Καραγιάννη-Κλεάνθους Αθηνά ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2016) 3 ΑΑΔ 673

ECLI:CY:AD:2016:C564

(2016) 3 ΑΑΔ 673

[*673]21 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΘΗΝΑ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗ-ΚΛΕΑΝΘΟΥΣ,

 

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης-Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 7/2011)

 

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Προφορική εξέταση ― Ισχυρισμός ότι αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σε αυτήν, και ο οποίος απορρίφθηκε ― Σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η προφορική εξέταση μπορεί να διαδραματίζει ουσιώδη ρόλο και να έχει σημαντική βαρύτητα.

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Αρχαιότητα ― Η αρχαιότητα του εφεσείοντα λήφθηκε υπόψη, αλλά η διαφορά υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους στην προφορική συνέντευξη αποτέλεσε την αιτία για επιλογή του ― Εύλογη η απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας.

 

Εκπαιδευτικοί Λειτουργοί ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Ειδικά το κριτήριο της εντύπωσης από τις προσωπικές συνεντεύξεις ― Ερμηνεία υπό το φως του Άρθρου 35Β(10)(α) του Ν.10/69 και των σχετικών νομολογιακών πορισμάτων ― Περιστάσεις, υπό τις οποίες δεν κρίθηκε υπέρμετρη η βαρύτητα που αποδόθηκε στις συνεντεύξεις στην εξετασθείσα υπόθεση.

 

Η εφεσείουσα αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε αποτύχει η προσφυγή της κατά της επιλογής του ενδιαφερομένου μέρους για πλήρωση της θέσης Επιθεωρητή Α’ (Μέση Γενική Εκπαίδευση) για τα Φιλολογικά (θέση προαγωγής).

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την [*674]έφεση κατά πλειοψηφία, με απόφαση του Δικαστή Οικονόμου, με την οποία συμφωνούν οι Παναγή Δ. και Μιχαηλίδου Δ., αποφάσισε ότι:

 

Η εφεσείουσα προέβαλε ως λόγο ακύρωσης πρωτοδίκως τον ισχυρισμό περί υπέρμετρης βαρύτητας των συνεντεύξεων.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε την διαφορά στη διαβάθμιση (σχεδόν καλή/σχεδόν εξαίρετος) ως μεγάλη. Περιπλέον έκρινε ότι με δεδομένη την υπεροχή της εφεσείουσας μόνο στο κριτήριο της αρχαιότητας και δεδομένη την εκτίμηση των αναγκών της θέσης που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, η βαρύτητα των συνεντεύξεων ως «επιμέρους κριτήριο διαπίστωσης της αξίας των υποψηφίων λειτούργησε σε εύλογο πλαίσιο».

 

Η εφεσείουσα επανέλαβε ενώπιον μας τις θέσεις που είχε προβάλει και πρωτοδίκως. Αναφέρθηκε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη έστω και οριακή διαφορά στη βαθμολογημένη αξιολόγηση ενόψει της διαπίστωσης περί ισοπεδωτικής βαθμολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων σε ένα τεράστιο ποσοστό των αξιολογικών εκθέσεων στις οποίες εμφανίζονται όλοι εξαίρετοι. Από την άλλη, παραπεμφθήκαμε στη νομολογιακή αρχή ότι η υπεροχή σε βαθμολογημένη αξία πρέπει να αφορά τη γενική βαθμολογία/εικόνα και όχι κάποια επιμέρους μόνο στοιχεία κρίσεως.

 

Κρίθηκε πως σε τέτοιες περιπτώσεις αναδύεται η σημασία της απόδοσης στις προφορικές συνεντεύξεις ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας, ως στοιχείο που μπορεί να φωτίσει το κριτήριο της αξίας πέραν της βαθμολογημένης αξιολόγησης.  Τούτο ισχύει ιδιαίτερα προκειμένου για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία όπου η προφορική εξέταση μπορεί να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο και να έχει σημαντική βαρύτητα.

 

Σχετικά με την πλήρωση θέσεων όπου η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Στην υπόθεση Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 195 όπως και εν προκειμένω, η διαφορά στη βαθμολογημένη αξία κρίθηκε από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ως οριακή με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι υπήρχε ισοδυναμία στις βαθμολογίες. Περαιτέρω, η αρχαιότητα του εφεσείοντα δεν παραγνωρίστηκε. Λήφθηκε, όπως κι εν προκειμένω, υπόψη, αλλά δόθηκε σημασία στην προφορική εξέταση ως συμπληρωματικό στοιχείο αξίας, κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 35Β(10)(α) του Νόμου.  Το Δικαστήριο δεν παρενέβη ακυρωτικά.

 

Αναγνωρίζεται βεβαίως ότι, όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε [*675]αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση.

 

Δεν πρόκειται για συγκρουόμενες αρχές.  Είναι, απλώς, ζήτημα εφαρμογής των καλώς αναγνωρισμένων νομικών αρχών επί των γεγονότων της κάθε υπόθεσης με τέτοιο τρόπο ώστε τα σχετικά κριτήρια να εκτιμούνται από τη διοίκηση κάθε φορά αναλόγως με τις συγκεκριμένες περιστάσεις ορθά και ορθά να εξισορροπούνται μεταξύ τους, στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας η οποία σε περιπτώσεις όπως η παρούσα είναι ευρεία.

 

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, το όργανο αυτό κατέληξε στις προαναφερθείσες τελικές αξιολογήσεις, ήτοι «σχεδόν καλή» αφενός και «σχεδόν εξαίρετος» αφετέρου. Η μεταξύ τους διαφορά δεν είναι μικρή, όπως εισηγήθηκε η εφεσείουσα, αλλά πρόκειται για πολύ μεγάλη διαφορά στο σύστημα αξιολόγησης της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (εξαίρετος/σχεδόν εξαίρετος / πάρα πολύ καλός / σχεδόν πάρα πολύ καλός / πολύ καλός / σχεδόν πολύ καλός / καλός / σχεδόν καλός). Ενόψει της νομολογίας στην οποία έχουμε αναφερθεί, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας είχε ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής εφόσον επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία και για περίπτωση όπου η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του. Η εφεσείουσα δεν έχει πείσει ότι υπερείχε έκδηλα του ενδιαφερομένου μέρους ώστε να θεωρηθεί πως η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας υπερέβη τα ακραία όρια της ευρείας διακριτικής της ευχέρειας, οπότε και μόνο θα μπορούσε το ακυρωτικό Δικαστήριο να παρέμβει. Κρίνεται ορθή η κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας λειτούργησε μέσα σε εύλογα και επιτρεπτά πλαίσια.

 

Ο Ναθαναήλ, Δικαστής εξέδωσε δική του διϊστάμενη απόφαση με την οποία συμφωνεί η Σταματίου Δικαστής, σύμφωνα με την οποία θα επέτρεπε την έφεση με ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα,

κατά πλειοψηφία.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Χατζηκυριάκου ν. Ρ.Ι.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 491,

 

Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585,

 

[*676]Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639,

 

Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387,

 

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 41,

 

Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316,

 

Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105,

 

Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 195,

 

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, ECLI:CY:AD:2014:C452,

 

Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74,

 

Μάρκου ν. Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 854/2001, ημερ. 13.1.2003,

 

Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403,

 

Πούρος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

 

Θεμιστοκλέους ν. Ε.Δ.Υ. (2009) 3 Α.Α.Δ. 495,

 

Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275,

 

Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116,

 

Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ, 654/2001, ημερ. 19.11.2002,

 

Παυλίδης ν. Δήμου Στροβόλου, υπόθ. αρ. 133/2006, ημερ. 21.3.2008,

 

Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1262/2007 κ.ά., ημερ. 22.10.2009,

 

Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 163,

 

Γιάλλουρου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 468,

 

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

 

Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391,

 

Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 605,

[*677]Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756,

 

Κυριακίδου–Δανού ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 130, ECLI:CY:AD:2016:C132,

 

Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468,

 

Χατζηαυξέντη ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1816,

 

Χρίστου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1258/06 κ.ά., ημερ. 26.3.2008,

 

Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 926/08 κ.ά., ημερ. 19.10.2010,

 

Παρασκευά ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 1215/10, ημερ. 10.5.2012,

 

Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,

 

Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 921,

 

Δημοκρατία ν. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141,

 

Δημοκρατία ν. Κόκκινου (2005) 3 Α.Α.Δ. 199.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1375/2009), ημερ. 14/12/2010.

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Κυπριανού (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Ουδεμία εμφάνιση για το Eνδιαφερόμενο Mέρος.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Οικονόμου, Δ. και με αυτή συμφωνούν οι Παναγή, Δ. και Μιχαηλίδου, Δ. Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσω εγώ και με αυτή συμφωνεί και η Σταματίου, Δ..

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα Αθηνά Καραγιάννη-Κλεάνθους και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Λοΐζος Αναστασιάδης [*678]ήταν μεταξύ των έξι υποψηφίων για την πλήρωση τριών θέσεων Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Γενική Εκπαίδευση) για τα Φιλολογικά (θέση προαγωγής). Τελικά, αφού ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία με βάση τις πρόνοιες των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων, η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ) επέλεξε για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος και δύο άλλα πρόσωπα. Η κατάληξη της επίδικης απόφασης της ΕΕΥ είχε ως ακολούθως:

 

«Οι πιο πάνω υποψήφιοι υπερέχουν των ανθυποψηφίων τους σε αξία. Πιο συγκεκριμένα, ενώ είναι ισοδύναμοι με αυτούς στο περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων και περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, υπερέχουν σαφώς έναντί τους όσον αφορά στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη. Η Επιτροπή σημειώνει ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, για θέσεις που είναι ψηλά στην ιεραρχία, η απόδοση στη συνέντευξη είναι ουσιαστικό στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να τους δίδεται αυξημένη βαρύτητα, όταν κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων, που είναι σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης (βλ. απόφαση της Ολομέλειας ημερ. 13.12.1990, στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 868 και 869 - Κυπριακή Δημοκρατία v. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.ά. και απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 13.1.2003 στην Προσφυγή Αρ. 8543/2001 - Κώστας Μάρκου κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Ε.Ε.Υ.). Οι πιο πάνω υποψήφιοι έπεισαν την Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ότι έχουν πάρα πολύ καλές και χρήσιμες απόψεις για τη διδασκαλία των Φιλολογικών και ότι είναι σε θέση να επικοινωνήσουν αποτελεσματικά με εκπαιδευτικούς που διδάσκουν το μάθημα των Φιλολογικών στη Μέση Εκπαίδευση.

 

Όσον αφορά τα προσόντα, παρά το γεγονός ότι, σύμφωνα με τη σχετική νομολογία αυτά έχουν οριακή σημασία, η Επιτροπή δεν μπορεί να παραγνωρίσει το γεγονός ότι οι πιο πάνω υποψήφιοι έχουν πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα, ενώ οι ανθυποψήφιοι τους όχι.

 

Όσον αφορά την αρχαιότητα, οι υποψήφιοι Τρεμετουσιώτη-Λοΐζου Ελένη και Αναστασιάδης Λοΐζος υστερούν έναντι της ανθυποψήφιας τους Κλεάνθους-Καραγιάννη Αθηνάς. Η Επιτροπή, όπως, κρίνει ότι, σύμφωνα και με τη σχετική νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα, δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπε[*679]ροχή σε αξία και προσόντα, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων.»

 

Οι λόγοι που επικαλέστηκε η εφεσείουσα προς ακύρωση της απόφασης της ΕΕΥ:

 

Η εφεσείουσα προσέβαλε την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους ισχυριζόμενη ότι υπερείχε τούτου σε αξία και σε αρχαιότητα και, ως εκ της αρχαιότητας, σε συνεπαγόμενη πείρα, την οποία, κατά την εφεσείουσα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρασιώπησε. Αντί η ΕΕΥ να αξιολογήσει ορθά την αξία και την αρχαιότητά της, προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στις προσωπικές συνεντεύξεις τις οποίες χρησιμοποίησε ως το αποφασιστικό ή/και μόνο μέτρο επιλογής. Παράλληλα, ισχυρίστηκε ότι κακώς λήφθηκε υπόψη ως σχετικό πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν, έστω και οριακά, το πτυχίο δασκάλου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας που έχει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπως θα αναφερθούμε κατωτέρω, απέρριψε τις παραπάνω αιτιάσεις της εφεσείουσας οι οποίες και επαναφέρθηκαν ως λόγοι έφεσης, πλην του ζητήματος που αφορά το πρόσθετο ακαδημαϊκό προσόν. Στους λόγους έφεσης δεν περιλαμβάνεται οποιοσδήποτε σχετικός λόγος.

 

Συνεπώς, υπό έφεση είναι τα ζητήματα της αξίας, σε συνάρτηση με τις προσωπικές συνεντεύξεις ως συμπληρωματικό στοιχείο αξίας και της αρχαιότητας, σε συνάρτηση με το ζήτημα της πείρας.  Σ’ αυτά τα πλαίσια το βασικό ερώτημα που τέθηκε είναι το κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις.

 

Οι διαπιστώσεις της ΕΕΥ αναφορικά με τα κριτήρια της αξίας και της αρχαιότητας ήταν οι ακόλουθες:

 

Η Αξία:

 

Για το κριτήριο της αξίας η ΕΕΥ μελέτησε τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων και τους Προσωπικούς Φακέλους.  Παράλληλα υπέβαλε τους υποψηφίους σε προσωπικές συνεντεύξεις ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους.  Στις συνεντεύξεις παρίστατο η Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης η οποία και εξέφρασε τις κρίσεις της για την απόδοση των υποψηφίων και αποχώρησε.

 

[*680]Θα αναφερθούμε κατωτέρω στην κρίση της ΕΕΥ για κάθε ένα από τα στοιχεία που έλαβε υπόψη για να καθορίσει το κριτήριο της αξίας. Σημειώνουμε τώρα εξ αρχής τη συνολική καταληκτική θεώρησή της σε σχέση με το κριτήριο αυτό:

 

«Ενώ όλοι οι υποψήφιοι είναι ισοδύναμοι όσον αφορά στο περιεχόμενο των φακέλων και περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, οι εν λόγω υποψήφιοι (σημ.: εννοούνται οι τελικώς επιλεγέντες περιλαμβανομένου του ενδιαφερόμενου μέρους) βαθμολογήθηκαν σε ψηλότερο επίπεδο στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη, η οποία λαμβάνεται υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων.»

 

Οι αξιολογήσεις για τα επιμέρους στοιχεία που συνέθεσαν την τελική αξιολόγηση των εμπλεκομένων μερών ήταν ως ακολούθως:

 

α) Οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις

 

Σε ότι αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις, η ΕΕΥ είχε υπόψη τις αξιολογήσεις/ βαθμολογίες των υποψηφίων που είχαν ως ακολούθως σε ότι αφορά τα εμπλεκόμενα μέρη:

 

Έτος              Εφεσείουσα                  Ενδιαφερόμενο Μέρος

2001/2002      36                     34

2003/2004      38                     36

2005/2006      38                     37

2007/2008      39                     38

 

Η ΕΕΥ έκρινε σε σχέση με την βαθμολόγηση αυτή ως ακολούθως:

 

«Συνολικά συγκρινόμενοι, οι υποψήφιοι μπορούν να θεωρηθούν περίπου ισοδύναμοι όσον αφορά στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεών τους, αφού η διαφορά μεταξύ τους είναι οριακή.»

 

Η εφεσείουσα υπέδειξε πρωτοδίκως ότι τέτοια συγκριτική εικόνα, της έδιδε προβάδισμα κατά έξι μονάδες και περιπλέον ότι το ενδιαφερόμενο μέρος το έτος 2001/2002  είχε λάβει βαθμό αξιολόγησης 34 ώστε να θεωρείται «λίαν ευδόκιμος», ενώ σε όλα τα μετέπειτα έτη, αμφότεροι είχαν λάβει βαθμολογία άνω των 36, που ισοδυναμεί με «εξαίρετος/η». Επί αυτής της βάσης θεμελίωσε τον ισχυρισμό της για υπεροχή στο κριτήριο της αξίας.

 

[*681]Το πρωτόδικο Δικαστήριο όμως έκρινε το ζήτημα αυτό ως εξής:

 

«… Με βάση τον Καν. 29 των περί Επιθεώρησης και Αξιολόγησης Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 223/76), η βαθμολογία των 36 και πάνω αντιστοιχεί σε κλίμακα αποτίμησης «εξαίρετος.  Συνεπώς το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι οι υποψήφιοι μπορούν να θεωρηθούν περίπου ισοδύναμοι στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων παρά τη διαφορά των 6 μονάδων (σε μια εκτεταμένη χρονική βάση) κρίνεται εύλογο …»

 

β) Οι Προσωπικοί Φάκελοι

 

Σε ότι αφορά τη μελέτη των Προσωπικών Φακέλων των υποψηφίων η ΕΕΥ έκρινε ότι το περιεχόμενό τους δεν διαφοροποιούσε από μόνο του τους υποψηφίους σε βαθμό που να δίνει προβάδισμα σε οποιονδήποτε από αυτούς.

 

γ) Οι Προσωπικές Συνεντεύξεις

 

Συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων αποτελεί η απόδοση τους στις προσωπικές συνεντεύξεις ενώπιον της ΕΕΥ (βλ. Άρθρο 35Β(10)  των περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμων.

 

Για τους σκοπούς των προσωπικών συνεντεύξεων, η ΕΕΥ προκαθόρισε τα κριτήρια που θα ελάμβανε υπόψη στις συνεντεύξεις και τους τομείς των ερωτήσεων που θα υπέβαλλε και επεσήμανε ότι τα κριτήρια είναι σημαντικά γιατί η υπό πλήρωση θέση είναι η τρίτη στην ιεραρχία της Μέσης Γενικής Εκπαίδευσης και ο υποψήφιος που θα επιλεγεί πρέπει να είναι ολοκληρωμένη προσωπικότητα και να διαθέτει τις δεξιότητες εκείνες που θα του επιτρέπουν να ασκήσει ηγετικό ρόλο στο εκπαιδευτικό σύστημα.

 

Στις συνεντεύξεις παρίστατο η Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης, η οποία αξιολόγησε την αιτήτρια ως «πολύ καλή» και το ενδιαφερόμενο μέρος ως «σχεδόν εξαίρετο» και αποχώρησε.  Η ΕΕΥ ακολούθως αξιολόγησε την απόδοση των δύο εν λόγω υποψηφίων στην συνέντευξη ως εξής:

 

«Κλεάνθους- Καραγιάννη Αθηνά

 

Η από μέρους της παρακολούθηση των παιδαγωγικών και μεθοδολογικών εξελίξεων σχετικά με τις βασικές αρχές του νέου συστήματος αξιολόγησης των εκπαιδευτικών λειτουργών είναι [*682]καλή, αλλά κάπως περιορισμένη. Η από μέρους της κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης, όσον αφορά την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών λειτουργών ήταν σχεδόν καλή, αλλά η κάλυψη των διαφόρων τομέων ήταν περιορισμένη και η ομαδοποίηση και κατάταξή τους ήταν ελλιπής. Τοποθετήθηκε επιφανειακά και αόριστα στο θέμα των διαφόρων προβλημάτων που προκύπτουν από την άσκηση των καθηκόντων του Επιθεωρητή Α΄, αναφέροντας κάποιες γενικές και εμπειρικές απόψεις, χωρίς κριτική ανάλυση των επιμέρους πτυχών του και υποβολή συγκεκριμένων εισηγήσεων. Έχει σχεδόν καλό βαθμό επικοινωνίας, αν και παρατηρήθηκαν ορισμένες αδυναμίες στο συσχετισμό ερωτήσεων-απαντήσεων και η τεκμηρίωση των απόψεων κινήθηκε σε μερικά εμπειρικά επιχειρήματα. Η παρουσία της ήταν σχεδόν καλή. Φάνηκε άνθρωπος με θέσεις, οι οποίες, ωστόσο, δεν ήταν συγκροτημένες και σαφείς. Ο από μέρους της χειρισμός της γλώσσας ήταν καλός, αλλά παρατηρήθηκε κάποια βραδύτητα στη ροή καθώς και ελλιπής κατοχή του αναγκαίου λεξιλογίου.

Γενικός χαρακτηρισμός: Σχεδόν καλή.

 

Αναστασιάδης Λοΐζος

 

Η παιδαγωγική και μεθοδολογική ενημέρωσή του αναφορικά με τις βασικές αρχές που διέπουν το νέο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευτικών λειτουργών είναι σχεδόν εξαίρετη και είναι αποτέλεσμα πρόσφατης και συνεχούς παρακολούθησης της σχετικής βιβλιογραφίας και εφαρμογής της σε μεγάλο βαθμό στην καθημερινή σχολική πρακτική. Έχει σχεδόν εξαίρετη κατανόηση του ρόλου και των ευθυνών της θέσης του Επιθεωρητή Α΄, κυρίως όσον αφορά στις υπηρεσιακές εκθέσεις των εκπαιδευτικών λειτουργών, θέμα για το οποίο ανέλυσε τις κυριότερες ενέργειες στις οποίες θα προέβαινε. Τοποθετείται κριτικά στο πρόβλημα που αφορά σε απόφαση του Διευθυντή να προχωρήσει στο κλείσιμο του σχολείου, επισημαίνοντας όλες τις πτυχές και εμβαθύνοντας στην ουσία του προβλήματος. Ο βαθμός επικοινωνίας του ήταν εξαίρετος. Οι ερωτήσεις-απαντήσεις βρίσκονταν σε άμεσο συσχετισμό και η τεκμηρίωση ήταν βασισμένη στις υπάρχουσες θεωρίες αλλά και στην καθημερινή εμπειρία. Φάνηκε άνθρωπος με μεγάλη σιγουριά για τις απόψεις του, ενώ η παρουσία του ήταν σχεδόν εξαίρετη. Χειρίζεται τη γλώσσα με επάρκεια και έχει πλούσιο λεξιλόγιο.

Γενικός χαρακτηρισμός: Σχεδόν εξαίρετος.»

 

Η εφεσείουσα προέβαλε ως λόγο ακύρωσης πρωτοδίκως τον [*683]ισχυρισμό περί υπέρμετρης βαρύτητας των συνεντεύξεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε την διαφορά στη διαβάθμιση (σχεδόν καλή/σχεδόν εξαίρετος) ως μεγάλη. Περιπλέον έκρινε ότι με δεδομένη την υπεροχή της εφεσείουσας μόνο στο κριτήριο της αρχαιότητας και δεδομένη την εκτίμηση των αναγκών της θέσης που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, η βαρύτητα των συνεντεύξεων ως «επιμέρους κριτήριο διαπίστωσης της αξίας των υποψηφίων λειτούργησε σε εύλογο πλαίσιο».

 

Η αρχαιότητα

 

Ως προς την αρχαιότητα,  η ΕΕΥ θεώρησε ότι προηγείται η εφεσείουσα, η οποία κατείχε τη θέση Βοηθού Διευθυντή από 16.12.2002 και τη θέση Βοηθού Διευθυντή Α΄ από 1.9.2007, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος κατέχει τη θέση Βοηθού Διευθυντή από 1.9.2005.  Έκρινε όμως ότι σύμφωνα με τη σχετική νομολογία, η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία και προσόντα, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων.

 

Η εφεσείουσα επικαλέστηκε πρωτοδίκως την αρχαιότητά της και συναφώς εισηγήθηκε ότι εκ της αρχαιότητας κατείχε τεκμήριο τεκμαρτής πείρας η οποία αγνοήθηκε.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, όμως, εξισορρόπησε τον παράγοντα της αρχαιότητας με τη μειωμένη απόδοση της εφεσείουσας κατά την προφορική συνέντευξη «για τους λόγους που πειστικά εξήγησε η Επιτροπή», τονίζοντας τη μεγάλη διαφορά των αξιολογήσεων.   Θεώρησε ότι θα έπρεπε να ληφθεί σοβαρά υπόψη το συμπληρωματικό αυτό στοιχείο κρίσης της αξίας, εφόσον επρόκειτο για πλήρωση θέσης που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία και εφόσον η ΕΕΥ στο σχετικό πρακτικό της ρητά κατέγραψε τους λόγους για τους οποίους έδωσε τέτοια βαρύτητα. Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως λόγο ακύρωσης «την υπέρμετρη βαρύτητα των συνεντεύξεων».  Θεώρησε ότι η υπεροχή της εφεσείουσας υπήρχε μόνο στο κριτήριο της αρχαιότητας και έκρινε,  ως άνω, ενόψει της εκτίμησης της ΕΕΥ για τις ανάγκες της θέσης που βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, ότι η βαρύτητα των συνεντεύξεων λειτούργησε σε εύλογο πλαίσιο.  Τόνισε δε, τη μεγάλη διαφορά στη διαβάθμιση των αξιολογήσεων «σχεδόν καλή» και «σχεδόν εξαίρετος».

 

Ως προς το ζήτημα της τεκμαρτής πείρας ως εκ της αρχαιότητας που η εφεσείουσα υπέβαλε πρωτοδίκως ότι αγνοήθηκε από την ΕΕΥ, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, αν και η ΕΕΥ δεν έκανε ιδιαίτερη μνεία στην πείρα αυτοτελώς, τούτο δεν σημαίνει ότι [*684]δεν την είχε λάβει υπόψη, εφόσον είχε ενώπιον της τόσο τον κατάλογο με την αρχαιότητα των υποψηφίων όσο και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, αλλά και, περιπλέον, προχώρησε σε μελέτη των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων εστιάζοντας στο δείκτη της «επαγγελματικής ανέλιξης και κτηθείσας πείρας».

 

Θα πρέπει εξ αρχής να καταγράψουμε ότι δεν διαπιστώνουμε εσφαλμένη προσέγγιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο ως προς το ζήτημα της πείρας. Η προσέγγιση αυτή βρίσκει έρεισμα στα όσα αποφασίστηκαν, ως ακολούθως, από την Ολομέλεια στην υπόθεση Χατζηκυριάκου ν. Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 491, 499:

 

«Αναφορικά µμε τον ισχυρισμό ότι δεν λήφθηκαν υπόψη η πείρα και η υπηρεσία της εφεσείουσας πρέπει να αναφερθεί ότι τόσο το στοιχείο της πείρας όσο και εκείνο της υπηρεσίας της εφεσείουσας βρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και άνκαι δεν υπάρχει οποιαδήποτε προς τούτο ρητή αναφορά δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι παραγνωρίστηκαν ή δεν λήφθηκαν υπόψη. Αντίθετα φαίνεται από τα πρακτικά ότι το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στη σχετική απόφαση του αφού συνεκτίμησε το σύνολο των στοιχείων των υποψηφίων σε συνάρτηση με τις απαιτήσεις του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης, την απόδοση των υποψηφίων στις προσωπικές συνεντεύξεις και των κριτηρίων της αξίας, προσόντων και αρχαιότητας, με γνώμονα την καταλληλότητα για τη θέση. Τόσο η πείρα όσο και η υπηρεσία της εφεσείουσας βρίσκονταν ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου και δεν μπορούσαν παρά να αποτελέσουν στοιχεία που λήφθηκαν υπόψη στη διαμόρφωση της τελικής απόφασης των εφεσιβλήτων.»

 

Η ενώπιον μας επιχειρηματολογία

 

Η εφεσείουσα επανέλαβε ενώπιον μας τις θέσεις που είχε προβάλει και πρωτοδίκως. Αναφέρθηκε σε νομολογία σύμφωνα με την οποία πρέπει να λαμβάνεται υπόψη έστω και οριακή διαφορά στη βαθμολογημένη αξιολόγηση ενόψει της διαπίστωσης περί ισοπεδωτικής βαθμολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων σε ένα τεράστιο ποσοστό των αξιολογικών εκθέσεων στις οποίες εμφανίζονται όλοι εξαίρετοι (Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585).  Από την άλλη, παραπεμφθήκαμε στη νομολογιακή αρχή ότι η υπεροχή σε βαθμολογημένη αξία πρέπει να αφορά τη γενική βαθμολογία/εικόνα και όχι κάποια επιμέρους μόνο στοιχεία κρίσεως. Στην υπόθεση Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639 λέχθηκαν τα [*685]εξής σε σχέση με διαφορές στην αξιολόγηση, που κρίθηκαν οριακές και αποκαλύπτουσες κατ’ ουσίαν ισοδυναμία των εμπλεκομένων, οι οποίες, ας σημειωθεί, υπερβαίνουν κατά πολύ τις διαφορές στην υπό εξέταση περίπτωση:

 

«Μικρές διαφορές στις αξιολογήσεις έχουν κατ' επανάληψη κριθεί οριακές, ώστε να παραμένει ουσιαστικά η ισοδυναμία των εμπλεκόμενων (Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 404 - διαφορά σε πέντε «εξαίρετα» στη διάρκεια μιας πενταετίας – και Δημοκρατία v. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. 141 - τρία «εξαίρετα» σε μια πενταετία). Ταυτόχρονα, έχει τονισθεί ότι το διοικητικό όργανο οφείλει να λαμβάνει υπόψη την ανοδική πορεία στην αξιολόγηση που παρουσιάζει ένας υποψήφιος τα τελευταία έτη πριν την προαγωγή δείχνοντας έτσι το βαθμό προσπάθειας που καταβάλλει προς καλύτερη απόδοση στην υπηρεσία. (Georghiades v. Republic (1975) 3 C.L.R. 145 και Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 662).»

 

Είναι, κρίνουμε, σε τέτοιες περιπτώσεις που αναδύεται η σημασία της απόδοσης στις προφορικές συνεντεύξεις ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας, ως στοιχείο που μπορεί να φωτίσει το κριτήριο της αξίας πέραν της βαθμολογημένης αξιολόγησης. Όπως παρατηρήθηκε στην υπόθεση Στυλιανού κ.ά. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, «η προφορική εξέταση ρίπτει φως στην αξία των υποψηφίων.» Τούτο ισχύει ιδιαίτερα προκειμένου για θέσεις ψηλά στην ιεραρχία όπου η προφορική εξέταση μπορεί να διαδραματίσει ουσιώδη ρόλο και να έχει σημαντική βαρύτητα (Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 41).

 

Σχετικά με την πλήρωση θέσεων όπου η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης είναι τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη κ.α. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316:

 

«Η απόδοση των υποψηφίων έχει αυξημένη βαρύτητα στις περιπτώσεις πλήρωσης θέσεων πρώτου διορισμού και στις περιπτώσεις που η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης - διευθυντικές θέσεις – (βλ., μεταξύ άλλων Panayiotou and Another ν. Republic (Public Service Commission) (1968) 3 C.L.R. 639, 642 Eliadou Duncan v. Republic (Public Service Commission) (1977) 3 C.L.R. 153,163· Stylianou and Another v. P.S.C. (1980) 3 C.L.R. 11, 17·Stylianou and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 776, 787· Loizidou-Papaphoti v. Republic [*686](1984) 3 C.L.R. 933, 941, Ζαβρός κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1836 και Γιωργή και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3(Ε) Α.Α.Δ. 3336).

 

Η Επιτροπή απόδωσε στις συνεντεύξεις τη δέουσα βαρύτητα, χωρίς να θεωρήσει αυτές ξεχωριστό κριτήριο, ή το αποφασιστικό κριτήριο για την επιλογή των υποψηφίων.»

 

Ίδια ήταν η προσέγγιση στην υπόθεση Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 105 που επίσης αφορούσε προαγωγή σε θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση). Όπως και εν προκειμένω, το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε οργανωτική και διοικητική ικανότητα και ενημερότητα πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις στο θέμα της συγκεκριμένης ειδικότητας Στην υπόθεση εκείνη, η οποία παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με την υπό εξέταση, αφού λήφθηκε υπόψη ότι επρόκειτο για θέση υψηλά στην ιεραρχία και ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας απαιτούσε οργανωτικές και διοικητικές ικανότητες, παράλληλα με ενημερότητα πάνω στα προβλήματα της Μέσης Εκπαίδευσης και στις εξελίξεις των θεμάτων του μαθήματος της σωματικής αγωγής, όπως ήταν εκεί η περίπτωση, η ΕΕΥ θεώρησε, ορθά κατά την απόφαση της πλειοψηφίας, ότι η χαμηλή απόδοση της εφεσίβλητης σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος («καλά» και «πάρα πολύ καλά», αντιστοίχως) δεν μπορούσε παρά να ληφθεί σοβαρά υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης και μάλιστα με αυξημένη βαρύτητα ως εκ των απαιτήσεων, ως άνω, της θέσης, σε σχέση με τις οποίες η σαφής υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους, όπως αυτή διαπιστώθηκε από την ΕΕΥ, αποκτούσε ακόμα μεγαλύτερη σημασία.

 

Η διαφοροποίηση που επιχειρεί εν προκειμένω η εφεσείουσα, εισηγούμενη ότι η ΕΕΥ έδωσε υπέρμετρη βαρύτητα και κατέστησε τις προφορικές συνεντεύξεις αποφασιστικό κριτήριο, παραπέμπουν ευθέως στη θεώρηση της μειοψηφίας στην υπόθεση Μικελλίδου, παραγνωρίζοντας το λόγο (ratio) της απόφασης, όπως επιβεβαιώθηκε και επεξηγήθηκε με σαφήνεια στην υπόθεση Πέτρου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 195.

 

Στην υπόθεση Πέτρου, όπως και εν προκειμένω, η διαφορά στη βαθμολογημένη αξία κρίθηκε από την ΕΕΥ ως οριακή με αποτέλεσμα να θεωρήσει ότι υπήρχε ισοδυναμία στις βαθμολογίες. Περαιτέρω, η αρχαιότητα του εφεσείοντα δεν παραγνωρίστηκε. Λήφθηκε, όπως κι εν προκειμένω, υπόψη, αλλά δόθηκε σημασία στην προφορική εξέταση ως συμπληρωματικό στοιχείο αξίας, κατά τα προβλεπόμενα από το Άρθρο 35Β(10)(α) του Νόμου. Το Δικαστή[*687]ριο δεν παρενέβη ακυρωτικά. Το Εφετείο δε, είχε ευκαιρία να εξηγήσει ότι η απόφαση της πλειοψηφίας στην Μικελλίδου «βεβαιώνει ότι ουσιαστικά η προφορική εξέταση, ως συμπληρωματικό στοιχείο αξίας, έχει τη σημασία που αποδίδεται γενικώς στην προφορική εξέταση και όχι την περιορισμένη σημασία που η αυστηρή γραμματική έννοια του όρου ΄συμπληρωματικό΄ μπορεί να έχει».

 

Αναγνωρίζεται βεβαίως ότι, όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, ECLI:CY:AD:2014:C452).

 

Δεν πρόκειται για συγκρουόμενες αρχές. Είναι, απλώς, ζήτημα εφαρμογής των καλώς αναγνωρισμένων νομικών αρχών επί των γεγονότων της κάθε υπόθεσης με τέτοιο τρόπο ώστε τα σχετικά κριτήρια να εκτιμούνται από τη διοίκηση κάθε φορά αναλόγως με τις συγκεκριμένες περιστάσεις ορθά και ορθά να εξισορροπούνται μεταξύ τους, στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας η οποία σε περιπτώσεις όπως η παρούσα είναι ευρεία.

 

Εν προκειμένω, η εφεσείουσα δεν αμφισβήτησε τις διαπιστώσεις της ΕΕΥ κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις, ούτε και γενικότερα προώθησε τους νομικούς ισχυρισμούς που περιέλαβε στην Αίτηση (Προσφυγή) οι οποίες αναφέρονται σε αλλότριο σκοπό της ΕΕΥ, σε δυσμενή διάκριση χωρίς αντικειμενική και αμερόληπτη κρίση και ότι η ΕΕΥ ενήργησε υπό συνθήκες υποβολής και/ή επιβολής και/ή παρεμβάσεως από αναρμόδια όργανα ή πρόσωπα και σε πεπλανημένη προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΕΥ.

 

Με βάση αυτές τις διαπιστώσεις του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, το όργανο αυτό κατέληξε στις προαναφερθείσες τελικές αξιολογήσεις, ήτοι «σχεδόν καλή» αφενός και «σχεδόν εξαίρετος» αφετέρου. Η μεταξύ τους διαφορά δεν είναι μικρή, όπως εισηγήθηκε η εφεσείουσα, αλλά πρόκειται για πολύ μεγάλη διαφορά στο σύστημα αξιολόγησης της ΕΕΥ (εξαίρετος / σχεδόν εξαίρετος / πάρα πολύ καλός / σχεδόν πάρα πολύ καλός / πολύ καλός / σχεδόν πολύ καλός / καλός / σχεδόν καλός).

 

Ενόψει της νομολογίας στην οποία έχουμε αναφερθεί, η ΕΕΥ είχε ευρεία διακριτική εξουσία επιλογής εφόσον επρόκειτο για θέση ψηλά στην ιεραρχία και για περίπτωση όπου η προσωπικότητα του υποψηφίου είναι σημαντικό στοιχείο για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης του. Η εφεσείουσα δεν έχει πείσει ότι υπερείχε έκδηλα του ενδιαφερομένου μέρους ώστε να θεωρηθεί πως η [*688]ΕΕΥ υπερέβη τα ακραία όρια της ευρείας διακριτικής της ευχέρειας, οπότε και μόνο θα μπορούσε το ακυρωτικό Δικαστήριο να παρέμβει (Georghiou v. Republic (1976) 3 C.L.R. 74). Αντίθετα, μας βρίσκει σύμφωνους η κατάληξη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι η ΕΕΥ λειτούργησε μέσα σε εύλογα και επιτρεπτά πλαίσια.

 

Για όλους τους παραπάνω λόγους η έφεση απορρίπτεται με €2500 έξοδα εις βάρος της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους Λοΐζου Αναστασιάδη στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Α΄ (Μέση Εκπαίδευση) για τα φιλολογικά στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού από 1.9.2009, αποτέλεσε το έναυσμα για την εφεσείουσα να προσβάλει την απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας με σχετική προσφυγή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή θεωρώντας μη βάσιμες όλες τις αιτιάσεις που η εφεσείουσα είχε προβάλει πρωτοδίκως και που επαναλαμβάνονται στην ουσία με την παρούσα έφεση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε σε σχετικούς πίνακες τα αντίστοιχα προσόντα των διαδίκων, καθώς και την αξία τους. Η εφεσείουσα κατέχει πτυχίο Ελληνικής Φιλολογίας από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης το 1980 και μεταπτυχιακό στην εκπαιδευτική διοίκηση που απέκτησε το 2000. Κατά τα έτη 1999-2008 είχε συνολικά καλύτερη βαθμολογία κατά έξι μονάδες από το ενδιαφερόμενο μέρος, το οποίο έχει πτυχίο από την Παιδαγωγική Ακαδημία Κύπρου το 1979, ενώ στη συνέχεια απέκτησε, το 1984, πτυχίο Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το 1996, μεταπτυχιακό στον Εκπαιδευτικό Προγραμματισμό και Διοίκηση από το Πανεπιστήμιο της Μάλτας.

 

Κατά την ενώπιον της Επιτροπής προσωπική συνέντευξη παρίστατο και η Διευθύντρια Μέσης Εκπαίδευσης, η οποία αξιολόγησε την εφεσείουσα ως «πολύ καλή», το δε ενδιαφερόμενο μέρος ως «σχεδόν εξαίρετο». Η ίδια η Επιτροπή αξιολογώντας τους υποψήφιους στη συνέντευξη και αφού κατέγραψε σχετικά σχόλια, απέδωσε στην εφεσείουσα τον γενικό χαρακτηρισμό «σχεδόν καλή» και στο ενδιαφερόμενο μέρος τον γενικό χαρακτηρισμό «σχεδόν εξαίρετος». Επιλέγοντας εν τέλει το ενδιαφερόμενο μέρος για την προαγωγική θέση, καθώς και δύο άλλους υποψήφιους, την επιλογή των οποίων η εφεσείουσα δεν προσέβαλε, η Επιτροπή έδωσε αυξημένη βαρύτητα στην απόδοση στη συνέντευξη ως ουσιαστικό στοιχείο επειδή κρίνεται η προσωπικότητα και οι ικανότητες των υποψηφίων που θεωρούνται σημαντικές ιδιότητες για την εκτέλεση των [*689]καθηκόντων της θέσης. Προς τούτο η Επιτροπή έκανε αναφορά στις υποθέσεις Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316 και Μάρκου ν. Δημοκρατίας, προσφυγή αρ. 854/2001, ημερ. 13.1.2003.  Θεώρησε επίσης ότι τα πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα δεν μπορούσαν να παραγνωριστούν έστω και αν σύμφωνα με τη νομολογία αυτά έχουν οριακή σημασία.  Αναγνωρίζοντας την υπεροχή της εφεσείουσας σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, η Επιτροπή κατέγραψε ότι «….. η υπεροχή σε αρχαιότητα δεν μπορεί να υπερσκελίσει την υπεροχή σε αξία και προσόντα, ειδικά όταν πρόκειται για την πλήρωση υψηλόβαθμων θέσεων.».

 

Όπως ήδη λέχθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τις θέσεις της εφεσείουσας ότι η Επιτροπή εφάρμοσε λανθασμένα κριτήρια επιλογής κατά τη διαδικασία της προαγωγής. Ως προς το προβάδισμα της εφεσείουσας στη βάση των αξιολογικών εκθέσεων κατά τα έτη 2001-2008 κατά έξι μονάδες, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην παλαιότερη τάση της νομολογίας να λαμβάνεται υπόψη η συνολική αξιολόγηση και εικόνα των υποψηφίων και όχι οι επί μέρους διαφορές στη βαθμολογία, (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, Πούρος ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 374 και Θεμιστοκλέους ν. Ε.Δ.Υ. (2009) 3 Α.Α.Δ. 495.

 

Απέρριψε συναφώς το επιχείρημα της εφεσείουσας ότι η διαφορά σε αξία σε συγκεκριμένα έτη θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη σε ένα ισοπεδωτικό σύστημα αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, (Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585), θεωρώντας ότι η αιτιολογία της Επιτροπής συμπεριέλαβε κατά τον υπολογισμό του κριτηρίου της αξίας τρεις επί μέρους δείκτες. Παρέπεμψε στα σχετικά πρακτικά όπου η Επιτροπή κατέγραψε ότι από τη μελέτη των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, προέκυπτε ότι η χαμηλότερη βαθμολογία ήταν το 34 και η υψηλότερη το 39.  Συνεπώς, κατά την Επιτροπή, οι υποψήφιοι μπορούσαν να θεωρηθούν «…… περίπου ισοδύναμοι όσον αφορά στο σύνολο των Υπηρεσιακών Εκθέσεων τους, αφού η διαφορά μεταξύ τους είναι οριακή.». Στη βάση και της απόδοσης στη συνέντευξη, η Επιτροπή θεώρησε το ενδιαφερόμενο μέρος ως υπερέχον στο κριτήριο της αξίας, εφόσον αυτό κρίθηκε «σχεδόν εξαίρετος», ενώ η εφεσείουσα ως «σχεδόν καλή». Το υψηλότερο αυτό επίπεδο στην απόδοση στην προσωπική συνέντευξη αποτελούσε συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας των υποψηφίων. Τέλος, με βάση τον Κανονισμό 29 των περί Επιθεώρησης και Αξιολόγησης Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 223/76), η βαθμολογία των 36 και άνω αντιστοιχεί σε κλίμακα προτίμησης «εξαίρετος».

 

[*690]Στη βάση των ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως εύλογο το συμπέρασμα της περίπου ισοδυναμίας στο σύνολο των υπηρεσιακών εκθέσεων, παρά τη διαφορά των 6 μονάδων, όπως εύλογο έκρινε και το συμπέρασμα περί γενικότερης υπεροχής του ενδιαφερομένου μέρους σε αξία λόγω της «σημαντικά καλύτερης απόδοσης του στη συνέντευξη.»

 

Το Δικαστήριο απέρριψε και το παράπονο της εφεσείουσας σε σχέση με την αξιολόγηση του πτυχίου δασκάλου της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος και το οποίο συναρτάτο με τη δημοτική εκπαίδευση, ενώ η επίδικη θέση αφορούσε τη μέση εκπαίδευση.  Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η Επιτροπή προσέδωσε στο συγκεκριμένο προσόν μόνο οριακή σημασία, η δε κατοχή του δεν αναιρούσε την όποια «έστω έμμεση σχετικότητα του με τα επιμορφωτικά και οργανωτικά/εκπαιδευτικά καθήκοντα της θέσης.».

 

Απορρίπτοντας το επόμενο επιχείρημα περί της υπεροχής της εφεσείουσας κατά σχεδόν τρία χρόνια σε αρχαιότητα, το Δικαστήριο με αναφορά σε σχετικές αποφάσεις, έκρινε ότι δεν μπορούσε η αρχαιότητα να έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την αξία, ενώ η σημαντικά μειωμένη απόδοση της εφεσείουσας στη συνέντευξη σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος μπορούσε να ληφθεί σοβαρά υπόψη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας, με αυξημένη μάλιστα βαρύτητα, ενόψει του υψηλόβαθμου της θέσης και των απαιτήσεων του σχεδίου  υπηρεσίας.  Ως προς το συναφές επιχείρημα της κατοχής σημαντικής πείρας λόγω της αρχαιότητας, το Δικαστήριο κατέγραψε ότι η πείρα δεν αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης, αλλά ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στη γενικότερη εκτίμηση του κριτηρίου της αξίας των υποψηφίων.  Η μη εξειδικευμένη αναφορά από την Επιτροπή κατά την επιλογή στην πείρα αυτοτελώς, δεν σήμαινε ότι δεν την έλαβε υπόψη εφόσον ενώπιον της ήταν ο κατάλογος με την αρχαιότητα των υποψηφίων, η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων.

 

Εν τέλει το Δικαστήριο δεν έκρινε βάσιμο ούτε το επιχείρημα ότι δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα στις συνεντεύξεις. Η διαφορά στην αποτίμηση της απόδοσης ήταν μεγάλη και η απλή υπεροχή της εφεσείουσας στο κριτήριο της αρχαιότητας δεν παρέπεμπε σε λανθασμένη κρίση της Επιτροπής η οποία, κατά το Δικαστήριο, λειτούργησε σε εύλογο πλαίσιο.

 

Η εφεσείουσα με την έφεση της προσβάλλει το σύνολο της από[*691]φασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Με αναφορά στις τελευταίες τέσσερεις ετήσιες εκθέσεις των ετών του 2001/2002, 2003/2004, 2005/2006 και 2007/2008, η εφεσείουσα προτείνει ότι η υπεροχή της κατά 6 μονάδες, με ιδιαίτερη αναφορά μάλιστα στο ότι η βαθμολογία του ενδιαφερομένου μέρους κατά το 2001 με 2002 δεν θεωρείτο εξαίρετη, με βαθμολογία 34 έναντι 36 της εφεσείουσας, αλλά «λίαν ευδόκιμος» με βάση τον Κανονισμό 29 της Κ.Δ.Π. 223/1976, λανθασμένα θεωρήθηκε ως ισοδύναμη με το ενδιαφερόμενο μέρος υπό το φως της νομολογίας ότι η οριακή υπέρ κάποιου υποψηφίου διαφορά αποκτά σημασία.

 

Ως προς τα προσόντα, η εφεσείουσα προτείνει ότι το πτυχίο της Παιδαγωγικής Ακαδημίας Κύπρου που κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αποκτηθεί πριν την κατοχή των απαιτούμενων ακαδημαϊκών προσόντων με βάση το σχέδιο υπηρεσίας, και επομένως δεν προσέθετε οτιδήποτε στα προσόντα πέραν του γεγονότος ότι αφορούσε τη δημοτική εκπαίδευση και όχι τη μέση εκπαίδευση, δεν ήταν δε ούτε συναφές με τα καθήκοντα της επίδικης θέσης.

 

Ως προς την αρχαιότητα, η εφεσείουσα τονίζει ότι κατέλαβε τη θέση Βοηθού Διευθυντή Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης στις 16.12.2002, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος την 1.9.2005. Συνεπώς υπερέχει σε αρχαιότητα κατά 2 χρόνια και 81/2 μήνες, δηλαδή, κατά 3 σχεδόν έτη. Επί πλέον, υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους αφού κατέλαβε και την ανώτερη θέση του Βοηθού Διευθυντή Α΄ Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης. Η δε συνακόλουθη πείρα που η εφεσείουσα απέκτησε λόγω της αρχαιότητας της, καθιερώθηκε από τη νομολογία ως στοιχείο που προσμετρά στην αξία. Αυτό το στοιχείο παραγνωρίστηκε πλήρως από την Επιτροπή.

 

Έναντι όλων των υπέρ της εφεσείουσας ανωτέρω δεδομένων, το ενδιαφερόμενο μέρος είχε να προτάξει μόνο την υπέρ του διαφορά στην προφορική του εξέταση. Η εφεσείουσα επιχειρηματολογεί ότι η αξιολογηθείσα διαφορά μεταξύ του «σχεδόν καλή» και «σχεδόν εξαίρετος», δεν είναι στη βάση της νομολογίας μεγάλη και δεν μπορούσε να εξουδετερώσει την υπεροχή της εφεσείουσας λόγω καλύτερης αξιολόγησης με βάση τις εκθέσεις, την αρχαιότητα και την πείρα. Λανθασμένα συνεπώς η Επιτροπή έδωσε μεγαλύτερη σημασία στην προφορική εξέταση η οποία σε παραγνώριση της νομολογίας, κατέστη το αποφασιστικό στοιχείο κρίσης.

 

Αντίθετη είναι η θέση της Επιτροπής, η συνήγορος της οποίας αντικρούει ένα προς ένα την επιχειρηματολογία της εφεσείουσας.  Θεωρεί ότι η Επιτροπή λειτούργησε εύλογα, εντός των ακραίων [*692]ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, έχοντας υπόψη τη νομολογία που θέλει την καλύτερη απόδοση στις προφορικές συνεντεύξεις να αποκτά σημασία σε θέσεις υψηλά στο δημόσιο. Όλα τα στοιχεία ήταν ενώπιον της Επιτροπής, λήφθηκαν επαρκώς υπόψη από αυτή και δεν υπάρχει λόγος ακύρωσης της πρωτόδικης κρίσης. Η εφεσείουσα δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή, υστερούσε σε αξία και προσόντα και είχε σαφώς κατώτερη αξιολόγηση στην προφορική εξέταση τόσο από τη Διευθύντρια, όσο και από την Ε.Ε.Υ.

 

Έχοντας με τη δέουσα περίσκεψη εξετάσει τις αντίστοιχες θέσεις των διαδίκων, είναι προφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ως ορθή την εφεσιβαλλόμενη απόφαση της Επιτροπής. Εφαρμοζομένης της διαχρονικής νομολογίας ότι είναι η συνολική εικόνα των υποψηφίων που λαμβάνεται υπόψη στην ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου προς προαγωγή, (Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, σελ. 648, Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275 και Γιωργούδης ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116), αναδεικνύεται ως αναντίλεκτη η γενική  υπεροχή της εφεσείουσας στα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης, της αξίας και της αρχαιότητας. Ως προς το κριτήριο των προσόντων θα γίνει αναφορά κατωτέρω.

 

Ως προς την αξία, είναι ορθή η θέση της εφεσείουσας ότι έπρεπε η Επιτροπή να λάμβανε υπόψη την υπέρ της διαφορά των 6 μονάδων κατά τα έτη 2001-2006 και 2007-2008. Καθ’ έκαστο έτος η εφεσείουσα υπερείχε του ενδιαφερόμενου μέρους στις βαθμολογημένες ετήσιες εκθέσεις. Η εφεσείουσα σταθερά είχε βαθμολογίες που κατά τα εφαρμοζόμενα στην εκπαιδευτική υπηρεσία με βάση την Κ.Δ.Π. 223/1976, χαρακτηρίζεται ως «εξαίρετη», σε αντίθεση με το ενδιαφερόμενο μέρος που κατά το έτος 2001-2002 είχε βαθμολογία 34, που χαρακτηρίζεται ως «λίαν ευδόκιμος». Η Επιτροπή θεώρησε τη συνολική διαφορά των 6 μονάδων ως παραπέμπουσα σε «περίπου ισοδυναμία» με διαφορά «οριακή». Αυτό όμως σε παραγνώριση του Πίνακα του Παραρτήματος 1 που η ίδια η Επιτροπή είχε ενώπιον της και στον οποίο παρέπεμψε, με βάση τον οποίο η διαφορά στο μέσο όρο μεταξύ εφεσείουσας και ενδιαφερομένου μέρους είναι 37,14 έναντι 36,25. Αν δε ληφθεί υπόψη, όπως ορθά εντοπίζει η εφεσείουσα διά του συνηγόρου της, ότι κατά το έτος 1999-2000, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν διέθετε ετήσια έκθεση και άρα η σύγκριση με την εφεσείουσα για τα ίδια έτη 2001/2002, 2003/2004, 2005/2006 και 2007/2008, με τον ίδιο δηλαδή διαιρέτη το 4, θα έφερνε την εφεσείουσα ακόμη πιο πάνω σε μέσο όρο, με 37,75 έναντι 36 ,25.

[*693]Έπεται ότι η εφεσείουσα είχε υπέρ της το στοιχείο της αξίας που μπορούσε και έπρεπε να ληφθεί υπέρ της  υπόψη και όχι να αφεθεί να εξαφανιστεί με το γενικό χαρακτηρισμό της «περίπου ισοδυναμίας». Ακόμη και αυτή η φράση δείχνει ότι δεν εντοπιζόταν πλήρης ισοδυναμία ούτως ώστε να μην δικαιούτο η εφεσείουσα σε προβάδισμα έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους. Ιδιαιτέρως διότι η Επιτροπή αμέλησε να λάβει υπόψη και το γεγονός ότι ενώ η εφεσείουσα ήταν εξαίρετη στο σύνολο των ετησίων εκθέσεων που λήφθηκαν υπόψη, μεγαλύτερης μάλιστα χρονικής διάρκειας, το ενδιαφερόμενο μέρος δεν ήταν.

 

Είναι γεγονός ότι η νομολογία έχει αποδεχθεί την άποψη ότι διαφορά μέχρι και 5 εξαίρετα παραπέμπει σε ουσιαστική ισοδυναμία, (Βασιλειάδης ν. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403, 414). Η νομολογία αυτή δεν έχει ατονήσει,  ούτε υπήρξε στροφή στη νομολογία, όπως κατέγραψε στην απόφαση του το πρωτόδικο Δικαστήριο με αναφορά στη μεταγενέστερη απόφαση και πάλι της Ολομέλειας, στην Κατσελλή ν. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585. Το γενικότερο κριτήριο παραμένει αναλλοίωτο. Και αυτό είναι η ανεύρεση του καταλληλότερου υποψηφίου έχοντας υπόψη το σύνολο της υπηρεσίας και των στοιχείων. Εκεί όπου η συνολική εικόνα είναι υπέρ ενός των υποψηφίων περιλαμβανομένης και της απόδοσης στην προσωπική συνέντευξη ενώπιον του αρμοδίου οργάνου, τότε δεν μπορεί η διακριτική ευχέρεια του διοικητικού οργάνου να κριθεί λανθασμένη επειδή ο έτερος υποψήφιος έχει καλύτερες επί μέρους βαθμολογίες εκτεινόμενες σε μια περίοδο χρόνου, 5 ή 10 ετών.

 

Εκεί, όμως, όπου ο υποψήφιος στη συνολική εικόνα έχει υπέρ του και καλύτερες βαθμολογίες, τότε αυτό δεν μπορεί να παραγνωριστεί. Η νομολογία έχει κατ’ επανάληψη επιβεβαιώσει ότι οι επί μέρους διαφορές σε ένα ισοπεδωτικό σύστημα αξιολόγησης έχουν τη σημασία τους, η οποία δεν είναι δυνατό με ευκολία να αποδυναμώνεται. Μετά την Κατσελλή, (ανωτέρω), η οποία επικύρωσε την πρωτόδικη κρίση του ίδιου Δικαστή η απόφαση του οποίου είναι τώρα προς αναθεώρηση, ότι, δηλαδή, εφόσον σε ένα τεράστιο ποσοστό αξιολογήσεων οι δημόσιοι υπάλληλοι εμφανίζονται όλοι εξαίρετοι, η όποια διαφορά πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, ακολουθώντας προς τούτο προηγούμενη σχετική απόφαση στη Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ, 654/2001, ημερ. 19.11.2002, ακολούθησαν και άλλες αποφάσεις πρωτόδικες με παρόμοια κατάληξη, Παυλίδης ν. Δήμου Στροβόλου, υπόθ. αρ. 133/2006, ημερ. 21.3.2008, Χατζημάρκου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1262/2007, ημερ. 22.10.2009) κ.ά.), αλλά κυρίως η θέση αυτή [*694]επιδοκιμάστηκε και πάλι με νεώτερη νομολογία της Ολομέλειας, γνώση της οποίας το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε το ευεργέτημα, στην Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 163, σελ. 171, όπου ακριβώς τονίστηκε ότι «….. η οριακή έστω διαφορά υπέρ κάποιου αποκτά σημασία.».

 

Ήταν επομένως ανεπίτρεπτη εκ μέρους της Επιτροπής η θεώρηση ότι υπήρχε «περίπου ισοδυναμία» στην αξία μεταξύ εφεσείουσας και ενδιαφερομένου μέρους ώστε να μην προσδώσει στην εφεσείουσα οποιαδήποτε υπέρ της διαφοροποίηση ισοδυναμία την οποία μετέτρεψε αργότερα σε υπεροχή κατά λανθασμένο όμως τρόπο, όπως θα εξηγηθεί στη συνέχεια.

 

Ως προς τα προσόντα παρατηρείται ότι ενώ στο περίγραμμα του ο ευπαίδευτος συνήγορος ασχολείται εκτενώς με το θέμα, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει αντίστοιχος λόγος έφεσης και έτσι το ζήτημα δεν μπορεί να απασχολήσει περαιτέρω.

 

Η αρχαιότητα της εφεσείουσας είναι δεδομένη και είναι μάλιστα έκτασης που δεν μπορεί να παραγνωριστεί με ευκολία. Δεκαπεντάμηνη αρχαιότητα στη Γιάλλουρου ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 468 χαρακτηρίστηκε ως επαρκής για να δοθεί σ’ αυτήν ουσιαστική βαρύτητα. Εντεκάμηνη αρχαιότητα στην Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, (απόφαση Πλήρους Ολομέλειας), προσμέτρησε στην όλη εικόνα κατά θετικό τρόπο.

 

Η αρχαιότητα, υπενθυμίζεται, δεν έχει απωλέσει τη σημασία της, ιδιαιτέρως εφόσον αποτελεί ένα από τα θεσμοθετημένα στοιχεία κρίσης (Δημοκρατία ν. Ταλιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 391).  Ταυτόχρονα έχει αναγνωριστεί ότι η υπέρτερη αρχαιότητα φέρει μαζί της και υπέρτερη πείρα η οποία προσμετρά στην αξία του υποψηφίου ακριβώς λόγω του εύρους της υπηρεσίας στο συγκεκριμένο τομέα, (Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, Μουρτζή ν. Δημοκρατίας (1977) 3 Α.Α.Δ. 605, Δημοκρατία ν. Φίλιππου Μιχαηλίδη (1999) 3 Α.Α.Δ. 756 και Κυριακίδου–Δανού ν. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 130, ECLI:CY:AD:2016:C132).

 

Η νομολογιακή αναγνώριση της πείρας ως στοιχείου που προσθέτει στην ικανότητα του υποψηφίου να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις μιας προαγωγικής θέσης, επιτάσσει επίσης τη σαφή μνημόνευση της στην απόφαση του διοικητικού οργάνου. Στη Σιακάς ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 468, κρίθηκε ότι η πείρα νομίμως λαμβάνεται υπόψη στην τελική κρίση του διορίζοντος οργάνου. Για να διαφανεί όμως ότι όντως λήφθηκε υπόψη [*695]πρέπει να μνημονευθεί ρητά από τη διοίκηση. Άλλως αποτελεί εικασία η θεώρηση, όπως έγινε πρωτοδίκως, ότι η πείρα λήφθηκε υπόψη. Η παρασιώπηση του δεδομένου της πείρας οδήγησε σε ακύρωση σε αριθμό υποθέσεων, (Χατζηαυξέντη ν. Δημοκρατίας, (1995) 4 Α.Α.Δ. 1816, Χρίστου ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1258/06 κ.ά., ημερ. 26.3.2008, – απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου – Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 926/2008 κ.ά., ημερ. 19.10.2010, Παρασκευά ν. Α.Η.Κ., υπόθ. αρ. 1215/2010, ημερ. 10.5.2012, κ.ά.).

 

Η πιο πάνω ανάλυση συνοψίζεται στα ακόλουθα: Η εφεσείουσα έχει αρχαιότητα σχεδόν τριών ετών με την ανάλογη σχετική πείρα ως στοιχείο που προσμετρά στην αξία της. Περαιτέρω υπερτερεί του ενδιαφερομένου μέρους και σε αξία μέσα από τις ετήσιες εκθέσεις. Έστω και χωρίς αμφισβήτηση κατ’ έφεση της κρίσης της Επιτροπής ως προς τα προσόντα και πάλι η απόφαση της Επιτροπής είναι ακυρωτέρα. Συνάγεται ευθέως ότι η Επιτροπή πλανήθηκε ως προς τη συνολική εικόνα της εφεσείουσας, υποβαθμίζοντας ανεπίτρεπτα την αξία και την αρχαιότητα της. Η πλάνη αυτή επαρκεί για να οδηγήσει στην αποδοχή της έφεσης και την ακύρωση της διοικητικής πράξης.

 

Η απόφαση της Επιτροπής δεν διασώζεται λόγω της καλύτερη απόδοσης του ενδιαφερομένου μέρους στη συνέντευξη. Έστω και αν η Επιτροπή υποβάθμισε την αξιολόγηση της εφεσείουσας κατά δύο κλίμακες από αυτή της Γενικής Διευθύντριας, η οποία ήταν και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής, από «Πολύ Καλή» σε «Σχεδόν Καλή», ενώ άφησε ανέπαφη την αξιολόγηση του ενδιαφερομένου μέρους, εντούτοις η διαφορά μεταξύ του «σχεδόν εξαίρετος» με το «σχεδόν καλή», δεν θεωρείται ιδιαίτερα μεγάλη υπό το φως της νομολογίας. Στην Σπανού ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432, ως οριακή χαρακτηρίστηκε διαφορά μεταξύ «εξαίρετου» και «Πολύ Καλού», ενώ στην Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας  - ανωτέρω -, οριακή και πάλι κρίθηκε η ίδια διαφορά. Στη Χρίστου ν. Δημοκρατίας – πιο πάνω – το ίδιο πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ως μη συνιστούσα έκδηλη υπεροχή τη διαφορά μεταξύ «Εξαίρετος» και «Σχεδόν καλός», ενώ εδώ η μικρότερη διαφορά μεταξύ «Σχεδόν εξαίρετος» και «Σχεδόν καλή», αντιφατικά, κρίθηκε ως σημαντική.

 

Η Επιτροπή εδώ περαιτέρω έσφαλε και στο εξής: χρησιμοποίησε για να εξουδετερώσει την αντικειμενική υπεροχή της εφεσείουσας σε αξία, τρία επί μέρους κριτήρια τα οποία δεν απαντώνται είτε στη νομοθεσία, είτε στη νομολογία. Έλαβε υπόψη το περιεχόμε[*696]νο των προσωπικών φακέλων και των υπηρεσιακών εκθέσεων, (κρίνοντας τους υποψήφιους ισοδύναμους), τις υπηρεσιακές εκθέσεις όπου, όπως αναλύθηκε ήδη, έκανε λανθασμένη κρίση για «περίπου ισοδυναμία», ενώ έλαβε και την απόδοση στην προσωπική συνέντευξη ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας. Αυτός όμως δεν είναι ο ορθός τρόπος εφαρμογής της νομοθετικής πρόνοιας του Άρθρου 35Β(10)(iii), η επιφύλαξη του οποίου προνοεί ότι η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους.  Αυτό που εννοείται είναι ότι η εντύπωση από τις προσωπικές συνεντεύξεις είναι συμπληρωματικά βοηθητική στην ανεύρεση των καλύτερων υποψηφίων, ως συνολικής αναδυόμενης εικόνας. Εδώ η Επιτροπή χρησιμοποίησε την εντύπωση στις προφορικές συνεντεύξεις ως στοιχείο διαμόρφωσης της ίδιας της «αξίας», ένα εκ των κριτηρίων που λαμβάνονται υπόψη για προαγωγή, (αξία, προσόντα, αρχαιότητα), που είναι και η βάση στην οποία λειτούργησε και η Συμβουλευτική Επιτροπή, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποίησε και πάλι την εντύπωση από τις προφορικές συνεντεύξεις για να υπερσκελίσει τα δύο υπέρ της εφεσείουσας αντικειμενικά κριτήρια της αξίας, ως απορρέουσας από τις υπηρεσιακές εκθέσεις, και την αρχαιότητα.

 

Δεν μπορεί ταυτόχρονα να μην παρατηρηθεί και το εξής: ενώ η Επιτροπή χρησιμοποίησε ως δείκτη για την απόδοση των υποψηφίων στις προφορικές συνεντεύξεις την πρόνοια του Άρθρου 35Β(10)(β)(i) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου αρ. 10/1969, ως τροποποιήθηκε μέχρι την ημερομηνία της επίδικης πράξης, και απέδωσε στα επί μέρους έξι κριτήρια ίση βαρύτητα σε μονάδες, εν τούτοις κατά την αξιολογική κρίση των υποψηφίων κατέγραψε γενικά τις εντυπώσεις της χωρίς να αποδώσει επιμέρους μονάδες για κάθε ένα από τα κριτήρια αυτά, χωρίς έτσι να εξάγεται με ακρίβεια η σκέψη της προς Δικαστικό έλεγχο.

 

Επομένως, είναι φανερό ότι η προφορική συνέντευξη χρησιμοποιήθηκε ανεπίτρεπτα ως υπερκριτήριο, έξω από τη νομολογία, που θέλει την υπεροχή υποψηφίων στα αντικειμενικά κριτήρια να μην υπερφαλαγγίζεται από το υποκειμενικό κριτήριο της προφορικής συνέντευξης, θέτοντας έτσι σε δεύτερη μοίρα την σταδιοδρομία του υπερέχοντος υποψηφίου, (Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 387. Περαιτέρω, όταν ο υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα, όπως εδώ η εφεσείουσα, και δεν υστερεί σε αξία ή προσόντα, τότε η προφορική εξέταση δεν αποκτά αυξημένη βαρύτητα έστω και αν η θέση είναι υψηλά στην ιεραρχία, (Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 921, 927, Δημοκρατία ν. Φεσσά (2009) 3 Α.Α.Δ. [*697]141 και Δημοκρατία ν. Κόκκινου (2005) 3 Α.Α.Δ. 199).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, θα επετρέπαμε την έφεση με ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης και με τα ανάλογα έξοδα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα,

κατά πλειοψηφία.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο