Karseras Photos Manhattan Properties and Developers and Investments Ltd και Άλλοι ν. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και Άλλων (2016) 3 ΑΑΔ 329

ECLI:CY:AD:2016:C365

(2016) 3 ΑΑΔ 329

[*329]18 Ιουλίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

1.  PHOTOS KARSERAS MANHATTAN PROPERTIES

     AND DEVELOPERS AND INVESTMENTS LTD,

2.  ΓΙΑΤΣΑΣ ΕΣΤΕΙΤΣ ΛΤΔ,

 

Εφεσείοντες,

 

v.

 

1.  ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ

     ΚΑΙ ΟΙΚΗΣΕΩΣ,

2   ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

3.  ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 24/2011)

 

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός έλεγχος ― Τεχνικά θέματα ― Το Δικαστήριο δεν εκφράζει κρίσεις επί τεχνικών θεμάτων ― Έργο που ανήκει στην ανέλεγκτη κρίση της διοίκησης.

 

Διοικητική πράξη ― Δέουσα έρευνα ― Το αποφασίζον διοικητικό όργανο δεν είναι αναγκαίο να διεξαγάγει το ίδιο την έρευνα δυνάμενο να την αναθέσει σε άλλο όργανο που περιλαμβάνει και τη συλλογή των στοιχείων χωρίς ποτέ το ίδιο το αρμόδιο όργανο να απεμπολεί είτε τις εξουσίες, είτε τις υποχρεώσεις του.

 

Διοικητική πράξη ― Αιτιολογία ― Δυνατότητα αναζήτησης του συλλογισμού της διοίκησης στους φακέλους.

 

Οι Εφεσείουσες επεδίωξαν τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’έφεση την ανατροπή της απόφασης του Υπουργού με την οποία αποδέχθηκε τη μερική μόνο ένταξη του τεμαχίου 68 στην οικιστική ζώνη Η5.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

[*330]Οι Εφεσείοντες με τον πρώτο λόγο έφεσης ισχυρίζονται πως ο Υπουργός δεν έδωσε συγκεκριμένο λόγο γιατί δεν έκαμε αποδεκτές τις εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων, λαμβάνοντας έτσι μια αυθαίρετη απόφαση με την οποία μόνο μέρος του τεμαχίου 68 εντάχθηκε σε οικιστική ζώνη, με ταυτόχρονο πλήρη αποκλεισμό του τεμαχίου 218.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι συναφής με τον πρώτο ως προς το ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και στη συνέχεια του Υπουργικού Συμβουλίου είναι παντελώς αναιτιολόγητη, ούτε και η αιτιολογία προβάλλει από το φάκελο της διαδικασίας.

 

Η δήλωση πολιτικής που εκπονείται από τις αρμόδιες αρχές αποτελεί ένα ιδιάζον τεχνικό ζήτημα και δεν εναπόκειται στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει με τη δική του κρίση τον τρόπο ανάπτυξης της γης, ούτε και βεβαίως να ελέγξει την ευχέρεια που έχει η διοίκηση ως προς τα όρια της ανάπτυξης μέσω των τοπικών σχεδίων και των πολεοδομικών ζωνών. Η εκπόνηση τέτοιων σχεδίων και ζωνών αποτελούν κατ΄ εξοχήν τεχνικά θέματα τα οποία παραμένουν ανέλεγκτα από το Δικαστήριο.

 

Με τον πυρήνα της ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου διαφοράς να είναι κατ’ ουσίαν τεχνικά θέματα στα οποία επέμβαση χωρεί μόνο εάν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα και ανεπάρκεια έρευνας, το επόμενο θέμα το οποίο θα πρέπει να διαπιστωθεί είναι η φύση της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων. Η Επιτροπή αυτή αποτελεί κατά πάγια νομολογία συμβουλευτικό και μόνο όργανο που καταρτίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών προς υποβοήθηση του κατά τη μελέτη των ενστάσεων που καταχωρούνται αναφορικά με την επιδιωκόμενη αλλαγή στις πολεοδομικές ζώνες. Το Άρθρο 34Α του περί Χωροταξίας και Πολεοδομίας Νόμου αρ. 80/70, όπως τροποποιήθηκε, δεν προνοεί ούτε και καθιερώνει Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων, αλλά αντίθετα παρέχει τη δυνατότητα στον Υπουργό Εσωτερικών, που αποτελεί και υποχρέωση του εάν αυτό απαιτείται από το Υπουργικό Συμβούλιο, να εκπονεί κατά καιρούς δήλωση πολιτικής αναφορικά με την οποία εξετάζονται οι διάφορες αιτήσεις για πολεοδομική άδεια. Σκοπός της Δήλωσης Πολιτικής είναι η μεθοδική ανάπτυξη προς το συμφέρον της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρέτησης και της γενικής ευημερίας της περιοχής. Δημοσιοποιείται διά γνωστοποιήσεως στην Επίσημη Εφημερίδα και εντός οκταμήνου υποβάλλονται έγγραφες και αιτιολογημένες ενστάσεις οι οποίες εξετάζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών το ταχύτερο δυνατό, ο οποίος και τις υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο μαζί με τη δική του πρόταση, το οποίο επικυρώνει ή τροποποιεί κατά την κρίση του τη Δήλωση Πολιτικής.

[*331]Η συγκρότηση Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων δεν οριοθετείται από το Νόμο, ούτε και επιβάλλεται από κανονισμούς. Πρόκειται για μια εσωτερική ρύθμιση του Υπουργού Εσωτερικών που έχει σκοπό να μελετήσει κατ’ εξοχήν τεχνικά θέματα με γνώμονα την υποβοήθηση του Υπουργού που έχει και την ευθύνη της λήψης απόφασης. Κατά τη νομολογία, το αποφασίζον διοικητικό όργανο δεν είναι αναγκαίο να διεξαγάγει το ίδιο την έρευνα δυνάμενο να την αναθέσει σε άλλο όργανο που περιλαμβάνει και τη συλλογή των στοιχείων χωρίς ποτέ το ίδιο το αρμόδιο όργανο να απεμπολεί είτε τις εξουσίες, είτε τις υποχρεώσεις του.

 

Στον Υπουργό Εσωτερικών έγκειται η τελική κρίση, ο οποίος συνυποβάλλει όλο το έγγραφο υλικό που περιλαμβάνει τις ενστάσεις και τις εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων προς συζήτηση και έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο που είναι και το διοικητικό εν προκειμένω όργανο που θα εκδώσει την τελική πράξη. Έπεται ότι ο Υπουργός δεν είναι ανάγκη να ακολουθεί ή να συμμερίζεται τις απόψεις και εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων, ούτε και είναι ανάγκη να δίδει ιδιαίτερη αιτιολογία για ποιο λόγο αποκλίνει από τις όποιες συστάσεις της Επιτροπής. Αυτονόητο είναι ότι στο βαθμό που οι εισηγήσεις του Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο διαφέρουν από τις εισηγήσεις της Επιτροπής, η διαφορετική πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών αποτελεί και την αιτιολογία της διαφορετικής του προσέγγισης.

 

Δεν υπάρχει βάση στην αιτίαση των εφεσειόντων περί αναιτιολόγητης πρότασης του Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο ή αναιτιολόγητης απόφασης του ίδιου του Υπουργικού Συμβουλίου. Αναδρομή στους διοικητικούς φακέλους και στα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση της Δημοκρατίας πρωτοδίκως, αποκαλύπτει πλήρως ότι ο Υπουργός αιτιολόγησε τη διαφορετική του προσέγγιση στη βάση των δύο γενικών αρχών που δικαιούτο να λάβει υπόψη, ήτοι, τον περιορισμό των επεκτάσεων σε εκείνες που ήταν αναγκαίες και στον επιμερισμό των ωφελειών των επεκτάσεων σε όσο το δυνατό περισσότερους ιδιοκτήτες.

 

Σημειώνεται ότι στην ένσταση που υπέβαλαν οι εφεσείοντες στις 25.2.2003, είχαν θέσει μόνο δύο θέματα ως αιτιολογία της ενστάσεως, που καμία σχέση δεν έχουν με τα όσα προώθησαν στην προσφυγή. Ότι ο πυρήνας του χωριού έπρεπε να μετακινηθεί προς τα βόρεια ώστε να συμπεριλάβει τα τεμάχια τους στην οικιστική ζώνη εφόσον γειτνιάζουν με την οικιστική ζώνη Η2, λόγω οικοδόμησης και ντεποζίτου νερού σε υψηλότερο σημείο, και ότι ως επιχειρηματίες ανάπτυξης γης που έχουν επενδύσει στην περιοχή θα την αναπτύξουν ολόκληρη προς [*332]όφελος των Κουκλιών και του Κοινοτικού Συμβουλίου. Αυτές ήταν οι θέσεις των εφεσειόντων ως επιχειρηματιών, κατανοητές βεβαίως από δικής τους επενδυτικής άποψης. Όμως ο Υπουργός έλαβε υπόψη ακριβώς την όσο το δυνατό ωφέλεια περισσότερων ιδιοκτητών με περιορισμό των επεκτάσεων στις αναγκαίες. Όλες οι αιτιάσεις των εφεσειόντων ορθά απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, ενώ εύλογη είναι και η διαπίστωση ότι και επαρκής αιτιολογία δόθηκε και επαρκής έρευνα έγινε.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113,

 

Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389,

 

Κουτσού ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2001) 3 Α.Α.Δ. 311,

 

Δημητριάδου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85,

 

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1108.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πασχαλίδης, Δ.) (Υποθέσεις Αρ. 159/2008 και 160/2008), ημερ. 13/1/2011.

 

Α. Ποιητής, για τους Εφεσείοντες.

 

Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Στις 25.2.2003 οι εφεσείοντες 1 υπέβαλαν ένσταση στην αρμοδία αρχή λόγω μη συμπερίληψης των τεμαχίων τους υπ’ αρ. 68 και 218 Φ/Σχ.LII/41 στο χωριό Κούκλια της επαρχίας Πάφου στις οικιστικές ζώνες Η3 ή Η4 ή Η5. Η ένσταση υπεβλήθη ως αποτέλεσμα σχετικής γνωστοποίησης που δημο[*333]σιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας σε σχέση με την αναθεώρηση των πολεοδομικών ζωνών της εν λόγω κοινότητας. Σημειώνεται ότι οι εφεσείοντες 2, που είχαν καταστεί σε μεταγενέστερο χρόνο ιδιοκτήτες του 1/5 μεριδίου των πιο πάνω τεμαχίων δυνάμει αγοράς τους από τους εφεσείοντες 1, δεν καταχώρησαν οποιαδήποτε ένσταση αναφορικά με την αναθεώρηση των εν λόγω πολεοδομικών ζωνών.

 

Οι ενστάσεις προωθήθηκαν από τον Υπουργό Εσωτερικών στην Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων για εξέταση. Η Επιτροπή αποτελείται από εκπροσώπους του Επάρχου Πάφου, του Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως και του Προέδρου της Ένωσης Κοινοτήτων. Η Επιτροπή συνέστησε την ένταξη του τεμαχίου 68, αλλά και την ένταξη μέρους του τεμαχίου 218 στην οικιστική ζώνη Η5. Η θέση της Επιτροπής βρήκε σύμφωνο και τον Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, ενώ όπως αναφέρεται στην πρωτόδικη απόφαση, το Κοινοτικό Συμβούλιο Κουκλιών είχε υποβάλει και δική του ένσταση που αφορούσε στην επέκταση των οικιστικών ζωνών στις οποίες ενέπιπταν και τα τεμάχια των εφεσειόντων και η οποία ένσταση στόχευε στην κάλυψη των στεγαστικών αναγκών της κοινότητας.

 

Ο Υπουργός Εσωτερικών προς τον οποίο καθηκόντως προηγήθηκαν οι εισηγήσεις της Επιτροπής μαζί με το αναγκαίο συνοδευτικό υλικό, διαμόρφωσε τις δικές του εισηγήσεις, μη συμφωνώντας με αυτές της Επιτροπής. Ο Υπουργός αποδέχθηκε τη μερική μόνο ένταξη του τεμαχίου 68 στην πιο πάνω οικιστική ζώνη και αυτή ήταν η εισήγηση που  υπέβαλε στο Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο στη συνέχεια με σχετική απόφαση του ημερ. 5.12.2007, ενέκρινε τα σχέδια των πολεοδομικών ζωνών και χωροταξικής περιφέρειας XII της επαρχίας Πάφου στην οποία εμπίπτει η κοινότητα Κουκλιών εντός των ορίων της οποίας κείνται και τα τεμάχια 68 και 218. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δημοσιεύθηκε τόσο στην Επίσημη Εφημερίδα, όσο και στον ημερήσιο τύπο στις 21.12.2007 με αποτέλεσμα την καταχώρηση της υπ’ αρ. 159/2008 προσφυγής. Στη συνέχεια και συγκεκριμένα στις 2.1.2008, οι εφεσείοντες ζήτησαν με σχετική επιστολή τους στον Υπουργό Εσωτερικών ακρόαση σε σχέση με την υπόθεση των ενστάσεων τους και τη δημοσιοποίηση των πολεοδομικών ζωνών. Ο Υπουργός Εσωτερικών απάντησε στις 17.1.2008 πληροφορώντας τους εφεσείοντες ότι η ένσταση που είχαν υποβάλει είχε γίνει μερικώς αποδεκτή με την έγκριση της ένταξης τμήματος της ιδιοκτησίας που καλύπτει το τεμάχιο 68, στην οικιστική ζώνη. Η απάντηση αυτή έδωσε αφορμή για την [*334]καταχώρηση και δεύτερης προσφυγής, της υπ’ αριθμό 160/2008.  Επί της δεύτερης αυτής προσφυγής το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε  προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας ότι η προσβαλλόμενη πράξη ήταν απλώς πληροφοριακού χαρακτήρα απορρίπτοντας συναφώς την προσφυγή. Επ’ αυτής της απόφασης δεν υπάρχει οποιαδήποτε έφεση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε και την προσφυγή υπ’ αρ. 159/2008, η οποία συνεκδικάστηκε με την υπ’ αρ. 60/2008 λόγω συνάφειας, με το αιτιολογικό ότι η εισήγηση της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων δεν ήταν δεσμευτική για τον Υπουργό Εσωτερικών εφόσον ο ρόλος της Επιτροπής είναι καθαρά συμβουλευτικός. Ο Υπουργός Εσωτερικών αποδεχόμενος εν μέρει την εισήγηση της Επιτροπής περιέλαβε όλα τα στοιχεία στη δική του εισήγηση προς το Υπουργικό Συμβούλιο, περιλαμβανομένης και της Πρότασης της Επιτροπής και των συνημμένων σε αυτή Πίνακα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι λόγοι που ώθησαν τον Υπουργό να λάβει τη συγκεκριμένη απόφαση κατά διαφοροποίηση της εισήγησης της Επιτροπής, εκτίθεντο με σαφήνεια στα έντυπα, καθώς και στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου έτσι ώστε η απόφαση του, σε αντίθεση με την εισήγηση των αιτητών, να ήταν επαρκώς αιτιολογημένη. Απερρίφθη συναφώς και η θέση ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα από τον Υπουργό Εσωτερικών, καθώς και η θέση ότι η απόφαση στόχευε στην εξυπηρέτηση αλλότριων συμφερόντων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι αιτητές δεν έθεσαν οποιαδήποτε συγκεκριμένα στοιχεία ενώπιον του που να υποστήριζαν την εισήγηση για οποιαδήποτε εκτροπή από το πλαίσιο της νομιμότητας και την τήρηση της αρχής της καλής πίστης ώστε να δικαιολογείτο η επέμβαση του Δικαστηρίου. Γενικές και ασαφείς θεώρησε το Δικαστήριο και τις θέσεις των αιτητών ότι δεν χρησιμοποιήθηκε ίσο κριτήριο για να αποφευχθεί η σε βάρος τους άνιση μεταχείριση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι στο όλο θέμα υπεισέρχονταν τεχνικά ζητήματα ή ζητήματα που χρειάζονταν εξειδικευμένη γνώση, με τη διοίκηση να λαμβάνει μια εύλογη απόφαση εμπίπτουσα εντός της διακριτικής της ευχέρειας, ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη περίπτωση που στη διάθεση του αρμοδίου οργάνου υπήρχαν πέραν της μιας εφικτές λύσεις.

 

Οι εφεσείοντες επιδιώκουν τώρα την ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης με δύο λόγους έφεσης, ο πρώτος των οποίων εστιάζεται στο ότι ο Υπουργός δεν έδωσε συγκεκριμένο λόγο γιατί δεν έκαμε αποδεκτές τις εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων, λαμβάνοντας έτσι μια αυθαίρετη απόφαση με την οποία μόνο [*335]μέρος του τεμαχίου 68 εντάχθηκε σε οικιστική ζώνη, με ταυτόχρονο πλήρη αποκλεισμό του τεμαχίου 218. Η αναιτιολόγητη και μη συγκεκριμένη απόφαση του Υπουργού παραπέμπει, κατά την εισήγηση, σε αλλότριο σκοπό. Ο Υπουργός φαίνεται να έλαβε  υπόψη τη γενική αρχή του περιορισμού των επεκτάσεων στις αναγκαίες και μόνο και την αρχή του επιμερισμού των ωφελειών από τέτοιες επεκτάσεις σε όσο το δυνατό περισσότερους ιδιοκτήτες.  Αυτή η δικαιολογία κατά τους εφεσείοντες είναι «επιεικώς απαράδεκτη». Με τα τεμάχια που εν τέλει περιελήφθησαν στην οικιστική ζώνη, φαίνεται ότι αυτή επεκτάθηκε ώστε να περιλάβει και τεμάχια πολύ πιο μακριά από τα επίδικα, ενώ φαίνεται να εξυπηρετήθησαν και ιδιοκτήτες  μεγάλων τουρκοκυπριακών τεμαχίων, όπως εκείνα που είχαν αριθμό τίτλου 3957 και 6643.

 

Ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι συναφής με τον πρώτο ως προς το ότι η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών και στη συνέχεια του Υπουργικού Συμβουλίου είναι παντελώς αναιτιολόγητη, ούτε και η αιτιολογία προβάλλει από το φάκελο της διαδικασίας. Ακόμη και αν οι εισηγήσεις της Επιτροπής δεν ήταν δεσμευτικές, το Υπουργικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να λάβει διαφορετική απόφαση στη βάση της εισήγησης του Υπουργού Εσωτερικών χωρίς αιτιολογία ή αιτιολογία που εκτίθεται σε διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε σε άλλη υπόθεση.

 

Αντίθετα η Δημοκρατία στο δικό της εκτεταμένο περίγραμμα αναφέρεται στο νόμιμο της ληφθείσας προσβαλλόμενης πράξης με αναφορά σε αριθμό αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου  τόσο πρωτόδικες, όσο και κατ’ έφεση, που  σχετίζονται με τον τρόπο με τον οποίο η διοίκηση λαμβάνει αποφάσεις σε τέτοιου είδους τεχνικά θέματα που σχετίζονται με δηλώσεις πολιτικής και αναθεώρηση πολεοδομικών ζωνών.

 

Με δεδομένο, όπως επιβεβαίωσε και ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων κατά τη συζήτηση της έφεσης, ότι δεν τίθεται θέμα πλάνης εκ μέρους της διοίκησης, η έφεση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη. Κατ’ αρχάς υπενθυμίζεται η πάγια νομολογία ότι η δήλωση πολιτικής που εκπονείται από τις αρμόδιες αρχές αποτελεί ένα ιδιάζον τεχνικό ζήτημα και δεν εναπόκειται στο αναθεωρητικό Δικαστήριο να υποκαταστήσει με τη δική του κρίση τον τρόπο ανάπτυξης της γης, ούτε και βεβαίως να ελέγξει την ευχέρεια που έχει η διοίκηση ως προς τα όρια της ανάπτυξης μέσω των τοπικών σχεδίων και των πολεοδομικών ζωνών. Η εκπόνηση τέτοιων σχεδίων και ζωνών αποτελούν κατ’ εξοχήν τεχνικά θέματα τα οποία παραμένουν ανέλεγκτα από το [*336]Δικαστήριο, (δέστε Pamela Edward Storey v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 113, Ε. Φιλίππου Λτδ ν. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 389 και Κουτσού ν. Κυπριακού Οργανισμού Τουρισμού (2001) 3 Α.Α.Δ. 311).

 

Με τον πυρήνα της ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου διαφοράς να είναι κατ’ ουσίαν τεχνικά θέματα στα οποία επέμβαση χωρεί μόνο εάν υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα και ανεπάρκεια έρευνας, το επόμενο θέμα το οποίο θα πρέπει να διαπιστωθεί είναι η φύση της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων. Η Επιτροπή αυτή αποτελεί κατά πάγια νομολογία συμβουλευτικό και μόνο όργανο που καταρτίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών προς υποβοήθηση του κατά τη μελέτη των ενστάσεων που καταχωρούνται αναφορικά με την επιδιωκόμενη αλλαγή στις πολεοδομικές ζώνες. Το Άρθρο 34Α του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/1972, όπως τροποποιήθηκε, δεν προνοεί ούτε και καθιερώνει Επιτροπή Μελέτης Ενστάσεων, αλλά αντίθετα παρέχει τη δυνατότητα στον Υπουργό Εσωτερικών, που αποτελεί και υποχρέωση του εάν αυτό απαιτείται από το Υπουργικό Συμβούλιο, να εκπονεί κατά καιρούς δήλωση πολιτικής αναφορικά με την οποία εξετάζονται οι διάφορες αιτήσεις για πολεοδομική άδεια. Σκοπός της Δήλωσης Πολιτικής είναι η μεθοδική ανάπτυξη προς το συμφέρον της υγείας, των ανέσεων, της εξυπηρέτησης και της γενικής ευημερίας της περιοχής.  Δημοσιοποιείται διά γνωστοποιήσεως στην Επίσημη Εφημερίδα και εντός οκταμήνου υποβάλλονται έγγραφες και αιτιολογημένες ενστάσεις οι οποίες εξετάζονται από τον Υπουργό Εσωτερικών το ταχύτερο δυνατό, ο οποίος και τις υποβάλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο μαζί με τη δική του πρόταση, το οποίο επικυρώνει ή τροποποιεί κατά την κρίση του τη Δήλωση Πολιτικής.

 

Η συγκρότηση Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων δεν οριοθετείται από το Νόμο, ούτε και επιβάλλεται από κανονισμούς. Πρόκειται για μια εσωτερική ρύθμιση του Υπουργού Εσωτερικών που έχει σκοπό να μελετήσει κατ’ εξοχήν τεχνικά θέματα με γνώμονα την υποβοήθηση του Υπουργού που έχει και την ευθύνη της λήψης απόφασης. Κατά τη νομολογία, το αποφασίζον διοικητικό όργανο δεν είναι αναγκαίο να διεξαγάγει το ίδιο την έρευνα δυνάμενο να την αναθέσει σε άλλο όργανο που περιλαμβάνει και τη συλλογή των στοιχείων χωρίς ποτέ το ίδιο το αρμόδιο όργανο να απεμπολεί είτε τις εξουσίες, είτε τις υποχρεώσεις του. Λέχθηκε μάλιστα στην Δημητριάδου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, ότι η αναζήτηση απόψεων από τρίτους ώστε να ασκηθεί αποτελεσματικά η εξουσία που εναποτίθεται σε νομοθετημένο όργανο συνιστά μέτρο αναγόμενο στη δέουσα έρευ[*337]να των γεγονότων, ενώ στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2003) 4 Α.Α.Δ. 1108, αναφέρθηκε ότι τα τεχνικά θέματα που συναρτώνται προς τα τοπικά σχέδια και η ανάγκη για συγκροτημένη πολιτική καθιστά απαραίτητη, και όχι απλώς χρήσιμη, την παροχή προς τον Υπουργό εξειδικευμένης βοήθειας από διάφορους κρατικούς λειτουργούς σε διάφορα επίπεδα.

 

Η αξιολόγηση των ενστάσεων και ο τρόπος μελέτης αυτών περιγράφεται στην καθορισθείσα από τον Υπουργό Εσωτερικών διαδικασία σύμφωνα με τα Παραρτήματα 3 και 4 της ενστάσεως πρωτοδίκως. Η παράγραφος 15 του εγγράφου διαδικασίας, ρητά αναφέρει ότι ο Υπουργός Εσωτερικών διαμορφώνει άποψη σε σχέση με τις εξεταζόμενες ενστάσεις και τις υποβάλλει στο  Υπουργικό Συμβούλιο μαζί με τις εισηγήσεις προς συζήτηση και έγκριση. Πρόδηλο λοιπόν είναι ότι στον Υπουργό Εσωτερικών έγκειται η τελική κρίση, ο οποίος συνυποβάλλει όλο το έγγραφο υλικό που περιλαμβάνει τις ενστάσεις και τις εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων προς συζήτηση και έγκριση από το Υπουργικό Συμβούλιο που είναι και το διοικητικό εν προκειμένω όργανο που θα εκδώσει την τελική πράξη. Έπεται ότι ο Υπουργός δεν είναι ανάγκη να ακολουθεί ή να συμμερίζεται τις απόψεις και εισηγήσεις της Επιτροπής Μελέτης Ενστάσεων, ούτε και είναι ανάγκη να δίδει ιδιαίτερη αιτιολογία για ποιο λόγο αποκλίνει από τις όποιες συστάσεις της Επιτροπής. Αυτονόητο είναι ότι στο βαθμό που οι εισηγήσεις του Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο διαφέρουν από τις εισηγήσεις της Επιτροπής, η διαφορετική πρόταση του Υπουργού Εσωτερικών αποτελεί και την αιτιολογία της διαφορετικής του προσέγγισης.

 

Δεν υπάρχει βάση στην αιτίαση των εφεσειόντων περί αναιτιολόγητης πρότασης του Υπουργού προς το Υπουργικό Συμβούλιο ή αναιτιολόγητης απόφασης του ίδιου του Υπουργικού Συμβουλίου. Αναδρομή στους διοικητικούς φακέλους και στα έγγραφα που επισυνάφθηκαν στην ένσταση της Δημοκρατίας πρωτοδίκως, αποκαλύπτει πλήρως ότι ο Υπουργός αιτιολόγησε τη διαφορετική του προσέγγιση στη βάση των δύο γενικών αρχών που δικαιούτο να λάβει υπόψη, ήτοι, τον περιορισμό των επεκτάσεων σε εκείνες που ήταν αναγκαίες και στον επιμερισμό των ωφελειών των επεκτάσεων σε όσο το δυνατό περισσότερους ιδιοκτήτες. Τα όσα οι εφεσείοντες ανέφεραν στις αγορεύσεις τους τόσο πρωτοδίκως, όσο και ενώπιον της Ολομέλειας περί εξυπηρέτησης αλλότριων σκοπών ιδιαιτέρως ως προς συγκεκριμένα Τουρκοκυπριακά τεμάχια αποτελούν γενικότητες και εικασίες που απαραδέκτως προβλήθηκαν τόσο πρωτοδίκως, όσο και [*338]ενώπιον της Ολομέλειας. Η ίδια η αίτηση ακυρώσεως με γενικότητα πρόβαλε λόγους ακυρότητας χωρίς αναφορά στα όσα εκ των υστέρων προωθήθηκαν με συγκεκριμένο αριθμό τεμαχίων Τουρκοκυπριακής ιδιοκτησίας, τα οποία όμως ουδέποτε αποτέλεσαν υλικό ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Διά της αγορεύσεως και χωρίς συγκεκριμένα δεδομένα και στοιχεία δεν μπορεί να γίνεται λόγος για ανισότητα που δημιουργήθηκε με την απόφαση του Υπουργού, μεταξύ των ιδιοκτησιών των εφεσειόντων και άλλων τεμαχίων, ούτε μπορεί η θέση των εφεσειόντων για επέκταση της πολεοδομικής ζώνης σε πλέον απομακρυσμένα τεμάχια να θεωρηθεί βάσιμη υπό το φως της ανυπαρξίας δεδομένων και στοιχείων.

 

Σημειώνεται ότι στην ένσταση που υπέβαλαν οι εφεσείοντες στις 25.2.2003, είχαν θέσει μόνο δύο θέματα ως αιτιολογία της ενστάσεως, που καμία σχέση δεν έχουν με τα όσα προώθησαν στην προσφυγή. Ότι ο πυρήνας του χωριού έπρεπε να μετακινηθεί προς τα βόρεια ώστε να συμπεριλάβει τα τεμάχια τους στην οικιστική ζώνη εφόσον γειτνιάζουν με την οικιστική ζώνη Η2, λόγω οικοδόμησης και ντεποζίτου νερού σε υψηλότερο σημείο, και ότι ως επιχειρηματίες ανάπτυξης γης που έχουν επενδύσει στην περιοχή θα την αναπτύξουν ολόκληρη προς όφελος των Κουκλιών και του Κοινοτικού Συμβουλίου. Αυτές ήταν οι θέσεις των εφεσειόντων ως επιχειρηματιών, κατανοητές βεβαίως από δικής τους επενδυτικής άποψης. Όμως ο Υπουργός έλαβε υπόψη ακριβώς την όσο το δυνατό ωφέλεια περισσότερων ιδιοκτητών με περιορισμό των επεκτάσεων στις αναγκαίες. Όλες οι αιτιάσεις των εφεσειόντων ορθά απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, ενώ εύλογη είναι και η διαπίστωση ότι και επαρκής αιτιολογία δόθηκε και επαρκής έρευνα έγινε.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο