Χριστοδουλίδης Χριστάκης και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 311

ECLI:CY:AD:2017:C124

(2017) 3 ΑΑΔ 311

[*311]5 Απριλίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-MΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

1. ΧΡΙΣΤAΚΗΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ,

2. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ,

3. ΚΥΡΟΣ ΣΑΒΒΙΔΗΣ,

 

Εφεσείοντες - Αιτητές,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 35/2011)

 

 

Έννομο Συμφέρον ― Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Σχέδια Υπηρεσίας ― Κατοχή των απαιτούμενων από τα σχέδια υπηρεσίας προσόντων ― Αποτελεί προϋπόθεση για την ύπαρξη άμεσου και συγκεκριμένου οφέλους για καταχώρηση προσφυγής ― Ειδικά το ζήτημα της αμφισβήτησης της συνταγματικότητας του Σχεδίου Υπηρεσίας που εφαρμόστηκε ― Περιστάσεις.

 

Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε η προσφυγή του κατά της επιλογής για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην μόνιμη θέση Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη αναφορικά με την έλλειψη νομιμοποίησης των εφεσειόντων να προσβάλουν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους. Με τον δεύτερο λόγο, επαναφέρονται για εξέταση από το Εφετείο, οι ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα και υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης του Σχεδίου Υπηρεσίας, οι οποίοι τέθηκαν πρωτόδικα αλλά δεν εξετάστηκαν λόγω του εγερθέντος προδικαστικού ζητήματος.

[*312]Αποτελεί θέση των εφεσειόντων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι εφεσείοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος λόγω μη κατοχής των προβλεπομένων προσόντων, χωρίς να εξετάσει τον ισχυρισμό τους ότι η παράγραφος (1) των προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας στη βάση της οποίας αποκλείστηκαν ως μη προσοντούχοι, είναι αντισυνταγματική.

 

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ο αποκλεισθείς από θέση διορισμού ή προαγωγής στερείται εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα άλλης επιλογής όταν ο ίδιος δεν κατέχει τα προαπαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας. Από τη στιγμή όμως που αυτό που αμφισβητείται είναι η νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας, στη βάση του οποίου αυτός αποκλείστηκε, τότε η περίπτωση διαχωρίζεται από την πιο πάνω νομολογία. 

 

Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πρωτόδικα ότι η απόφαση της Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στηρίχθηκε σε σχέδιο υπηρεσίας που είναι αντισυνταγματικό και/ή ultra vires του Νόμου, γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας που προνοεί το Άρθρο 28 του Συντάγματος και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Η νομολογία προσδίδει στους εφεσείοντες έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν το διορισμό σε όση έκταση αφορά τον καθορισμό της εγκυρότητας του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο οι εφεσείοντες νομιμοποιούνται να προωθούν το συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας, ήτοι τη νομιμότητα της παραγράφου (1) και κατ’ επέκταση του ιδίου Σχεδίου Υπηρεσίας, με βάση το οποίο αποκλείστηκαν από τη διαδικασία προαγωγής και προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος επί του ότι αυτή καταστρατηγεί την αρχή της ισότητας. Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια, ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, πως ενδεχόμενη «δικαστική κρίση ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας είναι παράνομη, θα είχε ως επακόλουθο το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας να ακυρωθεί στην ολότητά του». Και αυτό γιατί η συγκεκριμένη πρόνοια της παραγράφου (1) των «απαιτούμενων προσόντων» αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ενιαίου συνόλου του επίδικου Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να διαγράψει ή να προσθέσει ή να αντικαταστήσει ή να επεκτείνει τις συγκεκριμένες πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας ώστε να περιλαμβάνει και τις κατηγορίες των ειδικοτήτων των εφεσειόντων. Επομένως, σε περίπτωση που η συγκεκριμένη παράγραφος κριθεί ως αντισυνταγματική, σημαίνει ότι το [*313]Σχέδιο Υπηρεσίας δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην ακύρωση της επίδικης πράξης. Δε θα μπορούσε, όμως, το Δικαστήριο, ως αποτέλεσμα της κρίσης του ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι αντισυνταγματικό, να προσθέσει στο Σχέδιο πρόνοιες που δεν θέλησε το αρμόδιο όργανο να συμπεριλάβει. Εφόσον, λοιπόν, κρινόταν το Σχέδιο Υπηρεσίας αντισυνταγματικό, δεν θα ήταν δυνατό να επιτύχει η προσφυγή. Ο συνταγματικός έλεγχος του Σχεδίου Υπηρεσίας θα ήταν ακαδημαïκός, εφόσον η κήρυξη του επιδίκου Σχεδίου ως αντισυνταγματικού δεν θα μπορούσε να επιφέρει οποιοδήποτε άμεσο και συγκεκριμένο όφελος στους εφεσείοντες και θα ήταν αλυσιτελές, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οποιαδήποτε νέα διαδικασία δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει χωρίς τυχόν έκδοση νέου σχεδίου υπηρεσίας και με την προσθήκη ενδεχομένως νέων υποψηφίων που θα είχαν στο μεταξύ, από το 2007, αποκτήσει νέα προσόντα. Ενόψει των ανωτέρω ο πρώτος αλλά και ο δεύτερος λόγος απορρίπτεται.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Meletis v. C.P.O. & Another (1987) 3 C.L.R. 1984,

 

Ηλία v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ.568,

 

Δημοκρατία κ.ά. v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286,

 

Τήλλυρος v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 108,

 

Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

 

Χατζηπαύλου v. ΑΗΚ (1991) 3 Α.Α.Δ. 11,

 

Dias United Publishing Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,

 

Καλαθάς v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (2007) 4 A.A.Δ. 685.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Αιτητές εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 641/2008), ημερ. 10/2/2011.

[*314]Χρ. Χριστάκη, για τους Εφεσείοντες.

 

Καμία εμφάνιση, για την Εφεσίβλητη.

 

Α. Κωνσταντίνου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες/αιτητές, οι οποίοι κατά τον επίδικο χρόνο υπηρετούσαν στο Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, αμφισβητούν τη νομιμότητα της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους Ζωής Χατζηβασιλείου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Υδραυλικού Μηχανικού.

 

Σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, η θέση είναι θέση προαγωγής για τη διεκδίκηση της οποίας απαιτούντο, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα προσόντα:

 

«1. Μεταπτυχιακή πείρα οκτώ τουλάχιστον ετών σε έργα υδατικής ανάπτυξης από την οποία τριετής τουλάχιστον υπηρεσία στη θέση Εκτελεστικού Μηχανικού, 1ης Τάξης/Τοπογράφου Μηχανικού Άρδευσης, 1ης Τάξης.»

 

Οι εφεσείοντες κατείχαν την ειδικότητα του Μηχανολόγου/Μηχανικού, Ηλεκτρολόγου/Μηχανικού, Χημικού και Υγειονομικού Μηχανικού αντίστοιχα, ενώ το ενδιαφερόμενο μέρος την ειδικότητα του Εκτελεστικού Μηχανικού. Σημειώνεται ότι η πλήρωση της θέσης τροχιοδρομήθηκε κατόπιν σχετικού διαβήματος της αρμόδιας Αρχής, λόγω επικείμενης αφυπηρέτησης του κατόχου της.

 

Η ΕΔΥ, σε συνεδρία της ημερομηνίας 20.2.2007, έκρινε ως προάξιμους 22 υποψήφιους από τον κατάλογο των υποψηφίων που υπηρετούσαν ως Εκτελεστικοί Μηχανικοί, 1ης Τάξης, Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων, και τρεις υποψήφιοι από τον κατάλογο των υποψηφίων που υπηρετούσαν ως Τοπογράφοι/Μηχανικοί Άρδευσης, 1ης Τάξης, Τμήμα Αναπτύξεως Υδάτων.

 

Στη συνέχεια, και αφού έλαβε τη σύσταση του Διευθυντή του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων, η ΕΔΥ προχώρησε στην επιλογή του ενδιαφερόμενου μέρους ως της καταλληλότερης από τους προσοντούχους υποψηφίους για προαγωγή.

[*315]Οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πρωτόδικα ότι παράνομα αποκλείστηκαν διότι το Σχέδιο Υπηρεσίας με βάση το οποίο ενήργησε η ΕΔΥ είναι αντισυνταγματικό και/ή ultra vires του εξουσιοδοτούντος Νόμου, γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας, όπως αυτή κατοχυρώνεται στο Άρθρο 28 του Συντάγματος. Και αυτό γιατί η πρόνοια της παραγράφου 1 των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας προβλέπει για προαγωγή μόνο όσων κατέχουν τις ιδιότητες Εκτελεστικού Μηχανικού, 1ης Τάξης και Μηχανικού Άρδευσης, 1ης Τάξης, κατά τρόπο που αποκλείει όλες τις υπόλοιπες ειδικότητες συμπεριλαμβανομένης και αυτής των εφεσειόντων.

 

Οι εφεσίβλητοι/καθ’ ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ότι οι εφεσείοντες δεν είχαν το αναγκαίο έννομο συμφέρον άσκησης και προώθησης της προσφυγής τους, εφόσον δεν κατείχαν ένα απαιτούμενο προσόν του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού εξέτασε την εκατέρωθεν επιχειρηματολογία επεσήμανε ότι ενδεχόμενη δικαστική κρίση ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας είναι παράνομη, θα είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση του Σχεδίου στην ολότητα του, εφόσον η παράγραφος (1) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτού.

 

Τονίστηκε επιπρόσθετα ότι ο καταρτισμός των Σχεδίων Υπηρεσίας και η τροποποίηση τους αποτελεί έργο της εκτελεστικής εξουσίας στην οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει διαγράφοντας, τροποποιώντας ή επεκτείνοντας την επίδικη πρόνοια ούτως ώστε να συμπεριλάβει και την ειδικόττητα των εφεσειόντων.

 

Όπως περαιτέρω αποφασίστηκε πρωτοδίκως, αν στην παρούσα περίπτωση η παράγραφος (1) του Σχεδίου Υπηρεσίας κρινόταν αντισυνταγματική ή ultra vires, ολόκληρο το Σχέδιο θα οδηγείτο σε κατάρρευση με αποτέλεσμα την ακύρωση της διαδικασίας της επίδικης θέσης και την εξαφάνιση της βάσης επί της οποίας στηρίζουν οι εφεσείοντες τη διεκδίκηση της προαγωγής τους σ’ αυτήν. Μια τέτοια εξέλιξη θα αναιρούσε το νομιμοποιητικό έρεισμα τους για προσβολή της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Περαιτέρω, το γεγονός αυτό θα καθιστούσε αδύνατη τη διενέργεια επανεξέτασης χωρίς νέο έγκυρο Σχέδιο Υπηρεσίας ενώ ακόμα και στην περίπτωση έναρξης νέας διαδικασίας πάνω στη βάση νέου Σχεδίου Υπηρεσίας, αυτό θα συνεπάγετο ενδεχομένως και την προσθήκη νέων υποψηφίων οι οποίοι θα είχαν στο μεταξύ αποκτήσει τα απαιτούμενα προσόντα.

[*316]Αποδεχόμενο την προδικαστική ένσταση το πρωτόδικο Δικαστήριο υπογράμμισε ότι, ακόμη και σε περίπτωση επιτυχίας της προσφυγής, αυτή θα καθίστατο αλυσιτελής, εφόσον δεν θα μπορούσε να επιφέρει οποιοδήποτε άμεσο και πρσωπικό όφελος στους εφεσείοντες το οποίο αποτελεί επιτακτική αναγκαιότητα για την επίκληση της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

 

Με δύο λόγους έφεσης επιδιώκεται ο παραμερισμός της πρωτόδικης απόφασης.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη αναφορικά με την έλλειψη νομιμοποίησης των εφεσειόντων να προσβάλουν την προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Με τον δεύτερο λόγο, ο οποίος θα εξεταστεί σε περίπτωση επιτυχίας του πρώτου, επαναφέρονται για εξέταση από το Εφετείο, οι ισχυρισμοί για αντισυνταγματικότητα και υπέρβαση νομοθετικής εξουσιοδότησης του Σχεδίου Υπηρεσίας, οι οποίοι τέθηκαν πρωτόδικα αλλά δεν εξετάστηκαν λόγω του εγερθέντος προδικαστικού ζητήματος.

 

Προέχει το ζήτημα της εξέτασης του εννόμου συμφέροντος των εφεσειόντων.

 

Αποτελεί θέση των εφεσειόντων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι οι εφεσείοντες στερούνται εννόμου συμφέροντος λόγω μη κατοχής των προβλεπομένων προσόντων, χωρίς να εξετάσει τον ισχυρισμό τους ότι η παράγραφος (1) των προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας στη βάση της οποίας αποκλείστηκαν ως μη προσοντούχοι, είναι αντισυνταγματική.

 

Κατά τους εφεσείοντες το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει κατά προτεραιτότητα το θέμα της συνταγματικότητας του Σχεδίου Υπηρεσίας χωρίς να θεωρήσει ότι υπήρχε πρόβλημα νομιμοποίησης τους, καθότι από τη στιγμή που αμφισβητείται η νομιμότητα της συγκεκριμένης πρόνοιας με βάση την οποίαν είχαν αποκλειστεί, διατηρούν το έννομο συμφέρον τους για προσβολή της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους.

 

Το έννομο συμφέρον υποψηφίων που αποκλείστηκαν διατηρείται μέχρις ότου το Δικαστήριο αποφασίσει για την εγκυρότητα του. Από τη στιγμή όμως που το Σχέδιο κριθεί ως έγκυρο, οι αιτητές αποστερούνται άμεσα του εννόμου συμφέροντος, εφόσον [*317]θα θεωρηθεί ότι ορθά αποκλείστηκαν ως μη κατέχοντες τα απαιτούμενα προσόντα. Προς τούτο παραπέμπουν στις υποθέσεις Meletis v. C.P.O. a.o. (1987) 3 C.L.R. 1984, Ηλία v. Δημοκρατίας κ.ά. (1989) 3 Α.Α.Δ.568.

 

Από την άλλη, οι εφεσίβλητοι και το ενδιαφερόμενο μέρος υπεραμύνθηκαν της πρωτόδικης απόφασης, επισημαίνοντας ότι αυτό που βασικά επιδιώκεται από τους εφεσείοντες είναι η συμπερίληψη της ειδικότητάς τους στην επίμαχη πρόνοια του Σχεδίου Υπηρεσίας και ότι σε περίπτωση που γινόταν αποδεκτή η εισήγησή τους περί αντισυνταγματικότητας ή ultra vires της παραγράφου (1) των «απαιτούμενων προσόντων», το Σχέδιο Υπηρεσίας θα ακυρωνόταν στην ολότητα του, αφού η συγκεκριμένη πρόνοια αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του και νοοουμένου ότι το Δικαστήριο δεν μπορεί να διευρύνει ούτε να προσθέσει, αλλά ούτε και να αντικαταστήσει οποιαδήποτε πρόνοια ενός Σχεδίου Υπηρεσίας το οποίο αποτελεί δευτερογενή νομοθεσία. Αυτό θα επέφερε αναπόφευκτα την ακύρωση της όλης διαδικασίας καταργώντας τη βάση επί της οποίας στηρίζεται η αξίωση των εφεσειόντων για προαγωγή στην επίδικη θέση.

 

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ο αποκλεισθείς από θέση διορισμού ή προαγωγής στερείται εννόμου συμφέροντος να ασκήσει προσφυγή και να αμφισβητήσει τη νομιμότητα άλλης επιλογής όταν ο ίδιος δεν κατέχει τα προαπαιτούμενα από το οικείο σχέδιο υπηρεσίας (βλ. Δημοκρατία κ.ά. v. Ιερωνυμίδη κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 286 και Τήλλυρος v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 108). Από τη στιγμή όμως που αυτό που αμφισβητείται είναι η νομιμότητα του σχεδίου υπηρεσίας, στη βάση του οποίου αυτός αποκλείστηκε, τότε η περίπτωση διαχωρίζεται από την πιο πάνω νομολογία.

 

Στην υπόθεση Meletis v. C.P.O. a.o., ανωτέρω, όπου τα γεγονότα προσομοιάζουν με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, κρίθηκε ότι σε τέτοιες περιπτώσεις, όπου αμφισβητείται η εγκυρότητα του σχεδίου υπηρεσίας, τότε στο αρχικό στάδιο της διαδικασίας ο αποκλεισθείς υποψήφιος θεωρείται ότι έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητήσει το διορισμό σε όση έκταση αφορά τον καθορισμό της εγκυρότητας του σχεδίου υπηρεσίας. Σε περίπτωση που το σχέδιο υπηρεσίας, βεβαίως, κριθεί έγκυρο δεν έχει οποιονδήποτε έννομο συμφέρον να προωθήσει την υπόθεση περαιτέρω. Σχετικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση:

 

«A scheme of service is an act of legislative character and cannot [*318]be challenged directly as such by a recourse under Article 146, even if it is not contained in subsidiary legislation, such as Regulations 317/82 in the present instance: but a scheme of service, irrespective of whether it has been adopted by means of a decision of the Council of Ministers or whether it has come into force by means of subsidiary legislation, as in this case, can be challenged indirectly by means of a recourse made against the result of its application, such as a promotion or an appointment made in accordance with it (see, inter alia, in this respect, Makris v. The Republic (1986) 3 C.L.R. 10, 17, l8 and Savva v. The Cyprus Electricity Authority (1986) 3 C.L.R. 80, 88).

 

Once, therefore, the appellants have chosen to challenge the promotions of the interested parties on the ground that the scheme of service which is contained in the aforementioned regulation 24, and as a result of which they have been excluded from consideration as candidates, is invalid, they do possess, in our opinion, a legitimate interest entitling them to pursue these proceedings to the extent of having a judicial determination regarding the validity of the said scheme of service; and, of course, if it is found that the scheme of service is valid then the appellants will immediately be deprived of a legitimate interest to pursue these proceedings any further, because the appellants would then have to be treated as having been properly excluded from consideration as candidates on the ground that they did not possess the necessary qualifications, required by the relevant scheme of service.»

 

Στη μεταγενέστερη απόφαση Ηλία v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 568 λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι το σχέδιο υπηρεσίας δεν μπορεί να προσβληθεί ευθέως, αλλά έμμεσα με προσφυγή εναντίον του αποτελέσματος της εφαρμογής του, όπως προαγωγής ή διορισμού που γίνεται σύμφωνα με αυτό – (Makris v. Republic (1986) 3 C.L.R. 10, Antonis Meletis a.o. v. The Cyprus Ports Authority a.o. (1987) 3 C.L.R. 1984.

 

Διοικητική πράξη που στηρίζεται σε μη έγκυρη νομοθεσία είναι άκυρη – (Miltiades Christodoulou and The Republic (Collector of Customs Nicosia), 1 R.S.C.C. 1, Savvas Car. Spyrou a.o. (No.2) v. Republic (Licensing Authority) (1973) 3 C.L.R. 627, Papaxenophontos a.o. v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037).»

[*319]

Στην παρούσα περίπτωση οι εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πρωτόδικα ότι η απόφαση της ΕΔΥ στηρίχθηκε σε σχέδιο υπηρεσίας που είναι αντισυνταγματικό και/ή ultra vires του Νόμου, γιατί παραβιάζει την αρχή της ισότητας που προνοεί το Άρθρο 28 του Συντάγματος και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών.

 

Η νομολογία που παραθέσαμε πιο πάνω προσδίδει στους εφεσείοντες έννομο συμφέρον να αμφισβητήσουν το διορισμό σε όση έκταση αφορά τον καθορισμό της εγκυρότητας του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Ο ισχυρισμός ότι η εγκυρότητα του Σχεδίου Υπηρεσίας δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο παρόν στάδιο, εφόσον οι εφεσείοντες δεν προσέφυγαν εναντίον άλλων προγενέστερων προαγωγών συναδέλφων τους, οι οποίες έλαβαν χώρα στη βάση του ιδίου Σχεδίου Υπηρεσίας κατ’ αποκλεισμό τους, δεν ευσταθεί. Η υπόθεση Παπαδόπουλος v. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, στην οποία παραπέμπει το ενδιαφερόμενο μέρος, δεν εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση, καθότι ο κανόνας που επικαλείται ισχύει inter partes.

 

Το θέμα, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο οι εφεσείοντες νομιμοποιούνται να προωθούν το συγκεκριμένο λόγο ακυρότητας, ήτοι τη νομιμότητα της παραγράφου (1) και κατ’ επέκταση του ιδίου Σχεδίου Υπηρεσίας, με βάση το οποίο αποκλείστηκαν από τη διαδικασία προαγωγής και προήχθη το ενδιαφερόμενο μέρος επί του ότι αυτή καταστρατηγεί την αρχή της ισότητας. Όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ενδεχόμενη «δικαστική κρίση ότι η συγκεκριμένη πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας είναι παράνομη, θα είχε ως επακόλουθο το επίδικο σχέδιο υπηρεσίας να ακυρωθεί στην ολότητά του». Και αυτό γιατί η συγκεκριμένη πρόνοια της παραγράφου (1) των «απαιτούμενων προσόντων» αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του ενιαίου συνόλου του επίδικου Σχεδίου Υπηρεσίας. Όπως επεξηγείται στην υπόθεση Χατζηπαύλου v. ΑΗΚ (1991) 3 Α.Α.Δ. 11 τα σχέδια υπηρεσίας αποτελούν μέσο για την άρτια στελέχωση δημόσιας αρχής ή οργάνου. Ο καταρτισμός τους σχετίζεται άμεσα με την εκτίμηση των λειτουργικών αναγκών της υπηρεσίας και συνιστά πτυχή της εκτελεστικής λειτουργίας. Οποτεδήποτε καταρτίζονται σχέδια υπηρεσίας κατά τη ρητή εξουσιοδότηση Νόμου, όπως στην παρούσα περίπτωση, του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου Ν.33/1967, η έκδοσή τους συνιστά μορφή δευτερογενούς νομοθεσίας.

 

[*320]Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν μπορεί να διαγράψει ή να προσθέσει ή να αντικαταστήσει ή να επεκτείνει τις συγκεκριμένες πρόνοιες του Σχεδίου Υπηρεσίας ώστε να περιλαμβάνει και τις κατηγορίες των ειδικοτήτων των εφεσειόντων. Επομένως, σε περίπτωση που η συγκεκριμένη παράγραφος κριθεί από το Δικαστήριο ως αντισυνταγματική, σημαίνει ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί, κάτι που αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην ακύρωση της επίδικης πράξης. Δε θα μπορούσε, όμως, το Δικαστήριο, ως αποτέλεσμα της κρίσης του ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας είναι αντισυνταγματικό, να προσθέσει στο Σχέδιο πρόνοιες που δεν θέλησε το αρμόδιο όργανο να συμπεριλάβει. Εφόσον, λοιπόν, κρινόταν το Σχέδιο Υπηρεσίας αντισυνταγματικό, δεν θα ήταν δυνατό να επιτύχει η προσφυγή. Ο συνταγματικός έλεγχος του Σχεδίου Υπηρεσίας θα ήταν ακαδημαïκός, εφόσον η κήρυξη του επιδίκου Σχεδίου ως αντισυνταγματικού δεν θα μπορούσε να επιφέρει οποιοδήποτε άμεσο και συγκεκριμένο όφελος στους εφεσείοντες και θα ήταν αλυσιτελές, όπως ορθά υπέδειξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Οποιαδήποτε νέα διαδικασία δεν θα μπορούσε να ξεκινήσει χωρίς τυχόν έκδοση νέου σχεδίου υπηρεσίας και με την προσθήκη ενδεχομένως νέων υποψηφίων που θα είχαν στο μεταξύ, από το 2007, αποκτήσει νέα προσόντα (βλ. Dias United Publishing Co. Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550 και Καλαθάς v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού (2007) 4 Α.Α.Δ. 685).

 

Σημειώνουμε επίσης την υπόδειξη του κ. Κωνσταντίνου ότι, από το έτος 2010, εφαρμόζεται στο αρμόδιο Τμήμα νέο Σχέδιο Υπηρεσίας με βάση το οποίο υποψήφιοι με προσόντα όπως αυτά των εφεσειόντων μπορούν πλέον να προαχθούν σε επόμενες ανώτερες θέσεις.

 

Ενόψει όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης και κατ’ επέκταση η έφεση απορρίπτεται με €2.000 έξοδα εναντίον των εφεσειόντων.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο