Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Ανδρέα Σωτηρίου και Άλλων (2015) 3 ΑΑΔ 584

ECLI:CY:AD:2015:D770

(2015) 3 ΑΑΔ 584

[*584]20 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/2012)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσείοντες - Καθ’ ων η αίτηση,

 

ν.

 

ΑΝΔΡΕΑ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 741/2008 ΠΙΝΑΚΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων - Αιτητών.

_________________________

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 97/2012)

 

1.    ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, (Ε/Μ 3 - Πίνακας Ι),

2.    ΝΙΚΟΛΑΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ, (Ε/Μ 4 - Πίνακας Ι),

3.    ΜΑΡΙΑ ΧΡΙΣΤΟΦΗ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, (Ε/Μ 6 - Πίνακας Ι),

4.    ΛΕΝΑ ΜΕΝΕΛΑΟΥ, (Ε/Μ 7 - Πίνακας Ι),

5.    ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΠΕΤΡΟΥ, (Ε/Μ 9 - Πίνακας Ι),

6.    ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ, (Ε/Μ 11 - Πίνακας Ι),      

7.    ΜΑΡΙΑ ΜΑΚΚΟΥΛΗ, (Ε/Μ 15 - Πίνακας Ι),

8.    ΕΛΕΝΗ ΔΑΡΕΙΟΥ, (Ε/Μ 16 - Πίνακας Ι),

9.    ΣΤΕΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, (Ε/Μ 21 - Πίνακας Ι),

10.  ΜΑΡΙΑ ΠΑΚΚΟΥ, (Ε/Μ 22 - Πίνακας Ι),

11.  ΜΑΡΙΟΣ ΤΟΡΝΟΥ, (Ε/Μ 25 - Πίνακας Ι),

12.  ΣΤΕΛΛΑ ΣΥΜΕΟΥ, (Ε/Μ 26 - Πίνακας Ι),

13.  ΜΑΡΙΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, (Ε/Μ 27 - Πίνακας Ι),

14.  ΘΕΟΝΙΤΣΑ ΛΟΥΚΑΡΗ, (Ε/Μ 2 - Πίνακας ΙΙ),

15.  ΔΟΜΝΙΚΗ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, (Ε/Μ 8 - Πίνακας ΙΙ),

 

Εφεσείοντες-Ενδιαφερόμενα Μέρη,

[*585]ν.

 

ΑΝΔΡΕΑ ΣΩΤΗΡΙΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ,

ΩΣ Ο ΕΠΙΣΥΝΑΠΤΟΜΕΝΟΣ ΣΤΗΝ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 741/2008 ΠΙΝΑΚΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων-Αιτητών,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3. ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 96/2012 και 97/2012)

 

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Αιτούμενη θεραπεία ― Ποίος έχει το βάρος επακριβούς καθορισμού της προσβαλλόμενης με την προσφυγή διοικητικής απόφασης ― Νομολογιακό και κανονιστικό πλαίσιο και εφαρμογή του προς διάγνωση της επίδικης διαφοράς.

 

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Στελέχωση Υπηρεσία ΦΠΑ με αναβάθμιση εξήντα λειτουργών ΦΠΑ, δυνάμει του Νόμου αρ. 38(ΙΙ)/2007 ― Κατά πόσο προέκυπτε από την συνολική διοικητική αυτή δράση, εκτελεστή διοικητική απόφαση, υποκείμενη σε προσφυγή ― Πορίσματα της επιστήμης και της νομολογίας και εφαρμογή τους στα επίδικα γεγονότα.

 

Πρωτοδίκως η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε, χωρίς όμως να απασχολήσει ο επακριβής καθορισμός του κατά πόσο επρόκειτο για εκτελεστή διοικητική πράξη, ούτε το αν είχε ασκηθεί εν προκειμένω οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια από την διοίκηση, εξ ου και οι εφέσεις.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας τις εφέσεις αποφάσισε ότι:

 

1.  Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτητικό μέρος της προσφυγής, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο πιο πάνω, [*586]δεν καταγράφεται, συγκεκριμένα, σε αυτό ή, έστω, σε ξεχωριστό παράρτημα «η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση», η οποία περιήλθε σε γνώση των εφεσιβλήτων στις 3.4.2008 και με την οποία «αναβαθμίστηκαν μισθολογικά και/ή διορίστηκαν και/ή προήχθησαν στις 60 νέες μόνιμες θέσεις Λειτουργών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κλίμακες Α8-Α10-Α11)» τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Κατά συνέπεια, παραμένει άνευ οποιασδήποτε σημασίας και η διευκρίνιση, στο αιτητικό, ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έτυχαν της συγκεκριμένης μεταχείρισης «κατ’ εφαρμογή» του Ν. 38(ΙΙ)/2007, αφού, τελικά, δεν αναφέρεται πώς αυτός εφαρμόστηκε από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Υπό το φως, λοιπόν, των προαναφερθέντων, είναι πρόδηλο ότι οι εφεσίβλητοι δεν κατέδειξαν την ύπαρξη οποιασδήποτε εκτελεστής διοικητικής πράξης και/ή απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία να περιλαμβάνεται σε οποιοδήποτε έγγραφο, όπως, για παράδειγμα, σε μια επιστολή, και η οποία να έχει τη μορφή γραπτής κοινοποίησης προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ώστε να δύνανται να την προσβάλουν με προσφυγή. Κάποια κοινοποίηση, με επιστολή, η οποία είναι παραδεκτό ότι είχε δοθεί από τη Διευθύντρια Τελωνείων και Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, για ενημέρωση των ενδιαφερομένων προσώπων, ουδέποτε σχολιάστηκε, ως προς το περιεχόμενό της, ενώπιον του Δικαστηρίου. Ως αποτέλεσμα, παραμένει άγνωστος ο συγκεκριμένος τρόπος δράσης, μέσω αυτής, της διοίκησης. Καμιά δε άλλη αναφορά δε γίνεται, από τους εφεσίβλητους, στην πιο πάνω κοινοποίηση. Η σαφήνεια και το περιεχόμενο της αιτηθείσας με την προσφυγή θεραπείας, δεν υπήρξαν ποτέ και σε οποιοδήποτε επίπεδο, αντικείμενο εξέτασης.

 

2.  Όταν εγείρεται θέμα ερμηνείας ενός νόμου, η έννοια συγκεκριμένων προνοιών του διαπιστώνεται, κατά κύριο λόγο, μέσα από «το απλό γραμματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων» που χρησιμοποιούνται. Ενίοτε, όμως, προς ενίσχυση του έργου αυτού, ο δικαστής, ως ο αυθεντικός ερμηνευτής του νόμου, αναζητεί το νόημα των προνοιών του μέσα από το σκοπό του, ως σύνολο, και, όπου αυτό είναι πρόσφορο, μέσα από το σκοπό των υπό εξέταση προνοιών του. Στην παρούσα περίπτωση, πρόκειται για πρόνοιες οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στο Ν. 38(ΙΙ)/2007 και αφορούσαν το Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό του 2007, εντοπίζονται δε στους Πίνακες οι οποίοι ακολουθούν τα βασικά άρθρα του. Οι δραστικές λέξεις «μετονομάζονται» και «μεταφέρονται» έχουν, η κάθε μια ξεχωριστά, ακριβώς, την έννοια που τους αποδίδεται στην καθομιλουμένη, χωρίς να χρειάζεται να υποβληθούν σε περαιτέρω ερμηνεία.

[*587]3.      Το συμπέρασμα το οποίο εύλογα προκύπτει από την ερμηνεία των προνοιών του Νόμου. είναι πως με αυτές δεν ιδρύονται εξήντα νέες θέσεις Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Αντίθετα, οι πρόνοιες αναφέρονται σε, ήδη, υπάρχουσες θέσεις Βοηθών Λειτουργών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, οι κάτοχοι των οποίων, κατά την 7.12.2006, κατείχαν το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακό προσόν, οι οποίες μετονομάστηκαν. Οι πρόνοιες δε αυτές, δεν παρείχαν οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση για επιλογή αυτών που θα καταλάμβαναν τις εν λόγω θέσεις. Η διοίκηση, στην προκειμένη περίπτωση, ενήργησε ως όφειλε, με βάση δέσμια αρμοδιότητα, η οποία της είχε δοθεί από τον ίδιο το Νόμο. Σε τέτοια περίπτωση, βέβαια, ο νόμος πρέπει να είναι σαφής, όπως σαφής πρέπει να είναι και ως προς το ότι αυτός δεν παρέχει στη διοίκηση οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια επί του πρακτέου και, επί του προκειμένου, ο Ν. 38(ΙΙ)/2007 είναι σαφής. Η πιο πάνω κατάληξη συνάδει και με ό,τι έχει, αρχικά, διαπιστωθεί σε σχέση με την απουσία κάποιας πράξης ή απόφασης της διοίκησης, από την οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι αυτή είχε ενεργήσει άλλως πως.

 

Οι εφέσεις επέτυχαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530,

 

Eurofreight Logistics Ltd ν. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 29,

 

Δ. Γαλατάκης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78,

 

Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345,

 

Κωμοδρόμος ν. White Knight Holdings Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1903,

 

Μεταφορική Εταιρεία Λουβαρά «ΜΕΛ» Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 537/2010 κ.ά., ημερ. 28.11.2014.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τους Καθ’ ων η αίτηση και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 741/08), ημερομηνίας 13/3/2012.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/12 και για τους Καθ’ ων η αίτηση στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 97/12.

 

Δ. Μιχαήλ, για τους Εφεσίβλητους και στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις.

 

Μ. Καλλιγέρου (κα), για τους Εφεσείοντες Αρ. 1, 3, 5, 6, 7, 8, 9, 10, 11, 12, 13, 14 και 15, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 97/12 και για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 3, 6, 9, 11, 15, 16, 21, 22, 25, 26 και 27 από τον Πίνακα Ι και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2 και 8 από τον Πίνακα ΙΙ, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/12.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Εφεσείοντες Αρ. 2 και 4, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 97/12 και για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 4 και 7 από τον Πίνακα Ι, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/12.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ν. Γιασεμής.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή αρ. 741/2008, οι αιτητές, εφεσίβλητοι στις παρούσες εφέσεις, ζήτησαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, πρωτοδίκως, απόφαση ότι:-

 

«... η πράξη ... και/ή απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία περιήλθε σε γνώση των Αιτητών στις 03/04/2008, με την οποία αναβαθμίστηκαν μισθολογικά και/ή διορίστηκαν και/ή προήχθησαν στις 60 νέες μόνιμες θέσεις Λειτουργών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κλίμακες Α8-Α10-Α11), ενδιαφερόμενα πρόσωπα αντί ... των Αιτητών, κατ’ εφαρμογή του Περί Προϋπολογισμού Νόμου του 2007 (Ν.38(ΙΙ)/2007)*, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»

 

Για τους διάφορους δε νομικούς λόγους που αναφέρονται στην πρωτόδικη απόφαση, το αίτημα, ανωτέρω, των εφεσιβλήτων έγινε αποδεκτό. Εντούτοις, δεν καθορίζεται σε αυτή η συγκεκριμένη πράξη και/ή απόφαση των εφεσειόντων στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/2012, (οι «καθ’ ων η αίτηση»), η οποία αποτέλεσε την αιτία του παραπόνου των εφεσιβλήτων και η οποία ακυρώθηκε. Το θέμα δεν απασχόλησε τον ευπαίδευτο Δικαστή, προκειμένου αυτός να διαπιστώσει το περιεχόμενό της, πέραν των προνοιών του εμπλεκόμενου στην ενώπιόν του περίπτωση Νόμου. Η απόφαση, απλώς, καταλήγει πως η προσφυγή έπρεπε να επιτύχει, για τους λόγους οι οποίοι είχαν προηγουμένως αναφερθεί.

 

Ως αποτέλεσμα, το υπό αναφορά θέμα ούτε και κατ’ έφεση ηγέρθη. Παρεμπιπτόντως, όμως, παρατηρείται πως το πιο πάνω κενό έχει, προφανώς, την πηγή του στην αοριστία, με την οποία ήταν διατυπωμένη η αιτηθείσα θεραπεία ακύρωσης, γενικά, και, ειδικά, ως προς το αντικείμενό της. Όπως κρίθηκε στην υπόθεση Οικονόμου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 530, τα δύο αυτά στοιχεία, στο πλαίσιο της διαδικασίας η οποία διεξάγεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, είναι άρρηκτα σχετιζόμενα μεταξύ τους, ως εκ της σχετικής πρόνοιας του Κ. 4(2)(β)(ιι) του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962*. Στην πιο πάνω υπόθεση, είχε, επίσης, λεχθεί, σχετικά, στη σελίδα 535, πως «Τόσον η άσκηση προσφυγής όσο και ο καθορισμός του αντικειμένου της βαρύνουν τον προσφεύγοντα.», ο οποίος, όπως λέχθηκε περαιτέρω, «... έχει ιδιάζουσα γνώση της πράξης ή απόφασης η οποία θίγει τα συμφέροντά του.».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από το αιτητικό μέρος της προσφυγής, το οποίο παρατίθεται αυτούσιο πιο πάνω, δεν καταγράφεται, συγκεκριμένα, σε αυτό ή, έστω, σε ξεχωριστό παράρτημα «η πράξη και/ή απόφαση των καθ’ ων η αίτηση», η οποία περιήλθε σε γνώση των εφεσιβλήτων στις 3.4.2008 και με την οποία «αναβαθμίστηκαν μισθολογικά και/ή διορίστηκαν και/ή προήχθησαν στις 60 νέες μόνιμες θέσεις Λειτουργών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κλίμακες Α8-Α10-Α11)» τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Κατά συνέπεια, παραμένει άνευ οποιασδήποτε σημασίας και η διευκρίνιση, στο αιτητικό, ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα έτυχαν της συγκεκριμένης μεταχείρισης «κατ’ εφαρμογή» του Ν. 38(ΙΙ)/2007, αφού, τελικά, δεν αναφέρεται πώς αυτός εφαρμόστηκε από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. 

[*590]Υπό το φως, λοιπόν, των προαναφερθέντων, είναι πρόδηλο ότι οι εφεσίβλητοι δεν κατέδειξαν την ύπαρξη οποιασδήποτε εκτελεστής διοικητικής πράξης και/ή απόφασης των καθ’ ων η αίτηση, η οποία να περιλαμβάνεται σε οποιοδήποτε έγγραφο, όπως, για παράδειγμα, σε μια επιστολή, και η οποία να έχει τη μορφή γραπτής κοινοποίησης προς τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, ώστε να δύνανται να την προσβάλουν με προσφυγή. Κάποια κοινοποίηση, με επιστολή, η οποία είναι παραδεκτό ότι είχε δοθεί από τη Διευθύντρια Τελωνείων και Έφορο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, για ενημέρωση των ενδιαφερομένων προσώπων, ουδέποτε σχολιάστηκε, ως προς το περιεχόμενό της, ενώπιον του Δικαστηρίου. Ως αποτέλεσμα, παραμένει άγνωστος ο συγκεκριμένος τρόπος δράσης, μέσω αυτής, της διοίκησης. Καμιά δε άλλη αναφορά δε γίνεται, από τους εφεσίβλητους, στην πιο πάνω κοινοποίηση.

 

Αναμφίβολα, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εφεσιβλήτων ήταν ο προαναφερθείς Νόμος και οι σχετικές με το υπό εξέταση θέμα πρόνοιές του. Η συζήτηση δε η οποία προηγήθηκε αποσκοπούσε, ακριβώς, μόνο στην ανάδειξη του θέματος αυτού, δεδομένου ότι η σαφήνεια και το περιεχόμενο της αιτηθείσας με την προσφυγή θεραπείας δεν υπήρξαν, ποτέ και σε οποιοδήποτε επίπεδο, αντικείμενο εξέτασης. Συνακόλουθα, το ερώτημα το οποίο, μάλλον, εγειρόταν πρωτοδίκως προς εξέταση ήταν κατά πόσο η «μετονομασία» και η «μεταφορά», όροι οι οποίοι χρησιμοποιούνται στον εν λόγω Νόμο, των ενδιαφερομένων προσώπων στις προαναφερθείσες θέσεις διενεργήθηκε απευθείας, κατ’ επιταγή των σχετικών προνοιών του, ή ως αποτέλεσμα άσκησης από τη διοίκηση διακριτικής ευχέρειας, την οποία οι συγκεκριμένες πρόνοιες της είχαν παραχωρήσει.

 

Πρωτοδίκως, τα θέματα τα οποία εγείρονται με το πιο πάνω ερώτημα είχαν τεθεί υπό μορφή προδικαστικής ένστασης, η οποία αποτελείτο από δύο σκέλη, ότι: (α) οι εφεσίβλητοι, αιτητές, δεν είχαν έννομο συμφέρον στην καταχώριση της προσφυγής και (β), με αυτήν, προσβαλλόταν ο Ν. 38(ΙΙ)/2007 και όχι οποιαδήποτε εκτελεστή πράξη ή απόφαση της διοίκησης. Η απάντηση η οποία δόθηκε από τον ευπαίδευτο Δικαστή ήταν πως ο εν λόγω Νόμος, με τις σχετικές πρόνοιές του, ίδρυε εξήντα νέες θέσεις Λειτουργών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Κατά συνέπεια, οι αιτητές, οι οποίοι εργοδοτούνταν στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, με δεδομένο ότι κατείχαν τα προσόντα του ανάλογου σχεδίου υπηρεσίας, δικαιούνταν να τις διεκδικήσουν. Η απευθείας «αναβάθμιση» δε των ενδιαφερομένων προσώπων στις εν λόγω θέσεις συνιστούσε άσκηση διοικητικής λειτουργίας, υποκείμενη σε έλεγχο με βάση το Άρθρο 146. Είναι την ορθότητα αυτής της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τα πιο πάνω νομικά θέματα, που έχουν προσβάλει οι εφεσείοντες με τις αντίστοιχες εφέσεις τους. 

 

Στο στάδιο των αγορεύσεων, κατά λογική προσδοκία, η κάθε πλευρά υποστήριξε τη θέση η οποία ήταν ευνοϊκότερη προς αυτήν. Ειδικά, η πλευρά των ενδιαφερομένων μερών, εφεσειόντων στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 97/2012, υποστήριξε, σε συμφωνία με τους καθ’ ων η αίτηση, εφεσείοντες στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/2012, ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η διοίκηση ενήργησε προς εφαρμογή των σχετικών προνοιών του προαναφερθέντος Νόμου και δεν παρεχόταν σε αυτή διακριτική ευχέρεια να ενεργήσει κατά οποιοδήποτε άλλο τρόπο. Η πλευρά των αιτητών, εφεσιβλήτων και στις δύο υπό αναφορά εφέσεις, υποστήριξε την απόφαση η οποία είχε εκδοθεί υπέρ τους πρωτοδίκως.

 

Η εξέταση, γενικά, της προσφυγής διενεργήθηκε στη βάση κοινώς παραδεκτών γεγονότων, μεταξύ των οποίων είναι και τα ακόλουθα: Στις 25.7.2007, τέθηκε σε ισχύ ο Ν. 38(ΙΙ)/2007, περιέχων πρόνοιες αναφορικά με το πιο πάνω θέμα*. Η συμπερίληψη σε αυτόν των σχετικών προνοιών ήταν το αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων, οι οποίες διεξήχθησαν μεταξύ των αρμοδίων κυβερνητικών τμημάτων και των εκπροσώπων των εργοδοτουμένων στο Δημόσιο και οι οποίες διήρκεσαν επί μακρόν. Απώτερος σκοπός τους ήταν η μεταφορά και η μετονομασία υφιστάμενων θέσεων σε διάφορα Τμήματα του Δημοσίου, περιλαμβανομένων και των συγκεκριμένων θέσεων της οργανωτικής δομής του Τμήματος Τελωνείων - Υπηρεσίας Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ο οποίος επιτεύχθηκε με τις σχετικές πρόνοιες του εν λόγω Νόμου.

 

Η διαπίστωση του σκοπού ενός νόμου, ασφαλώς, δεν είναι επιτρεπτό να γίνεται μέσα από τις συζητήσεις οι οποίες διεξάγονται στη Βουλή των Αντιπροσώπων και προηγούνται της θέσπισής του, (βλ. Eurofreight Logistics Ltd v. Γεωργίου (2006) 2 Α.Α.Δ. 29, σελίδα 34)· πόσο μάλλον να διαπιστώνεται ο σκοπός του, σε ακόμα πιο πρώιμο στάδιο, μέσα από τις διαπραγματεύσεις οι οποίες διεξάγονται, σχετικά, μεταξύ των εμπλεκομένων πλευρών, όπως συνέβη στην παρούσα περίπτωση. Όταν εγείρεται θέμα ερμηνείας ενός νόμου, η έννοια συγκεκριμένων προνοιών του διαπιστώνεται, κατά κύριο λόγο, μέσα από «το απλό γραμ[*592]ματικό και κατά κυριολεξία νόημα των λέξεων» που χρησιμοποιούνται, (βλ. Δ. Γαλατάκης Λτδ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 78, σελίδες 80 έως 81). Ενίοτε, όμως, προς ενίσχυση του έργου αυτού, ο δικαστής, ως ο αυθεντικός ερμηνευτής του νόμου, αναζητεί το νόημα των προνοιών του μέσα από το σκοπό του, ως σύνολο, και, όπου αυτό είναι πρόσφορο, μέσα από το σκοπό των υπό εξέταση προνοιών του, (βλ. Ράφτης ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, σελίδα 357 και Κωμοδρόμος ν. White Knight Holdings Ltd (2010) 1 Α.Α.Δ. 1903). 

 

Στην παρούσα περίπτωση, πρόκειται για πρόνοιες οι οποίες συμπεριλήφθηκαν στο Ν. 38(ΙΙ)/2007 και αφορούσαν το Συμπληρωματικό Προϋπολογισμό του 2007, εντοπίζονται δε στους Πίνακες οι οποίοι ακολουθούν τα βασικά άρθρα του. Οι συγκεκριμένες, που ενδιαφέρουν εδώ, βρίσκονται στο Παράρτημα του Πρώτου Πίνακα, κάτω από το Κεφάλαιο 180311, στο εδάφιο (30) του Άρθρου 02100 και στο εδάφιο (40) του Άρθρου 02102. Στο εδάφιο (30), σημειώνεται πως η συγκεκριμένη δαπάνη αφορούσε σε μόνιμες θέσεις που κατείχαν «Λειτουργοί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κλίμακες Α8, Α10 και Α11)» και, περαιτέρω, στη στήλη «Επεξηγήσεις», διευκρινίζεται ότι «Εξήντα θέσεις προηγουμένως καλούμενες ‘Βοηθοί Λειτουργοί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κλίμακες Α4 και Α7(ιι)’, μετονομάστηκαν και μεταφέρθηκαν από το εδάφιο 40». Αντίστοιχη πρόνοια στο εδάφιο (40) αναφέρει ότι η εκεί προβλεπόμενη δαπάνη αφορούσε σε μόνιμες θέσεις τις οποίες κατείχαν «Βοηθοί Λειτουργοί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κλίμακες Α4 και Α7(ιι)» και, στις «Επεξηγήσεις», διευκρινίζεται ότι:-

 

«Εξήντα θέσεις οι κάτοχοι των οποίων κατά την 7/12/2006 κατείχαν πανεπιστημιακό προσόν, μετονομάζονται και μεταφέρονται κάτω από το εδάφιο 30 ‘Λειτουργοί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Κλίμακες Α8, Α10 και Α11)’.»

 

Επιπρόσθετα, σχετικά με το υπό εξέταση θέμα είναι και τα Άρθρα 3 και 4(1) του Ν. 38(ΙΙ)/2007, στα οποία προβλέπονται τα εξής:-

 

«3. Το ποσό που χορηγείται από το Άρθρο 2 χορηγείται ως ειδικευμένη πίστωση για τις υπηρεσίες και τους σκοπούς που αναφέρονται στα κεφάλαια και άρθρα του Πρώτου Πίνακα και ποσό που δεν υπερβαίνει το ποσό που αναφέρεται στο κάθε κεφάλαιο και άρθρο μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να δαπανηθεί για τις υπηρεσίες και σκοπούς που αναφέρονται και ειδικά κα[*593]θορίζονται στο κάθε κεφάλαιο και άρθρο.

 

4.   (1) Ιδρύονται οι νέες θέσεις που ορίζονται στο Πρώτο Μέρος του Δευτέρου Πίνακα.»

 

Στις πρόνοιες, ανωτέρω, του Παραρτήματος του Πρώτου Πίνακα, που είναι και οι μόνες που ασχολούνται με το υπό εξέταση θέμα, δεν αναφέρεται, οπουδήποτε, ότι οι εξήντα θέσεις Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ήταν νέες θέσεις, οι οποίες ιδρύθηκαν δυνάμει αυτών. Αντίθετα, αναφέρεται ότι οι σχετικές δαπάνες αφορούσαν σε «Μόνιμες Θέσεις», η δε περιγραφή τους στις επεξηγήσεις του προαναφερθέντος εδαφίου (30) ως «θέσεις προηγουμένως καλούμενες ...», σαφώς καταδεικνύει ότι επρόκειτο για, ήδη, υπάρχουσες θέσεις. Η πιο πάνω ερμηνεία ενισχύεται, έτι περαιτέρω, από την αντίστοιχη πρόνοια στο εδάφιο (40), ανωτέρω, που αναφέρεται στις ίδιες, ακριβώς, εξήντα θέσεις, στις οποίες αναφέρεται και το εδάφιο (30) προηγουμένως, με την επεξήγηση ότι οι θέσεις αυτές «μετονομάζονται και μεταφέρονται», όπως διευκρινίζεται. Οι δραστικές λέξεις «μετονομάζονται» και «μεταφέρονται» έχουν, η κάθε μια ξεχωριστά, ακριβώς, την έννοια που τους αποδίδεται στην καθομιλουμένη, χωρίς να χρειάζεται να υποβληθούν σε περαιτέρω ερμηνεία.

 

Επιπρόσθετα και για τον ίδιο πιο πάνω σκοπό, σημειώνεται και το γεγονός ότι το Άρθρο 3, ανωτέρω, του Ν. 38(ΙΙ)/2007, όπως και το Παράρτημα του Πρώτου Πίνακα αυτού, στο οποίο περιλαμβάνονται οι αναφορές στα συγκεκριμένα εδάφια (30) και (40) και οι αντίστοιχες προς αυτά επεξηγήσεις, δεν ασχολούνται με την ίδρυση νέων θέσεων και, δη, στον τομέα του Τμήματος Τελωνείων, όπου υπάγεται το Τμήμα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Η ίδρυση νέων θέσεων προβλέπεται, ρητώς, στο Άρθρο 4, ανωτέρω, το οποίο παραπέμπει, για το σκοπό αυτό, στο Πρώτο Μέρος του Δεύτερου Πίνακα. Ακόμα δε και οι πέντε νέες θέσεις, που αναφέρονται στις επεξηγήσεις του υπό αναφορά εδαφίου (40) του Παραρτήματος του Πρώτου Πίνακα, ιδρύθηκαν με βάση σχετική προς τούτο πρόνοια στο Πρώτο Μέρος του Δεύτερου Πίνακα, κάτω από τον τίτλο «Ίδρυση Νέων Θέσεων».

 

Το συμπέρασμα το οποίο εύλογα προκύπτει από την ερμηνεία, ανωτέρω, των προαναφερθεισών προνοιών του Νόμου είναι πως, με αυτές, δεν ιδρύονται εξήντα νέες θέσεις Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας. Αντίθετα, οι πρόνοιες αναφέρονται σε, ήδη, υπάρχουσες θέσεις Βοηθών Λειτουργών Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, οι κάτοχοι των οποίων, κατά την 7.12.2006, κατείχαν [*594]το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακό προσόν, οι οποίες μετονομάστηκαν, όπως αναφέρεται πιο πάνω, και μεταφέρθηκαν στο εδάφιο (30), ανωτέρω. Οι πρόνοιες δε αυτές δεν παρείχαν οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στη διοίκηση για επιλογή αυτών που θα καταλάμβαναν τις εν λόγω θέσεις. Η διοίκηση, στην προκειμένη περίπτωση, ενήργησε ως όφειλε, με βάση δέσμια αρμοδιότητα, η οποία της είχε δοθεί από τον ίδιο το Νόμο, προς εξυπηρέτηση, προφανώς, του προαναφερθέντος σκοπού, όπως, ακριβώς, αυτός προκύπτει από την ερμηνεία, ανωτέρω, των σχετικών προνοιών του, (βλ. Μεταφορική Εταιρεία Λουβαρά «ΜΕΛ» Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 537/2010 κ.ά., 28.11.2014 και την αναφερόμενη σε αυτή σχετική νομολογία). Σε τέτοια περίπτωση, βέβαια, ο νόμος πρέπει να είναι σαφής, όπως σαφής πρέπει να είναι και ως προς το ότι αυτός δεν παρέχει στη διοίκηση οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια επί του πρακτέου και, επί του προκειμένου, ο Ν. 38(ΙΙ)/2007 είναι σαφής. Η πιο πάνω κατάληξη συνάδει και με ό,τι έχει, αρχικά, διαπιστωθεί σε σχέση με την απουσία κάποιας πράξης ή απόφασης της διοίκησης, από την οποία θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι αυτή είχε ενεργήσει άλλως πως.

 

Για τους λόγους, λοιπόν, που αναφέρονται πιο πάνω, οι εφέσεις επιτυγχάνουν και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα €2.000,00 υπέρ των εφεσειόντων στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 96/2012 και €2.000,00, πλέον Φ.Π.Α., υπέρ των εφεσειόντων στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 97/2012 και εναντίον των εφεσιβλήτων. Καμιά άλλη διαταγή για έξοδα.

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο