Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 595

ECLI:CY:AD:2015:C799

(2015) 3 ΑΑΔ 595

[*595]30 Νοεμβρίου, 2015

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

KENTΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 166/2010)

 

 

Έννομο συμφέρον ― Της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου να προσφύγει κατά της εις βάρος της επιβολής φόρου κατανάλωσης.

 

Η εφεσείουσα Κεντρική Τράπεζα αμφισβήτησε την ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης ότι στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει με προσφυγή την επίδικη απόφαση επιβολής σε βάρος της φόρων κατανάλωσης, ύψους €32.566.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Το ζήτημα, αν η εφεσείουσα είναι agent of the state in consimili casu, δεν πρόκειται να μας απασχολήσει: θεωρούμε ότι η τελευταία απόληξη και αποστροφή του λόγου του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν συναρτήθηκε από την απάντηση ως προς το εν λόγω ερώτημα, αλλά στην καταληκτική πρόταση ότι η εφεσείουσα, δεν απέδειξε ίδιαν βλάβη που προκλήθηκε από την επίδικη πράξη επιβάλλοντας φόρο, η οποία διαμόρφωσε την υπάρχουσα κατάσταση, κατ’ αντίθεση προς το Άρθρο 67 του περί της Κεντρικής Τράπεζας Νόμου.

 

2.  Η απόφαση του ΔΕΚ C-570/08 [2010] CCR1-10181, κατόπιν παραπομπής νομικού ερωτήματος από τον Ερωτοκρίτου, Δ., στην Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2008) 4 Α.Α.Δ. 921, δεν ανατρέπει ή πλήττει καθ’ [*596]οιονδήποτε τρόπο την ορθή συλλογιστική του εκδικάσαντος την υπό κρίση υπόθεση Δικαστηρίου.

 

3.  Είναι προφανές, εν προκειμένω ότι η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος, δεν θεμελιώθηκε ως εκ της ιδιότητας της εφεσείουσας ως νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου που ενεργεί ως αντιπρόσωπος του κράτους, όπως εισηγείται η εφεσείουσα. Τουναντίον θα λέγαμε, στηρίχθηκε στην διαπίστωση της απουσίας συγκεκριμένου ιδίου συμφέροντος της εφεσείουσας. Το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος προϋποθέτει για την άσκηση προσφυγής την προσβολή ιδίου συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης ή παράλειψης. Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα: πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Αντικείμενο του επηρεασμού, κάτω από το Άρθρο 146 είναι το συμφέρον και όχι αποκρυσταλλωμένο νομικό δικαίωμα. Το δε ηθικό συμφέρον που απαιτείται από το Άρθρο 146.2 δεν συναρτάται με την ηθική τάξη στη στενή της έννοια, ούτε με τις ευαισθησίες του προσφεύγοντος, αλλά με την ιδιαίτερη του σχέση ως προς το αντικείμενο της απόφασης και τις επιπτώσεις που ενέχει στη λειτουργία του.

 

4.  Η διαπίστωση του Δικαστηρίου, ότι ο επίδικος φόρος δεν επιβαλλόταν δυνάμει της ακολουθητέας πρακτικής, είναι obiter, και ουδόλως επέδρασε στη συλλογιστική του ως προς το κύριο ερώτημα που καλείτο να απαντήσει: τη στοιχειοθέτηση ιδίου εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας. Το εν λόγω ζήτημα θα μπορούσε να εξεταστεί, θεωρούμε, μόνο σε περίπτωση που το Εφετείο απέρριπτε την προδικαστική ένσταση και εξέταζε επί της ουσίας.

 

5.  Τούτων δοθέντων, συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η εφεσείουσα δεν έχει αποδείξει αν επηρεάστηκε κατ’ άλλο τρόπο, η κερδοφορία ή η οικονομική της ανεξαρτησία από την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ώστε να νομιμοποιείται να προωθεί την αίτηση δυνάμει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2007) 3 Α.Α.Δ. 568,

 

C-570.08 [2010] CCR1-10181,

[*597]Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2008) 4 Α.Α.Δ. 921,

 

Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 346,

 

Olymbios v. The Republic (1974) 3 C.L.R. 17,

 

Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1653/08), ημερομηνίας 6/9/2010.

 

Αλ. Ευαγγέλου με Θ. Ραφτοπούλου (κα) και Α. Σάββα (κα), για τους Εφεσείοντες.

 

Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑHΛΙΔΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, λειτουργεί δυνάμει των προνοιών των Άρθρων 118 και 121 του Συντάγματος και του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου, Ν. 138(Ι)/2002 (ο Νόμος). Πρωταρχικός σκοπός της είναι η διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών και η στήριξη της γενικής πολιτικής του κράτους (Άρθρο 105(1) της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας).

 

Πρωτοδίκως, η αίτηση στρεφόταν εναντίον της απόφασης των εφεσιβλήτων, όπως κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα με επιστολή ημερ. 26.8.2008, δυνάμει της οποίας οι εφεσίβλητοι, επέβαλαν στην εφεσείουσα φόρους κατανάλωσης συνολικού ποσού €32.566, πλέον χρηματική επιβάρυνση, πλέον τόκους επί του καταβλητέου ποσού, στη βάση των προνοιών του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου, N. 91(Ι)/2004.

 

Με την υπό κρίση έφεση πλήττεται η απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι η εφεσείουσα απέτυχε να τεκμηριώ[*598]σει ίδιον έννομο συμφέρον, με αποτέλεσμα η προσφυγή της να απορριφθεί ως προωθούμενη απαραδέκτως.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων ότι πριν την ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση η εφεσείουσα, όπως και άλλοι κυβερνητικοί οργανισμοί και κρατικές υπηρεσίες, απολάμβανε φορολογικής απαλλαγής/ατέλειας για τα καύσιμα που κατανάλωνε, Άρθρο 67 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου του 2002 (Ν. 138(Ι)/2002):

 

«67. Η Τράπεζα απαλλάσσεται από την καταβολή οποιασδήποτε φύσης κυβερνητικών ή δημοτικών φόρων, δικαιωμάτων ή τελών, περιλαμβανομένων και τελών χαρτοσήμων πληρωτέων, δυνάμει οποιωνδήποτε εκάστοτε εν ισχύ Νόμων ή Κανονισμών.»

 

Με τον περί Καταργήσεως Δασμολογικών Απαλλαγών Nόμο του 2002 (Ν. 136(Ι)/2002), καταργήθηκαν οι δασμολογικές απαλλαγές για αριθμό κρατικών οργανισμών (Άρθρα 28 και 44 του ως άνω Νόμου), στους οποίους όμως δεν συμπεριλαμβανόταν η εφεσείουσα η οποία και συνέχισε να απολαμβάνει της σχετικής ατέλειας. Τα πράγματα άλλαξαν, κατά τους εφεσίβλητους, από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν τέθηκε σε ισχύ ο περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμος 2004 (Ν. 94(Ι)/2004) και ο περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμος του 2004 (Ν. 91(Ι)/2004), σε εναρμόνιση με τις Κοινοτικές Οδηγίες 91/12/ΕΟΚ και 2003/96/ΕΚ.

 

Η εφεσείουσα όμως, θεωρώντας τον εαυτό της ως πρόσωπο απαλλαγμένο από την ως άνω επιβολή, Άρθρο 67, ανωτέρω, εξακολουθούσε να εκδίδει πιστοποιητικά παραλαβής πετρελαιοειδών για σκοπούς ατέλειας και μετά το Μάιο του 2004, παρόλο που δεν είχε εκδοθεί διάταγμα απαλλαγής ως προς την ίδια.  Ομοίως, οι εφεσίβλητοι, παρά την εφαρμογή του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου και του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου (ανωτέρω), ακολούθησαν, όπως παρατηρεί το Δικαστήριο, την ίδια πρακτική, ώστε η εφεσείουσα συνέχισε να επωφελείται από την απαλλαγή.

 

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία προβλήθηκαν δύο προδικαστικές ενστάσεις εκ μέρους της Δημοκρατίας-εφεσίβλητης, η δεύτερη εκ των οποίων θα μας απασχολήσει, μιας και αποτελεί το υπόβαθρο της έφεσης: κατά πόσο χωρεί προσφυγή από ένα όργανο της κεντρικής διοίκησης εναντίον άλλου οργάνου και αν κατ’ εξαίρεση, νομιμοποιείται η εφεσείουσα δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, να προωθεί την αίτηση. Το Δικαστήριο με ανα[*599]φορά στη Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2007) 3 Α.Α.Δ. 568, κατέληξε ότι η εφεσείουσα ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν στερείται εννόμου συμφέροντος να στραφεί εναντίον εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αρκεί βεβαίως να αποδείξει ότι υπέστη άμεσα, από την προσβαλλόμενη απόφαση, υλική ζημιά, ή ότι παραβιάστηκε συγκεκριμένο συμφέρον της. Εξετάζοντας δε περαιτέρω το ζήτημα κατέληξε, με αναφορά στο Άρθρο 59 του Νόμου που διέπει τα της Κεντρικής Τράπεζας, ανωτέρω, ότι η εφεσείουσα δεν έχει αποδείξει με ποιο άλλο τρόπο επηρεάζεται η κερδοφορία της ή η οικονομική της ανεξαρτησία από την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης. Έκρινε το Δικαστήριο, ότι η πρακτική που ακολουθήθηκε εκ μέρους των καθ’ ων η αίτηση και που συνεχίστηκε παρά την εφαρμογή του περί Τελωνειακού Κώδικα Νόμου του 2004 (Ν. 94(Ι)/2004) και του περί Φόρων Κατανάλωσης Νόμου του 2004 (Ν. 91(Ι)/2004), δεν στοιχειοθετεί κατ’ ανάγκη και οικονομική βλάβη ώστε να πλήττεται η οικονομική δραστηριότητα και αυτοτέλεια της εφεσείουσας: το μεγαλύτερο μέρος του κέρδους της εφεσείουσας μεταφέρεται στο πάγιο ταμείο της κυβέρνησης και η οποιαδήποτε οικονομική ζημιά αποβαίνει σε βάρος της ίδιας της Δημοκρατίας, χωρίς να στοιχειοθετείται ίδιον έννομο συμφέρον της εφεσείουσας. Επομένως, στην περίπτωση που η επιβάρυνση της εφεσείουσας με τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, κριθεί νόμιμη, τότε το ποσοστό του κέρδους, αν υπάρχει, που θα μεταφερόταν στο πάγιο ταμείο, θα ήταν μικρότερο. 

 

Εισάγονται προς εξέταση τέσσερις λόγοι έφεσης οι οποίοι ουσιαστικά στρέφονται εναντίον του εσφαλμένου της απόφανσης του Δικαστηρίου ως προς την αποτυχία της εφεσείουσας να τεκμηριώσει ίδιον έννομο συμφέρον, οπότε και θα εξεταστούν ενιαία εφόσον κατ’ ουσίαν ορίζουν τη συλλογιστική του Δικαστηρίου ως προς την επιγενόμενη βλάβη της εφεσείουσας, συνεπεία της επίδικης απόφασης.

 

Υποστηρίζεται από την εφεσείουσα, ότι η Τράπεζα απαλλάσσεται από την καταβολή φόρου κατ’ ακολουθίαν της γενικής αρχής ότι το κράτος και κατ’ επέκταση, νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ενεργούν ως αντιπρόσωποι και/ή σε όμοια θέση με το κράτος (in consimili casu to servants of the state) και δεν υπόκεινται σε καταβολή φόρου, έστω και αν δεν απαλλάσσονται ρητά από το Νόμο δυνάμει του οποίου επιβάλλεται ο φόρος. Το τελευταίο ζήτημα, αν δηλαδή η εφεσείουσα είναι agent of the state in consimili casu, δεν πρόκειται να μας απασχολήσει: θεωρούμε ότι η τελευταία απόληξη και αποστροφή του λόγου του Δικαστηρίου, δεν συναρτήθη[*600]κε από την απάντηση ως προς το εν λόγω ερώτημα, αλλά στην καταληκτική πρόταση ότι η εφεσείουσα, δεν απέδειξε ίδιαν βλάβη που προκλήθηκε από την επίδικη πράξη επιβάλλοντας φόρο, η οποία διαμόρφωσε την υπάρχουσα κατάσταση, κατ’ αντίθεση προς το Άρθρο 67 του περί της Κεντρικής Τράπεζας Νόμου.

 

Το Δικαστήριο, με παραπομπή σε Κυπριακή και Ελληνική νομολογία, ως προς τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος της διοίκησης, σε προσφυγές εναντίον άλλων διοικητικών οργάνων, (Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας (ανωτέρω)), ορθά άφησε ανοικτό το ζήτημα, παρατηρώντας και τα εξής:

 

«Στην ελληνική νομολογία το θέμα του εννόμου συμφέροντος δημοσίων αρχών ή ν.π.δ.δ. εξετάζεται στη βάση των πραγματικών περιστατικών κάθε υπόθεσης όπως ακριβώς και των ιδιωτών αιτητών, χωρίς οποιαδήποτε περιοριστική συνταγματική αρχή/ερμηνεία (ΣτΕ 289/2009, 3973/2009 ΣτΕ (Ολομ.), 1661/2009 ΣτΕ (Ολομ.)

 

Η γενική αρχή ότι ένα μέρος της Διοίκησης δεν μπορεί να προσφύγει εναντίον άλλου μέρους της διοίκησης στρεφόμενο ουσιαστικά εναντίον των δικών της πράξεων, δεν είναι άκαμπτη.  Περαιτέρω το ότι η αιτήτρια – όπως εξ άλλου και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα – διατηρούν θεσμική/λειτουργική ανεξαρτησία κατά την άσκηση των εξουσιών τους, Άρθρο 130 ΣΛΕΕ (πρώην Άρθρο 108 της Συνθήκης ΕΚ και Άρθρο 7 του Νόμου) υποστηρίζει το διακριτό της νομικής της προσωπικότητας ώστε να μπορεί να προσφεύγει στο Δικαστήριο, εφόσον δεν οδηγεί με ασφάλεια στο συμπέρασμα ότι το κάνει με την ιδιότητα προσώπου που υπέχει όμοια θέση προς τους υπηρέτες του Κράτους (in consilimi casu to servant of the state).»

 

Η απόφαση του ΔΕΚ C-570/08 [2010] CCR1-10181, κατόπιν παραπομπής νομικού ερωτήματος από τον Ερωτοκρίτου, Δ., στην Συμβούλιο Αποχετεύσεων Λευκωσίας ν. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (2008) 4 Α.Α.Δ. 921, δεν ανατρέπει ή πλήττει καθ’ οιονδήποτε τρόπο την ορθή συλλογιστική του εκδικάσαντος την υπό κρίση υπόθεση Δικαστηρίου. Εκεί παραπέμφθηκε νομικό ερώτημα κατά πόσο το Άρθρο 2 § 8 της Οδηγίας 89/665/ΕK, αναγνωρίζει στις Αναθέτουσες Αρχές το δικαίωμα δικαστικής προσφυγής κατά ακυρωτικών αποφάσεων των υπευθύνων για τις διαδικασίες προσφυγής Αρχών, όταν οι τελευταίες δεν είναι δικαστικές Αρχές. Tο ΔΕΚ απαντώντας το προδικαστικό νομικό ερώτημα εν κατακλείδι εναπόθεσε στα κράτη μέλη την απόφαση [*601]για τον τρόπο του δικαστικού ελέγχου των ακυρωτικών αποφάσεων των ΑΑΠ, όπου οι τελευταίες δεν είναι δικαστικές Αρχές.

 

Ορθά επίσης κατά την κρίση μας το Δικαστήριο με παραπομπή στη Δήμος Έγκωμης ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 346, οριοθέτησε το πραγματικό ερώτημα πριν την τελική του απόφανση:

 

«Είναι φανερό από όσα ήδη παρατέθηκαν ότι η αιτήτρια ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου δεν στερείται εννόμου συμφέροντος να στρέφεται εναντίον εκτελεστών διοικητικών πράξεων, αρκεί βέβαια εν προκειμένω να αποδείξει ότι υπέστη άμεσα από την προσβαλλόμενη απόφαση υλική ζημιά ή ότι παραβιάστηκε συγκεκριμένο συμφέρον της, το οποίο προστατεύει με την παρούσα προσφυγή.

 

Προκύπτει λοιπόν ένα ενδιαφέρον νομικό ερώτημα ως προς το είδος της ζημιάς που υφίσταται η αιτήτρια από την επίδικη απόφαση και αν αυτή συνιστά δυσμενή επηρεασμό ιδίου συμφέροντος, όπως ο όρος «έννομο συμφέρον» έχει κατ’ επανάληψη αναλυθεί στη νομολογία ή αν η προσφυγή εγέρθηκε προς το γενικότερο συμφέρον της διασφάλισης της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης και της δημοσιονομικής πολιτικής του Κράτους που δεν παρέχει έρεισμα για προσφυγή.»

 

Είναι προφανές, ότι η κρίση του Δικαστηρίου περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος, δεν θεμελιώθηκε ως εκ της ιδιότητας της εφεσείουσας ως νομικό πρόσωπο δημόσιου δικαίου που ενεργεί ως αντιπρόσωπος του κράτους, όπως εισηγείται η εφεσείουσα.  Τουναντίον θα λέγαμε, στηρίχθηκε στην διαπίστωση της απουσίας συγκεκριμένου ιδίου συμφέροντος της εφεσείουσας. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στη Δήμος Έγκωμης (ανωτέρω) όxι όπως υποστηρίζει η εφεσείουσα, για να αποφανθεί περί της νομικής κατάστασης της εφεσείουσας, αν ενεργεί ως agent of the state in consimili casu, ως νομιμοποιητικό όρο, αλλά αν η εφεσείουσα υπέστη άμεσα από την απόφαση υλική ζημιά ή αν παραβιάστηκε συγκεκριμένο συμφέρον της κατ’ άλλο τρόπο, που να επηρεάζει την κερδοφορία της ή την οικονομική της ανεξαρτησία.

 

Το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος προϋποθέτει για την άσκηση προσφυγής την προσβολή ιδίου συμφέροντος του επιζητούντος την αναθεώρηση διοικητικής απόφασης, πράξης ή παράλειψης.  Το συμφέρον το οποίο επηρεάζεται πρέπει να έχει νομικό έρεισμα: πρέπει να εκπορεύεται από τα νομικά δικαιώματα του προσφεύγοντος. Αντικείμενο του επηρεασμού, κάτω από το Άρθρο 146 είναι [*602]το συμφέρον και όχι αποκρυσταλλωμένο νομικό δικαίωμα (Olymbios v. The Republic (1974) 3 C.L.R. 17). Το δε ηθικό συμφέρον που απαιτείται από το Άρθρο 146.2 δεν συναρτάται με την ηθική τάξη στη στενή της έννοια, ούτε με τις ευαισθησίες του προσφεύγοντος, αλλά με την ιδιαίτερη του σχέση ως προς το αντικείμενο της απόφασης και τις επιπτώσεις που ενέχει στη λειτουργία του (Γεωργίου κ.ά. ν. Παναγή κ.ά. (1997) 3 Α.Α.Δ. 81).

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης κρίνεται ως εσφαλμένη η θέση του Δικαστηρίου, ότι η ακολουθητέα πρακτική, σύμφωνα με την οποία επωφελείτο η εφεσείουσα από την απαλλαγή του επίδικου φόρου δεν στοιχειοθετεί κατ’ ανάγκη οικονομική βλάβη. Αγνόησε, είναι η θέση της εφεσείουσας, το Δικαστήριο, ότι με την επιβολή της επίδικης φορολογίας επηρεάστηκε η οικονομική της ανεξαρτησία. Θεωρούμε ότι η διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι ο επίδικος φόρος δεν επιβαλλόταν δυνάμει της ακολουθητέας πρακτικής, είναι obiter, και ουδόλως επέδρασε στη συλλογιστική του ως προς το κύριο ερώτημα που καλείτο να απαντήσει: τη στοιχειοθέτηση ιδίου εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας. Το εν λόγω ζήτημα θα μπορούσε να εξεταστεί, θεωρούμε, μόνο σε περίπτωση που το Εφετείο απέρριπτε την προδικαστική ένσταση και εξέταζε επί της ουσίας. Εν πάση περιπτώσει, από τη στιγμή που το Δικαστήριο έκανε δεκτή την προδικαστική ένσταση, ακόμα και να κρινόταν λανθασμένο το επί μέρους εύρημα του, ο τέταρτος λόγος έφεσης θα ήταν αλυσιτελής ως μη δυνάμενος να οδηγήσει σε ακύρωση της ορθής, κατά τα άλλα κρίσης του Δικαστηρίου.

 

Τούτων δοθέντων, συμφωνούμε με την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα δεν έχει αποδείξει αν επηρεάστηκε κατ’ άλλο τρόπο, η κερδοφορία ή η οικονομική της ανεξαρτησία από την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης, ώστε να νομιμοποιείται να προωθεί την αίτηση δυνάμει του Άρθρου 146.2 του Συντάγματος.

 

Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €1.500 έξοδα, πλέον Φ.Π.Α. αν επιβάλλεται.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.        

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο