Alyatim Issa E.E. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 496

ECLI:CY:AD:2016:C498

(2016) 3 ΑΑΔ 496

[*496]25 Οκτωβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ISSA E.E. ALYATIM,

 

Εφεσείων-Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ

    ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 33/2011)

 

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Ο κανόνας ότι η μη έγερση ζητήματος πρωτοδίκως, δημιουργεί εμπόδιο να εγείρει το θέμα κατ’ έφεσιν.

 

Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Άρθρο 111 του Ν.141(Ι)/2002 ― Το δικαίωμα αλλοδαπού για πολιτογράφηση δεν είναι απόλυτο και εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης με τον μόνο περιορισμό την καλή πίστη.

 

Αλλοδαποί ― Πολιτογράφηση ― Εύλογα επιτρεπτή απόφαση απόρριψης λόγω του ότι ο εφεσείοντας δεν είχε ενταχθεί επαρκώς στην κυπριακή κοινωνία ― Καλόπιστη κρίση της διοίκησης.

 

Ο εφεσείων αξίωσε με την έφεσή του, την ακύρωση της απόρριψης αίτησης για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει πολιτογράφησης, η οποία πρωτοδίκως είχε επικυρωθεί.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Κατ’ έφεσιν που, υπό τον ίδιο λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, προσπάθησε ο εφεσείων να προσθέσει νέα επιχειρηματολογία λέγοντας ότι ο μεν Έπαρχος Λευκωσίας σε σχετική του έκθεση είχε αναφέρει ότι αυτός ομιλεί ελάχιστα στην Ελληνική, αλλά δείχνει να [*497]προσαρμόζεται στα ήθη και έθιμα του τόπου, ενώ ο Αρχηγός Αστυνομίας είχε αναφέρει σε δική του έκθεση ότι ο εφεσείων δεν μιλά ελληνικά, ούτε δείχνει να προσαρμόζεται στα ήθη και τα έθιμα του τόπου. Αυτά τα επιμέρους επιχειρήματα όμως, δεν τέθηκαν πρωτοδίκως ώστε να εξεταστούν πρωτογενώς. Η γραπτή αγόρευση του εφεσείοντα πρωτοδίκως περιείχε μόνο μια γενική αναφορά χωρίς καθόλου εξειδίκευση στην υπ΄αυτού γνώση της ελληνικής γλώσσας. Ούτε ευσταθεί η θέση του εφεσείοντα ότι η διοίκηση όφειλε στα πλαίσια δέουσας έρευνας να επικοινωνήσει με τα πρόσωπα που υπέγραψαν ως εγγυητές του εφεσείοντα στην αίτησή του για πολιτογράφηση. Έρευνα έγινε, περιλαμβανομένων δύο συνεντεύξεων από τον εφεσείοντα, στα πλαίσια της οποίας αναζητήθηκαν οι απόψεις του Επάρχου Λευκωσίας, του Αρχηγού Αστυνομίας και του Διοικητή της Κεντρική Υπηρεσία Πληροφοριών.

 

Το Άρθρο 111 του Νόμου ορίζει τα προσόντα για πολιτογράφηση σε συνάρτηση με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου. Αυτά αναφέρονται στο διάστημα παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, στον καλό του χαρακτήρα και στην πρόθεσή του, σε περίπτωση χορήγησης σ’ αυτόν πιστοποιητικού πολιτογράφησης, να διαμένει στη Δημοκρατία. Η πλήρωση όμως των προϋποθέσεων αυτών, που εν προκειμένω δεν αμφισβητήθηκε, δεν παρέχει δικαίωμα στον αλλοδαπό για πολιτογράφηση. Η απόφαση ανήκει στον Υπουργό Εσωτερικών και η ευχέρειά του είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη.

 

Εν προκειμένω, έρευνα σε εύλογα πλαίσια έγινε. Αιτιολογία δόθηκε, λακωνική μεν, πλην σαφής και αναφερόμενη στην ουσία του πράγματος η οποία συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου ώστε να μην εγκαταλείπεται καμιά αμφιβολία ή ασάφεια. Δεν έχουν σημασία οι διαφορές στις αξιολογήσεις του ενός ή του άλλου κρατικού λειτουργού για το βαθμό γνώσης της γλώσσας. Εκείνο που έχει σημασία σε σχέση με την ουσιαστική προϋπόθεση που, όπως προκύπτει λήφθηκε υπόψη πέραν των τυπικών προϋποθέσεων του Άρθρου 111 του Νόμου, ήταν ότι ο εφεσείων δεν εντάχθηκε επαρκώς στην κυπριακή κοινωνία, στοιχείο που αποτέλεσε το υπόβαθρο της επίδικης απόφασης. Είναι δε καθοριστικό ότι ο Υπουργός Εσωτερικών άσκησε την ευρύτατη εξουσία του χωρίς να αποδίδεται κακή πίστη στη διοίκηση.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583,

[*498]Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66,

 

Σιαμμάς ν. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 569.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολαΐδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1512/2009), ημερ. 7/2/2011.

 

Στ. Γεωργίου (κα) για A. Παπαντωνίου, για τον Εφεσείοντα.

 

Τ. Ιακωβίδου (κα), εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τους  Εφεσίβλητους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Τ.Θ. Οικονόμου.

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων κατάγεται από την Παλαιστίνη και αφίχθηκε στην Κύπρο την 1.10.1997. Μέχρι την 31.12.2008 παρέμενε εδώ είτε με άδεια προσωρινής παραμονής, κυρίως ως φοιτητής σε ιδιωτικό κολλέγιο, είτε, κατά διαστήματα, παράνομα. Από 31.12.2008 παρέμεινε στην Κύπρο παράνομα. Σημειώνεται, ειδικότερα, ότι η τελευταία άδεια προσωρινής παραμονής ως φοιτητής ήταν μέχρι την 31.7.2007. Όταν ακολούθως υπέβαλε αίτηση για περαιτέρω άδεια ως φοιτητής αυτή απερρίφθη επειδή δεν είχε συμπληρώσει τις σπουδές του στο προβλεπόμενο διάστημα και τελικά του δόθηκε άδεια προσωρινής παραμονής ως επισκέπτης μέχρι τις 31.12.2008.

 

Εν τω μεταξύ, στις 10.3.2006 υπέβαλε αίτηση για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας δυνάμει πολιτογράφησης κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 111 του περί Αρχείου Πληθυσμού Νόμου του 2002, Ν. 141(Ι)/2002. Η αίτησή του απερρίφθη λόγω της προσωρινής φύσεως, ως φοιτητής, της παραμονής του στην Κύπρο. Γίνεται ειδικότερα λόγος στην αιτιολογία της επίδικης απόφασης περί διαπίστωσης ότι δεν εντάχθηκε επαρκώς στην Κυπριακή κοινωνία, αφού δεν μιλά την Ελληνική γλώσσα παρά τη μακρόχρονη παραμονή στη Δημοκρατία. Αναφέρεται περαιτέρω ότι, λόγω της προσωρινότητας της παραμονής του, δεν θα καλύπτετο από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2003/109/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με το καθεστώς υπηκόων τρίτων χωρών οι οποίοι είναι επί μα[*499]κρόν διαμένοντες. Κατά συνέπεια, έτι περαιτέρω, δεν θα ήταν λογικό να αναμένεται πολιτογράφησή του.

 

Ο εφεσείων προσέβαλε την παραπάνω απορριπτική απόφαση επικαλούμενος διάφορους λόγους. Θα περιορίσουμε την αναφορά μας σε δύο εξ αυτών τους οποίους προώθησε κατ’ έφεση, ήτοι ότι η απόφαση εστερείτο επαρκούς αιτιολογίας και ότι δεν ήταν το προϊόν δέουσας έρευνας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια θεμελιακή διαπίστωση, την οποία ο εφεσείων δεν έχει επιχειρήσει να αμφισβητήσει με την παρούσα έφεση, ότι ο εφεσείων δεν είχε εγείρει έλλειψη καλής πίστης από πλευράς της Δημοκρατίας. Οι λόγοι έφεσης θα πρέπει να εξεταστούν έχοντας τη διαπίστωση αυτή ως δεδομένη.

 

Ως προς το ζήτημα της αιτιολογίας, ήταν το παράπονο του εφεσείοντα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εστερείτο αιτιολογίας διότι οι λόγοι απόρριψής της καταγράφονται με λακωνικές προτάσεις που δεν παρέχουν, όπως ισχυρίζεται, στοιχεία και λεπτομέρειες τέτοιες ώστε να καθίστατο δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι δοθέντες λόγοι ήταν λακωνικοί, πλην όμως τους χαρακτήρισε σαφείς και τέτοιους που να συμπυκνώνουν την ουσία του πράγματος, ότι δηλαδή η παραμονή του εφεσείοντα στην Κύπρο ως φοιτητή ήταν προσωρινής φύσεως και ότι δεν είχε ενσωματωθεί στην Κυπριακή κοινωνία. Η αντιμετώπιση αυτή του πρωτοδίκου Δικαστηρίου κρίνεται εύλογη και ορθή.

 

Είναι κατ’ έφεσιν που, υπό τον ίδιο λόγο της έλλειψης αιτιολογίας, προσπάθησε ο εφεσείων να προσθέσει νέα επιχειρηματολογία λέγοντας ότι ο μεν Έπαρχος Λευκωσίας σε σχετική του έκθεση είχε αναφέρει ότι αυτός ομιλεί ελάχιστα στην Ελληνική, αλλά δείχνει να προσαρμόζεται στα ήθη και έθιμα του τόπου, ενώ ο Αρχηγός Αστυνομίας είχε αναφέρει σε δική του έκθεση ότι ο εφεσείων δεν μιλά ελληνικά, ούτε δείχνει να προσαρμόζεται στα ήθη και τα έθιμα του τόπου. Η επίκληση από τον Υπουργό Εσωτερικών, ισχυρίζεται ο εφεσείων, δύο εκ διαμέτρου αντιθέτων, όπως τις χαρακτήρισε, θέσεων, υποδηλώνει ότι επρόκειτο για αναιτιολόγητη απόφαση, αλλά και για απόφαση που ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα, ισχυρισμός που αφορά τον δεύτερο λόγο έφεσης.

 

Αυτά τα επιμέρους επιχειρήματα όμως, δεν τέθηκαν πρωτο[*500]δίκως ώστε να εξεταστούν πρωτογενώς. Η γραπτή αγόρευση του εφεσείοντα πρωτοδίκως περιείχε μόνο μια γενική αναφορά χωρίς καθόλου εξειδίκευση στην υπ’ αυτού γνώση της ελληνικής γλώσσας. Ούτε ευσταθεί η θέση του εφεσείοντα ότι η διοίκηση όφειλε στα πλαίσια δέουσας έρευνας να επικοινωνήσει με τα πρόσωπα που υπέγραψαν ως εγγυητές του εφεσείοντα στην αίτησή του για πολιτογράφηση. Έρευνα έγινε, περιλαμβανομένων δύο συνεντεύξεων από τον εφεσείοντα, στα πλαίσια της οποίας αναζητήθηκαν οι απόψεις του Επάρχου Λευκωσίας, του Αρχηγού Αστυνομίας και του Διοικητή της ΚΥΠ.

 

Το Άρθρο 111 του Νόμου ορίζει τα προσόντα για πολιτογράφηση σε συνάρτηση με τον Τρίτο Πίνακα του Νόμου. Αυτά αναφέρονται στο διάστημα παραμονής του αιτητή στη Δημοκρατία, στον καλό του χαρακτήρα και στην πρόθεσή του, σε περίπτωση χορήγησης σ’ αυτόν πιστοποιητικού πολιτογράφησης, να διαμένει στη Δημοκρατία. Η πλήρωση όμως των προϋποθέσεων αυτών, που εν προκειμένω δεν αμφισβητήθηκε, δεν παρέχει δικαίωμα στον αλλοδαπό για πολιτογράφηση. Η απόφαση ανήκει στον Υπουργό Εσωτερικών και η ευχέρειά του είναι η ευρύτερη δυνατή, με μόνο περιορισμό την καλή πίστη.  Διαχρονικά χαρακτηρίζουν τη σχετική νομολογία τα ακόλουθα που λέχθηκαν από τον Γ.Μ. Πική, Δ., ως ήτο τότε, στην υπόθεση Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, 2587, σε σχέση με τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και που ισχύουν κατ’ αναλογίαν εν προκειμένω:

 

«By the terms of the Aliens and Immigration Law. Cap. 105. the discretion of the State to exclude aliens is very wide, as broad as it can be in law, consistent with the supremacy and territorial integrity of the State: but not absolute. It is subject to the bona fide exercise of the discretion. So long as the discretion is exercised in good faith, the Court will query the decision no further. An alien, subject to any rights that may be conferred by convention or bilateral treaty, has no right to enter the country. His only right is that an application to enter the country should be considered in good faith. Acknowledgment of any further obligation on the part of the State would be inconsistent with the sovereign right of the State to exclude aliens.»

 

Σταθερή υπήρξε η νομολογία μέχρι σήμερα και πλειστάκις επιβεβαιώθηκε σε επίπεδο Ολομέλειας η ευρεία διακριτική ευχέρεια της διοίκησης σε θέματα πολιτογράφησης. Αναφορά μπορεί [*501]να γίνει στην Amer v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 66, όπου τονίστηκε ότι, το δικαίωμα αλλοδαπού να αποταθεί για πολιτογράφηση δεν συνεπάγεται και απόλυτο δικαίωμα πολιτογράφησης και ότι εφόσον η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης ασκείται καλόπιστα, το Δικαστήριο δεν δύναται να αμφισβητήσει περαιτέρω την απόφαση. Κατά τ’ άλλα, η κάθε υπόθεση εξετάζεται επί των γεγονότων της.

 

Εν προκειμένω, έρευνα σε εύλογα πλαίσια έγινε. Αιτιολογία δόθηκε, λακωνική μεν, πλην σαφής και αναφερόμενη στην ουσία του πράγματος (βλ. Σιαμμάς ν. ΑΗΚ (1998) 3 Α.Α.Δ. 569, 574) η οποία συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του φακέλου ώστε να μην καταλείπεται καμιά αμφιβολία ή ασάφεια. Δεν έχουν σημασία οι διαφορές στις αξιολογήσεις του ενός ή του άλλου κρατικού λειτουργού για το βαθμό γνώσης της γλώσσας. Εκείνο που έχει σημασία σε σχέση με την ουσιαστική προϋπόθεση που, όπως προκύπτει λήφθηκε υπόψη πέραν των τυπικών προϋποθέσεων του Άρθρου 111 του Νόμου, ήταν ότι ο εφεσείων δεν εντάχθηκε επαρκώς στην κυπριακή κοινωνία, στοιχείο που αποτέλεσε το υπόβαθρο της επίδικης απόφασης. Είναι δε καθοριστικό ότι ο Υπουργός Εσωτερικών άσκησε την ευρύτατη εξουσία του χωρίς να αποδίδεται κακή πίστη στη διοίκηση.

 

Η έφεση απορρίπτεται με €2500 έξοδα σε βάρος του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο