Κυπριακή Δημοκρατία και Άλλοι ν. Πάμπου Ιωαννίδη και Άλλων (2016) 3 ΑΑΔ 319

ECLI:CY:AD:2016:C361

(2016) 3 ΑΑΔ 319

[*319]15 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 101/2010)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,

 

Εφεσείοντες-Καθ’ ων η αίτηση,

 

v.

 

1. ΠΑΜΠΟY ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

2. ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Αιτητών.

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 136/2010)

 

ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ,

 

Εφεσείοντες-Ενδιαφερόμενα Μέρη,

 

v.

 

1. ΠΑΜΠΟΥ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,

2. ΛΕΩΝΙΔΑ ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων-Αιτητών,

 

ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΣΗΜΟΥ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗ ΚΑΙ ΕΦΟΡΟΥ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ,

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 101/2010 & 136/2010)

 

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Πράξεις δημοσίου δικαίου ― Η διάκρισή [*320]τους από πράξεις με τις οποίες ρυθμίζονται ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών που ανάγονται στη σφαίρα ιδιωτικού δικαίου, έγκειται στο σκοπό για τον οποίο λαμβάνεται η απόφαση και όχι στον τύπο ― Νομολογιακά πορίσματα και εφαρμογή στην κριθείσα περίπτωση.

 

Οι εφεσείοντες με τις εφέσεις τους επιδιώκουν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία ακυρώθηκε η απόφαση του Εφόρου Εταιρειών, να αποδεκτεί την εγγραφή ομόρρυθμου συνεταιρισμού, με την επωνυμία «Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες».

 

Στο στάδιο της έφεσης εγέρθηκε για πρώτη φορά ως προδικαστικό θέμα εκ μέρους των εφεσειόντων-καθ΄ων η αίτηση και των εφεσειόντων-ενδιαφερομένων μερών, ότι η προσφυγή των εφεσιβλήτων-αιτητών στρεφόταν εναντίον μη εκτελεστής διοικητικής απόφασης, ενώ τα επίδικα θέματα εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Παρά το ότι το ζήτημα αυτό δεν εγέρθηκε, ούτε πρωτοδίκως, ούτε στην ειδοποίηση έφεσης, εφόσον αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης, μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποδεχόμενη την προδικαστική ένσταση που πρόβαλαν οι εφεσείοντες-καθ’ων η αίτηση και οι εφεσείοντες- ενδιαφερόμενα μέρη, αποφάσισε ότι:

 

Μία πράξη για να μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή πρέπει να ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Βασικό κριτήριο για να αποφασιστεί κατά πόσο μία πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου είναι, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218, στη σελ. 222, «η εγγενής φύσις της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου».

 

Πράξεις διοικητικών οργάνων με τις οποίες ρυθμίζονται ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Για τη διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου σημασία έχει ο σκοπός και η ουσία για την οποία λαμβάνεται η απόφαση και όχι ο τύπος της.

 

Δεν παραβλέπουμε τις πρόνοιες του Άρθρου 55 του Νόμου που παρέχουν ευχέρεια στον Έφορο να αρνηθεί την εγγραφή επωνυμίας με όνομα που κατά τη γνώμη του είναι ανεπιθύμητο.

 

Εν προκειμένω, η διαφορά δεν έλαβε αυτή τη μορφή. Ο δικαιούχος του ονόματος, φυσικό πρόσωπο Τάσσος Παπαδόπουλος, συγκατάνευσε εγγράφως στη χρήση του ονόματός του και επί της συναίνε[*321]σης αυτής είναι που ενήργησε ο Έφορος. Παρατηρήθηκε δε από το Δικαστήριο ότι ο Έφορος γνώριζε ότι υπήρχε άλλος εγγεγραμμένος συνεταιρισμός με την επωνυμία «Τάσσος Παπαδόπουλος και Σία», όπως άλλωστε καταγράφεται επί του σχετικού εντύπου έρευνας του Εφόρου, γι’ αυτό άλλωστε ζητήθηκε και η έγγραφη συναίνεση της χρήσης του ονόματος από το φυσικό πρόσωπο, ώστε να μην προκύπτει έλλειψη δέουσας έρευνας, ως αποφασίσθη πρωτοδίκως.

 

Όμως, διαφορά προς επίλυση από τον Έφορο μεταξύ του δικαιούχου του ονόματος και των εφεσιβλήτων με βάση το Άρθρο 55 του Νόμου ή άλλως πως δεν υπήρξε. Ουδεμία διαφορά υπήρξε του φυσικού προσώπου, φορέα του ονόματος και των εφεσιβλήτων. Είναι ακολούθως που προέκυψε η διαφορά όταν οι εφεσίβλητοι, δύο εκ των συνεταίρων του δικηγορικού γραφείου Τάσσος Παπαδόπουλος και Σία, πρόβαλαν τη θέση ότι είχαν δικαίωμα στο όνομα Τάσσος Παπαδόπουλος και καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

 

Αυτό, όμως, δεν εντάσσεται στα πλαίσια του Άρθρου 55, δεδομένου ότι ο δικαιούχος του ονόματος είχε συγκατανεύσει. Η διαφορά που παρέμεινε δεν ήταν διοικητικής φύσεως προς επίλυση από τον Έφορο, αλλά ιδιωτική διαφορά προς επίλυση μεταξύ των εμπλεκομένων προσώπων. Ειδικά, έχοντας υπόψη ότι αυτό που καταλογίζεται είναι η εγγραφή του δεύτερου συνεταιρισμού την αγνοία των εφεσιβλήτων- συνεταίρων του πρώτου συνεταιρισμού και πως το όνομα αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του συνεταιρισμού του οποίου επίκειτο η διάλυση. Όμως, το κατά πόσο προωθήθηκε η εγγραφή του δεύτερου συνεταιρισμού κάτω από αυτές τις συνθήκες ή ακόμα κατά πόσο υπήρχε ή όχι πρόθεση εξαπάτησης, δεν αποτελούν ζητήματα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου, τα οποία θα μπορούσαν να προωθηθούν με αγωγή. Είναι φανερό ότι τέτοια ζητήματα δεν εμπίπτουν στα πλαίσια διοικητικής εποπτείας από τον Έφορο, αλλά ζητήματα ιδιωτικού δικαίου.

 

Η έφεση επέτυχε χωρίς έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Photos Photiades , personally and/or in hiscapacity as partner of Photos Photiades and Company a.o. v. Takis Photiades a.o. (1988) 3 C.L.R. 2084,

 

J.M.C. Polytrade ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294,

 

Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μεσαρίτη-Αναστασίου-Πελεκάνου Αρχιτε[*322]κτόνων Μηχανικών (1998) 3 Α.Α.Δ. 92,

 

Δημοκρατία ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218,

 

Hellenic Bank v. Republic (1984) 3 C.L.R. 381,

 

Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 373.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τους Καθ’ ων η αίτηση (Α.Ε. 101/2010) και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη (A.E. 136/2010) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παμπαλλής, Δ.) (Υπόθεση Αρ. 1160/2007), ημερ. 24/6/2010.

 

Λ. Χριστοδουλίδου-Ζαννέτου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 101/2010 και για τους Καθ’ ων η Αίτηση, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 136/2010.

 

Κ. Κακουλλή (κα) με Α. Κουντουρή (κα), για τους Εφεσείοντες στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 136/2010.

 

Α. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, για τους Εφεσίβλητους και στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις.

 

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσίβλητοι-αιτητές πέτυχαν την ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Εταιρειών, με την οποία έκαμε αποδεκτή την εγγραφή ομόρρυθμου συνεταιρισμού, με την επωνυμία «Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες». Εναντίον της απόφασης καταχωρήθηκε έφεση τόσο από τη Δημοκρατία όσο και από το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Σύμφωνα με τα γεγονότα, στις 7.5.2007 υπεβλήθη στο τμήμα του Εφόρου Εταιρειών και Επίσημου Παραλήπτη, αίτηση για έγκριση ονόματος για εγγραφή συνεταιρισμού με την επωνυμία: 1. «Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες» 2. «Ν. Τάσσου Παπαδόπουλος και Συνεργάτες», με την σημείωση και στις δύο πε[*323]ριπτώσεις ότι «γραπτή συγκατάθεση θα προσκομιστεί». Η αίτηση εξετάστηκε και αποφασίστηκε η έγκρισή της νοουμένου ότι θα προσκομιζόταν γραπτή συγκατάθεση των φυσικών προσώπων που τα ονόματά τους αναγράφονται στις δύο επωνυμίες. Στις 17.5.2007 κατατέθηκε γραπτή συγκατάθεση από τον Τάσσο Παπαδόπουλο ημερομηνίας 20.2.2007. Την ίδια ημέρα κατατέθηκε και αίτηση για εγγραφή ομορρύθμου εταιρείας δυνάμει του περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμου Κεφ. 116, με την επωνυμία «Τάσσος Παπαδόπουλος & Συνεργάτες», με την εγγραφή να λαμβάνει χώραν αυθημερόν.

 

Στις 17.5.2007 υφίστατο επίσης εγγεγραμμένος και συνεταιρισμός με την επωνυμία «Τάσσος Παπαδόπουλος και Σία», όπου συνέταιροι ήσαν, τόσο οι εφεσίβλητοι – αιτητές όσο και τα άτομα που παρουσιάζοντο ως συνέταιροι στο νέο συνεταιρισμό που ενεγράφη εκείνη την ημέρα.

 

Στις 23.5.2007 ο εφεσίβλητος 1-αιτητής 1, ως διευθύνων συνέταιρος του οίκου Τάσσος Παπαδόπουλος και Σία, απέστειλε επιστολή στον Έφορο με την οποία εξέφραζε την ένστασή του για την εν λόγω εγγραφή, τονίζοντας ότι δεν είχε εξασφαλιστεί η συγκατάθεση του πιο πάνω συνεταιρισμού κατά το στάδιο της εγγραφής της νέας ομορρύθμου εταιρείας και ζητώντας την ανάκληση της έγκρισης για εγγραφή του συνεταιρισμού και τη διαγραφή του από το μητρώο συνεταιρισμών.

 

Ο Έφορος απάντησε με επιστολή ημερομηνίας 6.6.2007, με την οποία εξηγεί, μεταξύ άλλων, ότι, σύμφωνα με την από δεκαετίες πρακτική που ακολουθείται από το Τμήμα, μπορεί να γίνει εγγραφή νέων συνεταιρισμών όταν περιέχουν ονόματα φυσικών προσώπων, παρά την ύπαρξη στο σχετικό Μητρώο παρόμοιων ονομάτων, έστω και για την ίδια φύση εργασίας, νοουμένου ότι ο συνεταιρισμός προσκομίσει συγκατάθεση του φυσικού προσώπου που το όνομά του αναγράφεται στην επωνυμία.

 

Στις 3.8.2007 καταχωρήθηκε προσφυγή εκ μέρους δύο εκ των συνεταίρων του πρώτου συνεταιρισμού «Τάσσος Παπαδόπουλος και Σία», με την οποία ζητούσαν την ακόλουθη θεραπεία:

 

«Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η πράξη ή/και απόφαση του Καθ’ ου η Αίτηση με την οποία ενέκρινε και ενέγραψε συνεταιρισμό με την επωνυμία «ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ» , η οποία περιήλθε σε γνώση των Αιτη[*324]τών την 21/5/2007, είναι άκυρη και στερημένη κάθε νομίμου αποτελέσματος.».

 

Η πρωτόδικη απόφαση επικεντρώθηκε στην επωνυμία του νέου συνεταιρισμού, η οποία ήταν παρόμοια με τον υφιστάμενο ομόρρυθμο συνεταιρισμό. Στη βάση αυτή, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Ο Έφορος, στην προκείμενη υπόθεση, είχε υποχρέωση να μην εγκρίνει και στη συνέχεια εγγράψει ομόρρυθμο συνεταιρισμό με την επωνυμία «Τάσσος Παπαδόπουλος και Συνεργάτες», τη στιγμή που υπήρχε όχι μόνο παρόμοια εγγεγραμμένη επωνυμία αλλά ταυτόσημη «Τάσσος Παπαδόπουλος και Σία». Η μη επικέντρωση της προσοχής των καθ’ ων η αίτηση και σ’ αυτή τη πτυχή της υπόθεσης, απολήγει σε έλλειψη δέουσας έρευνας, και κατ’ επέκταση πλάνης που καλύπτεται από την ανεπιθύμητη εγγραφή, που προβλέπει το Άρθρο 56 του Νόμου. Ερμηνεία επί του προκειμένου δόθηκε στην υπόθεση J.M.C. Polytrade ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 294.

 

Σε κανένα σημείο του διοικητικού φακέλου, τεκμ.1, δεν φαίνεται να έγινε οποιαδήποτε μνεία για την άλλη ομόρρυθμη εταιρεία και είναι άγνωστο κατά πόσο θα επηρέαζε την κρίση του Εφόρου, αφού δεν φαίνεται να επικέντρωσε την προσοχή του σ’ αυτή τη πτυχή.»

 

Στο στάδιο της έφεσης εγέρθηκε για πρώτη φορά ως προδικαστικό θέμα εκ μέρους των εφεσειόντων-καθ’ ων η αίτηση και του ενδιαφερόμενου μέρους, ότι η προσφυγή των εφεσιβλήτων-αιτητών στρεφόταν εναντίον μη εκτελεστής διοικητικής απόφασης, ενώ τα επίδικα θέματα εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Ως αποτέλεσμα, εισηγούνται ότι η έφεση θα πρέπει να επιτύχει, αφού η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Παρά το ότι το ζήτημα αυτό δεν εγέρθηκε, ούτε πρωτοδίκως, ούτε στην ειδοποίηση έφεσης, εφόσον αποτελεί θέμα δημόσιας τάξης, μπορεί να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

 

Αποτελεί θέση των εφεσειόντων ότι η απόφαση για εγγραφή συνεταιρισμού στερείται εκτελεστότητας και ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναθεωρητικού ελέγχου από το Ανώτατο Δικαστήριο. Προς τούτο, παρέπεμψαν στην υπόθεση Photos Photiades , personally and/or in his capacity as partner of Photos Photiades and Company and Another v. Takis Photiades v. The Republic [*325]of Cyprus (1988) 3 C.L.R. 2084, τα γεγονότα της οποίας, σύμφωνα με την εισήγησή τους, προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

Από την πλευρά τους οι εφεσίβλητοι εισηγήθηκαν ότι η εν λόγω απόφαση δεν έχει καμία εφαρμογή στην παρούσα περίπτωση. Αποτελεί θέση των εφεσιβλήτων ότι ο Έφορος Εταιρειών, με βάση τις εξουσίες που του παρέχονται από τον περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113, και τον περί Ομορρύθμων και Ετερορρύθμων Εταιρειών και Εμπορικών Επωνυμιών Νόμο, Κεφ. 116, (στο εξής «ο Νόμος»), έχει καθήκον και υποχρέωση, μεταξύ άλλων, να μην εγγράφει συνεταιρισμούς οι οποίοι φέρουν ανεπιθύμητο όνομα. Οι εξουσίες αυτές του παρέχονται στα πλαίσια άσκησης δημόσιας εξουσίας εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, ανεξαρτήτως του ότι τόσο οι εταιρείες του Κεφ. 113 ή οι συνεταιρισμοί του Κεφ. 116 δημιουργούνται δυνάμει συμφωνιών ιδιωτικού δικαίου. Πρόκειται για εκτελεστή διοικητική πράξη, εισηγήθηκαν οι εφεσίβλητοι, με την οποία δηλώθηκε η βούληση του Εφόρου, η οποία παρήγαγε έννομο αποτέλεσμα όχι μόνον έναντι των εφεσιβλήτων αλλά και έναντι του κοινού, εφόσον με την επίδικη πράξη επετράπη εγγραφή συνεταιρισμού με ταυτόσημο και ανεπιθύμητο όνομα. Προς τούτο, παρέπεμψαν στις υποθέσεις JMC POLYTRADE v. Κυπριακής Δημοκρατίας (πιο πάνω) και Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Εφόρου Εταιρειών ν. Μεσαρίτη-Αναστασίου-Πελεκάνου Αρχιτεκτόνων Μηχανικών (1998) 3 Α.Α.Δ. 92.

 

Μία πράξη για να μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή πρέπει να ανάγεται στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου. Βασικό κριτήριο για να αποφασιστεί κατά πόσο μία πράξη εμπίπτει στη σφαίρα του δημοσίου ή του ιδιωτικού δικαίου είναι, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Τόκα (1995) 3 Α.Α.Δ. 218, στη σελ. 222, «η εγγενής φύσις της πράξης σε συνδυασμό με το συμφέρον του κοινού στο συγκεκριμένο τομέα λειτουργίας δημόσιας αρχής ή οργάνου».

 

Πράξεις διοικητικών οργάνων με τις οποίες ρυθμίζονται ιδιωτικά δικαιώματα των πολιτών ανάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (βλ. Hellenic Bank v. Republic 1984 3 C.L.R. 381, στη σελ. 486). Για τη διάκριση μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού δικαίου σημασία έχει ο σκοπός και η ουσία για την οποία λαμβάνεται η απόφαση και όχι ο τύπος της (βλ. Κολοκάσης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 373).

 

Στην υπόθεση Photiades, πιο πάνω, το ερώτημα που εγέρθηκε ήταν κατά πόσο η πράξη του Εφόρου να εγγράψει ανανέωση συ[*326]νεταιρισμού μετά από αίτηση που απεστάλη από έναν εκ των συνεταίρων και για την οποία ο άλλος συνέταιρος ισχυρίστηκε ότι έγινε χωρίς τη δική του συγκατάθεση, μπορεί να αναθεωρηθεί στα πλαίσια της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η Ολομέλεια, ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, θεώρησε ότι η πράξη αυτή εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Στις σελίδες 2090-2091 αναφέρονται τα εξής:

 

«Neither the keeping of a register nor its availability for inspection can possibly alter the character of the act of registration. The act of registration is par excellence a ministerial act entailing the certification of an existing fact.

 

.........................................................................................................

 

The registration of a partnership leaves unaffected the rights and obligations of the parties. It produces no noticeable legal consequences. The decision of the Registrar to register a partnership is not amenable to judicial review under article 146.1 of the Constitution. Not only a decision under s.56(1) of the Partnership Law, Cap. 116, lacks executory character but, furthermore, it is one wholly incidental to a decision affecting private law rights.»

 

Περαιτέρω, στην ίδια απόφαση υπεδείχθη η διαφοροποίηση του θέματος από την περίπτωση εμπορικών σημάτων, η εγγραφή των οποίων δεν πηγάζει από σχέση ιδιωτικού δικαίου, αλλά συναρτάται προς τη δημόσια πολιτική της διοίκησης ως προς το πώς θα διεξάγεται το εμπόριο γενικά. Αναφέρθηκαν, συναφώς, τα ακόλουθα στις σελίδες 2091-2092:

 

«The anonymous public is directly affected by decisions of the Registrar of Trade Marks and has a corresponding interest in the sustenance of the purity of the register. The interest, on the other hand, of third parties in the existence of a partnership, is limited to those who trade or contemplate trading with the partnership. The classification of the registration of a partnership can appropriately be compared to the registration of mortgages under the Company Law. In Hellenic Bank v. Republic it was decided that the refusal of the Registrar of Companies to register a mortgage under Part III of the Companies Law, Cap. 113, was non justiciable because the register and its keeping were matters primarily affecting private law rights and as such cognizable by a competent civil court. Relevant also is the decision in York Inter-national Securities Ltd. v. Republic where it was decided that a decision of the [*327]Registrar of Companies under s.159 of the Companies Law, Cap. 113, involving the appointment of inspectors to investigate the affairs of a company is not justiciable under article 146.1 because it is wholly incidental to the protection of private law rights and the extent of the penal provisions of the law associated with the management of the affairs of the company.»

 

Παρόλο που η Photiades αφορούσε ανανέωση συνεταιρισμού και όχι εγγραφή, όπως εν προκειμένω, οι αρχές που εκεί τέθηκαν, δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο λόγος (ratio) της απόφασης εκείνης καλύπτει και την περίπτωση εγγραφής συνεταιρισμού.

 

Δεν παραβλέπουμε τις πρόνοιες του Άρθρου 55 του Νόμου που παρέχουν ευχέρεια στον Έφορο να αρνηθεί την εγγραφή επωνυμίας με όνομα που κατά τη γνώμη του είναι ανεπιθύμητο. Προσομοιάζει ως προς τούτο η εξουσία του Εφόρου με την αντίστοιχη εξουσία του, όπως προβλέπεται στο Άρθρο 18 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, επί του οποίου αποφασίστηκε η υπόθεση JMC Polytrade (πιο πάνω). Εκεί, όμως, η ειδοποιός διαφορά είναι ότι προβλήθηκε ένσταση από δικαιούχο παρόμοιου ονόματος ως εγγεγραμμένη επωνυμία, οπότε ο Έφορος αποφάσισε τη διαφορά υπό την έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης, ήτοι της δημιουργίας ενός δικαιώματος μεταξύ διοικουμένων. Σημειώνεται ότι στις περιπτώσεις εταιρειών παρέχονται με βάση το Άρθρο 17 του Κεφ. 113 καθορισμένες εξουσίες στον Έφορο σχετικά με αλλαγή ονόματος.

 

Εν προκειμένω, η διαφορά δεν έλαβε αυτή τη μορφή. Ο δικαιούχος του ονόματος, φυσικό πρόσωπο Τάσσος Παπαδόπουλος, συγκατάνευσε εγγράφως στη χρήση του ονόματός του και επί της συναίνεσης αυτής είναι που ενήργησε ο Έφορος. Παρατηρούμε δε ότι ο Έφορος γνώριζε ότι υπήρχε άλλος εγγεγραμμένος συνεταιρισμός με την επωνυμία «Τάσσος Παπαδόπουλος και Σία», όπως άλλωστε καταγράφεται επί του σχετικού εντύπου έρευνας του Εφόρου, γι’ αυτό άλλωστε ζητήθηκε και η έγγραφη συναίνεση της χρήσης του ονόματος από το φυσικό πρόσωπο, ώστε να μην προκύπτει έλλειψη δέουσας έρευνας, ως αποφασίσθη πρωτοδίκως.

 

Όμως, διαφορά προς επίλυση από τον Έφορο μεταξύ του δικαιούχου του ονόματος και των εφεσιβλήτων με βάση το Άρθρο 55 του Νόμου ή άλλως πως δεν υπήρξε. Ουδεμία διαφορά υπήρξε του φυσικού προσώπου, φορέα του ονόματος και των εφεσιβλήτων. Είναι ακολούθως που προέκυψε η διαφορά όταν οι εφεσίβλητοι, δύο εκ των συνεταίρων του δικηγορικού γραφείου Τάσσος Παπα[*328]δόπουλος και Σία, πρόβαλαν τη θέση ότι είχαν δικαίωμα στο όνομα Τάσσος Παπαδόπουλος και καταχωρήθηκε η υπό κρίση προσφυγή.

 

Αυτό, όμως, δεν εντάσσεται στα πλαίσια του Άρθρου 55, δεδομένου ότι ο δικαιούχος του ονόματος είχε συγκατανεύσει. Η διαφορά που παρέμεινε δεν ήταν διοικητικής φύσεως προς επίλυση από τον Έφορο, αλλά ιδιωτική διαφορά προς επίλυση μεταξύ των εμπλεκομένων προσώπων. Ειδικά, έχοντας υπόψη ότι αυτό που καταλογίζεται είναι η εγγραφή του δεύτερου συνεταιρισμού τη αγνοία των εφεσιβλήτων - συνεταίρων του πρώτου συνεταιρισμού και πως το όνομα αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του συνεταιρισμού του οποίου επίκειτο η διάλυση. Όμως, το κατά πόσο προωθήθηκε η εγγραφή του δεύτερου συνεταιρισμού κάτω από αυτές τις συνθήκες ή ακόμα κατά πόσο υπήρχε ή όχι πρόθεση εξαπάτησης, δεν αποτελούν ζητήματα δημοσίου αλλά ιδιωτικού δικαίου, τα οποία θα μπορούσαν να προωθηθούν με αγωγή. Είναι φανερό ότι τέτοια ζητήματα δεν εμπίπτουν στα πλαίσια διοικητικής εποπτείας από τον Έφορο, αλλά ζητήματα ιδιωτικού δικαίου.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, το προδικαστικό θέμα που εγέρθηκε από τους εφεσείοντες επιτυγχάνει.

 

Συνακόλουθα, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και ως προς τα έξοδα. Ενόψει του ότι η έφεση επιτυγχάνει επί ζητήματος που εγέρθηκε για πρώτη φορά κατ’ έφεση, θεωρούμε ορθό και δίκαιο όπως μη επιδικάσουμε έξοδα, είτε πρωτοδίκως, είτε επί της εφέσεως.

 

Η έφεση επιτυγχάνει χωρίς έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο