Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 1) (2017) 3 ΑΑΔ 14

ECLI:CY:AD:2017:C21

(2017) 3 ΑΑΔ 14

[*14]26 Ιανουαρίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΑναφορικΑ με το Αρθρο 140 του ΣυντΑγματοΣ

 

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΒΟΥΛΗ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (AΡ. 1),

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναφορά Αρ. 9/2016)

 

 

Ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2016 ― Βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 26 του Συντάγματος εφόσον καταστρατηγεί το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως».

 

Με την υπό τον ως άνω αριθμό Αναφορά του ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε γνωμάτευση κατά πόσον ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση με τις διατάξεις των Άρθρων 26, 28 και 179 του Συντάγματος.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίνοντας πως ο επίδικος Νόμος είναι ασύμφωνος με το Άρθρο 26 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικός, αποφάσισε ότι:

 

Με τον υπό Αναφορά Νόμο γίνεται καταστρατήγηση του Άρθρου 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως». Στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 1/2014 (ανωτέρω) και στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 4/2014 (ανωτέρω), τονίστηκε ότι το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» περικλείει και το δι[*15]καίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου της Σύμβασης, κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων. Η μεταγενέστερη επέμβαση του Νομοθέτη δεν συμβιβάζεται, καταρχήν, με την ελευθερία των Συμβάσεων. Εξαιρέσεις δυνατόν να είναι δικαιολογημένες στο βαθμό που επιτρέπει το Σύνταγμα. Ο ισχυρισμός της Βουλής των Αντιπροσώπων, όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι η επέμβασή της στο δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι επιτρέπεται ένεκα της εκμετάλλευσης της ιδιάζουσας οικονομικής ισχύος των Πιστωτικών Ιδρυμάτων δεν μπορεί να επιτύχει καθότι κάτι τέτοιο δεν αιτιολογείται από την αιτιολογική έκθεση ή τον υπό Αναφορά Νόμο αλλά ούτε και αποτελεί το αντικείμενο του υπό Αναφορά Νόμου.

 

Τα όσα λέχθηκαν στις προαναφερόμενες Αναφορές 1/2014 και 4/2014 (ανωτέρω) κρίθηκε ότι ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση. Με τον υπό Αναφορά Νόμο υπάρχει παρέμβαση της Βουλής στο δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως», κατά παράβαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος, όσον αφορά τις υφιστάμενες συμβάσεις (κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος του υπό Αναφορά Νόμου) μεταξύ Πιστωτικών Ιδρυμάτων και δανειοληπτών σε σχέση με στεγαστικά και φοιτητικά δάνεια του προαναφερόμενου ύψους. Αυτό διότι με την μεταγενέστερη (των συμβάσεων) παρέμβαση της Βουλής η βούληση των συμβαλλομένων ως προς τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, στρεβλώνεται.

 

Ο υπό Αναφορά Νόμος κρίθηκε πως καταστρατηγεί το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» και επομένως βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 26 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικός και άκυρος.   Η Γνωμάτευση αφορά ολόκληρο το Νόμο εφόσον το περιεχόμενο του είναι ενιαίο και άπτεται μόνον του ζητήματος που έχει εξεταστεί. 

 

Ο υπό εξέταση νόμος ευρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς την διάταξη του άρθρου 26 του Συντάγματος.

 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125,

 

Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419,

 

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36,

[*16]Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2011) 3 Α.Α.Δ. 683,

 

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Aρ. 3) (2014) 3 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2014:C828,

 

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 6) (2014) 3 Α.Α.Δ. 529, ECLI:CY:AD:2014:C831,

 

United States v. Carolene Products Co, 304 U.S. 144 [1938],

 

Lloyds Bank v. Bundy [1974] 3 All E.R. 757.

 

Αναφορά.

 

Γνωμάτευση κατά πόσον «ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 26, 28 και 179 του Συντάγματος.

 

Ε. Γαβριήλ (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

 

Μ. Γ. Πικής, για την Καθ’ ης η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα Αναφορά, η οποία καταχωρίστηκε δυνάμει του Άρθρου 140 του Συντάγματος, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αιτείται Γνωματεύσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με το κατά πόσον ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός) (Αρ. 3) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση και/ή είναι ασύμφωνος με τις διατάξεις των Άρθρων 26, 28 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας.

 

Με τον προαναφερόμενο Νόμο (εφεξής ο υπό Αναφορά Νόμος) τροποποιούνται οι διατάξεις του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και συγκεκριμένα του Άρθρου 314Β (1) (α), ως ακολούθως: Οι διατάξεις του Άρθρου 314Α δεν εφαρμόζονται σε Πιστωτικά Ιδρύματα με εξαίρεση δάνεια που παραχωρούνται (ι) για οικιστικούς σκοπούς νοουμένου ότι το αρχικό ύψος του δανείου δεν υπερβαίνει τις €350.000.- και (ιι) για φοιτητικούς σκοπούς νοουμένου ότι το αρχικό ύψος του δανείου δεν υπερβαίνει τις €50.000.-.

 

Με το Άρθρο 314Α του Ποινικού Κώδικα ρυθμίζεται το αδίκημα [*17]της τοκογλυφίας ενώ στο τροποποιηθέν Άρθρο 314Β απαριθμούνται οι περιπτώσεις όπου οι διατάξεις του Άρθρου 314Α δεν εφαρμόζονται αναφορικά με Πιστωτικά Ιδρύματα και σε σχέση με ειδικές περιπτώσεις δανείων.

 

Με τον υπό Αναφορά Νόμο, δηλαδή, εισάγονται εξαιρέσεις στη γενική  πρόνοια του Άρθρου 314Β σύμφωνα με την οποία οι πρόνοιες του αδικήματος της τοκογλυφίας (του Άρθρου 314Α) δεν εφαρμόζονται σε Πιστωτικά Ιδρύματα. Οι εξαιρέσεις αφορούν σε δάνεια που παραχωρούνται για οικιστικούς σκοπούς, νοουμένου ότι το αρχικό ύψος του δανείου δεν υπερβαίνει τις €350.000.- και σε δάνεια που παραχωρούνται για φοιτητικούς σκοπούς, νοουμένου ότι το αρχικό ύψος του δανείου δεν υπερβαίνει τις €50.000.-.

 

Στον υπό Αναφορά Νόμο δεν γίνεται καμιά μνεία στο χρόνο σύναψης των δανειακών συμβάσεων για οικιστικούς και φοιτητικούς σκοπούς. Είναι η θέση του Αιτητή, επομένως, ότι παρόλο που ο υπό Αναφορά Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ, δεν ισχύει δηλαδή για περίοδο προγενέστερη της ημερομηνίας δημοσιεύσεως του στην Επίσημη Εφημερίδα, εντούτοις συνιστά επέμβαση στους όρους ήδη συναφθεισών συμβάσεων για οικιστικούς και φοιτητικούς σκοπούς, από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου. Αυτή η επέμβαση συνιστά, κατά τον Αιτητή, παραβίαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος, το οποίο εγγυάται και κατοχυρώνει το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» το οποίο περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και το δικαίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου της Σύμβασης. Κανένας περιορισμός του δικαιώματος αυτού δεν επιτρέπεται εκτός εάν συνάδει με τις γενικές αρχές του Δικαίου των Συμβάσεων. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το Άρθρο 26.1 του Συντάγματος, το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» υπόκειται σε εξαίρεση στην περίπτωση που «Νόμος θέλει προβλέψει δια την πρόληψιν εκμεταλλεύσεως υπό προσώπων, άτινα διαθέτουσιν ιδιάζουσαν οικονομικήν ισχύν». 

 

Είναι η θέση της Καθ’ ης η αίτηση ότι με τον υπό Αναφορά Νόμο δεν γίνεται οποιαδήποτε καταστρατήγηση του Άρθρου 26 του Συντάγματος. Με αναφορά στις υποθέσεις Chimonides v. Manglis (1967) 1 C.L.R. 125, Republic v. Menelaou (1982) 3 C.L.R. 419, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2011) 3 Α.Α.Δ. 683, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 3) (2014) 3 Α.Α.Δ. 487, ECLI:CY:AD:2014:C828 και Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 6) (2014) 3 Α.Α.Δ. 529, ECLI:CY:AD:2014:C831, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ’ ης η αίτηση εισηγήθηκε ότι, και αν ακόμη θεωρηθεί ότι υπάρχει τέτοια παραβίαση, αυτή δικαιολογείται [*18]και διασώζεται επειδή ο υπό Αναφορά Νόμος έχει ως αντικείμενο την πρόληψη εκμετάλλευσης από άτομα τα οποία διαθέτουν ιδιάζουσαν οικονομική ισχύ, όπως είναι τα Πιστωτικά Ιδρύματα.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ’ ης η αίτηση δέχθηκε ότι στον υπό Αναφορά Νόμο δεν γίνεται οποιαδήποτε μνεία στην πρόληψη εκμετάλλευσης από άτομα που διαθέτουν ιδιάζουσαν οικονομική ισχύ και ότι δεν υπάρχει αιτιολογική έκθεση, η οποία να αναφέρεται σε κάτι τέτοιο. Παρά ταύτα, στην προκείμενη περίπτωση, όπου ο υπό Αναφορά Νόμος αφορά σε εμπορικές συναλλαγές που εμπίπτουν στην κοινωνικοοικονομική σφαίρα, το δικαστήριο θεμιτά μπορεί να υποθέσει ότι η Βουλή είχε υπόψιν της γεγονότα που υποστήριζαν την απόφαση της. Αναφέρθηκε συναφώς στην υπόθεση United States v. Carolene Products Co, 304 U.S. 144 [1938] όπου λέχθηκε ότι, ακόμα και αν η Νομοθετική Εξουσία δεν αποκαλύψει αιτιολογίαν, το δικαστήριο μπορεί να υποθέσει την ύπαρξη γεγονότων που υποστηρίζουν την απόφαση της, σε περιπτώσεις ρυθμιστικής νομοθεσίας, η οποία αφορά σε συνήθεις εμπορικές συναλλαγές εκτός εάν, υπό το φως γνωστών γεγονότων ή γεγονότων που μπορούν γενικά να υποτεθούν, η Νομοθεσία έχει τέτοιο χαρακτήρα ώστε να αποκλείεται η προαναφερόμενη υπόθεση (περί ύπαρξης γεγονότων αιτιολογούντων τη νομοθετική απόφαση), οπότε σε τέτοια περίπτωση, επαφίεται στη Νομοθετική Εξουσία να παρέχει τη λογική βάση (αιτιολογία) πάνω στην οποία βάσισε την απόφασή της.

 

Ανεξάρτητα από την προαναφερόμενη Αμερικανική νομολογία, ο ευπαίδευτος συνήγορος της Καθ’ ης η αίτηση υποστήριξε επίσης πως το γεγονός ότι τα Πιστωτικά Ιδρύματα εμπίπτουν στην κατηγορία των προσώπων με ιδιάζουσαν οικονομική ισχύν, είναι παγκοίνως γνωστόν και επομένως το δικαστήριο μπορεί να λάβει δικαστική γνώση του γεγονότος αυτού.

 

Εξετάσαμε με προσοχή όλα τα ενώπιον μας στοιχεία. Θεωρούμε ότι με τον υπό Αναφορά Νόμο γίνεται καταστρατήγηση του Άρθρου 26 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως».   Στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 1/2014 (ανωτέρω) και στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 4/2014 (ανωτέρω), τονίστηκε ότι το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» περικλείει και το δικαίωμα διαμόρφωσης του περιεχομένου της Σύμβασης, κατά την ελεύθερη βούληση των συμβαλλομένων. Η μεταγενέστερη επέμβαση του Νομοθέτη δεν συμβιβάζεται, καταρχήν, με την ελευθερία των Συμβάσεων. Εξαιρέσεις δυνατόν να είναι δικαιολο[*19]γημένες στο βαθμό που επιτρέπει το Σύνταγμα. Ο ισχυρισμός της Βουλής των Αντιπροσώπων ότι η επέμβασή της στο δικαίωμα της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι επιτρέπεται ένεκα της εκμετάλλευσης της ιδιάζουσας οικονομικής ισχύος των Πιστωτικών Ιδρυμάτων δεν μπορεί να επιτύχει καθότι κάτι τέτοιο δεν αιτιολογείται από την αιτιολογική έκθεση ή τον υπό Αναφορά Νόμο αλλά ούτε και αποτελεί το αντικείμενο του υπό Αναφορά Νόμου.

 

Τα όσα λέχθηκαν στις προαναφερόμενες Αναφορές 1/2014 και 4/2014 (ανωτέρω) ισχύουν και στην προκείμενη περίπτωση. Με τον υπό Αναφορά Νόμο υπάρχει παρέμβαση της Βουλής στο δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως», κατά παράβαση του Άρθρου 26 του Συντάγματος, όσον αφορά τις υφιστάμενες συμβάσεις (κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος του υπό Αναφορά Νόμου) μεταξύ Πιστωτικών Ιδρυμάτων και δανειοληπτών σε σχέση με στεγαστικά και φοιτητικά δάνεια του προαναφερόμενου ύψους. Αυτό διότι με την μεταγενέστερη (των συμβάσεων) παρέμβαση της Βουλής η βούληση των συμβαλλομένων ως προς τους όρους της μεταξύ τους συμφωνίας, στρεβλώνεται.

 

Είναι, ουσιαστικά, παραδεκτό ότι ο υπό Αναφορά Νόμος δεν μπορεί να διασωθεί στη βάση των γενικών αρχών του Δικαίου των Συμβάσεων και δεν υπάρχουν τέτοιες αρχές του δικαίου των συμβάσεων που εφαρμόζονται στην προκείμενη περίπτωση. Επομένως ο Νόμος θα μπορούσε να διασωθεί μόνο στη βάση της πρόληψης της εκμετάλλευσης των δανειοληπτών από τα Πιστωτικά Ιδρύματα. Κάτι τέτοιο όμως θα έπρεπε να είχε αιτιολογηθεί δεόντως, από την Καθ’ ης η αίτηση, στον υπό Αναφορά Νόμο ή τουλάχιστον σε αιτιολογική έκθεση η οποία να τον συνοδεύει. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Λαμβανομένου υπόψιν ότι ο υπό Αναφορά Νόμος σχετίζεται με το ποινικό αδίκημα της τοκογλυφίας και δεν έχει ως στόχο την πρόληψη της εκμετάλλευσης από πρόσωπα με ιδιάζουσα οικονομική ισχύ και λαμβανομένου υπόψιν ότι με τον υπό Αναφορά Νόμο γίνεται εξαίρεση (για στεγαστικά και φοιτητικά δάνεια συγκεκριμένου ύψους) στην εξαίρεση των Πιστωτικών Ιδρυμάτων από την πρόνοια που ποινικοποιεί την τοκογλυφία, κρίνομε ότι η Καθ’ ης η αίτηση όφειλε να είχε αιτιολογήσει δεόντως την παρέμβαση της στο, συνταγματικά κατοχυρωμένο, δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως», πράγμα που δεν έπραξε.

 

Ακόμα και ακολουθώντας την Αμερικανική νομολογία επί του θέματος, παρατηρούμε ότι η υπόθεση Carolene Products (ανωτέρω) αφορούσε σε ρυθμιστική νομοθεσία σε σχέση με συνήθεις εμπορικές συναλλαγές και όχι σε πρόνοιες του Ποινικού Κώδικα, και δη[*20]μιουργούσε μαχητό τεκμήριο ύπαρξης αιτιολογίας το οποίον μπορεί να καταρριφθεί υπό το φως των γεγονότων της κάθε υπόθεσης. Στην παρούσα περίπτωση το οποιοδήποτε έστω μαχητό τεκμήριο, μπορεί εύκολα να καταρριφθεί από το γεγονός ότι τα Πιστωτικά Ιδρύματα, γενικά, εξαιρέθηκαν από την πρόνοια κατά της τοκογλυφίας αλλά έγινε εξαίρεση στην εξαίρεση για συγκεκριμένου ύψους στεγαστικά και φοιτητικά δάνεια, χωρίς αιτιολογία, για αυτή την (κατά τα άλλα μη δικαιολογημένη) διαφοροποίηση.

 

Για τους ίδιους λόγους δεν θα μπορούσε, το δικαστήριο, να λάβει και δικαστική γνώση της ιδιάζουσας οικονομικής ισχύος των Πιστωτικών Ιδρυμάτων, γενικώς, έναντι των δανειοληπτών για στεγαστικά και φοιτητικά δάνεια του προαναφερόμενου ύψους.    Στην υπόθεση Lloyds Bank v. Bundy [1974] 3 All E.R. 757 το Αγγλικό Εφετείο εξέτασε τη συγκεκριμένη περίπτωση της συγκεκριμένης τράπεζας έναντι του συγκεκριμένου δανειολήπτη και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχε εκεί μεγάλη ανισότητα στη διαπραγματευτική ισχύ των δύο συμβαλλομένων. Στην προκείμενη περίπτωση, όμως, δεν θα μπορούσε να υποτεθεί (στη γενικότητα που τέθηκε ενώπιον μας) ότι όλα τα Πιστωτικά Ιδρύματα, ανεξαιρέτως, βρίσκονται σε ιδιάζουσαν οικονομικήν ισχύ έναντι όλων των δανειοληπτών, ανεξαιρέτως, για στεγαστικά και φοιτητικά δάνεια του προαναφερόμενου ύψους.

 

Το Δικαστήριο αντιλαμβάνεται τον κοινωνικοοικονομικό στόχο του υπό Αναφορά Νόμου, αλλά θεωρεί ότι ο στόχος αυτός θα πρέπει να επιτευχθεί με τον, συνταγματικά, ορθό τρόπο.

 

Με τα προαναφερόμενα υπόψιν γνωματεύομε, ομόφωνα, ότι ο υπό Αναφορά Νόμος καταστρατηγεί το δικαίωμα του «συμβάλλεσθαι ελευθέρως» και επομένως βρίσκεται σε αντίθεση και είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις του Άρθρου 26 του Συντάγματος και επομένως είναι αντισυνταγματικός και άκυρος. Η Γνωμάτευση μας αφορά ολόκληρο το Νόμο εφόσον το περιεχόμενο του είναι ενιαίο και άπτεται μόνον του ζητήματος που έχουμε πραγματευθεί. Υπό το φως αυτής της κατάληξης δεν είναι σκόπιμο να προχωρήσουμε στην εξέταση και των υπόλοιπων λόγων ακυρότητος που επικαλείται ο Αιτητής.

 

Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, σύμφωνα με το Άρθρο 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.

 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο