Χαραλάμπους Ανδρέας ν. Κυριάκου Πιλλά και Άλλης (2015) 3 ΑΑΔ 603

ECLI:CY:AD:2015:C806

(2015) 3 ΑΑΔ 603

[*603]2 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

 

Εφεσείων - Ενδιαφερόμενο Μέρος,

 

ν.

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΠΙΛΛΑ,

 

Εφεσιβλήτου - Αιτητή,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 118/2010)

 

 

Έννομο Συμφέρον ― Συναρτάται με την ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος και όχι βέβαια του ενδιαφερομένου μέρους ― Ειδικά το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης του τελευταίου όταν προωθεί έφεση μετά που τελεσιδίκησε η επανεξέταση της ακυρωθείσας πρωτοδίκως πράξεως ― Επισκόπηση της όλης συναφούς νομολογίας και εφαρμογή στα επίδικα γεγονότα των πορισμάτων της Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202.

 

Στο πλαίσιο της ακρόασης της έφεσης εγέρθηκε από τον εφεσίβλητο προδικαστική ένσταση, ότι ο εφεσείων είχε παύσει να δικαιούται να προωθεί την έφεση υπό τα ειδικά περιστατικά της υπόθεσης.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Η κατοχή του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερόμενου προσώπου που είναι η ιδιότη[*604]τα του εφεσείοντος. Το ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να λαμβάνει μέρος στη διαδικασία όπου αμφισβητείται η νομιμότητα της πράξης διορισμού ή προαγωγής του η οποία τον επηρεάζει άμεσα, εφόσον η ακύρωση της πράξης ανατρέπει τα υπέρ του δεδομένα. Η εμπλοκή του στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης.

 

2.  Εδώ, μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου και στη βάση αυτής το διοικητικό όργανο προέβη σε επανεξέταση, διορίζοντας τον εφεσείοντα αναδρομικά, με τον εφεσίβλητο να υποβάλλει προσφυγή αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφασης. Στη διαδικασία αυτή έλαβε μέρος ο εφεσείοντας και, παρά το ακυρωτικό αποτέλεσμα της δεύτερης πράξης, η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε, έχοντας καταστεί τοιουτοτρόπως τελεσίδικη. Η μη αμφισβήτηση της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου, επενεργεί αντίθετα με το δικαίωμά του να συνεχίσει την έφεση. Θεωρούμε σκόπιμο, να προβούμε σε μία αναδρομή των αποφάσεων, όπου εγέρθηκαν πανομοιότυπα ζητήματα. Στην προκείμενη περίπτωση, η έφεση καταχωρήθηκε μετά την επανεξέταση που έγινε και διορίστηκε εκ νέου ο εφεσείων. Συνεπώς, τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται τόσο από την απόφαση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά όσο και από την Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά.. Δεν τίθεται θέμα επηρεασμού του δικαιώματος του εφεσείοντα να προβάλει λόγους ακυρώσεως της δεύτερης πράξης, σε περίπτωση που εγκαταλειφθεί η έφεση, όπως αποφασίστηκε στη Χαραλάμπους ν. Πουλλικά, ούτε βέβαια μπορεί να ισχύσουν εδώ τα όσα αποφασίστηκαν στην Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά., με δεδομένο ότι η νέα προσφυγή έχει ήδη εκδικαστεί, χωρίς μάλιστα να εφεσιβληθεί από τον εφεσείοντα. Θεωρούμε ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη εφαρμόζονται και στην παρούσα. Η επανεξέταση έχει ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού που δημιουργείται από την ακυρωθείσα απόφαση. Εφόσον η ΕΕΥ επανεξέτασε την υπόθεση και επαναδιόρισε τον εφεσείοντα αναδρομικά, η ακυρωθείσα διοικητική απόφαση εξαφανίστηκε και δεν παρέμεινε ο,τιδήποτε προς επίλυση με την έφεση. Ειδικότερα, με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπου η δεύτερη ακυρωτική απόφαση, δεν εφεσιβλήθηκε, η συνέχιση της παρούσας έφεσης, μόνο σε περιπλοκή μπορεί να οδηγήσει. Βεβαίως η απόφαση στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη εκδόθηκε μετά την καταχώρηση της παρούσας έφεσης. Αυτό όμως δεν στερεί από την Ολομέλεια να εφαρμόσει τον λόγο (ratio decidenti) της εν λόγω απόφασης, ως δεσμευτικό προηγούμενο. Ούτε βέβαια μας ζητήθηκε να αποστούμε από τη Λαμπρατσιώτη.

 

3.  Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση γίνεται απο[*605]δεκτή και, συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.

 

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

Αναφερόμενες υποθέσεις:

 

Στυλλή κ.ά. ν. Π.Ε.Α.Λ. «Ο ΚΛΑΡΙΟΣ» Λτδ κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ. 460,

 

Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202,

 

Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316,

 

Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109,

 

ΚΟΑ ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110,

 

Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 685,

 

Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 913.

 

Έφεση.

 

Έφεση από το Ενδιαφεόμενο Μέρος εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1938/08), ημερομηνίας 15/6/2010.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσίβλητο.

 

Ε. Συμεωνίδου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Κατά την έναρξη της διαδικασίας, εγέρθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσιβλήτου προδικαστική ένσταση ότι ο εφεσείων απώλεσε το έννομό του συμφέρον και ότι τυχόν επιτυχία της έφεσης θα οδηγήσει σε αδιέξοδο.

 

Η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) [*606]ημερομηνίας 20.11.2008, δυνάμει της οποίας ο εφεσείων προήχθη στη μόνιμη θέση του Διευθυντή Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, από 1.12.2008, ακυρώθηκε με την πρωτόδικη απόφαση. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την καταχώρηση της παρούσας έφεσης εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους και αντέφεσης εκ μέρους του αιτητή. Μετά από την εν λόγω ακυρωτική απόφαση, η ΕΕΥ προέβη σε επανεξέταση και προήξε εκ νέου τον εφεσείοντα – ενδιαφερόμενο μέρος, αναδρομικά. Ακολούθησε η καταχώρηση εκ μέρους του εφεσίβλητου – αιτητή της προσφυγής υπ’ αριθμό 1301/2010, στην οποία έλαβε μέρος ο εφεσείων ως ενδιαφερόμενο μέρος. Το Δικαστήριο στις 13.9.2012 εξέδωσε και πάλι ακυρωτική απόφαση, η οποία δεν εφεσιβλήθηκε. Ακολούθησε νέα επανεξέταση, όπου το διορίζον όργανο διόρισε τον εφεσίβλητο αναδρομικά στην ίδια θέση, με αποτέλεσμα ο εφεσείων να καταχωρήσει την προσφυγή 279/2013, η οποία εκκρεμεί.

 

Στη βάση των πιο πάνω γεγονότων, ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι η απόφαση στην υπόθεση 1301/10 είναι τελεσίδικη με όλες τις προϋποθέσεις του δεδικασμένου και σε περίπτωση επιτυχίας της παρούσας έφεσης, θα υπάρχει ακόμα μία τελεσίδικη απόφαση η οποία θα συγκρούεται με την προηγούμενη. Ο κ. Κωνσταντίνου εισηγήθηκε ότι, σύμφωνα με την νομολογία, σε περίπτωση που υπάρχουν δύο συγκρουόμενες διαδικασίες, ισχύει η προγενέστερη, παραπέμποντας προς τούτο στην υπόθεση Στυλλή κ.ά. ν. Π.Ε.Α.Λ. «Ο ΚΛΑΡΙΟΣ» Λτδ κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ. 460. Υποστήριξε, περαιτέρω, ότι ο εφεσείων – ενδιαφερόμενο μέρος απώλεσε το έννομό του συμφέρον, με αναφορά στα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη ν. Ανδρέου κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 202.

 

Στον αντίποδα των επιχειρημάτων του εφεσιβλήτου, ο κ. Αγγελίδης εισηγήθηκε ότι η τελεσιδικία της πρώτης διοικητικής πράξης θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης και δεν επηρεάζεται από καμίαν άλλη διαδικασία. Σε περίπτωση δε κατά την οποίαν η Ολομέλεια αποφασίσει ότι εσφαλμένα ακυρώθηκε η επίδικη πράξη, είναι σαν να μην υπήρξε ποτέ ακύρωση. Τόνισε ο συνήγορος ότι οι αρμοδιότητες του αναθεωρητικού εφετείου επεκτείνονται στην επανεξέταση της διοικητικής πράξης και δεν περιορίζονται στον έλεγχο τυχόν σφάλματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Τέλος, ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι δεν τίθεται στην προκείμενη περίπτωση θέμα δεδικασμένου και θεώρησε αδιανόητο να έχει ο εφεσείων δικαίωμα υποβολής έφεσης και όταν έρχεται η σειρά της για εκδίκαση, στη βάση της δεύτερης απόφασης που εκδόθηκε το 2012, να βρίσκεται αντιμέτωπος με το υποβληθέν αίτημα, λόγω έκδοσης στο μεταξύ της απόφασης στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη (πιο πάνω).

[*607]Η Δημοκρατία δε λαμβάνει μέρος στη διαδικασία και η κα Συμεωνίδου που εμφανίστηκε, δεν επιθυμούσε να αναφέρει οτιδήποτε σχετικά με το εγειρόμενο θέμα. Σημειώνουμε ότι είναι επιθυμητό σε τέτοιες περιπτώσεις, η Δημοκρατία, έστω και αν δεν είναι αυτή που άσκησε έφεση, να θέτει τις θέσεις της, έχοντας υπόψη ότι ήταν η καθ’ ης η αίτηση στην πρωτόδικη διαδικασία και την επηρεάζει η έκβαση της υπόθεσης.

 

Κατ’ αρχάς, επισημαίνουμε ότι η κατοχή του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος συναρτάται με τη ζωτικότητα του συμφέροντος του προσφεύγοντος κατά τα τρία κρίσιμα στάδια (λήψη απόφασης, άσκηση προσφυγής, εκδίκαση) και όχι του ενδιαφερόμενου προσώπου που είναι η ιδιότητα του εφεσείοντος (βλ. Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 316).

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος δύναται να λαμβάνει μέρος στη διαδικασία όπου αμφισβητείται η νομιμότητα της πράξης διορισμού ή προαγωγής του η οποία τον επηρεάζει άμεσα, εφόσον η ακύρωση της πράξης ανατρέπει τα υπέρ του δεδομένα. Η εμπλοκή του στην όλη διαδικασία αποσκοπεί στην υποστήριξη της διοικητικής απόφασης (Μορίτσης ν. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Λαμπρατσιώτη (πιο πάνω)).

 

Στην υπόθεση Χρυσοστόμου κ.ά. ν. Κωνσταντινίδου κ.ά. (πιο πάνω) που παρέπεμψε ο κ. Αγγελίδης, εγέρθηκε κατ’ επίκληση του Κ.10(ι) του περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου των Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, θέμα ότι η έφεση ήταν καταφανώς αβάσιμη γιατί το διοικητικό όργανο, μετά την ακυρωτική απόφαση και εκκρεμούσης της έφεσης, προέβη στο διορισμό των εφεσειόντων αναδρομικά, απόφαση που οι εφεσείοντες αποδέχτηκαν χωρίς επιφύλαξη. Η δεύτερη πράξη είχε προσβληθεί και εκκρεμούσε η εκδίκαση της προσφυγής εκείνης. Στις σελ. 319 – 320 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

      «Η έφεση αποτελεί το δικαιϊκό μέσο για τη θεώρηση της ορθότητας πρωτόδικης δικαστικής απόφασης. Συνιστά ασφαλιστική δικλίδα για την ορθή διαπίστωση και εφαρμογή του νόμου στην υπόθεση η οποία εκδικάζεται. Η αποδοχή, στην προκείμενη υπόθεση, της δεύτερης διοικητικής απόφασης δεν υποδηλώνει αποποίηση του δικαιώματος άσκησης έφεσης, κατά της πρώτης δικαστικής απόφασης, ούτε επάγεται την απόσβεση της έφεσης. Η έφεση έχει ως λόγο τη θεώρηση της ορθότητας της δι[*608]καστικής απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η πρώτη διοικητική πράξη. Η αποδοχή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αναφέρεται αποκλειστικά στην πράξη εκείνη.

 

      Είναι ορθό ότι σκοπός της δικαστικής λειτουργίας είναι η επίλυση διαφορών και η αποσαφήνιση δικαιωμάτων, όπου είναι αναγκαία, προς αποτροπή εκδηλωθείσας διαμάχης ως προς το περιεχόμενο ή την άσκησή τους. Το Δικαστήριο δεν επιλαμβάνεται δικαστικών διαβημάτων τα οποία έχουν θεωρητικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία για την απόρριψη δικαστικού μέτρου το οποίο δεν αποβλέπει στην επίλυση ζωτικής διαφοράς. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν καταφαίνεται ως αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η έφεση απώλεσε τη ζωτικότητά της ή κάθε σημασία για τα δικαιώματα των εφεσειόντων.

 

      Δοθείσας της φύσης της δικαιοδοσίας, την οποία καλούμεθα να ασκήσουμε, είμαστε ηθελημένα φειδωλοί στη διατύπωση θέσεων ώστε να μή προκαταλάβουμε την απόφασή μας σε οποιοδήποτε από τα τεθέντα, με την έφεση, θέματα. Περιοριζόμεθα στη διαπίστωση ότι δεν καταφαίνεται, ως αναντίλεκτο γεγονός, ότι η έφεση έχει απωλέσει το αντικείμενό της. Η προσβολή της δεύτερης διοικητικής απόφασης αποδυναμώνει κάθε πιθανό επιχείρημα ότι η επίλυση των επιδίκων θεμάτων της έφεσης έχει προσλάβει θεωρητικό ή ακαδημαϊκό χαρακτήρα.»

 

Θεωρούμε ότι η πιο πάνω απόφαση δεν βοηθά στην αποδοχή των εισηγήσεων του κ. Αγγελίδη. Πέραν του ότι πρόκειται για θέμα που εγέρθηκε στα πλαίσια απόρριψης έφεσης στο στάδιο της προδικασίας, τα γεγονότα της διαφοροποιούνται από την παρούσα και δεν μπορεί να έχει εφαρμογή. Εδώ, μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου και στη βάση αυτής το διοικητικό όργανο προέβη σε επανεξέταση, διορίζοντας τον εφεσείοντα αναδρομικά, με τον εφεσίβλητο να υποβάλλει προσφυγή αμφισβητώντας την ορθότητα της απόφασης. Στη διαδικασία αυτή έλαβε μέρος ο εφεσείοντας και, παρά το ακυρωτικό αποτέλεσμα της δεύτερης πράξης, η απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε, έχοντας καταστεί τοιουτοτρόπως τελεσίδικη. Η μη αμφισβήτηση της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου, επενεργεί αντίθετα με το δικαίωμά του να συνεχίσει την έφεση.

 

Θεωρούμε σκόπιμο, παρά το ότι οι συνήγοροι δεν μας παρέπεμψαν, να προβούμε σε μία αναδρομή των αποφάσεων, όπου εγέρθηκαν πανομοιότυπα ζητήματα.

[*609]Στην υπόθεση ΚΟΑ ν. Σάββα (2001) 3 Α.Α.Δ. 1110 ο ΚΟΑ, προτού ασκηθεί έφεση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου με την οποία ακυρώθηκε για πέμπτη φορά η προαγωγή του εφεσείοντα, ο ΚΟΑ συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση, παραμερίζοντάς την, προβαίνοντας και σε επανεξέταση του αντικειμένου της προηγούμενης απόφασής του, με το ίδιο αποτέλεσμα. Εγέρθηκε το ερώτημα κατά πόσο χωρεί έφεση κατά πρωτόδικης απόφασης, η οποία αποτέλεσε το βάθρο επανεξέτασης της ακυρωθείσας διοικητικής απόφασης, η οποία οδήγησε σε νέα απόφαση. Η Ολομέλεια κατέληξε ως ακολούθως στη σελ. 1114:

 

      «Η επανεξέταση έχει ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού που δημιουργείται από την ακυρωθείσα απόφαση. Μέσω της επέρχεται η πλήρωση του κενού, με την έκδοση νέας απόφασης. Αποδοχή της εξαφάνισης της πρώτης αποτελεί προϋπόθεση για τη γένεση νέας διοικητικής απόφασης.

 

      Η υποβολή της έφεσης συνιστούσε αντινομία προς την αποδοχή της ακυρωτικής απόφασης και η συνέχισή της, μετά την προσφυγή κατά της νέας διοικητικής απόφασης (έκτης), κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου - (βλ. Δ/ντής των Φυλακών ν. Περρέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ.217).»

 

Στην υπόθεση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 685, μετά την ακυρωτική απόφαση του Δικαστηρίου, το ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε έφεση, εν τω μεταξύ, όμως, η ΕΔΥ συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση και επανεξέτασε το θέμα, καταλήγοντας σε προαγωγή του αιτητή αναδρομικά στην επίδικη θέση. Το ενδιαφερόμενο μέρος δεν προσέβαλε τη νέα πράξη και η προθεσμία για προσβολή της παρήλθε. Τέθηκε λοιπόν το ερώτημα κατά πόσο το ΕΜ μπορούσε να συνεχίσει με την πρώθηση της έφεσης του ή κατά πόσο δεσμευόταν από τη νέα απόφαση, αφού δεν την προσέβαλε. Σ’ εκείνη την υπόθεση διαφοροποιήθηκε η υπόθεση ΚΟΑ ν. Σάββα (πιο πάνω) επί των γεγονότων της, γιατί είναι το ΕΜ που εφεσίβαλε την απόφαση (και όχι το διοικητικό όργανο), το οποίο κρίθηκε ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι δεσμεύεται από την απόφαση συμμόρφωσης με την ακυρωτική απόφαση, του διοικητικού οργάνου. Συναφώς, η Ολομέλεια κατέληξε ως ακολούθως, στις σελ. 687 - 8:

 

      «Έχοντας εξετάσει με προσοχή το εγειρόμενο θέμα, έχουμε καταλήξει στο συμπέρασμα πως η παρούσα έφεση δεν έχει χάσει το αντικείμενό της. Ο εφεσείων έχει επιλέξει να συνεχίσει την έφεση του και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε αν την εγκατέλειπε [*610]αν θα μπορούσε να προβάλει λόγους ακυρότητας για τη δεύτερη απόφαση, λόγους που ίσως έχει να προβάλει στην παρούσα έφεση. Δεν δεχόμαστε ότι η έφεση δεν έχει πλέον αντικείμενο. Αν ο εφεσείων-ΕΜ επιτύχει στην έφεση του και επικυρωθεί η επίδικη διοικητική απόφαση με ανατροπή της ετυμηγορίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η καθ’ ης η αίτηση Αρχή Ηλεκτρισμού θα έχει τότε την υποχρέωση να ανακαλέσει τη δεύτερη απόφαση, συμμορφούμενη με το αποτέλεσμα της έφεσης.»

 

Στην υπόθεση επίσης Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 913 τέθηκε θέμα απώλειας του αντικειμένου της έφεσης. Εκεί ο διορισμός του εφεσείοντα ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ότι σύνθεση και λειτουργία του Εκλεκτορικού Σώματος του ΤΕΠΑΚ έπασχε. Ο εφεσείων καταχώρησε έφεση ενώ το ΤΕΠΑΚ προχώρησε σε επανεξέταση, με νόμιμη σύνθεση αυτή τη φορά επαναδιορίζοντας στην επίδικη θέση τον εφεσείοντα αναδρομικά. Αποτέλεσμα ήταν η καταχώρηση νέας προσφυγής η οποία εκκρεμούσε κατά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας. Κρίθηκε από την Ολομέλεια ότι ο εφεσείων δεν είχε απωλέσει το έννομο συμφέρον του, διότι το ενδεχόμενο επιτυχίας της έφεσης δεν θα ήταν άνευ σημασίας εφόσον δεν θα παρέμεινε οτιδήποτε να συζητηθεί στη νέα προσφυγή, ενώ θεωρήθηκε ότι το γεγονός του επαναδιορισμού του εφεσείοντος και η ανεπιφύλακτη υπ’ αυτού αποδοχή του επαναδιορισμού του δεν επενεργούσε αντίθετα με το δικαίωμα του να συνεχίσει την έφεση που άσκησε πριν τον επαναδιορισμό του.

 

Ακολούθησε η απόφαση στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη (πιο πάνω), στην οποία στήριξε ο κ. Κωνσταντίνου την εισήγησή του για έλλειψη έννομου συμφέροντος της εφεσείουσας. Σ’ εκείνη την υπόθεση, η εφεσίβλητη- αιτήτρια πρωτοδίκως, μαζί με άλλη αιτήτρια, επεδίωξαν την ακύρωση της πράξης διορισμού της εφεσείουσας και δύο άλλων προσώπων σε μόνιμη θέση στις ιατρικές υπηρεσίες. Η προσφυγή πέτυχε ως προς την εφεσείουσα, ο διορισμός της οποίας ακυρώθηκε, ενώ απορρίφθηκε για τις άλλες δύο ενδιαφερόμενες. Ακολούθησε η καταχώρηση έφεσης και αντέφεσης από την εφεσίβλητη. Η ΕΔΥ, από την πλευρά της, αποδέχθηκε την πρωτόδικη κρίση και προχώρησε σε επανεξέταση, με αποτέλεσμα τον εκ νέου αναδρομικό διορισμό της εφεσείουσας. Η επανεξέταση αποτέλεσε έναυσμα για την αντεφεσείουσα να προβάλει υπό τύπο προδικαστικής ένστασης ότι η έφεση παρέμεινε άνευ αντικειμένου. Σημειώνεται, επίσης, ότι η εφεσίβλητη είχε καταθέσει προσφυγή για το νέο διορισμό, η οποία βρισκόταν σε εκκρεμότητα. Η Ολομέλεια ανέφερε στη σελ. 210 της απόφασης τα εξής:

[*611]«Η ίδια όμως η εφεσείουσα δεν διατηρεί πλέον δικαίωμα να εμμένει στην έφεση της, αποδεχθείσα τον επαναδιορισμό της διότι η διοικητική πράξη επί της οποίας κρίθηκε άκυρος ο πρώτος διορισμός της, εξέλιπε. Και περαιτέρω έπαυσε και να έχει οποιαδήποτε ισχύ εφόσον το ίδιο το διοικητικό όργανο που την παρήγαγε αποδέχθηκε την ακύρωση και το λόγο αυτής και επομένως επανεξέτασε το διορισμό στην επίδικη θέση εξ υπαρχής με τα δεδομένα, νομικά και πραγματικά που υπήρχαν τότε, τηρουμένων του ακυρωτικού αποτελέσματος. Η παραχθείσα τότε πράξη εφόσον ακυρώθηκε, εξαφανίστηκε, σύμφωνα και με το Άρθρο 57 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99, η δε Ε.Δ.Υ. επανέφερε τα πράγματα στην προτέρα τους  κατάσταση, πριν την έκδοση της νέας πράξης.

 

Η καταχώρηση νέας προσφυγής δεν αποτελεί από μόνο του στοιχείο τέτοιο που προσδίδει έννομο συμφέρον εφόσον η νέα προσφυγή συναρτάται προς νέα δεδομένα, της παλαιότερης πράξης εξαφανισθείσας με την απόφαση του διοικητικού οργάνου να αποδεχθεί την ετυμηγορία του Δικαστηρίου και να επανεξετάσει. Ούτε βέβαια ο χρόνος καταχώρησης της έφεσης, αν δηλαδή καταχωρήθηκε πριν τον επαναδιορισμό της εφεσείουσας έχει σημασία διότι ακριβώς η επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης υποδηλώνει και την αποδοχή του ακυρωτικού αποτελέσματος της, (Δήμος Αραδίππου κ.ά. ν. Γεωργίου (Αρ.1)(2003) 3 Α.Α.Δ. 25, σελ. 28-29, και στην Κοινοπραξία Action PR & Publications Ltd & Epistle (Epistele) Communications & Media Ltd v. Κοινοπραξίας L & T Partners Communications Services Ltd & PR Partners Ltd (2009) 3 A.A.Δ. 475).»

 

Στην προκείμενη περίπτωση, η έφεση καταχωρήθηκε μετά την επανεξέταση που έγινε και διορίστηκε εκ νέου ο εφεσείων. Συνεπώς, τα γεγονότα της παρούσας διαφοροποιούνται τόσο από την απόφαση Χαραλάμπους ν. Πουλλικά όσο και από την Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά.. Δεν τίθεται θέμα επηρεασμού του δικαιώματος του εφεσείοντα να προβάλει λόγους ακυρώσεως της δεύτερης πράξης, σε περίπτωση που εγκαταλειφθεί  η έφεση, όπως αποφασίστηκε στη Χαραλάμπους ν. Πουλλικά, ούτε βέβαια μπορεί να ισχύσουν εδώ τα όσα αποφασίστηκαν στην Ιωάννου ν. Γραβάνη κ.ά., με δεδομένο ότι η νέα προσφυγή έχει ήδη εκδικαστεί, χωρίς μάλιστα να εφεσιβληθεί από τον εφεσείοντα.

 

Θεωρούμε ότι τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη εφαρμόζονται και στην παρούσα. Η επανεξέταση έχει ως αντικείμενο την πλήρωση του κενού που δημιουργείται από την [*612]ακυρωθείσα απόφαση. Εφόσον η ΕΕΥ επανεξέτασε την υπόθεση και επαναδιόρισε τον εφεσείοντα αναδρομικά,  η ακυρωθείσα διοικητική απόφαση εξαφανίστηκε και δεν παρέμεινε ο,τιδήποτε προς επίλυση με την έφεση. Ειδικότερα, με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης όπου η δεύτερη ακυρωτική απόφαση, δεν εφεσιβλήθηκε, η συνέχιση της παρούσας έφεσης, μόνο σε περιπλοκή μπορεί να οδηγήσει.

 

Βεβαίως η απόφαση στην υπόθεση Λαμπρατσιώτη εκδόθηκε μετά την καταχώρηση της παρούσας έφεσης. Αυτό όμως δεν στερεί από την Ολομέλεια να εφαρμόσει τον λόγο (ratio decidenti) της εν λόγω απόφασης, ως δεσμευτικό προηγούμενο. Ούτε βέβαια μας ζητήθηκε να αποστούμε από τη Λαμπρατσιώτη.

 

Για τους πιο πάνω λόγους η προδικαστική ένσταση γίνεται αποδεκτή και, συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται.

 

Διαταγή ως ανωτέρω.

 

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο