Δανού-Κυριακίδου Ελευθερία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 130

ECLI:CY:AD:2016:C132

(2016) 3 ΑΑΔ 130

[*130]1 Μαρτίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ,

ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΥΡΙΑΚΙΔΟΥ-ΔΑΝΟΥ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 194/2010)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Οριακή διαφορά στη βαθμολογία της προσωπικής συνέντευξης ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στην οποία δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα και δεν μπορούσε υπό τις περιστάσεις αυτό να αποτελέσει τον αποφασιστικό παράγοντα.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Σημασία τους ― Αυξημένη σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες αποτελούν σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, όχι όμως όταν υπάρχει ουσιαστική ισοτιμία ως προς τα προσόντα και την αξία των υποψηφίων και υπεροχή σε αρχαιότητα με συνακόλουθη μεγαλύτερη πείρα.

 

Η Εφεσείουσα  αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή της κατά της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών, για πλήρωση των θέσεων Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων για την προδημοτική εκπαίδευση.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Με δεδομένη την ουσιαστική ισοτιμία ως προς τα προσόντα και την αξία των υποψηφίων, η ασθενής υπεροχή στην απόδοση των Ενδιαφερομένων Μερών στην προφορική συνέντευξη δεν μπορούσε να προσμετρήσει κατά τρόπο ώστε να προσδώσει υπεροχή τέτοια που να δικαιολογούσε την παραγνώριση της σημαντικής αρχαιότητας της [*131]Εφεσείουσας. Η Εφεσίβλητη, τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα, δεν έλαβε δεόντως υπόψη τη σαφέστατη υπεροχή της Εφεσείουσας σε αρχαιότητα έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών, κρίνοντας μάλιστα, εσφαλμένα, τη διαφορά απόδοσης στην προσωπική συνέντευξη ως σαφή υπεροχή προς όφελος των Ενδιαφερομένων Μερών. Το εύρος της αρχαιότητας συνιστούσε σημαντικό προβάδισμα, λαμβανομένου υπόψη ότι βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης εξαίρετων υπαλλήλων. Κατά συνέπεια η αρχαιότητα και η συνακόλουθη μεγαλύτερη πείρα επαύξανε την αξία της Εφεσείουσας. Η Εφεσίβλητη, τελώντας υπό πλάνη, δεν έστρεψε την προσοχή της προς αυτή την κατεύθυνση και κατέστησε, κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, την προφορική συνέντευξη ως το μόνο και αποφασιστικό παράγοντα, δίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, ECLI:CY:AD:2014:C452,

 

Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639,

 

Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

 

Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,

 

Κούτσιου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 457, ECLI:CY:AD:2015:C591.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 498/2009), ημερ. 25/10/2010.

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Δρυμιώτου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

 

[*132]ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου δικαστηρίου στην προσφυγή 498/2009, η οποία εκδόθηκε στις 25 Οκτωβρίου 2010. Πρωτοδίκως, απορρίφθηκε η προσφυγή της Εφεσείουσας-αιτήτριας εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Επιτροπή) με την οποία προήχθησαν τα ενδιαφερόμενα μέρη Λουκία Δημητριάδου-Βούργα (ΜΕ1) και Ευαγγελία Παναγιώτου-Ματθαίου (ΜΕ2) στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων για την προδημοτική εκπαίδευση από 1.9.2009.

 

Τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη απόφαση, στην έκταση που αυτά επιδρούν, έχουν ως ακολούθως:

 

Η Συμβουλευτική Επιτροπή, μελετώντας τους προσωπικούς φακέλους, τις υπηρεσιακές εκθέσεις και τον κατάλογο προσόντων των υποψηφίων, σύστησε, με την έκθεσή της ημερομηνίας 20.1.2009, τρεις υποψήφιες, μεταξύ των οποίων την Εφεσείουσα και το ΕΜ2. Το ΕΜ1 δεν συστήθηκε επειδή υστερούσε σε αρχαιότητα. Η Επιτροπή εξέτασε ένσταση την οποία υπέβαλε το ΕΜ1, την οποία και αποδέχθηκε, αποφασίζοντας, συνακόλουθα, τη συμπερίληψη του εν λόγω Ενδιαφερόμενου Μέρους στον τελικό κατάλογο όσων θα καλούσε σε συνέντευξη. Οι συνεντεύξεις πραγματοποιήθηκαν στις 10.3.2009, στην παρουσία του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, ο οποίος και εξέφρασε τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων ως εξής: Για την Εφεσείουσα και το ΕΜ1 «Πάρα πολύ καλή» και για το ΕΜ2 «Σχεδόν πάρα πολύ καλή». Στη συνέχεια, η Επιτροπή αξιολόγησε σύμφωνα με τα προκαθορισμένα κριτήρια και έκρινε την Εφεσείουσα ως «Πολύ καλή» και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως «Σχεδόν εξαίρετα». Ακολούθως, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο του περιεχομένου των φακέλων των υποψηφίων, τις κατέταξε ως περίπου ισοδύναμες στην αξία, εφόσον οποιαδήποτε διαφορά στο μέσο όρο των βαθμολογιών τους ήταν οριακή, κάτω από 0,50 της μονάδας. Ως προς τα προσόντα κατέληξε ότι οι υποψήφιες δεν είχαν διαφορά, αφού κατείχαν τα ίδια προσόντα. Τέλος, έλαβε υπόψη τον πίνακα με την αρχαιότητα των υποψηφίων. Ως προς το στοιχείο αυτό η Εφεσείουσα υπερείχε κατά τέσσερα χρόνια και πέντε μήνες περίπου του ΕΜ1 και κατά τρία χρόνια και πέντε μήνες περίπου του ΕΜ2. Συνεκτιμώντας τα πιο πάνω επέλεξε τα Ενδιαφερόμενα Μέρη ως καταλληλότερες για προαγωγή στην επίδικη θέση με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Οι υποψήφιες Βούργια-Δημητριάδου Λουκία και η Ματθαίου-Παναγιώτου Ευαγγελία υπερέχουν των ανθυποψηφίων [*133]τους σε αξία. Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι ισοδύναμες με αυτούς στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και περίπου ισοδύναμες στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, υπερέχουν σαφώς έναντί τους όσον αφορά στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να του δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 13.12.1990, στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 868 και 869 - Κυπριακή Δημοκρατία Vs Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.ά. και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.1.2003 στην Προσφυγή Αρ. 854/2001 - Κώστας Μάρκου κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΕΕΥ). Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, οι επιλεγείσες υποψήφιες έπεισαν την Επιτροπή ότι έχουν ισχυρή προσωπικότητα και ταυτόχρονα είναι άρτια ενημερωμένες για τις σύγχρονες τάσεις της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και ότι είναι σε θέση να αναλάβουν τον ηγετικό ρόλο που προδιαγράφεται στο Σχέδιο Υπηρεσίας Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης (Προδημοτική Εκπαίδευση).

 

Όσον αφορά τα προσόντα, όλες οι υποψήφιες είναι ισοδύναμες (βλέπε και παράγραφο 4.2. πιο πάνω).

 

Στο κριτήριο της αρχαιότητας, οι επιλεγείσες υποψήφιες υστερούν έναντι της Κυριακίδου-Δανού Ελευθερίας. Ολες κατέχουν τη θέση Διευθυντή αλλά η Κυριακίδου-Δανού Ελευθερία προήχθη στη θέση αυτή σε προγενέστερη ημερομηνία από τις υποψήφιες. Η Επιτροπή, όμως, κρίνει ότι, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Επιτροπή είχε κάθε δικαίωμα, νόμιμα να αποδώσει μεγαλύτερη σημασία στην αξία από ότι στην αρχαιότητα, αφού επρόκειτο για υψηλόβαθμη θέση στην εκπαιδευτική ιεραρχία. Ακολούθως, απάντησε θετικά στο ερώτημα που έθεσε κατά πόσο μέσα στα πλαίσια της ευρείας διακριτικής ευχέρειας της Επιτροπής για θέσεις όπως η επίδικη, ήταν εύλογο το συμπέρασμα περί υπεροχής των Ενδιαφερομένων Μερών σε αξία με αποκλειστικό γνώμονα την καλύτερη απόδοσή τους στη συνέ[*134]ντευξη, ώστε το προβάδισμα της Εφεσείουσας σε αρχαιότητα να μην μπορούσε να υπερκεράσει την αξία αυτή. Αποφασιστικό παράγοντα στην προσέγγιση αυτή του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή διαδραμάτισε το γεγονός ότι στις επίδικες θέσεις η προσωπικότητα και οι ικανότητες ενός υποψηφίου είναι σημαντικές ιδιότητες για την επιτέλεση των σχετικών καθηκόντων. Συναφώς, η βαρύτητα που δόθηκε στους τομείς των διοικητικών ικανοτήτων και της προσωπικότητάς τους και η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, κρίθηκε ότι ορθά είχε συναρτηθεί με την αξία και προσμέτρησε καταλυτικά στην τελική επιλογή. Υπό το πρίσμα αυτό, ήταν η πρωτόδικη κατάληξη, η επιλογή των Ενδιαφερομένων Μερών στη βάση της αιτιολογίας που δόθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή και δεν διεφάνη να προέκυψε οποιαδήποτε πλάνη, ούτε έκδηλη υπεροχή, ώστε να δικαιολογείτο και επέμβαση.

 

Η Εφεσείουσα προσβάλλει την πρωτόδικη κατάληξη με τέσσερις λόγους έφεσης, οι οποίοι περιστρέφονται, ουσιαστικά, γύρω από τη θέση ότι η Εφεσίβλητη πλανήθηκε ως προς τη στάθμιση του στοιχείου της πείρας και την αξιολόγηση της διαφοράς στην προφορική εξέταση μεταξύ των υποψηφίων, προσδίδοντας έτσι, αδικαιολόγητα, μεγαλύτερη σημασία στην προφορική εξέταση και όχι στην αρχαιότητα της Εφεσείουσας και καθιστώντας, με αυτό τον τρόπο, την οριακή διαφορά στην προφορική εξέταση ως το μόνο κριτήριο επιλογής.

 

Αναπτύσσοντας ενώπιόν μας τους λόγους έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας προέβαλε ότι η τελευταία υπερείχε, έστω και οριακά, στις ετήσιες εκθέσεις και κατά πολύ στην αρχαιότητα έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών. Το μόνο στοιχείο στο οποίο υστερούσε, οριακά, ήταν η απόδοση στην προφορική εξέταση. Υπό τις συνθήκες αυτές, έθεσε, η περισσότερη υπηρεσία της Εφεσείουσας έφερε μαζί της την ανάλογη πείρα, που προσμετρούσε στην αξία, την οποία και επαύξανε. Ηταν η καταληκτική εισήγηση του κ. Κωνσταντίνου ότι τα δεδομένα αυτά και τη σχετική επί του θέματος νομολογία παραγνώρισε η Εφεσίβλητη, παραλείποντας να τα συνεκτιμήσει στην πορεία πλήρωσης των επίδικων θέσεων.

 

Η αντίθετη προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου για την Εφεσίβλητη κινείται γύρω από τη θέση ότι η απόφαση της Εφεσίβλητης είχε ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών της και αφού έλαβε υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Εισηγήθηκε, προεκτείνοντας, ότι η Επιτροπή, μελετώντας τους προσωπικούς φα[*135]κέλους και υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων εστίασε, μεταξύ άλλων, και στην κτηθείσα πείρα, εντάσσοντάς την στο όλο πλαίσιο των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη προς πλήρωση των θέσεων. Ολοκληρώνοντας, υποστήριξε ότι δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε πλάνη ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση μεταξύ των υποψηφίων, η αρχαιότητα δε της Εφεσείουσας δεν ήταν ικανή από μόνη της, λόγω και της φύσης των προς πλήρωση θέσεων, να εξουδετερώσει την υπεροχή των Ενδιαφερομένων Μερών, όπως διαμορφώθηκε στα πλαίσια των προφορικών εξετάσεων.

 

Η παράθεση της νομικής προσέγγισης που καλύπτει την υπό κρίση υπόθεση, όπως αναδύεται μέσα από ευθυγραμμισμένη γραμμή της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, θα οδηγήσει στην κατάληξή μας:

 

Στην υπόθεση Αντωνίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, ECLI:CY:AD:2014:C452, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατέγραψε τα ακόλουθα:

 

«……. συνιστά κανόνα της νομολογίας μας ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή, έχει ευρεία διακριτική εξουσία.  Έχει, όμως, επίσης αναγνωριστεί νομολογιακά ότι όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου. Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση (Δημοκρατία v. Μιχαήλ Αντωνίου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 921, 928).»

 

Στην απόφαση Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649 επαναβεβαιώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η αρχή:

 

«Άλλωστε, όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία, θέση που εδώ παραγνωρίζει ο εφεσείων, η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου. (Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605 και Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756). Πρόσθετα, έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η αρχαιότητα, η οποία δεν έχει παύσει να αποτελεί θεσμοθετημένο κριτήριο, λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι [*136]είναι ίσοι σε αξία.»

 

Η οριακή διαφορά στην αξιολόγηση απόδοσης υποψηφίων σε συνέντευξη ως «Εξαίρετη» και «Πάρα πολύ καλή» επιβεβαιώθηκε στην απόφαση Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ (2009) 3 Α.Α.Δ. 164. Περαιτέρω, επίσης κρίθηκε ως οριακή η αξιολόγηση «Εξαίρετος» και «Πολύ καλός» στην απόφαση Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432. Ακόμη, πιο οριακή κρίθηκε η διαφορά σε αξιολόγηση «Εξαίρετα» με «Πάρα πολύ καλή» στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας Κούτσιου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 457, ECLI:CY:AD:2015:C591.

 

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι οι επίδικες θέσεις βρίσκονται ψηλά στην ιεραρχία. Κατά συνέπεια, η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων προβάλλουν ως σημαντικές ιδιότητες προς επιτέλεση των καθηκόντων των θέσεων.

 

Στην υπό κρίση όμως περίπτωση οι υποψήφιες κατείχαν ισοδύναμα προσόντα. Περαιτέρω, διαπιστώνεται ουσιαστική ισοτιμία στις τελευταίες ετήσιες εκθέσεις, παρά την υπεροχή σε ένα, τουλάχιστον, σημείο της Εφεσείουσας.

 

Με δεδομένη την ουσιαστική ισοτιμία ως προς τα προσόντα και την αξία των υποψηφίων, η ασθενής υπεροχή στην απόδοση των Ενδιαφερομένων Μερών στην προφορική συνέντευξη δεν μπορούσε να προσμετρήσει κατά τρόπο ώστε να προσδώσει υπεροχή τέτοια που να δικαιολογούσε την παραγνώριση της σημαντικής αρχαιότητας της Εφεσείουσας. Η Εφεσίβλητη, τελώντας υπό πλάνη περί τα πράγματα, δεν έλαβε δεόντως υπόψη τη σαφέστατη υπεροχή της Εφεσείουσας σε αρχαιότητα έναντι των Ενδιαφερομένων Μερών, κρίνοντας μάλιστα, εσφαλμένα, τη διαφορά απόδοσης στην προσωπική συνέντευξη ως σαφή υπεροχή προς όφελος των Ενδιαφερομένων Μερών. Το εύρος της αρχαιότητας συνιστούσε σημαντικό προβάδισμα, λαμβανομένου υπόψη ότι βρισκόμαστε ενώπιον περίπτωσης εξαίρετων υπαλλήλων. Κατά συνέπεια η αρχαιότητα και η συνακόλουθη μεγαλύτερη πείρα επαύξανε την αξία της Εφεσείουσας. Η Εφεσίβλητη, τελώντας υπό πλάνη, δεν έστρεψε την προσοχή της προς αυτή την κατεύθυνση και κατέστησε, κατά παράβαση της σχετικής νομολογίας, την προφορική συνέντευξη ως το μόνο και αποφασιστικό παράγοντα, δίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα στην οριακή διαφορά της απόδοσης των υποψηφίων.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. [*137]Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται, με βάση το Άρθρο 146.4(β) του Συντάγματος. Σε ό,τι αφορά τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται προς όφελος της Εφεσείουσας.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο