Κύρου Παρασκευή ν. Πανεπιστημίου Κύπρου (2017) 3 ΑΑΔ 217

ECLI:CY:AD:2017:C78

(2017) 3 ΑΑΔ 217

[*217]14 Mαρτίου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΥΡΟΥ,

 

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

v.

 

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

 

Εφεσιβλήτου - Καθ’ ου η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 85/2011)

 

 

Έννομο συμφέρον ― Η ελεύθερη αποδοχή διοικητικής πράξης από τον αιτούντα καθιστά απαράδεκτη την κατ’ αυτής αίτηση ακυρώσεως.

 

Η εφεσείουσα αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή της, εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο σχετικές προδικαστικές ενστάσεις του Πανεπιστημίου, αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα στερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την απόφαση για απόρριψη του αιτήματός της να τοποθετηθεί αναδρομικά, από την ημέρα διορισμού της, στην 8η βαθμίδα της Κλίμακας Α8 και περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή, αλλά βεβαιωτική προγενέστερης απόφασης ημερ. 16.12.1997 με την οποία το αίτημά της είχε απορριφθεί.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση για τέσσερις λόγους. Με τους δύο πρώτους αμφισβητεί την πρωτόδικη κατάληξη αναφορικά με το έννομο συμφέρον και την εκτελεστότητα της επίδικης πράξης, με τον τρίτο θέτει ζήτημα αναρμοδιότητας και κακής σύνθεσης των επιτροπών του Πανεπιστημίου που είχαν ανάμειξη στην εξέταση του αιτήματος της και, με τον τέταρτο, ότι η απόρριψη της προσφυγής της στο προδικαστικό στάδιο, χωρίς εξέταση των λόγων ακυρότητας, ήταν εσφαλμένη.

 

Όπως αποφασίστηκε προείχε η εξέταση του εννόμου συμφέρο[*218]ντος της εφεσείουσας, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για άσκηση προσφυγής (Άρθρο 146.2 του Συντάγματος). Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία και στις επιστολές του Πανεπιστημίου ημερ. 17.12.1997 και 7.1.1998, αποφάνθηκε πως από τη στιγμή που η εφεσείουσα δέχτηκε διορισμό και τοποθέτηση στην 1η βαθμίδα της Κλίμακας Α8 και συνέχισε να υπηρετεί στο Πανεπιστήμιο με βάση τη μισθολογική αυτή κλίμακα μέχρι το Μάιο του 2008 που αφυπηρέτησε «απώλεσε το έννομο συμφέρον της για προσβολή της επίδικης απόφασης. Δεν δύναται η αιτήτρια, σχεδόν οκτώ χρόνια μετά το διορισμό της, να ζητά, μετά τα όσα μεσολάβησαν που οδήγησαν σε απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου εναντίον της, την αναδρομική τοποθέτηση της στην 8η βαθμίδα της κλίμακας Α8. Επομένως η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί γι’ αυτό το λόγο».

 

Είναι θέση της εφεσείουσας, την οποία βεβαίως απορρίπτει το Πανεπιστήμιο που υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ότι ουδέποτε αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα και με ελεύθερη βούληση την τοποθέτηση της στην 1η βαθμίδα της Κλίμακας Α8. Η απόφαση του Πανεπιστημίου (εφεσίβλητου) για τοποθέτησή της στην υπό αναφορά κλίμακα, ισχυρίζεται, λήφθηκε λόγω της προσφυγής 997/1997 και επομένως είναι «εκδικητική». 

 

Εξετάστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η πρωτόδικη απόφαση, επί του θέματος υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Το Σεβαστό Δικαστήριο κατέληξε πως οι αιτιάσεις της εφεσείουσας δεν ευσταθούν.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης στερεί τον διοικούμενο του απαραίτητου εννόμου συμφέροντος για προσφυγή, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη δικαιώματα. Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται και από το  Συμβούλιο της Επικρατείας, όπου σημειώνεται πως, γενικώς, δεν δημιουργείται έννομο συμφέρον οσάκις διαπιστώνεται ότι ο αιτών συνήνεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην έκδοση της πράξης. Η γενόμενη τυχόν αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης από τον αιτούντα καθιστά απαράδεκτη την κατ’ αυτής στρεφόμενη αίτηση ακυρώσεως, ελλείψει συμφέροντος.

 

Με βάση τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης, τα οποία δεν αμφισβητούνται, η τελευταία απόφαση του Πανεπιστημίου ημερ. 16.12.1997 για διορισμό στην 1η βαθμίδα της Κλίμακας Α8 κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα στις 17.12.1997, η οποία και την αποδέ[*219]χθηκε. Η αποδοχή ήταν εκούσια και χωρίς επιφύλαξη, ενώ οι αιτιάσεις της Εφεσείουσας για εκβιαστική στάση και εκδικητική συμπεριφορά του Πανεπιστημίου παρέμειναν ατεκμηρίωτες. Τοσούτω μάλλον όταν με επιστολή του Προέδρου του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου ημερ. 7.1.1998, τονίστηκε στην εφεσείουσα ότι ο διορισμός της γίνεται σύμφωνα με την επιστολή ημερ. 17.12.1997. Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω, η αποδοχή από την Εφεσείουσα της πρότασης διορισμού της ημερ. 17.12.1997 αποστερεί από αυτή το έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την ορθότητα της απορριπτικής απόφασης του Πανεπιστημίου και κρίθηκε πως ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε προς τούτο τη σχετική προδικαστική ένσταση του Πανεπιστημίου, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των επιπλέον λόγων έφεσης.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Κύρου v. Πανεπιστημίου Κύπρου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 743,

 

Piperis v. R. (1967) 3 C.L.R. 295,

 

Tomboli v. CYTA (1982) 3 C.L.R. 149,

 

Christodoulides v. R. (1985) 3 C.L.R. 1979,

 

Τhe Onisi Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 Α.Α.Δ. 103, ECLI:CY:AD:2017:C43,

 

Παπαδοπούλου κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. (1987) 3 Α.Α.Δ. 1685,

 

Κ.Ο.Α. v. Α. Kaminarides Ltd (2006) 3 Α.Α.Δ. 197.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 25/2009), ημερ. 5/5/2011.

 

Χρ. Χριστάκη, για την Εφεσείουσα.

 

Μ. Ιεροκηπιώτου (κα), για το Εφεσίβλητο Πανεπιστήμιο.

 

Cur. adv. vult.

[*220]ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση παραπέμπει χρονικά στις 10.10.1997, όταν το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Κύπρου πρόσφερε στην εφεσείουσα διορισμό στη θέση Διοικητικού Λειτουργού του Πανεπιστημίου (στο εξής το Πανεπιστήμιο) στις συνδυασμένες κλίμακες Α8 - Α10.

 

Η Εφεσείουσα - Τεχνικός, τότε, στο Τμήμα Δημοσίων Έργων — αποδέκτηκε εγγράφως τον διορισμό της στις 23.10.1997, προβάλλοντας ωστόσο ότι ανέμενε πως η πρόσληψη της δεν θα μείωνε τις απολαβές της στη θέση που ήδη κατείχε και οι οποίες αντιστοιχούσαν στην 7η βαθμίδα της κλίμακας Α8.

 

Το Πανεπιστήμιο με επιστολή του ημερ. 13.11.1997 αποδέκτηκε το μισθολογικό αίτημα της Εφεσείουσας, διευκρινίζοντας ωστόσο πως η ικανοποίηση του αιτήματος της δεν θα της προσέδιδε αρχαιότητα, προβάδισμα ή άλλο πλεονέκτημα έναντι των ήδη υπηρετούντων λειτουργών και ότι η επόμενη προσαύξηση που θα της παραχωρείτο θα έπετο της συμπλήρωσης της 8ης βαθμίδας της κλίμακας Α8 από τη διοικητική λειτουργό που υπηρετούσε τότε στο Πανεπιστήμιο και βρισκόταν στην 3η βαθμίδα της κλίμακας.

 

Η εφεσείουσα αποδέκτηκε εγγράφως το διορισμό της με επιστολή ημερ. 28.11.1997, με επιφύλαξη όμως των δικαιωμάτων της αναφορικά με τη μισθολογική της ανέλιξη. Επιφύλαξη που δεν έγινε αποδεκτή από το Πανεπιστήμιο, το οποίο με επιστολή του ημερ. 1.12.1997 τής καθιστούσε σαφές ότι η αποδοχή τής προσφοράς του θα έπρεπε να ήταν ανεπιφύλακτη.

 

Η αντίδραση της εφεσείουσας στην πιο πάνω επιστολή του Πανεπιστημίου εκδηλώθηκε στις 5.12.1997 με δύο τρόπους. Ο πρώτος, με την αποστολή επιστολής στο Πανεπιστήμιο ότι αποδέχεται το διορισμό της στην 7η βαθμίδα της Κλίμακας Α8, χωρίς όμως αναφορά στο θέμα της αρχαιότητας και της επόμενης  προσαύξησης και, ο δεύτερος, με την καταχώριση την ίδια ημέρα της υπ’ αρ. 997/1997 προσφυγής με την οποία προσέβαλλε το μέρος της επιστολής του Πανεπιστημίου που αναφερόταν στο θέμα των προσαυξήσεων.

 

Η προαναφερθείσα αντίδραση της εφεσείουσας προσέκρουσε σε επανεξέταση του όλου θέματος από το Πανεπιστήμιο, το οποίο με απόφαση του ημερ. 16.12.1997 – την οποία κοινοποίησε στην [*221]εφεσείουσα με επιστολή του ημερ. 17.12.1997 – ανακάλεσε την πρώτη του απόφαση και αντ’ αυτής της πρόσφερε διορισμό στην 1η βαθμίδα της Κλίμακας Α8. Παραθέτουμε σχετικώς αυτούσια την υπό αναφορά επιστολή του Πανεπιστημίου:-

 

«Το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου στην 37η (16/12/1997) Συνεδρία του, επελήφθη των μέχρι τώρα εξελίξεων για το θέμα του διορισμού σας και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχετε αποδεχθεί πλήρως το περιεχόμενο της επιστολής μου ημερομηνίας 13 Νοεμβρίου 1997, όπως σας ζητήθηκε με την επιστολή μου ημερομηνίας 1 Δεκεμβρίου 1997, αποφάσισε να επικυρώσει μεν το διορισμό σας, αλλά να ανακαλέσει την απόφαση του αναφορικά με το θέμα των προσαυξήσεων και των άλλων όρων που έθεσε και ως εκ τούτου, σας προσφέρεται διορισμός στην αρχική βαθμίδα της κλίμακας Α8, από την 1η Ιανουαρίου 1998.

 

Παρακαλώ να με ενημερώσετε κατά πόσο αποδέχεστε το διορισμό σας το συντομότερο δυνατό, και εν πάση περιπτώσει όχι αργότερα από τις 31 Δεκεμβρίου 1997.»

 

Με τη λήψη της πιο πάνω επιστολής, στις 17.12.1997, ο δικηγόρος της εφεσείουσας απέστειλε αυθημερόν στο Πανεπιστήμιο επιστολή με την οποία διατύπωνε τη θέση ότι η χωρίς επιφύλαξη αποδοχή της εφεσείουσας του διορισμού της (ως η επιστολή της ημερ. 5.12.1997) «… έπρεπε να υλοποιήσει την απόφαση για Α8 (7η βαθμίδα)» και στη βάση αυτή παρακαλούσε «… όπως αποκατασταθεί το θέμα ώστε να μην υποστεί άδικα βλάβη» η εφεσείουσα. Θέση που επανέλαβε βασικά και με νέα επιστολή ημερ. 30.12.1997, η οποία, εν τέλει, προκάλεσε επιστολή του Πανεπιστημίου ημερ. 7.1.1998 στη βάση της οποίας η εφεσείουσα διορίστηκε στην επίδικη θέση και ανέλαβε άμεσα καθήκοντα. Παραθέτουμε αυτούσια τη σχετική επιστολή:-

 

«Αγαπητή κυρία Κύρου

 

Σε συνέχεια της επιστολής μου ημερομηνίας 17 Δεκεμβρίου, 1997, και της προφορικής μας συνομιλίας στις 30 Δεκεμβρίου,  1997, επιθυμώ να σας πληροφορήσω ότι το Συμβούλιο του Πανεπιστημίου σας διορίζει στη θέση Διοικητικού Λειτουργού από την 11 Ιανουαρίου, 1998.

 

Όπως σας τόνισα στις 30 Δεκεμβρίου, 1997, ο διορισμός σας γίνεται σύμφωνα με την προαναφερόμενη επιστολή μου ημερομηνίας 17 Δεκεμβρίου 1997.

[*222]Λεπτομερή καθήκοντα και ευθύνες θα σας ανατεθούν από το Διευθυντή Διοίκησης και Οικονομικών. »

 

Σας συγχαίρω για το διορισμό σας και σας εύχομαι καλή επιτυχία.

 

Με χαιρετισμούς

 

Μιχαλάκης Α. Τριανταφυλλίδης

Πρόεδρος Συμβουλίου

Πανεπιστημίου Κύπρου»

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, η εφεσείουσα αποδέχτηκε να διοριστεί στην 1η βαθμίδα της Κλίμακας Α8, αλλά αυτό δεν την οδήγησε και σε απόσυρση της προσφυγής 997/1997 η οποία απορρίφθηκε στις 13.10.1999. Κι αυτό με το αιτιολογικό πως η απόφαση του Πανεπιστημίου ημερ. 16.12.1997 να ανακαλέσει την προσφορά διορισμού της στην 7η βαθμίδα της Κλίμακας Α8 κατέστησε την προσφυγή άνευ αντικειμένου. Ανάκληση που είχε προσβληθεί από την εφεσείουσα με δεύτερη προσφυγή, την υπ’ αρ. 182/1998, η οποία επίσης απορρίφθηκε. Όπως απορρίφθηκε και η έφεση που καταχώρισε εναντίον αυτής της απόφασης με το αιτιολογικό ότι το Πανεπιστήμιο είχε κάθε δικαίωμα να ανακαλέσει την προσφορά του «... ως μη μετουσιωθείσα σε εκτελεστή διοικητική πράξη» (βλ. Κύρου v. Πανεπιστημίου Κύπρου (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 743).

 

Εννέα (9) σχεδόν χρόνια μετά το διορισμό της στην επίδικη θέση, στις 10.10.2006, η εφεσείουσα ζήτησε εγγράφως από το Πανεπιστήμιο να τοποθετηθεί αναδρομικά, από την ημέρα διορισμού της, στην 8η βαθμίδα της Κλίμακας Α8. Το Πανεπιστήμιο όμως απέρριψε το αίτημά της με απόφαση ημερ. 15.10.2008, την οποία της κοινοποίησε στις 27.10.2008, με αποτέλεσμα η εφεσείουσα να καταφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο με την προσφυγή 25/2009.  Χωρίς όμως θετική γι’ αυτή κατάληξη εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποδεχόμενο προς τούτο σχετικές προδικαστικές ενστάσεις του Πανεπιστημίου, αποφάνθηκε ότι η εφεσείουσα στερείτο εννόμου συμφέροντος να προσβάλει την επίδικη απόφαση και περαιτέρω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ήταν εκτελεστή, αλλά βεβαιωτική προγενέστερης απόφασης ημερ. 16.12.1997 με την οποία το αίτημά της είχε απορριφθεί.

 

Η εφεσείουσα θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση για 4 λόγους. Με τους δύο πρώτους αμφισβητεί την πρωτόδικη κατά[*223]ληξη αναφορικά με το έννομο συμφέρον και την εκτελεστότητα της επίδικης πράξης, με τον τρίτο θέτει ζήτημα αναρμοδιότητας και κακής σύνθεσης των επιτροπών του Πανεπιστημίου που είχαν ανάμειξη στην εξέταση του αιτήματος της και, με τον τέταρτο, ότι η απόρριψη της προσφυγής της στο προδικαστικό στάδιο, χωρίς εξέταση των λόγων ακυρότητας, ήταν εσφαλμένη.

 

Όπως γίνεται αντιληπτό προέχει η εξέταση του εννόμου συμφέροντος της εφεσείουσας, το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για άσκηση προσφυγής (Άρθρο 146.2 του Συντάγματος). Συναφώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά σε νομολογία και στις επιστολές του Πανεπιστημίου ημερ. 17.12.1997 και 7.1.1998, αποφάνθηκε πως από τη στιγμή που η εφεσείουσα δέχτηκε διορισμό και τοποθέτηση στην 1η βαθμίδα της Κλίμακας Α8 και συνέχισε να  υπηρετεί στο Πανεπιστήμιο με βάση τη μισθολογική αυτή κλίμακα μέχρι το Μάιο του 2008 που αφυπηρέτησε «… απώλεσε το έννομο συμφέρον της για  προσβολή της επίδικης απόφασης. Δεν δύναται η αιτήτρια, σχεδόν οκτώ χρόνια μετά το διορισμό της, να ζητά, μετά τα όσα μεσολάβησαν που οδήγησαν σε απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου εναντίον της, την αναδρομική τοποθέτηση της στην 8η βαθμίδα της κλίμακας Α8. Επομένως η προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί γι’ αυτό το λόγο».

 

Είναι θέση της εφεσείουσας, την οποία βεβαίως απορρίπτει το Πανεπιστήμιο που υποστηρίζει την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ότι ουδέποτε αποδέχτηκε ανεπιφύλακτα και με ελεύθερη βούληση την τοποθέτηση της στην 1η βαθμίδα της Κλίμακας Α8. Η απόφαση του Πανεπιστημίου (εφεσίβλητου) για τοποθέτησή της στην υπό αναφορά κλίμακα, ισχυρίζεται, λήφθηκε λόγω της προσφυγής 997/1997 και επομένως είναι «εκδικητική». Όταν δε αποδέχτηκε το διορισμό της στην αρχική βαθμίδα της Κλίμακας Α8, δεν εγκατέλειψε το αίτημά της για τοποθέτηση στην 7η βαθμίδα της εν λόγω κλίμακας εφόσον υπήρξε διαβεβαίωση προς το δικηγόρο της ότι το θέμα θα εξεταζόταν στη συνεδρία του Πανεπιστημίου ημερ. 22.1.1998. Παρέπεμψε συναφώς σε χειρόγραφη σημείωση που τέθηκε στην επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 30.12.1997, με την οποία ζητούσε την τοποθέτηση της στην 7η βαθμίδα της Κλίμακας Α8 και η οποία αναφέρει: «Παρακαλώ να τεθεί ενώπιον του Συμβουλίου στην προσεχή τακτική συνεδρία του την 22.1.1998». Περαιτέρω διατείνεται πως η αποδοχή της ήταν προϊόν «Νόμιμης υποχρέωσης» κατόπιν των υποδείξεων του Πανεπιστημίου ότι ήταν αναγκαία η εκ μέρους της ανεπιφύλακτη αποδοχή και υπό την πίεση επέλευσης γι’ αυτή επιβλαβών συνεπειών, όπως η μη επικύρωση του διορισμού της.

[*224]Εξετάσαμε την πρωτόδικη απόφαση επί του θέματος υπό το πρίσμα της εκατέρωθεν επιχειρηματολογίας των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Καταλήξαμε πως οι αιτιάσεις της εφεσείουσας δεν ευσταθούν.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, η αποδοχή με ελεύθερη βούληση διοικητικής απόφασης στερεί τον διοικούμενο του  απαραίτητου εννόμου συμφέροντος για προσφυγή, εκτός όπου επηρεάζονται θεμελιώδη δικαιώματα (βλ. μεταξύ άλλων Piperis v. R. (1967) 3 C.L.R. 295, Tomboli ν. CYTA (1982) 3 C.L.R. 149, Christodoulides v. R. (1985) 3 C.L.R. 1979 και την Τhe Onisi Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 , ECLI:CY:AD:2017:C43A.A. 103). Η ίδια προσέγγιση ακολουθείται και από το (ελληνικό) Συμβούλιο της Επικρατείας (βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929 - 1959 στη σελ. 260, 261), όπου σημειώνεται πως, γενικώς, δεν δημιουργείται έννομο συμφέρον οσάκις διαπιστώνεται ότι ο αιτών συνήνεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην έκδοση της πράξης. Η γενόμενη τυχόν αποδοχή της προσβαλλόμενης πράξης από τον αιτούντα καθιστά απαράδεκτη την κατ' αυτής στρεφόμενη αίτηση ακυρώσεως, ελλείψει συμφέροντος (βλ. Παπαδοπούλου κ.ά. v. Ρ.Ι.Κ. (1987) 3 Α.Α.Δ. 1685, Κ.Ο.Α. v. Α. Kaminarides Ltd (2006) 3 Α.Α.Δ. 197).

 

Σχετικό επί του θέματος είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, 8η έκδοση 1997 του Ε. Σπηλιωτόπουλου στην παρ. 458, που συνοψίζει την ορθή νομική προσέγγιση επί του θέματος:

 

«Το έννομο συμφέρον που υπάρχει κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης ή την άσκηση της αίτησης ακυρώσεως εκλείπει, παύει να υπάρχει, από αντικειμενικούς λόγους, εάν διακόπηκε ο νομικός δεσμός που συνδέει τον αιτούντα με την προσβαλλόμενη πράξη (ΣΕ 2473/1970), καθώς και με αποδοχή της πράξης από τον αιτούντα (ΣΕ 2612/1982). Η αποδοχή μπορεί να είναι ρητή, δηλαδή, να προκύπτει από σχετική δήλωση του αιτούντος, ή σιωπηρή, δηλαδή, να συνάγεται από συμπεριφορά του, η οποία δεν αφήνει αμφιβολία για την έννοια της (ΣΕ 432/1983, 3547/1987), όπως π.χ είναι ανεπιφύλακτη συμμετοχή στη διαδικασία έκδοσης της πράξης (ΣΕ 1674, 2836/1987), Η αποδοχή πρέπει: i) να είναι σαφής και ανεπιφύλακτη (ΣΕ480/1970, 1745/1977), ii) να μην έγινε από νόμιμη υποχρέωση (ΣΕ 4528/1976, 4071/1990) ή λόγω οικονομικής ανάγκης (ΣΕ 2407/1970) ή λόγω παράνομης βίας ή απειλής (ΣΕ 2013/1959) ή διότι η παράλειψή της θα είχε για τον αιτούντα δυσμενείς συ[*225]νέπειες (ΣΕ 1568/1960) και iii) να προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλλου (ΣΕ 2087/1970) ή, όταν δεν είναι ρητή, να συνάγεται από αναμφισβήτητες πράξεις (ΣΕ 1341/1966).»

 

Με βάση τα γεγονότα της υπό κρίση περίπτωσης, τα οποία δεν αμφισβητούνται, η τελευταία απόφαση του Πανεπιστημίου ημερ. 16.12.1997 για διορισμό στην 1η βαθμίδα της Κλίμακας Α8 κοινοποιήθηκε στην εφεσείουσα στις 17.12.1997, η οποία και την αποδέχθηκε. Η αποδοχή ήταν εκούσια και χωρίς επιφύλαξη, ενώ οι αιτιάσεις της Εφεσείουσας για εκβιαστική στάση και εκδικητική συμπεριφορά του Πανεπιστημίου παρέμειναν ατεκμηρίωτες. Τοσούτω μάλλον όταν με επιστολή του Προέδρου του Συμβουλίου του Πανεπιστημίου ημερ. 7.1.1998 (ανωτέρω) – το περιεχόμενο της οποίας ομιλεί αφ’ εαυτού και συνεπώς η χειρόγραφη σημείωση στην επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 30.11.1997 είναι άνευ αξίας – τονίστηκε στην εφεσείουσα ότι ο διορισμός της γίνεται σύμφωνα με την επιστολή ημερ. 17.12.1997.

 

Κατά συνέπεια προς τα ανωτέρω η αποδοχή από την Εφεσείουσα της πρότασης διορισμού της ημερ. 17.12.1997 αποστερεί από αυτή το έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει την ορθότητα της απορριπτικής απόφασης του Πανεπιστημίου και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε προς τούτο τη σχετική προδικαστική ένσταση του Πανεπιστημίου, κατάληξη που προδιαγράφει και την τύχη της έφεσης χωρίς να χρειάζεται η εξέταση των επιπλέον λόγων έφεσης.

 

Η έφεση απορρίπτεται και η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται με €2.500 έξοδα εναντίον της εφεσείουσας και προς όφελος του (εφεσίβλητου) Πανεπιστημίου.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο