Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου και Άλλη ν. Γιαννάκη Τσικκουρή και Άλλων (2016) 3 ΑΑΔ 712

ECLI:CY:AD:2016:C570

(2016) 3 ΑΑΔ 712

[*712]22 Δεκεμβρίου, 2016

 

[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 19/2011)

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Eφεσείουσα-Καθ’ ης η αίτηση,

 

v.

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΤΣΙΚΚΟΥΡΗ (Υπόθ. Αρ. 925/2008),

ΚΡΙΣΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (Υπόθ. Αρ. 1152/2008),

 

Εφεσιβλήτων-Αιτητών,

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 23/2011)

 

ΜΑΡΙΑ ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΕΟΥΣ ΣΤΡΟΥΘΟΥ,

 

Εφεσείουσα-Ενδιαφερόμενο Μέρος,

 

v.

 

ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΤΣΙΚΚΟΥΡΗ (Υπόθ. Αρ. 925/2008),

ΚΡΙΣΤΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ (Υπόθ. Αρ. 1152/2008),

 

Εφεσιβλήτων-Αιτητών,

 

ΚΑΙ

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 19/2011, 23/2011)

 

 

Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ― Προαγωγές ― Κριτήρια ― Λήψη υπόψη της αξίας των υποψηφίων, με έμφαση κατά τα έτη 2005-2007, με ιδιαίτερη βαρύτητα στη γενική απόδοση κατά το έτος 2007 ― Ει[*713]σαγωγή πρόσθετου επιπέδου γενικής απόδοσης «Ιδιαίτερα Εξαιρετική Απόδοση», με σχετική Εγκύκλιο του Διοικητή, λίγους μήνες πριν την έναρξη της διαδικασίας, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης.

 

Διοικητικό Δίκαιο — Γενικές Αρχές — Αρχή της αμεροληψίας των διοικητικών οργάνων — Νομολογιακή αποκρυστάλλωση της αρχής βάση του Άρθρου 42(2) ου περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99 — Έννοια της ιδιάζουσας σχέσης — Σχέση άμεσα προϊστάμενης, όχι μόνο του ΕΜ αλλά και πολλών άλλων υπαλλήλων της Τράπεζας, αλλά και που επιπρόσθετα ενεργούσε ως μέλος της επιτροπής υπό την υπηρεσιακή της ιδιότητα ως Διευθύντρια του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού, είναι ιδιάζουσα και δημιουργεί το κατά το δίκαιο τεκμήριο μεροληψίας όταν ο Διευθυντής διενεργεί συστάσεις στην προαγωγική διαδικασία, εφόσον κανένας άλλος άμεσα προϊστάμενος δεν συμμετείχε στη διαδικασία.

 

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε ακυρωθεί η απόφασή τους για προαγωγή των Ενδιαφερομένων Μερών σε τέσσερις κενές θέσεις Λειτουργού Γ τάξης.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας μερικώς την έφεση κατά πλειοψηφία, με απόφαση της Δικαστού Μιχαηλίδου, με την οποία συμφωνούν οι Παμπαλλής Δ., Σταματίου Δ., Ψαρά- Μιλτιάδου Δ. αποφάσισε ότι:

 

Η Υπεπιτροπή ως προς την αξία, κατά τη συνεδρία της ημερ. 15.5.2008, θεώρησε καλό να εισάξει ως αξιολογικό στοιχείο κατά την αξιολόγηση προσωπικού για το έτος 2007, την εγκύκλιο (η εγκύκλιος) του Διοικητή ημερομηνίας 21.12.2007, με την οποία υιοθετήθηκε νέο επίπεδο γενικής απόδοσης, της «Ιδιαίτερα Εξαιρετικής Απόδοσης»: «το συγκεκριμένο επίπεδο Γενικής Απόδοσης αφορά πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις υπαλλήλων, θα πρέπει να χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και με μεγάλη φειδώ από τους αξιολογητές και θα καλύπτει ένα πολύ μικρό ποσοστό του προσωπικού.»

 

Το Δικαστήριο, θεώρησε καλό να εξετάσει κατά προτεραιότητα τον κοινό λόγο ακύρωσης, όπως προωθήθηκε επ’ ακροατηρίω, παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης (Άρθρα 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(Ι)/99) από την αναδρομική εφαρμογή της εγκυκλίου του Διοικητή (ημερ. 21.12.2007) που είχε ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των οδηγιών που διέπουν το σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων/υποψηφίων για τις επίδικες θέσεις. Αναδρομικής, εν τη έννοια ότι, η επί[*714]μαχη εγκύκλιος που εκδόθηκε την 21.12.2007, λίγους μόνο μήνες πριν την έναρξη της διαδικασίας, εισήγαγε ένα πρόσθετο επίπεδο γενικής απόδοσης, «Ιδιαίτερα Εξαιρετική Απόδοση» (Exceptionally Outstanding Performance).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ακύρωσε την απόφαση λόγω αναδρομικότητας του Νόμου ή της επίμαχης εγκυκλίου. Την ακύρωσε ακριβώς λόγω παράβασης, ως έκρινε ανωτέρω, των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, ως γενικών αρχών ή ρητρών του διοικητικού δικαίου, ως εκ της έμμεσης αναδρομικότητας της εγκυκλίου: εφαρμόστηκε για παρελθόντα έτη (αξιολόγηση του 2007). Σε αυτή λοιπόν την παράμετρο και μόνο περιορίζεται και το έργο του Εφετείου.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του εξουσίας εφαρμόζει τις βασικές νομικές αρχές που διέπουν τον έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Τα διοικητικά όργανα κατά την ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας οφείλουν να κατευθύνονται από τις αρχές της εύρυθμης, της αγαθής ή της χρηστής διοίκησης, όπως ορίζεται από την αρχή της αμεροληψίας, την αρχή της ισότητας, την αρχή της καλής πίστης και την αρχή της αναλογικότητας: Άρθρα 50 και 51 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου.

 

Προκύπτει από την νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων και του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι η αρχή της καλής πίστης οριοθετείται αρνητικά παρά θετικά: τι δεν πρέπει να πράττει η διοίκηση η οποία οφείλει να μην εξαπατά, να μην αιφνιδιάζει, να μην διαταράσσει και να μην καταταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον διοικούμενο, ο οποίος ενεργεί καλή τη πίστει. Η δε διοίκηση κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων θα πρέπει να μην οδηγείται σε άδικες και ανεπιεικείς λύσεις.

 

Σύμφωνος και απόλυτα εναρμονισμένος είναι, κατά την κρίση μας, ο λόγος του Δικαστηρίου με τα όσα ανωτέρω παρατίθενται και ορθή η κατάληξη του ως προς την παράβαση των θεμελιωδών διοικητικών αρχών ως εκ της καταχρηστικής εφαρμογής της εγκυκλίου, η οποία θέλουμε να τονίσουμε δεν θέτει κανόνα ουσιαστικού δικαίου και δεν είναι δυνατόν να υπερφαλαγγίσει τις ανωτέρω αρχές. Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι με δεδομένο ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν προωθήσει ως λόγω ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, εξ αιτίας του ότι πολλές και επιμέρους πτυχές απόδοσης των ΕΜ χαρακτηρίστηκαν ως «ιδιατέρως εξαίρετες», [*715]εσφαλμένα και κατ’ αντίθεση προς τα νομολογηθέντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να αξιολογήσει πρωτογενώς τους υποψηφίους, υποκαθιστώντας την κρίση του διοικητικού οργάνου, αντί να περιοριστεί στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Οι επιμέρους παρατηρήσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της εφεσίβλητης σε σχέση με το ΕΜ3, εφεσείουσα στην ΑΕ 23/11, και τα περί αντιφατικότητας ως προς την αιτιολογία που δόθηκε για την επιλογή των λοιπών ΕΜ, στην οποία προκρίθηκε η αξία τους ως κριτήριο υπέρτερο της πείρας, επέδρασε ως προς την αξιολόγηση ενός εκάστου εκ των ΕΜ λέχθησαν obiter και δεν δημιουργούν δεδικασμένο, ούτε και δεσμεύουν την διοίκηση κατά την επανεξέταση.  Το Δικαστήριο δεν έχει χωρήσει σε ενδελεχή εξέταση όλων των προσωπικών στοιχείων των υποψηφίων, όπως προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, αλλά σταχυολόγησε, θεωρούμε, τα σημαντικότερα τα οποία έκρινε ως ενδεικτικά και υποστηρικτικά κατά την κρίση του.

 

Με δεδομένη την αποτυχία του πρώτου και του δεύτερου λόγου έφεσης συμπαρασύρονται σε απόρριψη οι συναφείς λόγοι έφεσης στην ΑΕ 19/2011 και στην ΑΕ 23/2011.

 

Oι κοινοί λόγοι έφεσης, έβδομος λόγος έφεσης στην ΑΕ 19/2011 και πέμπτος στην ΑΕ 23/2011, προσβάλλουν την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σχέση υπαλλήλου με τον άμεσα προϊστάμενο του έχει τα χαρακτηριστικά «ιδιάζουσας σχέσης» με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται στη βάση του Άρθρου 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999, μεροληπτική συμμετοχή της κας Μυλωνά στη διαδικασία προαγωγών.

 

Δεν θα συμφωνήσουμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία στηρίζει στη Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769 ως προς την ερμηνεία της ιδιάζουσας σχέσης. Τα γεγονότα της «Σολωμού» διαφοροποιούνται από την υπό κρίση περίπτωση. Στη «Σολωμού» επρόκειτο για σχέση γενικού διευθυντή με την ιδιαιτέρα του, για να θεωρήσουμε ότι δημιουργήθηκε ιδιαίτερος δεσμός. Στα λεχθέντα της υπό κρίση περίπτωσης εφαρμογής τυγχάνει, θεωρούμε ο λόγος της Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 429, 434.

 

Άλλωστε στην υπό κρίση περίπτωση το εν λόγω πρόσωπο ενεργούσε ως μέλος της επιτροπής υπό την υπηρεσιακή της ιδιότητα ως Διευθύντρια του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού και άμεσα προϊστάμενη όχι μόνο του ΕΜ αλλά και πολλών άλλων υπαλλήλων της Τράπεζας.  Παραμένει δε ως ουδέτερο γεγονός ότι άλλοι άμεσα προϊ[*716]στάμενοι των διαδίκων δεν συμμετείχαν ως μέλη της Υπεπιτροπής. Οι συναφείς λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Με δεδομένη την αποτυχία του πρώτου και δεύτερου λόγου έφεσης η απόφαση επικυρώνεται.

 

Ο Ερωτοκρίτου, Δικαστής εξέδωσε δική του διϊστάμενη απόφαση ως προς τον έβδομο λόγο έφεσης η οποία δεν επιδρά στην τελική κατάληξη.

 

Η έφεση επέτυχε μερικώς με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημοκρατία ν. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452,

 

Σπυριδάκης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 143,

 

Γιάννουλα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 C.L.R. 241,

 

Tingiridou v. R. (1987) 3 C.L.R. 1181,

 

Τamassos Tobacco Suppliers & Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 60,

 

Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191,

 

Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769,

 

Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 429.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από την Καθ’ ης η αίτηση (Α.Ε. 19/2011) και το Ενδιαφερόμενο Μέρος (Α.Ε. 23/2011) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υποθέσεις Αρ. 925/2008 και 1152/2008), ημερ. 12/1/2011.

 

Θ. Ραφτοπούλου (κα) για Α. Ευαγγέλου & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 19/2011 και για τους καθ’ ων η αίτηση στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 23/2011.

 

Χρ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. Ηλιάδη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 1 και στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις.

 

[*717]Α. Κατσουρίδης για Χρ. Τριανταφυλλίδη, για τον Εφεσίβλητο 2 και στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις.

 

Ρ. Πασιουρτίδη (κα) για Α. Τριανταφυλλίδη και Υιούς ΔΕΠΕ, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μ. Θεμιστοκλέους-Στρούθου, στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 19/2011 και για την Εφεσείουσα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 23/2011.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου ως προς το αποτέλεσμα θα απαγγείλει η Μιχαηλίδου, Δ.. Ο Ερωτοκρίτου, Δ. θα απαγγείλει ξεχωριστή απόφαση ως προς τον 7ο λόγο έφεσης.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Πρωτοδίκως, οι προσφυγές των αιτητών, εφεσιβλήτων, στις υπό κρίση Αναθεωρητικές Εφέσεις, συνεκδικάστηκαν λόγω κοινού πραγματικού και νομικού υποβάθρου.  Στόχευαν στην ακύρωση της απόφασης του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας για προαγωγή των εκεί ενδιαφερομένων μερών, ανάμεσα στους οποίους η εφεσείουσα στην Α.Ε. 23/2011, ως τους πλέον κατάλληλους για διορισμό.

 

Επρόκειτο για τέσσερις κενές θέσεις Λειτουργού Γ τάξης, όπως προβλέπονταν στον προϋπολογισμό του 2008, με αξιολογικά κριτήρια προαγωγής όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 11 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών, ΚΔΠ 233/2004: αξία, πείρα και προσόντα.  Πλην όμως, ως προς την αξία η Υπεπιτροπή, κατά τη συνεδρία της ημερ. 15.5.2008, θεώρησε καλό να εισάξει ως αξιολογικό στοιχείο κατά την αξιολόγηση προσωπικού για το έτος 2007, την εγκύκλιο (η εγκύκλιος) του Διοικητή ημερομηνίας 21.12.2007, με την οποία υιοθετήθηκε νέο επίπεδο γενικής απόδοσης, της «Ιδιαίτερα Εξαιρετικής Απόδοσης»: «το συγκεκριμένο επίπεδο Γενικής Απόδοσης αφορά πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις υπαλλήλων, θα πρέπει να χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και με μεγάλη φειδώ από τους αξιολογητές και θα καλύπτει ένα πολύ μικρό ποσοστό του προσωπικού.»  Για σκοπούς δε σύγκρισης των υποψηφίων, αποφασίστηκε να δοθεί βαρύτητα στο κριτήριο «αξία» και συγκεκριμένα, στη γενική απόδοση που επέδειξαν οι υποψήφιοι κατά τα έτη 2005-2007, με ιδιαίτερη βαρύτητα στη γενική απόδοση κατά το έτος 2007.

 

Ο Διοικητής, ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται με βάση το εδάφιο (1) του Άρθρου 20 του περί της Κεντρικής Τράπεζας [*718]της Κύπρου Νόμου του 2002-2007 και τους περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Οδηγίες του 2004 μέχρι 2008, στη βάση των εκθέσεων για κάθε υποψήφιο και των συναφών στοιχείων, όπως προέκυπταν από τους προσωπικούς φακέλους και τις υπηρεσιακές εκθέσεις ενός εκάστου, κατέληξε να υιοθετήσει τις συστάσεις της Επιτροπής και να προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη (ΕΜ1, ΕΜ2, ΕΜ3), ως τους πλέον κατάλληλους για διορισμό.

 

Το Δικαστήριο, θεώρησε καλό να εξετάσει κατά προτεραιότητα τον κοινό λόγο ακύρωσης, όπως προωθήθηκε επ’ ακροατηρίω, παραβίαση των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης (Άρθρα 50 και 51 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου Ν. 158(Ι)/1999) από την αναδρομική εφαρμογή της εγκυκλίου του Διοικητή (ημερ. 21.12.2007) που είχε ως αποτέλεσμα την τροποποίηση των οδηγιών που διέπουν το σύστημα αξιολόγησης των υπαλλήλων/υποψηφίων για τις επίδικες θέσεις.  Αναδρομικής, εν τη έννοια ότι, η επίμαχη εγκύκλιος που εκδόθηκε την 21.12.2007, λίγους μόνο μήνες πριν την έναρξη της διαδικασίας, εισήγαγε ένα πρόσθετο επίπεδο γενικής απόδοσης, «Ιδιαίτερα Εξαιρετική Απόδοση» (Exceptionally Outstanding Performance).

 

Το Δικαστήριο σε συμφωνία με τις απόψεις των αιτητών και στη βάση της κατωτέρω συλλογιστικής του, έκαμε δεκτό το σχετικό λόγο ακυρότητας:

 

«…Παρά το ότι η εγκύκλιος ημερ. 21.12.07 εκδόθηκε δυνάμει της παρ. 12(9) κατά ενάσκηση της απόλυτης διακριτικής εξουσίας του Διοικητή να ρυθμίζει το σύστημα αξιολόγησης περιλαμβανομένης και της σύνταξης των Υπηρεσιακών Εκθέσεων και εφόσον οι αξιολογικές εκθέσεις για το έτος 2007 συμπληρώθηκαν από τους αξιολογούντες τον Φεβρουάριο του 2008, θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς εκ πρώτης όψεως ότι δεν δόθηκε αναδρομική εφαρμογή. Δεν είναι όμως έτσι, διότι αφενός η διαδικασία αξιολόγησης των υπαλλήλων για κάθε έτος βασίζεται στη συστηματική παρακολούθηση και καταγραφή των καθηκόντων τους καθ όλη την διάρκεια του χρόνου και αποτελεί μια συνεχή διαδικασία ανεξάρτητα από την χρονική στιγμή υπογραφής των εκθέσεων και αφετέρου είναι δικαίωμα του κάθε υπαλλήλου στα πλαίσια της χρηστής διοίκησης καθώς και της διαφάνειας και συνέπειας που πρέπει να διέπει τις δημοσιοϋπαλληλικές σχέσεις να γνωρίζει τα επίπεδα βαθμολόγησης του και τον τρόπο αξιολόγησης του κάθε χρόνο. Συνεπώς τροποποιητική εγκύκλιος που εφαρμόζεται αιφνιδιαστικά για [*719]τις αξιολογήσεις του τρέχοντος έτους που εκδόθηκε και όχι για το επόμενο, για την οποία μάλιστα το προσωπικό του κάθε τμήματος της Τράπεζας έλαβε γνώση μόλις 2 μήνες πριν την αξιολόγηση του, επιφέρει εμμέσως αναδρομικά αποτελέσματα με την έννοια της κατά παράβαση των πιο πάνω θεμελιωδών διοικητικών αρχών καταχρηστικής εφαρμογής της.»

 

H εφαρμογή της εγκυκλίου είχε, όπως θεώρησε το Δικαστήριο, προεκτάσεις στη διαδικασία προαγωγής και προεξόφλησε τόσο τη γενική εκτίμηση της αξίας των υποψηφίων, όσο και τη σύσταση υπέρ των ΕΜ.  Αφήνουμε το λόγο του Δικαστηρίου να επεξηγήσει τη συλλογιστική του:

 

«Με απασχόλησε όμως και μια άλλη πτυχή. Οι προεκτάσεις της εισαγωγής του νέου αυτού επίπεδου αξιολόγησης στην εξεταζόμενη προαγωγική διαδικασία καθώς και η απόδοση του «Ιδιαιτέρως εξαίρετος» σε πολλές από τις επιμέρους πτυχές απόδοσης των ενδ. μερών για το έτος 2007 (παρά το ότι σύμφωνα με την ίδια την εγκύκλιο η συγκεκριμένη διαβάθμιση χρησιμοποιείται πολύ σπάνια και με μεγάλη φειδώ και αφορά πολύ ιδιαίτερες περιπτώσεις).

 

Η Υπεπιτροπή εκ των προτέρων είχε αποφασίσει να προκρίνει το κριτήριο της αξίας στα τελευταία τρία έτη, δίνοντας όμως ιδιαίτερη βαρύτητα στη Γενική Απόδοση του έτους 2007, έτους εφαρμογής του τροποποιημένου συστήματος αξιολόγησης. Τελικά, όπως εύκολα διακρίνει κανείς από την συγκριτική αιτιολογία που δόθηκε πιο πάνω σε συνδυασμό με το περιεχόμενο των αξιολογικών εκθέσεων που λήφθηκαν υπόψη, ενώ οι διάδικοι στα έτη 2005 και 2006 είχαν όλοι εξαίρετη γενική απόδοση με κάποιες οριακές διαφορές (υπέρ του αιτητή στην 925/2008 ο οποίος υπερέχει ελαφρώς έναντι του ενδ. μέρους 2 και υπέρ της αιτήτριας στην 1152/2008 η οποία υπερέχει έναντι του ενδ. μέρους 2 και ενδ. μέρους 3), καταλυτική βαρύτητα δόθηκε στην ιδιαιτέρως εξαίρετη απόδοση των ενδ. μερών 1 και 2 στο έτος 2007 η οποία τους διέκρινε σε αξία και έκλινε την πλάστιγγα υπέρ τους παρά την πείρα του αιτητή και το πρόσθετο προσόν της αιτήτριας το οποίο κρίθηκε ως πλεονέκτημα (βάσει της παρ. 1.4 του Παραρτήματος (παρ.7) των Οδηγιών).

 

Προκύπτει ότι οι αξιολογήσεις του 2007 οι οποίες προέκυψαν από την καταχρηστική εφαρμογή της τροποιητικής εγκυκλίου για αυτό το έτος και η κατακόρυφη αύξηση της βαθμολογίας των ενδ. μερών 1 και 2 συγκριτικά με τα προηγούμενα έτη, προ[*720]εξόφλησαν τόσο την γενική εκτίμηση της αξίας τους όσο και την σύσταση υπέρ τους. Παρατηρώ ειδικά για την προτίμηση του ενδ. μέρους 3 έναντι της αιτήτριας στην προσφυγή αρ. 1152/2008 ότι παραγνωρίζει την υπεροχή της τελευταίας σε αξία στο σύνολο των ετών 2005-2007 καθώς και σε προσόντα λόγω του πρόσθετου σχετικού προσόντος. Η αιτιολογία που δόθηκε για την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της αιτήτριας , δηλαδή η 6ετής υπεροχή του ενδ. μέρους 3 σε πείρα, δεν είναι πειστική. Όταν το διορίζον όργανο αποφασίζει να μην επιλέξει υποψήφιο που έχει πρόσθετο προσόν, έχει υποχρέωση να δίδει πειστικούς λόγους ή ειδική αιτιολογία για την απόφασή του αυτή. (Έλενα Γρηγοριάδου ν. Κεντρικής Τράπεζας, υπόθ. αρ. 1203/2006, ημερ. 8.2.2008 και Γιώργος Κυριάκου ν. Κεντρικής Τράπεζας, υπόθ. αρ.1025/2007, ημερ. 23.9.2008). Επίσης θεωρώ ότι είναι αντιφατική ως προς την αιτιολογία που δόθηκε για την επιλογή των λοιπών ενδ. μερών στην οποία προκρίθηκε η αξία τους ως κριτήριο υπέρτερο της πείρας.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση έχουν βέβαια την ευχέρεια να δώσουν σε ένα από τα θεσμοθετημένα κριτήρια μεγαλύτερη βαρύτητα, εφαρμόζοντας όμως ενιαίο μέτρο κρίσης και χωρίς να υπερβαίνουν τα άκρα όρια της εξουσία τους. Με δεδομένη εδώ την εκ προοιμίου δέσμευση της Υποεπιτροπής να δώσει προβάδισμα στην αξία, η αναβάθμιση των εκθέσεων του έτους 2007 δεν θα έπρεπε να εξουδετερώσει την αξία προηγούμενων ετών ούτε να επιλέγεται κάθε φορά ως αιτιολογία η εκάστοτε υπεροχή.»

 

Οι αιτιάσεις των εφεσειόντων ορίζουν την πλημμέλεια του Δικαστηρίου στο λανθασμένο της διαπίστωσης του περί αναδρομικότητας της εγκυκλίου: εξεδόθη θεωρούν από το Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, εντός των πλαισίων της εξουσίας που του παρέχουν οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις, Άρθρο 20 του Νόμου 138(Ι)/02 και Καν. 12(α) της ΚΔΠ 233/2004. Συννόμως, λοιπόν, ο Διοικητής, κρίνοντας ως απαραίτητη την τροποποίηση του συστήματος αξιολόγησης, προχώρησε στην προσθήκη ενός επιπλέον επιπέδου. Η εφαρμογή της εγκυκλίου ως προς την αξιολόγηση των υποψηφίων για το 2007, θεωρούν οι εφεσείουσες σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απετέλεσε αντιφατική ή κακόπιστη συμπεριφορά της εφεσείουσας, ενώ καμιά ταλαιπωρία δεν δημιουργήθηκε στους εφεσίβλητους από την χρήση της, όπως και δεν επηρεάστηκε από την εφαρμογή της ή την ισχυριζόμενη αναδρομική αξιολόγηση κεκτημένο δικαίωμα τους: κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, όλοι οι υπάλληλοι έχουν την υποχρέωση να εργάζονται στο μέγιστο βαθμό της απόδοσης τους.

[*721]Τις αυτές θέσεις προώθησε και η εφεσείουσα στην ΑΕ Αρ. 23/11, με πρόσθετη υποστηρικτική πρόταση, ότι δεν πρόκειται περί αναδρομικής εφαρμογής: η επίμαχη οδηγία εφαρμόστηκε για υπηρεσιακές εκθέσεις που συντάχθηκαν μετά την εισαγωγή της το Φεβρουάριο του 2008, χρόνος ουσιώδης για την αξιολόγηση. Προς υποστήριξη των θέσεων τους παραπέμπουν οι εφεσείουσες στις Δημοκρατία ν. Γ. Ματθαίου (1990) 3 Α.Α.Δ. 2452, στις αποφάσεις που εκεί υιοθετούνται, καθώς και στις Σπυριδάκης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 143, Γιάννουλα ν. Δημοκρατίας (1989) 3 C.L.R. 241, Tingiridou v. R. (1987) 3 C.L.R. 1181, 1182.

 

Η συνήγορος του εφεσίβλητου 1, αντιστρέφει τη θεώρηση των εφεσειόντων: οι αποφάσεις που επικαλέστηκαν οι συνήγοροι, δεν αντικρούουν το εύρημα του Δικαστηρίου, ότι η καταχρηστική εφαρμογή της εγκυκλίου επέφερε εμμέσως αναδρομικά αποτελέσματα, κατά παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της καλής πίστης, εφόσον κατ’ αυτόν τρόπο τροποποιήθηκαν οι οδηγίες που αφορούσαν στο μέχρι τότε ισχύον σύστημα αξιολόγησης και μάλιστα, λίγο πριν την έναρξη της διαδικασίας προαγωγών, χωρίς προφανή νόμιμο λόγο, αλλά και χωρίς την ύπαρξη οποιασδήποτε δικαστικής απόφασης που να προσδίδει αναδρομικότητα στη σχετική εγκύκλιο.

 

Πρέπει καταρχάς να διαλυθεί μια πεπλανημένη αντίληψη ως προς το λόγο του Δικαστηρίου. Τα όσα διαχρονικά διακηρύχθηκαν με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου περί αναδρομικότητας του Νόμου, εν τη εννοία ότι ο Νόμος δεν είναι αναδρομικός επειδή η εφαρμογή του βασίζεται ή εξαρτάται, από γεγονότα του παρελθόντος και ότι κριτήριο κατά πάντα χρόνο είναι ο δυσμενής επηρεασμός, αποκρυσταλλωμένων κεκτημένων δικαιωμάτων που δημιουργήθηκαν πριν τη θέσπιση του, δεν επιδέχεται αμφισβήτηση (Tingiridou (ανωτέρω)). Κατά πάντα χρόνο η απάντηση στο ερώτημα ορίζεται από μια σειρά παραμέτρων: Αν αφαιρεί δηλαδή ή μειώνει οποιοδήποτε κεκτημένο δικαίωμα που αποκτήθηκε δυνάμει ισχύουσας νομοθεσίας ή δημιουργεί νέα υποχρέωση ή επιβάλλει καθήκον ή συνάπτει νέα ανικανότητα αναφορικά με συναλλαγές ή για λόγους που ανατρέχουν στο παρελθόν (Δημοκρατία ν. Γ. Ματθαίου, Σπυριδάκης και Γιάννουλα (ανωτέρω)).

 

Όμως το Δικαστήριο δεν ακύρωσε την απόφαση λόγω αναδρομικότητας του Νόμου ή της επίμαχης εγκυκλίου. Την ακύρωσε ακριβώς λόγω παράβασης, ως έκρινε ανωτέρω, των αρχών της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, ως γενικών αρχών ή ρητρών του διοικητικού δικαίου, ως εκ της έμμεσης αναδρομικότητας της [*722]εγκυκλίου: εφαρμόστηκε για παρελθόντα έτη (αξιολόγηση του 2007). Σε αυτή λοιπόν την παράμετρο και μόνο περιορίζεται και το δικό μας έργο.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο κατά την άσκηση της αναθεωρητικής του εξουσίας εφαρμόζει τις βασικές νομικές αρχές που διέπουν τον έλεγχο των διοικητικών πράξεων. Τα διοικητικά όργανα κατά την ενάσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας οφείλουν να κατευθύνονται από τις αρχές της εύρυθμης, της αγαθής ή της χρηστής διοίκησης, όπως ορίζεται από την αρχή της αμεροληψίας, την αρχή της ισότητας, την αρχή της καλής πίστης και την αρχή της αναλογικότητας: Άρθρα 50 και 51 των περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου:

 

«50. Οι αρχές της χρηστής διοίκησης επιβάλλουν στα διοικητικά όργανα, κατά την άσκηση της διακριτικής τους εξουσίας, να ενεργούν σύμφωνα με το περί δικαίου αίσθημα, ώστε την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση να αποφεύγονται ανεπιεικείς και άδικες λύσεις.

 

51.-(1) Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο.»

 

Προκύπτει από την νομολογία των Κυπριακών Δικαστηρίων και του ΣτΕ, ότι η αρχή της καλής πίστης οριοθετείται αρνητικά παρά θετικά: τι δεν πρέπει να πράττει η διοίκηση η οποία οφείλει να μην εξαπατά, να μην αιφνιδιάζει, να μην διαταράσσει και να μην καταταλαιπωρεί χωρίς λόγο τον διοικούμενο, ο οποίος ενεργεί καλή τη πίστει. Η δε διοίκηση κατά την εφαρμογή των σχετικών νομοθετικών διατάξεων θα πρέπει να μην οδηγείται σε άδικες και ανεπιεικείς λύσεις (Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, σ.211-212, Π. Δαγτόγλου, Αθήνα-Κομοτηνή, 2004, και Α.Ν. Λοϊζου, Το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, σ.355, Λευκωσία, 2001).

 

Προκύπτει ότι για να απαντηθεί αν παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης θα πρέπει να εξεταστεί, αν η διοίκηση έχει εκμεταλλευτεί μια κατάσταση από την οποία προκύπτει πλάνη, απάτη ή απειλή, ζήτημα που ανάγεται ιδιαιτέρως στο κώλυμα που δημιουργείται στη διοίκηση να επικαλεστεί τις ίδιες τις παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης ή να αρνείται στον ιδιώτη την υπέρ του συναγωγή των ωφελημάτων και νομίμων συνεπειών που προκύπτουν από την εν λόγω κατάσταση (Τamassos Tobacco Suppliers & Co v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 60).  [*723]Συνδέεται όμως η ανωτέρω πρόταση με το ότι η αρχή της καλής πίστης δεν υπερφαλαγγίζει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της διοίκησης που είναι συνυφασμένη, όπως και κάθε κρατική λειτουργία με την αρχή του κράτους δικαίου, τις οποίες ουδόλως δύναται να μεταβάλει (Δημοκρατία ν. Παπαφώτη (1997) 3 Α.Α.Δ. 191). Ως δε γενική αρχή ή ρήτρα του διοικητικού δικαίου έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και ισχύει εκεί όπου δεν υφίσταται σχετική νομοθετική πρόνοια ουσιαστικού δικαίου (ΣΕ 2786/89, 17/1997) ή κανόνας ανώτερης τυπικής ισχύος. Συνεπώς υπερισχύει από τους κανόνες που θεσπίζονται με Κανονιστικές Πράξεις που εκδίδονται δυνάμει νομοθετικής εξουσιοδότησης, εκτός αν στον εξουσιοδοτικό Νόμο προβλέπεται άλλως πως (ΣΕ 1596, 1987). Διασφαλίζεται κατ’ αυτό τον τρόπο η αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία επιβάλλει στα διοικητικά όργανα να ασκούν τις αρμοδιότητες τους σύμφωνα με το αίσθημα δικαίου που επικρατεί, ώστε κατά την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων να αποφεύγονται οι ανεπιεικείς λύσεις και οι δογματικές ερμηνευτικές εκδοχές και να επιδιώκεται η προσαρμογή των κανόνων δικαίου προς τις επικρατούσες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες και απαιτήσεις. Οδηγεί δε το διοικητικό όργανο στην αποφυγή κακόπιστων και ανεπιεικών επιλογών βλαπτικών για το διοικούμενο (Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος 1, σ.87-88, 96). 

 

Σύμφωνος και απόλυτα εναρμονισμένος είναι, κατά την κρίση μας, ο λόγος του Δικαστηρίου με τα όσα ανωτέρω παρατίθενται και ορθή η κατάληξη του ως προς την παράβαση των θεμελιωδών διοικητικών αρχών ως εκ της καταχρηστικής εφαρμογής της εγκυκλίου, η οποία θέλουμε να τονίσουμε δεν θέτει κανόνα ουσιαστικού δικαίου και δεν είναι δυνατόν να υπερφαλαγγίσει τις ανωτέρω αρχές.

 

Ο 1ος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι με δεδομένο ότι οι εφεσίβλητοι δεν είχαν προωθήσει ως λόγω ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί, εξ αιτίας του ότι πολλές και επιμέρους πτυχές απόδοσης των ΕΜ χαρακτηρίστηκαν ως «ιδιατέρως εξαίρετες», εσφαλμένα και κατ’ αντίθεση προς τα νομολογηθέντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε να αξιολογήσει πρωτογενώς τους υποψηφίους, υποκαθιστώντας την κρίση του διοικητικού οργάνου, αντί να περιοριστεί στον έλεγχο της νομιμότητας της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Θεωρούμε ότι οι επιμέρους παρατηρήσεις του Δικαστηρίου [*724]αναφορικά με την παραγνώριση του πλεονεκτήματος της εφεσίβλητης σε σχέση με το ΕΜ3, εφεσείουσα στην ΑΕ 23/2011, και τα περί αντιφατικότητας ως προς την αιτιολογία που δόθηκε για την επιλογή των λοιπών ΕΜ, στην οποία προκρίθηκε η αξία τους ως κριτήριο υπέρτερο της πείρας, επέδρασε ως προς την αξιολόγηση ενός εκάστου εκ των ΕΜ λέχθησαν obiter και δεν δημιουργούν δεδικασμένο, ούτε και δεσμεύουν την διοίκηση κατά την επανεξέταση.  Το Δικαστήριο δεν έχει χωρήσει σε ενδελεχή εξέταση όλων των προσωπικών στοιχείων των υποψηφίων, όπως προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, αλλά σταχυολόγησε, θεωρούμε, τα σημαντικότερα τα οποία έκρινε ως ενδεικτικά και υποστηρικτικά κατά την κρίση του, ιδιαιτέρως ως προς τη δεδομένη, όπως έκρινε, εκ προοιμίου δέσμευση της Υπεπιτροπής να δώσει προβάδισμα στην αξία με αποτέλεσμα την αναβάθμιση των εκθέσεων για το έτος 2007 να εξουδετερώσει ανεπίτρεπτα την αξία προηγούμενων ετών.

 

Με δεδομένη την αποτυχία του 1ου και 2ου λόγου έφεσης συμπαρασύρονται σε απόρριψη οι συναφείς λόγοι έφεσης 3ος, 4ος, 5ος και 6ος στην ΑΕ 19/2011 και 3ος και 4ος στην ΑΕ 23/2011.

 

Oι κοινοί λόγοι έφεσης, 7ος λόγος έφεσης στην ΑΕ 19/2011 και 5ος στην ΑΕ 23/2011, προσβάλλουν την ορθότητα της κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η σχέση υπαλλήλου με τον άμεσα προϊστάμενο του έχει τα χαρακτηριστικά «ιδιάζουσας σχέσης» με αποτέλεσμα να τεκμαίρεται στη βάση του Άρθρου 42(2) του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/99, μεροληπτική συμμετοχή της κας Μυλωνά στη διαδικασία προαγωγών.

 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η συμμετοχή της κας Μυλωνά ως Διευθύντριας του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού, Οργάνωσης και Μεθόδων της Κεντρικής Τράπεζας και κατά τον ουσιώδη χρόνο άμεσα προϊστάμενης των διαδίκων και μέλος της Υπεπιτροπής, η οποία συστάθηκε από την Επιτροπή Προσωπικού δυνάμει του Άρθρου 22(3) του Ν. 138(Ι)/2002 με σκοπό να εξετάσει τις επίδικες προαγωγές, τεκμαίρετο και αντικειμενικά ως μεροληπτική (Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769). Θεώρησε το Δικαστήριο ότι παρά το ότι η σχέση υπαλλήλου με την άμεσα προϊσταμένη δεν είναι δεσμός, εν τούτοις  έχει τα χαρακτηριστικά της «ιδιάζουσας σχέσης» έναντι άλλων υπαλλήλων λόγω της άμεσης επαγγελματικής σχέσης και συνεργασίας των μερών και ότι κανένας άλλος άμεσα προϊστάμενος των διαδίκων δεν συμμετείχε ως μέλος της επιτροπής.

 

[*725]Δεν θα συμφωνήσουμε με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία στηρίζει στη Σολωμού (ανωτέρω) ως προς την ερμηνεία της ιδιάζουσας σχέσης. Τα γεγονότα της Σολωμού διαφοροποιούνται από την υπό κρίση περίπτωση. Στη Σολωμού επρόκειτο για σχέση γενικού διευθυντή με την ιδιαιτέρα του, για να θεωρήσουμε ότι δημιουργήθηκε ιδιαίτερος δεσμός. Στα λεχθέντα της υπό κρίση περίπτωσης εφαρμογής τυγχάνει, θεωρούμε ο λόγος της  Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 429, 434:

 

«Εν πάση όμως περιπτώσει οι δύο αξιωματικοί ενεργούσαν υπό την υπηρεσιακή τους ιδιότητα, εκτελώντας τα επαγγελματικά τους καθήκοντα και όχι υπό την προσωπική τους ιδιότητα και δεν τίθεται ζήτημα δεσμού ή ιδιάζουσας σχέσης ή συμφέροντος, σε τέτοιες περιπτώσεις. Συμφωνούμε, επομένως, με το πρωτόδικο δικαστήριο ότι δεν εγείρεται θέμα δημιουργίας τεκμηρίου προκατάληψης του προαναφερόμενου μέλους του συλλογικού οργάνου, έτσι ώστε να κλονίζεται η πεποίθηση του διοικουμένου στο αδιάβλητο της κρίσης του, και κατ' επέκταση να προκαλείται ακυρότητα της απόφασης, του συλλογικού οργάνου.»

 

Άλλωστε στην υπό κρίση περίπτωση το εν λόγω πρόσωπο ενεργούσε ως μέλος της επιτροπής υπό την υπηρεσιακή της ιδιότητα ως Διευθύντρια του Τμήματος Ανθρωπίνου Δυναμικού και άμεσα προϊστάμενη όχι μόνο του ΕΜ αλλά και πολλών άλλων υπαλλήλων της Τράπεζας. Παραμένει δε ως ουδέτερο γεγονός ότι άλλοι άμεσα προϊστάμενοι των διαδίκων δεν συμμετείχαν ως μέλη της Υπεπιτροπής.

 

Οι συναφείς λόγοι έφεσης απορρίπτονται.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Με δεδομένη την αποτυχία του 1ου και 2ου λόγου έφεσης η απόφαση επικυρώνεται.

 

Έξοδα σε βάρος των εφεσειόντων.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Μελέτησα την απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνώ, με εξαίρεση μόνο ενός σημείου.

 

Κατ’ αρχάς, η αναφορά του πρωτόδικου δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769 έγινε, καθώς αντιλαμβάνομαι, για να στοιχειοθετηθεί η θέση πως η μεροληπτική συμμετοχή της Διευθύντριας του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού, Οργάνωσης και Μεθόδων της Κεντρικής Τράπεζας στη διαδικασία προαγωγών τεκμαίρεται στη βάση του Άρθρου 42(2) του περί των Γενικών [*726]Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, Ν. 158(Ι)/1999, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν πράγματι η γνωμάτευση υπέρ του ΕΜ 1 ήταν μεροληπτική ή όχι. Συνεπώς, η επίκληση της απόφασης Δημοκρατία ν. Σολωμού από το πρωτόδικο δικαστήριο δεν γίνεται προς τον σκοπό ενίσχυσης επιχειρήματος πως υπήρχε ιδιάζουσα σχέση ώστε να υπάρχει και ανάγκη αναφοράς εν προκειμένω σε διάκριση της απόφασης εκείνης με την παρούσα.

 

Περαιτέρω, διαφωνώ με την εκφρασθείσα από την πλειοψηφία θέση πως όπου σχέση είναι καθαρά υπηρεσιακή δεν τίθεται θέμα μεροληψίας. Κατανοώ πως η κα Μυλωνά ήταν Διευθύντρια του Τμήματος Ανθρώπινου Δυναμικού και λόγω της ιδιότητάς της ήταν άτομο που έπρεπε να συμμετέχει στην Υποεπιτροπή. Όμως, δεν παύει από του να ήταν η Άμεσα Προϊστάμενη του ΕΜ και δεν φαίνεται να ήταν πρόθεση της Υποεπιτροπής να συμμετέχουν οι προϊστάμενοι των υποψηφίων σ’ αυτήν και εδώ έγκειται η διαφορά της παρούσας με την επικαλεσθείσα από την πλειοψηφία Μάντζιαρης ν. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 429. Ως εκ τούτου, συμμερίζομαι την κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου επί του θέματος, πως η συμμετοχή της πιο πάνω Διευθύντριας κλονίζει την πεποίθηση του διοικούμενου για το αδιάβλητο της κρίσης της «χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί αν πράγματι η γνωμάτευση υπέρ του ενδ. μέρους 1 ήταν μεροληπτική ή όχι (Δημοκρατία ν. Πέτρου Σολωμού (1998) 3 Α.Α.Δ. 769)».

 

Σημειώνω πως η διαφωνία μου αυτή δεν επιδρά στην τελική κατάληξη.

 

Η έφεση επιτυγχάνει μερικώς με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο