Μιχαήλ Χαράλαμπος ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 283

ECLI:CY:AD:2017:C94

(2017) 3 ΑΑΔ 283

[*283]22 Μαρτίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΜΙΧΑΗΛ,

 

Eφεσείων - Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μeσω,

1. Αρχηγοy ΑστυνομiαΣ,

2. ΥΠουργου ΔικαιοσυνηΣ και ΔημοσιαΣ ΤαξηΣ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 124/2011)

 

 

Διοικητική Πράξη ― Βεβαιωτική σε αντιδιαστολή προς εκτελεστή διοικητική πράξη ― Θεωρία και Νομολογία ― Περιστάσεις βεβαιωτικού χαρακτήρα της πράξης στην κριθείσα περίπτωση ― Συνέπειες.

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Έξοδα ― Η διαταγή ως προς τα έξοδα επαφίεται στην κρίση του Δικαστηρίου ― Τάση για επιδίκαση εξόδων σε βάρος του αποτυχόντα αιτητή ― Η απόφαση ως προς τα έξοδα δύναται να ανατραπεί κατ’ έφεση μόνο αν είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη.

 

Ο εφεσείοντας αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη η προσφυγή του, λόγω του ότι κρίθηκε πως η απόφαση που προσβάλλετο δεν είχε τα χαρακτηριστικά της εκτελεστής διοικητικής πράξης.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Xρήσιμο είναι να εξεταστούν πιο προσεκτικά οι δύο επίδικες επιστολές του εφεσείοντα και η απάντηση του Αρχηγού Αστυνομίας. Στην επιστολή του ημερ. 11.2.2009, ο εφεσείων αναφέρεται στις αξιώσεις του χαρακτηρίζοντας αυτές ως υπερωριακή απασχόληση. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι επιδιώκει αποζημίωση πέραν από το κατ’ αποκοπήν επίδομα για την υπό αναφορά περίοδο 17.11.2003-[*284]31.3.2008. Ειδικά παραπέμπει τον Αρχηγό της Αστυνομίας στη σχετική έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, η οποία συντάχθηκε μετά το παράπονο του το 2005. Επαναλαμβάνει δε τις θέσεις ότι επιτελούσε ιδιάζοντα καθήκοντα, ως Υπασπιστής του Προέδρου, τα οποία, ως οι ισχυρισμοί του, διαφοροποιούνται από τα συνήθη προγράμματα εργασίας και στην πραγματικότητα ζητεί από τον Αρχηγό Αστυνομίας υλοποίηση των εισηγήσεων της Επιτρόπου.

 

Αν συγκριθεί η ως άνω επιστολή του εφεσείοντα το 2009 με την επιστολή του ημερ. 13.1.2005, η απαίτηση του είναι ουσιαστικά η ίδια. Η δε απαντητική επιστολή του Αρχηγού ημερ. 7.2.2005, τον πληροφορεί ότι το αίτημα δεν εγκρίνεται εφόσον το ωράριο δεν εμπίπτει στα εγκεκριμένα εναλλασσόμενα ωράρια βάρδιας και για το διογκωμένο ωράριο τον πληροφορεί ότι ήδη υπάρχει αποζημίωση - επίδομα το οποίο έχει αναθεωρηθεί από την 1.1.2003 ανερχόμενο στις £310 λίρες μηνιαίως.

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι είναι λάθος το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία του γνωστοποιήθηκε στις 27.2.2009, είναι βεβαιωτικής φύσεως και λανθασμένα εκρίθη ότι εκείνο που στην πραγματικότητα επιχειρήθηκε με την επιστολή του εφεσείοντα ημερ. 11.2.2009 ήταν η επαναφορά του αιτήματος για παραχώρηση επιδόματος βάρδιας, όπως αιτιολογείται πρωτοδίκως. Ομοίως ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το αίτημα για καταβολή αποζημιώσεων στη βάση διογκωμένου ωραρίου είχε στην ουσία υποβληθεί στην επιστολή του εφεσείοντα 13.1.2005. (1ος λόγος έφεσης).

 

Η πράξη του Αρχηγού Αστυνομίας, την οποία ο εφεσείων προσβάλλει με την προσφυγή του είναι φανερό ότι δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά πρόκειται για κλασσική, θα λέγαμε, περίπτωση βεβαιωτικής πράξης, όπως η εν λόγω έννοια ερμηνεύθηκε νομολογιακά. Με την πράξη αυτή επιβεβαιώνεται η προηγούμενη θέση της Διοίκησης, με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημα του εφεσείοντα για χορήγηση του επιδόματος βάρδιας και καταβολή αποζημιώσεων για υπερωρίες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της Διοίκησης «το θέμα για την Αστυνομία έχει εξαντληθεί».

 

Εξάλλου, ούτε και η επιστολή του ιδίου του εφεσείοντα ημερ. 11.02.2009, εις απάντηση της οποίας ο Αρχηγός απέστειλε την προαναφερθείσα επιστολή ημερ. 27.02.2009, περιελάμβανε νέα στοιχεία που θα οδηγούσαν σε νέα έρευνα. Όπως ορθά διαπίστωσε το πρω[*285]τόδικο Δικαστήριο η επιστολή του εφεσείοντα αποτελούσε ανανέωση ήδη υποβληθέντος αιτήματος.

 

Στην προκείμενη περίπτωση απλώς επιχειρείται μια χρονική διεύρυνση και παραλλαγή της ονομασίας της απαίτησης να διαφοροποιηθεί το αίτημα. Τα έντυπα ωραρίων δεν προσθέτουν οτιδήποτε διαφορετικό στις θέσεις του εφεσείοντα. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια απλή επαναληπτική αίτηση θεραπείας που δεν προέβαλλε νέα στοιχεία ούτε οδηγούσε σε νέα έρευνα. Ούτε και η αναφορά στην έκθεση της Επιτρόπου Διοίκησης διαφοροποιεί τα πράγματα. Σίγουρα, η επανάληψη του αιτήματος με διαφορετικό όνομα, το οποίο εξάλλου παρέμεινε χρηματικής υφής, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νέα προθεσμία προσβολής γιατί ακριβώς δεν υπάρχει νέα διοικητική πράξη.

 

Σε συνάρτηση ειδικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης για την περίοδο δηλαδή που ακολούθησε μετά την πρώτη απόφαση της διοίκησης, ήτοι την περίοδο 7.2.2005 μέχρι 31.3.2008 πως λανθασμένα εκρίθη πρωτοδίκως ότι δεν συνιστούσε νέο στοιχείο κρίσης, το οποίο θα οδηγούσε σε έρευνα, παρατηρούμε τα ακόλουθα: το αίτημα του αιτητή με την επιστολή του ημερ. 11.2.2009 αφορά ενιαία και ολόκληρη την περίοδο από 17.11.2003-31.3.2008 και δεν γίνεται διαχωρισμός χρόνου μεταξύ της 1ης και της 2ης περιόδου. Αντίθετα, η θεραπεία προβάλλεται ως ένα αίτημα του οποίου η πραγματική και νομική του βάση είναι κοινή. Και μόνο έτσι μπορούσε να είναι αφού ουδέν νέο στοιχείο και δεδομένο έχει διαμορφωθεί και τεθεί. Συνεπώς, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω περίοδος δεν συνιστούσε νέο στοιχείο που θα έπρεπε να οδηγήσει σε νέα έρευνα καθιστώντας την απόφαση εκτελεστή. 

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά το παράπονο του εφεσείοντα για την επιδίκαση εξόδων υπέρ των επιτυχόντων διαδίκων δηλαδή της Δημοκρατίας ή την μη επιδίκαση εναντίον του, μειωμένων εξόδων. Ο πιο πάνω λόγος είναι ανεδαφικός. Το Δικαστήριο, κατά πάγια πρακτική, επιδίκασε έξοδα υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου. Δεν ετέθη ο,τιδήποτε ουσιαστικό ενώπιον του δε, που να υπαγόρευε να ασκηθεί η διακριτική του ευχέρεια υπέρ της επιδίκασης μειωμένων εξόδων. Όσα αναφέρονται στο περίγραμμα του εφεσείοντα για τον τέταρτο λόγο, ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καθυστερήσει να προβάλουν το θέμα της φύσης της διοικητικής πράξης και αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε ουσιαστική μείωση των εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ της Δημοκρατίας, δεν αποτελούν επαρκή λόγο για επέμβαση του Εφετείου στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου [*286]Δικαστηρίου. Η προβολή του θέματος στη γραπτή αγόρευση αντί στην ένσταση δεν είχε τέτοια καταλυτική σημασία επί του χρόνου της ακρόασης, αφού το θέμα παρέμεινε αμφισβητούμενο, ώστε να έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε άλλην αντίκριση αναφορικά με τα έξοδα. Ακριβώς, εφόσον τα έξοδα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. 

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Kefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225,

 

Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364,

 

Ζίττης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394,

 

Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 851,

 

Μάρκου v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 53,

 

Δημοκρατία v. Αναστασίου (2011) 3 Α.Α.Δ. 519,

 

I.M.C.S. Intercollege Ltd v. Α.Α.Α.Δ. Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 296,

 

Larkos v.Republic (1987) 3 C.L.R. 2189,

 

Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Πασχαλίδης, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 546/2009), ημερ. 4/8/2011.

 

Λ. Ανδρέου, για Δ. Στεφανίδη και Μ. Μιχαήλ, για τον Εφεσείοντα - Αιτητή.

 

Μ. Κοτσώνη (κα), για τους Εφεσίβλητους - Καθ’ ων η αίτηση.

 

Cur. adv. vult.

[*287]ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Ψαρά-Μιλτιάδου, Δικαστή.

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Τα γεγονότα που συνθέτουν την παρούσα υπόθεση είναι κατά την άποψη μας πολύ απλά και συνίστανται στην έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ακριβώς θεωρώντας ότι η απόφαση που προσβάλλετο διά της προσφυγής του εφεσείοντα/αιτητή δεν είχε τα χαρακτηριστικά εκτελεστής διοικητικής πράξης, απέρριψε το διάβημα του ως απαράδεκτο. Ο εφεσείων αμφισβητώντας την πρωτόδικη κρίση την προσβάλλει με τέσσερεις λόγους έφεσης. Πριν να υπεισέλθουμε στους λόγους είναι ορθό να παραθέσουμε τα γεγονότα που συνθέτουν την υπόθεση. 

 

Ο εφεσείων είχε διοριστεί και υπηρετήσει κατά την περίοδο 17.11.2003-31.3.2008 ως Αξιωματικός Επιχειρήσεων, Υπασπιστής του Προέδρου της Δημοκρατίας και Διοικητής της Μονάδας Προεδρικής Φρουράς. Από το 2005 (13.1.2005) είχε ζητήσει καταβολή επιδόματος βάρδιας, αύξηση υπερωριακού επιδόματος και απόδοση συσσωρευμένης άδειας από τον Αρχηγό Αστυνομίας. Το αίτημα αντικρίστηκε αρνητικά. Στην επιστολή του Αρχηγού της Αστυνομίας ημερ. 7.2.2005 πληροφορείτο ο αιτητής ότι «το ωράριο δεν εμπίπτει στα συγκεκριμένα εναλλασσόμενα ωράρια βάρδιας» ενώ αναφορικά με το διογκωμένο, ως το χαρακτήριζε ο ίδιος ο εφεσείων, ωράριο του, του επισύρετο η προσοχή στο γεγονός ότι αποζημιωνόταν με την καταβολή του κατά αποκοπή επιδόματος το οποίο ανήρχετο στο ποσό των £310 μηνιαίως. Στις 30.12.2004 ο εφεσείων με επιστολή του και πάλιν προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ζήτησε την καταβολή επιδόματος συσσωρευμένης άδειας για το 2004 (29 ημέρες άδεια απουσίας) την οποία δεν κατέστη δυνατό να απολαύσει, όπως ανέφερε, λόγω των πολλαπλών υπηρεσιακών του καθηκόντων. Το αίτημα του απορρίφθηκε στις 13.1.2005 με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με τις κατ’ επανάληψη εγκυκλίους η άδεια απουσίας έπρεπε να είχε ληφθεί καθόλη τη διάρκεια του έτους σταδιακά και όχι να συσσωρεύεται. Ο εφεσείων υπέβαλε παράπονο σε σχέση με τα απορριφθέντα αιτήματα του στην Επίτροπο Διοίκησης με επιστολή των δικηγόρων του ημερ. 21.4.2005. Η Επίτροπος στη σχετική έκθεση της έθεσε θέμα άνισης μεταχείρισης και εισηγήθηκε για σκοπούς εξεύρεσης λύσης να ζητηθεί η γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα. Ακολούθησε αλληλογραφία της Επιτρόπου και του Αρχηγού Αστυνομίας με κατάληξη την επιστολή του Αρχηγού ημερ. 14.1.2009 με την οποία πληροφορείται η Επίτροπος ότι το θέμα όσον αφορά την Αστυνομία έχει εξαντληθεί και θα μπορούσε ο εφεσείων αν πιστεύει ότι αδι[*288]κείται, να προσφύγει στο Δικαστήριο. Στις 11.2.2009 ο εφεσείων αποστέλλει και πάλι επιστολή στον Αρχηγό Αστυνομίας με τον τίτλο «υπερωριακή απασχόληση ως Αξιωματικού Επιχειρήσεων και Υπασπιστή του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά την περίοδο 17.11.2003-31.3.2008». Ακολουθεί απάντηση του Αρχηγού ημερ. 27.2.2009 στην οποία γίνεται παραπομπή σε προηγούμενες απαντήσεις στην Επίτροπο Διοίκησης και επαναλαμβάνεται ότι το θέμα για την Αστυνομία έχει εξαντληθεί. 

 

Ο εφεσείων στις 5.6.2009 καταχωρεί την προσφυγή, η απόφαση της οποίας είναι το αντικείμενο της παρούσας έφεσης. Η απόφαση του αδελφού μας Δικαστή στη βάση των δεδομένων της σχετικής αλληλογραφίας και αφού ηγέρθη ένσταση από τη Δημοκρατία στη γραπτή αγόρευση της ως προς το μη αποδεκτό της προσφυγής έχει ως εξής:

 

«Είναι δοσμένη αρχή δικαίου ότι η βεβαιωτική πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, εκτός και αν λήφθηκε ύστερα από νέα έρευνα και λήφθηκαν υπόψη νέα στοιχεία τα οποία έστω και αν προϋπήρχαν ήταν άγνωστα και ή δεν λήφθηκαν υπόψη νωρίτερα (Ζίττης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 394 και την εκεί νομολογία στην οποία η απόφαση παραπέμπει και Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας 1929-1959, σελ. 241).

 

Εξέτασα τις αντίστοιχες επί του προκειμένου θέσεις υπό το φως των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και έχοντας κατά νου τα επιχειρήματα που οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των δύο πλευρών προβάλλουν για σκοπούς τεκμηρίωσης των θέσεων τους.

 

Όπως αβίαστα προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία, εκείνο που στην πραγματικότητα ο αιτητής επιχειρεί με την επιστολή του ημερομηνίας 11/2/2009, είναι η επαναφορά του αιτήματος για παραχώρηση επιδόματος βάρδιας, καμουφλαρισμένου αυτή τη φορά με το μανδύα «αιτήματος για την καταβολή αποζημιώσεων, επιπλέον και πέραν του κατ’ αποκοπήν επιδόματος, αποζημιώσεων μη καθοριζομένων από το Νόμο, αλλά υπολογιζομένων στη βάση των υπερωριών που ο αιτητής εργάστηκε». Είναι πρόδηλο ότι αίτημα για καταβολή αποζημιώσεων στη βάση διογκωμένου ωραρίου είχε στην ουσία υποβληθεί με την επιστολή του αιτητή 13/1/2005 και απορριφθεί με την απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή 7/2/2005. Όπως πολύ ορθά ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ’ ων η αί[*289]τηση επισημαίνει, «είναι την απόρριψη του αιτήματος για χορήγηση αυτών ακριβώς των υπερωριών, τις οποίες διεκδικούσε από το έτος 2005 και την επακόλουθη μη χορήγηση της αντίστοιχης αποζημίωσης που προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής οι οποίες αποτελούν ξεκάθαρα απαραίτητη προϋπόθεση και/ή συστατικό του επιδόματος βάρδιας, για τη χορήγηση των οποίων ο αιτητής ήδη έλαβε αρνητική απάντηση από την 7/2/2005».

 

Η επιστολή του αιτητή ημερομηνίας 11/2/2009 δεν περιλάμβανε νέα στοιχεία κρίσης τα οποία θα οδηγούσαν σε νέα έρευνα. Αποτελούν στην ουσία ανανέωση του ήδη υποβληθέντος αιτήματος του (βλ. προτελευταία παράγραφο της εν λόγω επιστολής, το περιεχόμενο της οποίας παρατίθεται αυτούσιο πιο πάνω). Είναι αλήθεια ότι το ανανεωθέν αίτημα περιλάμβανε και την περίοδο η οποία ακολούθησε την εκτέλεση της απόφασης ημερομηνίας 7/2/2005, με την οποία είχε απορριφθεί το αρχικό αίτημα. Θεωρώ εντούτοις ότι η εν λόγω περίοδος δεν συνιστά νέο στοιχείο κρίσης το οποίο θα οδηγούσε σε νέα έρευνα και θα καθιστούσε έτσι τη νέα απόφαση εκτελεστή (βλ. Kefala v. Republic (1972) 3 C.L.R. 225, στην οποία η απόρριψη ανανεωθέντος αιτήματος το οποίο κάλυπτε και την περίοδο μετά την πρώτη απόφαση, θεωρήθηκε ως βεβαιωτική πράξη).

 

Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι βεβαιωτικής φύσης εντός της εννοίας του συγκεκριμένου όρου ως η εν λόγω έννοια ερμηνεύθηκε στην υπόθεση Ζίττης (πιο πάνω), καθότι με αυτή επαναλαμβάνεται η εμμονή της διοίκησης στην προγενέστερη απόφαση της και συγκεκριμένα στην απόφαση της που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή της διοίκησης ημερομηνίας 7/2/2005 και ως τέτοια δεν δημιουργεί έννομα αποτελέσματα και συνεπώς στερείται εκτελεστού χαρακτήρα.»

 

Xρήσιμο είναι να εξεταστούν πιο προσεκτικά οι δύο επίδικες επιστολές του εφεσείοντα και η απάντηση του Αρχηγού Αστυνομίας. Στην επιστολή του ημερ. 11.2.2009, ο εφεσείων αναφέρεται στις αξιώσεις του χαρακτηρίζοντας αυτές ως υπερωριακή απασχόληση. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι επιδιώκει αποζημίωση πέραν από το κατ’ αποκοπήν επίδομα για την υπό αναφορά περίοδο 17.11.2003-31.3.2008. Ειδικά παραπέμπει τον Αρχηγό της Αστυνομίας στη σχετική έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως, η οποία συντάχθηκε μετά το παράπονο του το 2005. Επαναλαμβάνει δε τις θέσεις ότι επιτελούσε ιδιάζοντα καθήκοντα, ως Υπα[*290]σπιστής του Προέδρου, τα οποία, ως οι ισχυρισμοί του, διαφοροποιούνται από τα συνήθη προγράμματα εργασίας και στην πραγματικότητα ζητεί από τον Αρχηγό Αστυνομίας υλοποίηση των εισηγήσεων της Επιτρόπου.

 

Αν συγκριθεί η ως άνω επιστολή του εφεσείοντα το 2009 με την επιστολή του ημερ. 13.1.2005 (η οποία και παραπέμπει σε προηγούμενη επιστολή 10.3.2004), η απαίτηση του είναι ουσιαστικά η ίδια. Η δε απαντητική επιστολή του Αρχηγού ημερ. 7.2.2005, τον πληροφορεί ότι το αίτημα δεν εγκρίνεται εφόσον το ωράριο δεν εμπίπτει στα εγκεκριμένα εναλλασσόμενα ωράρια βάρδιας και για το διογκωμένο ωράριο τον πληροφορεί ότι ήδη υπάρχει αποζημίωση – επίδομα το οποίο έχει αναθεωρηθεί από την 1.1.2003 ανερχόμενο στις £310 λίρες μηνιαίως. 

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι είναι λάθος το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία του γνωστοποιήθηκε στις 27.2.2009, είναι βεβαιωτικής φύσεως και λανθασμένα εκρίθη ότι εκείνο που στην πραγματικότητα επιχειρήθηκε με την επιστολή του εφεσείοντα ημερ. 11.2.2009 ήταν η επαναφορά του αιτήματος για παραχώρηση επιδόματος βάρδιας, όπως αιτιολογείται πρωτοδίκως. Ομοίως ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το αίτημα για καταβολή αποζημιώσεων στη βάση διογκωμένου ωραρίου είχε στην ουσία υποβληθεί στην επιστολή του εφεσείοντα 13.1.2005. (1ος λόγος έφεσης).

 

Κατακρίνεται η πρωτόδικη κρίση επίσης επί τω ότι εσφαλμένα θεωρήθηκε ότι η περίοδος που ακολούθησε την εκτέλεση της αρχικής απόφασης ημερ. 7.2.2005 μέχρι 31.3.2008 δεν συνιστούσε νέο στοιχείο κρίσης, το οποίο θα οδηγούσε σε νέα έρευνα και θα καθιστούσε έτσι τη νέα απόφαση εκτελεστή, παρερμηνεύοντας την υπόθεση Κefala v. the Republic (ανωτέρω). (2ος λόγος έφεσης).

 

Λανθασμένα επίσης εκρίθη, κατά τη άποψη του εφεσείοντα, ότι η επιστολή του ημερ. 11.2.2009 δεν περιλάμβανε νέα στοιχεία κρίσης τα οποία θα οδηγούσαν σε νέα έρευνα, θεωρώντας ότι στην ουσία υπήρξε ανανέωση ήδη υποβληθέντος αιτήματος. (3ος λόγος έφεσης). Στα πλαίσια της αιτιολογίας αυτού του λόγου ο εφεσείων εντάσσει τη θέση ότι ένα νέο στοιχείο κρίσης συνίστατο στη διαπίστωση και εισήγηση της Επιτρόπου Διοικήσεως διά μέσου της έκθεσης της, 10.4.2006, ότι το επίδομα που καταβάλλετο σ’ αυτόν αποτελούσε ανεπαρκή και άδικη αμοιβή.

 

Ως 4ος λόγος έφεσης διατυπώνεται ο ισχυρισμός του εφεσείο[*291]ντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε λανθασμένα τη διακριτική του ευχέρεια αναφορικά με τα έξοδα, επιδικάζοντας τα υπέρ της εφεσίβλητης ή μη επιδικάζοντας - τουλάχιστον μειωμένα - έξοδα εις βάρος του εφεσείοντα.

 

Έχουμε εξετάσει τους προβαλλόμενους λόγους έφεσης. Βασικά οι τρεις λόγοι άπτονται του ευρήματος του Δικαστηρίου ότι πρόκειται για βεβαιωτική πράξη και επιβάλλεται να εξεταστούν ενιαία.

 

Η πράξη του Αρχηγού Αστυνομίας, την οποία ο εφεσείων προσβάλλει με την προσφυγή του (και στην οποία γίνεται παραπομπή στην προηγούμενη επιστολή του, ημερ. 14.01.2009) είναι φανερό ότι δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη εν τη εννοία του Άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά πρόκειται για κλασσική, θα λέγαμε, περίπτωση βεβαιωτικής πράξης, όπως η εν λόγω έννοια ερμηνεύθηκε νομολογικά. (βλ. Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 364 και Ζίττης v. Δημοκρατίας, ανωτέρω). Με την πράξη αυτή επιβεβαιώνεται η προηγούμενη θέση της Διοίκησης, με την οποία είχε απορριφθεί το αίτημα του εφεσείοντα για χορήγηση του επιδόματος βάρδιας και καταβολή αποζημιώσεων για υπερωρίες. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην προσβαλλόμενη απόφαση της Διοίκησης «το θέμα για την Αστυνομία έχει εξαντληθεί».

 

Εξάλλου, ούτε και η επιστολή του ιδίου του εφεσείοντα ημερ. 11.02.2009, εις απάντηση της οποίας ο Αρχηγός απέστειλε την προαναφερθείσα επιστολή ημερ. 27.02.2009, περιελάμβανε νέα στοιχεία που θα οδηγούσαν σε νέα έρευνα. Όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο η επιστολή του εφεσείοντα αποτελούσε ανανέωση ήδη υποβληθέντος αιτήματος.

 

Στη Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Υπουργείου Εμπορίου (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 851 τίθεται η έννοια της εκτελεστής σε αντιδιαστολή προς πράξη βεβαιωτικού χαρακτήρα και γίνεται νομολογιακή ανασκόπηση των δύο εννοιών. Με τον κλασσικό ορισμό του Ε.Π. Σπηλιωτόπουλου Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου 2007, σελ.127, βεβαιωτικές είναι οι πράξεις που «δεν έχουν χαρακτήρα διοικητικής πράξης, στερούνται εκτελεστότητας και εκδίδονται συνήθως μετά από νέα αίτηση του διοικούμενου για το ίδιο θέμα ......». Όπως τονίστηκε στην Marfin, ανωτέρω «αναθεώρηση απόφασης επί τη υποβολή νέων στοιχείων απολήγει σε νέα απόφαση μετά από δέουσα έρευνα (βλ. Μάρκου v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 53, Δημοκρατία v. Αναστασίου (2011) 3 Α.Α.Δ. [*292]519, I.M.C.S. Intercollege Ltd v. Α.Α.Α.Δ. Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 296). Είναι ορθή η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι στην κρινόμενη περίσταση, δεν έχουν εν τοις πράγμασι υποβληθεί νέα στοιχεία από τον εφεσείοντα με το νέο αίτημα του για να υπάρχει υποχρέωση νέας έρευνας. Επιπλέον τα νέα στοιχεία θα έπρεπε να είναι ουσιώδη. Ο Στασινόπουλος στο Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών (1964), 4η έκδοση, σελ.176 επισημαίνει ακριβώς ότι δεν πρέπει ο απωλέσας την προθεσμία για την προσβολή μιας εκτελεστής πράξης να δύναται να καταστρατηγεί την προθεσμία εκείνη με τη δημιουργία νέας πράξης, που εκδόθηκε κατ’ επίφαση μεν νέας έρευνας, κατ’ ουσίαν όμως στη βάση των ίδιων στοιχείων. Στην προκείμενη περίπτωση απλώς επιχειρείται μια χρονική διεύρυνση και παραλλαγή της ονομασίας της απαίτησης να διαφοροποιηθεί το αίτημα. Τα έντυπα ωραρίων δεν προσθέτουν οτιδήποτε διαφορετικό στις θέσεις του εφεσείοντα. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια απλή επαναληπτική αίτηση θεραπείας που δεν προέβαλλε νέα στοιχεία ούτε οδηγούσε σε νέα έρευνα. Ούτε και η αναφορά στην έκθεση της Επιτρόπου Διοίκησης διαφοροποιεί τα πράγματα. Σίγουρα, η επανάληψη του αιτήματος με διαφορετικό όνομα, το οποίο εξάλλου παρέμεινε χρηματικής υφής, δεν μπορούσε να οδηγήσει σε νέα προθεσμία προσβολής γιατί ακριβώς δεν υπάρχει νέα διοικητική πράξη. (βλ. Θαλασσινός v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189). 

 

Σε συνάρτηση ειδικά με τον δεύτερο λόγο έφεσης για την περίοδο δηλαδή που ακολούθησε μετά την πρώτη απόφαση της διοίκησης, ήτοι την περίοδο 7.2.2005 μέχρι 31.3.2008 πως λανθασμένα εκρίθη πρωτοδίκως ότι δεν συνιστούσε νέο στοιχείο κρίσης, το οποίο θα οδηγούσε σε έρευνα, παρατηρούμε τα ακόλουθα:  το αίτημα του αιτητή με την επιστολή του ημερ. 11.2.2009 αφορά ενιαία και ολόκληρη την περίοδο από 17.11.2003-31.3.2008 και δεν γίνεται διαχωρισμός χρόνου μεταξύ της 1ης και της 2ης περιόδου. Αντίθετα, η θεραπεία προβάλλεται ως ένα αίτημα του οποίου η πραγματική και νομική του βάση είναι κοινή. Και μόνο έτσι μπορούσε να είναι αφού ουδέν νέο στοιχείο και δεδομένο έχει διαμορφωθεί και τεθεί. Συνεπώς ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω περίοδος δεν συνιστούσε νέο στοιχείο που θα έπρεπε να οδηγήσει σε νέα έρευνα καθιστώντας την απόφαση εκτελεστή. Προσθέτως, παρά την περί του αντιθέτου εισήγηση, κρίνουμε ότι ορθά ερμηνεύτηκε και εφαρμόστηκε πρωτοδίκως η Kefalas v. Republic (ανωτέρω), αφού και εκεί θεωρήθηκε ως βεβαιωτική πράξη η απόρριψη ανανεωθέντος αιτήματος που κάλυπτε και την πρώτη περίοδο. Αναφέρονται τα εξής σχετικά [*293]στην Kefalas στις σελ. 234 και 235.

 

“In the light of the foregoing I am of the view that the letter of the 12th July, 1969, challenged by this recourse, is not an act or decision in the sense of Article 146 of the Constitution nor is it an omission of a continuing nature; that in any case it cannot be considered to be the product of a new inquiry on the basis of any new material but only confirmatory of the earlier executory decisions communicated to the applicant by exhibits 7 and 10; and that as such it is deprived of an executory nature and cannot be the subject of a recourse.

 

In the result I find that this recourse is out of time and must, therefore, fail”.

 

Kαταληκτικά των πιο πάνω θεωρούμε και τους τρεις λόγους έφεσης αβάσιμους.

 

Ο τέταρτος λόγος έφεσης αφορά το παράπονο του εφεσείοντα για την επιδίκαση εξόδων υπέρ των επιτυχόντων διαδίκων δηλαδή της Δημοκρατίας ή την μη επιδίκαση εναντίον του, μειωμένων εξόδων. Ο πιο πάνω λόγος είναι ανεδαφικός. Το Δικαστήριο, κατά πάγια πρακτική, επιδίκασε έξοδα υπέρ του επιτυχόντος διαδίκου. Δεν ετέθη ο,τιδήποτε ουσιαστικό ενώπιον του δε, που να υπαγόρευε να ασκηθεί η διακριτική του ευχέρεια υπέρ της επιδίκασης μειωμένων εξόδων. Όσα αναφέρονται στο περίγραμμα του εφεσείοντα για τον τέταρτο λόγο (σελ. 6 και 7), ότι οι εφεσίβλητοι είχαν καθυστερήσει (κατά το στάδιο των αγορεύσεων) να προβάλουν το θέμα της φύσης της διοικητικής πράξης και αυτό θα έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε ουσιαστική μείωση των εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ της Δημοκρατίας, δεν αποτελούν επαρκή λόγο για επέμβαση του Εφετείου στη διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η προβολή του θέματος στη γραπτή αγόρευση αντί στην ένσταση δεν είχε τέτοια καταλυτική σημασία επί του χρόνου της ακρόασης, αφού το θέμα παρέμεινε αμφισβητούμενο, ώστε να έπρεπε να οδηγήσει το Δικαστήριο σε άλλην αντίκριση αναφορικά με τα έξοδα. Ακριβώς, εφόσον τα έξοδα ανάγονται στη διακριτική ευχέρεια του εκδικάζοντος Δικαστηρίου, το Εφετείο δεν επεμβαίνει εκτός όπου καταφαίνεται ότι η απόφαση είναι άδικη ή καταφανώς εσφαλμένη. (βλ. Χατζηγεωργίου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 23, και επίσης Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 Κανόνας 22 «τα δικαστικά έξοδα οιασδήποτε διαδικασίας θα επαφίενται εις την κρίσιν του Δικαστηρίου»).

[*294]Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται στο σύνολο της με έξοδα €2.000 εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ των εφεσιβλήτων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο