Κυπριακή Δημοκρατία ν. Μαρούλλας Δημήτρη Παπαξενοπούλου και Άλλων (2016) 3 ΑΑΔ 462

ECLI:CY:AD:2016:C472

(2016) 3 ΑΑΔ 462

[*462]6 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

 

Eφεσείουσα,

 

v.

 

1. ΜΑΡΟΥΛΛΑΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ΠΑΠΑΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ,

2. ΗΛΙΑΝΑΣ ΝΕΑΡΧΟΥ ΠΑΠΑΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ,

3. ΑΝΔΡΕΑ ΝΕΑΡΧΟΥ ΠΑΠΑΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ,

4. ΑΧΙΛΛΕΑ ΝΕΑΡΧΟΥ ΠΑΠΑΞΕΝΟΠΟΥΛΟΥ,

 

Εφεσιβλήτων.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 114/2013)

 

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Δέουσα έρευνα ― Η κρίση της διοίκησης επί των τεχνικών θεμάτων δεν ελέγχεται παρά μόνον αν διαπιστωθεί πλάνη περί τα πράγματα, κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας και έλλειψη αιτιολογίας.

 

Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Έρευνα για την ολιγότερο επαχθή λύση ― Είχε υπό τις περιστάσεις διεξαχθεί ― Είχε γίνει σχετική μελέτη όπου έδειχνε το αναγκαίο της απαλλοτρίωσης, προς επίτευξη του σκοπού της απαλλοτρίωσης.

 

Μετά από επιτυχία της έφεσης και με δεδομένο πλέον ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο αρμοδίως εξέδωσε το διάταγμα απαλλοτρίωσης ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, Άρθρο 23(4) του Συντάγματος, απομένουν προς απόφαση οι πρωτοδίκως προωθούμενοι λόγοι ακυρότητας, οι οποίοι εν όψει της κατάληξης του Δικαστηρίου δεν εξετάστηκαν. Αλλά και ο εναπομείνας δεύτερος λόγος έφεσης που η εφεσείουσα 1 Κυπριακή Δημοκρατία προωθεί.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

 

Μετά από επιτυχία της έφεσης και με δεδομένο πλέον ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο αρμοδίως εξέδωσε το διάταγμα απαλλοτρίω[*463]σης ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, Άρθρο 23(4) του Συντάγματος, απομένουν προς απόφαση οι πρωτοδίκως προωθούμενοι λόγοι ακυρότητας, οι οποίοι εν όψει της κατάληξης του Δικαστηρίου δεν εξετάστηκαν.  Αλλά και ο εναπομείνας δεύτερος λόγος έφεσης που η εφεσείουσα 1 Κυπριακή Δημοκρατία προωθεί: εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εν όψει της κατάληξης του δεν συντρέχει λόγος για εξέταση της προδικαστικής ένστασης για κακή συνένωση της Δημοκρατίας ως αναγκαίος διάδικος, εφόσον Απαλλοτριούσα Αρχή είναι το Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου και όχι η Κυπριακή Δημοκρατία.

 

H Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την έκδοση της πράξης απαλλοτρίωσης ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας, το δε Υπουργικό Συμβούλιο και/ή ο Υπουργός Εσωτερικών, στον οποίο έχει εκχωρηθεί εξουσία ως εγκριτικό όργανο, περιορίζεται στην παροχή τυπικής και απλής συγκατάθεσης. Ως εκ τούτου κακώς συνενώθηκε στη διαδικασία.

 

Οι εφεσίβλητοι-αιτητές αντιθέτως προβάλλουν ότι η Δημοκρατία-καθ’ ων η αίτηση 2 κινείται αντιφατικά: αν δεν είχε locus standi στην προσφυγή, συνακόλουθα δεν έχει locus standi και κατ’ έφεση, δεν επηρεάζεται από τη δικαστική απόφαση ώστε να αιτηθεί την ακύρωση της. Και ενώ διατείνεται η Δημοκρατία ότι δεν είναι αναγκαίος διάδικος στην προσφυγή, ως τέτοιο θεωρεί το Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου, εφεσιβάλλει την απόφαση και επιδιώκει να το αντικαταστήσει, καλώντας ουσιαστικά το Δικαστήριο σε ακαδημαϊκή επίλυση του θέματος και κατ’ αντίθεση με τα όσα η νομολογία ορίζει.

 

Θεωρούμε υπό τις περιστάσεις ότι ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, περί παραβίασης του Άρθρου 6(1) του Νόμου 15/62 και παραβίασης ουσιώδους νομοθετικού τύπου, ο οποίος στρέφεται κατά της ακολουθητέας διαδικασίας ως λανθασμένης, Άρθρο 63(4) του περί Κοινοτήτων Νόμου, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει καταχώριση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο και/ή ο Υπουργός εξέτασαν τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί, πριν προχωρήσουν στην έγκριση ή ότι οι ενστάσεις εξετάστηκαν από αναρμόδιο όργανο ήτοι, τον Έπαρχο και το Κοινοτικό Συμβούλιο, καθιστά επιβεβλημένη τη συνένωση του Υπουργού Εσωτερικών ή Υπουργικού Συμβουλίου ως αναγκαίου διαδίκου. Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Επί της ουσίας προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν παραβίασης του Άρθρου 6(1) του περί Απαλλοτριώσεως Νόμου, Ν. 15/62 και κατά παράβαση νομοθετικού τύπου.

[*464]Εισηγείται ο συνήγορος της αιτήτριας ότι το Άρθρο 6(1) του περί Απαλλοτριώσεως Νόμου δεν περιέχει πρόνοια σε σχέση με το όργανο που εξετάζει τις ενστάσεις, σε περίπτωση όπου Απαλλοτριούσα Αρχή είναι Κοινοτικό Συμβούλιο και ορθά κατά τη γνώμη του, εφόσον ο Ν. 15/1962 θεσπίστηκε για να ικανοποιήσει συνταγματική επιταγή, Άρθρο 23(4)(α) του Συντάγματος. Ούτε όμως και ο περί Κοινοτήτων Νόμος, δυνάμει του οποίου έχει γίνει η απαλλοτρίωση, περιλαμβάνει πρόνοιες αναφορικά με το όργανο που εξετάζει τις ενστάσεις. Στην απουσία λοιπόν ειδικής πρόνοιας στον περί Κοινοτήτων Νόμο, υποβάλλει ότι αυτές πρέπει να εξετάζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, Άρθρο 6(1) του Νόμου 15/1962.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η διαδικασία απαλλοτρίωσης προχώρησε δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου (Ν. 15/1962 όπως τροποποιήθηκε). Ο δε περί Κοινοτήτων Νόμος, Ν. 86(Ι)/1999, περιέχει λεπτομερείς πρόνοιες αναφορικά με την εξουσία απαλλοτρίωσης και την ακολουθητέα διαδικασία, εκεί όπου Απαλλοτριούσα Αρχή είναι Κοινοτικό Συμβούλιο και αποβλέπει σε ειδική ρύθμιση του θέματος.

 

Το Άρθρο 63(1)(2)(3)(4) ορίζει όμως με σαφήνεια την ακολουθητέα διαδικασία από τη λήψη της απόφασης για απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας, για το σκοπό που καθορίζεται στην απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου.

 

Εκ των ανωτέρω διαπιστώνεται ότι αρμόδια αρχή προς απαλλοτρίωση είναι το εκάστοτε Κοινοτικό Συμβούλιο, ο δε Έπαρχος ως Εποπτεύουσα Αρχή του Κοινοτικού Συμβουλίου προωθεί τα της δημοσίευσης της ειδοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για σκοπούς, θεωρούμε, καταχώρισης ένστασης, κατ’ αναλογίαν του Άρθρου 6(1) του περί Απαλλοτριώσεως Νόμου. Το Υπουργικό Συμβούλιο ως εκ τούτου εξετάζει δύο τινά: αν θα επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που τάσσει το εδάφιο (1) του Άρθρου 63 και κατά δεύτερο να εγκρίνει την απαλλοτρίωση.

 

Οι ενέργειες τους δε αυτές ουδόλως επηρεάζουν - τίποτε δεν έχει τεθεί εκ μέρους του συνηγόρου των αιτητών προς αυτή την κατεύθυνση - τη νομιμότητα της ληφθείσης τελικής απόφασης. Η υποβληθείσα ένσταση στο τέλος της ημέρας εξετάστηκε από το αρμόδιο όργανο.

 

Οι συναφείς λόγοι ακυρότητας απορρίπτονται.

 

[*465]Ως τρίτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παραβίασης των αρχών του διοικητικού δικαίου: δεν προηγήθηκε η δέουσα και επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις τεχνοοικονομική μελέτη, κατά παράβαση των νομολογιακών αρχών που διέπουν το ζήτημα

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή οφείλει να μην προχωρήσει στη λήψη της απόφασης παρά μόνο αφού προηγουμένως προβεί στην εξέταση των σχεδίων του έργου που προσδιορίζουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες για τις οποίες διενεργείται η απαλλοτρίωση. Πλαίσια που υπαγορεύουν την ύπαρξη μιας ολοκληρωμένης μελέτης. Η φύση της εν λόγω απόφασης προϋποθέτει έρευνα και εξάντληση των δυνατοτήτων επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, με άλλο, λιγότερο επαχθή τρόπο.

 

Τα ως άνω θέματα επαναλαμβάνουμε ότι συνιστούν ζητήματα κατ’ εξοχήν τεχνικής φύσεως για τα οποία το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση, διαφορετικά θα υπεισερχόταν στο σχεδιασμό ή τον τρόπο υλοποίησης ενός έργου και θα δέσμευε τη διοίκηση ως προς το τι δέον γενέσθαι. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στην εξέταση τυχόν πλάνης περί τα πράγματα, κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας και έλλειψη αιτιολογίας.  Επιμέρους, από τα όσα παρατίθενται στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων - Κοινοτικού Συμβουλίου και Δημοκρατίας - πιστοποιείται αντιθέτως επαρκής έρευνα και μελέτη ως προς την καταλληλότητα της ακίνητης ιδιοκτησίας: ήταν αναγκαίο να απαλλοτριωθεί για την κατασκευή του έργου.

 

Η νομολογία επιτάσσει τη συγκεκριμενοποίηση του δημοσίου συμφέροντος με αναφορά στα ιδιαίτερα και εξειδικευμένα περιστατικά της υπόθεσης ώστε η απόφαση να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο, αποκαλύπτοντας συγχρόνως και τη συλλογιστική του διοικητικού οργάνου κατά τρόπο που να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος.

 

Προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και όσα έχουν κατατεθεί κατ’ ένσταση ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο προχώρησε στην απαλλοτρίωση με σκοπό την κατασκευή δρόμου για βελτίωση του οδικού δικτύου της κοινότητας, δρόμος που αποσκοπούσε στη σύνδεση της πυκνοκατοικημένης περιοχής του χωριού με τον κύριο δρόμο από το σημείο που ο υφιστάμενος οδηγεί σε αδιέξοδο.

 

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό στη διαδικασία που προηγήθηκε της προσβαλλόμενης από[*466]φασης. Αντιθέτως ότι πριν τη λήψη της με τη συμμετοχή και συνεργασία όλων των συναρμοδίων φορέων και τμημάτων, έγινε πλήρης έρευνα και μελέτη για την ετοιμασία της χάραξης του δρόμου που συνδέει την κατοικημένη περιοχή της κοινότητας με τον κύριο δρόμο. Προκύπτει επίσης ότι λήφθηκε υπόψη ο συναφής επηρεασμός των ιδιωτικών περιουσιών, εξ ου μειώθηκε το πλάτος του δρόμου και τροποποιήθηκαν αναλόγως τα σχέδια, με τρόπο ώστε η κυκλοφορία να εξυπηρετείται με το μικρότερο δυνατό επηρεασμό της ιδιωτικής περιουσίας. Η λύση που δόθηκε υπό τις περιστάσεις ήταν η λιγότερο επαχθής, τόσο για τους αιτητές όσο και τους ιδιοκτήτες των άλλων ακινήτων που επηρεάζονταν.

 

Η προσφυγή απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παιδικό Κανάλι Το Ένα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 609,

 

Λάμπρου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 79,

 

Nissis (No.2) v. Republic (Public Service Commission) (1967) 3 C.L.R. 671,

 

Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7,

 

Κατσούρη κ.ά. ν. Πεύκαρου κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 295, ECLI:CY:AD:2015:C408,

 

Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690,

 

Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (2002) 3 Α.Α.Δ. 475,

 

Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου ν. Παμπόρη κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ. 133,

 

Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987,

 

Μανέντζου ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κάμπου κ.ά. (2003) 4 Α.Α.Δ. 48,

 

Μεστάνα κ.ά. ν. Δημοτικού Συμβουλίου Αθηένου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2288,

 

Δημοκρατία ν. Δημητριάδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 777,

 

Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 307,

 

[*467]Δ. Ουζουνιάν και Μ. Σουλτανιάν και Σία Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 639,

 

Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672,

 

Σταυρίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303,

 

Chrysochou Bros v. The Cyprus Telecommunications Authority (1966) 3 C.L.R. 482,

 

Ψάλτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 452,

 

Ζάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 138, ECLI:CY:AD:2016:C135,

 

Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345,

 

Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311,

 

Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1777,

 

Adamides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 343,

 

Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγίας Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579,

 

Αρσανίδης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 495.

 

Έφεση-Προσφυγή.

 

Εξέταση των υπολοίπων λόγων ακυρότητας της προσφυγής μετά την επιτυχία της Έφεσης από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πασχαλίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 550/2011), ημερ. 1/8/2013.

 

Κ. Σταυρινός, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Εφεσείοντες.

 

Δ. Καλλής, για τους Εφεσίβλητους.

 

Α. Ευτυχίου, για το Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα [*468]απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Μετά από επιτυχία της έφεσης και με δεδομένο πλέον ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο αρμοδίως εξέδωσε το διάταγμα απαλλοτρίωσης ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, Άρθρο 23(4) του Συντάγματος, απομένουν προς απόφανση οι πρωτοδίκως προωθούμενοι λόγοι ακυρότητας, οι οποίοι εν όψει της κατάληξης του Δικαστηρίου δεν εξετάστηκαν (Παιδικό Κανάλι Το Ένα Λτδ ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 609 και Λάμπρου ν. Δημοκρατίας κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 79).  Αλλά και ο εναπομείνας δεύτερος λόγος έφεσης που η εφεσείουσα 1 Κυπριακή Δημοκρατία προωθεί: εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, εν όψει της κατάληξης του δεν συντρέχει λόγος για εξέταση της προδικαστικής ένστασης για κακή συνένωση της Δημοκρατίας ως αναγκαίος διάδικος, εφόσον Απαλλοτριούσα Αρχή είναι το Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου και όχι η Κυπριακή Δημοκρατία.  Παρόλο που αφορά σε ζήτημα το οποίο δεν κρίθηκε πρωτοδίκως, εν τούτοις όμως επιβάλλεται, ως εκ της ανατροπής της πρωτόδικης απόφασης, να εξεταστεί εφόσον έχει εξειδικευθεί με το νομικό λόγο που ηγέρθη από τους εφεσίβλητους-αιτητές και με την προδικαστική ένσταση της εφεσείουσας-Δημοκρατίας καθ΄ ης η αίτηση 1 (Nissis (No.2) v. Republic (Public Service Commission) (1967) 3 C.L.R. 671, όπως οι ανωτέρω αποφάσεις υιοθετούνται στην Framespex Ltd ν. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 7, 14). H Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την έκδοση της πράξης απαλλοτρίωσης ιδιωτικής ακίνητης ιδιοκτησίας, το δε Υπουργικό Συμβούλιο και/ή ο Υπουργός Εσωτερικών, στον οποίο έχει εκχωρηθεί εξουσία ως εγκριτικό όργανο, περιορίζεται στην παροχή τυπικής και απλής συγκατάθεσης. Ως εκ τούτου κακώς συνενώθηκε στη διαδικασία.

 

Οι εφεσίβλητοι-αιτητές αντιθέτως προβάλλουν ότι η Δημοκρατία-καθ’ ων η αίτηση 2 κινείται αντιφατικά: αν δεν είχε locus standi στην προσφυγή, συνακόλουθα δεν έχει locus standi και κατ’ έφεση, δεν επηρεάζεται από τη δικαστική απόφαση ώστε να αιτηθεί την ακύρωση της. Και ενώ διατείνεται η Δημοκρατία ότι δεν είναι αναγκαίος διάδικος στην προσφυγή, ως τέτοιο θεωρεί το Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου, εφεσιβάλλει την απόφαση και επιδιώκει να το αντικαταστήσει, καλώντας ουσιαστικά το Δικαστήριο σε ακαδημαϊκή επίλυση του θέματος και κατ’ αντίθεση με τα όσα η νομολογία ορίζει.

 

Με την επιφύλαξη των ανωτέρω ο συνήγορος των εφεσιβλή[*469]των-αιτητών θεωρεί αντιθέτως ότι ο Υπουργός, διατάσσοντας την έκδοση της επίδικης πράξης, άσκησε αποφασιστική αρμοδιότητα και ως εκ τούτου απαιτείτο η συνένωση του, Άρθρο 6 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης του 1962, Ν. 15/1962. Παραπέμποντας δε στη Δημοκρατία ν. Χανιάν και άλλες, υποστηρίζει ότι απαιτείται σε κάθε περίπτωση η συνένωση του Υπουργού, ακόμη και αν η εμπλοκή του περιορίζεται στην έγκριση της απαλλοτρίωσης, Άρθρο 63(4) του περί Κοινοτήτων Νόμου 1999, Ν. 86(Ι)/1999.

 

Στην Κατσούρη κ.ά. ν. Πεύκαρου κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 295, ECLI:CY:AD:2015:C408, όπου εξετάστηκε το ίδιο ζήτημα, της λανθασμένης συνένωσης του Υπουργικού Συμβουλίου ως διαδίκου, το Δικαστήριο εξετάζοντας το ζήτημα της εκτελεστότητας μιας σύνθετης διοικητικής πράξης με παραπομπή και ανάλυση της νομολογίας, Δημοκρατία ν. Χανιάν (1998) 3 Α.Α.Δ. 690, Γεωργίου ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λάρνακας (2002) 3 Α.Α.Δ. 475, 482-484 και στο σύγγραμμα του Στασινόπουλου Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων, σ.124, κατέληξε ότι:

 

«…το ζήτημα δεν επιλύεται δια της εισαγωγής άκαμπτου κανόνα αλλά κρίνεται πάντοτε από το πώς πλαισιώνονται δια του δικογράφου οι λόγοι ακυρότητας. Αν δηλαδή οι νομικοί λόγοι ακύρωσης και η όποια πλημμέλεια πλήττει και την ίδια την εγκριτική απόφαση ή όχι, π.χ. όπου συντρέχει λόγος ακυρότητας εξαιτίας κακής σύνθεσης του Υπουργικού Συμβουλίου. … Εναπόκειται λοιπόν στο συνήγορο του εκάστοτε αιτητή να σταθμίσει το ζήτημα και να συνενώσει ή όχι το εγκριτικό όργανο εκεί όπου κρίνει ότι τούτο απαιτείται εκ των γεγονότων της υπόθεσης του εντολέα του.  Αυτό χωρίς να παραγνωρίζουμε τους κινδύνους της επιλογής του με δεδομένο ότι ζητήματα που άπτονται της κακής σύνθεσης αποφασιστικού ή εγκριτικού οργάνου, ως ζητήματα δημοσίου δικαίου, δυνατόν να εγερθούν κατά πάντα στάδιο ή και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, οπότε σε τέτοια περίπτωση η μη συνένωση του οργάνου ως διαδίκου στη σχετική διαδικασία δεν θα επέτρεπε ενδεχομένως την εξέταση τους.»

 

Οι νομικοί λόγοι ακυρότητας, όπως εισάγονται με την αίτηση, ορίζουν και τα επίδικα θέματα και κατά συνέπεια, υιοθετώντας το λόγο της Κατσούρη, (ανωτέρω) και την αναγκαιότητα συνένωσης ή μη του εγκριτικού οργάνου. Θεωρούμε υπό τις περιστάσεις ότι ο δεύτερος λόγος ακύρωσης, παραβίαση του Άρθρου 6(1) του Νόμου 15/962 και παραβίαση ουσιώδους νομοθετικού τύπου, ο οποίος στρέφεται κατά της ακολουθητέας διαδικασίας ως λανθασμένης, [*470]Άρθρο 63(4) του περί Κοινοτήτων Νόμου, με το επιχείρημα ότι δεν υπάρχει καταχώριση ότι το Υπουργικό Συμβούλιο και/ή ο Υπουργός εξέτασαν τις ενστάσεις που είχαν υποβληθεί, πριν προχωρήσουν στην έγκριση ή ότι οι ενστάσεις εξετάστηκαν από αναρμόδιο όργανο ήτοι, τον Έπαρχο και το Κοινοτικό Συμβούλιο, καθιστά επιβεβλημένη τη συνένωση του Υπουργού Εσωτερικών ή Υπουργικού Συμβουλίου ως αναγκαίου διαδίκου. Η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται.

 

Επί της ουσίας προβάλλεται ως λόγος ακύρωσης ότι η επίδικη απόφαση είναι προϊόν παραβίασης του Άρθρου 6(1) του περί Απαλλοτριώσεως Νόμου, Ν. 15/1962 και κατά παράβαση νομοθετικού τύπου:

 

«6.-(1) Άμα τη παρόδω της εv τη γvωστoπoιήσει απαλλoτριώσεως καθoριζoμέvης πρoθεσμίας, η απαλλoτριoύσα αρχή ή, oσάκις απαλλoτριoύσα αρχή είvαι η Δημoκρατία, o αρμόδιoς Υπoυργός, πρoβαίvει τo ταχύτερov δυvατόv εις τηv εξέτασιv oιωvδήπoτε εvστάσεωv κατά της απαλλoτριώσεως αίτιvες ήθελov υπoβληθή διαρκoύσης της ως είρηται πρoθεσμίας, και, εκτός εάv η τoιαύτη αρχή είvαι δημoτική αρχή ή Κoιvoτική Συvέλευσις, τας διαβιβάζει εις τo Υπoυργικόv Συμβoύλιov oμoύ μετά τoιoύτωv παρατηρήσεωv και υπoδείξεωv ως η απαλλoτριoύσα αρχή ή, αvαλόγως της περιπτώσεως, o αρμόδιoς Υπoυργός, ήθελε κρίvει καταλλήλoυς.»

 

Εισηγείται ο συνήγορος της αιτήτριας ότι το Άρθρο 6(1) του περί Απαλλοτριώσεως Νόμου δεν περιέχει πρόνοια σε σχέση με το όργανο που εξετάζει τις ενστάσεις, σε περίπτωση όπου Απαλλοτριούσα Αρχή είναι Κοινοτικό Συμβούλιο και ορθά κατά τη γνώμη του, εφόσον ο Ν. 15/1962 θεσπίστηκε για να ικανοποιήσει συνταγματική επιταγή, Άρθρο 23(4)(α) του Συντάγματος.  Ούτε όμως και ο περί Κοινοτήτων Νόμος, δυνάμει του οποίου έχει γίνει η απαλλοτρίωση, περιλαμβάνει πρόνοιες αναφορικά με το όργανο που εξετάζει τις ενστάσεις.  Στην απουσία λοιπόν ειδικής πρόνοιας στον περί Κοινοτήτων Νόμο, υποβάλλει ότι αυτές πρέπει να εξετάζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, Άρθρο 6(1) του Νόμου 15/62, παραπέμποντας στην Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου ν. Παμπόρη κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ. 133. Θεωρεί λοιπόν ότι το μόνο αρμόδιο όργανο προς εξέταση των ενστάσεων είναι το Υπουργικό Συμβούλιο, πλην όμως η ένσταση των αιτητών έχει εξεταστεί τόσο από τον Έπαρχο όσο και από το Κοινοτικό Συμβούλιο, χωρίς ωστόσο να υπάρχει οτιδήποτε στα έγγραφα που έχουν επισυναφθεί στην ένσταση, που να επιβεβαιώνουν την εξέταση τους από το Υπουρ[*471]γικό Συμβούλιο και από τον Υπουργό.  Έχει επομένως σημειωθεί παράβαση του Άρθρου 6(1) του Νόμου 15/1962 και συνακόλουθα ουσιώδους νομοθετικού τύπου. Παραπέμπει δε στην Κούτσιου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 987, για να εισηγηθεί ότι όπου ο Νόμος εναποθέτει την ενάσκηση της εξουσίας σε συγκεκριμένο όργανο θα πρέπει να υπάρχει έγγραφη καταχώριση που να επιβεβαιώνει ότι όντως η εν λόγω εξουσία ασκήθηκε αρμοδίως.

 

Αποτελεί κοινό έδαφος ότι η διαδικασία απαλλοτρίωσης προχώρησε δυνάμει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμου (Ν. 15/1962 όπως τροποποιήθηκε).  Ο δε περί Κοινοτήτων Νόμος, Ν. 86(Ι)/1999, περιέχει λεπτομερείς πρόνοιες αναφορικά με την εξουσία απαλλοτρίωσης και την ακολουθητέα διαδικασία, εκεί όπου Απαλλοτριούσα Αρχή είναι Κοινοτικό Συμβούλιο και αποβλέπει σε ειδική ρύθμιση του θέματος.

 

Όπως παρατηρεί και ο Νικολάου, Δ., στη Μανέντζου ν. Κοινοτικού Συμβουλίου Κάμπου κ.ά. (2003) 4 Α.Α.Δ. 48:

 

«…ακόμα και αν δεν προσδοθεί αυτοτέλεια σε ό,τι προβλέπεται στο Άρθρο 63 του Ν.86(Ι)/99, περιέχονται εντούτοις πρόνοιες που προσθέτουν, ως προϋποθέσεις, στα απαιτούμενα για απαλλοτρίωση βάσει του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962, πρόνοιες που δεν είναι ασυμβίβαστες με τον εν λόγω γενικό νόμο: βλ. την απόφαση του Εφετείου στη Vassiliko Cement Works Ltd v. Violaris (1975) 1 C.L.R. 256. …»

 

Όντως το Άρθρο 6(1) του Νόμου 15/1962 δεν κάνει ρητή αναφορά σε κοινοτική αρχή. Το Άρθρο 63(1)(2)(3)(4) ορίζει όμως με σαφήνεια την ακολουθητέα διαδικασία από τη λήψη της απόφασης για απαλλοτρίωση της ακίνητης ιδιοκτησίας, για το σκοπό που καθορίζεται στην απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου:

 

«63.-(1) Αν η ακίνητη ιδιοκτησία που απαιτείται για την πραγματοποίηση οποιουδήποτε σκοπού δημόσιας ωφέλειας, που εμπίπτει στις εξουσίες του Συμβουλίου, δεν μπορεί να αποκτηθεί με συμφωνία, το Συμβούλιο μπορεί να λάβει απόφαση με πλειοψηφία των δύο τρίτων των μελών του για την απαλλοτρίωση της πιο πάνω ιδιοκτησίας για το σκοπό που καθορίζεται στην απόφαση. Αντίγραφο της απόφασης και των πρακτικών που αναφέρονται σε αυτή, μαζί με τοπογραφικό σχέδιο της ακίνητης ιδιοκτησίας, τις λεπτομέρειες που αφορούν τον ιδιοκτήτη, την εκτιμημένη αξία και κάθε άλλο αναγκαίο στοιχείο, διαβιβάζονται στον Έπαρχο, για να μελετηθεί από το Υπουργι[*472]κό Συμβούλιο όπως προβλέπεται πιο κάτω:

 

Νοείται ότι δεν επιτρέπεται σε Συμβούλιο να απαλλοτριώσει μέρος μόνο οικοδομής, αν ο ιδιοκτήτης της είναι πρόθυμος και ικανός να χορηγήσει έγκυρο τίτλο για ολόκληρη την οικοδομή:

 

Νοείται περαιτέρω ότι, όταν ακίνητη ιδιοκτησία απαιτείται από Συμβούλιο για τη διάνοιξη νέου δρόμου, το Συμβούλιο μπορεί να απαλλοτριώσει ικανοποιητική έκταση ακίνητης ιδιοκτησίας εκατέρωθεν του προς διάνοιξιν δρόμου, ώστε να είναι δυνατή η ανέγερση σε αυτή οικοδομών που να έχουν πρόσβαση στο νέο δρόμο.

 

(2) Ο Έπαρχος πριν από την υποβολή των εγγράφων που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος Άρθρου για μελέτη τους από το Υπουργικό Συμβούλιο φροντίζει για τη δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ειδοποίησης σύμφωνης με τον τύπο που εκτίθεται στο Παράρτημα του παρόντος Νόμου, καθώς και για την ανάρτηση της σε περίοπτη θέση μέσα στα όρια της κοινότητας στην οποία βρίσκεται η υπό απαλλοτρίωση ακίνητη ιδιοκτησία.

 

(3) Μετά την εκπνοή της προθεσμίας που αναφέρεται στην ειδοποίηση, ο Έπαρχος αποστέλλει στο Υπουργικό Συμβούλιο τα έγγραφα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου μαζί με οποιαδήποτε ένσταση ή έκθεση έχει υποβληθεί εναντίον της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης.

 

(4) Αν το Υπουργικό Συμβούλιο εγκρίνει το σχέδιο που έχει υποβληθεί και θεωρήσει σκόπιμο, αφού λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις, να επιτρέψει στο Συμβούλιο να απαλλοτριώσει την εν λόγω ακίνητη ιδιοκτησία, μπορεί με διάταγμα του, που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να εγκρίνει την απαλλοτρίωση. Αν ο ιδιοκτήτης της ακίνητης ιδιοκτησίας δε συμφωνήσει με το Συμβούλιο για το ποσό της αποζημίωσης που θα του καταβληθεί για αυτό το σκοπό, αυτό καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του ισχύοντος κάθε φορά νόμου που προνοεί για την απαλλοτρίωση ακίνητης ιδιοκτησίας για σκοπούς δημόσιας ωφέλειας.»

 

Εκ των ανωτέρω διαπιστώνεται ότι αρμόδια αρχή προς απαλλοτρίωση είναι το εκάστοτε Κοινοτικό Συμβούλιο, ο δε Έπαρχος ως Εποπτεύουσα Αρχή του Κοινοτικού Συμβουλίου [*473]προωθεί τα της δημοσίευσης της ειδοποίησης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας για σκοπούς, θεωρούμε, καταχώρισης ένστασης, κατ’ αναλογίαν του Άρθρου 6(1) του περί Απαλλοτριώσεως Νόμου. Το Υπουργικό Συμβούλιο ως εκ τούτου εξετάζει δύο τινά: αν θα επιτρέψει την απαλλοτρίωση υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που τάσσει το εδάφιο (1) του Άρθρου 63 και κατά δεύτερο να εγκρίνει την απαλλοτρίωση.

 

Από τα πρακτικά της συνεδρίας της Υπουργικής Επιτροπής προκύπτουν τα ακόλουθα: εναντίον της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης υποβλήθηκε στον Έπαρχο Πάφου ένσταση εκ μέρους των ιδιοκτητών.  Σύμφωνα με την έκθεση της Επαρχιακής Διοίκησης η απαλλοτρίωση όπως προτεινόταν δεν επηρέαζε ουσιαστικά τη σημερινή ή και μελλοντική χρήση του τεμαχίου. Μετά τη λήξη της προθεσμίας που ορίστηκε στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης ο Υπουργός Εσωτερικών μετά από εξέταση της ένστασης που υποβλήθηκε εναντίον της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης της ιδιοκτησίας, την υπέβαλε στην Υπουργική Επιτροπή μαζί με τις παρατηρήσεις και υποδείξεις του, οι οποίες ουσιαστικά στηρίζονταν στην έκθεση της Επαρχιακής Διοίκησης.  Η Υπουργική Επιτροπή αφού εξέτασε τους λόγους ένστασης και αφού έλαβε υπόψη τις απόψεις της Απαλλοτριούσας Αρχής, ασκώντας, όπως διαπιστώνεται και από τα πρακτικά της συνεδρίας (κυανούν 158), τις εξουσίες που της παρέχει το Άρθρο 6 του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου, οι οποίες εκχωρήθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με το εδάφιο (1) του Άρθρου 3 του περί Εκχωρήσεως της Ενασκήσεως των Εξουσιών των Απορρεουσών εκ τινός Νόμου, Νόμος του 1962, Ν. 23/62, αποφάσισε απόρριψη της ένστασης για τους λόγους που υπέβαλε η Απαλλοτριούσα Αρχή, δηλαδή το Κοινοτικό Συμβούλιο Σίμου.

 

Και πάλι από έλεγχο του φακέλου προκύπτει ότι ο Έπαρχος Πάφου καθηκόντως συνέταξε έκθεση (παράρτημα 3 στην ένσταση, επιστολή ημερ. 20.5.2010) προς τον Υπουργό Εσωτερικών, με τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και επιμέρους στοιχεία, εισηγούμενος απόρριψη της ένστασης κατόπιν διεξαγωγής δικής του έρευνας και προς υποβοήθηση του αρμοδίου οργάνου, προς μόρφωση γνώμης και λήψης της απόφασης.

 

Το γεγονός ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο εξέτασε τις ενστάσεις το έπραξε εν τη ουσία ως αρμόδια Απαλλοτριούσα Αρχή και προς το σκοπό υποστήριξης της σκοπούμενης απαλλοτρίωσης, το αυτό δε θεωρούμε ότι έπραξε και ο Έπαρχος. Οι ενέρ[*474]γειες τους δε αυτές ουδόλως επηρεάζουν - τίποτε δεν έχει τεθεί εκ μέρους του συνηγόρου των αιτητών προς αυτή την κατεύθυνση - τη νομιμότητα της ληφθείσης τελικής απόφασης. Η υποβληθείσα ένσταση στο τέλος της ημέρας εξετάστηκε από το αρμόδιο όργανο.

 

Οι συναφείς λόγοι ακυρότητας απορρίπτονται.

 

Ως τρίτος λόγος ακύρωσης προβάλλεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν παραβίασης των αρχών του διοικητικού δικαίου: δεν προηγήθηκε η δέουσα και επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις τεχνοοικονομική μελέτη, κατά παράβαση των νομολογιακών αρχών που διέπουν το ζήτημα (Μεστάνα κ.ά. ν. Δημοτικό Συμβούλιο Αθηένου (1991) 4 Α.Α.Δ. 2288, Δημοκρατία ν. Δημητριάδου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 777, 785, Σπύρου ν. Δημοτικού Συμβουλίου Κάτω Πολεμιδιών κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 307, 315, Δ. Ουζουνιάν και Μ. Σουλτανιάν και Σία Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 639, 645, Latomia Estate Ltd κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, 686).

 

Η παράλειψη του Συμβουλίου να διεξάγει δέουσα έρευνα και στη βάση ελλιπούς γνώσης ως προς τα ουσιώδη, όπως τα χαρακτηρίζει ο συνήγορος των καθ’ ων, γεγονότα, είχε ως αποτέλεσμα την παράβαση των αρχών του διοικητικού δικαίου που οδηγεί σε ακύρωση της πράξης. Δεν συγκεκριμενοποιούνται από το συνήγορο των αιτητών με τη γραπτή του αγόρευση, πέραν από την προβολή της ανυπαρξίας τεχνοοικονομικής μελέτης, άλλα στοιχεία. Λόγος που συνδέεται άμεσα με τον 5ο λόγο ακυρότητας, ως προς την απόφανση των καθ΄ ων να απορρίψουν τις ενστάσεις των αιτητών, κατόπιν ιεραρχικής και ή τυπικής και ενδιάμεσης προσφυγής, όπως την ορίζει ο συνήγορος των αιτητών, γιατί δεν είναι δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη λόγω μη εξέτασης όλων των πραγματικών και νομικών ισχυρισμών των αιτητών.

 

Έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι η Απαλλοτριούσα Αρχή οφείλει να μην προχωρήσει στη λήψη της απόφασης παρά μόνο αφού προηγουμένως προβεί στην εξέταση των σχεδίων του έργου που προσδιορίζουν τη φύση, την έκταση και τις ανάγκες για τις οποίες διενεργείται η απαλλοτρίωση. Πλαίσια που υπαγορεύουν την ύπαρξη μιας ολοκληρωμένης μελέτης (Μεστάνα κ.ά., Σπύρου, (ανωτέρω)). Η φύση της εν λόγω απόφασης προϋποθέτει έρευνα και εξάντληση των δυνατοτήτων επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού, με άλλο, λιγότερο επαχθή τρόπο (Σταυρίδης κ.ά. ν. Δη[*475]μοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303, 322, Chrysochou Bros v. The Cyprus Telecommunications Authority (1966) 3 C.L.R. 482, Ψάλτης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 452). Πρόσφατα είχαμε την ευκαιρία να εξετάσουμε παρεμφερή ζητήματα ως προς την επιλογή χώρου προς απαλλοτρίωση και την ετοιμασία μελετών από την αρμόδια αρχή που έχει και την ευθύνη υλοποίησης του έργου (Ζάκου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 138, ECLI:CY:AD:2016:C135). Τα ως άνω θέματα επαναλαμβάνουμε ότι συνιστούν ζητήματα κατ’ εξοχήν τεχνικής φύσεως για τα οποία το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν υποκαθιστά τη διοίκηση,  διαφορετικά θα υπεισερχόταν στο σχεδιασμό ή τον τρόπο υλοποίησης ενός έργου και θα δέσμευε τη διοίκηση ως προς το τι δέον γενέσθαι (Ράφτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 345, Κουτσού ν. Κ.Ο.Τ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 311, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1777, κ.ά.). Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου εξαντλείται στην εξέταση τυχόν πλάνης περί τα πράγματα, κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας και έλλειψη αιτιολογίας. Επιμέρους, από τα όσα παρατίθενται στη γραπτή αγόρευση των καθ’ ων – Κοινοτικού Συμβουλίου και Δημοκρατίας – πιστοποιείται αντιθέτως επαρκής έρευνα και μελέτη ως προς την καταλληλότητα της ακίνητης ιδιοκτησίας: ήταν αναγκαίο να απαλλοτριωθεί για την κατασκευή του έργου. Και οι δύο λόγοι ακυρότητας δεν ευσταθούν. Δεν απαιτείται, θεωρούμε, η αιτιολογία να εμπεριέχεται στην ίδια την απόφαση ενσωματώνοντας σε αυτή τα στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη, όπως τέθηκαν ενώπιον του αρμοδίου οργάνου για μόρφωση της απόφασης του. Όλα τα στοιχεία που ηγέρθησαν με την επιστολή των δικηγόρων των αιτητών έχουν επαρκώς, θεωρούμε, εξεταστεί. Συνεπώς η εξέταση της ένστασης των αιτητών, ορθά παρατηρεί ο συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση 1 και η απόρριψη της, θα πρέπει να εξεταστεί ενιαία και σε συνδυασμό με το σύνολο των διοικητικών ενεργειών, στην οποία προέβησαν καθηκόντως, για να διαφανεί αν στοιχειοθετείται πλημμέλεια και παράλειψη δέουσας εξέτασης της ένστασης και το αιτιολογημένο της απόρριψης.

 

Προκύπτει ότι η ένσταση των καθ’ ων εξετάστηκε σε όλο το φάσμα και σε όλες τις πτυχές που προβλήθηκαν από τους αιτητές. Συνελέγησαν και διερευνήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα, ώστε η έρευνα να κρίνεται επαρκής κατόπιν εξέτασης κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα (Ράφτης (ανωτέρω)). Στο τέλος της ημέρας δεν είναι υποχρεωμένη η Υπουργική Επιτροπή να καταγράφει ένα προς ένα τους λόγους που αναφέρονται στην ένσταση, παρά μόνο με σαφήνεια να προκύπτει ότι αυτοί έχουν εξεταστεί. Όπως και δεν είναι αναγκαίο να καταγραφεί λεπτομε[*476]ρώς ο κάθε λόγος ένστασης, ούτε και η συζήτηση που διεξήχθη μεταξύ των μελών της εξ Υπουργών Επιτροπής.

 

Προωθούν οι αιτητές επιπροσθέτως το αναιτιολόγητο της απόφασης. Γίνεται απλή, θεωρούν,  επίκληση του δημοσίου συμφέροντος χωρίς η αιτιολογία να αναφύεται από το σώμα της ίδιας απόφασης. Απλή επίκληση του δημοσίου συμφέροντος όπως εμφανίζεται στην απόφαση «Θέμα: Άνοιγμα δρόμου για δημόσιο συμφέρον» δεν καθιστά δυνατή τη διακρίβωση της ορθής εφαρμογής του Νόμου και τη διεξαγωγή δικαστικού ελέγχου, παραμένουσα ασαφής ή αόριστη. Τούτων δοθέντων, εισηγείται ο συνήγορος των αιτητών, οι καθ’ ων περιορίστηκαν στην επίκληση του δημοσίου συμφέροντος, χωρίς να εξετάσουν άλλα στοιχεία, κατά τρόπο που η επίδικη απόφαση να καθίσταται άκυρη.

 

Η νομολογία επιτάσσει τη συγκεκριμενοποίηση του δημοσίου συμφέροντος με αναφορά στα ιδιαίτερα και εξειδικευμένα περιστατικά της υπόθεσης ώστε η απόφαση να αποκτά το απαραίτητο περιεχόμενο, αποκαλύπτοντας συγχρόνως και τη συλλογιστική του διοικητικού οργάνου κατά τρόπο που να είναι εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Adamides v. Republic (1982) 3 C.L.R. 343, Περικλέους ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αγ. Νάπας (1993) 3 Α.Α.Δ. 579).

 

Προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και όσα έχουν κατατεθεί κατ’ ένσταση ότι το Κοινοτικό Συμβούλιο προχώρησε στην απαλλοτρίωση με σκοπό την κατασκευή δρόμου για βελτίωση του οδικού δικτύου της κοινότητας, δρόμος που αποσκοπούσε στη σύνδεση της πυκνοκατοικημένης περιοχής του χωριού με τον κύριο δρόμο από το σημείο που ο υφιστάμενος οδηγεί σε αδιέξοδο. Κατατέθηκαν τα σχετικά σχέδια τα οποία και δεν εγκρίθηκαν από τον επαρχιακό λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας, οπότε προτάθηκε άλλο σχέδιο πλέον κατάλληλο, το οποίο και έγινε αποδεκτό από το αρχιτεκτονικό συμβούλιο, με αποτέλεσμα να προκύψει και επηρεασμός μέρους του τεμαχίου αρ. 81. Κατόπιν επανεξέτασης υπήρξε εισήγηση από το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως για μείωση του πλάτους του προτεινομένου δρόμου, εισήγηση την οποία αποδέχθηκε το Κοινοτικό Συμβούλιο με αποτέλεσμα την ανάκληση της απαλλοτρίωσης και προώθησης νέας διαδικασίας μέρους του επηρεαζόμενου τεμαχίου, μικρότερου πλάτους.

 

Το Άρθρο 23(8) προνοεί ότι κινητή ή ακίνητη ιδιοκτησία μπορεί να επιταχθεί από τη Δημοκρατία προς εξυπηρέτηση σκοπού [*477]δημοσίας ωφελείας, το δε Άρθρο 11 του Νόμου 15/1962 προβλέπει ότι αν οι διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό της αποζημίωσης δεν καρποφορήσουν, το αργότερο μέσα σε τρεις μήνες από την ημέρα που η αποζημίωση κατέστη απαιτητή, η Απαλλοτριούσα Αρχή ή οποιοσδήποτε ενδιαφερόμενος μπορεί να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον καθορισμό της. Οι ιδιοκτήτες των τεμαχίων αρ. 279 και 51 παραχώρησαν οικειοθελώς τη γη τους για τον πιο πάνω σκοπό, ενώ όσον αφορά το τεμάχιο αρ. 296 είχε επιβληθεί όρος στην άδεια διαχωρισμού για παραχώρηση του τμήματος του τεμαχίου που επηρεάζεται από το σχέδιο για κατασκευή και διεύρυνση του δρόμου, ώστε να συνεχιστεί η αδιάλειπτη όδευση του και απαιτείτο μόνο η απαλλοτρίωση μέρους του τεμαχίου αρ. 81 των αιτητών, οι οποίοι αρνήθηκαν να παραχωρήσουν τη συγκατάθεση τους.

 

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν διαπιστώνεται οτιδήποτε μεμπτό στη διαδικασία που προηγήθηκε της προσβαλλόμενης απόφασης. Αντιθέτως ότι πριν τη λήψη της με τη συμμετοχή και συνεργασία όλων των συναρμοδίων φορέων και τμημάτων, έγινε πλήρης έρευνα και μελέτη για την ετοιμασία της χάραξης του δρόμου που συνδέει την κατοικημένη περιοχή της κοινότητας με τον κύριο δρόμο. Προκύπτει επίσης ότι λήφθηκε υπόψη ο συναφής επηρεασμός των ιδιωτικών περιουσιών, εξ ου μειώθηκε το πλάτος του δρόμου και τροποποιήθηκαν αναλόγως τα σχέδια, με τρόπο ώστε η κυκλοφορία να εξυπηρετείται με το μικρότερο δυνατό επηρεασμό της ιδιωτικής περιουσίας. Η λύση που δόθηκε υπό τις περιστάσεις ήταν η λιγότερο επαχθής, τόσο για τους αιτητές όσο και τους ιδιοκτήτες των άλλων ακινήτων που επηρεάζονταν. Ερευνήθηκαν εναλλακτικές και λιγότερο επαχθείς λύσεις, κατ’ αντίθεση με τους ισχυρισμούς των αιτητών (Αρσανίδης ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 495). Οποιαδήποτε άλλη λύση, την οποία άλλωστε δεν προτείνουν οι αιτητές, δεν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει το σκοπό της απαλλοτρίωσης, που συναρτάται άμεσα με το στοιχείο της δημόσιας ωφέλειας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών και υπέρ των καθ’ ων η αίτηση 1 και 2.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο