ECLI:CY:AD:2017:C66
(2017) 3 ΑΑΔ 147
[*147]2 Μαρτίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
ΕΛΕΝΗ ΠΙΕΡΗ ΚΑΛΛΕΝΟΥ,
Εφεσείουσα,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΑΣ ΚΑΙ
ΟΙΚΗΣΕΩΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ,
Εφεσίβλητης.
(Αναθεωρητική Έφεση 5/2011)
Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή ― Κριτήριο Εκτελεστότητας ― Υπό τις περιστάσεις, δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία να έπρεπε να ακυρωθεί υπό το φως της μεταγενέστερης ακύρωσης του Τοπικού Σχεδίου.
Έννομο Συμφέρον ― Η ελεύθερη αποδοχή διοικητικής πράξης καταλύει το έννομο συμφέρον του αιτούντος.
Η εφεσείουσα επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης που απέρριψε την προσφυγή της, με την οποία επεδίωξε ακύρωση της απόφασης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου ημερ. 21.10.2008 για την απόρριψη της αίτησής της για ανέγερση κατοικίας σε ιδιόκτητο τεμάχιο της στην Αγία Νάπα.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:
Ασκήθηκε η παρούσα έφεση με δύο λόγους που, κατά τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας, θα πρέπει να οδηγήσουν στην αποδοχή της έφεσης. Οι λόγοι που προσβάλλεται η επίδικη πρωτόδικη απόφαση, αφορούν την εσφαλμένη αποδοχή της προδικαστικής ενστάσεως περί βεβαιωτικής πράξης και στο ότι οι πρωτόδικοι ισχυρισμοί περί ακυρότητας της διοικητικής πράξης της Πολεοδομικής Αρχής έπρεπε κατά συνέπεια να εξεταστούν. Κατά τη συζήτηση της [*148]έφεσης, το ουσιαστικό σημείο που προωθήθηκε από την εφεσείουσα είναι ότι λανθασμένα έγινε επίκληση του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας το οποίο ως αυτοτελής διοικητική πράξη ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 5.10.2011. Αυτό σήμαινε ότι το Τοπικό Σχέδιο έπρεπε να θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξαν, με αποτέλεσμα κάθε πράξη που βασίστηκε σε αυτό να πρέπει να ακυρωθεί. Η μη προσβολή του Τοπικού Σχεδίου κατά τη δημοσίευση του, δεν εμποδίζει ούτε την υποβολή αίτησης για πολεοδομική άδεια, ούτε και την προσβολή της απόρριψης της πολεοδομικής αίτησης που προήλθε από όργανο άλλο από αυτό που εξέδωσε και δημοσίευσε το Τοπικό Σχέδιο.
Είναι αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας απόφασης να επεξηγηθούν περαιτέρω τα διαδικαστικά και ουσιαστικά βήματα που η εφεσείουσα είχε λάβει πριν την καταχώρηση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης και πώς αντιμετώπισε το ζήτημα στην εγερθείσα πρωτοδίκως προσφυγή από την απόφαση της οποίας και ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για πολεοδομική άδεια υπ’ αρ. ΑΜΧ/00283/2008, η οποία παραλήφθηκε από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή στις 2.7.2008, βρισκόταν σε ισχύ το Τοπικό Σχέδιο Αγίας Νάπας που είχε ήδη δημοσιευτεί στις 24.4.2008. Η αίτηση απερρίφθη στις 21.10.2008 στη βάση ακριβώς των όρων του εν λόγω Τοπικού Σχεδίου. Ακολούθησε στις 5.12.2008, επιστολή-παράπονο της αιτήτριας επικαλούμενη άνιση μεταχείριση των πολιτών καθότι είχαν ήδη εκδοθεί άλλες άδειες οικοδομής, επιδιώκοντας διαγραφή του σχετικού όρου άρνησης.
Η διοίκηση απάντησε αρνητικά στο αίτημα για διαγραφή του λόγου άρνησης (501) που αφορά στη μη ικανοποιητική προσπέλαση, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου επανέλαβε ότι το τεμάχιο στης εφεσείουσας «δεν διαθέτει δικαίωμα διάβασης το οποίο να καταλήγει σε δημόσιο εγγεγραμμένο δρόμο και ως εκ τούτου το αίτημα σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.». Στους λόγους ακυρώσεως, το πρώτο νομικό σημείο αναφερόταν στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε γιατί «στηρίζεται σε Τοπικό Σχέδιο (Αγίας Νάπας) που ως αποφασίστηκε και/ή καθορίστηκε πάσχει και δεν μπορεί να έχει δεσμευτικότητα νόμιμη ή συνταγματικά επιτρεπτή.». Και στο νομικό σημείο αρ. 4, αναφέρθηκε ότι δεν μπορούσε η διοίκηση να αποστερήσει περιουσία «χωρίς απαλλοτρίωση και/ή δυνάμει Τοπικού Σχεδίου που πάσχει ως προς τον τρόπο έγκρισης του ή ως προς ότι παράνομα πρόβλεψε.».
Εκκρεμούσης της υπό κρίση εφέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο διακήρυξε την ακυρότητα του Τοπικού Σχεδίου. Αυτό έγινε στις 30.6.2011 όταν ενώπιον και πάλι του ίδιου πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπου τέθηκε μεγάλος αριθμός εκκρεμουσών προσφυγών που συνεκ[*149]δικάζονταν και με αναφορά στην πρώτη εξ αυτών, την υπ’ αρ. 708/2009, η Δημοκρατία δήλωσε διά δικηγόρου του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν θα υποστηριζόταν η νομιμότητα της εκεί απόφασης υπό το φως των λόγων ακυρώσεων «αναγνωρίζοντας ότι κατά τη λειτουργία και κατά τις συνεδρίες του Κοινού Συμβουλίου και του Πολεοδομικού Συμβουλίου, δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), ο οποίος αναφέρεται στη σύνθεση και λειτουργία των συλλογικών οργάνων.». Με την αποδοχή των λόγων ακυρώσεως των αφορόντων στη σύνθεση, το Δικαστήριο κήρυξε παράνομη την πράξη και ακύρωσε όλες τις επίδικες πράξεις στις οποίες αφορούσαν οι ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσες προσφυγές.
Κατά την πρώτη συζήτηση της παρούσας έφεσης, τέθηκε από το δικηγόρο της εφεσείουσας ευθέως ζήτημα ακύρωσης της διοικητικής απόφασης υπό το φως της διακήρυξης από το Ανώτατο Δικαστήριο, ως ανωτέρω, ότι το Τοπικό Σχέδιο έχει ήδη ακυρωθεί ως παράνομο.
Η Ολομέλεια εξέτασε το θέμα παρά το ότι δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως, αλλά ούτε κατ’ έφεση, παρά μόνο εισήχθηκε διά της αγορεύσεως του συνηγόρου της εφεσείουσας. Ακολούθησε την απόφαση στην Χατζησυμεού v. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 536, ECLI:CY:AD:2015:C694 θεωρώντας ταυτόχρονα ως καταλυτικής σημασίας το γεγονός ότι πρωτοδίκως δεν είχε προσβληθεί ευθέως το Τοπικό Σχέδιο και άρα δεν θα ήταν δυνατός ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά πάγια νομολογία.
Στην υπό κρίση έφεση, το θέμα του παρανόμου του Τοπικού Σχεδίου είχε, εισαχθεί ως λόγος ακυρώσεως στην προσφυγή και αναπτύχθηκε στις αγορεύσεις. Η θέση που η εφεσείουσα έλαβε επί της εγκυρότητας του Τοπικού Σχεδίου δικαιώθηκε μεταγενέστερα με την αποδοχή εκ μέρους της Δημοκρατίας της πάσχουσας σύνθεσης των οργάνων που συνδιαμόρφωσαν το εν λόγω Τοπικό Σχέδιο. Κατά τη συζήτηση της έφεσης αναπτύχθηκαν επιχειρήματα ως προς τη σημασία και την έκταση του erga omnes. Σύμφωνα με την αρχή αυτή που εμπεριέχεται και στο Άρθρο 57 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, έπειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν την έκδοση της ακυρωθείσας πράξης. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει ως δεδικασμένο έναντι όλων, κατά το Άρθρο 58 του εν λόγω Νόμου.
Περαιτέρω, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης η νομολογία προδιαγράφει ότι άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξεως καθίστανται άνευ αντικειμένου. Η αρχή του erga omnes αφορά τη διαδικασία παραγωγής μιας διοικητικής πράξεως, έτσι ώστε όταν μια [*150]διοικητική πράξη προσβάλλεται με δύο ή περισσότερες προσφυγές, η ακύρωση στην πρώτη καθιστά τις υπόλοιπες που ακολουθούν άνευ αντικειμένου, όπως έγινε και με τη συμφωνία της Δημοκρατίας ως προς την πλημμελή διαδικασία που οδήγησε στην παραγωγή του Τοπικού Σχεδίου, ακυρωμένων κατ’ επέκταση και όλων των πράξεων που καλύπτονταν από την υπόθ. υπ’ αρ. 708/2009 και τις επόμενες αυτής.
Δεν παρίσταται όμως ανάγκη στην υπό κρίση έφεση, περαιτέρω εξέτασης της νομολογίας. Αυτό διότι στα συγκεκριμένα επίδικα γεγονότα δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία να έπρεπε να ακυρωθεί υπό το φως της μεταγενέστερης ακύρωσης του Τοπικού Σχεδίου. Το εκτελεστό της διοικητικής πράξης αποτελεί προϋπόθεση για νόμιμη άσκηση προσφυγής. Αποτελεί το νομιμοποιητικό στοιχείο ανάληψης δικαιοδοσίας από το αναθεωρητικό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, η δε εξέταση του δύναται να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο ακόμη και αυτεπαγγέλτως, ως ζήτημα δημοσίας τάξεως. Το αυτό συμβαίνει και για το έννομο συμφέρον.
Κατ’ αρχάς παρατηρείται ότι η προσφυγή στρεφόταν εναντίον της απόφασης της διοίκησης ημερ. 21.10.2008. Η εφεσείουσα αποδέχθηκε με την επιστολή της ημερ. 5.12.2008 τους δύο από τους τρεις όρους, ήτοι, τον (500) και τον (502). Η αποδοχή πράξης της διοίκησης αποστερεί τον διοικούμενο από την άσκηση προσφυγής εναντίον της απόφασης μη έχοντας πλέον προς τούτο, έννομο συμφέρον. Η αποδοχή πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη ή υπό όρους που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης. Η αποδοχή, ρητή ή σιωπηρή, καταλύει το έννομο συμφέρον του αιτούντος. Η εφεσείουσα απεδέχθη τους εν λόγω όρους χωρίς να ήταν αναγκαίο στο πλαίσιο νόμιμης υποχρέωσης της και ήταν σαφώς οικειοθελής.
Ως προς τον άλλο λόγο (501), για τον οποίο η διοίκηση απέρριψε το αίτημα για πολεοδομική άδεια, η εφεσείουσα και πάλι στην ουσία απεδέχθη τον όρο, ζητώντας όμως επανεξέταση υπό το φως «ίσης μεταχείρισης» και υπέβαλε προς τούτο «νέα» στοιχεία, ήτοι, την κατά την κρίση της ύπαρξη ανισότητας εκ του γεγονότος ότι δόθηκε με τα ίδια χαρακτηριστικά τεμαχίου, παρόμοια άδεια. Η διοίκηση εξέτασε τα δεδομένα που έστω και με γενικότητα έθεσε η εφεσείουσα υπόψη της και απέρριψε τη θέση της με την επιστολή της ημερ. 6.5.2009 παράγοντας όμως έτσι νέα διοικητική πράξη στο βαθμό που ζητήθηκε επανεξέταση στη βάση της αρχής της ισότητας και επ’ αυτής δεν ασκήθηκε, ως φαίνεται, νέα προσφυγή. Τέτοιο ζήτημα όμως θα εξεταζόταν αν η εφεσείουσα ασκούσε προσφυγή επί της απάντησης που δόθηκε στις 6.5.2009.
Εν ολίγοις, ενώ η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 17.12.2008, είχε [*151]προηγηθεί στις 5.12.2008 αποδοχή από την εφεσείουσα όλων των απορριπτικών λόγων με ρητή αναφορά επί των δύο εκ των τριών απορριπτικών λόγων για μη έγκριση της αίτησης για πολεοδομική άδεια, σιωπηρά δε αποδεχόμενη και τον τρίτο λόγο ενώ ζητήθηκε επανεξέταση αυτού. Παράχθηκε νέα πράξη, η οποία δεν προσεβλήθη. Επομένως, όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η εφεσείουσα δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα, ούτε να στρέφεται στο παρελθόν δηλαδή στην απόφαση της 21.10.2008, μετά που η ίδια ζήτησε επανεξέταση και δόθηκε επ’ αυτής της επανεξέτασης, απάντηση της διοίκησης.
Η εξέταση της ακύρωσης της απόφασης ημερ. 21.10.2008 λόγω της μεταγενέστερης ακύρωσης του Τοπικού Σχεδίου, θα ήταν κατά συνέπεια αλυσιτελής, εφόσον στα συγκεκριμένα γεγονότα δεν υπήρχε εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί μετ’ εννόμου συμφέροντος. Δεν υπεισέρχονται έτσι στην εικόνα ευρύτερα ζητήματα που θα μπορούσαν να εξεταστούν όπως την υποχρέωση της διοίκησης να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα τους κατάσταση μετά την ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου. Η απόφαση της 21.10.2008, ή, ακόμη και της 6.5.2009, δεν θα ήταν αυτοδικαίως άκυρη, αλλά χρειαζόταν νέα πράξη ανάκλησης της διοίκησης αυτεπαγγέλτως ή επί τη αιτήσει του διοικούμενου και επανεξέταση της αίτησης.
Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Χατζησυμεού v. Δημοκρατίας (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C694A.A.Δ. 536,
Δήμητρα Κόσιη v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 41/2010, ημερ. 21.12.2012,
Ζαχαρίας Κεφάλας v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 1549/2010, ημερ. 10.4.2012,
Graicias Holdings Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως κ.ά. Υπόθ. Αρ. 84/2011, ημερ. 8.10.2013,
Α. Τσόκκος Hotels Public Ltd v. Υπουργικού Συμβουλίου, Υπόθ. Αρ. 176/2011, ημερ. 16.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D29,
Λουκάς Σκυλουριώτης κ.ά. v. Δήμου Λευκωσίας, Υπόθ. Αρ. 1909/2008, ημερ. 6.9.2011,
Σπύρος Χατζηκωνσταντής v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 132/2009, ημερ. 30.8.2012,
[*152]Σκαπούλαρος v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 540, ECLI:CY:AD:2016:C514,
Αρχή Λιμένων Κύπρου v. Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140,
Μιλτιάδους v. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,
Δημοκρατία v. Χαραλάμπους (1992) 3 Α.Α.Δ. 251,
Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 769, ECLI:CY:AD:2016:C574,
Kikas a.ο. v. The Cyprus Broadcasting Corporation a.ο. (1984) 3 C.L.R. 85,
Στεφανίδης v. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49,
Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314,
Lavar Shipping Co Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 260,
Stylianides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 672,
Myrianthis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 165,
Demetriou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 920,
Θεοδώρου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44,
Λιασίδης v. ΕΤΕΚ (2010) 3 Α.Α.Δ. 110,
Καραολής v. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (1998) 3 Α.Α.Δ. 616,
Σασάκαρος v. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 106, ECLI:CY:AD:2014:C235,
Χριστοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2016) 3. Α.Α.Δ. 1, ECLI:CY:AD:2016:C54.
Έφεση.
Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 1920/2008), ημερ. 20/12/2010.
Α.Σ. Αγγελίδης με Σ. Αγγελίδη και Στ. Αγγελίδη (κα), για την Εφεσείουσα.
[*153]Θ. Πιπερή (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Με την πρωτόδικη απόφαση απερρίφθη η προσφυγή της εφεσείουσας με την οποία επεδίωξε ακύρωση της απόφασης του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου ημερ. 21.10.2008 για την ανέγερση κατοικίας σε ιδιόκτητο τεμάχιο της στην Αγία Νάπα. Οι λόγοι απόρριψης αφορούσαν το γεγονός ότι το τεμάχιο ενέπιπτε στη ζώνη προστασίας Δα1, εντός της οποίας δεν επιτρεπόταν οικιστική ανάπτυξη σύμφωνα με τις πρόνοιες της παραγράφου 16.5 του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας (Όρος 500), ότι το τεμάχιο δεν διέθετε κατάλληλη και ικανοποιητική προσπέλαση κατά παράβαση των προνοιών της παρ. 1(γ) του Παραρτήματος Β των Τοπικών Σχεδίων και της Εντολής 1/94 του Υπουργού Εσωτερικών επί τω ότι το αναγραφόμενο στον τίτλο ιδιοκτησίας δικαίωμα διάβασης δεν κατέληγε σε εγγεγραμμένο δημόσιο δρόμο (Όρος 501), και τέλος ότι το ποσοστό κάλυψης και ο συντελεστής δόμησης της ανάπτυξης ανέρχονταν σε 0.013:1 και 0.02:1 αντίστοιχα, αντί μέχρι 0.005:1, κατά παράβαση των προνοιών της πολεοδομικής ζώνης Δα1 και της παρ. 9.2 του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας.
Η εφεσείουσα με μεταγενέστερη επιστολή της ημερ. 5.12.2008, εισηγήθηκε προς την Πολεοδομική Αρχή ότι για λόγους ίσης μεταχείρισης θα έπρεπε να της παραχωρηθεί η αιτούμενη άδεια αφού δόθηκε τέτοια άδεια σε άλλες περιπτώσεις υπό ίδια δεδομένα και με το ίδιο δικαίωμα πρόσβασης και ταυτόχρονα να διαγραφεί ο σχετικός λόγος άρνησης 501. Η αρμόδια αρχή απάντησε στις 6.5.2009 αρνητικά θεωρώντας ότι στη βάση των παραγράφων 10.5.1 και 16.5 του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας, που είχε δημοσιευθεί στις 24.4.2008, δεν επιτρεπόταν οποιαδήποτε οικιστική ανάπτυξη στη συγκεκριμένη περιοχή εκτός από αναπτύξεις που εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον, εντασσόμενες στην κατηγορία Περιοχών Προστασίας της Φύσης. Οποιεσδήποτε άλλες άδειες είχαν δοθεί στη βάση του προηγούμενου Τοπικού Σχεδίου.
Η Δημοκρατία υπέβαλε προδικαστική ένσταση ως καθ’ ων η αίτηση στην προσφυγή, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν βεβαιωτική στερούμενη εκτελεστού χαρακτήρα με την εφεσείουσα-αιτήτρια να εμποδιζόταν να αποδοκιμάσει το Τοπικό Σχέδιο Αγίας Νά[*154]πας, εφόσον ουδέποτε το αμφισβήτησε με την υποβολή ένστασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση έκρινε ότι:
«δεν είναι τόσο θέμα επιβεβαιωτικής πράξης, όπως ισχυρίζεται ο δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση, αλλά περισσότερο θέμα δέσμιας αρμοδιότητας, εφόσον οι ενέργειες της διοίκησης ήταν δεσμευμένες από το Τοπικό Σχέδιο, με αποτέλεσμα η απόφαση της διοίκησης να μην συνιστά εκτελεστή πράξη.»
Σύμφωνα με το Δικαστήριο δεν υπήρχε οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια στην αρμόδια αρχή, αφού στη διαπίστωση των πραγματικών δεδομένων και χαρακτηριστικών του τεμαχίου ήταν οφειλόμενη η εφαρμογή των προνοιών του ήδη δημοσιευθέντος Τοπικού Σχεδίου.
Ασκήθηκε η παρούσα έφεση με δύο λόγους που, κατά τη θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσείουσας, θα πρέπει να οδηγήσουν στην αποδοχή της έφεσης. Οι λόγοι αφορούν την εσφαλμένη αποδοχή της προδικαστικής ενστάσεως περί βεβαιωτικής πράξης και στο ότι οι πρωτόδικοι ισχυρισμοί περί ακυρότητας της διοικητικής πράξης της Πολεοδομικής Αρχής έπρεπε κατά συνέπεια να εξεταστούν. Κατά τη συζήτηση της έφεσης, το ουσιαστικό σημείο που προωθήθηκε από την εφεσείουσα είναι ότι λανθασμένα έγινε επίκληση του Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας το οποίο ως αυτοτελής διοικητική πράξη ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 5.10.2011. Αυτό σήμαινε ότι το Τοπικό Σχέδιο έπρεπε να θεωρείται ως μηδέποτε υπάρξαν, με αποτέλεσμα κάθε πράξη που βασίστηκε σε αυτό να πρέπει να ακυρωθεί.
Η μη προσβολή του Τοπικού Σχεδίου κατά τη δημοσίευση του, δεν εμποδίζει ούτε την υποβολή αίτησης για πολεοδομική άδεια, ούτε και την προσβολή της απόρριψης της πολεοδομικής αίτησης που προήλθε από όργανο άλλο από αυτό που εξέδωσε και δημοσίευσε το Τοπικό Σχέδιο. Η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου ισχύει έναντι πάντων, ενώ η υπό κρίση διοικητική απόφαση δεν θα μπορούσε να ήταν βεβαιωτική, αφού προερχόταν από όργανο διάφορο εκείνου που αποφάσισε το Τοπικό Σχέδιο. Κατά την εισήγηση της εφεσείουσας, η προσβληθείσα με την προσφυγή διοικητική πράξη ήταν εκτελεστή εφόσον επέφερε άμεσα έννομα συμφέροντα στην ιδιοκτησία της, την οποία δεν μπορούσε να αναπτύξει κατά την επιθυμία της, πράξη όμως η οποία στηριχθείσα αποκλειστικά στο Τοπικό Σχέδιο του 2010, θα έπρεπε εν πάση περιπτώσει να [*155]ακυρωθεί, ακυρωμένου του ίδιου του Τοπικού Σχεδίου.
Ο συνήγορος της εφεσείουσας αναφέρθηκε στη νομολογία, πρωτόδικη και Ολομέλειας, που έχει διαμορφωθεί στο υπό εξέταση ζήτημα, εισηγούμενος ότι θα πρέπει η νομολογία αυτή να διασαφηνιστεί κατά τρόπο που να συνάδει με τις πάγιες αρχές του διοικητικού δικαίου ούτως ώστε πράξη που εκδίδεται στη βάση προηγηθείσας πράξης, η οποία στη συνέχεια ακυρώνεται, να συμπαρασύρει σε ακύρωση και τη μεταγενεστέρως εκδοθείσα πράξη.
Η εφεσίβλητη Δημοκρατία έχει αντίθετη άποψη επί του θέματος, δεχόμενη ότι η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου που έγινε μεταγενέστερα, δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τη νομιμότητα της προγενεστέρως ληφθείσας διοικητικής απόφασης με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για πολεοδομική ανάπτυξη στη βάση σαφών όρων που βασίζονταν στις πρόνοιες του ισχύοντος τότε Τοπικού Σχεδίου.
Είναι αναγκαίο για σκοπούς της παρούσας απόφασης να επεξηγηθούν περαιτέρω τα διαδικαστικά και ουσιαστικά βήματα πουη εφεσείουσα είχε λάβει πριν την καταχώρηση της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης και πώς αντιμετώπισε το ζήτημα στην εγερθείσα πρωτοδίκως προσφυγή από την απόφαση της οποίας και ασκήθηκε η παρούσα έφεση. Κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για πολεοδομική άδεια υπ’ αρ. ΑΜΧ/00283/2008, η οποία παραλήφθηκε από την αρμόδια Πολεοδομική Αρχή στις 2.7.2008, βρισκόταν σε ισχύ το Τοπικό Σχέδιο Αγίας Νάπας που είχε ήδη δημοσιευτεί στις 24.4.2008. Η αίτηση απερρίφθη στις 21.10.2008 στη βάση ακριβώς των όρων του εν λόγω Τοπικού Σχεδίου. Ακολούθησε στις 5.12.2008, επιστολή-παράπονο της αιτήτριας επικαλούμενη άνιση μεταχείριση των πολιτών καθότι είχαν ήδη εκδοθεί άλλες άδειες οικοδομής, επιδιώκοντας διαγραφή του σχετικού όρου άρνησης. Η εν λόγω επιστολή κατέληγε με τις εξής παραγράφους:
«Ευελπιστώ στην επανεξέταση της αιτήσεως και διαγραφή της συγκεκριμένης παραγράφου στην σχετική επιστολή σας.
Ασχέτως αν δεν δύναται με βάση την παράγραφο 500 και 502, να εκδοθεί η άδεια οικοδομής προς το παρόν, πιστεύω ότι πρέπει να διατυπωθεί η πραγματική εικόνα για τους λόγους αρνήσεως.»
Η διοίκηση απάντησε αρνητικά με επιστολή της ημερ. 6.5.2009. Στο αίτημα για διαγραφή του λόγου άρνησης (501) που [*156]αφορά στη μη ικανοποιητική προσπέλαση, το Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως Αμμοχώστου επανέλαβε ότι το τεμάχιο στης εφεσείουσας «δεν διαθέτει δικαίωμα διάβασης το οποίο να καταλήγει σε δημόσιο εγγεγραμμένο δρόμο και ως εκ τούτου το αίτημα σας δεν μπορεί να ικανοποιηθεί.». Ως προς την περίπτωση της ανισότητας για την οποία η εφεσείουσα κατονόμασε συγκεκριμένη άδεια οικοδομής που εκδόθηκε με παρόμοια χαρακτηριστικά, η διοίκηση απάντησε ότι μετά από μελέτη του οικοδομικού φακέλου με αρ. Β 249/89 του Δήμου Αγίας Νάπας, διαφαινόταν ότι η υφιστάμενη οικοδομή καλυπτόταν από άδεια οικοδομής που είχε χορηγηθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου και των σχετικών Κανονισμών.
Στους λόγους ακυρώσεως, το πρώτο νομικό σημείο αναφερόταν στο ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έπασχε γιατί «στηρίζεται σε Τοπικό Σχέδιο (Αγίας Νάπας) που ως αποφασίστηκε και/ή καθορίστηκε πάσχει και δεν μπορεί να έχει δεσμευτικότητα νόμιμη ή συνταγματικά επιτρεπτή.». Και στο νομικό σημείο αρ. 4, αναφέρθηκε ότι δεν μπορούσε η διοίκηση να αποστερήσει περιουσία «χωρίς απαλλοτρίωση και/ή δυνάμει Τοπικού Σχεδίου που πάσχει ως προς τον τρόπο έγκρισης του ή ως προς ότι παράνομα πρόβλεψε.».
Στην αγόρευση της πρωτοδίκως η εφεσείουσα ανέπτυξε το ζήτημα του πάσχοντος Τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας με υπόδειξη ότι το εν λόγω Σχέδιο είχε ήδη προσβληθεί σε σειρά άλλων προσφυγών (1080/2008 και άλλες), οι οποίες εκδικάζονταν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το αποτέλεσμα των οποίων θα έκρινε και την επίδικη προσβαλλόμενη πράξη «εφόσον εάν ακυρωθεί τότε και η επίδικη πράξη είναι άκυρη.» Αναπτύχθηκε στην αγόρευση επιχειρηματολογία ως προς την κακή σύνθεση του Κοινού Συμβουλίου και του Πολεοδομικού Συμβουλίου που εκπόνησαν το Τοπικό Σχέδιο. Η πάσχουσα σύνθεση αμφοτέρων συναρτήθηκε προς την παρουσία ή απουσία σε διάφορες συνεδρίες, 13 τον αριθμό για το Κοινό Συμβούλιο και 6 για το Πολεοδομικό Συμβούλιο, ώστε οι διάφορες συνεδρίες να ήταν εντελώς ανομοιόμορφες χωρίς να καταγράφεται ότι γινόταν η αναγκαία ενημέρωση των απουσιαζόντων προηγουμένως μελών, ενώ ούτε επαναλήφθηκαν οι συνεδρίες. Πρόσθεσε δε ότι μέλη του Κοινού Συμβουλίου τοποθετούνταν προς το Πολεοδομικό Συμβούλιο και τον Υπουργό Εσωτερικών επί δικών τους ενστάσεων, όπως ο Δήμαρχος, ο Αντιδήμαρχος και μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου Αγίας Νάπας.
Ηγέρθηκε, όπως ήδη αναφέρθηκε, σχετική προδικαστική έν[*157]σταση περί μη εκτελεστής πράξης. Συγκεκριμένα ότι το επίδικο τεμάχιο ήταν «δεσμευμένο από το Τοπικό Σχέδιο Αγίας Νάπας», το οποίο δεν επέτρεπε οικιστική ανάπτυξη. Η εφεσείουσα, ως αιτήτρια δεν ζήτησε αποδέσμευση του τεμαχίου της από το εν λόγω Σχέδιο, που δημοσιεύτηκε στις 24.4.2008 με τη διαδικασία που προβλέπεται με λεπτομέρεια από τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο αρ. 90/1972, ο οποίος προβλέπει τα της εκπόνησης, οριστικοποίησης και υποβολής ενστάσεων εναντίον προνοιών του Τοπικού Σχεδίου. Επομένως, εφόσον η εφεσείουσα δεν είχε προσβάλει το δυσμενές για το τεμάχιο της Τοπικό Σχέδιο, «η προσβαλλόμενη πράξη τώρα απλά επιβεβαίωνει τις πιο πάνω πρόνοιες της παρ. 16.5 του τοπικού Σχεδίου Αγίας Νάπας ……». Ως βεβαιωτική στερείτο επομένως εκτελεστού χαρακτήρα. Κατά δεύτερο λόγο, η εφεσείουσα είχε αποδεχθεί τις πρόνοιες του Τοπικού Σχεδίου και συνεπώς και πάλι δεν μπορούσε να προσβάλει την διοικητική απόφαση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση αποφάσισε τα όσα προηγουμένως καταγράφησαν. Η απόφαση εκδόθηκε στις 20.12.2010. Δεν εξετάστηκαν εκεί οι λόγοι ακύρωσης περί παράνομης σύνθεσης του Κοινού Συμβουλίου και του Πολεοδομικού Συμβουλίου, εφόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου, δεν είχε παραχθεί εκτελεστή διοικητική πράξη λόγω της κατά δέσμιας αρμοδιότητας της διοίκησης εφαρμογής των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου. Τυχόν έγκριση της πολεοδομικής άδειας θα ήταν αντίθετη με τις πρόνοιες του.
Εκκρεμούσης της υπό κρίση εφέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο διακήρυξε την ακυρότητα του Τοπικού Σχεδίου. Αυτό έγινε στις 30.6.2011 όταν ενώπιον και πάλι του ίδιου πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπου τέθηκε μεγάλος αριθμός εκκρεμουσών προσφυγών που συνεκδικάζονταν και με αναφορά στην πρώτη εξ αυτών, την υπ’ αρ. 708/2009, η Δημοκρατία δήλωσε διά δικηγόρου του Γενικού Εισαγγελέα ότι δεν θα υποστηριζόταν η νομιμότητα της εκεί απόφασης υπό το φως των λόγων ακυρώσεων «αναγνωρίζοντας ότι κατά τη λειτουργία και κατά τις συνεδρίες του Κοινού Συμβουλίου και του Πολεοδομικού Συμβουλίου, δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), ο οποίος αναφέρεται στη σύνθεση και λειτουργία των συλλογικών οργάνων.». Με την αποδοχή των λόγων ακυρώσεως των αφορόντων στη σύνθεση, το Δικαστήριο κήρυξε παράνομη την πράξη και ακύρωσε όλες τις επίδικες πράξεις στις οποίες αφορούσαν οι ενώπιον του Δικαστηρίου τεθείσες προσφυγές.
[*158]Κατά την πρώτη συζήτηση της παρούσας έφεσης, τέθηκε στις 3.10.2016, ενώπιον της παρούσας Ολομέλειας, από τον κ. Αγγελίδη ευθέως ζήτημα ακύρωσης της διοικητικής απόφασης υπό το φως της διακήρυξης από το Ανώτατο Δικαστήριο, ως ανωτέρω, ότι το Τοπικό Σχέδιο έχει ήδη ακυρωθεί ως παράνομο. Είχε στο μεταξύ εκδοθεί από την Ολομέλεια η απόφαση στην Χατζησυμεού v. Δημοκρατίας (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C694A.A.Δ. 536, ενώ αναμενόταν και η έκδοση άλλης απόφασης από την Ολομέλεια, και έτσι η ακρόαση αναβλήθηκε με σκοπό να επέλθει τυχόν συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών. Αυτό δεν κατέστη δυνατό, και στις 2.12.2016, ολοκληρώθηκε η επιχειρηματολογία, με την κάθε πλευρά να επιμένει στις θέσεις της ως προς την επίπτωση της ακύρωσης του Τοπικού Σχεδίου επί της επίδικης διοικητικής απόφασης.
Είναι γεγονός, και έγινε προς τούτο επίκληση μεγάλου αριθμού νομολογίας, ότι οι θέσεις που εκφράστηκαν δικαστικώς από το Ανώτατο Δικαστήριο δεν είναι απολύτως ευθυγραμμισμένες. Υπάρχουν πρωτόδικες αποφάσεις με διαφορετικές προσεγγίσεις ως προς το θέμα. Η Δήμητρα Κόσιη v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 41/2010, ημερ. 21.12.2012, (Ναθαναήλ, Δ.), την οποία ο κ. Αγγελίδης υποστήριξε ως την ορθή νομική προσέγγιση στο θέμα, αποτέλεσε συνέχεια της Ζαχαρίας Κεφάλας v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1549/2010, ημερ. 10.4.2012, (Χατζηχαμπής, Δ., όπως ήταν τότε), στην οποία όμως δεν έγινε αναφορά, ενώ η ίδια η Ζαχαρίας Κεφάλας ακολουθήθηκε με ρητή αναφορά στην Graicias Holdings Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως κ.ά., υπόθ. αρ. 84/2011, ημερ. 8.10.2013 και Α. Τσόκκος Hotels Public Ltd v. Υπουργικού Συμβουλίου, υπόθ. αρ. 176/2011, ημερ. 16.1.2014, ECLI:CY:AD:2014:D29, (αμφότερες της Μιχαηλίδου, Δ.). Η κοινή συνισταμένη των τεσσάρων αυτών αποφάσεων παραπέμπει στη θέση ότι η απόφαση της διοίκησης που στηρίχθηκε επί προηγηθέντος Τοπικού Σχεδίου και των όρων αυτού, ακυρώνεται εφόσον επέρχεται ακύρωση μεταγενεστέρως του ιδίου του Τοπικού Σχεδίου. Αυτή η θέση επικράτησε ακόμη και στις περιπτώσεις όπου στο δικόγραφο της αίτησης δεν συμπεριελήφθη ως λόγος ακύρωσης του ιδίου του Τοπικού Σχεδίου, (Graicias Holidays Ltd), ή, ακόμη και όπου η αίτηση για πολεοδομική άδεια ήταν κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου, (Α. Τσόκκος Hotels Public Ltd). Η άλλη κοινή συνισταμένη των αποφάσεων έγκειται στη διαφοροποίηση τους από τις αποφάσεις στις Λουκάς Σκυλουριώτης κ.ά. v. Δήμου Λευκωσίας, υπόθ. αρ. 1909/2008, ημερ. 6.9.2011 και Σπύρος Χατζηκωνσταντής v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 132/2009, ημερ. 30.8.2012, (αμφότερες του Παμπαλλή, Δ.), στις οποίες κρίθηκε ότι η εκ των υστέρων ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου δεν επηρέαζε τη νομιμότητα προηγηθείσας απόφασης η οποία εί[*159]χε εκδοθεί με βάση αυτό, εφόσον η νομιμότητα μιας πράξης κρίνεται με το ισχύον νομικό καθεστώς κατά το χρόνο έκδοσης της.
Ακολούθησαν αποφάσεις σε επίπεδο Ολομέλειας. Στη Χατζησυμεού – πιο πάνω – η έφεση απερρίφθη στη βάση του ότι η ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου δεν επηρέαζε τη νομιμότητα της προηγηθείσας εκδοθείσας διοικητικής πράξεως, η οποία λήφθηκε υπό το φως του ισχύοντος τότε νομικού καθεστώτος. Να σημειωθεί ότι η εκεί προσφυγή δεν είχε θέσει θέματα ακυρότητας λόγω παρανόμου έκδοσης του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου, ενώ με την αίτηση είχε επιδιωχθεί, ανεπιτυχώς, να εξασφαλιστεί πολεοδομική άδεια κατά παρέκκλιση του Τοπικού Σχεδίου. Η Ολομέλεια, παρά το ότι δεν ηγέρθηκε τέτοιο θέμα και συνεπώς ως έκρινε στη βάση πάγιας νομολογίας, δεν μπορούσε να εγερθεί μόνο στο περίγραμμα έφεσης, σχολίασε τις πρωτόδικες αποφάσεις Ζαχαρίας Κεφάλας, Α. Τσόκκος Hotels Public Ltd και Graicias Holdings Ltd, στις οποίες παρέπεμψε ο συνήγορος της εφεσείουσας, (όχι όμως και στη Δήμητρα Κόσιη), λέγοντας ότι παρεγνώριζαν «….. ότι η νομιμότητα μιας πράξης κρίνεται με βάση το νομικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της.» και συνακόλουθα δεν θεωρούνταν ότι τύγχαναν εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση.
Στη μεταγενέστερη Σκαπούλαρος v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 540, ECLI:CY:AD:2016:C514, η Ολομέλεια έκρινε ότι το μεταγενέστερο γεγονός της ακύρωσης του Τοπικού Σχεδίου Παραλιμνίου που διακηρύχθηκε με την εκ συμφώνου θέση των διαδίκων από το δικαστήριο στην υπόθεση υπ’ αρ. 708/2009 και άλλες, δεν επέφερε άνευ ετέρου ακυρότητα και στην εν πάση περιπτώσει ήδη απορριφθείσα αίτηση του εφεσείοντος, εφόσον η νομιμότητα μιας πράξης της διοίκησης κρίνεται με βάση το ισχύον κατά την έκδοση της πράξης, νομικό καθεστώς.
Η Ολομέλεια εξέτασε το θέμα παρά το ότι δεν είχε εγερθεί πρωτοδίκως, αλλά ούτε κατ’ έφεση, παρά μόνο εισήχθηκε διά της αγορεύσεως του συνηγόρου του εφεσείοντος. Ακολούθησε ως ορθή την προηγηθείσα Χατζησυμεού, θεωρώντας ταυτόχρονα ως καταλυτικής σημασίας το γεγονός ότι πρωτοδίκως δεν είχε προσβληθεί ευθέως το Τοπικό Σχέδιο και άρα δεν θα ήταν δυνατός ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά πάγια νομολογία.
Στην υπό κρίση έφεση, το θέμα του παρανόμου του Τοπικού Σχεδίου είχε, ως ήδη καταγράφηκε, εισαχθεί ως λόγος ακυρώσεως στην προσφυγή και αναπτύχθηκε στις αγορεύσεις. Η θέση που η εφεσείουσα έλαβε επί της εγκυρότητας του Τοπικού Σχεδίου δικαιώθηκε μεταγενέστερα με την αποδοχή εκ μέρους της Δημοκρατίας [*160]της πάσχουσας σύνθεσης των οργάνων που συνδιαμόρφωσαν το εν λόγω Τοπικό Σχέδιο. Κατά τη συζήτηση της έφεσης αναπτύχθηκαν επιχειρήματα ως προς τη σημασία και την έκταση του erga omnes. Σύμφωνα με την αρχή αυτή που εμπεριέχεται και στο Άρθρο 57 του Νόμου αρ. 158(Ι)/1999, έπειτα από ακυρωτική απόφαση η πράξη εξαφανίζεται και η διοίκηση υποχρεούται να επαναφέρει τα πράγματα στη θέση στην οποία βρίσκονταν πριν την έκδοση της ακυρωθείσας πράξης. Η ακυρωτική απόφαση ισχύει ως δεδικασμένο έναντι όλων, κατά το Άρθρο 58 του εν λόγω Νόμου.
Περαιτέρω, σε περίπτωση ακυρωτικής απόφασης η νομολογία προδιαγράφει ότι άλλες προσφυγές κατά όμοιας ήδη ακυρωθείσας πράξεως καθίστανται άνευ αντικειμένου, (Αρχή Λιμένων Κύπρου v. Παπαδάκη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 140, Μιλτιάδους v. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318 και Δημοκρατία v. Χαραλάμπους (1992) 3 Α.Α.Δ. 251). Όπως περαιτέρω εξηγήθηκε στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στις Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2016) 3 Α.Α.Δ. 769, ECLI:CY:AD:2016:C574, η αρχή του erga omnes αφορά τη διαδικασία παραγωγής μιας διοικητικής πράξεως, έτσι ώστε όταν μια διοικητική πράξη προσβάλλεται με δύο ή περισσότερες προσφυγές, η ακύρωση στην πρώτη καθιστά τις υπόλοιπες που ακολουθούν άνευ αντικειμένου, όπως έγινε και με τη συμφωνία της Δημοκρατίας ως προς την πλημμελή διαδικασία που οδήγησε στην παραγωγή του Τοπικού Σχεδίου, ακυρωμένων κατ’ επέκταση και όλων των πράξεων που καλύπτονταν από την υπόθ. υπ’ αρ. 708/2009 και τις επόμενες αυτής, (Kikas a.ο. v. The Cyprus Broadcasting Corporation a.ο. (1984) 3 C.L.R. 85, Νίκου Χαραλάμπους: Εγχειρίδιο Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου 2 έκδ. σελ. 27 και Σ.Ε. 1217/1978).
Δεν παρίσταται όμως ανάγκη στην υπό κρίση έφεση, περαιτέρω εξέτασης της νομολογίας. Αυτό διότι στα συγκεκριμένα επίδικα γεγονότα δεν υπάρχει εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία να έπρεπε να ακυρωθεί υπό το φως της μεταγενέστερης ακύρωσης του Τοπικού Σχεδίου. Το εκτελεστό της διοικητικής πράξης αποτελεί προϋπόθεση για νόμιμη άσκηση προσφυγής. Αποτελεί το νομιμοποιητικό στοιχείο ανάληψης δικαιοδοσίας από το αναθεωρητικό Δικαστήριο με βάση το Άρθρο 146 του Συντάγματος, η δε εξέταση του δύναται να γίνει σε οποιοδήποτε στάδιο ακόμη και αυτεπαγγέλτως, (Στεφανίδης v. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 Α.Α.Δ. 49, Σύνδεσμος Ασφαλιστικών Εταιρειών Κύπρου v. Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (2002) 3 Α.Α.Δ. 314 και Lavar Shipping Co Ltd v. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 260), ως ζήτημα δημοσίας τάξεως. Το αυτό συμβαίνει και για το έννομο συμφέρον, (Stylianides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 672).
[*161]Κατ’ αρχάς παρατηρείται ότι η προσφυγή στρεφόταν εναντίον της απόφασης της διοίκησης ημερ. 21.10.2008. Η εφεσείουσα αποδέχθηκε με την επιστολή της ημερ. 5.12.2008 τους δύο από τους τρεις όρους, ήτοι, τον (500) και τον (502). Η αποδοχή πράξης της διοίκησης αποστερεί τον διοικούμενο από την άσκηση προσφυγής εναντίον της απόφασης μη έχοντας πλέον προς τούτο, έννομο συμφέρον. Η αποδοχή πρέπει να είναι ανεπιφύλακτη ή υπό όρους που δεν επιδέχονται αμφισβήτησης, (Myrianthis v. Republic (1977) 3 C.L.R. 165, Demetriou v. Republic (1986) 3 C.L.R. 920 Θεοδώρου Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 44, Γλυκερία Σιούτη: Το Έννομο Συμφέρον στην Αίτηση Ακυρώσεως, παρ. 194, 197 και 201 και Σπηλιωτόπουλου: Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 12η έκδ., Τόμος ΙΙ, σελ. 85-86, παρ. 458). Η αποδοχή, ρητή ή σιωπηρή, καταλύει το έννομο συμφέρον του αιτούντος. Η εφεσείουσα απεδέχθη τους εν λόγω όρους χωρίς να ήταν αναγκαίο στο πλαίσιο νόμιμης υποχρέωσης της και ήταν σαφώς οικειοθελής.
Ως προς τον άλλο λόγο (501), για τον οποίο η διοίκηση απέρριψε το αίτημα για πολεοδομική άδεια, η εφεσείουσα και πάλι στην ουσία απεδέχθη τον όρο, ζητώντας όμως επανεξέταση υπό το φως «ίσης μεταχείρισης» και υπέβαλε προς τούτο «νέα» στοιχεία, ήτοι, την κατά την κρίση της ύπαρξη ανισότητας εκ του γεγονότος ότι δόθηκε με τα ίδια χαρακτηριστικά τεμαχίου, παρόμοια άδεια. Η διοίκηση εξέτασε τα δεδομένα που έστω και με γενικότητα έθεσε η εφεσείουσα υπόψη της και απέρριψε τη θέση της με την επιστολή της ημερ. 6.5.2009 παράγοντας όμως έτσι νέα διοικητική πράξη στο βαθμό που ζητήθηκε επανεξέταση στη βάση της αρχής της ισότητας και επ’ αυτής δεν ασκήθηκε, ως φαίνεται, νέα προσφυγή. Η προσφυγή αφορούσε στην αρχική απόρριψη της αίτησης για πολεοδομική άδεια ημερ. 21.10.2008. Στο βαθμό που η απάντηση της διοίκησης στις 6.5.2009 βεβαίωσε την εμμονή της στην απόρριψη της αίτησης λόγω του όρου (501), αυτή ενδεχομένως ήταν βεβαιωτική της προηγηθείσας σύμφωνα με καθιερωμένες αρχές δικαίου που δεν θα μπορούσε να προσβληθεί ως μη εκτελεστή διοικητική πράξη, (Λιασίδης v. ΕΤΕΚ (2010) 3 Α.Α.Δ. 110, Καραολής v. Συμβουλίου Εγγραφής Κτηματομεσιτών (1998) 3 Α.Α.Δ. 616, Σασάκαρος v. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 106, ECLI:CY:AD:2014:C235 και Χριστοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 1, ECLI:CY:AD:2016:C54). Τέτοιο ζήτημα όμως θα εξεταζόταν αν η εφεσείουσα ασκούσε προσφυγή επί της απάντησης που δόθηκε στις 6.5.2009.
Εν ολίγοις, ενώ η προσφυγή καταχωρήθηκε στις 17.12.2008, είχε προηγηθεί στις 5.12.2008 αποδοχή από την εφεσείουσα όλων των απορριπτικών λόγων με ρητή αναφορά επί των δύο εκ των τριών [*162]απορριπτικών λόγων για μη έγκριση της αίτησης για πολεοδομική άδεια, σιωπηρά δε αποδεχόμενη και τον τρίτο λόγο ενώ ζητήθηκε επανεξέταση αυτού. Παράχθηκε νέα πράξη, η οποία δεν προσεβλήθη.
Επομένως η εφεσείουσα δεν μπορεί να επιδοκιμάζει και να αποδοκιμάζει ταυτόχρονα, ούτε να στρέφεται στο παρελθόν δηλαδή στην απόφαση της 21.10.2008, μετά που η ίδια ζήτησε επανεξέταση και δόθηκε επ’ αυτής της επανεξέτασης, απάντηση της διοίκησης.
Η πρωτόδικη διαδικασία κινήθηκε σε λανθασμένο πλαίσιο γεγονότων εφόσον η συζήτηση της προσφυγής και η απόφαση περιστράφηκε στο ζήτημα της εξέτασης του βεβαιωτικού της απορριπτικής απάντησης ημερ. 21.10.2008, λόγω της μη προσβολής προηγουμένως των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου υπό το φως των προνοιών του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου αρ. 90/1972 και της δυνατότητας της αιτήτριας να προβάλει σχετική ένσταση. Ενώ, ασχέτως της μη ένστασης κατά τη διαδικασία εκπόνησης του Τοπικού Σχεδίου, υπήρξε αποδοχή της ίδιας της απορριπτικής απάντησης κατά το πλείστο μέρος της και ζητήθηκε επανεξέταση κατά το υπόλοιπο. Όπως έχουν αποκρυσταλλωθεί τα γεγονότα, η προσφυγή ορθά απερρίφθη, αλλά για τους λόγους που εδώ εξηγούνται.
Η εξέταση της ακύρωσης της απόφασης ημερ. 21.10.2008 λόγω της μεταγενέστερης ακύρωσης του Τοπικού Σχεδίου, θα ήταν κατά συνέπεια αλυσιτελής, εφόσον στα συγκεκριμένα γεγονότα δεν υπήρχε εκτελεστή διοικητική πράξη δυνάμενη να προσβληθεί μετ’ εννόμου συμφέροντος. Δεν υπεισέρχονται έτσι στην εικόνα ευρύτερα ζητήματα που θα μπορούσαν να εξεταστούν όπως την υποχρέωση της διοίκησης να επαναφέρει τα πράγματα στην προτέρα τους κατάσταση μετά την ακύρωση του Τοπικού Σχεδίου. Η απόφαση της 21.10.2008, ή, ακόμη και της 6.5.2009, δεν θα ήταν αυτοδικαίως άκυρη, αλλά χρειαζόταν νέα πράξη ανάκλησης της διοίκησης αυτεπαγγέλτως ή επί τη αιτήσει του διοικούμενου και επανεξέταση της αίτησης, (Π.Δ. Δαγτόγλου: Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 7η έκδ., σελ. 152-153).
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και υπέρ της εφεσίβλητης Δημοκρατίας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο