Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου ν. Tamer Ylmaz Zaim (2016) 3 ΑΑΔ 248

ECLI:CY:AD:2016:C327

(2016) 3 ΑΑΔ 248

[*248]30 Ιουνίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΤΕΧΝΙΚΟ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσείων-Καθ’ ου η αίτηση,

 

v.

 

TAMER YLMAZ ZAIM,

 

Εφεσιβλήτου-Αιτητή.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 198/2010)

 

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ― Νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παραμένουν αναιτιολόγητα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης ― Περιστάσεις παραβίασης του Καν.7 στην κριθείσα περίπτωση.

 

Οι Εφεσείοντες αμφισβήτησαν την ορθότητα της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης η οποία αποδέκτηκε την προσφυγή του Εφεσίβλητου/Αιτητή, μετά από διαδικασία επανεξέτασης και κατέληξε πως ο Εφεσίβλητος/Αιτητής δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου, στον κλάδο της Μηχανολογικής Μηχανικής, υπό όρους.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για λόγο που, ως τέτοιος, δεν είχε εγερθεί από τον εφεσίβλητο και που, επομένως, εγέρθηκε αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι η βασική εισήγηση του εφεσίβλητου κατά την πρωτόδικη διαδικασία ήταν ότι υπήρξε παραβίαση και εσφαλμένη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας με την επιχειρηματολογία να έχει ως αφετηρία και λήξη τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του Νόμου 179(I)/2002. Υπήρξε, συναφώς, η θέση του εφεσίβλητου ότι το γεγονός [*249]ότι ασκούσε το επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στο Ηνωμένο Βασίλειο, έπρεπε να οδηγήσει στην εγγραφή του. Αντίθετα, οι εφεσείοντες πρόβαλαν πρωτόδικα ότι με βάση το Άρθρο 5 του Νόμου, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 4, το ΕΤΕΚ είχε εξουσία να επιβάλει στον αιτητή τα επίδικα αντισταθμιστικά μέτρα, θέση η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνεπώς, συνεχίζει η εισήγηση, με αυτή την κατάληξη του Δικαστηρίου θα έπρεπε να απορριφθεί η προσφυγή έχοντας υπόψη τους λόγους ακυρότητας που προβλήθηκαν.

 

Η πλευρά του εφεσιβλήτου, από την άλλη, παραπέμποντας σε σχετικές παραγράφους της αγόρευσής του κατά την πρωτόδικη διαδικασία, εισηγείται ότι, η θέση που είχε προωθηθεί πρωτόδικα ήταν καθαρό ότι εστιαζόταν σε παράλειψη του Επιμελητηρίου να διενεργήσει τη δέουσα έρευνα και να λάβει δεόντως υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο εφεσίβλητος μαζί με την αίτησή του, τα οποία καταδείκνυαν ότι ο εφεσίβλητος κατείχε δίπλωμα αναγνωρισμένο για σκοπούς άσκησης του αντίστοιχου επαγγέλματος από τη χώρα έκδοσής του. Ακόμα όμως και σε περίπτωση που το θέμα της δέουσας έρευνας δεν είχε εγερθεί από τον εφεσίβλητο, κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό, ορθά, εισηγήθηκε ο συνήγορος, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα αυτό με βάση τη νομολογία ως προς την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα της επίδικης διοικητικής πράξης, ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα, τη στάση και τη συμπεριφορά των μερών.

 

Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 293, «Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παραμένουν αναιτιολόγητα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης (βλ. Παυλίδης ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 227/07, ημερ. 20.3.2008). Τυχόν χαλάρωση του συγκεκριμένου κανόνα, όπως αναφέρθηκε από τον Νικήτα, Δ., στην υπόθεση Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709, θα παρείχε ευχέρεια για συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος «με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης».

 

Από τη στιγμή που το Άρθρο 4 εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το Άρθρο 5 και το Επιμελητήριο δεν απέρριψε την αίτηση του εφεσίβλητου για εγγραφή, η οποιαδήποτε πιθανότητα ανατροπής της διοικητικής πράξης θα έπρεπε να εξεταστεί στα πλαίσια του Άρθρου 5, το οποίο δεν προσβάλλεται με την προσφυγή. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση για επιβολή πρακτικής άσκησης προ[*250]σαρμογής εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Επιμελητηρίου, θα έπρεπε να επιφέρει την απόρριψη της προσφυγής δεδομένων των λόγων ακυρότητας που προβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδωσε συγκεκριμένα ή ειδικά πλημμελήματα στα όσα κρίθηκαν αναφορικά με το αίτημά του, σε συνάρτηση με την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων, δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο να προβεί σε περαιτέρω εξέταση του θέματος.

 

Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη πράξη στη βάση της έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης, με αναφορά στα αντισταθμιστικά μέτρα.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας δεν απαιτείται η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Dafnides v. The Republic of Cyprus (1964) C.L.R. 180,

 

Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 293,

 

Παυλίδης ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 227/07, ημερ. 20.3.2008,

 

Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Καθ’ ου η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1199/2008) ημερ. 22/10/2010.

 

Α. Κουντουρή Παπαευσταθίου (κα), για Τ. Παπαδόπουλο & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Α. Δημητριάδης με Ν. Ιακώβου (κα), για Λέλλο Π. Δημητριάδη Δικηγορικό Γραφείο ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

[*251]ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου (ΕΤΕΚ) ότι ο εφεσίβλητος-αιτητής δικαιούται να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ, στον κλάδο της Μηχανολογικής Μηχανικής, υπό όρους, ακυρώθηκε με την εφεσιβαλλόμενη απόφαση.

 

Η απόφαση του ΕΤΕΚ λήφθηκε κατόπιν επανεξέτασης, μετά που η προηγούμενή του απόφαση να απορρίψει σχετική αίτηση που υπέβαλε ο εφεσίβλητος στις 14.9.2004, ακυρώθηκε στην προσφυγή 1622/2005, λόγω έλλειψης έρευνας, με αναφορά στο ότι το ΕΤΕΚ δεν εξέτασε κατά πόσο ο αιτητής μπορούσε να εγγραφεί στο Μητρώο με βάση τις πρόνοιες του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου, Ν.179(Ι)/2002.

 

O εφεσίβλητος είναι κάτοχος διπλώματος Βsc in Environmental Engineering του Polytechnic of South Bank, μετέπειτα London South Bank University, καθώς επίσης και μέλος του «Engineering Council» από το 1990, του «Chartered Institution of Building Services Engineers» από το 1990, του «Institute of Energy» από το 1991 και του «Τhe Institutional Mechanical Engineering» από το 1993, και στη βάση αυτών των προσόντων ζήτησε να εγγραφεί στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ στον κλάδο Μηχανολογικής Μηχανικής.

 

Κατά το στάδιο της επανεξέτασης, η διοικούσα Επιτροπή του ΕΤΕΚ υπέβαλε στις 29.1.2008 αρνητική εισήγηση με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Τα ακαδημαϊκά προσόντα του «Bachelor of Science in Eviromental Engineering (Unclassified) από το Polytechnic of South Bank HB.", που κατείχε δεν έτυχαν αναγνώρισης από το Επιμελητήριο, αρμόδιο Σώμα Αναγνώρισης Τίτλου Σπουδών δυνάμει του Άρθρου 7 του Νόμου 224/90 για σκοπούς του νόμου, του ΕΤΕΚ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που κατατέθηκαν στο Επιμελητήριο το πιο πάνω πιστοποιητικό είναι επιπέδου "unclassified" το εν λόγω πιστοποιητικό δεν είναι επαρκές για σκοπούς εγγραφής στο ΕΤΕΚ. Πιστοποιητικά επιπέδου «unclassified" δεν γίνονται αποδεκτά για εγγραφή στο Μητρώο Μελών του ΕΤΕΚ για το λόγο ότι υποδηλώνουν μη επιτυχή ολοκλήρωση του σχετικού τίτλου σπουδών.»

 

H διοικούσα Επιτροπή του ΕΤΕΚ αποφάσισε να αναθέσει τη διερεύνηση των προσόντων του εφεσίβλητου σε ειδική ομάδα διερεύνησης, η οποία υπέβαλε, στη συνέχεια, την εισήγησή της. Η [*252]εν λόγω εισήγηση, η οποία υιοθετήθηκε από την διοικούσα Επιτροπή του Επιμελητηρίου, προνοούσε τα ακόλουθα:

 

«1. Τα προσόντα του προαναφερόμενου στερούνται του αναγκαίου υπόβαθρου στους τομείς γνώσεων Σχεδιασμού (Design), Στοιχεία Μηχανών, Μηχανές-Εργαλειομηχανές, Δυναμική Ταλαντώσεις και Τεχνολογία Υλικών.

 

2. Ως εκ τούτου θα πρέπει να δοθούν αντισταθμιστικά μέτρα στους προαναφερόμενους τομείς γνώσεων.

 

3. Με βάση το πόρισμα της Ομάδας Αξιολόγησης η Διοικούσα Επιτροπή του ΕΤΕΚ αποφάσισε όπως σας προταθούν οι ακόλουθες δύο επιλογές που προβλέπονται από τη νομοθεσία καθώς επίσης και η Τρίτη επιλογή που αναφέρεται πιο κάτω:

 

i.  Πρακτική Άσκηση Προσαρμογής: Η άσκηση θα πρέπει να έχει διάρκεια 3 χρόνων, να περιλαμβάνει σύνθετα καθήκοντα που να καλύπτουν τα προαναφερόμενα κενά, να συνοδεύονται με διατήρηση βιβλιαρίου εργασίας και να επιβεβαιώνεται τακτικά από μηχανικό της επιλογής του ΕΤΕΚ.

ii.  Δοκιμασία Επάρκειας: Η Δοκιμασία επάρκειας θα ετοιμαστεί από διμελή Επιτροπή αποτελούμενη από τουλάχιστον ένα ακαδημαϊκό.

iii. Παρακολούθηση μαθημάτων στην Πολυτεχνική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου, Τμήμα Μηχανολόγων Μηχανικών: ο ακριβής κατάλογος θα καταρτιστεί εφόσον επιλεγεί η επιλογή αυτή.

 

Σημειώνεται ότι ανεξάρτητα με την επιλογή του αιτητή, η ΔΕ αποφάσισε όπως με την ολοκλήρωση του αντισταθμιστικού μέτρου ο αναφερόμενος θα κληθεί σε προφορική συνέντευξη για επιβεβαίωση επίτευξης των στόχων του αντισταθμιστικού μέτρου.»

 

Με την υπό κρίση προσφυγή αμφισβητήθηκε η νομιμότητα της πιο πάνω απόφασης, καθότι λήφθηκε χωρίς να προηγηθεί η δέουσα έρευνα ή υπό καθεστώς πλάνης και επειδή η απόφαση αντίκειται στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και της χρηστής διοίκησης. Αποτέλεσε θέση του εφεσίβλητου πρωτόδικα ότι κατά τη λήψη της εν λόγω απόφασης, το ΕΤΕΚ δεν έλαβε υπόψη τις πρόνοιες της οδηγίας 89/48/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 21 Δεκεμβρίου 1998 που αναγνωρίζει τα επαγγελματικά σώματα στα οποία ο αιτητής είναι μέλος για περίοδο τουλάχιστον 10 ετών, [*253]καθώς και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας τα οποία πηγάζουν από τη Συνθήκη Προσχώρησης που κυρώθηκε με το Νόμο 35(III)/2003. Περαιτέρω, δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμου του 2002 (Ν. 179(Ι)/2002).

 

Ο αδελφός μας Δικαστής που επιλήφθηκε της προσφυγής θεώρησε ότι η επιβολή πρακτικής άσκησης προσαρμογής εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια των εφεσειόντων, αυτή όμως η απόφαση θα μπορούσε να ληφθεί εφόσον κριθεί ότι οι διαφορές μεταξύ του διπλώματος του εφεσίβλητου και αυτού που απαιτείται για εγγραφή στο ΕΤΕΚ είναι ουσιώδεις. Επιπρόσθετα, εφόσον κριθεί ότι οι διαφορές αυτές είναι ουσιώδεις, θα πρέπει, με βάση το Άρθρο 5(3) του Ν. 179(Ι)/2002, να εξεταστεί κατά πόσο οι διαφορές καλύπτονται από την επαγγελματική πείρα που απέκτησε ο εφεσίβλητος. Θεώρησε δε ότι η Επιτροπή Αξιολόγησης δεν προέβη σε έρευνα αναφορικά με τις βασικές γνώσεις του εφεσίβλητου στα θέματα μηχανολογίας, ούτε στο κατά πόσο, εάν έκριναν ότι υπήρχαν διαφορές μεταξύ των δύο πτυχίων, καλύπτονταν από την πείρα του εφεσίβλητου, έτσι ώστε να μην είναι ενδεχομένως απαραίτητο να απαιτείτο από αυτόν να παρακολουθήσει πρακτική άσκηση προσαρμογής.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ακύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση για λόγο που, ως τέτοιος, δεν είχε εγερθεί από τον εφεσίβλητο και που, επομένως, εγέρθηκε αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι η βασική εισήγηση του εφεσίβλητου κατά την πρωτόδικη διαδικασία ήταν ότι υπήρξε παραβίαση και εσφαλμένη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας με την επιχειρηματολογία να έχει ως αφετηρία και λήξη τις πρόνοιες του Άρθρου 4 του Νόμου 179(I)/2002. Υπήρξε, συναφώς, η θέση του εφεσίβλητου ότι το γεγονός ότι ασκούσε το επάγγελμα του μηχανολόγου μηχανικού στο Ηνωμένο Βασίλειο, έπρεπε να οδηγήσει στην εγγραφή του. Αντίθετα, οι εφεσείοντες πρόβαλαν πρωτόδικα ότι με βάση το Άρθρο 5 του Νόμου, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 4, το ΕΤΕΚ είχε εξουσία να επιβάλει στον αιτητή τα επίδικα αντισταθμιστικά μέτρα, θέση η οποία έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Συνεπώς, συνεχίζει η εισήγηση, με αυτή την κατάληξη του Δικαστηρίου θα έπρεπε να απορριφθεί η προσφυγή έχοντας υπόψη τους λόγους ακυρότητας που προβλήθηκαν. Τα όσα προχώρησε και εξέτασε το πρωτόδικο Δικαστήριο περί διαφορών μεταξύ του διπλώματος του αιτητή και αυτού που απαιτείται για εγγραφή στο Επιμελητήριο και κατά πόσο οι διαφορές αυτές είναι [*254]ουσιώδεις και καλύπτονται από την επαγγελματική πείρα που απέκτησε ο εφεσίβλητος, δεν προέκυπταν από τους λόγους ακύρωσης του αιτητή και σαφώς δεν αποτελούσαν θέμα δημόσιας τάξης που θα μπορούσε να αποφασιστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο.

 

Η πλευρά του εφεσιβλήτου, από την άλλη, παραπέμποντας σε σχετικές παραγράφους της αγόρευσής του κατά την πρωτόδικη διαδικασία, εισηγείται ότι, η θέση που είχε προωθηθεί πρωτόδικα ήταν καθαρό ότι εστιαζόταν σε παράλειψη του Επιμελητηρίου να διενεργήσει τη δέουσα έρευνα και να λάβει δεόντως υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε ο εφεσίβλητος μαζί με την αίτησή του, τα οποία καταδείκνυαν ότι ο εφεσίβλητος κατείχε δίπλωμα αναγνωρισμένο για σκοπούς άσκησης του αντίστοιχου επαγγέλματος από τη χώρα έκδοσής του. Ακόμα όμως και σε περίπτωση που το θέμα της δέουσας έρευνας δεν είχε εγερθεί από τον εφεσίβλητο, κάτι που δεν γίνεται αποδεκτό, ορθά, εισηγήθηκε ο συνήγορος, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το θέμα αυτό με βάση τη νομολογία ως προς την αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας το Δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα της επίδικης διοικητικής πράξης, ανεξάρτητα από τα επιχειρήματα, τη στάση και τη συμπεριφορά των μερών. Προς τούτο παρέπεμψε στην πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση Dafnides v. The Republic of Cyprus (1964) C.L.R. 180. Στα πλαίσια εξέτασης της υπόθεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τον ενώπιόν του διοικητικό φάκελο, καθώς και τη σχετική νομοθεσία, για να αποφασίσει για τη νομιμότητα της πράξης. Ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι αν και δεν παρέθεσε ειδικά το Άρθρο 5 του σχετικού Νόμου, ο εφεσίβλητος έχει εμφανώς εγείρει ως ζήτημα την νομιμότητα της εφαρμογής του εν λόγω άρθρου όταν προσέβαλε την επιβολή σ’ αυτόν αντισταθμιστικών μέτρων και όταν επιχειρηματολόγησε για την καταστρατήγηση της ουσίας του δικαιώματος, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο Άρθρο 4 του ιδίου Νόμου. Επιπρόσθετα, ανέφερε, όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο και όσα άλλα πιστοποιητικά παρουσίασε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, ο εφεσίβλητος πληρούσε τις προϋποθέσεις του Άρθρου 4 του Νόμου.

 

Κατ’ αρχάς σημειώνουμε ότι ο λόγος για τον οποίο ακυρώθηκε η επίδικη πράξη δεν αποτελούσε θέμα δημόσιας τάξης, άλλωστε δεν υπήρξε περί του αντιθέτου εισήγηση από την πλευρά του εφεσίβλητου.

 

Ο Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (Ν. 3/62), προβλέπει ότι:-

[*255]«7. Έκαστος διάδικος δέον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως.  Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον.»

 

Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Ζαχαρία ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 293, «Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, νομικά σημεία που δεν εξειδικεύονται με την απαραίτητη σαφήνεια στο δικόγραφο της προσφυγής, παραμένουν αναιτιολόγητα και ανεπίδεκτα δικαστικής εκτίμησης (βλ. Παυλίδης ν. ΑΗΚ, Υπόθ. Αρ. 227/07, ημερ. 20.3.2008). Τυχόν χαλάρωση του συγκεκριμένου κανόνα, όπως αναφέρθηκε από τον Νικήτα, Δ., στην υπόθεση Ανθούση ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709, θα παρείχε ευχέρεια για συζήτηση σχεδόν κάθε θέματος «με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης».

 

Ο εφεσίβλητος πρωτοδίκως υποστήριξε ότι υπήρξε παραβίαση και εσφαλμένη εφαρμογή της κοινοτικής νομοθεσίας επειδή το Επιμελητήριο όφειλε να κάμει αποδεκτή την αίτησή του για εγγραφή στο Μητρώο του Επιμελητηρίου. Όπως προκύπτει από την αγόρευση του εφεσιβλήτου, ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το ΕΤΕΚ όφειλε να τον εγγράψει στο Μητρώο με βάση την Οδηγία 89/48/ΕΟΚ και το Νόμο 179(Ι)/2002, ο οποίος βρισκόταν σε ισχύ κατά τον επίδικο χρόνο. Η ουσία των θέσεών του καταγράφεται στη γραπτή του αγόρευση και υπό μορφή αιτήματος για τη διατύπωση ερωτημάτων προς το ΔΕΕ.

 

Ο ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης σχετίζεται με αυτό το θέμα, ότι δηλαδή πεπλανημένα δεν εφαρμόστηκαν οι πρόνοιες της πιο πάνω Οδηγίας και του Νόμου, οι οποίες, εάν εφαρμόζονταν, θα οδηγούσαν στην εγγραφή του.

 

Οι εφεσείοντες είχαν υποστηρίξει πρωτοδίκως ότι δεν τίθεται θέμα παραβίασης του Άρθρου 4 του Νόμου, καθώς ο εφεσίβλητος δεν είχε ισχυριστεί, ούτε είχε τεκμηριώσει την ύπαρξη όλων των προϋποθέσεων του εν λόγω άρθρου.

 

Ο περί Γενικού Συστήματος Αναγνώρισης των Επαγγελματικών Προσόντων Νόμος, Ν. 179(Ι)/2002, ο οποίος ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, εισήχθη στη νομοθεσία μας με στόχο την εναρ[*256]μόνιση με την Ευρωπαϊκή Οδηγία.

 

Το Άρθρο 4 του Νόμου προνοεί τα ακόλουθα:

 

«4.—(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του Άρθρου 5, όταν η πρόσβαση σε κατοχυρωμένο επάγγελμα ή η άσκηση του στη Δημοκρατία προϋποθέτει την κατοχή διπλώματος, το αρμόδιο όργανο δεν μπορεί, επικαλούμενο την έλλειψη προσόντων, να αρνείται σε υπήκοο κράτους μέλους την πρόσβαση στο επάγγελμα αυτό ή την άσκηση του, υπό τους ίδιους όρους με τους ημεδαπούς, εφόσον ο αιτητής-

 

(α) Κατέχει δίπλωμα το οποίο απαιτείται από άλλο κράτος μέλος για την πρόσβαση ή την άσκηση του επαγγέλματος αυτού στο έδαφος του και το οποίο αποκτήθηκε σε ένα κράτος μέλος, ή

 

(β) έχει ασκήσει το επάγγελμα αυτό με πλήρη απασχόληση επί δύο έτη κατά τη διάρκεια των δέκα τελευταίων ετών σε άλλο κράτος μέλος που δεν κατοχυρώνει το επάγγελμα αυτό, και έχει αποκτήσει-

 

(i) έναν ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης-

(iα) που έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους,

(iβ) που πιστοποιούν ότι ο κάτοχος τους έχει συμπληρώσει με επιτυχία κύκλο μεταδευτεροβάθμιων σπουδών διάρκειας τουλάχιστο τριών ετών, ή μερική παρακολούθηση ισοδύναμης διάρκειας, σε πανεπιστήμιο ή ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα ή άλλο ίδρυμα ισότιμου επιπέδου και, όπου απαιτείται, έχει συμπληρώσει με επιτυχία επαγγελματική εκπαίδευση επιπλέον του κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών, και

(iγ) που προετοίμασαν τον κάτοχο τους για την άσκηση του επαγγέλματος αυτού:

 

Νοείται ότι τα δύο έτη επαγγελματικής πείρας που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο δεν είναι υποχρεωτικά όταν ο τίτλος ή οι τίτλοι που κατέχει ο αιτητής, και οι οποίοι αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο, πιστοποιούν κατοχυρωμένη εκπαίδευση· ή

 

(ii) έναν ή περισσότερους τίτλους εκπαίδευσης ή σύνολο τέτοιων τίτλων εκπαίδευσης που έχουν χορηγηθεί από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, εφόσον έχουν χορηγηθεί μετά τη [*257]συμπλήρωση με επιτυχία εκπαίδευσης που έχει πραγματοποιηθεί εντός της Κοινότητας, και που αναγνωρίζεται από αρμόδια αρχή του εν λόγω κράτους μέλους ως ισότιμου επιπέδου με τον τίτλο εκπαίδευσης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i), υπό την προϋπόθεση ότι η αναγνώριση αυτή έχει κοινοποιηθεί στα άλλα κράτη μέλη και στην Επιτροπή.»

 

Είναι σαφές από το λεκτικό της πιο πάνω νομοθετικής διάταξης ότι αυτή εφαρμόζεται ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του Άρθρου 5. Από τη στιγμή που το Άρθρο 4 εφαρμόζεται ανεξάρτητα από το Άρθρο 5 και το Επιμελητήριο δεν απέρριψε την αίτηση του εφεσίβλητου για εγγραφή, η οποιαδήποτε πιθανότητα ανατροπής της διοικητικής πράξης θα έπρεπε να εξεταστεί στα πλαίσια του Άρθρου 5, το οποίο δεν προσβάλλεται με την προσφυγή. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απόφαση για επιβολή πρακτικής άσκησης προσαρμογής εμπίπτει στη διακριτική ευχέρεια του Επιμελητηρίου, θα έπρεπε να επιφέρει την απόρριψη της προσφυγής δεδομένων των λόγων ακυρότητας που προβλήθηκαν από τον εφεσίβλητο. Το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος δεν απέδωσε συγκεκριμένα ή ειδικά πλημμελήματα στα όσα κρίθηκαν αναφορικά με το αίτημά του, σε συνάρτηση με την επιβολή αντισταθμιστικών μέτρων, δεν επέτρεπε στο Δικαστήριο να προβεί σε περαιτέρω εξέταση του θέματος.

 

Συνακόλουθα, κρίνουμε ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο ακύρωσε την επίδικη πράξη στη βάση της έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης, με αναφορά στα αντισταθμιστικά μέτρα.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξής μας δεν απαιτείται η εξέταση των υπολοίπων λόγων έφεσης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ του εφεσείοντα και εναντίον του εφεσιβλήτου.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο