Γεωργίου Παναγιώτης και Άλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλης (2016) 3 ΑΑΔ 769

ECLI:CY:AD:2016:C574

(2016) 3 ΑΑΔ 769

[*769]22 Δεκεμβρίου, 2016

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 65/2011)

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

 

Εφεσείων,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 69/2011)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσείουσα,

 

v.

 

ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 65/2011, 69/2001)

 

 

Έννομο συμφέρον ― Υπάλληλος που στερείται των απαιτούμενων προσόντων, στερείται και του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος να προσφύγει ― Περιστάσεις.

 

Δημόσιοι υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας ― Καμία ενασχόληση της Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας στη σύστασή της με το πρόσθετο προσόν και καμία σύγκριση μεταξύ των υποψηφίων, καθιστά άκυρη τη σύσταση υπό τις περιστάσεις.

 

[*770]Δημόσιοι υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σύσταση Αναπληρώτριας Γενικής Διευθύντριας ― Αναιτιολόγητη ― Περιστάσεις.

 

Οι εφεσείοντες ζήτησαν με την έφεσή τους την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του εφεσείοντα στην έφεση υπ’ αριθμόν 65/11 (Α.Ε. στην προσφυγή 148/08) και ακυρώθηκε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου στην προσφυγή 824/08 για την πλήρωση από τα ενδιαφερόμενα μέρη, των μόνιμων θέσεων Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού (Γενικός Νοσηλευτικός Κλάδος) στο Υπουργείο Υγείας.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιτρέποντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

 

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί αφορά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης στην υπ’ αρ. 65/2011 έφεση, εφόσον εάν κριθεί ότι ο εφεσείων έχει δίκαιο στη θέση του, αυτόματα συμπαρασύρεται και η βιωσιμότητα της υπ’ αρ. 69/2011 έφεσης. Η θέση αυτή εδράζεται στη θεμελιακή εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι μια ήταν η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και αφορούσε, όπως το θέτει verbatim στο περίγραμμα του, «την ίδια πράξη προαγωγών» και σε «κοινή ... διαδικασία προαγωγής». Με αποτέλεσμα να έχει εφαρμογή η γνωστή αρχή ότι επί ακυρωτικής αποφάσεως η οποία επενεργεί erga omnes, οφείλεται επανεξέταση ως προς το αποτέλεσμα της το οποίο δημιουργεί δεδικασμένο έναντι πάντων. Και ότι επί συνθέτου διοικητικής αποφάσεως, η διαπίστωση λόγου ακύρωσης που προηγείται της τελικής πράξης, συμπαρασύρει σε ακυρότητα ολόκληρη την απόφαση.

 

Τα ως άνω όμως δεν ισχύουν στην υπό κρίση έφεση. Κατ’ αρχάς η πράξη προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών δεν ήταν μία, αλλά δύο. Από τις πρωτόδικες διαδικασίες των αντίστοιχων προσφυγών 1218/2008 και 824/2009, προκύπτει αβίαστα ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αποφάσισε μεν την ίδια ημέρα, 27.3.2008, τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών, αλλά σε δύο διακριτές διαδικασίες εξέτασης πλήρωσης των προς προαγωγή διαθεσίμων θέσεων. Τα πρακτικά που τηρήθηκαν δείχνουν ότι στο θέμα Β(2)(4) συζητήθηκε η πλήρωση των δώδεκα αρχικά κενών θέσεων που αναλόγησαν με βάση την πρόταση της αρμόδιας αρχής ημερ. 19.11.2007 και στη συνέχεια στο θέμα Β(2)(5) συζητήθηκε η πρόταση της αρμόδιας αρχής ημερ. 8.1.2008, για την πλήρωση άλλων τεσσάρων θέσεων. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας τήρησε χωριστά πρακτικά για τη διαδικασία πλήρωσης των αντίστοιχων κενών θέσεων προαγωγής, στην κάθε δε περίπτωση είχε αποφασίσει όπως η πλήρωση θα γινόταν σε ημερομηνία [*771]που θα όριζε η ίδια αργότερα (τα πρακτικά ημερ. 23.11.2007 και 28.1.2008 είναι σχετικά).

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, η πράξη μη προαγωγής του εφεσείοντος στην έφεση αρ. 65/2011 ήταν διαφορετική από τον αποκλεισμό της εφεσίβλητης στην έφεση αρ. 69/2011.

 

Όσον αφορά την έφεση της Δημοκρατίας στην υπ’ αρ. 69/2011 επαναφέρεται το ζήτημα της έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης Κυριάκου προώθησης της προσφυγής της, εφόσον δεν κατείχε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα προσόντα. Το σχέδιο υπηρεσίας Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού απαιτεί (1) δεκαπενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού, (2) πιστοποιητικό μετεκπαίδευσης σε αναγνωρισμένη σχολή ή κολλέγιο σε κλάδο της Νοσηλευτικής ή στη Νοσηλευτική Διοίκηση ή στη Μαιευτική διάρκειας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους, καθώς επίσης και (3) ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, κλπ. Σύμφωνα με τη σημείωση (2) του σχεδίου, οι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου στη Νοσηλευτική ή σε κλάδο της, καθώς και οι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μαιών βάσει του περί Νοσηλευτικής και Μαιευτικής Νόμου, εξαιρούνται από το απαιτούμενο προσόν του πιστοποιητικού μετεκπαίδευσης διάρκειας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους.

 

Σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η Κυριάκου διαθέτει πτυχίο Αδελφής Νοσοκόμου Ανώτατη Σχολή Αδελφών Επισκεπτριών και Νοσοκόμων (1974-78), στη βάση του οποίου εγγράφηκε ως Νοσοκόμος Πρώτου Επιπέδου. Αυτό δεν ικανοποιούσε την παράγραφο 2 των απαιτουμένων προσόντων διότι δεν αποτελεί πιστοποιητικό μετεκπαίδευσης. Αυτό το μέρος της κρίσης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η εφεσίβλητη διά του δικηγόρου της το αποδέχθηκε στην απαντητική της αγόρευση πρωτοδίκως, ότι, δηλαδή, το πτυχίο Αδελφής Νοσοκόμου δεν αποτελούσε πιστοποιητικό μετεκπαίδευσης. Η Κυριάκου ενώ δέχεται ότι όντως το πτυχίο Επισκέπτριας Αδελφής δεν αποτελεί πανεπιστημιακό δίπλωμα εισηγείται ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας θα μπορούσε να το θεωρήσει ως πιστοποιητικό μετεκπαίδευσης σε αναγνωρισμένη σχολή ή κολλέγιο όπως προνοείται από την παράγραφο (2) του σχεδίου υπηρεσίας. Και πάλι θα έπρεπε να αναζητηθούν ως προς τούτο οι απόψεις του ΚΥΣΑΤΣ.

 

Το αρμόδιο όργανο για την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας είναι σύμφωνα με τη νομολογία η ίδια η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ως το συνταγματικά διοικητικό όργανο για τους δημόσιους  υπαλλήλους.

[*772]Από τη στιγμή που υποψήφιος κρίνεται ότι δεν πληροί τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας παύει να έχει έννομο συμφέρον προώθησης προσφυγής. Ακόμη και υποψήφιος που επιδιώκει ακύρωση προαγωγών πρέπει να κατέχει για να νομιμοποιείται ο ίδιος τα σχετικά προσόντα, αν δε επιτυχία του λόγου ακύρωσης επιφέρει την κατάρρευση του υπόβαθρου της ίδιας της νομιμοποίησης του, τότε παραμένει και ο ίδιος χωρίς έννομο συμφέρον ώστε να εμπίπτει στη σφαίρα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονα επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας του εννόμου συμφέροντος του.

 

Στη βάση λοιπόν των όσων είχε ενώπιον της η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, εύλογα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης ερμήνευσε το σχέδιο υπηρεσίας ώστε η Κυριάκου να μην θεωρείτο προσοντούχος και επομένως δεν είχε έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής της. Η γενική αρχή είναι ότι υπάλληλος που στερείται των απαιτούμενων προσόντων στερείται και του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος να προσφύγει.

 

Επομένως η έφεση υπ’ αρ. 69/2011 επιτυγχάνει, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο έτερος λόγος έφεσης  ως προς το θέμα της ισότητας με άλλα μη ενδιαφερόμενα στην προσφυγή πρόσωπα, ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Η προσφυγή υπ’ αρ. 824/2008 απορρίπτεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσον και κατ’ έφεση. Η σχετική επίδικη πράξη επικυρώνεται.

 

Όσον αφορά την ουσία της έφεσης υπ’ αριθμόν 65/2011, ένα από τα παράπονα του εφεσείοντος είναι ότι στη σύσταση της η Αναπληρώτρια Διευθύντρια αναφέρθηκε μεν στα πρόσθετα προσόντα των ενδιαφερομένων μερών τα οποία ανεπιφύλακτα σύστησε, παραλείποντας όμως να αναφερθεί και στο πρόσθετο προσόν του ίδιου του εφεσείοντος. Πράγματι από τα δεδομένα που είχε ενώπιον της η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, προέκυπτε ότι τα συστηθέντα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν πρόσθετα μη απαιτούμενα εκ του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα, όπως αυτά καταγράφονται στους σχετικούς πίνακες.  Πρόσθετο όμως προσόν, αυτό του διπλώματος Νοσηλευτικής Διοίκησης, Νοσηλευτική Σχολή, κατείχε και ο εφεσείων. Σε αυτό δεν έγινε καμία απολύτως αναφορά από την Αναπληρώτρια Διευθύντρια και το λάθος επαναλήφθηκε και από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία στο σκεπτικό της αναφέρθηκε στους επιλεγέντες ως διαθέτοντες πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα που θεωρήθηκαν απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, κρίνοντας τους ως υπερέχοντες γενικά των υπολοίπων υποψηφίων.

 

Είναι φανερό ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στη διαδικασία, εφόσον [*773]δεν έγινε καμία αναφορά στο πρόσθετο προσόν του εφεσείοντος ως αυτό να μην υπήρχε, δίδοντας έτσι την εντύπωση ότι η επιλογή μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και του εφεσείοντος ήταν εύλογα επιτρεπτή στη βάση της ισοδυναμίας σε αξία, της ηλικιακής και μόνο αρχαιότητας του εφεσείοντος και του αντισταθμίσματος ότι έναντι αυτού, οι συστηθέντες κατείχαν ένα ή περισσότερα πρόσθετα προσόντα.

 

Ως εκ των ανωτέρω δεν χρειάζεται επέκταση σε άλλους λόγους έφεσης.

 

Η έφεση υπ’ αρ. 65/2011 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται.

 

Οι εφέσεις επέτυχαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140,

 

Μιλτιάδους ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,

 

Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους (1992) 3 Α.Α.Δ. 251,

 

Kikos a.o. v. The Cyprus Broadcasting Corporation a.o. (1984) 3 C.L.R. 852,

 

Χατζησωτηρίου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524,

 

Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 108,

 

Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389,

 

Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 5,

 

Δημοκρατία ν. Θεόφιλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63,

 

Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 1155,

 

Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769,

 

Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100,

 

Δημοκρατία ν. Ανδρέου (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,

 

Αμβροσίου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 613, ECLI:CY:AD:2015:C807,

[*774]Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588,

 

Κάζανου ν. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 293,

 

Τριανταφυλλίδη ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429,

 

Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695,

 

Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 390,

 

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

 

Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 163,

 

Δημοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422,

 

Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267,

 

Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 325,

 

Κοτζιάπασης ν. Οικονομίδη (2007) 3 Α.Α.Δ. 200,

 

Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδου (2011) 3 Α.Α.Δ. 871,

 

Δημοκρατία ν. Ευαγγέλου (2013) 3 Α.Α.Δ. 414.

 

Εφέσεις.

 

Εφέσεις από τον αιτητή (Α.Ε. 65/2011) και την καθ’ ης η αίτηση (Α.Ε. 69/2011) εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υποθέσεις Αρ. 1218/2008 και 824/2008), ημερομηνίας 18/4/2011.

 

Α. Σ. Αγγελίδης με Σ. Α. Αγγελίδη, για τον Εφεσείοντα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 65/2011.

 

Κ. Σταυρινός, για την Εφεσίβλητη στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 65/2011 και για την Εφεσείουσα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 69/2011.

 

Καμιά εμφάνιση για την Εφεσίβλητη στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 69/2011.

 

Cur. adv. vult.

[*775]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Σε διαδικασία πλήρωσης αρχικά δώδεκα κενών μόνιμων θέσεων Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού (Γενικός Νοσηλευτικός Κλάδος) στο Υπουργείο Υγείας και στη συνέχεια ακόμη τεσσάρων θέσεων, η Ε.Δ.Υ. επέλεξε με δύο αυτοτελείς διοικητικές πράξεις, τα δώδεκα συστηθέντα από την Αναπληρώτρια Γενική Διευθύντρια στην πρώτη και τα τέσσερα ενδιαφερόμενα μέρη στη δεύτερη, προσφέροντας τους προαγωγή ως τους πλέον κατάλληλους για τις θέσεις.

 

Ως αποτέλεσμα των αποφάσεων της Ε.Δ.Υ. ηγέρθησαν πρωτόδικα η υπ’ αρ. 824/2008 και η υπ’ αρ. 1218/2008 προσφυγές, οι οποίες συνεκδικάστηκαν πρωτοδίκως. Η αιτήτρια Κυριακή Κυριάκου στην προσφυγή αρ. 824/2008, δεν είχε συμπεριληφθεί ανάμεσα στους προσοντούχους υποψήφιους για προαγωγή κριθείσα ως μη κατέχουσα τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και συγκεκριμένα τη μετεκπαίδευση ενός χρόνου και το πανεπιστημιακό δίπλωμα στη Νοσηλευτική.  Από την άλλη, ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1218/2008 είχε συμπεριληφθεί στον κατάλογο των προάξιμων, αλλά δεν έτυχε τελικώς επιλογής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο διασαφήνισε στην απόφαση του, λόγω της μεγάλης σύγχυσης που υπήρχε στη δικογραφία αναφορικά με τα ενδιαφερόμενα μέρη, ότι η προσφυγή της Κυριάκου στρεφόταν εναντίον 16 ενδιαφερομένων μερών ενώ στη συνέχεια περιορίστηκε μετά από διαχωρισμό των δικογράφων σε μόνο 4 ενδιαφερόμενα μέρη, η δε προσφυγή αρ. 1218/2008 παρέμεινε μόνο εναντίον τριών ενδιαφερομένων μερών, της Έλενας Ρούσου, της Έλενας Γαβριήλ και του Πέτρου Κούσιου.

 

Το Δικαστήριο επιλαμβανόμενο στο σκεπτικό του πρώτα της  προσφυγής υπ’ αρ. 1218/2008, έκρινε ότι οι δύο λόγοι που προτάχθηκαν προς ακύρωση της διοικητικής πράξης προαγωγής, ήτοι, το αναιτιολόγητο της σύστασης της Αναπληρώτριας Διευθύντριας που ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων και η έλλειψη δέουσας έρευνας, πλάνης περί τα πράγματα και του αναιτιολόγητου της απόφασης, δεν ευσταθούσαν. Ως προς τον πρώτο λόγο το Δικαστήριο θεώρησε ότι η σύσταση ήταν σύμφωνη με τα στοιχεία των φακέλων αφού στην κρίσιμη περίοδο κατά τα έτη 2003-2007, ο Γεωργίου συγκέντρωνε 40 εξαίρετα όπως και τα ενδιαφερόμενα μέρη. Όλοι επίσης πληρούσαν τα απαιτούμενα προσόντα, αλλά τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν πρόσθετα προσόντα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης. Η αρχαιότητα στην αμέσως προηγούμενη [*776]της επίδικης θέση ήταν ισοδύναμη, αφού όλοι διορίστηκαν την 1.1.1997 με τον Γεωργίου να υπερέχει για δύο περίπου χρόνια των ενδιαφερομένων μερών Ρούσου και Γαβριήλ λόγω ημερομηνίας γέννησης. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας υπέρ των ενδιαφερομένων μερών στηριζόταν στα πρόσθετα προσόντα των τελευταίων έναντι της ηλικιακής αρχαιότητας του Γεωργίου. Κρίθηκε επίσης ότι η Ε.Δ.Υ. ορθά ακολούθησε τη νόμιμη κατά τα άλλα σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας καταλήγοντας στην επιλογή των ενδιαφερομένων μερών στη βάση της κατοχής πρόσθετων και σχετικών με τα καθήκοντα της θέσης προσόντων.

 

Ως προς την έτερη προσφυγή αρ. 824/2008, την οποία το Δικαστήριο εξέτασε στη συνέχεια,  το Δικαστήριο απέρριψε προδικαστική ένσταση ότι η Κυριάκου δεν νομιμοποιείτο να προσβάλει την απόφαση της Ε.Δ.Υ., ως μη προσοντούχα. Θεωρήθηκε ότι εφόσον με τον πρώτο λόγο ακύρωσης η αιτήτρια αμφισβητούσε ακριβώς την κρίση ότι δεν ήταν προσοντούχα, δεν τίθετο θέμα έλλειψης εννόμου συμφέροντος και το ζήτημα θα μπορούσε να εξεταστεί στην ουσία του.  Ως προς τους λόγους ακύρωσης, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι επιστολή ημερ. 20.9.2004 του Γενικού Διευθυντή του  Υπουργείου Υγείας  στην οποία αναφερόταν ότι το δίπλωμα της Κυριάκου ως Αδελφής Νοσοκόμου αναγνωριζόταν ως μετεκπαιδευτικό πρόγραμμα για σκοπούς προαγωγής, κακώς δεν είχε τεθεί εγκαίρως υπόψη της Ε.Δ.Υ. (περιήλθε σε γνώση της Ε.Δ.Υ. τέσσερεις ημέρες μετά την απόφαση),  διότι ως μέρος των στοιχείων των φακέλων, αυτοί θα έπρεπε να περιέχουν όλα τα αναγκαία και έτσι δεν ευθυνόταν η ίδια η Κυριάκου για το γεγονός ότι η επιστολή κατά τη διαδικασία προαγωγής δεν είχε τεθεί ενώπιον του αρμοδίου οργάνου. Συναφές με αυτό ήταν και η απόρριψη του επιχειρήματος της Ε.Δ.Υ. ότι θα έπρεπε η ίδια η αιτήτρια να είχε αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για να λάβει αναγνώριση του διπλώματος της ως μετεκπαιδευτικού προγράμματος, διότι ήδη η αιτήτρια κατείχε επιστολή της διοίκησης που της αναγνώριζε το προσόν ως μετεκπαιδευτικό για σκοπούς προαγωγής. Έπεται ότι, κατά το Δικαστήριο, εάν η Ε.Δ.Υ., έχοντας ενώπιον της την επιστολή,  έκρινε ότι αυτή δεν ήταν επαρκής, όφειλε να συμβουλεύσει την αιτήτρια να ζητήσει αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ, ως το αρμόδιο σύμφωνα με τη νομολογία και τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, όργανο αξιολόγησης τίτλων σπουδών.

 

Το Δικαστήριο δέχθηκε επίσης και την έτερη αιτίαση της Κυριάκου ότι ενώ η ίδια αποκλείστηκε παρά τη φοίτηση της για τέσσερα χρόνια στην Ανώτατη Σχολή Επισκεπτριών Ελλάδος, άλλοι [*777]υποψήφιοι, υπ’ αρ. 20 και 23 στη διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ., έτυχαν αναγνώρισης και προαγωγής έχοντας φοιτήσει σε άλλες ισότιμες σχολές της Ελλάδας, με ή και χωρίς μετεκπαίδευση. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν τόσο  θέμα εάν οι δύο άλλοι υποψήφιοι, Ηλιόπουλου και Βραχασωτάκη, κατείχαν ή όχι το προσόν της μετεκπαίδευσης του σχεδίου υπηρεσίας, αλλά στο ότι η Ε.Δ.Υ. στην περίπτωση τους δεν αναζήτησε ισοτιμία των σπουδών τους από το ΚΥΣΑΤΣ, ούτε διερεύνησε κατά πόσο τα δικά τους προσόντα ικανοποιούσαν αυτό της μετεκπαίδευσης, όπως έπραξε στην περίπτωση της αιτήτριας. Η αναντιστοιχία αυτή στη διερεύνηση παραβίασε, κατά το Δικαστήριο, την αρχή της ισότητας.

 

Η πρωτόδικη απόφαση αμφισβητείται με τις παρούσες εφέσεις.  Στην υπ’ αρ. 65/2001 έφεση ο εφεσείων – αιτητής πρωτοδίκως – διατείνεται ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο προχώρησε να ασχοληθεί με την προσφυγή του και να εκφέρει απορριπτική κρίση από τη στιγμή που στην προηγούμενη σε αριθμό προσφυγή της Κυριάκου, στην οποία αφορά τώρα η υπ’ αρ. 69/2011 έφεση, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αποκλεισμός της από προπαρασκευαστικό μάλιστα στάδιο ήταν λανθασμένος.  Επομένως αυτή η απόφαση, που ίσχυε έναντι πάντων, έπρεπε να συμπαρασύρει ολόκληρη τη διαδικασία και να οδηγήσει σε ακύρωση της πράξης και για τον Γεωργίου, ώστε η Ε.Δ.Υ. να όφειλε να επανεξετάσει το όλο ζήτημα από το πάσχον στάδιο. Περαιτέρω, λανθασμένα η πρωτόδικη απόφαση ακύρωσε την προσβληθείσα με τις δύο συνεκδικασθείσες προσφυγές πράξη με αναφορά και σύγκριση με άλλους υποψήφιους που δεν ήταν όμως ενδιαφερόμενα μέρη.  Τέλος, κακώς πρωτοδίκως παραγνωρίστηκε και/ή απορρίφθηκε η πείρα του εφεσείοντος, σε θέση Έκτακτου Νοσηλευτικού Λειτουργού, καθώς και οι άλλοι προταθέντες λόγοι, (προσόντα κλπ) προς εσφαλμένη επικύρωση της διοικητικής πράξης.

 

Η Δημοκρατία στην υπ’ αρ. 69/2011 έφεση από την άλλη, θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε την προδικαστική της ένσταση περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης αιτήτριας Κυριάκου, ενώ εσφαλμένα έκρινε ότι η Ε.Δ.Υ. την απέκλεισε, έχοντας υπόψη τα προσόντα της. Πρόσθετα, το συμπέρασμα του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι όφειλε η διοίκηση στο πλαίσιο δέουσας έρευνας να εντόπιζε την επιστολή του Υπουργείου Υγείας και να την έθετε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. είναι λανθασμένο, διότι τα γεγονότα έδειχναν ότι η επιστολή του  Υπουργείου Υγείας δεν μπορούσε εύλογα να ήταν και δεν ήταν στον προσωπικό  φάκελο της εφεσίβλητης κατά τον ουσιώδη χρόνο.  Τέλος, η αρχή της ισότητας λανθασμένα κρίθηκε πρωτοδίκως ότι παρα[*778]βιάστηκε με αναφορά και σύγκριση με πρόσωπα τα οποία δεν ήταν καν μέρος της διαδικασίας πρωτοδίκως.

 

Κατά τη διαδικασία της συζήτησης των δύο εφέσεων που ακούστηκαν την ίδια ημέρα, τέθηκε υπόψη της Ολομέλειας επιστολή ημερ. 17.8.2016 των δικηγόρων της εφεσίβλητης Κυριάκου στην υπ’ αρ. 69/2011 έφεση στην οποία  διατύπωσε την επιθυμία της να μην συμμετάσχει πλέον στη διαδικασία της έφεσης είτε προσωπικά είτε διά δικηγόρου. Ο κ. Σιακαλλής, εκ μέρους του δικηγορικού γραφείου που αντιπροσώπευε την εφεσίβλητη, εμφανίστηκε ενώπιον της Ολομέλειας για να επιβεβαιώσει το ζήτημα και να λάβει άδεια να αποχωρήσει. Συνεπώς, η διαδικασία προχώρησε χωρίς την εκπροσώπηση της εφεσίβλητης στην πιο πάνω έφεση, στην οποία ο συνήγορος για την εφεσείουσα Δημοκρατία απλώς υιοθέτησε το καταχωρηθέν περίγραμμα.

 

Στην υπ’ αρ. 65/2011 έφεση, ο κ. Αγγελίδης υποστηρίζοντας τους λόγους έφεσης σημείωσε το γεγονός ότι στο περίγραμμα της η Δημοκρατία  ως εφεσίβλητη ουδέν ανέφερε ως προς τον πρώτο λόγο έφεσης, ότι, δηλαδή, το Δικαστήριο δεν έπρεπε να εξετάσει καν την προσφυγή του Γεωργίου από τη στιγμή που έκρινε στην προσφυγή της Κυριάκου ότι η όλη διαδικασία έπασχε από το προπαρασκευαστικό στάδιο. Όφειλε, κατά το συνήγορο, να ακυρώσει και την πράξη για τον αιτητή Γεωργίου, ως το φυσιολογικό αποτέλεσμα της κρίσης ότι προπαρασκευαστική πράξη σε μια σύνθετη διοικητική ενέργεια έπασχε. Ο κ. Σταυρινός που εμφανίσθηκε για τη Δημοκρατία, δεν θέλησε να βοηθήσει περαιτέρω την Ολομέλεια, ούτε ζήτησε χρόνο για να εξετάσει το εγερθέν ζήτημα, παραμένοντας στο ήδη κατατεθέν από άλλο δικηγόρο της Δημοκρατίας περίγραμμα, λέγοντας απλώς ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι καθόλα ορθή.

 

Το πρώτο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί αφορά την εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης στην υπ’ αρ. 65/2011 έφεση, εφόσον εάν κριθεί ότι ο εφεσείων έχει δίκαιο στη θέση του, αυτόματα συμπαρασύρεται και η βιωσιμότητα της υπ’ αρ. 69/2011 έφεσης. Η θέση αυτή εδράζεται στη θεμελιακή εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι μια ήταν η διαδικασία ενώπιον της Ε.Δ.Υ. και αφορούσε, όπως το θέτει verbatim στο περίγραμμα του, «την ίδια πράξη προαγωγών» και σε «κοινή ….. διαδικασία προαγωγής». Με αποτέλεσμα να έχει εφαρμογή η γνωστή αρχή ότι επί ακυρωτικής αποφάσεως η οποία επενεργεί erga omnes, οφείλεται επανεξέταση ως προς το αποτέλεσμα της το οποίο δημιουργεί δεδικασμένο έναντι πάντων. Και ότι επί συνθέτου διοικητικής αποφάσεως, η διαπίστωση λόγου ακύρωσης που προηγείται της τελικής πράξης, συμπαρασύρει σε ακυ[*779]ρότητα ολόκληρη την απόφαση, (δέστε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959 σελ. 280).

 

Τα ως άνω όμως δεν ισχύουν στην υπό κρίση έφεση.  Κατ΄ αρχάς η πράξη προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών δεν ήταν μία, αλλά δύο. Από τις πρωτόδικες διαδικασίες των αντίστοιχων προσφυγών 1218/2008 και 824/2009, προκύπτει αβίαστα ότι η Ε.Δ.Υ. αποφάσισε μεν την ίδια ημέρα, 27.3.2008, τις προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών, αλλά σε δύο διακριτές διαδικασίες εξέτασης πλήρωσης των προς προαγωγή διαθεσίμων θέσεων. Τα πρακτικά που τηρήθηκαν δείχνουν ότι στο θέμα Β(2)(4) συζητήθηκε η πλήρωση των δώδεκα αρχικά κενών θέσεων που αναλόγησαν με βάση την πρόταση της αρμόδιας αρχής ημερ. 19.11.2007 και στη συνέχεια στο θέμα Β(2)(5) συζητήθηκε η πρόταση της αρμόδιας αρχής ημερ. 8.1.2008, για την πλήρωση άλλων τεσσάρων θέσεων. Η Ε.Δ.Υ. τήρησε χωριστά πρακτικά για τη διαδικασία πλήρωσης των αντίστοιχων κενών θέσεων προαγωγής, στην κάθε δε περίπτωση είχε αποφασίσει όπως η πλήρωση θα γινόταν σε ημερομηνία που θα όριζε η ίδια αργότερα (τα πρακτικά ημερ. 23.11.2007 και 28.1.2008 είναι σχετικά). Ο ίδιος ο συνήγορος του εφεσείοντος Γεωργίου στις 30.6.2009, με σχετική αίτηση  του πρωτοδίκως, ζήτησε το διαχωρισμό των αιτούμενων θεραπειών της αίτησης ακυρώσεως στην υπ’ αρ. 1218/2008, διότι, ως εξηγείται στην υποστηρικτική ένορκη δήλωση, λόγω της δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα στις 23.5.2008 όλων των προαγωγών ταυτόχρονα, δόθηκε η εντύπωση ότι «υπήρχε μια μόνο διοικητική πράξη». Η ανάγκη για διαχωρισμό προέκυψε μετά από προδικαστική ένσταση της Ε.Δ.Υ. ότι στην προσφυγή υπ’ αρ. 1218/2008 συνενώθησαν ως ενδιαφερόμενα μέρη επιλεγέντες από δύο διαφορετικές και αυτοτελείς διοικητικές πράξεις. Να σημειωθεί ότι παρόμοια ένσταση περί του διακριτού των δύο πράξεων της Ε.Δ.Υ. ηγέρθηκε και στην υπ’ αρ. 824/2008 προσφυγή, στην οποία επίσης έγινε αίτηση διαχωρισμού.

 

Επομένως ο εφεσείων στην υπ’ αρ. 65/2011 έφεση κωλύεται σήμερα να ισχυρίζεται το αντίθετο ή να επικαλείται την ορθή κατά τα άλλα νομολογία, ότι η ακυρωτική απόφαση παράγει απόλυτο erga omnes, ως προς το αποτέλεσμα της ώστε να συνακυρώνονται όλες οι συναφείς πράξεις, (Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Ρεβέκκας Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, Μιλτιάδους ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318 και Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους (1992) 3 Α.Α.Δ. 251 – όλες αποφάσεις Ολομέλειας). Η αρχή αποτυπώθηκε σε σχέση με τη διαδικασία παραγωγής μίας διοικητικής πράξεως. Όπου προσβάλλεται μια διοικητική πράξη με δύο προσφυγές, η ακύρωση της στην πρώτη προσφυγή καθιστά τη δεύτερη χωρίς αντικείμενο, [*780](Kikos a.o. v. The Cyprus Broadcasting Corporation a.o. (1984) 3 C.L.R. 852, και Νίκου Χαραλάμπους: «Εγχειρίδιο Κυπριακού  Διοικητικού Δικαίου» 2η Έκδ. σε. 27 και Σ.Ε. 1217/1978). Έπεται ότι προσφυγές οι οποίες στρέφονται κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξεως καθίστανται άνευ αντικειμένου, εκτός αν προκύπτει ανάγκη για έκδοση νέας ακυρωτικής απόφασης για σκοπούς αποζημιώσεων δυνάμει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος. Ο δημόσιος υπάλληλος όμως, όπως λέχθηκε στη Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους – ανωτέρω – δεν έχει δικαίωμα προαγωγής, αλλά μόνο προσμονή για προαγωγή με αποτέλεσμα το Άρθρο 146.6 να μην τυγχάνει εφαρμογής.

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, η πράξη μη προαγωγής του εφεσείοντος στην έφεση αρ. 65/2011 ήταν διαφορετική από τον αποκλεισμό της εφεσίβλητης στην έφεση αρ. 69/2011. Έτσι, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην προσφυγή αρ. 824/2008, δεν επηρεάζει την εγκυρότητα της διαδικασίας στην άλλη πράξη της διοίκησης στην οποία αφορούσε η υπ’ αρ. 1218/2008 προσφυγή.

 

Όσον αφορά την έφεση της Δημοκρατίας στην υπ’ αρ. 69/2011 επαναφέρεται το ζήτημα της έλλειψης εννόμου συμφέροντος της εφεσίβλητης Κυριάκου προώθησης της προσφυγής της, εφόσον δεν κατείχε τα υπό του σχεδίου υπηρεσίας προβλεπόμενα προσόντα.  Το σχέδιο  υπηρεσίας Ανώτερου Νοσηλευτικού Λειτουργού απαιτεί (1) δεκαπενταετή τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Νοσηλευτικού Λειτουργού, (2) πιστοποιητικό μετεκπαίδευσης σε αναγνωρισμένη σχολή ή κολλέγιο σε κλάδο της Νοσηλευτικής ή στη Νοσηλευτική Διοίκηση ή στη Μαιευτική διάρκειας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους, καθώς επίσης και (3) ακεραιότητα χαρακτήρα, διοικητική και οργανωτική ικανότητα, κλπ. Σύμφωνα με τη σημείωση (2) του σχεδίου, οι κάτοχοι πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου στη Νοσηλευτική ή σε κλάδο της, καθώς και οι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Μαιών βάσει του περί Νοσηλευτικής και Μαιευτικής Νόμου, εξαιρούνται από το απαιτούμενο προσόν του πιστοποιητικού μετεκπαίδευσης διάρκειας ενός τουλάχιστο ακαδημαϊκού έτους.

 

Σύμφωνα με την απόφαση της Ε.Δ.Υ., η Κυριάκου διαθέτει πτυχίο Αδελφής Νοσοκόμου Ανώτατη Σχολή Αδελφών Επισκεπτριών και Νοσοκόμων (1974-78), στη βάση του οποίου εγγράφηκε ως Νοσοκόμος Πρώτου Επιπέδου. Αυτό δεν ικανοποιούσε την παράγραφο 2 των απαιτουμένων προσόντων διότι δεν αποτελεί πιστοποιητικό μετεκπαίδευσης. Αυτό το μέρος της κρίσης της Ε.Δ.Υ., η εφεσίβλητη διά του δικηγόρου της το αποδέχθηκε στην [*781]απαντητική της αγόρευση πρωτοδίκως, ότι, δηλαδή, το πτυχίο Αδελφής Νοσοκόμου δεν αποτελούσε πιστοποιητικό μετεκπαίδευσης. Η Ε.Δ.Υ. όμως προχώρησε στο να θεωρήσει ότι η Κυριάκου δεν πληρούσε ούτε τα δεδομένα της σημείωσης (2) του σχεδίου υπηρεσίας επειδή το πτυχίο Αδελφής Νοσοκόμου δεν είναι πανεπιστημιακό δίπλωμα. Η Κυριάκου προέβαλε ως προς αυτό ότι η Ε.Δ.Υ. όφειλε να αιτιολογήσει πειστικά τη θέση της ότι το πτυχίο δεν ισοδυναμεί με πανεπιστημιακό δίπλωμα οφείλοντας να βασιστεί σε αξιολόγηση του πτυχίου της από την αρμόδια αρχή που είναι το ΚΥΣΑΤΣ.  Την ίδια στάση η Κυριάκου τήρησε και σε σχέση με την άλλη θέση της Ε.Δ.Υ., ότι το πτυχίο Επισκέπτριας Αδελφής δεν είναι σε θέμα που προνοείται στην παράγραφο (2) των απαιτουμένων προσόντων, ούτε και αποτελεί πανεπιστημιακό δίπλωμα όπως προνοείται στη σημείωση (2) του σχεδίου υπηρεσίας. Η Κυριάκου ενώ δέχεται ότι όντως το πτυχίο Επισκέπτριας Αδελφής δεν αποτελεί πανεπιστημιακό δίπλωμα εισηγείται ότι η Ε.Δ.Υ. θα μπορούσε να το θεωρήσει ως πιστοποιητικό μετεκπαίδευσης σε αναγνωρισμένη σχολή ή κολλέγιο όπως προνοείται από την παράγραφο (2) του σχεδίου υπηρεσίας. Και πάλι θα έπρεπε να αναζητηθούν ως προς τούτο οι απόψεις του ΚΥΣΑΤΣ.

 

Το αρμόδιο όργανο για την ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας είναι σύμφωνα με τη νομολογία η ίδια η Ε.Δ.Υ. ως το συνταγματικά διοικητικό όργανο για τους δημόσιους  υπαλλήλους. Έχοντας  υπόψη τα προσόντα της Κυριάκου, η θέση της Δημοκρατίας είναι ότι ευλόγως ερμηνεύθηκαν ως μη καλυπτόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας έτσι ώστε ως μη προσοντούχος η Κυριάκου θα έπρεπε να αποκλεισθεί από την προσφυγή της λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Η νομολογία πράγματι υποδεικνύει ότι το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής (Χατζησωτηρίου ν. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524 και Χατζηγεωργίου ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 108), ενώ και οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει επίσης να προβάλλονται μετ’ εννόμου συμφέροντος, (Αναστασίου ν. Δήμου Παραλιμνίου (2000) 3 Α.Α.Δ. 389). Από τη στιγμή που υποψήφιος κρίνεται ότι δεν πληροί τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας παύει να έχει έννομο συμφέρον προώθησης προσφυγής, (Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 5). Ακόμη και υποψήφιος που επιδιώκει ακύρωση προαγωγών πρέπει να κατέχει για να νομιμοποιείται ο ίδιος τα σχετικά προσόντα, αν δε επιτυχία του λόγου ακύρωσης επιφέρει την κατάρρευση του υπόβαθρου της ίδιας της νομιμοποίησης του, τότε παραμένει και ο ίδιος χωρίς έννομο συμφέρον ώστε να εμπίπτει στη σφαίρα της ανεπίτρεπτης ταυτόχρονα επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας του εννόμου συμφέροντος του, (Δημοκρατία ν. [*782]Θεόφιλου (Αρ. 1) (2004) 3 Α.Α.Δ. 63).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ δέχεται ότι στη βάση της νομολογίας εναπόκειται στον κάτοχο διπλώματος να απευθυνθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για να ζητήσει αξιολόγηση των σπουδών του για λόγους ισοτιμίας, θεώρησε ότι η επιστολή του Υπουργείου Υγείας διαφοροποιούσε την κατάσταση από την άποψη ότι η επιστολή αυτή θα έπρεπε να είχε στη βάση της αρχής της καλής πίστης τεθεί ενώπιον της Ε.Δ.Υ. ως μέρος των φακέλων.  Εάν η Ε.Δ.Υ. είχε διαφορετική άποψη θα έπρεπε  αυτό να επισημανθεί στην Κυριάκου ώστε να τη συμβουλεύσει να αναζητήσει αναγνώριση από το ΚΥΣΑΤΣ. Η θέση αυτή του πρωτοδίκου Δικαστηρίου με όλη την εκτίμηση παρακάμπτει τη θεμελιακή αρχή ότι είναι ο ενδιαφερόμενος που έχει την ευθύνη να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ να αναγνωρίσει τους τίτλους σπουδών του και ότι το ΚΥΣΑΤΣ δεν είναι βοηθητικό όργανο της Ε.Δ.Υ. ή της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας για διερεύνηση προσόντων, (Φιαλογιάννου-Φλωρή ν. Δημοκρατίας (2002) 4 Α.Α.Δ. 1155, Μικελλίδου ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769 και Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100).   Επομένως στην Κυριάκου εναπόκειτο να αναζητήσει  έγκαιρα από το ΚΥΣΑΤΣ την επιθυμητή ισοτιμία και αναγνώριση.  Δεν αποτελούσε υποχρέωση της Ε.Δ.Υ. να συμβουλεύσει ή να προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια. Πόσο μάλλον εφόσον η επιστολή δεν ήταν ενώπιον της.

 

Από τα στοιχεία ενώπιον του Δικαστηρίου προέκυπτε το δεδομένο ότι η επιστολή του Γενικού Διευθυντή ημερ. 20.9.2004 την οποία η ίδια η Κυριάκου  ζήτησε, απεστάλη προς το Υπουργείο Υγείας από την αιτήτρια με δική της επιστολή ημερ. 31.3.2008, για να παραληφθεί με σχετική σφραγίδα στις 27.4.2008 και να αποσταλεί τελικώς στην Ε.Δ.Υ. στις 29.4.2008, τέσσερεις ημέρες μετά τη λήψη της απόφασης προαγωγής. Αναδύονται δύο θέματα: Πρώτο, εύλογα η επιστολή αυτή δεν μπορούσε να ήταν ενώπιον της Ε.Δ.Υ. κατά τον κρίσιμο χρόνο, αλλά ούτε και ήταν στον προσωπικό φάκελο της Κυριάκου. Όπως υποδεικνύει η νομολογία τα προαπαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα πρέπει να κατέχονται από τον υποψήφιο τόσο κατά το χρόνο υποβολής εμπροθέσμως της σχετικής αίτησης, όσο και κατά το χρόνο λήψης της απόφασης, (Δημοκρατία ν. Ανδρέου (1993) 3 Α.Α.Δ. 153 και Αμβροσίου ν. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 613, ECLI:CY:AD:2015:C807). Το γεγονός παραμένει ότι πολύ καθυστερημένα, τριάμισι χρόνια μετά, ήταν που η Κυριάκου επιδίωξε την τοποθέτηση της εν λόγω επιστολής στον προσωπικό της φάκελο. Πέραν της καθαυτό αρμοδιότητας του Γενικού Διευθυντή να δώσει οποιαδήποτε επιστολή αναγνώρισης, η [*783]επίπτωση της οποίας θα ήταν εν πάση περιπτώσει αμφιλεγόμενη, εξάγεται καθαρά, ως δεύτερο θέμα, η ευθύνη της ίδιας της Κυριάκου να αναζητήσει από το αρμόδιο όργανο, δηλαδή το ΚΥΣΑΤΣ που δημιουργήθηκε με το Νόμο αρ. 68(Ι)/1996 την αναγνώριση των όποιων τίτλων σπουδών της για σκοπούς προαγωγών. Εφόσον με πρωτοβουλία δική της τροχοδρομήθηκε η διαδικασία παραλαβής της επιστολής από την Ε.Δ.Υ., η Κυριάκου μπορούσε, εφόσον αναζητούσε την αναγνώριση, να το έπραττε ορθά μέσω του ΚΥΣΑΤΣ.

 

Στη βάση λοιπόν των όσων είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ., εύλογα κατά το χρόνο λήψης της απόφασης ερμήνευσε το σχέδιο  υπηρεσίας ώστε η Κυριάκου να μην θεωρείτο προσοντούχος και επομένως δεν είχε έννομο συμφέρον στην προώθηση της προσφυγής της.  Η γενική αρχή είναι ότι υπάλληλος που στερείται των απαιτούμενων προσόντων στερείται και του αναγκαίου εννόμου συμφέροντος να προσφύγει, (Αριστείδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 588, Κάζανου ν. Α.ΤΗ.Κ. (2001) 3 Α.Α.Δ. 293, κ.ά.).

 

Επομένως η έφεση υπ’ αρ. 69/2011 επιτυγχάνει, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο έτερος λόγος έφεσης  ως προς το θέμα της ισότητας με άλλα μη ενδιαφερόμενα στην προσφυγή πρόσωπα, ως αποτέλεσμα της διαπίστωσης περί έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Η προσφυγή υπ’ αρ. 824/2008 απορρίπτεται με έξοδα τόσο πρωτοδίκως, όσον και κατ’ έφεση. Η σχετική επίδικη πράξη επικυρώνεται.

 

Όσον αφορά στην ουσία της έφεσης υπ’ αρ. 65/2011, το κύριο παράπονο του εφεσείοντος εστιάζεται στο ότι η σύσταση της Αναπληρώτριας Διευθύντριας προς όφελος των ενδιαφερομένων μερών έπασχε ως αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων.  Είναι γνωστό από τη νομολογία ότι σύσταση που συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων έχει στην ουσία μηδαμινή βαρύτητα, (Τριανταφυλλίδη ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429 και Μοδίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695), έτσι που να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί ουσιώδες στοιχείο κρίσης υπέρ ενός υποψηφίου, (Σπανός ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 390, Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164 και Λοΐζος Παναγή ν. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 163). Η σύσταση, σύμφωνα με τη Μοδίτης, ανωτέρω, και τη νομολογία που την ακολούθησε σταθερά, δεν μπορεί να αλλοιώνει τα στοιχεία των φακέλων προς όφελος ενός ή άλλου υποψηφίου. Μάλιστα επειδή ακριβώς η σύσταση προϊσταμένου τμήματος αποτελεί πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως, επιβάλλεται στην Ε.Δ.Υ. να αναφέρει ρητά τους λόγους απόκλισης όπου αποφασίζει να μην την ακολουθήσει, (Δη[*784]μοκρατία ν. Ψωμά (1997) 3 Α.Α.Δ. 422, Δημοκρατία ν. Χριστούδη (1996) 3 Α.Α.Δ. 267 και Χριστοδούλου – ανωτέρω –).

 

Ένα από τα παράπονα του εφεσείοντος είναι ότι στη σύσταση της η Αναπληρώτρια Διευθύντρια αναφέρθηκε μεν στα πρόσθετα προσόντα των ενδιαφερομένων μερών τα οποία ανεπιφύλακτα σύστησε, παραλείποντας όμως να αναφερθεί και στο πρόσθετο προσόν του ίδιου του εφεσείοντος. Πράγματι από τα δεδομένα που είχε ενώπιον της η Ε.Δ.Υ., προέκυπτε ότι τα συστηθέντα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν πρόσθετα μη απαιτούμενα εκ του σχεδίου υπηρεσίας προσόντα, όπως αυτά καταγράφονται στους σχετικούς πίνακες που απαντώνται στο Παράρτημα 9 της ένστασης που καταχωρήθηκε πρωτοδίκως από τη Δημοκρατία. Πρόσθετο όμως προσόν, αυτό του διπλώματος Νοσηλευτικής Διοίκησης, Νοσηλευτική Σχολή, κατείχε και ο εφεσείων.  Σε αυτό δεν έγινε καμία απολύτως αναφορά από την Αναπληρώτρια Διευθύντρια και το λάθος επαναλήφθηκε και από την Ε.Δ.Υ., η οποία στο σκεπτικό της αναφέρθηκε στους επιλεγέντες ως διαθέτοντες πρόσθετα ακαδημαϊκά προσόντα που θεωρήθηκαν απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, κρίνοντας τους ως υπερέχοντες γενικά των υπολοίπων υποψηφίων. Η Ε.Δ.Υ. κατέγραψε ταυτόχρονα ότι οι υπόλοιποι υποψήφιοι, στους οποίους περιλαμβανόταν και ο εφεσείων, δεν υστερούσαν σε αξία με τους επιλεγέντες να υπερέχουν σε αρχαιότητα ή να υστερούν σε αρχαιότητα λόγω ημερομηνίας γέννησης και μόνο. Και ότι «οι επιλεγέντες διαθέτουν την υπέρ τους σύσταση της Αν. Γενικής Διευθύντριας, που συνάδει με τα στοιχεία των Φακέλων.». Είναι φανερό ότι εμφιλοχώρησε πλάνη στη διαδικασία, εφόσον δεν έγινε καμία αναφορά στο πρόσθετο προσόν του εφεσείοντος ως αυτό να μην υπήρχε, δίδοντας έτσι την εντύπωση ότι η επιλογή μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και του εφεσείοντος ήταν εύλογα επιτρεπτή στη βάση της ισοδυναμίας σε αξία, της ηλικιακής και μόνο αρχαιότητας του εφεσείοντος και του αντισταθμίσματος ότι έναντι αυτού, οι συστηθέντες κατείχαν ένα ή περισσότερα πρόσθετα προσόντα. Ακριβώς αυτή ήταν και η θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς απόρριψη της προσφυγής, η οποία όμως δεν έλαβε υπόψη το ότι και ο εφεσείων ήταν κάτοχος πρόσθετου προσόντος το οποίο θα έπρεπε να συνεκτιμάτο και ως προς τη σχετικότητα του, (Νικολαΐδης ν. Δημοκρατίας (2005) 3 Α.Α.Δ. 325 και Κοτζιάπασης ν. Οικονομίδη (2007) 3 Α.Α.Δ. 200),  και ως προς την επίπτωση που αυτό το πρόσθετο προσόν θα είχε επί της συγκριτικής πλέον αξίας των υποψηφίων. Τέτοια σύγκριση όμως, και έχει δίκαιο και επ’ αυτού ο εφεσείων, δεν έγινε.

 

Στη Δημοκρατία ν. Μιχαηλίδου (2011) 3 Α.Α.Δ. 871, επικυρώ[*785]θηκε η πρωτόδικη κρίση ότι δεν δικαιολογείτο η  υπέρ ενδιαφερομένου προσώπου σύσταση του διευθυντή χωρίς καμιά ιδιαίτερη εξήγηση εκτός από το ότι δόθηκε σε πρόσθετο προσόν η ανάλογη βαρύτητα, όταν αιτητής και  ενδιαφερόμενο μέρος, κατά τα άλλα, ήταν ίσοι σε αξία και με συμβολική υπεροχή σε αρχαιότητα αναγόμενη σε ημερομηνία γέννησης. Τέτοια σύσταση θεωρήθηκε αναιτιολόγητη. Πόσο μάλλον  εδώ που καμία απολύτως αναφορά δεν έγινε στο προσόν του εφεσείοντος. Όπως δε λέχθηκε και στη Δημοκρατία ν. Ευαγγέλου (2013) 3 Α.Α.Δ. 414, όπου λαμβάνονται υπόψη πρόσθετα προσόντα θα πρέπει αυτά να διερευνώνται και να συσταθμίζονται με τα ανάλογα προσόντα των υπολοίπων υποψηφίων.

 

Ως εκ των ανωτέρω δεν χρειάζεται επέκταση σε άλλους λόγους έφεσης.

 

Η έφεση υπ’ αρ. 65/2011 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται, καθώς και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη, με έξοδα τόσον πρωτοδίκως όσον και κατ’ έφεση υπέρ του εφεσείοντος και εναντίον της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο