό διότι πήρε μια απόφαση στην ενάσκηση των καθηκόντων του ως Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, αυτό είναι μια σοβαρότατη κατηγορία προς τον κόσμο.
Α. Όταν γίνεται με πρόθεση και –
Ε. Αντικειμενικά κρινόμενη πάντα λέω.
[*516]Α. Αντικειμενικά κρινόμενη. Αλλά η αντικειμενική κρίση δεν μπορεί να αποσυνδεθεί προς την πρόθεση από το mens rea αν θέλετε, παρά του ότι δεν δικάζουμε ποινικά εδώ, από την πρόθεση, την οποία έχει αυτός που λέει αυτά που λέει και είναι σαφές με βάση τα όσα έχω πει ότι δεν είχα τέτοια πρόθεση. Ήταν άλλη η πρόθεση μου, αλλά τα συναισθήματα που με διακατείχαν λόγω των γεγονότων που περιγράφω με οδήγησαν στο να εξελιχθούν τα γεγονότα όπως περιγράφονται στη δήλωσή μου.»
(β) Οι προαναφερόμενοι αβάσιμοι ισχυρισμοί συνιστούν, κατά την κρίση μας, άκριτη και ανεύθυνη συμπεριφορά εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση, Βοηθού Γενικού Εισαγγελέως και Ανώτατου Αξιωματούχου της Κυπριακής Δημοκρατίας. Ο Καθ’ ου η αίτηση επέμεινε στους ισχυρισμούς του μέχρι και την καταχώριση της ένστασης του, στις 12.6.2015, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία που ακολούθησε τους απέσυρε, συνολικά, και παραδέχθηκε ότι ήταν ηθικά μεμπτοί και λανθασμένοι. Προς τούτο απολογήθηκε στον Αιτητή και την οικογένεια του.
Ως προς τη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση, σημειώνουμε συναφώς τη δική του θέση, ότι είχε υποψίες για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων «από κάποιον εμπλεκόμενο», χωρίς να μπορεί να προσδιορίσει ποιόν, αλλά αυτό δεν τον απέτρεψε από του να εκστομίσει, δημόσια, σοβαρές κατηγορίες για ενδεχόμενη διάπραξη ποινικών αδικημάτων, από τον Αιτητή, Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, και άλλους Αξιωματούχους, πρώην Αξιωματούχους και δικηγόρους, δημιουργώντας έτσι μεγάλη ανησυχία και αμφιβολίες στους πολίτες και παραβιάζοντας, βάναυσα, το τεκμήριο της αθωώτητας τους, το οποίον ως Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα είχε ύψιστον καθήκον να σέβεται. Σημειώνουμε ακόμα την παραδοχή του Καθ’ ου η αίτηση ότι τα όσα είπε δημόσια στις 14.4.2015, «δεν αποδίδουν την αρχική του πρόθεση». Δηλαδή άλλα προτίθετο να πει και άλλα είπε στην πραγματικότητα, στοιχείο που δείχνει, κατά την κρίση μας, τουλάχιστον ανευθυνότητα.
Στο σημείο αυτό θα θέλαμε εμφαντικά να τονίσουμε τα εξής: Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν ήταν και δεν είναι ένας απλός πολίτης, όπως το έθεσε, που είχε το στοιχειώδες καθήκον να αμυνθεί προτάσσοντας το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης. Χωρίς βεβαίως να στερείτο αυτού του δικαιώματος, ακριβώς εδώ είναι που έπρεπε, αναλογιζόμενος την υψηλότατη θεσμική του θέση, αυτή του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, θέση που συνταγματικά του επιτρέπει ακόμη και να αναπληροί τον Γενικό Ει[*517]σαγγελέα, να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων, να ισοζυγίσει όλα τα δεδομένα και να συμπεριφερθεί με ευθυκρισία, ευθυδικία, συναίσθηση της υψηλής του αποστολής και του ειδικού βάρους της θέσης του. Ακόμη και αν ένοιωθε αδικημένος και υπό διωγμό από τον Γενικό Εισαγγελέα, και ακόμη και αν θεωρούσε ότι ο Αιτητής ως Γενικός Εισαγγελέας δεν ενήργησε απόλυτα ορθά, έπρεπε να επιδείξει αυτοσυγκράτηση και όχι αμετροεπή συμπεριφορά μη αναμενόμενη από θεσμικό αξιωματούχο και δη της ανεξάρτητης Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας, προκαλώντας έτσι διάβρωση της εμπιστοσύνης του κοινού προς αμφότερους τους θεσμούς του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά και του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Αυτά απαντούν τα σχετικά επιχειρήματα των συνηγόρων του Καθ’ ου η αίτηση ως προς την πρόκληση, αλλά και την «άμυνα» που καθηκόντως έπρεπε ο Καθ’ ου η αίτηση να επιδείξει σε μια στοιχειώδη προσπάθεια προστασίας του εαυτού του. Ο Καθ’ ου η αίτηση, όπως και κάθε άλλος ανώτατος κρατικός αξιωματούχος, οφείλει να επιδεικνύει άμεμπτη και άψογη συμπεριφορά εντός και εκτός των καθηκόντων του και η οποιαδήποτε άμυνα ή αντίδρασή του θα πρέπει να εξαντλείται στις υπό του νόμου προβλεπόμενες ουσιαστικές και δικονομικές ρυθμίσεις. Υπό κρίση εδώ δεν είναι οι καθαυτό ενέργειες και κίνητρα του Αιτητή, αλλά η συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση. Η όποια πρόκληση από μέρους του Αιτητή, έστω και αν υπήρχε, δεν δικαιολογεί την εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση δυσανάλογη αντίδραση και συμπεριφορά.
Στην υπόθεση Levers λέχθηκε στην παράγραφο 122 της απόφασης ότι το Ανακτοσυμβούλιο δεν θα καταδίκαζε ούτε θα θεωρούσε ως ανάρμοστη συμπεριφορά κριτική που γίνεται από Δικαστή ή αξιωματούχο με καλή πίστη και σε κατ’ ιδίαν φιλική συνομιλία ακόμη και αν η κριτική είναι λανθασμένη. Αλλά το Ανακτοσυμβούλιο θεώρησε ότι η Δικαστής Levers, «crossed the line» με το να προβεί σε αήθεις ισχυρισμούς αναφορικά με τον Αρχιδικαστή σε σχέση με την προσωπική και δημόσια ζωή του, σε διοικητικό προσωπικό και κατά συνεχή και εκτεταμένο τρόπο, σε βαθμό που οι ισχυρισμοί αυτοί μεταφέρθηκαν στον ίδιο τον Αρχιδικαστή. Πόσο μάλλον εδώ που ο Καθ’ ου η αίτηση χρησιμοποίησε τη μέθοδο της δημόσιας δημοσιογραφικής διασκέψεως για να προβεί σε όλους τους ισχυρισμούς που, ανυπόστατα, εκτόξευσε εναντίον του Αιτητή.
(γ) Μεσολάβησαν τα τηλεφωνικά μηνύματα του Καθ’ ου η αίτηση προς τον Αιτητή με τα οποία ο Καθ’ ου η αίτηση, ουσιαστικά, καλούσε τον Αιτητή να συμφιλιωθούν και να ξεχάσουν το τι έγινε, προτού είναι πολύ αργά και για τους δύο. Συμπεριφέρθηκε [*518]δηλαδή ως άτομο που είχε μια «προσωπική» διαφορά με ένα άλλο άτομο αποτυγχάνοντας, εντελώς, να αντιληφθεί τη μεγάλη συνταγματική διάσταση της υπόθεσης. Η υπόθεση αφορούσε σε ανάρμοστη συμπεριφορά ανώτατου αξιωματούχου του Κράτους, την οποίαν ο Γενικός Εισαγγελέας, ως κατεξοχήν προασπιστής της νομιμότητας και του δημοσίου συμφέροντος, είχε καθήκον να προωθήσει. Στην υπόθεση Levers – πιο πάνω – λέχθηκε στην παράγραφο 31, ότι ακόμη και αν ο Αρχιδικαστής με οποιοδήποτε τρόπο είχε ενεργήσει λανθασμένα, με το να μη δώσει τη δυνατότητα σ’ αυτήν να τοποθετηθεί επί των κατηγοριών, πριν τη γνωστοποίηση των προβλημάτων της Levers στον Κυβερνήτη, ο Κυβερνήτης είχε καθήκον να εξετάσει τα δεδομένα, διότι, «What was at stake was not only the position of Levers J, but the due administration of justice in the Cayman Islands.».
Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν φαίνεται να αντελήφθη τη φύση, το μέγεθος και την έκταση του ολισθήματος του, δείχνοντας έτσι, τουλάχιστον, ουσιώδη έλλειψη κρίσης και αυτοελέγχου.
(δ) Το ζήτημα της ανάρμοστης συμπεριφοράς του Καθ’ ου η αίτηση δεν κρίνεται, σύμφωνα με το Σύνταγμα, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Αρχηγό του Κράτους, ο οποίος τον διόρισε, αλλά κρίνεται από το παρόν Συμβούλιο και η απόφαση του Συμβουλίου είναι δεσμευτική για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Επομένως η μή εξασφάλιση, εκ των προτέρων, της έγκρισης ή της θέσης του Προέδρου της Δημοκρατίας για την παρούσα αίτηση δεν την επηρεάζει.
(ε) Οι κατηγορίες του Καθ’ ου η αίτηση εναντίον του Αιτητή, αναφορικά με την υπόθεση Providencia, όχι μόνον ήταν αβάσιμες, όπως τελικά παραδέχθηκε ο Καθ’ ου η αίτηση, αλλά αφορούσαν σε τομέα αρμοδιότητος (καταχώριση ποινικής δίωξης), ο οποίος εμπίπτει αποκλειστικά στη δικαιοδοσία του Γενικού Εισαγγελέα. Το δημόσιο συμφέρον, αναφορικά με τη δίωξη ή μή δίωξη προσώπων, κρίνεται από το Γενικό Εισαγγελέα και μάλιστα, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Ο Καθ’ ου η αίτηση, Βοηθός Γενικού Εισαγγελέως, όφειλε να γνωρίζει και να σέβεται αυτές τις νομικές θέσεις, αλλά δεν το έπραξε, δείχνοντας έτσι έλλειψη ορθής συμπεριφοράς και νομικής κατάρτισης και μάλιστα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ως Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Παρασύρθηκε σε ανεπίτρεπο βαθμό από συναισθηματισμούς που επηρέασαν την όλη συμπεριφορά του και καταβαράθρωσαν το κύρος της Νομικής Υπηρεσίας της Δημοκρατίας.
[*519](στ) Η επίδικη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση, ήταν πολύ κατώτερη από την αναμενόμενη από ένα Βοηθό Γενικού Εισαγγελέα, δυσανάλογη και πολύ πέραν του δικαιώματος της υπεράσπισης του εαυτού του και του δικαιώματος της ελευθερίας λόγου και έκφρασης.
Με βάση τα πιο πάνω συμπεράσματα και με γνώμονα τις σχετικές νομικές αρχές που καταγράψαμε, κρίνουμε ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση, η οποία εκδηλώθηκε με δημόσιες, αβάσιμες και σοβαρές καταγγελίες για διάπραξη σοβαρών ποινικών και άλλων αδικημάτων από τον Αιτητή, για τις οποίες τελικά απολογήθηκε, συνιστά ανάρμοστη συμπεριφορά εμπίπτουσα στο Άρθρο 153.7(4) του Συντάγματος, τόσο σοβαρή, που να δικαιολογεί την απόλυση του Καθ’ ου η αίτηση, Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα, από τη θέση του, κατά τον ίδιο τρόπο που απολύονται οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως ήδη λέχθηκε, Ανώτατοι Αξιωματούχοι του Κράτους, όπως οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο Γενικός Εισαγγελέας και ο Βοηθός Γενικού Εισαγγελέα, αφιερωμένοι στην υπηρεσία ενός ευρύτερου συμφέροντος, του δημοσίου, οφείλουν να επιδεικνύουν άμεμπτη συμπεριφορά τόσο κατά την επιτέλεση των καθηκόντων του αξιώματος τους, όσο και γενικότερα. Η προαναφερόμενη συμπεριφορά του Καθ’ ου η αίτηση ήταν πολύ κατώτερη του αναμενόμενου επιπέδου συμπεριφοράς από τέτοιον αξιωματούχο. Είναι συμπεριφορά που, αντικειμενικά κρινόμενη, τον καθιστά ανίκανο για επιτέλεση των υψηλών καθηκόντων του και, στα μάτια τρίτων, είναι εύλογη η αντίληψη ότι τέτοια συμπεριφορά τον καθιστά ακατάλληλο να συνεχίσει να επιτελεί τα υψηλά του καθήκοντα με επάρκεια και προς το δημόσιο συμφέρον, το οποίο το αξίωμα του προορίζεται να υπηρετεί. Τέτοια συμπεριφορά εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους να περιαγάγει το αξίωμα και τους Θεσμούς, γενικότερα, σε ανυποληψία και σίγουρα δεν μπορεί να «θεραπευθεί», απλώς και μόνο με μιαν εκ των υστέρων απολογία και συγνώμη, έστω και αν ψήγματα της εκδηλώθηκαν και προηγουμένως με τα διά κινητού τηλεφώνου αποσταλθέντα μηνύματα, αλλά πάντως μετά τις αβάσιμες κατηγορίες που εκτοξεύθηκαν εναντίον του αιτητή. Υπό αυτή την παράμετρο δεν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα επιείκειας με έρεισμα την ύστερη απολογία του Καθ’ ου η αίτηση, ώστε η εκδηλωθείσα αυτή συμπεριφορά να παύει να είναι ανάρμοστη.
Τονίζουμε εν κατακλείδι ότι η παρούσα διαδικασία όπως και κάθε άλλη διαδικασία που στοχεύει στην απόλυση λόγω ανάρμοστης συμπεριφοράς αξιωματούχου του κράτους δεν στοχεύει [*520]στην τιμωρία του Δικαστή ή του αξιωματούχου, όπως πολύ ορθά τονίστηκε στην υπόθεση Καμένος, αλλά στην προστασία του κοινού «….. με την υιοθέτηση αυστηρού επιπέδου δικαστικής συμπεριφοράς για να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη του στην ακεραιότητα, κύρος και ανεξαρτησία του δικαστικού συστήματος.». Παρόμοια τοποθέτηση έγινε και στην απόφαση Inquiry Concerning Judge Bruce Voorhis No. 165 του Φεβρουαρίου 2003 που εκδόθηκε από το Συμβούλιο Δικαστικής Συμπεριφοράς της πολιτείας Καλιφόρνια των Ηνωμένων Πολιτειών. Επίσης τα ίδια έχουν λεχθεί και σε άλλες αποφάσεις, όπως στην υπόθεση Levers (ανωτέρω).
Για τους προαναφερόμενους λόγους κρίνουμε τον Καθ’ ου η αίτηση υπόλογο ανάρμοστης συμπεριφοράς σύμφωνα με το Σύνταγμα και επομένως ως υποκείμενο σε άμεση απόλυση από τα καθήκοντα του.
Λαμβάνοντας υπόψη την ιδιαίτερη φύση της ενώπιόν μας διαδικασίας και το αποτέλεσμά της, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή ως προς το ζήτημα των εξόδων.
Η παρούσα απόφαση να κοινοποιηθεί αμέσως στην αυτού Εξοχότητα, τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, για τις δέουσες ενέργειες συμφώνως προς την απόφαση και κατ’ ακολουθίαν του εδαφίου (4) της όγδοης παραγράφου του Άρθρου 153 του Συντάγματος.
Διαταγή ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο