The Onisi Ltd ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 103

ECLI:CY:AD:2017:C43

(2017) 3 ΑΑΔ 103

[*103]13 Φεβρουαρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

THE ONISI LTD,

 

Eφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου - Καθ’ ου η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 202A/2010)

 

 

Έννομο συμφέρον ― Η υποβολή νέας αίτησης για πολεοδομική άδεια συνιστά ανεπιφύλακτη αποδοχή και/ή συναίνεση στην απορριπτική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής που είναι αντικείμενο της προσφυγής ― Δεν υπάρχει έννομο συμφέρον υπό τις περιστάσεις.

 

Έννομο συμφέρον ― Αυτεπάγγελτη εξέταση ― Δυνατή σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.

 

Η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή της, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης του έθεσε το ερώτημα κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε στα πλαίσια του Άρθρου 146.4 να εγείρει εξ ιδίας πρωτοβουλίας το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας και αν μπορούσε να αποφασίσει διαφορετικά από τις πρόνοιες του Άρθρου 146.4.

 

Το ζήτημα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος από πλευράς αιτητή για την άσκηση της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος είναι ζήτημα δημόσιου συμφέροντος το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει ακόμη και αυτεπάγγελτα.

[*104]Μάλιστα σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία v. Α.Κ. Χατζηιωάννου και Υιοί (2005) 3 Α.Α.Δ. 467 η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αποφασίζεται κατά προτεραιότητα ακόμη και εγειρομένων συνταγματικών θεμάτων, λόγω ακριβώς του θεμελιακού του ζητήματος.

 

Όπως αποφασίστηκε το Πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν επιτρεπτό να εγείρει αυτεπάγγελτα θέμα εννόμου συμφέροντος από πλευράς εφεσείουσας, για το οποίο μάλιστα έδωσε την ευκαιρία στα μέρη να αγορεύσουν, και στη συνέχεια να αποφασίσει επί του θέματος.

 

Στην παρούσα περίπτωση μετά την απόρριψη από την Πολεοδομική Αρχή της πρώτης αίτησης της για πολεοδομική άδεια, η εφεσείουσα υπέβαλε νέα αίτηση στις 5/1/2006 με ελεύθερη βούληση και χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία και/ή επιφύλαξη. Η εφεσείουσα καταχώρησε την ιεραρχική της προσφυγή μετά την υποβολή της νέας αίτησης. Η συμπεριφορά της αυτή δεν μπορεί παρά να δηλώνει σιωπηρή αποδοχή από μέρους της, της απορριπτικής απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, αντικείμενο της ιεραρχικής προσφυγής. Η ανεπιφύλακτη αποδοχή της πιο πάνω απόφασης οδηγεί στην εξάλειψη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για άσκηση προσφυγής. Μάλιστα, το γεγονός της ανεπιφύλακτης αποδοχής και/ή συναίνεσης της εφεσείουσας στην απορριπτική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ενισχύεται από το γεγονός ότι εξασφαλίζοντας πολεοδομική άδεια με τη νέα αίτηση για την ανάπτυξη των τεμαχίων της, η εφεσείουσα  προχώρησε στη συνέχεια σε υλοποίηση της ανάπτυξης. Τυχόν αποδοχή της ιεραρχικής προσφυγής της αυτή θα ήταν ανεφάρμοστη και μόνο θεωρητική.

 

Η προσφυγή της εφεσείουσας κρίθηκε απαράδεκτη, ως αλυσιτελής, γιατί η εφεσείουσα στερείτο εννόμου συμφέροντος εφόσον δεν θα είχε πλέον καμιά ωφέλεια από την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Σαφώς η εφεσείουσα θα έπρεπε να προσβάλει διοικητική πράξη μετ’ εννόμου συμφέροντος που εδώ το έχει απωλέσει αποδεχόμενη ανεπιφύλακτα την απορριπτική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής και προχωρώντας στη συνέχεια σε πραγματοποίηση της ανάπτυξης στη βάση της νέας αίτησης της.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Epsilon Electromechanical Ltd. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 379,

[*105]Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 421,

 

Δημοκρατία v. Α.Κ. Χατζηιωάννου και Υιοί (2005) 3 Α.Α.Δ. 467,

 

Χατζησωτηρίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524,

 

Χατζηιωάννου κ.ά. v. Κοινοτικού Συμβουλίου Ακρωτηρίου κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 259, ECLI:CY:AD:2015:C388,

 

Ioakim v. Limassol Municipality (1970) 3 C.L.R. 170,

 

Demetriou a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1853,

 

Μαυρουδής κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123,

 

Κούππα v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 149,

 

Λαμπρατσιώτη v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 202,

 

Τσιμεντοποιΐα Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 268, ECLI:CY:AD:2015:C390,

 

Κωνσταντίνου κ.ά. v. Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 282.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κωνσταντινίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 926/2007), ημερ. 8/11/2010.

 

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα - Αιτήτρια.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για το Εφεσίβλητο - Καθ’ ου η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Πούγιουρου.

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα εταιρεία στις 30/4/2004 υπέβαλε αίτηση στην Πολεοδομική Αρχή για ανέγερση 19 κατοικιών με πισίνες στα τεμάχια της με αρ. 271 και 272, Φ/Σχ. LV 11/14 στο [*106]Πισσούρι, Επαρχίας Λεμεσού. Στις 14/11/2005 η Πολεοδομική Αρχή απέρριψε την αίτηση, πληροφορώντας σχετικά την εφεσείουσα, για τους ακόλουθους λόγους:

 

«(500) Η προτεινόμενη ανάπτυξη όπως υποβλήθηκε στις 30.4.2004 δεν τηρεί τις πρόνοιες της Πολιτικής 9(Ν)/2(γ) της Δήλωσης Πολιτικής του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, γιατί δεν διασφαλίζεται η μορφολογική ποικιλία και η ανάμειξη τύπων οικιστικών μονάδων όπως προβλέπεται από την πιο πάνω Πολιτική.

(501) Δεν έχει προηγηθεί οικοπεδοποίηση του τεμαχίου και χώρος πρασίνου που υποδείχθηκε εξολοκλήρου μέσα στη ζώνη Προστασίας της παραλίας (Ζώνη Ζ1) δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτός.

(502) Τα τροποποιημένα σχέδια που υποβλήθηκαν, μεταγενέστερα προβλέπουν ουσιαστικές τροποποιήσεις στην αρχικά υποβληθείσα αίτηση και ως εκ τούτου πρέπει να υποβληθεί νέα Πολεοδομική Αίτηση.»

 

Κατά της απόρριψης της αίτησης της η εφεσείουσα υπέβαλε στις 24/1/2006 ιεραρχική προσφυγή προς το Υπουργικό Συμβούλιο, σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/1972). Η εφεσείουσα εν τω μεταξύ στις 5/1/2006 υπέβαλε νέα αίτηση για την εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση 17 κατοικιών στα ίδια τεμάχια, η οποία ενεκρίθη στις 27/9/2006, οπότε και προχώρησε σε υλοποίηση της ανάπτυξης. Η Υπουργική Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 9/3/2009 επιληφθείσα της ιεραρχικής προσφυγής την απέρριψε, ως άνευ αντικειμένου, ενόψει της υποβολής εν τω μεταξύ νέας αίτησης για την οποία χορηγήθηκε πολεοδομική άδεια στη βάση της οποίας υλοποιήθηκε επί τόπου η αδειοδοτηθείσα ανάπτυξη. Η εφεσείουσα ειδοποιήθηκε σχετικά για την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της με επιστολή του Υπουργείου Εσωτερικών ημερ. 21/4/2009. Ακολούθησε στις 20/6/2009 η καταχώριση προσφυγής εναντίον της απορριπτικής απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου, ως ληφθείσας χωρίς τη δέουσα έρευνα και υπό πλάνη του Νόμου και αντιβαίνουσας στο Σύνταγμα και τη σχετική Νομοθεσία και Κανονισμούς.

 

Κατά το στάδιο της συζήτησης της προσφυγής το πρωτόδικο Δικαστήριο έθεσε αυτεπαγγέλτως θέμα κωλύματος της εφεσείουσας έγερσης και προώθησης της προσφυγής της ενόψει της υποβολής από πλευράς της νέας αίτησης για πολεοδομική άδεια, μετά την απόρριψη της πρώτης, και της υλοποίησης της ανάπτυξης [*107]στη βάση της άδειας που εκδόθηκε στη νέα αίτηση. Τα μέρη εξέφρασαν τις απόψεις τους με την εφεσείουσα να εισηγείται ότι εφόσον δεν εκρίθη επί της ουσίας της η ιεραρχική προσφυγή εξακολουθούσε να διατηρεί το δικαίωμα της να τύχει απάντησης, στη βάση του Άρθρου 29 του Συντάγματος και παράλληλα να προωθήσει τη νέα της αίτηση ώστε η προσφυγή να μην απώλεσε το αντικείμενο της.

 

Στη συνέχεια το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής, απορρίπτοντας την προσφυγή:

 

«Το θέμα που έθεσε το Δικαστήριο, εκείνο της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας, υπερβαίνει τις διαστάσεις των απόψεων των μερών, και αυτό είχε τονισθεί από το Δικαστήριο κατά τη συζήτηση. Εδώ δεν είναι θέμα αν η ιεραρχική προσφυγή παρέμεινε άνευ αντικειμένου, όπως το εξέλαβε η Υπουργική Επιτροπή. Η ουσία του θέματος όπως ετέθη από το Δικαστήριο είναι ότι η Αιτήτρια, υποβάλλοντας τη νέα αίτηση της, απεδέχθη την απόρριψη της πρώτης της αίτησης, όπως την απεδέχθη και κατ’ επίφαση όταν, εξασφαλίζοντας άδεια δυνάμει της δεύτερης αίτησης της, προέβη στην ανάπτυξη του ακινήτου στη βάση της άδειας που της εδόθη. Αυτή η συμπεριφορά της δεν μπορούσε να συμβιβασθεί με τη διατήρηση της ιεραρχικής προσφυγής της ως προς την πρώτη αίτηση και την μέσω αυτής αμφισβήτηση της απόρριψης της πρώτης αίτησής της. Επιμένοντας λοιπόν τώρα στην προσφυγή της που αφορά την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής της, ουσιαστικά επιδιώκει να αποδοκιμάσει την απόφαση με την οποία της εδόθη η άδεια και την οποία, επιδοκιμάζοντας την, εκμεταλλεύθηκε.  Δεν βλέπω πώς η Αιτήτρια μπορεί να προωθεί την προσφυγή.»

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης η εφεσείουσα προσβάλλει το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι επειδή καταχώρησε νέα αίτηση στερείται του εννόμου συμφέροντος να προωθήσει την προσφυγή της και ότι ισχύει στην περίπτωση της το δόγμα της επιδοκιμασίας και αποδοκιμασίας. O δικηγόρος της εφεσείουσας υποστήριξε κατά τη συζήτηση της έφεσης ότι το Άρθρο 29 του Συντάγματος και ο Νόμος 158(Ι)/1999 δίνουν δικαίωμα στην εφεσείουσα ως ιδιοκτήτριας περιουσίας να απευθύνεται με αιτήματα σε σχέση με την περιουσία της σε διοικητικό όργανο χωρίς η έγερση του ενός να αποκλείει την έγερση του άλλου.

 

Η πλευρά της εφεσίβλητης υπεραμύνθηκε της πρωτόδικης απόφασης, η οποία συνάδει με το Σημείωμα της Πολεοδομικής [*108]Αρχής προς την Υπουργική Επιτροπή όταν επιλήφθηκε της ιεραρχικής προσφυγής.

 

Το δικαίωμα υποβολής ιεραρχικής προσφυγής στο Υπουργικό Συμβούλιο προνοείται από το Άρθρο 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (Ν. 90/1972) και είναι το εξής:

 

«31.-(1) Οσάκις υποβάλληται αίτησις εις Πολεοδομικήν Αρχήν διά πολεοδομικήν άδειαν προς ανάπτυξιν ακινήτου ιδιοκτησίας, ή δι’ οιανδήποτε έγκρισιν υπό της εν λόγω Πολεοδομικής Αρχής απαιτουμένην βάσει Διατάγματος Αναπτύξεως, και η Πολεοδομική Αρχή αρνείται να χορηγήση την τοιαύτην άδειαν ή έγκρισιν ή χορηγή ταύτην υπό όρους, ο αιτητής δύναται, εάν τα νόμιμα αυτού συμφέροντα παραβλάπτωνται υπό της αποφάσεως, περιλαμβανομένης και αρνήσεως της αρχής όπως διά τους σκοπούς του Άρθρου 28 ορίση κατόπιν αιτήσεως υποβληθείσης προς τούτο, χρονικόν διάστημα μακρότερον των τριών ετών, δι’ ειδοποιήσεως δυνάμει του παρόντος άρθρου να υποβάλη ιεραρχικήν προσφυγήν εις το Υπουργικόν Συμβούλιον.

 

(2) Οσάκις υποβάλληται ιεραρχική προσφυγή δυνάμει του εδαφίου (1), το Υπουργικόν Συμβούλιον δύναται να επιτρέψη ή να απορρίψη ταύτην, ή να ακυρώση ή τροποποιήση οιονδήποτε μέρος της αποφάσεως ανεξαρτήτως του εάν η απόφασις αφορά εις το μέρος τούτο ή μη, δύναται δε να επιληφθή της αιτήσεως ως εάν αύτη είχε το πρώτον υποβληθή εις τούτο.»

 

Ο δικηγόρος της εφεσείουσας στο περίγραμμα αγόρευσης του έθεσε το ερώτημα κατά πόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε στα πλαίσια του Άρθρου 146.4 να εγείρει εξ ιδίας πρωτοβουλίας το ζήτημα του εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας και αν μπορούσε να αποφασίσει διαφορετικά από τις πρόνοιες του Άρθρου 146.4.

 

Το ζήτημα ύπαρξης εννόμου συμφέροντος από πλευράς αιτητή για την άσκηση της Αναθεωρητικής Δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου με βάση το Άρθρο 146.2 του Συντάγματος είναι ζήτημα δημόσιου συμφέροντος το οποίο το Δικαστήριο μπορεί να εξετάσει ακόμη και αυτεπάγγελτα. (Δέστε Epsilon Electromechanical Ltd. v. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2000) 3 Α.Α.Δ. 379 και Χατζηχάννας v. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2001) 4 Α.Α.Δ. 421).

 

Μάλιστα σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία v. Α.Κ. Χατζηιωάννου και Υιοί (2005) 3 [*109]Α.Α.Δ. 467 η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος πρέπει να αποφασίζεται κατά προτεραιότητα ακόμη και εγειρομένων συνταγματικών θεμάτων, λόγω ακριβώς του θεμελιακού του ζητήματος.

 

Ενόψει της πιο πάνω νομολογίας ήταν επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να εγείρει αυτεπάγγελτα θέμα εννόμου συμφέροντος από πλευράς εφεσείουσας, για το οποίο μάλιστα έδωσε την ευκαιρία στα μέρη να αγορεύσουν, και στη συνέχεια να αποφασίσει επί του θέματος. 

 

Το έννομο συμφέρον αποτελεί αδήριτη προϋπόθεση για την άσκηση οποιασδήποτε προσφυγής στη βάση του Άρθρου 146 του Συντάγματος (Χατζησωτηρίου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 524). Το βάρος ύπαρξης εννόμου συμφέροντος φέρει πάντοτε ο αιτητής (βλ. την υπόθεση Χατζηιωάννου κ.ά. v. Κοινοτικού Συμβουλίου Ακρωτηρίου κ.ά. (2015) 3 Α.Α.Δ. 259, ECLI:CY:AD:2015:C388). Εάν η ακύρωση ούτε θα ωφελήσει ούτε θα βλάψει τον αιτητή, τότε η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. (Βλ. Ioakim v. Limassol Municipality (1970) 3 C.L.R. 170 και Demetriou a.o. v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1853, 1861).

 

Σύμφωνα  με το σύγγραμμα «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου» του Επ. Σπηλιωτοπούλου, Τομος 2, 14η έκδοση, σελ. 81 «το συμφέρον (γενικώς) συνίσταται στη χρησιμότητα που έχει για τον αιτούντα η νομική ρύθμιση (αποκατάσταση της νομικής του κατάστασης που έχει διαταραχθεί από μια διοικητική πράξη), η οποία μπορεί να επέλθει με την εξαφάνιση της προσβαλλόμενης πράξης ή την ακύρωση της παράλειψης».

 

Το έννομο συμφέρον θα πρέπει να υπάρχει σ’ όλα τα στάδια της διαδικασίας, από την έγερση της προσφυγής, μέχρι την εκδίκαση της και την έκδοση της σχετικής απόφασης περιλαμβανομένης βεβαίως και της έφεσης (βλ. Μαυρουδής κ.ά. v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123, Κούππα v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 149, Λαμπρατσιώτη v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 202 και Τσιμεντοποιΐα Βασιλικού Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 268, ECLI:CY:AD:2015:C390). Θα πρέπει να υπάρχει επίσης και κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης. Το έννομο συμφέρον μπορεί να εξαλειφθεί αν ο αιτητής αποδεχθεί την προσβαλλόμενη πράξη και η αποδοχή του είναι ελεύθερη και ανεπιφύλακτη και όχι αποτέλεσμα πίεσης ή απειλής επέλευσης επιβλαβών συνεπειών σ’ αυτόν. (βλ. Ν. Χρ. Χαραλάμπους «Εγχειρίδιον Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου, 2η έκδ. σελ. 122 και απόφαση στην Κωνσταντίνου κ.ά. v. Αρχής Τηλεπι[*110]κοινωνιών Κύπρου (2001) 3 Α.Α.Δ. 282).

 

Στο σύγγραμμα  «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», του Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου,  (ανωτέρω) παραγ. 458 και 459  αναφέρονται τα εξής για το θέμα:

 

«458. Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), όπως όταν ο αιτών έχασε, μετά την έκδοση της πράξης, την ιδιότητα με την οποία είχε υποστεί τη βλάβη (ΣΕ 1757/2005), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (Δ/μα 18/1989, Άρθρο 29). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της……. »

 

Στην παρούσα περίπτωση μετά την απόρριψη από την Πολεοδομική Αρχή της πρώτης αίτησης της για πολεοδομική άδεια, η εφεσείουσα υπέβαλε νέα στις 5/1/2006 με ελεύθερη βούληση και χωρίς οποιαδήποτε διαμαρτυρία και/ή επιφύλαξη. Σημειώνεται ότι την ιεραρχική της προσφυγή καταχώρησε μετά την υποβολή της νέας αίτησης. Η συμπεριφορά της αυτή δεν μπορεί παρά να δηλώνει σιωπηρή αποδοχή από μέρους της της απορριπτικής απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, αντικείμενο της ιεραρχικής προσφυγής. Η ανεπιφύλακτη αποδοχή της πιο πάνω απόφασης οδηγεί στην εξάλειψη του απαιτούμενου εννόμου συμφέροντος για άσκηση προσφυγής. Μάλιστα, το γεγονός της ανεπιφύλακτης αποδοχής και/ή συναίνεσης της εφεσείουσας στην απορριπτική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής ενισχύεται από το γεγονός ότι εξασφαλίζοντας πολεοδομική άδεια με τη νέα αίτηση για την ανάπτυξη των τεμαχίων της, η εφεσείουσα  προχώρησε στη συνέχεια σε υλοποίηση της ανάπτυξης. Τυχόν αποδοχή της ιεραρχικής προσφυγής της αυτή θα ήταν ανεφάρμοστη και μόνο θεωρητική. 

 

Καταλήγοντας κρίνουμε ότι η προσφυγή της εφεσείουσας ήταν απαράδεκτη, ως αλυσιτελής, γιατί η εφεσείουσα στερείτο εννόμου συμφέροντος εφόσον δεν θα είχε πλέον καμιά ωφέλεια από την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. 

 

Σαφώς η εφεσείουσα θα έπρεπε να προσβάλει διοικητική πράξη μετ’ εννόμου συμφέροντος που εδώ το έχει απωλέσει αποδε[*111]χόμενη ανεπιφύλακτα την απορριπτική απόφαση της Πολεοδομικής Αρχής και προχωρώντας στη συνέχεια σε πραγματοποίηση της ανάπτυξης στη βάση της νέας αίτησης της. 

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων θεμάτων που εγείρονται με την έφεση.

 

Για όλους τους λόγους που παραθέσαμε πιο πάνω, η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται με €2.000 έξοδα πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, εναντίον της εφεσείουσας.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο