Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ν. Π.Κ. Ιωάννου & Υιοί Λτδ και Άλλου (2016) 3 ΑΑΔ 727

ECLI:CY:AD:2016:C575

(2016) 3 ΑΑΔ 727

[*727]22 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,

 

Eφεσείοντες,

v.

 

Π.Κ. ΙΩΑΝΝΟΥ & ΥΙΟΙ ΛΤΔ,

 

Εφεσιβλήτων,

 

ΚΑΙ

 

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΑΓΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΡΟΜΗΘΕΙΩΝ,

 

Καθ’ ων η αίτηση 1.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 81/2011)

 

 

Προσφορές ― Ερμηνεία και πρακτική εφαρμογή όρου του διαγωνισμού ― Η γραμματική και λογική ερμηνεία οποιουδήποτε όρου του διαγωνισμού δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη συστηματική θέση του όρου στο όλο σύστημα των όρων του διαγωνισμού ― Εύλογα επιτρεπτή ερμηνεία υπό τις περιστάσεις.

 

Οι εφεσείοντες αμφισβήτησαν την πρωτόδικη απόφαση, σύμφωνα με την οποία ακυρώθηκε η απόφασή τους λόγω πλάνης περί το Νόμο, η οποία κρίθηκε πρωτοδίκως ότι συμπαρέσυρε σε πλάνη και την απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Η εφεσίβλητη και η εταιρεία Spiel Clothing (Spiel), υπέβαλαν τις προσφορές τους και το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Οικονομικού, υιοθέτησε την εισήγηση της επιτροπής αξιολόγησης και αποφάσισε την ανάθεση της σύμβασης στην εφεσίβλητη-αιτήτρια.

 

[*728]Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρήθηκε από τη Spiel στις 25.6.2009 ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ιεραρχική προσφυγή (Αρ. 59/2009), με την οποία επεδίωξε και πέτυχε την ακύρωση της απόφασης του Τμήματος Κρατικών Αγορών και Προμηθειών, απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ημερ. 9.10.2009, με αποτέλεσμα την ακύρωση της κατακύρωσης στην εφεσίβλητη της επίδικης προσφοράς.

 

Η διαφορά προέκυψε, από το γεγονός ότι η εφεσίβλητη υπέβαλε την προσφορά της σε ξένο συνάλλαγμα, δολάρια ΗΠΑ και η Spiel σε ευρώ. Με δεδομένο δε ότι καθορίστηκε η υποβολή της χαμηλότερης προσφοράς ως μοναδικό κριτήριο για την κατακύρωση της, η κατάταξη των προσφοροδοτών εξαρτάτο πλέον και από το πώς υπολογιζόταν η ισοτιμία του δολαρίου έναντι του ευρώ.

 

Απετέλεσε κοινό έδαφος, ότι αν ο υπολογισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας γινόταν στη βάση της ισχύουσας ισοτιμίας στις 24.4.2009, καταληκτικής ημερομηνίας για υποβολή της προσφοράς, τότε φθηνότερη θα ήταν η προσφορά της εφεσίβλητης, ενώ αν υπολογιζόταν με βάση την ισοτιμία της προηγούμενης ημέρας 23.4.2009, χαμηλότερη ήταν η προσφορά της Spiel.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο επί της αδιαμφισβήτητης πλατφόρμας του ουσιώδους του όρου του διαγωνισμού, ικανού να επηρεάσει το αποτέλεσμα της κατακύρωσης της προσφοράς, προχώρησε να εξετάσει αν η ερμηνεία που δόθηκε στον όρο 10.4(4) από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ήταν εκτός του μέτρου της λογικής και ενάντια στις καθιερωμένες ερμηνευτικές αρχές για να το απαντήσει καταφατικά. Ο τρόπος με τον οποίο η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ερμήνευσε τον επίμαχο όρο οδήγησε, θεώρησε το Δικαστήριο, σε στρέβλωση της έννοιας της λέξης «ημερομηνία».

 

Η συλλογιστική και η επιμέρους θεώρηση και ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο ότι η ημερομηνία δεν συμπεριλαμβάνει το έτος ή την ώρα και ότι δεν εισάγει άλλο προσδιορισμό της πράξης δεν βρίσκει σύμφωνη την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η ίδια η προκήρυξη του διαγωνισμού και συγκεκριμένα η παράγραφος 4, προνοεί: «Παρασκευή 24 Απριλίου 2009 και ώρα 9:00 ως τελευταία ημερομηνία προσφορών». Προσδιορίζει δηλαδή τόσο ημερολογιακά όσο και χρονολογικά αλλά και με βάση την ώρα πότε καταλήγει η προσφορά και αποκρυσταλλώνεται η τιμή.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν συμφωνεί με την σκέψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο όρος 10.4(4) στοχεύει απο[*729]κλειστικά και μόνο στην άμεση μετάδοση της πληροφορίας ότι προσφορές που υποβάλλονται μετά την καθορισθείσα ημερομηνία δεν θα λαμβάνονται υπόψη και ότι ως εξωγενές στοιχείο άσχετο με τον ανωτέρω όρο που προβλέπει για την ισοτιμία λανθασμένα ενετάχθη στην ερμηνεία που έδωσε η εφεσείουσα. Αντιθέτως, κρίνεται ο προσδιορισμός και ο συνυπολογισμός της ώρας ως καταληκτικής και για την ισοτιμία και ως στοιχείο σταθερής αναφοράς που οδηγεί σε ορθή και ισότιμη μεταχείριση των προσφοροδοτών.

 

Γίνεται φανερό ότι η γραμματική ερμηνεία και η διασύνδεση της με το άνοιγμα των προσφορών δεν προσφέρετο ως η κατάλληλη για να ερμηνευθεί η προκύψασα διαφορά. Το αποφασίζον όργανο έδωσε μια εύλογα επιτρεπτή, υπό τας περιστάσεις, ερμηνεία για να καταλήξει στην επίδικη απόφαση.

 

Η γραμματική ερμηνεία εν συνδυασμώ με την τελεολογική είναι θεωρούμε η πλέον αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις. Ορθά κατέληξε η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών ότι η γραμματική και λογική ερμηνεία οποιουδήποτε όρου του διαγωνισμού δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη συστηματική θέση του όρου στον ευρύτερο όρο στον οποίο ανήκει αλλά και στη βάση του συνόλου των εγγράφων του διαγωνισμού.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου.  Το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή έλεγχο και δεν υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση την κρίση της διοίκησης έστω και αν θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα.  Εύλογα δε επιτρεπτή είναι μια απόφαση στην οποία ένα λογικό πρόσωπο θα μπορούσε να καταλήξει με όλα τα ενώπιον του στοιχεία ανεξαρτήτως αν ένα άλλο πρόσωπο μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετική απόφαση ή συμπεράσματα.

 

Τούτο μπορεί να συμβεί μόνο εκεί όπου αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας και κατά συνέπεια υπέρβαση εξουσίας ή παραβίαση του Συντάγματος ή του Νόμου και κάτι τέτοιο δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημοκρατία ν. Δ. Αυλωνίτης και Υιοί Λτδ (2000) 3 Α.Α.Δ. 137,

[*730]Medcon Construction a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535,

 

S.M. Vouniotis & Sons Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2355,

 

Tamassos Tobacco Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,

 

Matsouka (No.2) v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 686,

 

Einfuhrund Vorratsstelle fur Getreide und Futtermittel v Eugen Munch, Case 139-73, European CourtReports 1973 Page 01287,

 

Μ.C. Verberk v. Productschap Vee en Vlees, Yποθ. C-171/03,

 

Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659,

 

Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517,

 

Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 696,

 

Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 34,

 

Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3083.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1531/2009), ημερομηνίας 29/4/2011.

 

Δ. Στεφανίδης, για τους Εφεσείοντες.

 

Α. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, για την Εφεσίβλητη.

 

Ρ. Παπαέτη (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση 1.

 

Cur. adv. vult.

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου δυνάμει της οποίας ακυρώθηκε η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών (ΑΑΠ), λόγω πλάνης [*731]περί το Νόμο, πλάνης η οποία κρίθηκε πρωτοδίκως ότι συμπαρέσυρε σε πλάνη και την απόφαση του Συμβουλίου Προσφορών.

 

Εν συντομία τα γεγονότα έχουν ως ακολούθως. Όπως προκύπτει από τα έγγραφα και όσα καταγράφονται στην απόφαση του Δικαστηρίου, επρόκειτο για προκήρυξη διαγωνισμού για προμήθεια έτοιμων στολών εκστρατείας/παραλλαγής στρατού κ.α., για τον οποίο ακολουθήθηκε η ανοικτή διαδικασία, με μοναδικό κριτήριο την χαμηλότερη οικονομική προσφορά, με καταληκτική ημερομηνία υποβολής των προσφορών την 24.4.2009 και ώρα 9:00 πμ.  Η εφεσίβλητη και η εταιρεία Spiel Clothing (Spiel), υπέβαλαν εμπρόθεσμα και δεόντως τις προσφορές τους.  Το Συμβούλιο Προσφορών του Υπουργείου Οικονομικού (ΣΠΥ), υιοθέτησε την εισήγηση της επιτροπής αξιολόγησης και αποφάσισε την ανάθεση της σύμβασης στην εφεσίβλητη-αιτήτρια. 

 

Η Spiel ενημέρωσε εγγράφως την Αναθέτουσα Αρχή για την πρόθεση της να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή, καθότι η κατακύρωση της προσφοράς στην εφεσίβλητη βασίστηκε, κατά την άποψη της, σε λανθασμένη ερμηνεία και πρακτική εφαρμογή των προνοιών του όρου 10.4(4) των εγγράφων διαγωνισμού.

 

Το Τμήμα Κρατικών Αγορών και Προμηθειών (ΤΑΠ) θεώρησε βάσιμες τις αιτιάσεις της Spiel και παρέπεμψε το θέμα στο Συμβούλιο Προσφορών το οποίο, αφού εξέτασε το ζήτημα στη συνεδρία του ημερ. 12.6.2009, αποφάσισε να επιμείνει στην αρχική του απόφαση.

 

Εναντίον της εν λόγω απόφασης καταχωρήθηκε από τη Spiel στις 25.6.2009 ενώπιον της ΑΑΠ ιεραρχική προσφυγή (Αρ. 59/2009), με την οποία επεδίωξε και πέτυχε την ακύρωση της απόφασης του ΤΑΠ, απόφαση της ΑΑΠ ημερ. 9.10.2009, με αποτέλεσμα την ακύρωση της κατακύρωσης στην εφεσίβλητη της επίδικης προσφοράς. Η απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής κρίθηκε από την ΑΑΠ ως παράνομη, για το λόγο ότι λανθασμένα ερμηνεύθηκε από την ΑΑΠ ο όρος 10.4(4) των εγγράφων του διαγωνισμού:

 

«10.4(4) Σε περίπτωση που οι τιμές της Προσφοράς δίδονται σε ξένο νόμισμα, για σκοπούς αξιολόγησης και σύγκρισης τιμών, αυτές θα μετατρέπονται σε ευρώ με βάση την τιμή πώλησης του ξένου συναλλάγματος που δίνεται από την Κεντρική Τράπεζα κατά την τελευταία ημερομηνία υποβολής των Προσφορών.  Όταν η τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών είναι τραπεζική αργία, θα λαμβάνεται υπόψη η τιμή συναλλάγματος [*732]της αμέσως προηγούμενης ημέρας.»

 

Η διαφορά προέκυψε, όπως καταγράφει και το Δικαστήριο, από το γεγονός ότι η εφεσίβλητη υπέβαλε την προσφορά της σε ξένο συνάλλαγμα, δολάρια ΗΠΑ και η Spiel σε ευρώ. Με δεδομένο δε ότι καθορίστηκε η υποβολή της χαμηλότερης προσφοράς ως μοναδικό κριτήριο για την κατακύρωση της, η κατάταξη των προσφοροδοτών εξαρτάτο πλέον και από το πώς υπολογιζόταν η ισοτιμία του δολαρίου έναντι του ευρώ.

 

Απετέλεσε κοινό έδαφος, ότι αν ο υπολογισμός της συναλλαγματικής ισοτιμίας γινόταν στη βάση της ισχύουσας ισοτιμίας στις 24.4.2009, καταληκτικής ημερομηνίας για υποβολή της προσφοράς, τότε φθηνότερη θα ήταν η προσφορά της εφεσίβλητης, ενώ αν υπολογιζόταν με βάση την ισοτιμία της προηγούμενης ημέρας 23.4.2009, χαμηλότερη ήταν η προσφορά της Spiel.

 

Η εφεσίβλητη προώθησε σταθερά τη θέση, ότι η ορθή ερμηνεία του επίμαχου όρου επέβαλλε λογικά να ληφθεί υπόψη η ισοτιμία δολαρίου έναντι του ευρώ όπως ανακοινώθηκε από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα κατά την τελευταία εργάσιμη ημέρα υποβολής των προσφορών, 24.4.2009, όπως αυτή διαμορφώθηκε στις 14:15 μετά την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής των προσφορών.  Κατά τους ιδίους ναι μεν ο κρίσιμος χρόνος για την υποβολή των προσφορών, προσδιορίζεται και με βάση την ώρα (ώρα 9:00), ωστόσο κατά την αξιολόγηση των προσφορών και μετατροπής της ισοτιμίας, η ώρα δεν συνιστά κριτήριο και δεν επηρεάζει την ερμηνεία του όρου 10.4(4) ανωτέρω. Αντιθέτως, τόσο οι εφεσείοντες όσο και η Spiel προώθησαν τη θέση, ότι όχι μόνο η καταληκτική ημερομηνία υποβολής των προσφορών αλλά και η ορισθείσα ώρα αποκρυστάλλωσης, αναπόσπαστα συναποτελούν τα στοιχεία αξιολόγησης, όπως τέθηκαν ενώπιον του αποφασίζοντος οργάνου, ώστε να λάβει τη σχετική απόφαση για κατακύρωση της προσφοράς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στηριζόμενο επί της αδιαμφισβήτητης πλατφόρμας του ουσιώδους του όρου του διαγωνισμού (Δημοκρατία v. Δ. Αυλωνίτης και Υιοί Λτδ (2000) 3 Α.Α.Δ. 137, Medcon Construction a.o. v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535 και S. M. Vouniotis & Sons Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2355), ικανού να επηρεάσει το αποτέλεσμα της κατακύρωσης της προσφοράς, προχώρησε να εξετάσει αν η ερμηνεία που δόθηκε στον όρο 10.4(4) από την ΑΑΠ ήταν εκτός του μέτρου της λογικής και ενάντια στις καθιερωμένες ερμηνευτικές αρχές για να το απαντήσει καταφατικά. Ο τρόπος με τον οποίο η ΑΑΠ ερμήνευσε τον επίμαχο όρο οδή[*733]γησε, θεώρησε το Δικαστήριο, σε στρέβλωση της έννοιας της λέξης «ημερομηνία», όπως την ερμήνευσε η ΑΑΠ από το έγκριτο λεξικό του Μπαμπινιώτη, την οποία όμως θεωρεί το Δικαστήριο ότι δεν ακολούθησε, για να προσθέσει και τα ακόλουθα:

 

«Η ένθεση της ώρας 9.00 π.μ. ήταν απλώς η καταληκτική χρονική στιγμή της κατάθεσης έγκαιρης προσφοράς. Δεν επιδρούσε επί του τρόπου υπολογισμού της ισοτιμίας. Η ισοτιμία έπρεπε να ληφθεί με βάση την ισχύουσα στις 24.4.09, την ανακοινωθείσα δηλαδή στις 14:15 και όχι με βάση την ισχύουσα στις 23.4.09 με το αιτιολογικό ότι οι ανακοινώσιμες από την Κεντρική Τράπεζα ισοτιμίες ισχύουν για την επόμενη ημέρα.  Αν η αναθέτουσα αρχή στα έγγραφα του διαγωνισμού ήθελε να προσδιορίσει ότι η ισοτιμία θα ήταν εκείνη που είχε ανακοινωθεί στις 14:15 της προηγούμενης ημέρας 23.4.09, θα το έπραττε ρητά και απερίφραστα. Όχι μόνο δεν καθόρισε τέτοια συσχέτιση, αλλά σαφώς προνόησε για το αντίθετο, με την επιφύλαξη που τέθηκε ότι σε περίπτωση τραπεζικής αργίας συμπίπτουσας με την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών, η συναλλαγματική ισοτιμία θα είναι αυτή της αμέσως προηγούμενης ημέρας. Εξ αντιδιαστολής και μόνο καθίσταται πρόδηλό ότι όταν οι προσφορές λήγουν σε ημερομηνία άλλη από τραπεζική αργία, τότε η ισοτιμία είναι αυτή της ημέρας εκείνης.

 

Σαφώς η ώρα 14:15 της 24.4.09, εμπίπτει στη χρονική περίοδο της ημερομηνίας 24.4.09, που λήγει στις 24:00 της ίδιας μέρας.  Το ρήμα «δίνεται» και η πρόθεση «κατά», επίσης σαφώς παραπέμπουν στη χρονική διάρκεια της 24.4.09, ως ημέρας μη περιοριζόμενης στις 9.00 π.μ. Στον Μπαμπινιώτη: Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας σελ. 851, το «κατά», αναφερόμενο σε χρονική διάρκεια καλύπτει χρονικά όλο το αντικείμενο, εδώ της ημερομηνίας.  Δεν περιορίζεται στις 9.00 π.μ. όπως αποφάσισε η Αναθεωρητική Αρχή. Να σημειωθεί δε ότι ο προσδιορισμός της ώρας δεν απαντάται στον όρο 10.4(4), αλλά σε άλλο όρο των εγγράφων του διαγωνισμού και συγκεκριμένα στον όρο 4 της προκήρυξης, η οποία όμως ρητά καθορίζει την ημερομηνία και ώρα ως προσδιοριστική της τελευταίας ημέρας υποβολής των προσφορών. Δεν συνδέεται ούτε αμέσως, ούτε εμμέσως με τον όρο 10.4(4) για την ισοτιμία. Προς επιβεβαίωση αυτού, ο όρος 4, το αποσαφηνίζει πλήρως, προσθέτοντας ότι: «Προσφορές που θα φθάσουν μετά την πιο πάνω ημερομηνία και ώρα δεν θα ληφθούν υπόψη.». Επομένως ο όρος αυτός στοχεύει άμεσα στην μετάδοση της πληροφορίας ότι προσφο[*734]ρές που υποβάλλονται μετά την καθορισθείσα ημερομηνία περιοριζόμενης για τον σκοπό αυτό μέχρι τις 9.00 π.μ., δεν θα λαμβάνονται υπόψη.

 

Η ερμηνεία που δόθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή ως προς την επιφύλαξη και την έννοια της είναι εξίσου λανθασμένη.  Ποσώς δεν εξάγεται από την πρόνοια της λεγόμενης επιφύλαξης ότι η ισοτιμία θα πρέπει να είναι στοιχείο γνώσης εκ των προτέρων κατά την ημερομηνία εκπνοής των προσφορών. Η σταθερά στην ισοτιμία δεν αλλοιώνεται ούτε αν ανακοινώνεται στις 14:15 της ίδιας ημέρας, είναι δε ο συσχετισμός των τιμών των διαφόρων προσφοροδοτών που θα αναδείξει τον χαμηλότερο προσφοροδότη και όχι αυτή τούτη η ισοτιμία. Ορθά εισηγούνται επί του σημείου αυτού οι αιτητές ότι η επιφύλαξη τέθηκε για να μην αφήνεται κενό ως προς ποια τέτοια ισοτιμία ισχύει σε περίπτωση τραπεζικής αργίας, καθορίζοντας ρητά την ισοτιμία της προηγούμενης εργάσιμης μέρας. Αν αυτή ήταν εν πάση περιπτώσει η έννοια ολόκληρου του όρου 10.4(4), τότε για ποιο λόγο τέθηκε η επιφύλαξη, αφού δεν θα διαφοροποιούσε στο ελάχιστο την έννοια και νόημα της προηγούμενης  πρότασης.»

 

Το ερώτημα κατά πάντα χρόνο είναι αν η ερμηνεία που δόθηκε από την ΑΑΠ ήταν λανθασμένη ή λογική και ευλόγως επιτρεπτή.  Επί τούτου σε αντίθεση με τη θεώρηση του Δικαστηρίου, απαντούμε θετικά. Με την προκήρυξη μιας προσφοράς τίθεται καταληκτική προθεσμία η τήρηση της οποίας είναι αποφασιστικής σημασίας για τη λήψη απόφασης για την κατακύρωση της (Tamassos Tobacco Suppliers v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60). Σχετικός όρος, που αφορά σε προθεσμίες υποβολής προσφορών, ερμηνεύθηκε διαχρονικά αυστηρώς, ώστε να διασφαλίζεται η ουσιαστική ισότητα μεταξύ των προσφοροδοτών και να αποφεύγονται εξαιρέσεις με ενδεχόμενα ρήγματα στην αρχή της νομιμότητας (Matsouka (No.2) v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 686). Και επί του προκειμένου, προς διασφάλιση της αρχής της βεβαιότητας κατά το χειρισμό των προσφορών των συμμετασχόντων.

 

Η συλλογιστική και η επιμέρους θεώρηση και ερμηνεία που έδωσε το Δικαστήριο ότι η ημερομηνία δεν συμπεριλαμβάνει το έτος ή την ώρα και ότι δεν εισάγει άλλο προσδιορισμό της πράξης δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Η ίδια η προκήρυξη του διαγωνισμού και συγκεκριμένα η παράγραφος 4, προνοεί: «Παρασκευή 24 Απριλίου 2009 και ώρα 9:00 ως τελευταία ημερομηνία προσφορών». Προσδιορίζει δηλαδή τόσο ημερολογιακά όσο και χρονολογικά αλλά και με βάση την ώρα πότε καταλήγει η προσφορά και [*735]αποκρυσταλλώνεται η τιμή.

 

Το πότε θα ανοιχθούν οι προσφορές και θα αξιολογηθούν από την Αναθέτουσα Αρχή δεν έχει τη σημασία που θέλει να αποδώσει η εφεσίβλητη. Θα μπορούσαν να ανοιχθούν την επομένη ή τη μεθεπόμενη ή όποτε η Αναθέτουσα Αρχή ήταν σε θέση να αξιολογήσει και να ανακοινώσει τον επιτυχόντα προσφοροδότη. Ο προσδιορισμός όμως της ώρας δεν είναι ασύνδετος με το ζήτημα όπως θέλει να θεωρεί το Δικαστήριο και η εφεσίβλητη.

 

Δεν μας βρίσκει σύμφωνους η σκέψη του Δικαστηρίου ότι ο όρος 10.4(4) στοχεύει αποκλειστικά και μόνο στην άμεση μετάδοση της πληροφορίας ότι προσφορές που υποβάλλονται μετά την καθορισθείσα ημερομηνία δεν θα λαμβάνονται υπόψη και ότι ως εξωγενές στοιχείο άσχετο με τον ανωτέρω όρο που προβλέπει για την ισοτιμία λανθασμένα ενετάχθη στην ερμηνεία που έδωσε η εφεσείουσα. Αντιθέτως, θεωρούμε τον προσδιορισμό και συνυπολογισμό της ώρας ως καταληκτικής και για την ισοτιμία και ως στοιχείο σταθερής αναφοράς που οδηγεί σε ορθή και ισότιμη μεταχείριση των προσφοροδοτών.

 

Σημαντικός κατά την κρίση μας είναι ο Κανονισμός (ΕΟΚ ΕΥΡΑΤΟΜ) Αρ. 1182/71, του Συμβουλίου της 3ης Ιουνίου 1971, Επίσημη Εφημερία αρ. L.124, της 8.6.1971, Περί καθορισμού των κανόνων που εφαρμόζονται στις προθεσμίες, ημερομηνίες και διορίες. Κάτω από το κεφάλαιο «Προθεσμίες», Άρθρο 2, προνοούνται ως αργίες όλες οι ημέρες που προβλέπονται ως αργίες στο κράτος-μέλος ή στο όργανο των κοινοτήτων όπου πρέπει να αναλυθεί κάποια ενέργεια. Εκείνο που ενδιαφέρει είναι το Άρθρο 3, παράγραφοι 2 και 4, που προνοεί ότι:

 

«Άρθρο 3

 

1. ……………………………………………………………

 

2. Με την επιφύλαξη των διατάξεων των παραγράφων 1 και 4:

 

α) προθεσμία που προσδιορίζεται κατά ώρες αρχίζει με την έναρξη της πρώτης ώρας και λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ώρας της προθεσμίας-

 

β) προθεσμία που προσδιορίζεται κατά ημέρες αρχίζει με την έναρξη της πρώτης ώρας της πρώτης ημέρας και λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ώρας της τελευταίας ημέ[*736]ρας της προθεσμίας-

 

γ) προθεσμία που προσδιορίζεται κατά εβδομάδες, μήνες ή έτη αρχίζει με την έναρξη της πρώτης ημέρας της προθεσμίας και λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ώρας της ημέρας της τελευταίας εβδομάδας, του τελευταίου μήνα ή του τελευταίου έτους, που είναι κατά την ονομασία ή τον αριθμό αντίστοιχη με την ημέρα ενάρξεως της προθεσμίας- αν σε προθεσμία που προσδιορίζεται κατά μήνες ή έτη δεν υπάρχει στον τελευταίο μήνα η ημέρα που καθορίζεται για τη λήξη της, η προθεσμία αυτή λήγει με την παρέλευση της τελευταίας ώρας της τελευταίας ημέρας του εν λόγω μήνα-

 

δ) αν προθεσμία περιλαμβάνει τμήματα μηνών, για τον υπολογισμό των τμημάτων αυτών θεωρείται ότι ο μήνας έχει τριάντα ημέρες.

 

3. ………………………………………………………………

 

4. Αν η τελευταία ημέρα προθεσμίας που δεν προσδιορίζεται κατά ώρες είναι αργία, Κυριακή ή Σάββατο, η προθεσμία λήγει με την παρέλευση  της τελευταίας ώρας της επόμενης εργάσιμης ημέρας.

Η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται στις προθεσμίες που υπολογίζονται αναδρομικά από ορισμένη ημερομηνία ή ορισμένο γεγονός.».

 

Ως εκ τούτου, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η παρατήρηση του Δικαστηρίου ότι σε περίπτωση τραπεζικής αργίας συμπίπτουσας με την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών η συναλλαγματική ισοτιμία θα είναι αυτή της αμέσως προηγούμενης ημέρας και ότι εξ αντιδιαστολής και μόνο καθίσταται πρόδηλο ότι οι προσφορές λήγουν σε ημερομηνία άλλη από τραπεζική αργία τότε η ισοτιμία είναι αυτή της ημέρας εκείνης. Τούτο συναρτάτο άμεσα όχι μόνο από την ημερομηνία όπως το ερμήνευσε το Δικαστήριο αλλά και από την ώρα που στην υπό περίπτωση προσδιορίστηκε η ώρα 9:00 το πρωί (βλ. σχετικά τις αποφάσεις σε προδικαστικό Ερώτημα Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Einfuhrund Vorratsstelle fur Getreide und Futtermittel v. Eugen Munch, Case 139-73, European Court Reports 1973 Page 01287 και Μ.C. Verberk v Productschap Vee en Vlees, Yποθ. C-171/03, σχετικά με την έννοια της προθεσμίας σε σχέση με ημέρα και ώρα).

 

Γίνεται φανερό εκ των ανωτέρω ότι η γραμματική ερμηνεία και [*737]η διασύνδεση της με το άνοιγμα των προσφορών δεν προσφέρετο ως η κατάλληλη για να ερμηνευθεί η προκύψασα διαφορά. Το αποφασίζον όργανο έδωσε μια εύλογα επιτρεπτή, υπό τας περιστάσεις, ερμηνεία για να καταλήξει στην επίδικη απόφαση.

 

Η γραμματική ερμηνεία εν συνδυασμώ με την τελεολογική είναι θεωρούμε η πλέον αρμόζουσα υπό τις περιστάσεις. Ορθά θεωρούμε κατέληξε η ΑΑΠ ότι η γραμματική και λογική ερμηνεία οποιουδήποτε όρου του διαγωνισμού δεν μπορεί να παραγνωρίσει τη συστηματική θέση του όρου στον ευρύτερο όρο στον οποίο ανήκει αλλά και στη βάση του συνόλου των εγγράφων του διαγωνισμού.  Το Δικαστήριο όντως παραγνώρισε τη λογική και την τοποθέτηση του επίμαχου όρου στο όλο σύστημα των όρων του διαγωνισμού.

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου (Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. 659). Το Δικαστήριο δεν ασκεί πρωτογενή έλεγχο και δεν υποκαθιστά με τη δική του εκτίμηση την κρίση της διοίκησης έστω και αν θα μπορούσε εύλογα να καταλήξει σε διαφορετικά συμπεράσματα (Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 517, Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 696). Εύλογα δε επιτρεπτή είναι μια απόφαση στην οποία ένα λογικό πρόσωπο θα μπορούσε να καταλήξει με όλα τα ενώπιον του στοιχεία ανεξαρτήτως αν ένα άλλο πρόσωπο μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετική απόφαση ή συμπεράσματα (Νικολάου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 34, Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3083).

 

Τούτο μπορεί να συμβεί μόνο εκεί όπου αποδειχθεί πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας και κατά συνέπεια υπέρβαση εξουσίας ή παραβίαση του Συντάγματος ή του Νόμου και κάτι τέτοιο δεν συντρέχει στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Οι λόγοι έφεσης γίνονται δεκτοί.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα σε βάρος της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο