Βενιζέλου Χρύσανθος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 46

ECLI:CY:AD:2016:C59

(2016) 3 ΑΑΔ 46

[*46]1 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΡΥΣΑΝΘΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ,

 

Eφεσείων-Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μΕσω

ΔιευθυντΗ ΦυλακΩν,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 67/2010)

 

 

Έφεση ― Αίτηση για Επανακρόαση Έφεσης ― Η νομική θέση που ισχύει στην Κύπρο είναι ξεκάθαρη ― Δεν υπάρχει τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας και μια απόφαση Εφετείου είναι τελική και τελεσίδικη ― Η σύμφυτη εξουσία του δικαστηρίου, η οποία υπάρχει, εφαρμόζεται προς θεραπεία ατέλειας δικαστικής διαδικασίας οπότε αυτό επιβάλλεται από την διασφάλιση λειτουργίας του Δικαστηρίου ― Η ατέλεια αυτή έχει την έννοια λάθους ή κάποιας παράλειψης που δεν ανάγεται σε επανασυζήτηση των επίδικων θεμάτων που αποφασίστηκαν ήδη τελεσίδικα.

 

Έφεση ― Επανάνοιγμα ― Μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφασης, επανάνοιγμα της υπόθεσης είναι δυνατό μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που προβάλλεται κάποιο λάθος στην όψη της απόφασης ή παράλειψη ενασχόλησης με συγκεκριμένη ένσταση ή σημείο.

 

Μετά την έκδοση της απόφασης του Εφετείου, ο εφεσείοντας/αιτητής καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση με την οποία επιδιώκει τον παραμερισμό της απόφασης, την επανασυζήτηση της έφεσης και την καταγραφή των πραγματικών δεδομένων της υπηρεσιακής του σχέσης.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την αίτηση, αποφάσισε ότι:

 

Ο εφεσείων/αιτητής με την αίτησή του ισχυρίζεται πως ουδέποτε η σχέση του με το Δημόσιο ήταν ιδιωτική σύμβαση εργασίας και παραπέμπει στο Νόμο, Κανονισμούς και Σχέδια Υπηρεσίας. Με την ένστασή της η Δημοκρατία ισχυρίζεται πως με την επίδικη αίτηση ζητείται [*47]από το Εφετείο να ενεργήσει ως τριτοβάθμιο δικαστήριο και ουσιαστικά ζητείται από το Εφετείο αναθεώρηση της δικής του απόφασης, πράγμα ανέφικτο. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα/αιτητή επέμενε ότι δεν ακούστηκε ή όσα υπέβαλε πρωτόδικα και κατ’ έφεση αγνοήθηκαν.

 

Ο δικηγόρος των εφεσιβλήτων/καθ’ ων η αίτηση στις δικές του αγορεύσεις εισηγείται ότι δια της αίτησης «εισάγεται διαδικασία τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας. Το Ανώτατο Δικαστήριο (είτε εν ολομέλεια είτε ως εφετείο) όταν ασκεί τη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία, δεν έχει εξουσία αναθεώρησης οποιασδήποτε απόφασης του. Ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας. Στο Δικαστήριο ενυπάρχει σύμφυτη διαδικασία προς θεραπεία ατέλειας δικαστικής διαδικασίας, οποτεδήποτε τούτο επιβάλλεται από τη διασφάλιση της λειτουργίας του Δικαστηρίου ως Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης. Η ατέλεια αυτή έχει την έννοια λάθους ή κάποιας παράλειψης που δεν ανάγεται σε επανασυζήτηση και επαναδιαπραγμάτευση των επίδικων θεμάτων που αποφασίστηκαν ήδη τελεσίδικα.  Ο,τιδήποτε έξω απ’ αυτό το πλαίσιο θα ισοδυναμούσε με «νομολογιακή εγκαθίδρυση» τριτοβάθμιας διαδικασίας. Στην Κύπρο, με βάση το Άρθρ.155.1 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί δευτεροβάθμια διαδικασία. Δεν προβάλλεται δια της παρούσης αίτησης λάθος στην όψη της απόφασης, ούτε παράλειψη ενασχόλησης με συγκεκριμένη ένσταση ή σημείο. Επιχειρείται ουσιαστικά επανάνοιγμα της υπόθεσης για να δοθεί «η απόφαση που επιδιώκει ο αιτητής».

 

Η αίτηση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060,

 

Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49,

 

Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226,

 

Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (Αρ.2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1772,

 

Αδάμου ν. Ιωάννου κ.ά. (Αρ. 2) (2015) 3 Α.Α.Δ. 528, ECLI:CY:AD:2015:C686,

 

Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583,

 

In re Πουργουρίδης (2015) 1 Α.Α.Δ. 1403, ECLI:CY:AD:2015:A459,

 

[*48]Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδης (1968) 1 C.L.R. 295,

 

Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ ΛΤΔ κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302,

 

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339,

 

Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2023,

 

Pinochet (No. 2) [1999] 1 All E.R. 577,

 

Taylor a.o. v. Lawrence a.o. [2003] Q.B. 528.

 

Έφεση-Αίτηση.

 

Αίτηση από τον Εφεσείοντα για παραμερισμό και/ή ακύρωση και/ή τροποποίηση απόφασης στα πλαίσια της έφεσης από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Χατζηχαμπής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1114/2009) ημερ. 20/4/2010.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή/Εφεσείοντα.

 

Κ. Σταυρινός – Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση/Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δικαστή.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο αιτητής (πρώην εφεσείοντας) διατυπώνει δια της αίτησης του ημερ. 19.6.2015 τρία αιτήματα και/ή θεραπείες, ως εξής:

 

(α)  απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να παραμερίζει και/ή να ακυρώνει την απόφαση ημερ. 21.5.2015 στην, με την πιο πάνω αριθμό και τίτλο, Αναθεωρητική Έφεση.

 

(β)  απόφαση και/ή διάταγμα που να επιτρέπει και/ή διατάσσει την καταγραφή των πραγματικών δεδομένων της υπηρεσιακής σχέσης του συγκεκριμένου Εφεσείοντα που ίσχυαν, κατά το Νόμο και κανονισμούς, από το διορισμό του, έως την πειθαρχική καταδίκη του, τα οποία ουδεμία σχέση εί[*49]χαν ή έχουν με το ιδιωτικό δίκαιο, και έκδοση απόφασης με βάση τα πραγματικά και νομικά αυτά δεδομένα.

 

(γ) απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου που να τροποποιεί την ήδη εκδοθείσα, την 21.5.2015, απόφαση ώστε να είναι σύμφωνη προς το Σύνταγμα, το Νόμο και τους Κανονισμούς, ώστε να αρθεί η αδικία και να εκπληρωθεί η έννοια της δίκαιης δίκης και το οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος.  Αιτείται επίσης ο αιτητής οποιανδήποτε άλλη διαταγή ήθελε το Δικαστήριο κρίνει ορθή ή αναγκαία χάριν της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης.

 

Ως νομική βάση της αίτησης παρουσιάζονται τα ακόλουθα:

 

«(i) Τα Άρθρα 35, 30, 28, 25 και 1Α του Συντάγματος.

 

(ii) Οι Διαδικαστικοί Κανονισμοί του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 Καν.17-19 και στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς περί Εφέσεων (Αναθεωρητική Δικαιοδοσία) 19.11.1964 Καν. 2 και 3.

 

(iii) Οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.48 θ.1-4 και θ.9, Δ.35, θ.3, 8, 9, 19, 25, Δ.25 θ.5-6, Δ.57 θ.2, Δ.64 θ.1-2.

 

(iv) Στις σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου προς προστασία κάθε ατομικού δικαιώματος διάδικου και πλήρους απονομής δικαιοσύνης ατομικού δικαιώματος διάδικου και πλήρους απονομής δικαιοσύνης χωρίς σφάλματα επί των γεγονότων και/ή της νομικής διάστασης του θέματος προς επίλυση.

 

(vi) Οι Κανόνες της Επιείκειας».

 

Πραγματική βάση είναι η ένορκη δήλωση του αιτητή, ο οποίος αναφέρεται στα πραγματικά, κατά την άποψη του, δεδομένα της προσφυγής και της έφεσης.

 

Ο αιτητής παραπονείται ότι στην απόφαση της Ολομέλειας (απόφαση της πλειοψηφίας) «πρωτογενώς και εσφαλμένα» θεωρήθηκε «η αφετηρία και η εξέλιξη» της σχέσης αυτής ως ιδιωτικού δικαίου» και ότι αυτό προδιαγράφει και «την φύση του τερματισμού της σχέσης».

 

Επιμένει ο αιτητής ότι «ουδέποτε η σχέση του με το Δημόσιο ήταν ιδιωτική σύμβαση εργασίας» και παραπέμπει στο «Νόμο, [*50]Κανονισμούς και Σχέδια Υπηρεσίας». Καταλήξει δε ως εξής:

 

«7. Η αναφορά λοιπόν στην απόφαση ότι «…….θεωρήθηκε και περιγράφηκε η επίδικη σχέση έκτακτης εργοδότησης του συγκεκριμένου δεσμοφύλακα από τη Δημοκρατία ως ιδιωτικού δικαίου….» είναι ανακριβής, αντίθετα στην πραγματικότητα και το Νόμο.  Πρόκειται για αβάσιμο πρωτογενές, ανεπίτρεπτο και εσφαλμένο εύρημα, αντίθετο στο οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος και επιβάλλει τον παραμερισμό της απόφασης της πλειοψηφίας.

 

8. Πρέπει να αναφέρω ότι, την ίδια ημέρα που εκδόθηκε η απόφαση υποβλήθηκε η επισυνημμένη ως παράρτημα – τεκμήριο Α, ειδοποίηση αίτημα από το Δικηγόρο μου, που με απογοήτευση μου διαπιστώνω ότι δεν έτυχε την οποιασδήποτε αντιμετώπισης.

 

9. Γι’ αυτό και υποβλήθηκε πρόσθετα, το παρόν διάβημα γιατί θεωρώ και έχω την περί τούτου γνώμη του δικηγόρου μου ότι, είχα διασφαλισμένο δικαίωμα εργασίας, το οποίο πρόβλεπε, κατ’ ίση μεταχείριση, προστασία κατά το δημόσιο δίκαιο με βάση τους σχετικούς Κανονισμούς. Η διοίκηση εφάρμοσε μεν τον πειθαρχικό κώδικα ως κανόνα δημοσίου δικαίου για να με απολύσει, πλην όμως Δικαστικά θεωρήθηκε, εσφαλμένα, αντίθετα στα Άρθρα 30, 28 και 35 του Συντάγματος, ότι είναι απόφαση ιδιωτικού δήθεν δικαίου.

 

10. Έχω την πεποίθηση ότι, υπήρξε σφάλμα επί των πραγματικών και νομικών δεδομένων, με πρωτογενές λανθασμένο συμπέρασμα που επιβάλλει να εξαφανιστεί η απόφαση της πλειοψηφίας της 21.5.15, χάριν της πλήρους απονομής του δικαίου.»

 

Επισυνάπτεται ακόμη στην αίτηση σχετική ένορκη δήλωση εκ των δικηγόρων του αιτητή με παραπομπή και αναφορά στους σχετικούς νόμους και Κανονισμούς στους οποίους έγινε επίκληση στις δικαστικές διαδικασίες (πρωτόδικη και δευτεροβάθμια).

 

Η αίτηση συνάντησε την ένσταση της Δημοκρατίας η οποία βασίζεται στο Άρθρ.155.1 και 2 του Συντάγματος, στο Άρθρο 2 του περί Εφέσεων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1996, στο Άρθρο 11(1)(2)(3) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης Νόμου του 1964, όπως τροποποιήθηκε και στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.

[*51]Ο κύριος πυρήνας της ένστασης είναι ότι με την επίδικη αίτηση ζητείται από το Εφετείο να ενεργήσει ως τριτοβάθμιο δικαστήριο και ουσιαστικά ζητείται από το Εφετείο αναθεώρηση της δικής του απόφασης, πράγμα ανέφικτο. Το αίτημα, λέει ο κ. Σταυρινός, είναι άγνωστο στο Νόμο και καταδικασμένο σε αποτυχία.

 

Δόθηκαν σχετικές οδηγίες και καταχωρήθηκαν γραπτώς αγορεύσεις των μερών στις οποίες αναλύονται οι επιμέρους θέσεις.  Ο κ. Αγγελίδης σθεναρά επέμενε επί των θέσεων του στηριζόμενος κυρίως στη Δημοκρατία ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060. Στις σελ.3 έως 12 της αγόρευσης του γίνεται αναφορά στη νομική και πραγματική πτυχή που αφορά την περίπτωση του αιτητή ως έκτακτου δεσμοφύλακα και πώς αντιμετωπίστηκε νομικά η απόλυση του, η οποία είχε οδηγήσει στην καταχώρηση της προσφυγής αρχικώς και στην απόφαση Χατζηχαμπή, Δ. η οποία και την απέρριψε ως πράξη αφορώσα το χώρο του ιδιωτικού δικαίου. Ακολούθησε η καταχώρηση έφεσης  και η απόφαση του Εφετείου που επικύρωσε την πρωτόδικη θεώρηση.

 

Καταλήγει ο κ. Αγγελίδης ότι «ουσιαστικά ο εφεσείων/αιτητής δεν ακούστηκε ή όσα υπέβαλε πρωτόδικα και κατ’ έφεση αγνοήθηκαν» και πως η Αβραάμ ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 49 δεν ίσχυε εν προκειμένω. Εμμένοντας στις θέσεις που προέβαλε πρωτόδικα και δευτεροβάθμια ο κ.Αγγελίδης εισηγείται ότι παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο «να διορθώσει το λάθος του».

 

Ο κ. Σταυρινός στις δικές του αγορεύσεις εισηγείται ότι δια της αίτησης «εισάγεται διαδικασία τρίτου βαθμού δικαιοδοσίας» Παραθέτοντας στην Ολομέλεια αρκετές αποφάσεις για του λόγου το αληθές, κατέληξε να αναφέρει ότι η Πουλλής ανωτέρω ουδόλως προσομοιάζει με τα περιστατικά της παρούσας.

 

Επισήμανε δε ιδιαιτέρως την υπόθεση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226 στην οποία γίνεται ευρεία αναφορά στην ενυπάρχουσα νομολογία με κατάληξη ότι το Ανώτατο Δικαστήριο (είτε εν ολομέλεια είτε ως εφετείο) όταν ασκεί τη δευτεροβάθμια του δικαιοδοσία, δεν έχει εξουσία αναθεώρησης οποιασδήποτε απόφασης του. Ανάληψη τέτοιας δικαιοδοσίας θα ισοδυναμούσε ουσιαστικά με άσκηση τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας. (βλ. Παπακόκκινου ν. Δήμου Πάφου (αρ.2) (1999) 1 Α.Α.Δ. 1772).

 

Στις προφορικές ενώπιον μας διευκρινίσεις ο κ. Αγγελίδης [*52]τόνισε την ισχύ και τη δυναμική της Πουλλή και μας ανέφερε ότι δεν έφερε το θέμα στην Πλήρη Ολομέλεια αλλά ενώπιον μας, παρά το ότι θα μπορούσε να το πράξει.

 

Στην Πουλλή, όπως ορθά παραθέτει τα πραγματικά της περιστατικά ο κ. Σταυρινός, μετά την ολοκλήρωση της δίκης και την έκδοση απόφαση με την οποία είχε ακυρωθεί προαγωγή με αποδοχή της αντέφεσης, διαπιστώθηκε ότι η διαδικασία δεν είχε επιδοθεί σε ενδιαφερόμενα μέρη, ενός μάλιστα από τα οποία η προαγωγή είχε ακυρωθεί, αφού η Ολομέλεια δέχθηκε την αντέφεση.

 

Είναι κάτω από αυτές τις περιστάσεις που κρίθηκε ότι η διαδικασία ήταν άκυρη και η Πλήρης Ολομέλεια παραμέρισε την απόφαση και διέταξε επανάληψη της δίκης.

 

Σημαντικό είναι να δώσουμε το ratio της Πουλλή όπως δόθηκε δια του Πική, Π., όπως ήταν τότε.

 

Αφού τονίστηκε η σημασία της επίδοσης στους διάδικους και στα ενδιαφερόμενα μέρη κάτι που δεν είχε γίνει, καταλήγει το Δικαστήριο ως εξής:

 

«Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένη ενέργεια ή συγκεκριμένο δικονομικό διάβημα για την κινητοποίηση του δικαστηρίου να εκπληρώσει το οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος και να παραμερίσει άκυρη απόφαση. Εφόσον τα γεγονότα που εκθέτουν την απόφαση σε ακύρωση περιέλθουν σε γνώση του, το ίδιο το δικαστήριο μπορεί να θέσει το θέμα και να δράσει, αφού ακούσει πάντα ενδιαφερόμενο. Άλλη αντιμετώπιση θα προσέκρουε στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, όπως υποδεικνύει ο Pennycuick V-C στη Fleet Mortgage v Lower Maisonette [1972] 2 All ER 737. Τα ίδια υιοθετεί και ο Sir Arnold P στην Ebrahim v Ali [1983] 3 All E.R. 615:- (σελ. 616)

 

“It is, in my judgment, quite plain that where there has been no service of process any order made in the litigation in which process should have been served must necessarily be void, unless service has been in some way validly dispensed with.”

 

(Ελληνική μετάφραση ελεύθερη:

 

«Σύμφωνα με την απόφασή μου, είναι σαφές ότι, όπου δε γίνεται επίδοση της διαδικασίας, οποιαδήποτε διαταγή εκδίδε[*53]ται στη δίκη, στην οποία η διαδικασία έπρεπε να είχε επιδοθεί, πρέπει απαρέγκλιτα να θεωρείται ως άκυρη, εκτός εάν εξουσιοδοτήθηκε εγκύρως η μη επίδοσή της.»)

 

Διαπιστώνουμε ότι παρέχεται στο δικαστήριο σύμφυτη δικαιοδοσία ακύρωσης διαταγής ή απόφασης, που εκδίδεται σε διαδικασία η οποία δεν επιδίδεται σε ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Αυτό ισχύει τόσο στην περίπτωση της έφεσης όσο και της αντέφεσης, που ακούονται χωρίς γνωστοποίηση της διαδικασίας σε κάθε διάδικο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Η ακύρωση αποτελεί χρέος προς αποκατάσταση της δικαιοσύνης και το χρέος αυτό μπορεί να πληρωθεί είτε μετά από διάβημα ενδιαφερομένου προσώπου ή με πρωτοβουλία του ιδίου του δικαστηρίου.

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ούτε η έφεση ούτε η αντέφεση επιδόθηκαν στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Ως αποτέλεσμα, η απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2572 κρίνεται άκυρη και παραμερίζεται.

 

Η έφεση και η αντέφεση θα ακουστούν εξ αρχής. Εκδίδονται οδηγίες προς επίδοση αμφοτέρων στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.

 

Νέα ημερομηνία ακροάσεως θα δοθεί από το Πρωτοκολλητείο».

 

Όπως τονίσαμε και στις υποθέσεις Αδάμου ν. Ιωάννου κ.ά. (Αρ. 2) (2015) 3 Α.Α.Δ. 528, ECLI:CY:AD:2015:C686, παραπέμποντας τόσο στην Πουλλή αλλά και στη Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 583, στο Δικαστήριο ενυπάρχει σύμφυτη διαδικασία προς θεραπεία ατέλειας δικαστικής διαδικασίας, οποτεδήποτε τούτο επιβάλλεται από τη διασφάλιση της λειτουργίας του Δικαστηρίου ως Δικαστηρίου της Δικαιοσύνης.

 

Η ατέλεια όμως αυτή έχει την έννοια λάθους ή κάποιας παράλειψης που δεν ανάγεται σε επανασυζήτηση και επαναδιαπραγμάτευση των επίδικων θεμάτων που αποφασίστηκαν ήδη τελεσίδικα.

 

Ο,τιδήποτε έξω απ΄αυτό το πλαίσιο θα ισοδυναμούσε με «νομολογιακή εγκαθίδρυση» - αν μας επιτρέπεται ο όρος – τριτοβάθμιας διαδικασίας.

 

Στην Κύπρο, με βάση το Άρθρ.155.1 του Συντάγματος, το Ανώτατο Δικαστήριο ασκεί δευτεροβάθμια διαδικασία. Εν προκειμένω οι διάδικοι είχαν λάβει τα δικονομικά διαβήματα που [*54]τους παρέχονται. Πρώτα ακούστηκαν πρωτοδίκως δια της προσφυγής με ανάπτυξη επιχειρημάτων και νομικών αναλύσεων. Το Δικαστήριο υπό Χατζηχαμπή, Δ., όπως ήταν τότε, κατέληξε στην επίδικη απόφαση του. Ακολούθησε η έφεση και η ακρόαση με ανάπτυξη ομοίως επιχειρημάτων, θέσεων και αναλύσεων εν πολλοίς ταυτόσημα με επιχειρήματα που τίθενται εν προκειμένω. Της ακρόασης της έφεσης ακολούθησε η έκδοση της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η έφεση με επικύρωση της πρωτόδικης προσέγγισης.

 

Δεν προβάλλεται δια της παρούσης αίτησης λάθος στην όψη της απόφασης, ούτε παράλειψη ενασχόλησης με συγκεκριμένη ένσταση ή σημείο. Απλώς, εν προκειμένω, η πλευρά του αιτητή εμμένοντας ότι έχει δίκαιο, μας καλεί να ξανααποφασίσουμε και μάλιστα να ξανααποφασίσουμε υιοθετώντας τη δική του θέση, ενώ ακριβώς την απορρίψαμε. Η απόφαση μειοψηφίας – ακριβώς γιατί συντελέστηκε η σχετική ανάπτυξη επιχειρημάτων ενώπιον μας - πείστηκε για την ορθότητα των εισηγήσεων της πλευράς του εφεσείοντα. Εν αντιθέσει, η πλειοψηφία δεν πείστηκε γι΄αυτό και η έφεση απορρίφθηκε. Επιχειρείται ουσιαστικά επανάνοιγμα της υπόθεσης για να δοθεί «η απόφαση που επιδιώκει ο αιτητής».

 

Σαφώς και δεν είναι αυτός ο σκοπός της Πουλλή ούτε της Αδάμου ανωτέρω.

 

Όπως επαναλήφθηκε στη In re Πουργουρίδης (2015) 1 Α.Α.Δ. 1403, ECLI:CY:AD:2015:A459, η δυνατότητα διόρθωσης λάθους είναι δεδομένη και ανάγεται στη σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου να αποδώσει ορθότερα ή πληρέστερα την διαμορφωθείσα κρίση του.

 

Στο ίδιο πλαίσιο «παράλειψης» ανάγεται η Πουλλής και Αδάμου. Είναι φανερό ότι οι πιο πάνω αποφάσεις είναι διαφορετικές με την προσπάθεια που γίνεται εν προκειμένω για επαναφορά στο Εφετείο των ιδίων θεμάτων για να ληφθεί μια διαφορετική απόφαση από την υπάρχουσα, μια απόφαση που να βρίσκει σύμφωνο τον αιτητή. Ισχύουν εν προκειμένω αυτά που λέχθησαν στις Ορφανίδης ν. Μιχαηλίδης (1968)1 Α.Α.Δ. 295, Αγαθοκλέους ν. ΕΔΑΞΥΛ ΛΤΔ κ.ά. (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 302 και στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339.

 

Στην Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω), μετά την αποπεράτωση της αναθεωρητικής έφεσης, ο αποτυχών εφεσείων ζήτησε με αίτηση επανακρόαση της έφεσης υπό της ολομέλειας του [*55]Δικαστηρίου. Η ολομέλεια αποφάσισε ως εξής:

 

«Αποδοχή του αιτήματος του αιτητή, θα συνεπαγόταν την αναγνώριση, έξω από τα πλαίσια του νόμου, τριτοβάθμιας δικαιοδοσίας, θεσμού άγνωστου στο νόμο. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφασή μας στην Ορφανίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας, (1992) 3 Α.Α.Δ. 44 (ανωτέρω):- (σελ.56)

 

«Για την ολοκλήρωση της εικόνας η οποία διαγράφεται από τη νομολογία ως προς το δικαιοδοτικό πλαίσιο των εξουσιών και αρμοδιοτήτων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πρέπει να αναφερθούμε και στις Attorney - General v. Georghiou (1984) 2 C.L.R. 251, και Γενικός Εισαγγελέας ν. Λαζαρίδη και άλλου (1992) 2 Α.Α.Δ. 8, όπου αναγνωρίστηκε ότι το Σύνταγμα δεν καθιερώνει δικαίωμα έφεσης και ότι η θεσμοθέτησή του ανάγεται στη νομοθετική λειτουργία. Εξάλλου, έχει αναγνωρισθεί ότι η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται από την επιφύλαξη του Άρθρου 11(2) (πρόβλεψη για έφεση), είναι δευτεροβάθμια και ασκείται βάσει και σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις που προβλέπουν και καθορίζουν οι σχετικοί διαδικαστικοί θεσμοί (βλ., μεταξύ άλλων, Republic v. Vassiliades (1967) 3 C.L.R. 82, Branco Salvage Ltd v. Republic (1967) 3 C.L.R. 213 και Δημοκρατία ν. Βιολάρη & άλλης(1991) 3 Α.Α.Δ. 456).»

 

Δε θα επεκταθούμε στη συζήτηση του θέματος, εκτός από του να διαπιστώσουμε ότι το αίτημα, το οποίο έχει υποβληθεί, είναι άγνωστο στο νόμο και, εκ προοιμίου, καταδικασμένο σε αποτυχία. Ο νόμος προβλέπει ένα στάδιο έφεσης, το οποίο, στην προκείμενη υπόθεση, έχει διανυθεί με την ακρόαση της έφεσης και εξαντληθεί με την έκδοση της απόφασης».

 

Η πιο πάνω προσέγγιση επαναλήφθηκε με απόλυτο και κατηγορηματικό τρόπο στην υπόθεση Κτηνοτροφική Επιχείρηση Π.Σ.Μ. Πέτρου Λτδ ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2012) 1 Α.Α.Δ. 2023 στην οποία με ανάλυση της έννοιας των εγγενών εξουσιών του Δικαστηρίου με αναφορά στις αγγλικές υποθέσεις Ex. p. Pinochet Ugarte (No.2) (1999)1 All E.R. 577 και στην Taylor and another v. Lawrence and Another [2003] Q.B. 528, τονίστηκε ότι οι ισχυρισμοί των αιτητών ουσιαστικά αφορούσαν σε προβαλλόμενα ως λάθη του Εφετείου το οποίο επικύρωσε την πρωτόδικη προσέγγιση και τέτοιες θέσεις μόνο στα πλαίσια τριτοβάθμιας διαδικασίας θα μπορούσαν να εξετα[*56]στούν η οποία δεν υφίσταται στο κυπριακό δίκαιο.

 

Για το παρόν διάβημα δεν βρίσκουμε ότι παρέχεται καμία δυνατότητα επιτυχίας και η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο