Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (2017) 3 ΑΑΔ 242

ECLI:CY:AD:2017:C87

(2017) 3 ΑΑΔ 242

[*242]16 Μαρτίου, 2017

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ,

ΠΑΝΑΓΗ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]

 

Αναφορικα με το αρθρο 140 του ΣυνταγματοΣ

 

ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Αιτητής,

 

v.

 

ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 4),

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναφορές Αρ. 11/2016, 12/2016, 14/2016,

15/2016 και 16/2016)

 

 

Συνταγματικό Δίκαιο ― Δικαίωμα της Ιδιωτικής Ζωής ― Άρθρο 15.2 του Συντάγματος (μετά την ένατη τροποποίηση) ― Πότε χωρεί περιορισμός του δικαιώματος και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο εφόσον κρίνεται αναγκαίο ― Περιστάσεις.

 

O Πρόεδρος της Δημοκρατίας με την αναφορά 11/2016 ζήτησε γνωμάτευση σε σχέση με το κατά πόσον ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Με την Αναφορά 12/2016 επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το κατά πόσο ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Με την Αναφορά 14/2016 επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το κατά πόσο ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικός) Νό[*243]μος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Με την Αναφορά 15/2016 επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το κατά πόσο ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Δήλωση και Ελεγχος Περιουσίας) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Με την Αναφορά 16/2016 επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με το κατά πόσο ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Αστυνομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Τα επίδικα θέματα και των πέντε Αναφορών ταυτίζονται. Στο επίκεντρο είναι το Άρθρο 15 του Συντάγματος, και, πιο συγκεκριμένα, η παράγραφος 2 του υπό αναφορά Άρθρου, όπως τροποποιήθηκε με τον περί της Ένατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2016 και η εμβέλεια που καλύπτουν οι αναγνωρισμένοι σκοποί της παραγράφου αυτής.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίνοντας πως οι επίδικοι Νόμοι είναι αντισυνταγματικοί, αποφάσισε ότι:

 

Οι επίδικες διατάξεις των υπό κρίση νομοθετημάτων επιβάλλουν την υποχρέωση για τη δήλωση και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των καθορισμένων στα νομοθετήματα αυτά προσώπων, συμπεριλαμβανομένων του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων τους. Επικουρικά της υποχρέωσης αυτής, προσδιορίζονται οι λεπτομέρειες που απαιτούνται στη δήλωση.

 

Το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Όπως χαρακτηριστικά έχει νομολογηθεί, το δικαίωμα που διασφαλίζει το υπό αναφορά άρθρο απαγορεύει τη διείσδυση, κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα, στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου.

 

Τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου αποτελούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής. Η αποκάλυψη και ο έλεγχός τους συνιστούν επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των ελεγ[*244]χόμενων προσώπων, καθώς επίσης, για τους ίδιους λόγους, συνιστούν επέμβαση προς το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των συζύγων και των τέκνων των ελεγχόμενων προσώπων.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέφερε πως η υποχρέωση για την υποβολή δήλωσης, με βάση τα σχετικά άρθρα των υπό εξέταση νομοθετημάτων, αποτελεί καταφανή επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετασθεί το κατά πόσο η εν λόγω επέμβαση δικαιολογείται δυνάμει της δεύτερης παραγράφου του πιο πάνω άρθρου και συγκεκριμένα υπό το φως της διαμόρφωσής του μέσω της ένατης τροποποίησης, ήτοι «.προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.».

 

Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο και μόνο που επιτρέπει και για τους λόγους που το ίδιο το Σύνταγμα καθορίζει. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο και στο βαθμό που η ανάγκη το επιβάλλει. Κάθε είδους περιορισμοί που είναι δυνατό να επιβληθούν στα συνταγματικά δικαιώματα, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από νόμο, νοουμένου όμως, ότι υπάρχει επιφύλαξη στο ίδιο το Σύνταγμα υπέρ αυτού.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε πως εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώματος. Η ανάγκη θα πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη. Υπό το πρίσμα αυτό, η Βουλή των Αντιπροσώπων υποχρεούται «.. πρώτο, να προσδιορίσει τον τομέα προς το συμφέρον του οποίου γίνεται η επέμβαση. και, δεύτερο, να στοιχειοθετήσει την ανάγκη για την οποία γίνεται η επέμβαση στον προσδιορισθέντα τομέα ή τομείς. .... Για να δικαιολογείται η επέμβαση πρέπει να προκύπτει «πιεστική κοινωνική ανάγκη» ενόψει της οποίας επιβάλλεται να υποχωρήσει το ατομικό δικαίωμα για χάρη του συνόλου σε μια δημοκρατική κοινωνία.

 

Η αιτιολογική έκθεση που καλύπτει τα προαναφερόμενα νομοθετήματα, η οποία είναι ουσιαστικά πανομοιότυπη, καθορίζει ότι σκοπός της θέσπισής τους είναι «. η διασφάλιση της διαφάνειας και η πρόληψη της διαφθοράς .. με την ενίσχυση των υφιστάμενων διατάξεων που αφορούν τον έλεγχο που ασκείται σε σχέση με την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων .. («πόθεν έσχες»). Δεν γίνεται επί[*245]κληση οποιωνδήποτε γεγονότων, είτε στην Αιτιολογική Έκθεση είτε στο προοίμιο των Νόμων, τα οποία και να τεκμηριώνουν την ανάγκη, ούτε και στοιχειοθετείται, με αναφορά σε οποιοδήποτε από τους τομείς που προβλέπονται, πιεστική κοινωνική ανάγκη, τέτοιας μορφής που να δικαιολογεί, ως ανάλογο μέτρο, την επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος.

 

Η υποχρέωση για επαρκή αιτιολόγηση και για κατάδειξη άμεσης και πιεστικής ανάγκης - προς τεκμηρίωση της αναλογικότητας μεταξύ ρύθμισης και ανάγκης - καθίστατο απαρέγκλιτα επιτακτική, δεδομένου ότι τα υπό κρίση νομοθετήματα είναι περιοριστικά ανθρώπινου δικαιώματος, ήτοι της ιδιωτικής ζωής.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέφερε πως θα πρέπει να υπομνησθεί, ότι ακόμη και στις περιπτώσεις επιτρεπτής κατ’ ακολουθία της παραγράφου 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος ρύθμισης, ο νομοθέτης οφείλει να τεκμηριώσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Θα πρέπει δηλαδή να θεμελιώσει γιατί κατά την κρίση του η ρύθμιση αυτή είναι «απολύτως αναγκαία» για να επιτευχθεί η προστασία που επιδιώκεται. Η απουσία αιτιολογίας και τεκμηρίωσης του ισχυρισμού ότι η υπό εξέταση ρύθμιση αποτελεί επιτρεπτή ρύθμιση, καθιστά αδύνατο και τον δικαστικό έλεγχο σε σχέση με την αναλογικότητα.

 

Επιπρόσθετα, και με δεδομένη την ύπαρξη υφιστάμενης νομοθεσίας που διέπει ζητήματα δεκασμού και κατάχρησης εξουσίας από δημόσιους λειτουργούς, προέβαλλε, επίσης ως επιτακτική, η υποχρέωση συσχετισμού μεταξύ υφιστάμενων νομοθετικών διατάξεων και της ανάγκης λήψης πρόσθετων μέτρων για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων και προς υποστήριξη της αναγκαιότητας αναχαίτισής τους.

 

Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε πως οι υπό αναφορά νόμοι αντίκεινται προς τις διατάξεις του Άρθρου 15 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό κρίνονται, καθ’ ολοκληρία, ως αντισυνταγματικοί.

 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 Α.Α.Δ. 167,

[*246]Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238.

 

Aναφορές.

 

Γνωμάτευση κατά πόσον «ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας. (Αναφορά 11/2016)

 

Γνωμάτευση κατά πόσον «ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας. (Αναφορά 12/2016)

 

Γνωμάτευση κατά πόσον ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας. (Αναφορά 14/2016)

 

Γνωμάτευση κατά πόσον ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας. (Αναφορά 15/2016)

 

Γνωμάτευση κατά πόσον ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Αστυνομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Δημοκρατίας. (Αναφορά 16/2016).

 

Λ. Χριστοδουλίδου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας μαζί με την Θ. Χριστοδουλίδου (κα), Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.

 

Α. Μαρκίδης με Π. Παναγιώτου, για την Καθ’ ης η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη Γνωμάτευση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ..

[*247]ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.: Τα επίδικα θέματα και των πέντε Αναφορών ταυτίζονται. Στο επίκεντρο είναι το Άρθρο 15 του Συντάγματος,  και, πιο συγκεκριμένα, η παράγραφος 2 του υπό αναφορά Άρθρου, όπως τροποποιήθηκε με τον περί της Ένατης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2016 και η εμβέλεια που καλύπτουν οι αναγνωρισμένοι σκοποί της παραγράφου αυτής.

 

Με την Αναφορά 11/2016 επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο περί Δημοσίας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Το Άρθρο 2 του προαναφερθέντος Νόμου εισήξε νέο άρθρο, 53Α, στο βασικό Νόμο, μέσω του οποίου επιβάλλεται η υποχρέωση όπως τα περιουσιακά στοιχεία και τυχόν μεταβολή τους και τα προσωπικά δεδομένα εκπαιδευτικού λειτουργού, που κατέχει θέση με μισθοδοτική κλίμακα ίση ή ανώτερη από την κλίμακα Α13 του κυβερνητικού μισθολογίου ή/και, κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης, λειτουργού με κατώτερη κλίμακα, του/της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων αυτού, τα οποία περιλαμβάνονται στις Δηλώσεις του Τέταρτου, Πέμπτου και Έκτου Πίνακα, που εισάγονται με το Άρθρο 5 του αναφερόμενου Νόμου, υποβάλλονται στον Έφορο Φορολογίας. Επιβάλλεται επίσης, μέσω της εισαγωγής του Άρθρου 53Β, η υποχρέωση δημοσιοποίησης της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων ή τυχόν μεταβολής τους, τόσο του εκπαιδευτικού λειτουργού, όσο και του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων.

 

Με την Αναφορά 12/2016 επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Το Άρθρο 3 του προαναφερθέντος Νόμου εισήξε νέο άρθρο, 66Α, στο βασικό Νόμο, μέσω του οποίου επιβάλλεται η υποχρέωση όπως τα περιουσιακά στοιχεία και τυχόν μεταβολή τους και τα προσωπικά δεδομένα κάθε υπαλλήλου, που κατέχει θέση με μισθοδοτική κλίμακα ίση ή ανώτερη από την κλίμακα Α13 του κυβερνητικού μισθολογίου ή/και, κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης, υπαλλήλου με κατώτερη κλίμακα, του/της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων αυτού, τα οποία περιλαμβάνονται στις Δηλώσεις του Τρίτου και Τέταρτου Πίνακα, που εισάγονται με το [*248]Άρθρο 6 του αναφερόμενου Νόμου, υποβάλλονται στον Έφορο Φορολογίας. Επιβάλλεται ακόμη, μέσω της εισαγωγής του Άρθρου 66Β, η υποχρέωση δημοσιοποίησης της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων ή τυχόν μεταβολής τους, τόσο του υπαλλήλου, όσο και του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων.

 

Με την Αναφορά 14/2016 επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Στρατού της Δημοκρατίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Το Άρθρο 2 του προαναφερθέντος Νόμου εισήξε νέο Άρθρο, 63Α, στο βασικό Νόμο, μέσω του οποίου επιβάλλεται η υποχρέωση όπως τα περιουσιακά στοιχεία και τυχόν μεταβολή τους και τα προσωπικά δεδομένα Μέλους του Στρατού, που έχει βαθμό ανώτατου Αξιωματικού ή συμμετέχει σε διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων ή/και, κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης, Αξιωματικού κατώτερου βαθμού, του/της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων αυτού, τα οποία περιλαμβάνονται στις Δηλώσεις του Δεύτερου και Τρίτου Πίνακα, που εισάγονται με το Άρθρο 6 του αναφερόμενου Νόμου, υποβάλλονται στον Έφορο Φορολογίας. Επιβάλλεται ακόμη, μέσω της εισαγωγής του Άρθρου 63Β, η υποχρέωση δημοσιοποίησης της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων ή τυχόν μεταβολής τους, τόσο του Μέλους του Στρατού, όσο και του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων.

 

Με την Αναφορά 15/2016 επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου (Δήλωση και Έλεγχος Περιουσίας) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Το Άρθρο 3 του προαναφερθέντος Νόμου εισάγει υποχρέωση δήλωσης και υποβολής στον Εφορο Φορολογίας, των περιουσιακών στοιχείων και των μεταβολών αυτών σε κάθε υπάλληλο νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου  που κατέχει θέση με μισθοδοτική κλίμακα ίση ή ανώτερη από την κλίμακα Α13 του κυβερνητικού μισθολογίου ή/και, κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης, υπαλλήλου με κατώτερη κλίμακα, του/της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων αυτού, τα οποία περιλαμβάνονται στις Δηλώσεις του Πρώτου και Δεύτερου Πίνακα, που εισάγονται με το Άρθρο 3 του ανα[*249]φερόμενου Νόμου. Επιβάλλεται επίσης, μέσω της εισαγωγής του Άρθρου 4, η υποχρέωση δημοσιοποίησης της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων ή τυχόν μεταβολής τους, τόσο του υπαλλήλου, όσο και του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων.

 

Με την Αναφορά 16/2016 επιζητείται η γνωμοδότηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά πόσο ο νόμος με συνοπτικό τίτλο «ο περί Αστυνομίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 2) Νόμος του 2016» βρίσκεται σε αντίθεση με και/ή είναι ασύμφωνος προς τις διατάξεις των Άρθρων 11, 15, 28, 35, 80, 169 και 179 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Το Άρθρο 2 του προαναφερθέντος Νόμου εισήξε νέο Άρθρο, 23Α, στο βασικό Νόμο, μέσω του οποίου επιβάλλεται η υποχρέωση όπως τα περιουσιακά στοιχεία και τυχόν μεταβολή τους και τα προσωπικά δεδομένα Μέλους της Αστυνομίας, που έχει βαθμό Ανώτερου Αξιωματικού ή συμμετέχει σε διαδικασία ανάθεσης συμβάσεων ή/και, κατόπιν αιτιολογημένης απόφασης, κατώτερου βαθμού Μέλους της Αστυνομίας, του/της συζύγου του και των ανήλικων τέκνων αυτού, τα οποία περιλαμβάνονται στις Δηλώσεις του Δεύτερου και Τρίτου Πίνακα, που εισάγονται με το Άρθρο 3 του αναφερόμενου Νόμου, υποβάλλονται στον Έφορο Φορολογίας. Επιβάλλεται επίσης, μέσω της εισαγωγής του Άρθρου 23Β, η υποχρέωση δημοσιοποίησης της δήλωσης περιουσιακών στοιχείων ή τυχόν μεταβολής τους, τόσο του Μέλους της Αστυνομίας, όσο και του/της συζύγου και των ανήλικων τέκνων.

 

Το βάρος της εισήγησης του Εντίμου Γενικού Εισαγγελέα αγγίζει τα όρια εφαρμογής του Άρθρου 15.2 του Συντάγματος. Είναι o πυρήνας των θέσεών του, ότι η προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι ευθέως συνδεδεμένη με το θεμελιώδες δικαίωμα στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και, κατά προέκταση, η αποκάλυψη και ο έλεγχος που καθιερώνουν οι υπό αναφορά Νόμοι συνιστούν επέμβαση στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Εισηγείται περαιτέρω, ότι οι λόγοι που προβάλλονται από το νομοθέτη για περιορισμό του δικαιώματος ιδιωτικής ζωής δεν εμπίπτουν σε ένα από τους νόμιμους/αναγνωρισμένους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος, ούτε και εντοπίζεται υπαρκτή, πιεστική κοινωνική ανάγκη που να δικαιολογεί την αναγκαιότητα επέμβασης στην ιδιωτική ζωή, προς εξυπηρέτηση των σκοπών που καλύπτει η προαναφερθείσα συνταγματική διάταξη. Προστίθεται, ακόμη, ότι η επιχειρούμενη επέμβαση στην ιδιωτική ζωή είναι δυσανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό και δεν τηρείται το απαιτούμενο [*250]ισοζύγιο μεταξύ του δημοσίου και ιδιωτικού συμφέροντος. Σε σχέση με την υποχρέωση δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων και τη δημοσιοποίησή τους, προβάλλεται από τον Έντιμο Γενικό Εισαγγελέα η θέση ότι παραγνωρίζεται το γεγονός ότι το δικαίωμα που προστατεύεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος είναι ατομικό και/ή προσωπικό και δεν μπορεί να επεκτείνεται σε τρίτα πρόσωπα, επιβάλλοντας μάλιστα σε κάθε περίπτωση την υποχρέωση υποβολής δηλώσεων για τα πρόσωπα αυτά, χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα εξαναγκασμού τους από το πρόσωπο που είναι εκ του νόμου υπεύθυνο να υποβάλει τη δήλωση. Τέλος, υποβάλλεται ότι η δημοσιοποίηση της δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων και δη των συζύγων και/ή ανηλίκων τέκνων, παραβιάζει και/ή είναι δυσανάλογη του σκοπού που στοχεύουν να προστατεύσουν οι Νόμοι και πιο ειδικά «το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή». Ελλείπει δε η εκ μέρους του νομοθέτη τεκμηρίωση της αναλογικότητας ως προς το γιατί, κατά την κρίση του, η δημοσιοποίηση προσωπικών δεδομένων σε τέτοια έκταση είναι αναγκαία για να επιτευχθεί ο σκοπός της διαφάνειας στη δημόσια ζωή.

 

Ειδικά για την Αναφορά 12/2016, προβάλλει ο Έντιμος Γενικός Εισαγγελέας ότι δεν εντοπίζεται αναγκαιότητα θέσπισης του υπό κρίση νομοθετήματος, αφού, όπως εισηγείται, υπάρχει ήδη ρητή πρόβλεψη από το Άρθρο 66 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/1990, η οποία ρυθμίζει τέτοια υποχρέωση. Το Άρθρο 66 έχει ως ακολούθως:

 

«66.-(1) Δεv επιτρέπεται σε δημόσιo υπάλληλo vα απoκτήσει άμεσα ή έμμεσα oπoιαδήπoτε κιvητή ή ακίvητη ιδιoκτησία εκμεταλλευόμεvoς πρoς τoύτo τη θέση τoυ ή vα κατέχει τέτoια ιδιoκτησία, όταv τo συμφέρov τoυ σ' αυτή συγκρoύεται με τα δημόσια καθήκovτα τoυ.

 

(2) Ο υπάλληλoς υπoχρεoύται vα υπoβάλλει τo Μάρτιo κάθε τρίτoυ έτoυς δήλωση για τυχόv μεταβoλές τωv περιoυσιακώv στoιχείωv τoυ ιδίoυ, τoυ ή της συζύγoυ και τέκvωv τα oπoία πρoστατεύovται και συvτηρoύvται απ’ αυτόv. Η πρώτη δήλωση θα υπoβληθεί τo μήvα Μάρτιo τoυ επόμεvoυ έτoυς από τηv έvαρξη της ισχύoς τoυ vόμoυ αυτoύ. Αv δεv υπάρχoυv μεταβoλές υπoβάλλεται αρvητική δήλωση. Η αρμόδια αρχή μπoρεί με αιτιoλoγημέvη απόφαση της vα ζητήσει τηv υπoβoλή δήλωσης και εvδιαμέσως παρέχovτας εύλoγη πρoθεσμία υπoβoλής της. Μπoρεί επίσης vα ζητεί διευκριvίσεις για τα [*251]στoιχεία πoυ έχoυv υπoβληθεί και vα ελέγχει τηv ακρίβεια της δήλωσης τoυ υπαλλήλoυ. Η διαπίστωση αvακρίβειας της δήλωσης περιoυσιακώv στoιχείωv τoυ υπαλλήλoυ συvεπάγεται τηv πειθαρχική τoυ δίωξη.

 

(3) Αv εγερθεί εύλoγη υπoψία για δημόσιo υπάλληλo ως πρoς τηv πηγή τωv oικovoμικώv τoυ πόρωv, μπoρεί vα διεξαχθεί έρευvα κατά τov καθoρισμέvo τρόπo για εξακρίβωση της πρoέλευσης τωv πόρωv αυτώv. Αv από τηv έρευvα εξακριβωθεί ότι o δημόσιoς υπάλληλoς απέκτησε τoυς πόρoυς αυτoύς κάτω από συvθήκες πoυ συvιστoύv πoιvικό ή πειθαρχικό αδίκημα, η αρμόδια αρχή πρoβαίvει στη λήψη τωv κατάλληλωv μέτρωv.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος εκ μέρους της Βουλής των Αντιπροσώπων, εισηγείται ότι το Άρθρο 15 του Συντάγματος δεν είναι απόλυτο, αλλά υπόκειται σε περιορισμούς, ως αυτοί καθορίζονται στην παράγραφο 2 του εν λόγω Άρθρου. Δεν αμφισβητείται ότι τα περιουσιακά στοιχεία ενός ατόμου αποτελούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής, αλλά προβάλλεται από την πλευρά της Καθ’ ης η αίτηση ότι είναι προφανές πως ο σκοπός για τον οποίο έχουν θεσπισθεί οι υπό αναφορά νομοθεσίες, εμπίπτει εντός των επιτρεπομένων επεμβάσεων δυνάμει της παραγράφου 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος, αφού επιδιώκουν ένα από τους αναγνωρισμένους σκοπούς που αναφέρονται στην εν λόγω παράγραφο, ήτοι τη διασφάλιση της διαφάνειας στη δημόσια ζωή και τη λήψη μέτρων εναντίον της διαφθοράς. Είναι, περαιτέρω, η θέση του ευπαίδευτου συνήγορου της Καθ’ ης η αίτηση, ότι ο νομοθέτης τήρησε το απαιτούμενο ισοζύγιο μεταξύ του δημοσίου και του ιδιωτικού συμφέροντος, εφόσον κατά τη λήψη του μέτρου εξισορρόπησε τη φύση της επέμβασης, τη σοβαρότητα αυτής και τον δραστικό χαρακτήρα της. Ως προς το ζήτημα της πλήρους και χωρίς εξαιρέσεις δημοσιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων, προβάλλεται ότι μέσω της υποχρέωσης αυτής η διαφάνεια στη δημόσια ζωή και η πρόληψη της διαφθοράς καθίστανται πραγματικότητα. Ολοκληρώνοντας, ο κ. Μαρκίδης εισηγήθηκε ότι η ύπαρξη πιεστικής ανάγκης προς περιορισμό του συγκεκριμένου δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής είναι δεδομένη, αφού η αδιαφάνεια στη δημόσια ζωή οδήγησε σε συνθήκες διαφθοράς, όπως αναντίλεκτα προκύπτει τόσο από την παραπομπή σε δίκες ενώπιον Κακουργιοδικείων, όσο και από καταδίκες προσώπων που αποτελούσαν μέρος της δημόσιας ζωής. 

 

Όπως επισημάνθηκε στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 4) (1994) 3 Α.Α.Δ. 167, 173 - 174:

[*252]«.... Το Άρθρο 140.1 του Συντάγματος προσδιορίζει ως αποκλειστικό αντικείμενο κάθε Αναφοράς τη συνταγματικότητα του νόμου ή της απόφασης ή ορισμένης διάταξης αυτών η οποία αναφέρεται για τη γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πεδίο ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων και αποφάσεων, ή μέρους αυτών που αναφέρονται στο Ανώτατο Δικαστήριο, περιορίζεται εξ αντικειμένου στη διαπίστωση κατά πόσο υπάρχει ή όχι σύγκρουση μεταξύ των προνοιών του ελεγχόμενου νόμου ή αποφάσεως και των σχετικών διατάξεων του Συντάγματος, καθώς και της αρχής της διάκρισης των Εξουσιών. Αυτό επιτυγχάνεται με την αντιπαραβολή των διατάξεων του κρινόμενου νόμου προς τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Οι λόγοι που οδήγησαν το νομοθέτη στη θέσπιση του νόμου, δεν ελέγχονται ούτε αποτελούν μέσο διαπίστωσης ή ελέγχου της συνταγματικότητάς τους. Η σκοπιμότητα και η σοφία των προνοιών του νόμου εκφεύγουν του συνταγματικού ελέγχου....».

 

Το Άρθρο 15 του Συντάγματος, ως διαμορφώθηκε μέσω της Ένατης Τροποποίησης, η διαμόρφωση με έντονα γράμματα, έχει ως ακολούθως:

 

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα όπως η ιδιωτική και οικογενειακή αυτού ζωή τυγχάνη σεβασμού.

 

2. Δεν χωρεί επέμβασις κατά την άσκησιν του δικαιώματος τούτου, ειμή τοιαύτη οία θα ήτο σύμφωνος προς τον νόμον και αναγκαία μόνον προς το συμφέρον της ασφαλείας της Δημοκρατίας ή της συνταγματικής τάξεως ή της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας τάξεως ή της δημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της προστασίας των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των υπό του Συντάγματος ηγγυημένων εις παν πρόσωπον ή προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.»

 

Οι λόγοι που οδήγησαν τη Βουλή των Αντιπροσώπων στη ψήφιση της υπό αναφορά ένατης τροποποίησης του Συντάγματος, εντοπίζονται στο προοίμιο του σχετικού νόμου, Ν. 69(Ι)/2016 και έχουν ως ακολούθως:

 

«ΕΠΕΙΔΗ, το Άρθρο 15 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας προστατεύει το δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κάθε προσώπου,

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε επέμβαση στην [*253]άσκηση του δικαιώματος αυτού, εκτός αν είναι σύμφωνη προς το νόμο και αναγκαία για τους σκοπούς που ορίζει το εν λόγω Άρθρο,

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου αποτελούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής και κανένας δεν έχει δικαίωμα, εκτός αν παρέχεται σʼ αυτόν εξουσιοδότηση από το νόμο για τους σκοπούς που ορίζει το Σύνταγμα, να επιβάλει την αποκάλυψη ή τον έλεγχο των στοιχείων αυτών, 39 του 1962.

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, κρίνεται αναγκαίο να καταστεί δυνατή η επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος που προστατεύεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος, για τη διασφάλιση της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για τη λήψη μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή, ως νόμος ήθελε ορίσει,

 

ΚΑΙ ΕΠΕΙΔΗ, η διασφάλιση της διαφάνειας στη δημόσια ζωή και η λήψη μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή συνιστούν μέτρο αναγκαίο για την πρόληψη ποινικών παραβάσεων, ως προβλέπει η παράγραφος 2 του Άρθρου 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την Προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Κυρωτικό) Νόμο του 1962 και η οποία προβλέπει ανθρώπινα δικαιώματα και θεμελιώδεις ελευθερίες, όμοια των οποίων η Δημοκρατία οφείλει να διασφαλίζει σύμφωνα με το Άρθρο 5 της Συνθήκης Εγκαθίδρυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας, ……»

 

Οι επίδικες διατάξεις των υπό κρίση νομοθετημάτων επιβάλλουν την υποχρέωση για τη δήλωση και δημοσιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των καθορισμένων στα νομοθετήματα αυτά προσώπων, συμπεριλαμβανομένων του ή της συζύγου και των ανηλίκων τέκνων τους. Επικουρικά της υποχρέωσης αυτής, προσδιορίζονται οι λεπτομέρειες που απαιτούνται στη δήλωση.

 

Το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος κατοχυρώνει το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής ως θεμελιώδες δικαίωμα του ατόμου. Όπως χαρακτηριστικά έχει νομολογηθεί, το δικαίωμα που διασφαλίζει το υπό αναφορά Άρθρο απαγορεύει τη διείσδυση, κάτω από οποιοδήποτε πρόσχημα, στην ιδιωτική ζωή του ανθρώπου (Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (2000) 3 Α.Α.Δ. 238, 245).

[*254]Τα περιουσιακά στοιχεία του ατόμου αποτελούν μέρος της ιδιωτικής του ζωής. Η αποκάλυψη και ο έλεγχός τους συνιστούν επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής των ελεγχόμενων προσώπων, καθώς επίσης, για τους ίδιους λόγους, συνιστούν επέμβαση προς το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής των συζύγων και των τέκνων των ελεγχόμενων προσώπων. Τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, προσιδιάζουν, όπως λέχθηκε στην πιο πάνω απόφαση, σελίδα 251, «… στο άτομο και έχουν ως επίμετρο τη φύση του ανθρώπου. Φορέας των δικαιωμάτων, που κατοχυρώνει το Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, είναι το άτομο. Η συγγένεια δεν παρέχει έρεισμα για επέμβαση στο δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, ούτε περιορίζει τα όριά του.».

 

Με δεδομένο λοιπόν ότι η υποχρέωση για την υποβολή δήλωσης, με βάση τα προαναφερθέντα άρθρα των υπό εξέταση νομοθετημάτων, αποτελεί καταφανή επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος, θα πρέπει να εξετασθεί το κατά πόσο η εν λόγω επέμβαση δικαιολογείται δυνάμει της δεύτερης παραγράφου του πιο πάνω Άρθρου και συγκεκριμένα υπό το φως της διαμόρφωσής του μέσω της ένατης τροποποίησης, ήτοι «…προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή.».

 

Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο και μόνο που επιτρέπει και για τους λόγους που το ίδιο το Σύνταγμα καθορίζει. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και η επέμβαση να επιτραπεί με νόμο, εφόσον τούτο κρίνεται αναγκαίο και στο βαθμό που η ανάγκη το επιβάλλει. Κάθε είδους περιορισμοί που είναι δυνατό να επιβληθούν στα συνταγματικά δικαιώματα, πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από νόμο, νοουμένου όμως, ότι υπάρχει επιφύλαξη στο ίδιο το Σύνταγμα υπέρ αυτού. Επιφύλαξη υπέρ του νόμου υπάρχει όταν ο συντακτικός νομοθέτης αναθέτει στον κοινό νομοθέτη τη διαμόρφωση περιορισμών συνταγματικού δικαιώματος. Ο κοινός νομοθέτης δεν είναι ανεξέλεγκτος κατά τη θέσπιση περιορισμών στα συνταγματικά δικαιώματα. Ενεργεί εντός συγκεκριμένων παραμέτρων. Σε αυτό το πλαίσιο ισχύουν οι λεγόμενοι «περιορισμοί των περιορισμών», μεταξύ των οποίων η αρχή της αναλογικότητας και η απαγόρευση καταχρηστικής επιβολής περιορισμών (Α. Δημητρόπουλος «Συνταγματικά Δικαιώματα» σελ. 207).

 

Εναπόκειται στη Νομοθετική Εξουσία να στοιχειοθετήσει την ανάγκη η οποία δικαιολογεί τον περιορισμό θεμελιώδους δικαιώ[*255]ματος. Η ανάγκη θα πρέπει να τεκμηριώνεται και η ρύθμιση να είναι ανάλογη προς την ανάγκη. Υπό το πρίσμα αυτό, η Βουλή των Αντιπροσώπων υποχρεούται «…. πρώτο, να προσδιορίσει τον τομέα προς το συμφέρον του οποίου γίνεται η επέμβαση. και, δεύτερο, να στοιχειοθετήσει την ανάγκη για την οποία γίνεται η επέμβαση στον προσδιορισθέντα τομέα ή τομείς. …….. Για να δικαιολογείται η επέμβαση πρέπει να προκύπτει «πιεστική κοινωνική ανάγκη» ενόψει της οποίας επιβάλλεται να υποχωρήσει το ατομικό δικαίωμα για χάρη του συνόλου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Για την προστασία της από διακριβωθέντα σοβαρό κίνδυνο στους τομείς που εξειδικεύονται στο Άρθρο. ……. Η στάθμιση αγαθών φέρει από τη φύση της εγγενείς δυσκολίες. Ενόψει των οποίων παρέχονται λογικά περιθώρια εκτίμησης. Πάντως η θυσία του ενός αγαθού πρέπει να δικαιώνεται από τη διαφύλαξη του άλλου. Κι αυτό με αναφορά στο σκοπό και στη μεταξύ τους αναλογία» (Πρόεδρος της Δημοκρατίας (ανωτέρω), σελ. 262).

 

Στα ενώπιόν μας νομοθετήματα, η αιτιολογική έκθεση που τα καλύπτει, ουσιαστικά πανομοιότυπη, καθορίζει ότι σκοπός της θέσπισής τους είναι «… η διασφάλιση της διαφάνειας και η πρόληψη της διαφθοράς …. με την ενίσχυση των υφιστάμενων διατάξεων που αφορούν τον έλεγχο που ασκείται σε σχέση με την απόκτηση περιουσιακών στοιχείων …. («πόθεν έσχες»). Δεν γίνεται επίκληση οποιωνδήποτε γεγονότων, είτε στην Αιτιολογική Έκθεση είτε στο προοίμιο των Νόμων, τα οποία και να τεκμηριώνουν την ανάγκη, ούτε και στοιχειοθετείται, με αναφορά σε οποιοδήποτε από τους τομείς που προβλέπονται, πιεστική κοινωνική ανάγκη, τέτοιας μορφής που να δικαιολογεί, ως ανάλογο μέτρο, την επέμβαση στο δικαίωμα ιδιωτικής ζωής, το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 15.1 του Συντάγματος.

 

Η υποχρέωση για επαρκή αιτιολόγηση και για κατάδειξη άμεσης και πιεστικής ανάγκης – προς τεκμηρίωση της αναλογικότητας μεταξύ ρύθμισης και ανάγκης - καθίστατο απαρέγκλιτα επιτακτική, δεδομένου ότι τα υπό κρίση νομοθετήματα είναι περιοριστικά ανθρώπινου δικαιώματος, ήτοι της ιδιωτικής ζωής. Λαμβανομένου, μάλιστα, περαιτέρω, υπόψη ότι οι σκοπούμενες επεμβάσεις είναι ιδιαιτέρως δραστικές: Καλύπτουν, σωρηδόν, άτομα, χωρίς αιτιολογημένη αναφορά, με μόνο μέτρο (πλην των εξαιρέσεων των Μελών της Αστυνομίας και του Στρατού που συμμετέχουν σε διαδικασίες ανάθεσης συμβάσεων) τη μισθοδοτική κλίμακά τους ή τον βαθμό τους και εκτείνονται σε πρόσωπα πέραν των άμεσα ενδιαφερομένων, ήτοι στους/στις συζύγους και σε ανήλικα τέκνα, επίσης χωρίς οποιοσδήποτε συσχετισμό προς κατάδειξη [*256]αναλογικότητας μεταξύ ρύθμισης και ανάγκης.

 

Θα πρέπει να υπομνησθεί, περαιτέρω, ότι ακόμη και στις περιπτώσεις επιτρεπτής κατ’ ακολουθία της παραγράφου 2 του Άρθρου 15 του Συντάγματος ρύθμισης, ο νομοθέτης οφείλει να τεκμηριώσει την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Θα πρέπει δηλαδή να θεμελιώσει γιατί κατά την κρίση του η ρύθμιση αυτή είναι «απολύτως αναγκαία» για να επιτευχθεί η προστασία που επιδιώκεται. Η απουσία αιτιολογίας και τεκμηρίωσης του ισχυρισμού ότι η υπό εξέταση ρύθμιση αποτελεί επιτρεπτή ρύθμιση, καθιστά αδύνατο και τον δικαστικό έλεγχο σε σχέση με την αναλογικότητα. 

 

Επιπρόσθετα, και με δεδομένη την ύπαρξη υφιστάμενης νομοθεσίας που διέπει ζητήματα δεκασμού και κατάχρησης εξουσίας από δημόσιους λειτουργούς, προέβαλλε, επίσης ως επιτακτική, η υποχρέωση συσχετισμού μεταξύ υφιστάμενων νομοθετικών διατάξεων και της ανάγκης λήψης πρόσθετων μέτρων για την αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων και προς υποστήριξη της αναγκαιότητας αναχαίτισής τους.

 

Με βάση τα πιο πάνω, καθίσταται αχρείαστη η επέκτασή μας σε άλλα ζητήματα. Η διαπίστωσή μας ότι οι ουσιαστικές διατάξεις των υπό Αναφορά Νόμων είναι αντισυνταγματικές, αναπόδραστα οδηγεί στην κρίση ότι οι εν λόγω Νόμοι είναι αντισυνταγματικοί στην ολότητά τους.

 

Γνωματεύουμε ότι οι υπό Αναφορά Νόμοι αντίκεινται προς τις διατάξεις του Άρθρου 15 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό κρίνονται, καθ’ ολοκληρία, ως αντισυνταγματικοί.

 

Η Γνωμάτευσή μας κοινοποιείται στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος.

 

Γνωμάτευση ως ανωτέρω.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο