Getian General Services Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 107

ECLI:CY:AD:2016:C131

(2016) 3 ΑΑΔ 107

[*107]1 Μαρτίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

GETIAN GENERAL SERVICES LTD.,

 

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣ ΠΑΡΕΚΚΛΙΣΕΩΝ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

3. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ’ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 185/2010)

 

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχές επί της συνθέσεως των συλλογικών διοικητικών οργάνων ― Άρθρο 22 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου αρ. 158(Ι)/99 ― Ερμηνεία υπό το φως της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε, ότι δεν παραβιάστηκε στην εξετασθείσα υπόθεση.

 

Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της χρηστής διοίκησης για να παραβιαστεί θα πρέπει να υπάρχει θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας του αποφασίζοντος οργάνου ― Δεν παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

 

Η Εφεσείουσα επεδίωξε με την έφεσή της, την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή της κατά της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου να απορρίψει το αίτημα της, για χορήγηση πολεοδομικής αδείας, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι, η σύνθεση του Συμβουλίου Παρεκκλίσεων πάσχει, καθότι, ένας εκ των μελών, έλαβε μέρος στην τελική συνεδρία του Συμβουλίου, ημερ. 22 Ιανουαρίου 2008, [*108]ενώ απουσίαζε από την αμέσως προηγούμενη, ουσιωδέστατης, όπως αναφέρθηκε, σημασίας, συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 27 Σεπτεμβρίου 2007, κατά την οποία είχε διεξαχθεί η δημόσια συζήτηση και επίσης απουσίαζε από την επιτόπια εξέταση που έγινε.

 

Κρίνεται πως δεν έχει, με οποιοδήποτε τρόπο, παραβιασθεί η πρόνοια του Άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99. Η δήλωση για ενημέρωση με «όλων των στοιχείων, αναγκαίων για τη λήψη απόφασης», καλύπτει και την περίπτωση της επιτοπίου εξετάσεως.

 

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προβάλλεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης.  Όπως είναι δοσμένη η νομική αρχή, για να εξεταστεί θέμα παραβίασης κανόνων της χρηστής διοίκησης, θα πρέπει να υπάρχει θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας του αποφασίζοντος οργάνου. Είναι αποδεκτό από την εφεσείουσα ότι, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λήφθηκε μετά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Για να στοιχειοθετηθεί ότι η διοίκηση έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, συνεπώς καθίσταται κακή χρήση αυτής, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να παραβιασθεί η αρχή της χρηστής διοίκησης.

 

Η ίδια η προβλεπόμενη διαδικασία παρέκκλισης, από τον ορισμό και τη φύση της, υποδηλεί ότι το αρμόδιο όργανο θα παραχωρήσει ή θα εγκρίνει μια ανάπτυξη κατά παρέκκλιση μιας υφιστάμενης νομοθεσίας. Η ύπαρξη του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας είναι δευτερογενής νομοθεσία, η οποία επιβάλλει και καθορίζει τις παραμέτρους μέσα στις οποίες η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή θα πρέπει να ενεργεί, έτσι ώστε, να προστατεύεται ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε η πολεοδομική νομοθεσία, ήτοι η προστασία και η ευημερία των πολιτών, με σκοπό την αποφυγή της ανομοιόμορφης και χωρίς σχέδιο και προγραμματισμό, ανάπτυξης. Η πρωτόδικη απόφαση περί του ότι με οποιοδήποτε τρόπο το μέτρο της μη έγκρισης της παραχώρησης αδείας, κατά παρέκκλιση, αποτελεί δυσανάλογο ή επαχθές μέτρο σε βάρος του διοικουμένου, είναι ορθή. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε, αφού μελέτησε όλες τις εισηγήσεις των αρμοδίων και την έκθεση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, ότι δεν πρέπει να εγκρίνει αυτή την ανάπτυξη, και έτσι έπραξε.

 

Η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν εντός των επιτρεπόμενων ορίων.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

[*109]Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Παυλίδη κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 251,

 

Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242,

 

Ioannis Georgiou Piggeri Ltd. v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 316.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κληρίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1425/2008) ημερ. 29/9/2010.

 

Ν. Ζερβού (κα) με Α. Παντελίδη, ασκούμενο δικηγόρο, για                            Λ. Γεωργίου, για την Εφεσείουσα.

 

Γ. Χατζηχάννα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, με Μ. Πελετιέ (κα), ασκούμενη δικηγόρο, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Κ. Παμπαλλής.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Το αίτημα της εφεσείουσας, για χορήγηση πολεοδομικής αδείας, κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, απορρίφθηκε μετά από απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Η εν λόγω απόφαση προσβλήθηκε με αίτηση ακυρώσεως ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία, με απόφαση ημερ. 29 Σεπτεμβρίου 2010, απορρίφθηκε. Με σκοπό την αμφισβήτηση της ορθότητας της εν λόγω απόφασης αδελφού Δικαστή, καταχωρήθηκε η παρούσα έφεση.

 

Τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζεται η υπόθεση αυτή έχουν ως ακολούθως.

 

Η εφεσείουσα επιθυμούσε να προβεί σε ανάπτυξη και δη για τη δημιουργία κλειστής βιομηχανικής μονάδας κατασκευής σκυροδέματος σε τεμάχιο γης στην Παλλουριώτισσα, στο Δήμο Λευκωσίας. Η εν λόγω ανάπτυξη θα έπρεπε να εγκριθεί κατά παρέκκλιση, γιατί δεν ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες της παραγράφου 11.7 του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας, αφού, τέτοιου είδους ανάπτυξη προτείνεται για χωροθέτηση εντός βιομηχανικής ανάπτυξης κατη[*110]γορίας Α η οποία βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη Γερίου – Ιδαλίου, ενώ το ακίνητο της εφεσείουσας βρίσκεται εντός βιομηχανικής ανάπτυξης κατηγορίας Β. Η Πολεοδομική Αρχή, κατ’ εφαρμογή των σχετικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 309/99), υπέβαλε έκθεση στο Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων. Η εν λόγω Πολεοδομική Αρχή, απαριθμώντας τους λόγους και εξειδικεύοντας τους παράγοντες που προσδιόρισε, έκρινε ότι θα ήταν δυνατή η χορήγηση της αιτούμενης πολεοδομικής αδείας, υπό προϋποθέσεις.

 

Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, έχοντας υπόψη την πιο πάνω έκθεση, ζήτησε τις απόψεις του Γενικού Διευθυντή του Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Η άποψη του τελευταίου ήταν ότι, υπό προϋποθέσεις, η προτεινόμενη ανάπτυξη θα μπορούσε να χωροθετηθεί στο τεμάχιο της αιτήτριας και σύστησε τη χορήγηση της αιτούμενης αδείας. Το Συμβούλιο Μελέτης Παρεκκλίσεων, κατ’ εφαρμογή του Κανονισμού 16(1) της Κ.Δ.Π. 309/99, αποφάσισε και προχώρησε στη διεξαγωγή δημόσιας ακρόασης. Στη συνέχεια, μελετώντας όλα τα δεδομένα, αποφάσισε, κατά πλειοψηφία, όπως εισηγηθεί στο Υπουργικό Συμβούλιο την απόρριψη της αίτησης καθότι, όπως αναφέρεται, αυτή δεν ενέπιπτε σε κανένα από τα κριτήρια του Κανονισμού 19(1)(α), (β) της Κ.Δ.Π. 309/99. Το Υπουργικό Συμβούλιο εξετάζοντας το θέμα και έχοντας υπόψη και την πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 6 Μαΐου 2008, προχώρησε στη συνεδρία του ημερ. 21 Μαΐου 2008 και απέρριψε την αίτηση.

 

Η εφεσείουσα προώθησε τελικώς δύο από τους τρεις καταχωρηθέντες λόγους έφεσης. Κατά πρώτο, ισχυρίστηκε η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσείουσας ότι, η σύνθεση του Συμβουλίου Παρεκκλίσεων πάσχει, καθότι, ένας εκ των μελών, ο Σάββας Σάββα, έλαβε μέρος στην τελική συνεδρία του Συμβουλίου, ημερ. 22 Ιανουαρίου 2008, ενώ απουσίαζε από την αμέσως προηγούμενη, ουσιωδέστατης, όπως αναφέρθηκε, σημασίας, συνεδρία του Συμβουλίου ημερ. 27 Σεπτεμβρίου 2007, κατά την οποία είχε διεξαχθεί η δημόσια συζήτηση και επίσης απουσίαζε από την επιτόπια εξέταση που έγινε.

 

Με το δεύτερο λόγο έφεσης η εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι η απόφανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως στην προκείμενη περίπτωση, δεν είχε εφαρμογή η αρχή της αναλογικότητας και της καλής πίστης, είναι λανθασμένη. Υπήρχαν, όπως προτάθηκε, ενώπιον του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων απόψεις και στοιχεία τεθέντα από αρχές και υπηρεσίες οι οποίες, υπό συγκεκριμένους όρους, πρόκριναν ως επιτρεπτή τη χορήγηση της αιτούμενης [*111]πολεοδομικής αδείας. Από δε τα πρακτικά του εν λόγω Συμβουλίου, συνέχισε, δεν φαίνεται να λήφθηκε οποιαδήποτε συγκεκριμένη απόφαση για το θέμα αυτό, ούτε δόθηκε αιτιολογία για τη μη αποδοχή τους. Περαιτέρω, η συνήγορος εισηγήθηκε ότι υπήρχε αναγκαιότητα εφαρμογής των αντισταθμιστικών μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο εξέτασης, πριν απορριφθεί η συγκεκριμένη αίτηση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Δημοκρατίας υπεραμύνθηκε της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης, τονίζοντας ότι είναι επιτρεπτό σε μέλος, πολυμελούς διοικητικού οργάνου, να απουσιάζει από κάποια συνεδρία και, εάν και εφόσον, συμμετέχει στις επόμενες, η παρουσία του να θεωρείται νόμιμη από τη στιγμή που, δηλωθεί με σαφήνεια από τον ίδιο, πριν την έναρξη της διαδικασίας, ότι, έχει διαβάσει όλα τα προηγούμενα πρακτικά και ενημερώθηκε πλήρως, συνεπώς είναι σε θέση να προχωρήσει στη διαδικασία λήψης της τελικής απόφασης. Αυτό έγινε επί του προκειμένου και ο Σ. Σάββα, ο οποίος απουσίαζε από την προηγούμενη συνεδρία, είχε, όπως φαίνεται στα πρακτικά, μελετήσει όλα τα έγγραφα και τα πρακτικά της δημόσιας ακρόασης, τα οποία ετοιμάστηκαν προηγουμένως και επικυρώθηκαν στις 22 Ιανουαρίου 2008. Περαιτέρω, οι απόψεις των διαφόρων υπηρεσιών είχαν ήδη δοθεί γραπτώς, συνεπώς, η απουσία του από τη δημόσια ακρόαση δεν κατέστησε την ενημέρωση του ελλιπή.

 

Το πρώτιστο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι η εισήγηση που προβλήθηκε και άπτεται της συνθέσεως του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) και ειδικότερα του Άρθρου 22, θεώρησε ότι η ληφθείσα από το συλλογικό όργανο απόφαση ήταν έγκυρη. Παρόλη την απουσία του Σ. Σάββα στη συνεδρία που προηγήθηκε, τούτο δεν επηρέασε την απόφαση, καθότι ο ίδιος είχε δηλώσει ότι ενημερώθηκε πλήρως σε συνάρτηση με τα προηγηθέντα. Έχουμε σημειώσει, σε προγενέστερο στάδιο, ότι, οι εισηγήσεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών και άλλων ενδιαφερομένων, όπως του Πολεοδομικού Συμβουλίου, της Υπηρεσίας Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, του ΕΤΕΚ και άλλων (Παράρτημα IV στην ένσταση), που αναπτύχθηκαν κατά το στάδιο της δημόσιας ακρόασης, είχαν δοθεί και γραπτώς. Συνεπώς, θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, υπήρχε η δυνατότητα πλήρους ενημέρωσης αναφορικά με όλα τα στοιχεία, που ήταν αναγκαία, για τη λήψη της απόφασης.

[*112]Κατά το στάδιο της συζήτησης της έφεσης η συνήγορος της εφεσείουσας επέμενε ότι, δεν υπήρχε σαφής δήλωση του Σ. Σάββα ότι διάβασε όλα τα πρακτικά της συνεδρίας 27 Σεπτεμβρίου 2007, ημέρα που είχε διεξαχθεί η δημόσια ακρόαση, καθότι, όπως είπε, ήταν 28 σελίδες και εγκρίθηκαν την ημέρα της συνεδρίας, δηλαδή 22 Ιανουαρίου 2008. Παρόλο που υποδείχθηκε από τη συνήγορο των εφεσιβλήτων το πρακτικό της 22 Ιανουαρίου 2008, η συνήγορος επέμενε στη θέση της.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η επέκταση του θέματος της γνώσης όπως προβλήθηκε από την εφεσείουσα. Το πρακτικό της 22 Ιανουαρίου 2008 (Παράρτημα VII επί της ενστάσεως), που αποτελεί αναντίλεκτα τη μόνη αυθεντική πηγή γνώσεως των διαμειφθέντων, αναφέρει:

 

"2.2 Ο κ. Σ. Σάββα ανέφερε στο Συμβούλιο ότι παρόλο που ο ίδιος δεν ήταν παρών όταν πραγματοποιήθηκε η Δημόσια Ακρόαση, έχει μελετήσει την αίτηση και όλα τα σχετικά με αυτήν έγγραφα και είναι πλήρως ενημερωμένος αναφορικά με τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης και συνεπώς είναι σε θέση να τοποθετηθεί ως προς την αίτηση."

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μας)

 

Η βασική αρχή που ρυθμίζει το θέμα της παρουσίας όλων των μελών ενός συλλογικού οργάνου καθορίζεται στη φράση του Άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99 «η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου».

 

Το θέμα αυτό και η φιλοσοφία, πίσω από τη συγκεκριμένη νομοθετική διάταξη, αναπτύχθηκε στην υπόθεση Πειθαρχικό Συμβούλιο Ιατρών ν. Παυλίδη κ.ά. (2010) 3 Α.Α.Δ. 251, ιδιαιτέρως στη σελ. 258, όπου αναφέρονται τα πιο κάτω:

 

"Το πιο πάνω λεκτικό αποκαλύπτει ότι ως θέμα αρχής ένα συλλογικό όργανο οφείλει να συζητεί και να λαμβάνει απόφαση για το συγκεκριμένο ζήτημα που το απασχολεί στη βάση διαδικασίας που διεξάγεται από τα ίδια μέλη, καθόλη τη διάρκεια της συζήτησης. Η σπουδαιότητα και η σημασία της αρχής αυτής αποκαλύπτεται με ιδιαίτερη γλαφυρότητα από το πιο κάτω απόσπασμα από τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 112:

 

[*113]«ΙΙΙ. Λειτουργία του οργάνου.

Α΄ Συζήτησις.

Η διαδικασία συζητήσεως και λήψεως αποφάσεως επί ωρισμένου θέματος δέον να διεξάγεται απ’ αρχής μέχρι τέλους ενώπιον των αυτών μελών του συλλογικού οργάνου, διότι ούτως εξασφαλίζεται η παρ’ εκάστου μέλους γνώσις και στάθμισις πάντων των κατά την διαδικασίαν προκυψάντων στοιχείων. Εάν η διαδικασία παρατείνεται εις πλείονας συνεδριάσεις, η σύνθεσις του συλλογικού οργάνου δέον να παραμείνη αναλλοίωτος καθ’ όλας τας συνεδριάσεις ταύτας:»

 

Το rationale του πιο πάνω αποσπάσματος και της συναφούς νομολογίας, είναι ακριβώς η απόκτηση από κάθε ένα από τα μέλη του συλλογικού οργάνου ενώπιον του οποίου συζητείται το ορισμένο θέμα, της απαραίτητης εκείνης γνώσης όλων των δεδομένων που παρουσιάζονται κατά τη διάρκεια της συζήτησης, γνώση που οδηγεί στην επακόλουθη στάθμιση και αξιολόγηση αυτών των δεδομένων, ώστε να ληφθεί από ένα έκαστο των μελών εκείνη η απόφαση που εξωτερικεύει τη δική του ατομική συνειδησιακή αντίληψη των ενώπιον του στοιχείων."

 

Σχετική με το θέμα της σύνθεσης είναι και η υπόθεση Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 Α.Α.Δ. 242, όπου στη σελ. 253 τονίστηκε:

 

"Η αρχή δικαίου παραμένει αναλλοίωτη ότι τα μέλη που συγκροτούν το συλλογικό όργανο υπέχουν υποχρέωση συμμετοχής στη σύνθεση του οργάνου εκτός όπου η απουσία τους εξ αντικειμένου κρίνεται δικαιολογημένη. Σε κάθε άλλη περίπτωση η αδικαιολόγητη απουσία μέλους συνεπάγεται παρανομία στη σύνθεση η οποία στοιχειοθετεί λόγο ακυρότητας που ανατρέχει στη ρίζα της διοικητικής διαδικασίας και συνεπώς δεν δικαιολογείται η εξέταση άλλου θέματος. Σχετική και επί παρόμοιου θέματος είναι η απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. στην Αντέννα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου, Υπόθ. Αρ. 437/2008, ημερ. 4.10.2010 με την οποία συμφωνούμε."

 

Η πρόνοια όπως είναι διατυπωμένη μέσα στο Άρθρο 22 του Νόμου 158(Ι)/99, επιτρέπει τη συνέχιση μιας διαδικασίας συλλογικού οργάνου, έστω και με διαφορετική σύνθεση, υπό κάποιες προϋποθέσεις. Αναφέρονται δε τα εξής:

 

[*114]"Η διαδικασία συζήτησης και λήψης απόφασης για ορισμένο θέμα πρέπει να διεξάγεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη του συλλογικού οργάνου. Αν η διαδικασία παρατείνεται σε περισσότερες συνεδρίες και η σύνθεση του οργάνου μετά την πρώτη συνεδρία αλλάξει με τη συμμετοχή μελών που ήταν απόντα στις προηγούμενες συνεδρίες, το συλλογικό όργανο δεν μπορεί να λάβει έγκυρη απόφαση στην τελευταία συνεδρία, εκτός αν στη συνεδρία αυτή επαναληφθεί από την αρχή η διαδικασία και η συζήτηση που προηγήθηκε. Αυτό δεν απαιτείται, όταν πρόκειται για απουσία από συνεδρία που ασχολήθηκε με προκαταρκτικά θέματα ή όταν τα μέλη τα οποία λαμβάνουν την τελική απόφαση είναι πλήρως ενημερωμένα σχετικά με όλα τα στοιχεία που είναι αναγκαία για τη λήψη απόφασης."

 

Η πλευρά της εφεσείουσας δεν αμφισβητεί τη νομική αυτή αρχή, ούτε τα γεγονότα όπως τα περιγράψαμε πιο πάνω. Εκείνο το οποίο η εφεσείουσα εισηγείται είναι ότι, η προγενέστερη συνεδρία του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων που έλαβε χώρα στις                              27 Σεπτεμβρίου 2007, κατά την οποία είχε διεξαχθεί η δημόσια συζήτηση, όπως επίσης και η επιτόπια εξέταση που έγινε, από τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, ήταν τέτοιας σημασίας που δεν επέτρεπαν τη συμμετοχή του Σ. Σάββα στην επόμενη συνεδρία.

 

Προς υποστήριξη της θέσης αυτής η συνήγορος έκαμε αναφορά στην υπόθεση Ioannis Georgiou Piggeri Ltd. v. Δημοκρατίας (2011) 3(Α) Α.Α.Δ. 316. Στην ίδια απόφαση επικεντρώθηκε και η συνήγορος της Δημοκρατίας. Το Εφετείο στη συγκεκριμένη υπόθεση θεώρησε ότι, η παρουσία του Τάκη Πεττεμερίδη, τότε Αντιπροέδρου του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, δεν επηρέασε τη λήψη απόφασης ένεκα της απουσίας του από τη δημόσια ακρόαση που προηγήθηκε, καθότι, στο πρακτικό της επόμενης συνεδρίας είχε δηλωθεί από τον ίδιο ότι, «έχει μελετήσει τα πρακτικά της δημοσίας ακρόασης, την αίτηση και όλα τα σχετικά έγγραφα και είναι πλήρως ενήμερος για το θέμα και σε θέση να συμμετάσχει στη λήψη απόφασης».

 

Όμοιο πρακτικό βρίσκουμε και στην προκείμενη περίπτωση, όπου ο Σ. Σάββα, όπως καταγράφτηκε με λεπτομέρεια ανωτέρω, προέβη σε ανάλογη δήλωση. Τούτο, συνδυαζόμενο, όπως πρωτοδίκως σημειώνεται, με το γεγονός ότι οι απόψεις των ενδιαφερομένων στη διαδικασία είχαν δοθεί και γραπτώς.

 

[*115]Αναφορικά με την επέκταση που δίδεται από την εφεσείουσα ότι, το συγκεκριμένο μέλος του Συμβουλίου απουσίαζε και από την επιτόπια εξέταση, για τους ίδιους λόγους που εξηγήσαμε πιο πάνω θεωρούμε ότι δεν έχει, με οποιοδήποτε τρόπο, παραβιασθεί η πρόνοια του Άρθρου 22 του Ν. 158(Ι)/99. Η δήλωση για ενημέρωση με «όλων των στοιχείων, αναγκαίων για τη λήψη απόφασης», καλύπτει και την περίπτωση της επιτοπίου εξετάσεως.

 

Το δεύτερο θέμα που θα μας απασχολήσει είναι η εισήγηση της εφεσείουσας ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας και της χρηστής διοίκησης.

 

Όπως είναι δοσμένη η νομική αρχή, για να εξεταστεί θέμα παραβίασης κανόνων της χρηστής διοίκησης, θα πρέπει να υπάρχει θέμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας του αποφασίζοντος οργάνου. Είναι αποδεκτό από την εφεσείουσα ότι, η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου λήφθηκε μετά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας. Για να στοιχειοθετηθεί ότι η διοίκηση έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας, συνεπώς καθίσταται κακή χρήση αυτής, θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να παραβιασθεί η αρχή της χρηστής διοίκησης. Στο σύγγραμμα του Ε. Σπηλιωτόπουλου, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η Έκδοση, παράγραφος 504 αναφέρονται τα εξής:

 

"514. Τα άκρα όρια της διακριτικής ευχέρειας, η υπέρβαση των οποίων συνιστά κακή χρήση της και συνεπώς λόγο ακυρώσεως των διοικητικών πράξεων, καθορίζονται συνήθως από τα ακόλουθα στοιχεία:

 

……………………….……………………….…………………

 

(γ) Από τις αρχές της χρηστής διοίκησης, δηλαδή, την αγαθή κρίση που πρέπει να διέπει γενικώς τα διοικητικά όργανα κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους, ενόψει της εξυπηρέτησης του δημοσίου συμφέροντος και της εύρυθμης λειτουργίας της διοίκησης, αλλά και στο πλαίσιο του πνεύματος επιείκειας που διέπει την έννομη τάξη και της προστασίας του διοικουμένου.″

 

Στο πλαίσιο διερεύνησης του κατά πόσο υπήρξε παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης, η εφεσείουσα ισχυρίστηκε ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν εξειδικεύει και δεν αναφέρεται στις εισηγήσεις που έγιναν από τα διάφορα αρμόδια τμήματα και τα οποία ήταν θετικά για την αίτηση για απόκτηση πολεοδομικής αδείας, κατά παρέκκλιση. Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Piggeri [*116](πιο πάνω), η άρνηση έγκρισης, κατά παρέκκλιση, δεν είναι απαραίτητο να αιτιολογείται ειδικά. Επί του προκειμένου, η απόφαση γνωστοποιεί στην εφεσείουσα τους λόγους για τους οποίους δεν έγινε αποδεκτή η αίτηση της. Συνεπώς, δεν έχει έρεισμα η εισήγηση περί παραβίασης αρχών της χρηστής διοίκησης.

 

Το έτερο σκέλος του ιδίου επιχειρήματος που προβλήθηκε ήταν ότι η απόφαση αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

 

Στο ίδιο σύγγραμμα του Σπηλιωτόπουλου αναφέρεται ότι:

 

"Η αρχή της ″αναλογικότητας″ ή της ″αναλογίας″ σύμφωνα με την οποία, το επαχθές μέτρο που επιβάλλεται στον διοικούμενο με την διοικητική πράξη πρέπει να είναι αναγκαίο, πρόσφορο και ανάλογο προς το εξυπηρετούμενο δημόσιο συμφέρον ή ιδιωτικό προστατευόμενο συμφέρον στο πλαίσιο του σκοπού που επιδιώκει ο νόμος καθώς και η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικουμένου."

 

Η ίδια η προβλεπόμενη διαδικασία παρέκκλισης, από τον ορισμό και τη φύση της, υποδηλεί ότι το αρμόδιο όργανο θα παραχωρήσει ή θα εγκρίνει μια ανάπτυξη κατά παρέκκλιση μιας υφιστάμενης νομοθεσίας. Η ύπαρξη του Τοπικού Σχεδίου Λευκωσίας είναι δευτερογενής νομοθεσία, η οποία επιβάλλει και καθορίζει τις παραμέτρους μέσα στις οποίες η αρμόδια Πολεοδομική Αρχή θα πρέπει να ενεργεί, έτσι ώστε, να προστατεύεται ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε η πολεοδομική νομοθεσία, ήτοι η προστασία και η ευημερία των πολιτών, με σκοπό την αποφυγή της ανομοιόμορφης και χωρίς σχέδιο και προγραμματισμό, ανάπτυξης. Δεν έχουμε πεισθεί, και θεωρούμε την πρωτόδικη απόφαση ορθή, ότι με οποιοδήποτε τρόπο το μέτρο της μη έγκρισης της παραχώρησης αδείας, κατά παρέκκλιση, αποτελεί δυσανάλογο ή επαχθές μέτρο σε βάρος του διοικουμένου. Το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε, αφού μελέτησε όλες τις εισηγήσεις των αρμοδίων και την έκθεση του Συμβουλίου Μελέτης Παρεκκλίσεων, ότι δεν πρέπει να εγκρίνει αυτή την ανάπτυξη, και έτσι έπραξε.

 

Το τελευταίο επιχείρημα που αναπτύχθηκε ήταν ότι το Υπουργικό Συμβούλιο, θα μπορούσε, να επιβάλει αντισταθμιστικά μέτρα και να εγκρίνει την αίτηση. Δεν έχουμε με οποιοδήποτε τρόπο πεισθεί ότι η άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Υπουργικού Συμβουλίου ήταν εκτός των ορίων και ούτε αυτό το επιχείρημα, εντασσόμενο στο ίδιο πλαίσιο του προηγούμενου επιχειρήματος, μπορεί [*117]να ευσταθήσει.

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων και εναντίον της εφεσείουσας.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο