Σκαπούλαρος Γεώργιος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 540

ECLI:CY:AD:2016:C514

(2016) 3 ΑΑΔ 540

[*540]9 Νοεμβρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΚΑΠΟΥΛΑΡΟΣ,

 

Eφεσείων-Αιτητής,

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μΕσω

ΥΠουργικοΥ ΣυμβουλΙΟυ και/ή ΥΠουργοΥ ΕσωτερικΩν,

 

Εφεσιβλήτων-Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 15/2011)

 

 

Πολεοδομία και Χωροταξία ― Κανονισμός 5(2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 55/1990) ― Η αλλαγή στο νομοθετικό καθεστώς επήλθε εντός του τριμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και συνεπώς εύλογα η απόφαση εκδόθηκε με βάση το νέο Τοπικό Σχέδιο.

 

Πολεοδομία και Χωροταξία — Δεν χρειάζεται ειδική εντολή ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση βοήθειας από άλλα αρμόδια όργανα.

 

Πολεοδομία και Χωροταξία — Οι πρόνοιες του Κανονισμού 7(4) της ΚΔΠ 55/1990, δίνει το δικαίωμα στο Υπουργικό Συμβούλιο ή στην Υπουργική Επιτροπή να ακούσει το ενδιαφερόμενο μέρος.

 

Ο εφεσείων ζήτησε με την έφεσή του την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του για απόκτηση πολεοδομικής άδειας.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου η οποία συντελέσθη μεταγενέστερα της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρηθεί ότι συμπαρασύρει σε ακυρότητα την απόρριψη της αίτησης του αιτητή αλλά και την απόρριψη της προσφυγής του. Η νομιμότητα μιας πράξης κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της.

[*541]Οι λόγοι ακυρώσεως που τίθενται στην αφετηρία της απόφασης μας δεικνύουν προβαλλόμενα ελαττώματα που δεν αγγίζουν το κύρος του σχεδίου αυτού καθ’ εαυτού. Η απόφαση στην υπόθεση αρ.152/2010, Λούγκρου Χατζησυμεού ν. Δημοκρατίας, ημερ. 20.10.2015, διατυπώνει αρχή δικαίου που έχει άμεση εφαρμογή εν προκειμένω. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα κάλεσε την Ολομέλεια να αποστεί από το λόγο της «Λούγκρου», αλλά καμία από τις προϋποθέσεις που υιοθετεί η νομολογία για απόκλιση από το δικαστικό προηγούμενο δεν ετέθη ενώπιον μας. Η απλή αναφορά σε αντικρουόμενες αποφάσεις μονομέλειας δεν αρκεί να θεωρηθεί ότι μπορούν να ανατρέψουν δικαστικό προηγούμενο, αφού μάλιστα ορισμένες εξ αυτών τίθενται στη «Λούγκρου» με την εξυπακουόμενη παρατήρηση ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Ως εκ των πραγμάτων λοιπόν και της θεώρησης μας επί των θέσεων του δικηγόρου του εφεσείοντα το εγειρόμενο όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει ζήτημα δημοσίας τάξεως εξεταζόμενο αυτεπάγγελτα αλλά και στην ουσία του δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Επί του πρώτου λόγου έφεσης, το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα συσχετίζοντας τη διοικητική απόφαση με το Άρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, Ν.158(Ι)/99, στο οποίο προνοείται ότι το Διοικητικό όργανο εκδίδοντας μια πράξη βασίζεται στο νομικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της, περαιτέρω ορθά έκρινε ότι η αλλαγή στο νομοθετικό καθεστώς επήλθε εντός τριμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και η κατάσταση διαφοροποιήθηκε προ της παρέλευσης των τριών μηνών. Ως εκ τούτου, εύλογα η απόφαση λήφθηκε με βάση το τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου. Ορθά ακόμη έγινε αναφορά στο Άρθρο 18(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν.90/1972 ως έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με το οποίο οι πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία που η γνωστοποίηση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η πολεοδομική αίτηση υποβλήθηκε στις 14.2.2007 και το νομοθετικό καθεστώς άλλαξε στις 5.4.2007, σε διάστημα μικρότερο των 2 μηνών. Ως εκ τούτου όταν εξετάστηκε η υποβληθείσα αίτηση στις 14.12.2007 σε ισχύ ήταν το νέο νομοθετικό καθεστώς ήτοι το τοπικό σχέδιο Παραλιμνίου. Η αλλαγή στο νομοθετικό καθεστώς επήλθε εν προκειμένω εντός τριμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, το οποίο σημαίνει ότι πριν την παρέλευση τριών μηνών που είναι η προθεσμία που προνοείται στον Καν. 5(2) ανωτέρω, η κατάσταση διαφοροποιήθηκε, και συνεπώς εύλογα η απόφαση εκδόθηκε με βάση το νέο Τοπικό Σχέδιο. Σημειούται ότι η προθεσμία των τριών μηνών είναι, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, η θεωρούμενη εκείνη εύλογη περίοδος για την εξέταση πολεοδομικών αιτήσεων.

[*542]Σε συνάρτηση με τη θέση του εφεσείοντα ότι αν η αίτηση του εξεταζόταν νωρίτερα θα είχε την ευχέρεια υποβολής ένστασης κατά του τοπικού σχεδίου, θα σημειώσουμε ότι η εκπόνηση Τοπικού Σχεδίου συνιστά ξεχωριστή διοικητική πράξη και δέον να προσβληθεί με αυτοτελή προσφυγή. Εξάλλου με την υποβολή της αίτησης δημιουργείται απλώς μια προσδοκία και όχι υποχρέωση έκδοσης αδείας. Όπως έχει νομολογιακά αναφερθεί η έγκριση του τοπικού σχεδίου αποτελεί διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου, χωριστά προσβλητή από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος εντός της προβλεπομένης από το Άρθρο 146 του Συντάγματος προθεσμίας.

 

Επί του δεύτερου λόγου έφεσης και ιδιαίτερα του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη νομολογία για το θέμα ανάμειξης του Υπουργείου Εσωτερικών δεν είχε προσδιορίσει ορθά τις νομικές κατευθύνσεις επί του θέματος, παρατηρούμε ότι συνολικά εξετάζοντας την επ’ αυτού πρωτόδικη κρίση ειδικά στις σελίδες που αφορούν τους ισχυρισμούς του λόγου αυτού θα συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η υποβολή απόψεως από το Υπουργείο Εσωτερικών και η ανάμειξη του ήταν απόλυτα νόμιμη και ορθή. Επίσης ορθά εκρίθη πρωτοδίκως ότι δεν χρειάζεται ειδική εντολή ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση βοήθειας από άλλα αρμόδια και/ή κατώτερα όργανα.

 

Ο τρίτος και τέταρτος λόγος έφεσης μπορούν να εξεταστούν από κοινού αφού αφορούν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και την έλλειψη αιτιολογίας αφετέρου, σύμφωνα πάντοτε με τις εισηγήσεις του εφεσείοντα. Εφόσον ο εφεσείων είχε κάθε ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του και μέσω του δικηγόρου του, όπως επισημάνθηκε πρωτοδίκως, δεν βρίσκουμε βάσιμο το σχετικό παράπονο του εφεσείοντα. Με βάση τις πρόνοιες του Καν.7(4) της ΚΔΠ 55/1990 δίδεται το δικαίωμα στο Υπουργικό Συμβούλιο (ή στην Υπουργική Επιτροπή) να ακούσει το ενδιαφερόμενο μέρος εάν και εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Πρόκειται για δυνητική εξουσία και όχι υποχρέωση. Εφόσον δε δεν διαπιστώνεται πλημμελής άσκηση της ευχέρειας αυτής ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας δεν παρέχεται λόγος για επέμβαση.

 

Επί του ισχυρισμού για μη δέουσα έρευνα, για ύπαρξη πλάνης και μη αιτιολόγηση της απόφασης θεωρούμε ότι η πρωτόδικη κάλυψη του θέματος ήταν απόλυτα ορθή επί του τρόπου και της διαδικασίας έρευνας. Ειδικά η επισήμανση ότι η έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που είναι σχετικό, προσδιορίστηκε με τα δεδομένα της υπόθεσης και είναι απολύτως πειστικά τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου.

 

[*543]Στο σχετικό Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες, τα φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά του τεμαχίου, οι απόψεις και θέσεις είτε θετικές είτε αρνητικές και υπάρχει διεργασία σκέψης η οποία έπεισε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την ύπαρξη επαρκούς έρευνας και αιτιολόγησης της πράξης. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασης μας.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Φ. Λουκαϊδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 708/2009 κ.ά., ημερ. 30.6.2011,

 

Θεοδώρου ν. Επαρχ. Δ/ντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου (2006) 3 Α.Α.Δ. 190,

 

Λούκα Σκυλλουριώτη κ.ά. ν. Δήμου Λευκωσίας 1909/2008, ημερ. 6.9.2011,

 

Σπύρου Χατζηκωνσταντή ν. Δημοκρατίας 132/2009, ημερ. 30.8.2012,

 

Δήμητρα Κόσιη ν. Δημοκρατίας 41/2010, ημερ. 21.12.2012,

 

Ζαχαρία Κεφάλα ν. Δημοκρατίας, 1459/2010 ημερ. 10.4.2012,

 

GRAICIAS Holding Ltd v. Δημοκρατίας 84/2011 ημερ. 8.10.2013,

 

Τσόκκος Λτδ ν. Δημοκρατίας, 176/2011, ημερ. 15.1.2014,

 

Χατζησυμεού ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 536, ECLI:CY:AD:2015:C694,

 

Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323,

 

Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474,

 

Αβρααμίδης v. ΡΙΚ (2008) 3 Α.Α.Δ. 388,

 

Κεραυνού κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 398.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του [*544]Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1768/2009), ημερ. 30/12/2010.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα-Αιτητή.

 

Ελ. Γαβριήλ, (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους-Καθ’ ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δ..

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων/αιτητής στρέφεται εναντίον της πρωτόδικης κρίσης με βάση την οποία αδελφός μας δικαστής θεώρησε ότι η προσφυγή του εφεσείοντα επί της απόρριψης αίτησης για απόκτηση πολεοδομικής άδειας δεν ήταν βάσιμη.

 

Πρωτοδίκως ο εφεσείων πρόβαλε και προώθησε στην αγόρευση του 6 πυλώνες λόγων ακύρωσης, ως εξής:

 

(1) Επί της σημασίας του χρόνου υποβολής της αίτησης ότι δηλαδή η διοίκηση ανέμενε να αποφασίσει την αίτηση του εφεσείοντα μετά τη μεταβολή του νομικού καθεστώτος. (2) Έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. (3) Η προβαλλόμενα απόφαση παραβιάζει το Άρθρο 23 του Συντάγματος – Το Τοπικό Σχέδιο δεν δημιουργεί στέρηση ιδιοκτησίας. (4) Πάσχει η διαδικασία εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής. (5) Πάσχουσα η απόφαση λόγω της ανάμειξης του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών. (6) Το δικαίωμα ακρόασης. (βλ. γραπτή αγόρευση για τον αιτητή ημερ. 30.4.2010).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απασχολήθηκε εκτεταμένα επί των πιο πάνω εγερθέντων θεμάτων απορρίπτοντας αυτά στην ουσία τους ως ειδικά φαίνεται από τις σελ.6 έως το τέλος της απόφασης, με τελικό αποτέλεσμα βέβαια την απόρριψη της προσφυγής.

 

Επί του λανθασμένου της πρωτόδικης απόφασης διατυπώνονται 4 λόγοι έφεσης οι οποίοι συνοπτικά έχουν ως εξής:

 

Λόγος έφεσης 1: Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτόδικα ότι η απόφαση της πολεοδομικής αρχής να εξετάσει την αίτηση του εφεσείοντα με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο εξέτασης της, αντί με βάση το νομοθετικό καθεστώς που [*545]ίσχυε κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης ήταν ορθή, αφού, σύμφωνα με την πλευρά του εφεσείοντα, «η αλλαγή στο νομοθετικό καθεστώς επήλθε πριν την παρέλευση των 3 μηνών που είναι η προθεσμία που προβλέπει ο Κανονισμός 5(2) των περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Αιτήσεις και Ιεραρχικές Προσφυγές) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 55/1990) για εξέταση των αιτήσεων». Σύμφωνα με τη δοθείσα αιτιολογία όταν ο εφεσείων υπέβαλε την πολεοδομική του αίτηση στις 14.2.2007 στο Παραλίμνι ίσχυε άλλο καθεστώς που επέτρεπε τέτοια ανάπτυξη ανεξάρτητα αν η έκταση του τεμαχίου του ήταν μικρότερη από 4.000τ.μ. Δεν πρέπει ο εφεσείων να «τιμωρηθεί» για την καθυστέρηση των εφεσιβλήτων να εξετάσουν την αίτηση του. Ακόμη είναι η θέση του εφεσείοντα ότι αν η πολεοδομική αρχή αποφάσιζε επί της αίτησης του εντός του χρονικού πλαισίου που θέτει ο νόμος και όχι 10 μήνες μεταγενέστερα της υποβολής της αίτησης, τότε αυτός θα είχε τη δυνατότητα να γνωρίζει ότι το νέο καθεστώς θα επέφερε βλάβη και θα μπορούσε εντός της προθεσμίας των 8 μηνών που θέτει ο περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμος να υποβάλει ένσταση εναντίον της γνωστοποιήσεως του νέου Τοπικού Σχεδίου που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 5.4.2007. Είναι η θέση του ότι οι εφεσίβλητοι κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης «άφησαν να περάσει η προθεσμία των 8 μηνών και να απορρίψουν την αίτηση του εφεσείοντα».

 

Λόγος έφεσης 2: Λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι αναρμοδίως το Υπουργείο Εσωτερικών ή Λειτουργός αυτού εξέτασε εξ ιδίας πρωτοβουλίας και χωρίς να ανατεθεί από την Επιτροπή Υπουργών την ιεραρχική προσφυγή του, υιοθετώντας σχετικές αποφάσεις της Ολομέλειας. Κατά τη θέση του αγνοήθηκε ο Νόμος 158(Ι)/1999 και/ή άλλη νομολογία την οποία αναφέρει.

 

Λόγος έφεσης 3: Εσφαλμένα κρίθηκε ότι το θέμα της ακρόασης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του εξετάζοντος οργάνου και ότι ο εφεσείων είχε την ευκαιρία να υποβάλει γραπτώς τις απόψεις του, ιδιαίτερα επί της ιεραρχικής προσφυγής.

 

Λόγος έφεσης 4: Εσφαλμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι η απόφαση της Υπουργικής Επιτροπής λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς και πλήρους έρευνας και ότι η απόφαση είναι αιτιολογημένη. Όπως εξηγεί η πλευρά του εφεσείοντα σύμφωνα με τα πρακτικά της Υπουργικής Επιτροπής ημερ. 2.11.2009, η Επιτροπή δεν διεξήγαγε καμία δική της έρευνα εάν όσα προηγήθηκαν ήσαν νόμιμα και σύμφωνα με τον Καν.7(5) του πιο πάνω Κανονισμού και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου. Δέχθηκε το Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών και τις εισηγήσεις του Τμήματος χωρίς να ακούσει τον εφεσείοντα και δεν έλαβε υπόψη τις απόψεις του Δήμου Παραλιμνίου που ήταν υπέρ της έκδοσης της άδειας. Υιοθετήθηκε δηλαδή παθητικά η απόφαση του Υπουργείου Εσωτερικών. Και η Υπουργική Επιτροπή, πάντα σύμφωνα με τον εφεσείοντα, επαναλαμβάνει την απορριπτική απόφαση χωρίς δική της έρευνα.

 

Οι λόγοι αυτοί αναπτύσσονται ευρέως και με αναφορά σε σχετική νομολογία στο περίγραμμα του εφεσείοντα στο οποίο παρατίθεται η ιστορική αναφορά των δεδομένων που ενδιαφέρουν.

 

Στο ίδιο περίγραμμα προβάλλεται έντονα και για πρώτη φορά χωρίς να περιλαμβάνεται στο εφετήριο ότι το τοπικό σχέδιο Παραλιμνίου το οποίο δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 5.4.2007 και κατ΄επίκληση του οποίου απορρίφθηκε η πολεοδομική αίτηση του εφεσείοντα έχει εν τέλει κηρυχθεί άκυρο από το Ανώτατο Δικαστήριο στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις Φ. Λουκαΐδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας, 708/2009 κ.ά., ημερ. 30.6.2011 στις οποίες δηλώθηκε εκ συμφώνου τόσο εκ μέρους της Δημοκρατίας όσο και των συνηγόρων των προσφευγόντων με συναποκόλουθη κρίση του Δικαστηρίου ότι ως αποτέλεσμα της παράνομης σύνθεσης και λειτουργίας του Κοινού Συμβουλίου και του Πολεοδομικού Συμβουλίου η επίδικη για τις προσφυγές πράξη ακυρώθηκε.

 

Εν τέλει είναι κοινή θέση ότι το τοπικό σχέδιο Παραλιμνίου ακυρώθηκε. Αυτό όμως κατά τον κ. Αγγελίδη θα πρέπει να οδηγήσει ομοίως σε ακύρωση της προσβαλλόμενης εν προκειμένω απόφασης. Επ’ αυτού εισηγήθηκε ότι η ακύρωση μιας διοικητικής πράξης συμπαρασύρει σε ακυρότητα και κάθε άλλη μεταγενέστερη της που στηρίχθηκε σ’ αυτήν ή που είχε ως βάση της την ακυρωθείσα. (Βλ. Θεοδώρου ν. Επαρχ. Δ/ντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Πάφου (2006) 3 Α.Α.Δ. 190). Επίσης ο κ. Αγγελίδης στην προφορική του αγόρευση έκαμε αναφορά και σε διάφορες αποφάσεις της μονομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου*. Παραθέτοντας δε την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστη[*547]ρίου Λούγκρου Χατζησυμεού ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 536, ECLI:CY:AD:2015:C694 μας κάλεσε να την θεωρήσουμε λανθασμένη και/ή μη εφαρμόσιμη στα περιστατικά της υπόθεσης.

 

Επί του εγερθέντος στις αγορεύσεις του εφεσείοντα θέματος, η Δημοκρατία δια της κας. Γαβριήλ αναφέρει ότι στην προκείμενη περίπτωση το γεγονός της ακύρωσης του τοπικού σχεδίου είναι μεταγενέστερο γεγονός της εκκαλούμενης απόφασης, που συνιστά και το αντικείμενο της παρούσας έφεσης και απαραδέκτως ζητείται για το λόγο αυτό στα πλαίσια της παρούσας έφεσης η ακύρωση της απορριπτικής απόφασης της Υπουργικής Επιτροπής επί της ιεραρχικής προσφυγής που κατέθεσε ο αιτητής κατά της αρντικής απόφασης της πολεοδομικής αρχής.

 

Τίθεται πρώτιστα το ερώτημα εάν δικαιούται ο κ. Αγγελίδης να προωθήσει την πιο πάνω θέση αφού δεν περιλαμβάνεται στους λόγους έφεσης της πλευράς του. Το υπόβαθρο νομιμοποίησης της ενέργειας του ο ευπαίδευτος συνήγορος το προσδιορίζει στο ότι το θέμα είναι άμεσα συνδεδεμένο με την έννομη τάξη και την ανάγκη συμμόρφωσης της διοίκησης σε αποφάσεις του Δικαστηρίου.

Μας έχει έντονα προβληματίσει το θέμα καθότι είναι γνωστή η αρχή και η συναφής νομολογία ότι είναι το εφετήριο που πρσδιορίζει τα επίδικα θέματα και μάλιστα με απόλυτα αυστηρό τρόπο.  (βλ. Panayiotis Georgiou (Catering) Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 323). Η γενική επίκληση της δημοσίας τάξεως ως ανάγκη συμμόρφωσης της διοίκησης με τις δικαστικές αποφάσεις, όπως επιχειρήθηκε να προβληθεί εν προκειμένω, δεν συμφωνούμε ότι μπορεί να καταλήξει στην εξουδετέρωση των δικονομικών αρχών.  Θα πρέπει το θέμα να πηγάζει άμεσα και αναμφισβήτητα ως ζήτημα δημοσίας τάξεως, ώστε η δικονομική αρχή να μην ακολουθηθεί. 

 

Παρά τον προβληματισμό  μας περί της δυνατότητας να εξετάσουμε το θέμα, θα το πράξουμε στην προσπάθεια να οριοθετήσουμε τα προβαλλόμενα θέματα για να καταδειχθεί εν τέλει αν πρόκειται στην ουσία του για ζήτημα δημοσίας τάξεως. Θεωρούμε δε ότι θα πρέπει να τοποθετηθούμε επ’ αυτού, πριν την ενασχόληση μας με τους λόγους έφεσης.

 

Αφού έχουμε σχετικά μελετήσει τις αντίστοιχες θέσεις κρίνουμε ότι η άποψη που προωθεί ο εφεσείων στην απόλυτη της μάλιστα διατύπωση δεν είναι ορθή. Η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου η οποία συντελέσθη μεταγενέστερα της έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης δεν μπορεί άνευ ετέρου να θεωρηθεί ότι συμπαρασύρει σε ακυρότητα την απόρριψη της αίτησης του αιτητή [*548]αλλά και την απόρριψη της προσφυγής του. Όπως ορθά επισημαίνεται η νομιμότητα μιας πράξης κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της.

 

Στο Σύγγραμμα «Αι Συνέπεια της Ακυρώσεως Διοικητικής Πράξεως έναντι της Διοικήσεως κατόπιν αιτήσεως ακυρώσεως, 1988, της Δήμητρας Κοντόγιωργα – Θεοχαροπούλου σελ. 215 αναφέρονται τα εξής:

 

«Η πραγματική ακυρότης είναι το ανύπαρκτον και ανυπόστατον, είναι η έλλειψις παντός κύρους της πράξεως, ενώ η ακυρωθείσα πράξις προ της ακυρώσεως της έχει υπόστασιν και «κύρος», έχει δύναμιν εκ της οποίας παράγονται έννομοι συνέπειαι και συνεπώς προ της ακυρώσεως της είναι, έστω και προσωρινώς είδος διοικητικής πράξεως και όχι πράξις ανύπαρκτος, ανυπόστατος. Δια τούτο, άλλως τε, υποστηρίζεται ότι ο διοικητικός δικαστής προκειμένου να χωρήση εις την ακύρωσιν της παρανόμου πράξεως, διαπιστοί πρώτον το «υποστατόν» αυτής, το «κύρος» αυτής, την παραγωγήν αμέσων αποτελεσμάτων, άλλως δεν έχει σκοπόν η ακυρωτική δίκη, καθόσον «ακύρωσις» έστω και υπό την έννοιαν της επισήμου άρσεως του κύρους ωρισμένης πράξεως, είναι νοητή μόνον υπό την προϋπόθεσιν ότι η πράξις αυτή επέφερεν ή δύναται να επιφέρει έννομα αποτελέσματα…………..………….………….………….…»

 

Στην υπόθεση Λούγκρου ανωτέρω το θέμα τίθεται ευθέως για το ίδιο το τοπικό σχέδιο Παραλιμνίου με παραπομπή ακριβώς στην μεταγενέστερη ακύρωση του με την απόφαση στις προσφυγές 708/2009 ημερ. 30.6.2011 και αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά:

 

“Το γεγονός ότι η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου επήλθε μετά την απόφαση στην προσφυγή και μετά την καταχώρηση της παρούσας έφεσης, δεν αλλοιώνει την κατάσταση. Η προσφυγή αφορούσε ζήτημα παρέκκλισης από το Τοπικό Σχέδιο και η απόρριψη της προσφυγής στηρίχθηκε, κυρίως, στη μη ικανοποίηση των όρων και προϋποθέσεων που τίθενται από τους περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας (Παρέκκλισης) Κανονισμών του 1999 και του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου.

 

Η απόφαση ως προς το Τοπικό Σχέδιο αποτελεί ξεχωριστή διοικητική απόφαση, για την οποία δε θα μπορούσε να γίνει παρεμπίπτον έλεγχος από το Δικαστήριο στα πλαίσια προσφυγής εναντίον της απόφασης για παροχή πολεοδομικής άδειας κατά παρέκκλιση του Τοπικού Σχεδίου (βλ. Υπόθεση Αρ. 830/2012, Παπανδρέου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 14.11.2014 και Σταύρου ν. Υπουργικού Συμβουλίου (2013) 3 Α.Α.Δ. 231).

 

Περαιτέρω, η νομιμότητα της επίδικης διοικητικής πράξης δεν επηρεάζεται από τη μετέπειτα ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου. Η νομιμότητα μίας πράξης κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσής της. Ούτε βέβαια θα μπορούσε εκ των υστέρων να προσδώσει έννομο συμφέρον σε πρόσωπα που δεν αμφισβήτησαν την όποια πράξη της διοίκησης, η οποία στηριζόταν στο Τοπικό Σχέδιο να το πράξουν μετά την ακύρωσή του.”

 

Παρατηρούμε ότι και στην κρινόμενη απόφαση δεν υπήρξε κατ’ ευθείαν προσβολή του κύρους του τοπικού σχεδίου. Αυτό το γεγονός έχει καταλυτική σημασία και διαχωρίζει σίγουρα την παρούσα από τις υπόλοιπες στις οποίες αμφισβητείτο ευθέως το τοπικό σχέδιο και συνεπώς η επίκληση του erga omnes δεν θα είχε περιθώριο εφαρμογής εν προκειμένω, ως εισηγείται ο κ. Αγγελίδης.

 

Οι λόγοι ακυρώσεως που τίθενται στην αφετηρία της απόφασης μας δεικνύουν προβαλλόμενα ελαττώματα που δεν αγγίζουν το κύρος του σχεδίου αυτού καθ’ εαυτού. Δεν συμφωνούμε με τον κ. Αγγελίδη ότι η υπόθεση Λούγκρου ανωτέρω δεν εφαρμόζεται στα περιστατικά της κρινόμενης υπόθεσης. Αντιθέτως, διατυπώνει αρχή δικαίου που έχει άμεση εφαρμογή εν προκειμένω. Βεβαίως ο κ. Αγγελίδης μας κάλεσε να αποστούμε από το λόγο της, ωστόσο η εισήγηση του έγινε χωρίς αναφορά στις αυστηρές αρχές που υιοθετεί η νομολογία για απόκλιση από δικαστικό προηγούμενο. Στην υπόθεση Γουότς κ.ά. ν. Λαούρη κ.ά. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1401, ECLI:CY:AD:2014:A474 αναλύονται με λεπτομέρεια οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία.*

 

Καμία απ’ αυτές τις προϋποθέσεις δεν ετέθη ενώπιον μας. Η απλή αναφορά σε αντικρουόμενες αποφάσεις μονομέλειας δεν αρκεί να θεωρηθεί ότι μπορούν να ανατρέψουν δικαστικό προηγούμενο, αφού μάλιστα ορισμένες εξ αυτών τίθενται στη Λούγκρου με την εξυπακουόμενη παρατήρηση ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής.

 

Ως εκ των πραγμάτων λοιπόν και της θεώρησης μας επί των θέσεων του κ. Αγγελίδη το εγειρόμενο όχι μόνο δεν μπορεί να αποτελέσει ζήτημα δημοσίας τάξεως εξεταζόμενο αυτεπάγγελτα* αλλά και στην ουσία του δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Ερχόμενοι στο λόγο έφεσης 1, εκτός των πιο πάνω αναφερομένων, θα προσθέταμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα συσχετίζοντας τη διοικητική απόφαση με το Άρθρο 9 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου, Ν.158(Ι)/1999, στο οποίο προνοείται ότι το Διοικητικό όργανο εκδίδοντας μια πράξη βασίζεται στο νομικό καθεστώς που ισχύει κατά το χρόνο έκδοσης της, περαιτέρω ορθά έκρινε ότι η αλλαγή στο νομοθετικό καθεστώς επήλθε εντός τριμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης και η κατάσταση διαφοροποιήθηκε προ της παρέλευσης των τριών μηνών. Ως εκ τούτου εύλογα η απόφαση λήφθηκε με βάση το τοπικό Σχέδιο Παραλιμνίου. Ορθά ακόμη έγινε αναφορά στο Άρθρο 18(2) του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, Ν.90/1972 ως έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με το οποίο οι πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου τίθενται σε ισχύ από την ημερομηνία που η γνωστοποίηση δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Η πολεοδομική αίτηση υποβλήθηκε στις 14.2.2007 και το νομοθετικό καθεστώς άλλαξε στις 5.4.2007, σε διάστημα μικρότερο των 2 μηνών.  Ως εκ τούτου όταν εξετάστηκε η υποβληθείσα αίτηση στις 14.12.2007 σε ισχύ ήταν το νέο νομοθετικό καθεστώς ήτοι το τοπικό σχέδιο Παραλιμνίου. Η αλλαγή στο νομοθετικό καθεστώς επήλθε εν προκειμένω εντός τριμήνου από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, το οποίο σημαίνει ότι πριν την παρέλευση τριών μηνών που είναι η προθεσμία που προνοείται στον Καν. 5(2) ανωτέρω, η κατάσταση διαφοροποιήθηκε, και συνεπώς εύλογα η απόφαση εκδόθηκε με βάση το νέο Τοπικό Σχέδιο. Σημειούται ότι η προθεσμία των τριών μηνών είναι, σύμφωνα με τους Κανονισμούς, η θεωρούμενη εκείνη εύλογη περίοδος για την εξέταση πολεοδομικών αιτήσεων.

 

Σε συνάρτηση με τη θέση του εφεσείοντα ότι αν η αίτηση του εξεταζόταν νωρίτερα θα είχε την ευχέρεια υποβολής ένστασης κατά του τοπικού σχεδίου, θα σημειώσουμε ότι η εκπόνηση Τοπικού Σχεδίου συνιστά ξεχωριστή διοικητική πράξη και δέον να προσβληθεί με αυτοτελή προσφυγή. Εξάλλου με την υποβολή της αίτησης δημιουργείται απλώς μια προσδοκία και όχι υποχρέωση έκδοσης αδείας. Όπως έχει νομολογιακά αναφερθεί η έγκριση του τοπικού σχεδίου αποτελεί διοικητική πράξη γενικού περιεχομένου, χωριστά προσβλητή από κάθε ενδιαφερόμενο μέρος εντός της προβλεπομένης από το Άρθρο 146 του Συντάγματος προθεσμίας.  [*551](Βλ. Κεραυνού κ.ά. ν. Δημοκρατίας  (2007) 3 Α.Α.Δ. 398).

 

Επί του δεύτερου λόγου έφεσης και ιδιαίτερα του ισχυρισμού του εφεσείοντα ότι η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στη νομολογία για το θέμα ανάμειξης του Υπουργείου Εσωτερικών δεν είχε προσδιορίσει ορθά τις νομικές κατευθύνσεις επί του θέματος, παρατηρούμε ότι συνολικά εξετάζοντας την επ’ αυτού πρωτόδικη κρίση ειδικά στις σελίδες που αφορούν τους ισχυρισμούς του λόγου αυτού θα συμφωνήσουμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η υποβολή απόψεως από το Υπουργείο Εσωτερικών και η ανάμειξη του ήταν απόλυτα νόμιμη και ορθή. Η δε νομολογία που παρατέθηκε εκ μέρους του κ. Αγγελίδη δεν αποδείκνυε αναρμοδιότητα του Υπουργείου, ως εισηγείται η πλευρά του εφεσείοντα. Επίσης ορθά εκρίθη πρωτοδίκως ότι δεν χρειάζεται ειδική εντολή ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση βοήθειας από άλλα αρμόδια και/ή κατώτερα όργανα. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση το οποίο και υιοθετούμε:

 

«Περαιτέρω, προς απάντηση της θέσης ότι αναρμοδίως ανέλαβε πρωτοβουλία και υπέβαλε απόψεις το Υπουργείο Εσωτερικών, όπως αποφασίστηκε και στην υπόθεση Προκατασκευασμένα Υλικά Σκυροδέρματος Ύψωνας Λτδ ν. Δημοκρατίας, αρ. 905/2007, ημερ. 21.10.1999, η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, το οποίο με τη σειρά του έλαβε και τις απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία, ούτε αποδείκνυε αναρμόδια εκ μέρους του ανάμειξη. Παρόμοιο στην ουσία επιχείρημα απορρίφθηκε στην εν λόγω υπόθεση, αλλά και στην υπόθεση Μαρίνα Πίκολου ν. Δημοκρατίας, αρ. 878/2007, ημερ. 8.8.2008, (Κωνσταντινίδης, Δ.), όπου σημειώθηκε ότι παρόμοια επιχειρήματα είχαν εξεταστεί και απορριφθεί στην απόφαση της Ολομέλειας Χριστοδούλου ν. Επάρχου Λευκωσίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 810, όπου σημειώθηκε το μη επιτακτικό του χαρακτήρα του Καν. 7(5), ως προς τα τυπικά της ανάθεσης διενέργειας έρευνας από άλλα βοηθητικά σώματα, στα οποία δύναται να απευθύνεται η Υπουργική Επιτροπή ή ακόμη και να αναζητούνται από το Υπουργείο Εσωτερικών αρμοδίως οι απόψεις άλλων τμημάτων. Μάλιστα, στην Π. Στρούθος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 72, κρίθηκε, σε παρόμοια και επίσης απορριφθέντα επιχειρήματα, ότι «… ... το Υπουργείο Εσωτερικών … ... καθηκόντως όφειλε να θέσει ενώπιον της Υπουργικής Επιτροπής που εξέταζε την ιεραρχική προσφυγή, όλα τα στοιχεία που αφορούσαν την υπόθεση». Σημειώνεται, περαιτέρω, ότι δεν χρειάζε[*552]ται ειδική εντολή ως προαπαιτούμενο για τη χορήγηση βοηθείας από άλλα αρμόδια και κατώτερα όργανα, ιδιαίτερα έχοντας υπόψη ότι η Υπουργική Επιτροπή δεν διαθέτει δική της γραμματεία.

 

Στη Μαγδαληνή Παπαλουκά κ.ά. ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 116/2009, ημερ. 27.1.2010, το παρόν Δικαστήριο είχε εκ νέου την ευκαιρία να εξετάσει παρόμοια επιχειρήματα, τα οποία και συναφώς, υπό το φως της νομολογίας, απέρριψε. Κρίθηκε ότι η Πολεοδομική Αρχή στην οποία υποβάλλεται η σχετική αίτηση είναι βέβαια διαφορετικό όργανο από το Υπουργικό Συμβούλιο, το οποίο εξετάζει τις ιεραρχικές προσφυγές, έστω και αν αυτές ανατίθενται σε Υπουργική Επιτροπή, στην οποία συμμετάσχει και το Υπουργείο Εσωτερικών. Η υποβολή απόψεων από το Υπουργείο Εσωτερικών, δεν ήταν λανθασμένη διαδικασία, ούτε σήμαινε αναρμόδια ανάμειξη του. Επομένως, οι σχετικές εισηγήσεις του αιτητή περί αναρμοδίας ανάμειξης του Υπουργού Εσωτερικών είναι στερημένες ουσίας, αλλά και έχουν ήδη πλειστάκις απαντηθεί μέσα από σαφή προς τούτο νομολογία και κακώς επαναφέρονται προς συζήτηση».

 

Ενόψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αποτυγχάνουν.

 

Οι λόγοι έφεσης 3 και 4 μπορούν να εξεταστούν από κοινού αφού αφορούν το δικαίωμα ακρόασης αφενός και την έλλειψη αιτιολογίας αφετέρου, σύμφωνα πάντοτε με τις εισηγήσεις του εφεσείοντα. Εφόσον ο εφεσείων είχε κάθε ευκαιρία να εκθέσει τις απόψεις του και μέσω του δικηγόρου του, όπως επισημάνθηκε πρωτοδίκως, δεν βρίσκουμε βάσιμο το σχετικό παράπονο του εφεσείοντα. Με βάση τις πρόνοιες του Καν.7(4) της ΚΔΠ 55/1990 δίδεται το δικαίωμα στο Υπουργικό Συμβούλιο (ή στην Υπουργική Επιτροπή) να ακούσει το ενδιαφερόμενο μέρος εάν και εφόσον το κρίνει σκόπιμο. Πρόκειται για δυνητική εξουσία και όχι υποχρέωση.   Εφόσον δε δεν διαπιστώνεται πλημμελής άσκηση της ευχέρειας αυτής ή κατάχρηση ή υπέρβαση εξουσίας δεν παρέχεται λόγος για επέμβαση.

 

Επί του ισχυρισμού για μη δέουσα έρευνα,  για ύπαρξη πλάνης και μη αιτιολόγηση της απόφασης θεωρούμε ότι η πρωτόδικη κάλυψη του θέματος ήταν απόλυτα ορθή επί του τρόπου και της διαδικασίας έρευνας.  Ειδικά η επισήμανση ότι η έρευνα θεωρείται επαρκής εφόσον επεκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που είναι σχετικό, προσδιορίστηκε με τα δεδομένα της υπόθεσης και είναι απολύτως πειστικά τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου.

[*553]Στο σχετικό Σημείωμα του Υπουργείου Εσωτερικών περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες λεπτομέρειες, τα φυσικά και νομικά χαρακτηριστικά του τεμαχίου, οι απόψεις και θέσεις είτε θετικές είτε αρνητικές και υπάρχει διεργασία σκέψης η οποία έπεισε το πρωτόδικο Δικαστήριο για την ύπαρξη επαρκούς έρευνας και αιτιολόγησης της πράξης. Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει πεδίο παρέμβασης μας. Συνεπώς και οι λόγοι έφεσης 3 και 4 απορρίπτονται.

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση στο σύνολο της απορρίπτεται με έξοδα €2,500 υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο