Επαμεινώνδα Επαμεινώνδας Τάκη και Άλλοι ν. Δήμου Λεμεσού και Άλλου (2016) 3 ΑΑΔ 203

ECLI:CY:AD:2016:C177

(2016) 3 ΑΑΔ 203

[*203]28 Μαρτίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,

2. ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,

3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ,

4. ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΣΤΑΣΙΝΟΥ,

5. ΜΟΝΙΚΑ ΤΑΚΗ ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ ΣΥΡΙΜΗ,

6.  ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

7. ΒΕΡΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

8. ΔΗΜΗΤΡΑ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

9. ΤΑΚΗΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,

 

Εφεσείοντες-Αιτητές,

 

v.

 

ΔΗΜΟY ΛΕΜΕΣΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η Αίτηση 1,

 

v.

 

ΑΝΔΡΕΑ ΧΡΙΣΤΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου-Καθ’ ου η Αίτηση 2.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 27/2009)

 

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία — Κατά πόσο υφίσταται δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως αναθεωρητικού Δικαστηρίου να τιμωρεί διά της επιβολής ποινών ή και να εξαναγκάζει άλλως πως τη διοίκηση σε συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις του, οι οποίες εκδίδονται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος — Ανασκόπηση της νομολογίας επί του ζητήματος και συμπόρευση της Ολομέλειας του Δικαστηρίου στην παρούσα περίπτωση με το δεσμευτικό προηγούμενο των αποφάσεων στην Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77 και στην Δημοκρατία ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203.

 

Οι αιτητές το 2007, ζητώντας εκ νέου από το Δήμο όπως επιστρέψει τα κτήματα, επικαλούμενοι τη συνεχιζόμενη παράλειψη επίτευξης [*204]του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Η άρνηση του Δήμου οδήγησε στην καταχώρηση της υπ’ αρ. 650/2007 προσφυγής για ακύρωση της αρνητικής απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο μετά από αποδοχή προδικαστικής ένστασης ότι η απόσυρση της προσφυγής 286/1966 ως διευθετηθείσας, συνιστούσε κώλυμα για την προώθηση νέου αιτήματος για επιστροφή των κτημάτων.  Εναντίον της απορριπτικής δικαστικής απόφασης, ασκήθηκε από τους αιτητές η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση.

 

Οι αιτητές, στις 19.9.2014 καταχώρησαν την παρούσα αίτηση, η οποία στρέφεται εναντίον του Δήμου Λεμεσού και του Δημάρχου Λεμεσού ως κατά Νόμο εκτελεστική αρχή του εν λόγω Δήμου, ζητώντας, κυρίως, την τιμωρία εκάστου από το Δικαστήριο και την κατάσχεση της περιουσίας του.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αίτηση αποφάσισε:

 

Προτού επιληφθούν της ακρόασης της αίτησης, έκριναν σκόπιμο να θέσουν στις δύο πλευρές το ερώτημα κατά πόσο υπάρχει δικαιοδοσία στο παρόν δικαστήριο να εξετάσει ζήτημα παρακοής και τιμωρίας στο διοικητικό δίκαιο ενόψει του λόγου της Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77, η οποία επανέλαβε την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.ά ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203.

 

Η επίμαχη απόφαση της Ολομέλειας είναι ακυρωτική και δηλωτική. Άλλωστε, το τι ενδιαφέρει δεν είναι τόσο το ίδιο το λεκτικό της απόφασης, εφόσον, όπως διευκρινίστηκε στη Θαλασσινού, σε τέτοιες περιπτώσεις η παράλειψη συμμόρφωσης αποτελεί παράβαση του Συντάγματος και όχι μη συμμόρφωση ή ανυπακοή προς απόφαση ή διαταγή του Δικαστηρίου.

 

Το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος, επιβάλλει τη συμμόρφωση.  Εναπόκειται στα διοικητικά όργανα να ενεργήσουν υπεύθυνα, ως θέμα χρηστής διοίκησης, και να συμμορφωθούν προς τις δηλωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου. Η «ενεργός συμμόρφωση», που προνοείται στο εδάφιο 5, του Άρθρου 146 του Συντάγματος, παραπέμπει στην υποχρέωση της διοίκησης να επανεξετάζει υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος. Το δεσμευτικό προηγούμενο από το λόγο της Θαλασσινού και της Βύρωνα είναι καθοριστικό για την τύχη των αιτητικών της αίτησης που αφορούν στη τιμωρία των καθ' ων η αίτηση λόγω μη συμμόρφωσης τους με την απόφαση της Ολομέλειας.

 

Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι [*205]ακυρωτικής φύσεως και, όπως έχει ήδη επισημανθεί, περιορίζεται αποκλειστικά στα οριζόμενα από το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος.  Όπως ελέχθη στη Θαλασσινού, η πρόνοια αυτή «εξαντλητικά δίδει την έκταση των εξουσιών του ακυρωτικού δικαστηρίου και καμμιά άλλη εξουσία και ειδικότερα τη δυνατότητα σε ένα αιτητή να εκτελέσει τέτοια απόφαση». Συνεπώς, δεν παρέχει τη δυνατότητα εξέτασης του παραπόνου των αιτητών, για τη στοχευμένη τιμωρία του διοικητικού οργάνου που εμπλέκεται στην υπόθεση ή και για εκτέλεση της απόφασης, ούτε κάτω από το πρίσμα του αιτητικού που στοχεύει σε διαταγή προς το Κτηματολόγιο για συμμόρφωση, χωρίς αυτό, ασφαλώς, να αποκλείει το ενδεχόμενο άλλου ένδικου μέσου, κατ' επίκληση άλλης δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση απορρίφθηκε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77,

 

Δημοκρατία κ.ά ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203,

 

Qufaj Co. Sh.P.K. v. Albania, Αίτηση Αρ. 54268/2000, ημερ. 18.11.2004, (ΕΔΑΔ)

 

Hornsby v. Greece, Αίτηση Αρ. 18357/91 ημερ. 19.3.1997, (ΕΔΑΔ)

 

Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 648.

 

Έφεση-Αίτηση.

 

Αίτηση από τους Εφεσείοντες για επιβολή τιμωρίας και κατάσχεσης της περιουσίας έως την συμμόρφωση με την απόφαση ημερ. 21/7/2012 στα πλαίσια της Έφεσης από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 650/2007), ημερ. 27/1/2009.

 

Γ. Φαίδωνος με Α. Χαραλάμπους, για Εφεσείοντες-Αιτητές 1-5 και 7-9.

 

Λ. Λουκαΐδης με Γ. Ζ. Γεωργίου και Ε. Λοΐζίδου (κα), για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2.

 

Cur. adv. vult.

[*206]ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Τα γεγονότα που αφορούν στην παρούσα αίτηση έχουν αφετηρία το 1961, με την απαλλοτρίωση από το Δήμο Λεμεσού πέντε τεμαχίων γης, συνολικής έκτασης 18.262 τ.μ. ιδιοκτησίας του Τάκη Επαμεινώνδα, με σκοπό τη δημιουργία Χονδρικής Αγοράς Πώλησης Φθαρτών και Χώρου Στάθμευσης Οχημάτων.  Τα ακίνητα ενεγράφησαν στο Δήμο το 1962, μετά την καταβολή της σχετικής αποζημίωσης των £20.000.

 

Ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν υλοποιήθηκε μέσα στην προθεσμία των τριών ετών που ορίζεται στο Άρθρο 23.4 του Συντάγματος και στο Άρθρο 15(1) του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, Ν.15/62, με αποτέλεσμα οι αιτητές, οι οποίοι είναι οι κληρονόμοι του Τάκη Επαμεινώνδα, να ζητήσουν την επιστροφή των κτημάτων από το Δήμο. Η άρνηση του Δήμου οδήγησε στην καταχώρηση από τους αιτητές της υπ’ αρ. 286/1966 προσφυγής, για ακύρωση της άρνησης του Δήμου. Η προσφυγή όμως δεν εκδικάστηκε αφού αποσύρθηκε στις 21.7.1967, κατόπιν αποδοχής του Δήμου να καταβάλει στους αιτητές το ποσό των £4.500 ως αντάλλαγμα για την απόσυρση της  ως διευθετηθείσας.

 

Νέο αίτημα, το 1978, για επιστροφή των κτημάτων, απερρίφθη από το Δήμο επικαλούμενος τη διευθέτηση που έγινε στα πλαίσια της προσφυγής 286/1966, ενώ προσφυγή που καταχώρησαν οι αιτητές, ζητώντας την ακύρωση της άρνησης του Δήμου,  απερρίφθη ως εκπρόθεσμη.

 

Οι αιτητές επανήλθαν το 2007, ζητώντας εκ νέου από το Δήμο όπως επιστρέψει τα κτήματα, επικαλούμενοι τη συνεχιζόμενη παράλειψη επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης. Η άρνηση του Δήμου οδήγησε στην καταχώρηση της υπ’ αρ. 650/2007 προσφυγής για ακύρωση της αρνητικής απόφασης, η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο μετά από αποδοχή προδικαστικής ένστασης ότι η απόσυρση της προσφυγής 286/1966 ως διευθετηθείσας, συνιστούσε κώλυμα για την προώθηση νέου αιτήματος για επιστροφή των κτημάτων. Εναντίον της απορριπτικής δικαστικής απόφασης, ασκήθηκε από τους αιτητές η υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο έφεση.

 

Με απόφαση της ημερομηνίας 21.7.2012, η Ολομέλεια αποδέχτηκε την έφεση, αναφέροντας στην καταληκτική παράγραφο της απόφασης:

 

[*207]«Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση του Δήμου για μη επιστροφή των επίδικων κτημάτων σύμφωνα με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και το Άρθρο 15 του Νόμου 15/62, κηρύσσεται άκυρη και παν το παραλειφθέν ως προς τούτο, δέον όπως εκτελεσθεί.»

 

Οι αιτητές, στις 19.9.2014 καταχώρησαν την παρούσα αίτηση, η οποία στρέφεται εναντίον του Δήμου Λεμεσού (Καθ’ ου η Αίτηση 1) και του Δημάρχου Λεμεσού ως κατά Νόμο εκτελεστική αρχή του εν λόγω Δήμου (Καθ’ ου η Αίτηση 2), ζητώντας, κυρίως, την τιμωρία εκάστου από το Δικαστήριο και την κατάσχεση της περιουσίας του «έως την συμμόρφωση του προς την απόφαση και διαταγή που η Ολομέλεια του Δικαστηρίου εξέδωσε την 21/07/2012 στην άνω Αναθεωρητική Έφεση 27/2009, ως το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε αποφασίσει και διατάξει…» και όπως οι ως άνω καθ’ ων η αίτηση «παρουσιαστούν στο Δικαστήριο και δείξουν λόγο γιατί να μην τους επιβληθούν ποινές και γιατί να μην φυλακιστεί ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 ή γιατί να μην καταβάλουν πρόστιμο ή γιατί να μην κατασχεθεί η περιουσία των για περιφρόνηση των προς το Δικαστήριο …» γιατί παρέλειψαν να προβούν σε ενέργειες για την εγγραφή στο όνομα των αιτητών τριών εκ των τεσσάρων ακινήτων τα οποία εξακολουθούν να είναι εγγεγραμμένα στο όνομα του Δήμου.  Με την αίτηση ζητείται επίσης όπως το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα και οδηγίες ώστε ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, προς τον οποίο επιδόθηκε η απόφαση της Ολομέλειας την 16.7.2013, εισπράξει από τους αιτητές για λογαριασμό του Δήμου το ποσό των €41.860,75, το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό των £24.500,00 και διαγράψει από το όνομα του Δήμου τα παραπάνω ακίνητα, τα οποία να εγγράψει επ’ ονόματι των αιτητών.

 

Προτού επιληφθούμε της ακρόασης της αίτησης, κρίναμε σκόπιμο να θέσουμε στις δύο πλευρές το ερώτημα κατά πόσο υπάρχει δικαιοδοσία στο παρόν δικαστήριο να εξετάσει ζήτημα παρακοής και τιμωρίας στο διοικητικό δίκαιο ενόψει του λόγου της Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 77, η οποία επανέλαβε την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία κ.ά ν. Θαλασσινού (1991) 3 Α.Α.Δ. 203. Υπενθυμίζουμε ότι στη Θαλασσινού η Ολομέλεια, αφού εξέτασε, μεταξύ άλλων, τις πρόνοιες των Άρθρων 146, 150 και 162 του Συντάγματος, των Άρθρων 42 και 44 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60, του Άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα και της Δ.42Α,θ.1 των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, έκρινε κατά πλειοψηφία, πως δεν υπάρχει συνταγματική ή νομοθετική διάταξη ή αρχή δικαίου που να καθιστά οποιουσδήποτε λειτουργούς ή όργανα που δεν συμμορφώνονται με ακυρωτικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδίδονται κάτω από την αναθεωρητική δικαιοδοσία, ένοχους του αδικήματος της περιφρόνησης του δικαστηρίου και υποκείμενους σε οποιαδήποτε ποινή, υποδεικνύοντας συναφώς πως για τη δίωξη για περιφρόνηση του δικαστηρίου απαιτείται ειδική νομοθετική ρύθμιση, αφού ισχύει η αρχή nulla poena, nulla crimen, sine lege.

 

Οι εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις των συνηγόρων των διαδίκων αναπτύχθηκαν με γραπτές αγορεύσεις και συμπληρώθηκαν με περαιτέρω επιχειρηματολογία ενώπιον μας.

 

Η ουσία της εισήγησης των αιτητών είναι ότι το μέρος της απόφασης της Ολομέλειας «…και παν το παραλειφθέν ως προς τούτο δέον όπως εκτελεσθεί», με βάση την ορθή του ερμηνεία, απευθύνει διαταγή προς τους καθ’ ων η αίτηση βάσει της οποίας μπορεί να προωθηθεί η εκτέλεση της απόφασης της Ολομέλειας είτε με την επιβολή ποινών στους καθ’ ων η αίτηση, μέχρι τη συμμόρφωσή τους, είτε με διάταγμα για την εκτέλεση της απόφασης, σύμφωνα με τα αποφασισθέντα στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ), Qufaj Co. Sh.P.K. v. Albania, Αίτηση Αρ. 54268/2000, ημερομηνίας 18.11.2004.* Όπως υποδείχθηκε στην Qufaj, η εκτέλεση απόφασης που εκδίδεται από οποιοδήποτε δικαστήριο, θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της δίκης για τους σκοπούς του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Εν προκειμένω, η μη εκτέλεση της απόφασης καθιστά τη δίκη μη περατωθείσα, ενώ τυχόν άρνηση ανάληψης δικαιοδοσίας αναφορικά με την αίτηση των αιτητών, θα εκμηδενίσει ολόκληρη τη δικαστική διαδικασία. Εξάλλου, η παρούσα διακρίνεται από τις Θαλασσινού  και Βύρωνα οι οποίες ασχολήθηκαν με «καθαρά» ακυρωτικές ή δηλωτικές αποφάσεις και όχι με ακυρωτικές αποφάσεις οι οποίες αφορούν στην προστασία βασικού ανθρώπινου δικαιώματος και τη διαταγή «και παν το παραλειφθέν ως προς τούτο δέον να εκετελεσθεί». Δήλωσαν παράλληλα οι αιτητές, κατηγορηματικά, πως δεν ζητούν από το Ανώτατο Δικαστήριο να αποστεί από τις αποφάσεις αυτές, ούτε πρόσφεραν οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Κατά τους καθ’ ων η αίτηση η Qufaj είναι ασυμβίβαστη με τις υποθέσεις Θαλασσινού  και Βύρωνα, αφού στη Qufaj επρόκειτο για αστικής φύσεως δικαστική διαταγή για την καταβολή συγκεκριμένου ποσού στην αιτήτρια. Η δε φράση στην υπό αναφορά απόφαση της Ολομέλειας, «και παν το παραλειφθέν ως προς τούτο, δέον όπως εκτελεσθεί», δεν βρίσκεται στα όρια αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και συνεπώς έχει το χαρακτήρα του obiter.

 

Οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας και οι θεραπείες που δικαιούταν να παρέχει, μέχρι την 31.12.2015 που η δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος εκχωρήθηκε στο νεοσυσταθέν Διοικητικό Δικαστήριο, ήταν εκείνες που καθορίζονται εξαντλητικά στο Άρθρο 146.4 του Συντάγματος.* Ενδιαφέρει εδώ ιδιαίτερα η εξουσία που διατυπώνεται στο Άρθρο 146.4(γ), «να κηρύξη την παράλειψιν εν όλω ή εν µέρει άκυρον και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή» (η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).  Ο νομοθέτης, εν προκειμένω ο συνταγματικός, δεν χρησιμοποιεί το ρήμα «διατάσσω» αλλά «κηρύσσω», ενώ ο χρόνος των ρημάτων «έδει» και «είχεν» αναφέρονται στο παρελθόν. Γεγονός που συνηγορεί υπέρ της θέσης των καθ’ ων η αίτηση ότι η εξουσία του Δικαστηρίου είναι ακυρωτική και δηλωτική, και όχι ακυρωτική και διατακτική. Η φράση «ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθή», αναφέρεται στην αναδρομικότητα της ακυρωτικής απόφασης και όχι στα χαρακτηριστικά της. Αν η πρόθεση του συνταγματικού νομοθέτη ήταν να παρέχεται εξουσία στο Δικαστήριο να εκδίδει αποφάσεις με χαρακτηριστικά διαταγής, θα χρησιμοποιούσε τα ανάλογα ρήματα στον ανάλογο χρόνο. Η νομολογία είναι ευθυγραμμισμένη με αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων. Όπως αναφέρεται στη Θαλασσινού:

 

«Οι αποφάσεις που εκδίδονται κάτω από την παράγραφο 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος δεν έχουν από μόνες τους το χαρακτηριστικό της επιταγής ή διαταγής που φέρει ένα απαγορευτικό ή επιτακτικό διάταγμα και προς το οποίο οφείλει εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται να πειθαρχήσει ή συμμορφωθεί, αλλιώς είναι ένοχος περιφρόνησης Δικαστηρίου.»

 

[*210]Εν προκειμένω, η Ολομέλεια δεν είχε εξουσία να εκδώσει διαταγή και η διατύπωση του καταληκτικού μέρους της απόφασης της – «και παν το παραλειφθέν ως προς τούτο δέον όπως εκτελεσθεί» - σε χρόνο ενεστώτα, πρέπει να ιδωθεί και ερμηνευθεί υπό το φως των συγκεκριμένων διατάξεων της παραπάνω πρόνοιας του Συντάγματος και κατά τρόπο που να συνάδει με αυτή.  Η προφανής πρόθεση της Ολομέλειας ήταν η κήρυξη άκυρης της απόφασης της διοίκησης με τη αναδιατύπωση, κατά κάποιο τρόπο, της σχετικής πρόνοιας του Συντάγματος και όχι η παροχή θεραπείας που δεν είχε εξουσία να παρέχει και η οποία, άλλωστε, δεν θα μπορούσε να παράγει έννομα αποτελέσματα. Μας βρίσκει σύμφωνους, λοιπόν, η εισήγηση των συνηγόρων των καθ’ ων η αίτηση ότι η επίμαχη απόφαση της Ολομέλειας είναι ακυρωτική και δηλωτική. Άλλωστε, το τι ενδιαφέρει δεν είναι τόσο το ίδιο το λεκτικό της απόφασης, εφόσον, όπως διευκρινίστηκε στη Θαλασσινού, σε τέτοιες περιπτώσεις η παράλειψη συμμόρφωσης αποτελεί παράβαση του Συντάγματος και όχι μη συμμόρφωση ή ανυπακοή προς απόφαση ή διαταγή του Δικαστηρίου.

 

Η δε Qufaj δεν βοηθά την υπόθεση των αιτητών. Όπως έχει ήδη σημειωθεί πιο πάνω, υπέρ της εκεί αιτήτριας εταιρείας υπήρχε απόφαση για χρηματικό ποσό, την οποία η αιτήτρια προσπάθησε να εκτελέσει καταφεύγοντας στις σχετικές διαδικασίες εκτέλεσης, χωρίς όμως επιτυχία. Υπήρχε, δηλαδή, παράλληλα με πρόνοια που επέβαλλε τη συμμόρφωση, μηχανισμός για την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, της φύσης που απασχόλησε το ΕΔΑΔ, τον οποίο η διοίκηση δεν έθεσε σε λειτουργία προς διασφάλιση της τελικής δικαστικής απόφασης που είχε εκδοθεί προς όφελος της αιτήτριας, γιατί δεν υπήρχαν τα αναγκαία κεφάλαια. Σημειώνεται δε στην απόφαση του ΕΔΑΔ, σε σχέση με την παράλειψη της διοίκησης, ότι  το δικαϊκό σύστημα της Αλβανίας παρείχε θεραπεία, υπό μορφή υποβολής παραπόνου με αίτηση για παραβίαση του δικαιώματος για δίκαιη δίκη, η οποία θεωρητικά ήταν διαθέσιμη και στην αιτήτρια εταιρεία. Η προσπάθεια όμως της αιτήτριας εταιρείας να επωφεληθεί από τη διαδικασία αυτή απέτυχε και η έφεση της στο Συνταγματικό Δικαστήριο απορρίφθηκε.

 

Το Άρθρο 146.5 του Συντάγματος, επιβάλλει τη συμμόρφωση.  Εναπόκειται στα διοικητικά όργανα να ενεργήσουν υπεύθυνα, ως θέμα χρηστής διοίκησης, και να συμμορφωθούν προς τις δηλωτικές αποφάσεις του Δικαστηρίου. Η «ενεργός συμμόρφωση», που προνοείται στο εδάφιο 5, του Άρθρου 146 του Συντάγματος, παραπέμπει στην υποχρέωση της διοίκησης να επανεξετάζει υπό το φως του ακυρωτικού αποτελέσματος. Διακρίνεται, συνεπώς, η παρούσα [*211]από την Qufaj, ενώ το δεσμευτικό προηγούμενο από το λόγο της  Θαλασσινού και της Βύρωνα είναι καθοριστικό για την τύχη των αιτητικών της αίτησης που αφορούν στη τιμωρία των καθ’ ων η αίτηση λόγω μη συμμόρφωσης τους με την απόφαση της Ολομέλειας.

 

Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου είναι ακυρωτικής φύσεως και, όπως έχει ήδη επισημανθεί, περιορίζεται αποκλειστικά στα οριζόμενα από το Άρθρο 146.4 του Συντάγματος. Όπως ελέχθη στη Θαλασσινού, η πρόνοια αυτή «εξαντλητικά δίδει την έκταση των εξουσιών του ακυρωτικού δικαστηρίου και καμμιά άλλη εξουσία και ειδικότερα τη δυνατότητα σε ένα αιτητή να εκτελέσει τέτοια απόφαση». Συνεπώς δεν παρέχει τη δυνατότητα εξέτασης του παραπόνου των αιτητών, για τη στοχευμένη τιμωρία του διοικητικού οργάνου που εμπλέκεται στην υπόθεση ή και για εκτέλεση της απόφασης, ούτε κάτω από το πρίσμα του αιτητικού που στοχεύει σε διαταγή προς το Κτηματολόγιο για συμμόρφωση, χωρίς αυτό, ασφαλώς, να αποκλείει το ενδεχόμενο άλλου ένδικου μέσου, κατ’ επίκληση άλλης δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Η απουσία μηχανισμού για την αποτελεσματική εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων, της φύσεως που εδώ απασχολεί, ορθά δεν αμβλύνει την απόλυτη υποχρέωση της διοίκησης προς συμμόρφωση. Η αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης περιλαμβάνει και την εφαρμογή των διοικητικών δικαστικών αποφάσεων (δέστε Τhe role of judges in the enforcement of judicial decisions, Opinion No. 13 adopted by the Consultative Council of European Judges (CCJE)). Η καταδικαστική απόφαση του ΕΔΑΔ στην υπόθεση Hornsby v. Greece, Application no. 18357/91 ημερομηνίας 19.3.1997 έφερε στο προσκήνιο το πρόβλημα της μη συμμόρφωσης των διοικητικών αρχών προς της δικαστικές αποφάσεις. Κρίθηκε πως το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη θα ήταν άνευ περιεχομένου εάν η εθνική έννομη τάξη ενός συμβαλλόμενου κράτους επέτρεπε τη μη εφαρμογή μίας οριστικής δεσμευτικής δικαστικής απόφασης, ενώ υποδείχθηκε παράλληλα η σύμπτωση των συμφερόντων των διοικητικών αρχών, οι οποίες αποτελούν συστατικό στοιχείο κράτους υποκείμενου στο κράτος δικαίου, με την ανάγκη για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Η αποτελεσματική προστασία ενός διάδικου, ειδικά σε διοικητικές δικαστικές διαδικασίες, και η αποκατάσταση της νομιμότητας προϋποθέτουν την υποχρέωση των διοικητικών αρχών να συμμορφωθούν με τις δικαστικές αποφάσεις. Όταν οι διοικητικές αρχές αρνούνται ή αποτυγχάνουν ή καθυστερούν να συμμορφωθούν, οι εγγυήσεις, που απολαμβάνει ο διάδικος δυνάμει του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ κατά τη δικαστική φάση της διαδικασίας στερούνται του σκοπού τους (devoid of purpose). Οι καταδικαστικές αποφάσεις του ΕΔΑΔ εναντίον της Ελλάδας στην Hornsby και άλλες υποθέσεις που την ακολούθησαν, τελικά οδήγησαν την ελληνική πολιτεία στην αναθεώρηση συνταγματικών διατάξεων και την ψήφιση του εκτελεστικού του Συντάγματος Νόμου 3068/2002 αναφορικά με τη συμμόρφωση της Διοίκησης προς τις δικαστικές αποφάσεις, ο οποίος καθιερώνει ένα σύστημα ελέγχου της συμμόρφωσης της Διοίκησης.

 

Αποτελεί θεμελιακή υποχρέωση του κράτους, δυνάμει του Άρθρου 13 της ΕΣΔΑ*, να παρέχεται αποτελεσματικό ένδικο μέσο, στην περίπτωση που τα δικαιώματα και οι ελευθερίες ενός ατόμου, με βάση τη Σύμβαση, παραβιάζονται. Η αρχή της διάκρισης των εξουσιών στο δικό μας δικαϊκό σύστημα, σε αντίθεση με κάποια άλλα δικαϊκά συστήματα,** δεν επιτρέπει όμως στο δικαστήριο, νομοθετώντας ουσιαστικά, να πληρώσει κενό δικαίου (δέστε Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 648). Εναπόκειται στο νομοθέτη να ενεργήσει στα πλαίσια της δοθείσας προσφάτως ρητής εξουσιοδότησης από το Σύνταγμα, με το Άρθρο 146.5Α, σύμφωνα με το οποίο:

 

«5Α. Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος άρθρου, δικαστήριο το οποίο εκδίδει απόφαση, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην παράγραφο 5, έχει δικαιοδοσία ως νόμος ήθελε ορίσει, να εξετάζει και να αποφασίζει κατά πόσον υπήρξε ενεργός συμμόρφωση σε απόφασή του δυνάμενο να επιβάλει κυρώσεις εναντίον μη συμμορφουμένου.»

 

Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης και το γεγονός ότι τα θέματα που εξετάστηκαν είχαν εγερθεί από το Δικαστήριο, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

Η αίτηση απορρίπτεται χωρίς έξοδα.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο