Αμβροσίου Σταύρος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 613

ECLI:CY:AD:2015:C807

(2015) 3 ΑΑΔ 613

[*613]2 Δεκεμβρίου, 2015

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΥ,

 

Εφεσείων - Αιτητής,

 

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 60/2011)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Απαιτούμενα προσόντα ― Ειδικά το προσόν της ακεραιότητας χαρακτήρα ― Δεν επληρούτο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ― Αθωωτική απόφαση ποινικού δικαστηρίου, η οποία όμως έδιδε λαβή για πειθαρχική δίωξη του απαλλαγέντος δημοσίου υπαλλήλου.

 

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Έλλειψη δέουσας έρευνας ― Διαπιστώθηκε στον ύψιστο βαθμό στην κριθείσα περίπτωση ― Κρίθηκε ότι η επίδικη απόφαση έπασχε λόγω παντελούς έλλειψης πλήρους και δέουσας έρευνας με ανοιχτό το ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Απαιτούμενα προσόντα ― Ουσιώδης χρόνος κατοχής τους ― Παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση επιλογής Πρέσβη ― Περιστάσεις.

 

Ο εφεσείων ενέμεινε με την έφεση στην αξίωσή του για ακύρωση των επίδικων προαγωγών στη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

1.  Όταν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία, το δημόσιο συμφέρον απαιτεί στο να πληρωθεί από άτομο που έχει ακέραιο χαρακτήρα. Όταν, όπως εν προκειμένω, η θέση συνεπάγεται ευαίσθητη [*614]αποστολή όπως την εκπροσώπηση της Δημοκρατίας σε ξένες Κυβερνήσεις ή/και ∆Διεθνείς Οργανισμούς και την προαγωγή και διαφύλαξη των συμφερόντων της, η ανάγκη αυτή προβάλλει πιο επιτακτικά. Στην προκειμένη περίπτωση, παρά την αθωωτική του απόφαση, το Εφετείο προέβη σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις που άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Παπαδήμα. Οι παρατηρήσεις του Εφετείου αποτέλεσαν το έναυσμα για την αποστολή επιστολής από το Γενικό Εισαγγελέα με ημερομηνία 4.6.2007, προς τον τότε Υπουργό Εξωτερικών.   Ακολούθησε ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού από το Υπουργικό Συμβούλιο. Οι διοικητικοί φάκελοι που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, δεν διαφωτίζουν για τα περαιτέρω. Το ζήτημα, πάντως, του διορισμού ερευνώντα λειτουργού, ουδόλως απασχόλησε τους εφεσίβλητους κατά την επανεξέταση. 

 

2.  Με δεδομένο ότι η υποχρέωση της διοίκησης να επανεξετάσει άρχεται από την ημερομηνία της ακυρωτικής απόφασης, είναι ορθή η θέση της συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι καθ’ όλη τη διαδικασία της επανεξέτασης ήταν σε ισχύ τελεσίδικη, αθωωτική απόφαση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Παπαδήμα. Δεν συμφωνούμε, όμως, με τη θέση της ότι απόρροια της αθωωτικής απόφασης υπέρ του Κ. Παπαδήμα οδηγούσε απαραίτητα στην πλήρωση του απαιτούμενου προσόντος της ακεραιότητας χαρακτήρα. Κατά το χρόνο της επανεξέτασης η παρελθούσα πραγματικότητα που ίσχυε κατά το 2004 είχε μεταβληθεί με τη νέα κατάσταση που δημιούργησε ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού, σε σχέση με γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του Κ. Παπαδήμα. Ωστόσο, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η ΕΔΥ έστρεψαν την προσοχή τους, ως όφειλαν, στο ερώτημα κατά πόσο το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα. Θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι υπάρχει παντελής έλλειψη πλήρους και δέουσας έρευνας για το ζήτημα και ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης.

 

3.  Εξάλλου παρόλο που το ζήτημα της κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος από το Λ. Μαρκίδη, όπως τέθηκε πρωτόδικα από τον εφεσείοντα, συναρτάτο με την ημερομηνία κατοχής του προσόντος και, συνεπώς, τη δυνατότητα ο Λ. Μαρκίδης να θεωρηθεί προσοντούχος για την επίδικη θέση, το Δικαστήριο δεν το εξέτασε από αυτή τη σκοπιά. Σύμφωνα με το Άρθρο 34(15) του Νόμου, ένας υποψήφιος στην περίπτωση πρώτου διορισμού και προαγωγής, πρέπει να κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση αυτή τόσο κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των [*615]αιτήσεων όσο και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται μόνο αναφορικά με τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, με τα οποία κάποιος καθίσταται υποψήφιος για τη θέση και δεν ισχύει ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία που προσμετρούν στην αξία κάποιου υποψηφίου και τα οποία είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι την ημέρα λήψης της απόφασης. Εν προκειμένω, ο Λ. Μαρκίδης κατείχε το εν λόγω προσόν κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση για το διορισμό του, ωστόσο δεν το κατείχε κατά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων, ημερομηνία σημαντική ως προς την εξακρίβωση κατοχής των απαιτούμενων προσόντων, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να προσμετρήσει για τους σκοπούς ικανοποίησης των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας. Εσφαλμένα επομένως θεωρήθηκε ο Λ. Μαρκίδης έγκυρος υποψήφιος για προαγωγή.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Haris v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 147,

 

Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47,

 

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373,

 

Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1082/09), ημερομηνίας 22/3/2011.

 

Π. Παπαγεωργίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Χατζηγεωργίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Με την πρωτόδικη διαδικασία ο εφεσείων προ[*616]σέβαλε την απόφαση των εφεσιβλήτων που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12.6.2009, με την οποία προήχθησαν τα Ενδιαφερόμενα Μέρη Λεωνίδας Μακρίδη, Αντώνης Τουμαζή και Κώστα Παπαδήμας, στη μόνιμη θέση Πρέσβη, Εξωτερικές Υπηρεσίες, αναδρομικά από 1.11.2004, μετά από επανεξέταση λόγω ακύρωσης της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας από το Ανώτατο Δικαστήριο για το λόγο ότι δεν είχαν τηρηθεί πρακτικά από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Σε κάποιο στάδιο της πρωτόδικης διαδικασίας, η προσφυγή εναντίον του Αντώνη Τουμαζή αποσύρθηκε.

 

Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκαν και οι τρεις λόγοι ακύρωσης που απασχόλησαν το πρωτόδικο δικαστήριο στην απόφαση του ότι: η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητη, ότι δεν λήφθηκαν υπόψη από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας («ΕΔΥ») τα τρία αξιολογικά κριτήρια, ενώ δόθηκε υπέρμετρη σημασία στην προφορική εξέταση και δεν υπήρξε δέουσα έρευνα από πλευράς της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά ούτε από πλευράς της ΕΔΥ ως προς την κατοχή των απαιτούμενων προσόντων από τα ενδιαφερόμενα μέρη, ειδικότερα του απαιτούμενου προσόντος της άριστης γνώσης της Αγγλικής γλώσσας και, στην περίπτωση του ενδιαφερόμενου μέρους Παπαδήμα, της ακεραιότητας χαρακτήρα. Παράλληλα απορρίφθηκε και το παράπονο του εφεσείοντα ότι παραγνωρίστηκε η κατοχή από τον ίδιο του πρόσθετου προσόντος της καλής γνώσης της Γαλλικής γλώσσας.

 

Ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης ετυμηγορίας με δύο λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο προβάλλεται ότι εσφαλμένα απερρίφθη η προσφυγή του και εσφαλμένα αποφάνθηκε το πρωτόδικο δικαστήριο ότι η προσβαλλόμενη με την προσφυγή πράξη δεν έπασχε. Η αιτιολογία του λόγου αυτού συναρτάται με τη θέση ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν πραγματεύθηκε όλους τους προβληθέντες για ακύρωση λόγους, ενώ οι εξετασθέντες λόγοι δεν θα έπρεπε να είχαν το αποτέλεσμα στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο, ο εφεσείων εμμένοντας και επαναλαμβάνοντας τις θέσεις που είχε προβάλει πρωτόδικα. Με το δεύτερο λόγο έφεσης ο εφεσείων θεωρεί ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο επιδίκασε το ποσό των €1.300 εξόδων σε βάρος του, ισχυριζόμενος ότι δεν εφαρμόστηκαν ορθά οι σχετικές αρχές και κανόνες που διέπουν το ζήτημα της άσκησης της εξουσίας του δικαστηρίου για την επιδίκαση εξόδων, ενώ τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και οι ενέργειες και συμπεριφορά των δύο πλευρών θα έπρεπε να οδηγήσουν το δικαστήριο στην μη επιδίκαση εξόδων.

[*617]Στο πολυσέλιδο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα αναπαράγονται οι γραπτές αγορεύσεις που καταχώρησε πρωτόδικα, στην προσφυγή 1082/09, στις οποίες αναπτύσσονται σε έκταση οι θέσεις του, μεταξύ άλλων, ότι δεν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα σχετικά με το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας προσόν του «ακέραιου χαρακτήρα» σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Κώστα Παπαδήμα. Η θέση αυτή, η οποία σημειώνεται αλλά δεν συζητείται στην πρωτόδικη απόφαση, τονίστηκε ιδιαίτερα ενώπιον μας από το συνήγορο του εφεσείοντα με αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στην Ποινική Έφεση 6/07 η οποία ασκήθηκε επιτυχώς από τον Κ. Παπαδήμα εναντίον της καταδίκης του από το Κακουργιοδικείο σε κατηγορίες για άσεμνη επίθεση και σεξουαλική παρενόχληση εργαζομένων μεταξύ αρχών του έτους 2002 και Μαΐου του 2005, όταν υπηρετούσε ως πρέσβης στην πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Στοκχόλμη:

 

«Τελειώνοντας, παρατηρούμε ότι έστω και αν τα γεγονότα είχαν διαδραματιστεί κάτω από τις συνθήκες που ο εφεσείων ισχυρίστηκε, η όλη διαγωγή του ήταν απαράδεκτη, ηθικά ανεπίτρεπτη, πολλές φορές χυδαία, αλλά και ταπεινωτική, τόσο γι’ αυτόν όσο και για όσους αυτή επηρέαζε. Η συμπεριφορά του αυτή στον χώρο εργασίας εξέθετε και τον ίδιο υπό την ιδιότητά του ως επικεφαλής της διπλωματικής αποστολής, αλλά και την διπλωματική υπηρεσία του κράτους γενικά και κατ’ επέκταση και την Κυπριακή Δημοκρατία, που του εμπιστεύθηκε την εκπροσώπησή της στην ξένη χώρα.»

 

Κατά τον εφεσείοντα, ενόψει των δεδομένων της υπόθεσης, το ενδιαφερόμενο μέρος Κ. Παπαδήμας απώλεσε την ιδιότητα του προσοντούχου με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και εσφαλμένα συνέχισε να θεωρείται από τους εφεσίβλητους ως προσοντούχος. Παράλληλα εγείρει το ερώτημα γιατί δεν ζητήθηκε η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, εννοώντας προφανώς, πριν από τη λήψη της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ απορεί για την μη συζήτηση «του θέματος Κώστα Παπαδήμα» από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ.

 

Όταν πρόκειται για θέση ψηλά στην ιεραρχία, το δημόσιο συμφέρον απαιτεί στο να πληρωθεί από άτομο που έχει ακέραιο χαρακτήρα. Όταν, όπως εν προκειμένω, η θέση συνεπάγεται ευαίσθητη αποστολή όπως την εκπροσώπηση της Δημοκρατίας σε ξένες Κυβερνήσεις ή/και Διεθνείς Οργανισμούς και την προαγωγή και διαφύλαξη των συμφερόντων της, η ανάγκη αυτή προβάλλει πιο επιτακτικά.

Στην προκειμένη περίπτωση, παρά την αθωωτική του απόφαση, το Εφετείο προέβη σε συγκεκριμένες παρατηρήσεις που άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Παπαδήμα. Οι παρατηρήσεις του Εφετείου αποτέλεσαν το έναυσμα για την αποστολή επιστολής από το Γενικό Εισαγγελέα με ημερομηνία 4.6.2007, προς τον τότε Υπουργό Εξωτερικών με την επισήμανση ότι «Παρά το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον κατηγορούμενο … τούτο δεν σημαίνει ότι δε μπορεί να διωχθεί πειθαρχικά, κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 78 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 …» και με την υπόδειξη στον Υπουργό, ως αρμόδια αρχή, να μεριμνήσει για τη διεξαγωγή πειθαρχικής έρευνας εναντίον του Κ. Παπαδήμα, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 81(2) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο*. Ακολούθησε πράγματι ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού από το Υπουργικό Συμβούλιο. Οι διοικητικοί φάκελοι που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο, δεν διαφωτίζουν για τα περαιτέρω. Το ζήτημα, πάντως, του διορισμού ερευνώντα λειτουργού, ουδόλως απασχόλησε τους εφεσίβλητους κατά την επανεξέταση.

 

Με δεδομένο ότι η υποχρέωση της διοίκησης να επανεξετάσει άρχεται από την ημερομηνία της ακυρωτικής απόφασης, είναι ορθή η θέση της συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι καθ’ όλη τη διαδικασία της επανεξέτασης ήταν σε ισχύ τελεσίδικη, αθωωτική απόφαση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους Κ. Παπαδήμα. Δεν συμφωνούμε, όμως, με τη θέση της ότι απόρροια της αθωωτικής απόφασης υπέρ του Κ. Παπαδήμα οδηγούσε απαραίτητα στην πλήρωση του απαιτούμενου προσόντος της ακεραιότητας χαρακτή[*619]ρα. Μπορεί εδώ να θεωρηθεί πως το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης δημιούργησε μαχητό τεκμήριο κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος, το οποίο όμως θα μπορούσε να καταρριφθεί με την κατάδειξη γεγονότων ή στοιχείων που τείνουν προς το αντίθετο.

 

Είναι γεγονός ότι κατά την 5.7.2004, που ήταν η ημερομηνία λήξης για την υποβολή αιτήσεων με βάση το σχέδιο υπηρεσίας και, ως εκ τούτου, ο ουσιώδης για την πλήρωση του προσόντος του ακέραιου χαρακτήρα χρόνος, δεν υπήρχαν οι καταγγελίες που οδήγησαν στην καταχώρηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του Κ. Παπαδήμα, ούτε βέβαια η απόφαση του Εφετείου. Ούτε υπήρχαν οποιαδήποτε στοιχεία στους διοικητικούς φακέλους, κατά τον ουσιώδη αυτό χρόνο, που να άπτονται της διαγωγής/συμπεριφοράς του, ώστε να επιβαλλόταν η εκ μέρους της διοίκησης διερεύνησης τους σε συνάρτηση με την κατοχή από τον Κ. Παπαδήμα του προαναφερόμενου προσόντος.  

 

Κατά το χρόνο της επανεξέτασης όμως, η παρελθούσα πραγματικότητα που ίσχυε κατά το 2004 είχε μεταβληθεί με τη νέα κατάσταση που δημιούργησε ο διορισμός ερευνώντα λειτουργού, σε σχέση με γεγονότα που ανάγονταν στον ουσιώδη χρόνο και, όπως έχει ήδη αναφερθεί, άπτονταν της συμπεριφοράς και διαγωγής του Κ. Παπαδήμα. Ωστόσο, ούτε η Συμβουλευτική Επιτροπή ούτε η ΕΔΥ έστρεψαν την προσοχή τους, ως όφειλαν, στο ερώτημα κατά πόσο το εν λόγω ενδιαφερόμενο μέρος πληρούσε ή όχι την απαίτηση του σχεδίου υπηρεσίας για ακεραιότητα χαρακτήρα (βλ. Haris v. The Republic of Cyprus (1989) 3 C.L.R. 147, Δημοκρατία ν. Πανταζή (1991) 3 Α.Α.Δ. 47 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 373). Θεωρούμε, υπό τις περιστάσεις, ότι υπάρχει παντελής έλλειψη πλήρους και δέουσας έρευνας για το ζήτημα και ενδεχόμενο εμφιλοχώρησης πλάνης.

 

Θεωρεί επίσης ο εφεσείων πως δεν υπήρξε δέουσα έρευνα σε σχέση με την κατοχή από το ενδιαφερόμενο μέρος Λ. Μαρκίδη του απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντος της άριστης γνώσης της Αγγλικής γλώσσας αφού, κατά τον εφεσείοντα, το προσόν αυτό το απέκτησε ο Λ. Μαρκίδης μετά από τη διεξαγωγή στις 16.9.2004 σχετικών γραπτών εξετάσεων από το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού, ενώ ο ουσιώδης χρόνος είναι η 5.7.2004.

 

Παρόλο που το ζήτημα της κατοχής του συγκεκριμένου προσόντος από το Λ. Μαρκίδη, όπως τέθηκε πρωτόδικα από τον εφεσείοντα, συναρτάτο με την ημερομηνία κατοχής του προσόντος [*620]και, συνεπώς, τη δυνατότητα ο Λ. Μαρκίδης να θεωρηθεί προσοντούχος για την επίδικη θέση, το Δικαστήριο δεν το εξέτασε από αυτή τη σκοπιά.

 

Στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 11.6.2004, δημοσιεύτηκαν δύο κενές θέσεις Πρέσβη, Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής, με τελευταία ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων την 5.7.2004. Κατόπιν προτάσεων του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών για πλήρωση ακόμη τριών μόνιμων θέσεων, η ΕΔΥ αποφάσισε την πλήρωση δύο από τις θέσεις αυτές στα πλαίσια της διαδικασίας που ήδη βρισκόταν σε εξέλιξη κατ’ εφαρμογή του Άρθρου 34(14) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως (Αρ.2) του 2004 (στο εξής «ο Νόμος»), με αποτέλεσμα να θεωρείται ότι οι θέσεις αυτές δημοσιεύτηκαν την ημέρα κατά την οποία δημοσιεύτηκαν οι άλλες θέσεις. Για την πρόσθετη θέση που προέκυψε λόγω ακύρωσης της προαγωγής του κατόχου της, λήφθηκε απόφαση να μην πληρωθεί επειδή εναντίον της συγκεκριμένης απόφασης εκκρεμούσε έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 34(15) του Νόμου, ένας υποψήφιος στην περίπτωση πρώτου διορισμού και προαγωγής, πρέπει να κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας για τη θέση αυτή τόσο κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων όσο και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, η αρχή αυτή εφαρμόζεται μόνο αναφορικά με τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, με τα οποία κάποιος καθίσταται υποψήφιος για τη θέση και δεν ισχύει ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία που προσμετρούν στην αξία κάποιου υποψηφίου και τα οποία είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι την ημέρα λήψης της απόφασης. Εν προκειμένω, ο Λ. Μαρκίδης κατείχε το εν λόγω προσόν κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση για το διορισμό του, ωστόσο δεν το κατείχε κατά τη λήξη της προθεσμίας για την υποβολή των αιτήσεων, ημερομηνία σημαντική ως προς την εξακρίβωση κατοχής των απαιτούμενων προσόντων, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να προσμετρήσει για τους σκοπούς ικανοποίησης των απαιτούμενων προσόντων του σχεδίου υπηρεσίας. Εσφαλμένα επομένως θεωρήθηκε ο Λ. Μαρκίδης έγκυρος υποψήφιος για προαγωγή.

 

Ενόψει των πιο πάνω διαπιστώσεων μας, η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί. Καθίσταται δε αχρείαστη η ενασχόληση μας με τα υπόλοιπα ζητήματα που τίθενται με την έφεση.

[*621]Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ακυρώνεται. Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ’ έφεση επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον των εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο