Γρουτίδης Χριστόδουλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 265

ECLI:CY:AD:2017:C93

(2017) 3 ΑΑΔ 265

[*265]22 Μαρτίου, 2017

 

[ΠΑMΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΓΡΟΥΤΙΔΗΣ,

 

Εφεσείων - Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Aναθεωρητική Έφεση Αρ. 113/2011)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής ― Σύσταση του Διευθυντή ― Νομιμότητα ― Το γεγονός ότι έγινε ειδική αναφορά στους υποψήφιους δημόσιους υπαλλήλους και στη σύγκριση μεταξύ τους αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι δεν είχε υπόψη του ο Διευθυντής ή δεν είχε τεθεί ενώπιον του η αίτηση του εφεσείοντα που δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος, μαζί με τα δικά του προσωπικά στοιχεία.

 

Δεδικασμένο ― Δεν προκύπτει δεδικασμένο για την σύσταση του Διευθυντή η οποία παρέμεινε αλώβητη ― Περιστάσεις.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Πρώτου Διορισμού και Προαγωγής ― Πρόσθετα προσόντα ― Λαμβάνονται υπόψη, εφόσον είναι σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης ― Η αξιολόγησή της υπόκειται στο αρμόδιο όργανο.

 

Σχέδια Υπηρεσίας ― Η κατάρτιση ενός σχεδίου υπηρεσίας εναπόκειται στο νομοθέτη και τα οικεία αρμόδια όργανα του κράτους και  δεν ελέγχεται από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο.

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Λόγοι Εφέσεως ― Κατά κανόνα δεν μπορούν να αφορούν ζητήματα που δεν εγέρθηκαν και δεν αποφασίστηκαν πρωτοδίκως.

 

Ο εφεσείοντας αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφα[*266]σης, με την οποία είχε αποτύχει η προσφυγή του κατά της απόφασης της Καθ’ ης η αίτηση για προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στη θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών από 1/3/2002.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Με τους λόγους έφεσης 1 μέχρι 3, ο εφεσείων θέτει υπό αμφισβήτηση τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Ενδιαφερόμενου Μέρους ισχυριζόμενος ότι ήταν παράνομη και άκυρη για διάφορους λόγους, κυρίως γιατί δεν είχαν τεθεί ενώπιον του τα στοιχεία του εφεσείοντα παρά μόνο εκείνα των άλλων υποψηφίων δημόσιων υπαλλήλων. Σημειώνεται ότι η επίδικη θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και προσοντούχοι υποψήφιοι κρίθηκαν τέσσερις εκ των οποίων μόνο ο αιητής δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου συμφωνεί με τις θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι οποίες υποστηρίζονται και από νομολογία. Από προσεκτική ανάγνωση της σύστασης, προκύπτει ότι ο Διευθυντής είχε μελετήσει δεόντως τα προσόντα των τριών δημόσιων υπαλλήλων που ήσαν ανθυποψήφιοι του εφεσείοντα αλλά και εκείνων του εφεσείοντα, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων για τους υποψήφιους δημόσιους υπαλλήλους για τους οποίους έκαμε ειδική αναφορά και έκρινε ως επικρατέστερο το Ενδιαφερόμενο Μέρος. Το γεγονός ότι έγινε ειδική αναφορά στους υποψήφιους δημόσιους υπαλλήλους και στη σύγκριση μεταξύ τους ήταν αναπόφευκτο, ενόψει της ιδιότητας τους ως δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι δεν είχε υπόψη του ο Διευθυντής ή δεν είχε τεθεί ενώπιον του η αίτηση του εφεσείοντα μαζί με τα δικά του προσωπικά στοιχεία.

 

Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του Διευθυντή η αίτηση και τα στοιχεία του για να προβεί σε σύγκριση του ίδιου με τους υπόλοιπους υποψήφιους, περιλαμβανομένου και του Ενδιαφερόμενου Μέρους, κρίθηκε πως δεν ευσταθεί.

 

Άλλη εισήγηση που αναφέρεται στο παράνομο της σύστασης του Διευθυντή είναι ότι, με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 473/2004 δημιουργήθηκε δεδικασμένο, γι’ αυτό προέκυπτε η ανάγκη για νέα σύσταση.

 

Από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 473/2004 δεν προκύπτει δεδικασμένο σ’ όσον αφορά την σύσταση του Διευθυντή.  [*267]Αντίθετα η σύσταση παρέμεινε αλώβητη από την απόφαση. Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ενόψει της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου για το λόγο ότι δεν έγινε αξιολόγηση του πτυχίου της Νομικής του εφεσείοντα, κατά την επανεξέταση προέβη σε νέα έρευνα για το θέμα του πτυχίου της Νομικής και αποφάσισε την προαγωγή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην επίδικη θέση. Αυτό εξάγεται από τα πρακτικά της συνεδρίασης και την ίδια την απόφαση.

 

Κατά συνέπεια, οι λόγοι εφέσεως 1 μέχρι 3 απορρίπτονται από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Με τον τέταρτο και πέμπτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων θέτει υπό αμφισβήτηση ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος πληρούσε το απαραίτητο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα της Κτηνιατρικής Επιστήμης, που απαιτούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Ο πρωτόδικος Δικαστής απορρίπτοντας τη θέση αυτή του εφεσείοντα αναφέρθηκε κατ’ αρχάς σε κώλυμα του ιδίου να εγείρει το θέμα λόγω παράλειψης του να εφεσιβάλει την πρωτόδικη κρίση στην υπ’ αρ. 473/2004 προσφυγή του. Σημειώνεται ότι η αμφισβήτηση του συγκεκριμένου προσόντος συνιστούσε ένα από τους λόγους ακύρωσης στην προσφυγή αρ. 473/2004 ο οποίος δεν εξετάστηκε.

 

Κρίθηκε πρωτόδικη κρίση περί κωλύματος του εφεσείοντος έγερσης εκ νέου του θέματος έλλειψης του προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, απόλυτα ορθή, με αποτέλεσμα οι λόγοι εφέσεως να απορριφθούν.

 

Ο εφεσείων προσβάλλει επίσης με τον έκτο, έβδομο και όγδοο λόγο εφέσεως την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να κρίνει ισοδύναμους σε προσόντα τον εφεσείοντα και το Ενδιαφερόμενο Μέρος και ότι και οι δυο κατέχουν διδακτορικούς τίτλους, εφόσον θεωρεί πως δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο διδακτορικός τίτλος του Ενδιαφερόμενου Μέρους γιατί δεν είχε εγκριθεί από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου.

 

Από το διοικητικό φάκελο διαφαίνεται ότι ο Λουκαΐδης εξασφάλισε την αναγνώριση του διδακτορικού του τίτλου, που έλαβε στις 10/1/2001, από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου εκ των υστέρων με την επιστολή του Συμβουλίου ημερ. 29/12/2003 που εισηγείται περαιτέρω την καταχώρηση του στο Μητρώο.

 

Η αξιολόγηση του διδακτορικού τίτλου από το Κτηνιατρικό [*268]Συμβούλιο εκτός του ότι δεν προνοείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης θεωρήθηκε από την Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ότι ο τίτλος του Λουκαΐδη στην «Επιδημιολογική Έρευνα του Πυρετού Q στον Ζωϊκό και Ανθρώπινο Πληθυσμό της Κύπρου» του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης αποτελεί θέμα της Κτηνιατρικής Επιστήμης και δεν χρειαζόταν περαιτέρω διερεύνησης.

 

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ορθή τη θεώρηση από μέρους της ΕΔΥ ότι τόσο ο εφεσείων όσο και το Ενδιαφερόμενο Μέρος κατείχαν διδακτορικό τίτλο, που επιβεβαιώνεται εξάλλου και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί περαιτέρω ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αξιολόγησε επαρκώς ή καθόλου το πτυχίο Νομικής που κατέχει και ότι του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα. Σημειώνεται ότι το πτυχίο της Νομικής δεν ήταν απαιτούμενο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας. Υπόκειται στην αρμόδια αρχή να αξιολογήσει πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης παροχής και αφετέρου να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα, σ’ αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σ’ ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.

 

Ενόψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης έξι, επτά και οχτώ δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

 

Στον ένατο λόγο εφέσεως, ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ότι υπήρχε ουσιαστική υπεροχή του Ενδιαφερόμενου Μέρους στο θέμα της πείρας, στη βάση του ότι η πείρα του ξεκινά από το 1970 ενώ του ίδιου του εφεσείοντα το 1988, ενώ η πραγματικότητα για τον τελευταίο είναι ότι ξεκινά από το 1981 στην Αθήνα.

 

Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο χρόνο εγγραφής του εφεσείοντα και του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως κτηνίατρων στην Κύπρο γίνεται αμέσως μετά την κατάληξη του ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε προβάδισμα στο θέμα της πείρας, ενόψει της πρόνοιας στο Σχέδιο Υπηρεσίας για διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.

 

Από τα στοιχεία δε του διοικητικού φακέλου που επισυνάφθηκε [*269]ως τεκμήριο στην ένσταση στην προσφυγή, τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, διαφαίνεται ότι το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε αποκτήσει τη διοικητική πείρα στη Δημόσια Υπηρεσία, που απαιτείτο, εφόσον διορίστηκε ως Κτηνιατρικός Λειτουργός την 1/5/1971, την 1/3/1983 προάχθηκε στη θέση του Κτηνιατρικού Λειτουργού Α΄, την 1/7/1998 στη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού και στις 15/8/2001 στη θέση του Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή προνοούσε ρητά για δεκαετή τουλάχιστον άσκηση κτηνιατρικής με «πενταετή τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία».

 

Ο εφεσείων με το λόγο έφεσης 10 προβάλλει θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας με το Σχέδιο Υπηρεσίας που προβλέπει δεκαετή άσκηση της κτηνιατρικής με πενταετή τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.  Σημειώνεται ότι δεν προβλήθηκε πρωτόδικα ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης, γι’ αυτό και ο εφεσείων κωλύεται από του να τον εγείρει στο στάδιο της έφεσης. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτή η κατ’ έφεση εξέταση ζητήματος που δεν ηγέρθηκε πρωτόδικα. Κατ’ εξαίρεση  επιτρέπεται η εξέταση τέτοιου ζητήματος εφόσον άπτεται της δημόσιας τάξης, οπότε εξετάζεται ακόμη και αυτεπάγγελτα, που όμως δεν είναι η παρούσα περίπτωση.

 

Ως αποτέλεσμα κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως και αυτοί οι λόγοι έφεσης δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αγαπίου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431,

 

Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349,

 

Κατσελλή v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585,

 

Pieris v. Republic (1983) 3 Α.Α.Δ. 1054,

 

Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 379,

 

Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,

[*270]Χρυσοστόμου v. ΕΕΥ (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186,

 

Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 44/2007), ημερ. 19/7/2011.

 

Ο εφεσείων παρουσιάζεται προσωπικά.

 

Δ-Μ. Εργατούδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη - Καθ’ ης η αίτηση.

 

Καμιά εμφάνιση για το Ενδιαφ. Μέρος Φειδία Λουκαΐδη.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Α. Πούγιουρου.

 

ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) με απόφαση της ημερ. 31/1/2002 είχε προάξει τον Φειδία Λουκαΐδη στη μόνιμη θέση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών από την 1/3/2002. Την προαγωγή αυτή αμφισβήτησε ο αιτητής με την προσφυγή του με αρ. 424/2002. Το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 23/9/2003 έκρινε ότι η έρευνα που διεξήγαγε η ΕΔΥ ως προς το κατά πόσο η πείρα του αιτητή, ως διευθυντή της ιδιωτικής του κλινικής, θα μπορούσε να θεωρηθεί διοικητική πείρα σύμφωνα με το σχέδιο υπηρεσίας, ήταν πλημμελής, οπότε η προαγωγή ακυρώθηκε.

 

Αποτέλεσμα της πιο πάνω ακυρωτικής απόφασης ήταν η επανεξέταση του θέματος από την ΕΔΥ. Στο πλαίσιο της επανεξέτασης η ΕΔΥ αφού έλαβε υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, όπως επίσης και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, καθώς και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι καθώς και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή έκρινε ότι ο Φειδίας Λουκαΐδης υπερείχε των άλλων υποψηφίων γι’ αυτό και αποφάσισε την εκ νέου προαγωγή του αναδρομικά από 1/3/2002 στη θέση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών. Ο αιτητής προσέβαλε και πάλιν την [*271]προαγωγή του Λουκαΐδη με την προσφυγή του αρ. 473/2004. Κρίθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 21/11/2005 ότι η έλλειψη αναφοράς και/ή αξιολόγησης του πτυχίου της Νομικής του αιτητή, καθιστούσε ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο της εγκυρότητας της απόφασης της ΕΔΥ γιαυτό και ακύρωσε την προαγωγή χωρίς να υπεισέλθει στην εξέταση των υπόλοιπων λόγων ακύρωσης που προβάλλοντο στην προσφυγή.

 

Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση η ΕΔΥ προχώρησε εκ νέου στην επανεξέταση του θέματος και με την απόφαση της ημερ. 27/9/2006 αφού έλαβε υπόψη τη σύσταση του Διευθυντή και τα προσόντα των υποψηφίων και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων καθώς και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι έκρινε ότι ο Λουκαΐδης υπερείχε γενικά έναντι των άλλων υποψηφίων γι’ αυτό και τον προήξε στη μόνιμη θέση του Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών αναδρομικά από 1/3/2002. Ο αιτητής προσέβαλε εκ νέου τη νέα απόφαση της ΕΔΥ με την προσφυγή αρ. 44/2007.

 

Το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 19/7/2011 απέρριψε την προσφυγή και επικύρωσε την προσβαλλόμενη απόφαση της ΕΔΥ την οποία έκρινε καθόλα δικαιολογημένη.

 

Εναντίον της τελευταίας απόφασης καταχωρήθηκε η υπό κρίση έφεση στην οποία ο εφεσείων προβάλλει δέκα λόγους έφεσης, που πολύ συνοπτικά είναι οι εξής:

 

1.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχτηκε τη θέση του εφεσείοντα ότι η σύσταση του Γενικού Διευθυντή ήταν παράνομη και άκυρη, εφόσον δεν τέθηκαν ενώπιον του τα στοιχεία του εφεσείοντα.

 

2.  Δεν εξέτασε το λόγο ακύρωσης περί παραβίασης του δεδικασμένου από την ΕΔΥ με την παράλειψη υποβολής νέας σύστασης του Διευθυντή κατά την επανεξέταση.

 

3.  Η νομολογία που χρησιμοποίησε ο πρωτόδικος Δικαστής σ’ όσον αφορά τη σύσταση του Διευθυντή διαφοροποιείται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.

 

4.  Ήταν εσφαλμένη η κρίση του ότι ο εφεσείων κωλυόταν να εγείρει ως λόγο ακύρωσης της απόφασης το γεγονός ότι ο Λουκαΐδης στερείτο ενός των απαιτούμενων προσόντων.

[*272]5. Εσφαλμένα αποφάσισε ότι η ΕΔΥ ορθά θεώρησε ότι ο Λουκαΐδης κατείχε το απαιτούμενο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ενόψει προηγούμενων προαγωγών του.

 

6.  Εσφαλμένα απέρριψε τη θέση του εφεσείοντα ότι η ΕΔΥ δεν έπρεπε να λάβει υπόψη το διδακτορικό τίτλο του Λουκαΐδη εφόσον δεν είχε εγκριθεί από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο.

 

7.  Εσφαλμένα επικύρωσε τη θέση της ΕΔΥ ότι ο εφεσείων και ο Λουκαΐδης ήσαν ισοδύναμοι υποψήφιοι από πλευράς προσόντων.

 

8.  Εσφαλμένα θεώρησε ότι η ΕΔΥ κινήθηκε μέσα στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας στο θέμα αξιολόγησης του πτυχίου του της Νομικής.

 

9.  Εσφαλμένα επικύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ περί ουσιαστικής υπεροχής του Λουκαΐδη στο θέμα της πείρας.

 

10. Εσφαλμένα δέχθηκε τη θέση της ΕΔΥ ότι ο Λουκαΐδης κατείχε την προτίμηση του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τους λόγους έφεσης κατά ενότητες εφόσον οι πλείστοι εξ αυτών είναι οι ίδιοι ή συνδέονται μεταξύ τους.

 

Λόγοι έφεσης 1, 2, και 3 που αφορούν στη σύσταση του Γενικού Διευθυντή

 

Με τους πιο πάνω λόγους ο εφεσείων θέτει υπό αμφισβήτηση τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του Λουκαΐδη ισχυριζόμενος ότι ήταν παράνομη και άκυρη για διάφορους λόγους, κυρίως γιατί δεν είχαν τεθεί ενώπιον του τα στοιχεία του εφεσείοντα παρά μόνο εκείνα των άλλων υποψηφίων δημόσιων υπαλλήλων.

 

Σημειώνεται ότι η επίδικη θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και προσοντούχοι υποψήφιοι κρίθηκαν τέσσερις εκ των οποίων μόνο ο αιητής δεν ήταν δημόσιος υπάλληλος.

 

Κρίνουμε σκόπιμο όπως παραθέσουμε αυτούσια τη σύσταση του Διευθυντή όπως τέθηκε ενώπιον της ΕΔΥ:

 

«Έχω μελετήσει και έχω λάβει δεόντως υπόψη τα προσόντα [*273]των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της υπό πλήρωση θέσης. Έχω, επίσης, λάβει υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.

 

Με βάση τα πιο πάνω και έχοντας υπόψη, σ’ ότι αφορά τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους, κρίνω ότι ο Λουκαΐδης Φειδίας υπερέχει των υπολοίπων υποψηφίων και τον συστήνω για προαγωγή.»

 

Η ίδια εισήγηση περί άκυρης σύστασης του Διευθυντή γιατί δεν έκανε αναφορά στον εφεσείοντα είχε τεθεί και πρωτόδικα αλλά απορρίφθηκε για τους λόγους που ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει στην απόφαση του και είναι οι εξής:

 

«Το πρώτο που θα πρέπει να λεχθεί είναι ότι η θέση του αιτητή σε σχέση με το παράτυπο της σύστασης του διευθυντή διότι κατ’ ισχυρισμόν αυτός δεν αναφέρθη στον εξωτερικό υποψήφιο, δηλαδή τον αιτητή, παρά μόνο βασίστηκε σε σύγκριση μεταξύ των δημοσίων υπαλλήλων, δεν είναι ορθή. Κατ’ αρχάς, προσεκτική ανάγνωση του λεκτικού της σύστασης δεν στοιχειοθετεί την πιο πάνω θέση. Αντίθετα, είναι σαφές ότι ο διευθυντής μελέτησε δεόντως τα προσόντα των υποψηφίων (εννοείται όλων), αλλά είχε λάβει υπόψη και το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι. Μετέπειτα, ανέφερε ότι έχοντας υπόψη σε ό,τι αφορά τους υποψηφίους που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, αλλά και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους το ενδιαφερόμενο μέρος υπερείχε των υπολοίπων υποψηφίων, και τον σύστησε για προαγωγή. Προκύπτει ότι ο Γενικός Διευθυντής προέβηκε σε σύγκριση όλων των υποψηφίων, αλλά ως ήταν φυσικό αναφέρθηκε πρόσθετα στα δεδομένα των υποψηφίων που ήταν δημόσιοι υπάλληλοι και οι οποίοι βέβαια διέθεταν προσωπικούς φακέλους και υπηρεσιακές εκθέσεις. Από το χρησιμοποιηθέν λεκτικό που υιοθέτησε αργότερα η Ε.Δ.Υ. δεν προκύπτει ότι παραγνωρίστηκε ο αιτητής, λόγω της ιδιότητας του ως εξωτερικού υποψηφίου. 

 

Άλλωστε, όπως λέχθηκε και στην Αγαπίου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431, τα όσα αναφέρονται από ένα διευθυντή στη σύσταση του ως χαρακτηρίζοντα ένα υποψήφιο λειτουργούν συγκριτικά αντανακλώντας έτσι στους υπόλοιπους για τους οποίους δεν αναφέρεται οτιδήποτε το ιδιαίτερο. Γενικώς ο προϊστά[*274]μενος δεν έχει υποχρέωση να αναφερθεί σε όλους τους υποψήφιους ή ακόμη και σε εκείνους που δεν συστήνει, αλλά είναι αρκετό να αναφερθεί στους υποψήφιους που πράγματι συστήνει. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Καψοσιδέρης v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, Δημοκρατία v. Κωνσταντινίδη (1993) 3 Α.Α.Δ. 234 και πιο πρόσφατα η απόφαση της Ολομέλειας στη Χαράλαμπος Χαραλάμπους v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Α.Ε. Aρ. 147/2007, ημερ. 12.4.2011, όπου επιβεβαιώθηκε ότι δεν είναι ανάγκη να υπάρχει άμεση σύγκριση των υποψηφίων, ενώ τεκμαίρεται ότι εφόσον οι φάκελοι με τα προσωπικά στοιχεία ενός εκάστου των υποψηφίων (και συνακόλουθα και με άλλους υποψήφιους που δεν έχουν φάκελο), είναι ενώπιον του διοικητικού οργάνου, τότε θεωρείται ότι το όργανο έχει ενώπιον του το σύνολο των σχετικών στοιχείων ώστε να μπορεί να προβεί στην ανάλογη κρίση. Σχετική είναι επίσης η απόφαση στην Στέλλα Μουστάκα Πλέϊπελ κ.ά. v. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 1185/2007, 1407/2007 και 1409/2007, ημερ. 22.7.2010

 

Έχουμε ενδιατρίψει σ’ όλα τα σημεία που παραθέτει ο αιτητής στο περίγραμμα αγόρευσης του για υποστήριξη των θέσεων του ως προς την άκυρη σύσταση του Διευθυντή και δεν συμμεριζόμαστε τις απόψεις του. Αντίθετα συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι οποίες υποστηρίζονται και από νομολογία. Είναι και η δική μας κρίση, από προσεκτική ανάγνωση της σύστασης, ότι ο Διευθυντής είχε μελετήσει δεόντως τα προσόντα των τριών δημόσιων υπαλλήλων που ήσαν ανθυποψήφιοι του εφεσείοντα αλλά και εκείνων του εφεσείοντα, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων για τους υποψήφιους δημόσιους υπαλλήλους για τους οποίους έκαμε ειδική αναφορά και έκρινε ως επικρατέστερο το Λουκαΐδη. Το γεγονός ότι έγινε ειδική αναφορά στους υποψήφιους δημόσιους υπαλλήλους και στη σύγκριση μεταξύ τους ήταν αναπόφευκτο, ενόψει της ιδιότητας τους ως δημοσίων υπαλλήλων, χωρίς αυτό να σημαίνει απαραίτητα ότι δεν είχε υπόψη του ο Διευθυντής ή δεν είχε τεθεί ενώπιον του η αίτηση του εφεσείοντα μαζί με τα δικά του προσωπικά στοιχεία.

 

Κατά συνέπεια ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι δεν είχε τεθεί ενώπιον του Διευθυντή η αίτηση και τα στοιχεία του για να προβεί σε σύγκριση του ίδιου με τους υπόλοιπους υποψήφιους, περιλαμβανομένου και του Λουκαΐδη, δεν ευσταθεί.

 

Ούτε επίσης η παράλειψη ρητής αναφοράς στη σύσταση ότι έγινε σύγκριση του εφεσείοντα με τον Λουκαΐδη ή με τους άλλους [*275]υποψήφιους επηρεάζει αρνητικά το κύρος της σύστασης. Στην υπόθεση Αγαπίου v. Δημοκρατίας (2004) 3 Α.Α.Δ. 431, στην οποία κάνει αναφορά και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του αναφέρθηκαν τα εξής για το θέμα της σύστασης του Διευθυντή στην σελ. 434:

 

«Τίποτε δεν ανέφερε ο Διευθυντής για τον εφεσείοντα. Υπενθυμίζουμε επ’ αυτού ότι τα όσα ο Διευθυντής αναφέρει κατά τη σύσταση του πως χαρακτηρίζουν ένα υποψήφιο λειτουργούν συγκριτικά, αντανακλώντας στους άλλους για τους οποίους δεν εξειδικεύει ο,τιδήποτε. Στην Καψοσιδέρης v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 170, εξηγήθηκε ότι ο Διευθυντής, διατυπώνοντας τη σύσταση του, δεν χρειάζεται να κατονομάσει ειδικά και να συγκρίνει ρητά τον κάθε υποψήφιο. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στη Μοδίτη v. Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 695, όπου συζητήθηκε διεξοδικά η νομολογία για τις συστάσεις:

 

«Εννοείται όμως πως τα αναφέρει συγκριτικά. Δεν μπορεί να του αποδοθεί πως προτείνει ορισμένους για προαγωγή για συγκεκριμένους λόγους όταν θεωρεί πως οι ίδιοι οι λόγοι συντρέχουν και για εκείνους που δεν συστήνει. Κατ’ ανάγκην όσα εξειδικεύει μεταφέρουν το μήνυμα της υπεροχής εκείνων που συστήνονται στους αντίστοιχους τομείς. Ώστε αυτοί να αναδεικνύονται ως οι καταλληλότεροι. (Βλ. συναφώς Ονουφρίου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 A.A.Δ. 833»

 

Άλλη εισήγηση που αναφέρεται στο παράνομο της σύστασης του Διευθυντή (Λόγος έφεσης 2) είναι ότι, με την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 473/2004 δημιουργήθηκε δεδικασμένο, γι’ αυτό προέκυπτε η ανάγκη για νέα σύσταση. Έχουμε ανατρέξει στην απόφαση του Δικαστηρίου ημερ. 21/11/2005 στην προσφυγή 473/2004, όπου καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο λόγος για τον οποίο το Δικαστήριο προέβη σε ακύρωση της προαγωγής ήταν η έλλειψη οποιασδήποτε αναφοράς και/ή αιτιολόγησης του πτυχίου της Νομικής του εφεσείοντα, γεγονός που καθιστούσε ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο της εγκυρότητας της επίδικης απόφασης.

 

Το δεδικασμένο προϋποθέτει την έκδοση δικαστικής απόφασης επί της ουσίας εγειρομένης διαφοράς και όχι επί καταλήξεων όταν αυτές είναι αποτέλεσμα της έλλειψης των προϋποθέσεων για την εξέταση της ουσίας (βλ. Γεωργίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 349 και Κατσελλή v. Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 585).  [*276]Η δικαστική απόφαση δεν περιορίζεται σε μόνο το διαταχτικό αλλά εκτείνεται και στην όποια διαπίστωση του Δικαστηρίου επί επιδίκου θέματος, πραγματικού ή νομικού, στο βαθμό που απαιτείται με την κατάληξη των οποίων εκφράζει το διατακτικό (βλ. επίσης Pieris v. Republic (1983) 3 Α.Α.Δ. 1054).

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής στην απόφαση του αντιμετώπισε το θέμα ως εξής:

 

«Ούτε η επόμενη αιτίαση περί παράνομης σύστασης του Γενικού Διευθυντή είναι ορθή. Πέραν των όσων έχουν προηγουμένως καταγραφεί επί του γεγονότος ότι ο Γενικός Διευθυντής στη σύσταση του δεν παραγνώρισε τον αιτητή, ως εξωτερικό υποψήφιο, κρίνεται ότι η σύσταση όντως είχε παραμείνει αλώβητη από τις ακυρωτικές αποφάσεις και δεν υπήρχε αποχρών λόγος για τη λήψη νέας σύστασης. Ο αιτητής δεν παραπέμπει ούτε σε κάποια νομοθετική πρόνοια, ούτε σε νομολογία για να υποστηρίξει τη θέση του. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή δεν κρίθηκε ως πάσχουσα καθ’ οιονδήποτε τρόπο ώστε να ήταν ανάγκη με βάση το Άρθρο 34Α(7) του Νόμου αρ. 1/1990, να κληθεί να υποβάλει νέα σύσταση. Μετέπειτα, οι λόγοι ακύρωσης σε κάθε περίπτωση και ιδίως κατά τη δεύτερη ακυρωτική απόφαση δεν αφορούν στάδιο προγενέστερο της σύστασης και κατά τρόπο που να επηρεάζεται αυτή ώστε να μη λαμβάνεται υπόψη και να χρειάζεται η υποβολή νέας σύστασης κατά την επιφύλαξη του Άρθρου 34Α(6) του πιο πάνω Νόμου. Αντίθετα, εάν η Ε.Δ.Υ. εδώ επέλεγε να λάβει νέα σύσταση θα παραβίαζε το δεδικασμένο, εφόσον σύμφωνα με το εδάφιο (6) του Άρθρου 34Α, «... κατά την επανεξέταση μιας ακυρωθείσας απόφασης, θεωρείται μέρος του πραγματικού καθεστώτος και λαμβάνεται υπόψη η σύσταση του Προϊσταμένου του οικείου Τμήματος ή προκειμένου για θέση Προϊσταμένου Τμήματος του Γενικού Διευθυντή του οικείου Υπουργείου ανεξάρτητα αν, στο μεταξύ, έχει αλλάξει η σύνθεση της Επιτροπής.».

 

Συμφωνούμε απόλυτα με την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Από την ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή αρ. 473/2004 δεν προκύπτει δεδικασμένο σ’ όσον αφορά την σύσταση του Διευθυντή. Αντίθετα η σύσταση παρέμεινε αλώβητη από την απόφαση. Η ΕΔΥ ενόψει της δεύτερης ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου για το λόγο ότι δεν έγινε αξιολόγηση του πτυχίου της Νομικής του εφεσείοντα, κατά την επανεξέταση προέβη σε νέα έρευνα για το θέμα του πτυχίου της Νομικής και αποφάσισε την προαγωγή του Λουκαΐδη στην επίδικη θέση. Αυτό εξάγεται από τα [*277]πρακτικά της συνεδρίασης και την ίδια την απόφαση.

 

Σ’ όσον αφορά το θέμα του πτυχίου της Νομικής ως επιπρόσθετου προσόντος του εφεσείοντα, αναφέρεται σε άλλη ενότητα λόγων έφεσης που θα επιληφθούμε ειδικά πιο κάτω.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους οι λόγοι έφεσης 1, 2 και 3 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

 

Λόγοι έφεσης 4 και 5 που αφορούν στην έλλειψη απαραίτητου προσόντος από πλευράς του Λουκαΐδη

 

Με τους πιο πάνω λόγους ο εφεσείων θέτει υπό αμφισβήτηση ότι ο Λουκαΐδης πληρούσε το απαραίτητο προσόν της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού έτους σε θέματα της Κτηνιατρικής Επιστήμης, που απαιτούσε το Σχέδιο Υπηρεσίας της επίδικης θέσης. Ο πρωτόδικος Δικαστής απορρίπτοντας τη θέση αυτή του εφεσείοντα αναφέρθηκε κατ’ αρχάς σε κώλυμα του ιδίου να εγείρει το θέμα λόγω παράλειψης του να εφεσιβάλει την πρωτόδικη κρίση στην υπ’ αρ. 473/2004 προσφυγή του. Σημειώνεται ότι η αμφισβήτηση του συγκεκριμένου προσόντος συνιστούσε ένα από τους λόγους ακύρωσης στην προσφυγή αρ. 473/2004 ο οποίος δεν εξετάστηκε.

 

Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Εναντίον της πιο πάνω δεύτερης ακυρωτικής απόφασης δεν καταχωρήθηκε έφεση από οποιοδήποτε μέρος. Είναι όμως νομολογημένο ότι το διοικητικό όργανο κατά την επανεξέταση δεσμεύεται από τα διαπιστωθέντα νομικά και πραγματικά δεδομένα και η επανεξέταση διενεργείται «…… στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος και όχι εφ’ όλης της ύλης, χωρίς βέβαια να επηρεάζεται η νομολογιακά αναγνωρισμένη δυνατότητα του διοικητικού οργάνου να επαναδιερευνά όταν διαπιστώνεται λόγος.». Αυτά λέχθηκαν από την Πλήρη Ολομέλεια στη Ναζίρης v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38 με αναφορά και στις υποθέσεις Ιωσηφίδη κ.ά. v. Δαβερώνα κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 147 και Παπαδόπουλος v. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 61. Ταυτόχρονα είναι νομολογημένο ότι ο επιτυχών διάδικος δύναται να ασκήσει έφεση για να αποφασιστούν ζητήματα ακυρότητας που είχαν προβληθεί πρωτοδίκως, αλλά δεν είχαν αποφασιστεί. Η δυνατότητα αυτή προσφέρεται, όπως το έθεσε η Ολομέλεια στη Σωτήρης Χατζηγεωργίου v. [*278]ΚΥΣΑΤΣ (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, εφόσον προκύπτουν ζητήματα δέσμευσης από την πρωτόδικη διαδικασία προς βλάβη του διαδίκου. Αν όμως ο επιτυχών διάδικος δεν αμφισβητήσει με έφεση τη σχετική δικαστική κρίση παραμένει δεσμευμένος από αυτή. (Δημοκρατία v. Τούλα Κούλουμου και Ευανθία Παπασάββα v. Τούλας Κούλουμου, Α.Ε. Αρ. 196/2007 και 202/2007, ημερ. 16.6.2010, Δημοκρατία v. Κοντογιώργη (2003) 3 Α.Α.Δ. 625, Γεώργιος Παπά v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, υπόθ. Αρ. 2/2009, ημερ. 15.9.2010 και Ανδρέας Δημοσθένους v. Ε.Δ.Υ., υπόθ. Αρ. 968/2009, ημερ. 30.9.2010).

 

Έπεται ότι ο αιτητής όφειλε να εφεσιβάλει την πρωτόδικη κρίση στην υπ’ αρ. 473/2004 προσφυγή επί του θέματος της κατοχής από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο του προσόντος το οποίο δεν εξετάστηκε….»

 

Κρίνουμε την πρωτόδικη κρίση περί κωλύματος του εφεσείοντος έγερσης εκ νέου του θέματος έλλειψης του προσόντος της μεταπτυχιακής εκπαίδευσης, απόλυτα ορθή. Η κατάληξη μας αυτή έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη των λόγων έφεσης 4 και 5.

 

Λόγοι έφεσης 6, 7 και 8 που αφορούν στην υπεροχή του εφεσείοντα σε προσόντα

 

Ο εφεσείων προσβάλλει επίσης την απόφαση της ΕΔΥ να κρίνει ισοδύναμους σε προσόντα τον εφεσείοντα και τον Λουκαΐδη και ότι και οι δυο κατέχουν διδακτορικούς τίτλους. Συγκεκριμένα είναι η θέση του ότι δεν θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη ο διδακτορικός τίτλος του Λουκαΐδη εφόσον δεν είχε εγκριθεί από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου. 

 

Από το διοικητικό φάκελο διαφαίνεται ότι ο Λουκαΐδης εξασφάλισε την αναγνώριση του διδακτορικού του τίτλου, που έλαβε στις 10/1/2001, από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου εκ των υστέρων με την επιστολή του Συμβουλίου ημερ. 29/12/2003 που εισηγείται περαιτέρω την καταχώρηση του στο Μητρώο.

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει τα εξής για το θέμα στην απόφαση του:

 

«Μετέπειτα είναι λανθασμένη η εισήγηση ότι ο διδακτορικός τίτλος του ενδιαφερομένου μέρους δεν έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη από την Ε.Δ.Υ. ως μη αξιολογηθείς από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο Κύπρου εφόσον τέτοιο προαπαιτούμενο από το [*279]σχέδιο υπηρεσίας δεν υπάρχει. Επομένως και η συνδεδεμένη με αυτή θέση του αιτητή ότι το προσόν αυτό έπρεπε να κατεχόταν κατά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αιτήσεων, αλλά και κατά το χρόνο λήψης της απόφασης κατά τις επιταγές του Άρθρου 34(15)(α) του Νόμου αρ. 1/1990, είναι εξίσου ανεδαφική. Το αναθεωρητικό Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας από το διοικητικό όργανο το οποίο έχει και την ευθύνη της ερμηνείας των σχεδίων υπηρεσίας εφόσον η ερμηνεία αυτή θεωρείται λογική και εφαρμοσθείσα ορθά στα περιστατικά της υπόθεσης. (Papaleontiou v. Republic (1987) 3 C.L.R. 211, Mytides v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1096 και Λάρκου v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 2917). Η Ε.Δ.Υ. είχε ενώπιον της τα σχετικά προσόντα του ενδιαφερομένου μέρους με ιδιαίτερη αναφορά και στο επακριβές διδακτορικό του και το γεγονός ότι αυτό προήλθε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κρήτης δεν σημαίνει ότι δεν αποτελούσε προσόν διδακτορικό στην Κτηνιατρική έχοντας υπόψη το περιεχόμενο της διδακτορικής έρευνας όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως στη σελ. 4 της παρούσας απόφασης. Δεν ήταν επομένως εύλογο, υπό το φως των ανωτέρω, για την Ε.Δ.Υ. να προχωρούσε σε οποιαδήποτε έρευνα με την ίδια την Ιατρική Σχολή, ως εισηγείται ο αιτητής.»

 

Συμμεριζόμαστε απόλυτα τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου που κρίνουμε σύμφωνες με τη νομολογία και με τα στοιχεία των φακέλων ενώπιον της ΕΔΥ. Τέτοιο προαπαιτούμενο δηλαδή η αξιολόγηση του διδακτορικού τίτλου από το Κτηνιατρικό Συμβούλιο εκτός του ότι δεν προνοείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης θεωρήθηκε από την ΕΔΥ ότι ο τίτλος του Λουκαΐδη στην «Επιδημιολογική Έρευνα του Πυρετού Q στον Ζωϊκό και Ανθρώπινο Πληθυσμό της Κύπρου» του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης αποτελεί θέμα της Κτηνιατρικής Επιστήμης και δεν χρειαζόταν περαιτέρω διερεύνησης.

 

Ενόψει των πιο πάνω κρίνουμε ορθή τη θεώρηση από μέρους της ΕΔΥ ότι τόσο ο εφεσείων όσο και ο Λουκαΐδης κατείχαν διδακτορικό τίτλο, που επιβεβαιώνεται εξάλλου και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. 

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί περαιτέρω ότι η ΕΔΥ αξιολόγησε επαρκώς ή καθόλου το πτυχίο Νομικής που κατέχει και ότι του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα. Σημειώνεται ότι το πτυχίο της Νομικής δεν ήταν απαιτούμενο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας. Στην υπόθεση Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) [*280]3 Α.Α.Δ. 379, μετά από ανασκόπιση της νομολογίας, τονίστηκε ότι υπόκειται στην αρμόδια αρχή να αξιολογήσει πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης παροχής και αφετέρου να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα, σ’ αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σ’ ότι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων. (βλ. επίσης την υπόθεση Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του προβαίνει στη διαπίστωση ότι «η ΕΔΥ, ως όφειλε αναφέρθη αυτή τη φορά στην κατοχή του πτυχίου νομικής, το οποίο μάλιστα θεώρησε ως σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και του έδωσε τη «δέουσα βαρύτητα». Έχουμε ανατρέξει στα πρακτικά της συνεδρίας της ΕΔΥ ημερ. 27/9/2006 όπου γίνεται σαφής αναφορά ότι:

 

«Η Επιτροπή δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι ο Γρουτίδης κατέχει και πτυχίο Νομικής, το οποίο θεωρείται σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και ως εκ τούτου του δόθηκε η δέουσα βαρύτητα, εντούτοις σε μια συνεκτίμηση όλων των στοιχείων, περιλαμβανομένης και της υπέρ του Λουκαΐδη σύστασης του Γενικού Διευθυντή, η οποία υιοθετείται αυτούσια, ο Λουκαΐδης κρίνεται καταλληλότερος για προαγωγή στη θέση Διευθυντή Κτηνιατρικών Υπηρεσιών.»

 

Η απόδοση της «δέουσας βαρύτητας» είχε ακριβώς την ίδια έννοια που αποδόθηκε στην υπόθεση Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (ανωτέρω) όπου εδώ αναφέρθηκε ότι το πτυχίο της Νομικής ήταν συναφές με τα καθήκοντα της θέσης. Το πτυχίο της Νομικής σύμφωνα με το πρακτικό της απόφασης της ΕΔΥ συνεκτιμήθηκε με τα υπόλοιπα δεδομένα των υποψηφίων και κρίθηκε ως ο πλέον κατάλληλος για προαγωγή ο Λουκαΐδης. Είμαστε της άποψης ότι επρόκειτο για κρίση εντός της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ, αυτή είναι επαρκώς αιτιολογημένη και δεν εκφεύγει των ακραίων ορίων. (βλ. Χρυσοστόμου v. ΕΕΥ (1989) 3 Α.Α.Δ. 3186 και Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (ανωτέρω)). Κρίνουμε την εξήγηση που έδωσε η ΕΔΥ για επιλογή του Λουκαΐδη, ενόψει των στοιχείων που είχε ενώπιον της, επαρκή και πειστική.

 

Ενόψει των πιο πάνω οι λόγοι έφεσης 6, 7 και  8 δεν μπορούν να πετύχουν και απορρίπτονται.

[*281]Οι λόγοι έφεσης 9 και 10 που αφορούν στην πείρα του εφεσείοντα και Λουκαΐδη

 

Ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο δικαστήριο υιοθέτησε τη θέση της ΕΔΥ ότι υπήρχε ουσιαστική υπεροχή του Λουκαΐδη στο θέμα της πείρας, στη βάση του ότι η πείρα του ξεκινά από το 1970 ενώ του ίδιου του εφεσείοντα το 1988, ενώ η πραγματικότητα για τον τελευταίο είναι ότι ξεκινά από το 1981 στην Αθήνα. Συγκεκριμένα για το θέμα ο πρωτόδικος Δικαστής αναφέρει τα εξής στην απόφαση του:

 

«Είναι σαφές όμως από την ανάλυση που προηγήθηκε ότι οι θέσεις αυτές δεν έχουν έρεισμα. Η αναφερόμενη ως υπέρτερη πείρα του αιτητή διότι εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα και σε άλλες χώρες πέραν της Δημοκρατίας, δεν μπορούσε να του έδινε προβάδισμα ενόψει της σαφούς καταγραφής στο σχέδιο υπηρεσίας για την επίδικη θέση της δεκαετούς τουλάχιστον άσκησης κτηνιατρικής με «. πενταετή τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.». Στο στοιχείο αυτό έκαμε ειδική αναφορά η Ε.Δ.Υ. κατά την επιλογή του ενδιαφερομένου μέρους, διαπιστώνοντας «.. ουσιαστική υπεροχή ..» αυτού, έναντι του αιτητή. Αυτό, πέραν της ευρύτερης πείρας που είχε το ενδιαφερόμενο μέρος εφόσον ενεγράφη ως κτηνίατρος το 1970, σ’ αντίθεση με τον αιτητή που ενεγράφη ως κτηνίατρος το 1988. Η πείρα που συνήθως συνοδεύει την αρχαιότητα, προσθέτει αξία στον υποψήφιο και νόμιμα λαμβάνεται υπόψη. (Δημοκρατία v. Πετρίδη (1991) 3 Α.Α.Δ. 731, 740 και Δημοκρατία v. Αντωνίου(2001) 3 Α.Α.Δ. 921). Έστω και αν εδώ ο αιτητής δεν μπορούσε να αναφερθεί σε αρχαιότητα στη δημόσια υπηρεσία εφόσον ο ίδιος ήταν εξωτερικός υποψήφιος, εντούτοις το στοιχείο της πείρας του ενδιαφερομένου μέρους προερχόμενης από την εργοδότηση του στη δημόσια υπηρεσία δεν μπορούσε να παραγνωριστεί.”

 

Συμφωνούμε με τις πιο πάνω θέσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι οποίες υποστηρίζονται και από τη νομολογία. Η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο χρόνο εγγραφής του εφεσείοντα και του Λουκαΐδη ως κτηνίατρων στην Κύπρο γίνεται αμέσως μετά την κατάληξη του ότι ο Λουκαΐδης είχε προβάδισμα στο θέμα της πείρας, ενόψει της πρόνοιας στο Σχέδιο Υπηρεσίας για διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία.

 

Εν πάση περιπτώσει ως προς το θέμα της ευρύτερης πείρας εί[*282]τε ο εφεσείων άρχισε να ασκεί την κτηνιατρική το 1981 είτε το 1988, εφόσον εξακολουθεί να υπερτερεί ο Λουκαΐδης που ενεγράφη ως κτηνίατρος το 1970 και άρχισε να ασκεί το επάγγελμα το 1971. Από τα στοιχεία δε του διοικητικού φακέλου που επισυνάφθηκε ως τεκμήριο στην ένσταση στην προσφυγή, τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον της ΕΔΥ, διαφαίνεται ότι ο Λουκαΐδης είχε αποκτήσει τη διοικητική πείρα στη Δημόσια Υπηρεσία, που απαιτείτο, εφόσον διορίστηκε ως Κτηνιατρικός Λειτουργός την 1/5/1971, την 1/3/1983 προάχθηκε στη θέση του Κτηνιατρικού Λειτουργού Α΄, την 1/7/1998 στη θέση του Ανώτερου Κτηνιατρικού Λειτουργού και στις 15/8/2001 στη θέση του Πρώτου Κτηνιατρικού Λειτουργού. Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του Διευθυντή προνοούσε ρητά για δεκαετή τουλάχιστον άσκηση κτηνιατρικής με «πενταετή τουλάχιστον διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση, κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία».

 

Είναι νομολογιακά γνωστό ότι η κατάρτιση ενός σχεδίου υπηρεσίας εναπόκειται στο νομοθέτη και τα οικεία αρμόδια όργανα του κράτους και δεν ελέγχεται από το Αναθεωρητικό Δικαστήριο, όπως επισημαίνει και το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του με αναφορά σε νομολογία.

 

Ο εφεσείων με το λόγο έφεσης 10 προβάλλει θέμα παραβίασης της αρχής της ισότητας με το Σχέδιο Υπηρεσίας που προβλέπει δεκαετή άσκηση της κτηνιατρικής με πενταετή τουλάχιστο διοικητική πείρα σε υπεύθυνη θέση κατά προτίμηση στη Δημόσια Υπηρεσία. Σημειώνεται ότι δεν προβλήθηκε πρωτόδικα ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης, γι’ αυτό και ο εφεσείων κωλύεται από του να τον εγείρει στο στάδιο της έφεσης. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι κατά κανόνα επιτρεπτή η κατ’ έφεση εξέταση ζητήματος που δεν ηγέρθηκε πρωτόδικα.  Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η εξέταση τέτοιου ζητήματος εφόσον άπτεται της δημόσιας τάξης, οπότε εξετάζεται ακόμη και αυτεπάγγελτα, που όμως δεν είναι η παρούσα περίπτωση. (βλ. Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47).

 

Ως αποτέλεσμα και αυτή η ενότητα λόγων έφεσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

Ενόψει των πιο πάνω η έφεση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται με €2.500 έξοδα υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο