Βιολάρη Αναστασία ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 343

ECLI:CY:AD:2017:C132

(2017) 3 ΑΑΔ 343

[*343]11 Απριλίου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΒΙΟΛΑΡΗ,

 

Εφεσείουσα - Αιτήτρια,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 162/2010)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Αρχαιότητα ― Είναι ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια προαγωγής και μπορεί να αποτελέσει λόγο παράκαμψης ακόμη και του πλεονεκτήματος όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα περίπου ίσοι σε αξία.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Προσόντα ― Πρόσθετα προσόντα, που δεν προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας ως πλεονέκτημα/βαρύτητα που πρέπει να τους αποδίδεται.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Πείρα ως παράγοντας που επηρεάζει τις προαγωγές για να έχει βαρύτητα πρέπει να είναι πείρα κατά την εκτέλεση καθηκόντων όπου προηγείται της επίδικης και είναι στοιχείο που επαυξάνει την αξία του υποψηφίου που την κατέχει.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Πλάνη και αντιφατική συμπεριφορά της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ― Περιστάσεις.

 

Η εφεσείουσα επεδίωξε τόσο πρωτόδικα όσο και κατ’ έφεση την ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους αντί της ιδίας στη μόνιμη θέση Ανώτερου Οδοντιατρικού Λειτουργού, Οδοντιατρικές Υπηρεσίες.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την [*344]έφεση αποφάσισε ότι:

 

Με δεδομένη δε την ισοδυναμία, ουσιαστικά, των υποψηφίων σε βαθμολογημένη αξία, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είχε να σταθμίσει τη σημασία της αρχαιότητας και της παρεπόμενης εξ αυτής πείρας της εφεσείουσας από την μια και των πρόσθετων προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους από την άλλη.

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος υστερούσε σημαντικά σε αρχαιότητα, όπως ορθά σημείωσε η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, αναφερόμενο στην αρχαιότητα του έναντι άλλης υποψήφιας η οποία είχε την ίδια έκταση αρχαιότητας όπως η εφεσείουσα (10 χρόνια και 7 μήνες) στην προηγούμενη της επίδικης θέση. Η σημασία που πρέπει να δίδεται στην αρχαιότητα και σε πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί σε σειρά αποφάσεων. Είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγοντας και προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, την αξία και τα προσόντα.

 

Η νομολογία μας αναγνωρίζει ότι η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο παράκαμψης ακόμη και πλεονεκτήματος όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα περίπου ίσοι σε αξία.

 

Περαιτέρω, «η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία», ενώ η κατοχή πλεονεκτήματος «δεν φέρει μαζί του και αυτόματη υπεροχή κατά τρόπο που να προεξοφλά την καταλληλότητα για τη θέση. Εκείνο που αποκτά σημασία είναι η εξέταση του πλεονεκτήματος υπό το φως και των υπολοίπων στοιχείων» (Παναγή v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649). Η Ολομέλεια υπενθύμισε τα όρια της βαρύτητας που μπορεί να έχουν τα πρόσθετα προσόντα μη προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας, σχετικό όμως με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Είναι ορθή η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας, σε ό, τι αφορά το στοιχείο της πείρας, πως η εφεσείουσα υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε πείρα, η οποία τεκμαίρεται από την υπεροχή της σε αρχαιότητα. Η πείρα, αν και δεν αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης ούτε λαμβάνεται υπόψη, ανεξάρτητα και απομονωμένα, είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στην [*345]εκτίμηση του προσόντος της "αξίας" των υποψηφίων.

 

Η αρχαιότητα της εφεσείουσας στην προηγούμενη της επίδικης θέση, η οποία αποτελεί και δείκτη της πείρας, είναι στοιχείο που η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας είχε ενώπιον της και επαυξάνει την αξία, σύμφωνα με τη νομολογία. Το εύρος της υπηρεσίας ακριβώς με την συνακόλουθη πείρα προσμετρά στην αξία.

 

Η αξιολόγηση των υποψηφίων αποτελεί έργο του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Το διοικητικό όργανο δεν προβαίνει σε μηχανιστικό υπολογισμό των ενώπιον του στοιχείων και δεδομένων αλλά ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως του συνόλου των στοιχείων και δεδομένων αυτών, μετά από σχετική αξιολόγηση.

 

Η συντριπτική αρχαιότητα της εφεσείουσας έναντι του ενδιαφερόμενου, η οποία επέφερε μαζί της την ανάλογη πείρα, με μόνη την οριακή διαφορά σε προσόντα, μη πρόσθετα ή που αποτελούσαν πλεονέκτημα, έπρεπε να λειτουργήσει υπέρ της εφεσείουσας, ενώ η κρίση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας έπασχε εφόσον δεν έγινε ιδιαίτερη σύγκριση με την εφεσείουσα. Αυτό λόγω πλάνης και αντιφατικής συμπεριφοράς της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας στον τρόπο προσέγγισης της συντριπτικής αρχαιότητας της εφεσείουσας την οποία, ουσιαστικά, εξουδετέρωσε, αποδίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα και καταφανή υπεροχή και σημασία στα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα του ενδιαφερόμενου, που μόνο οριακή σημασία είχαν.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2014) 3 , ECLI:CY:AD:2014:C452A.A. 273,

 

Χαμπουλλάς v. Σαββίδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 112,

 

Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403,

 

Παρτασίδου v. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 179, ECLI:CY:AD:2015:C318,

 

Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406,

 

Παναγή v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639,

 

Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374,

[*346]Hadjiioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041,

 

Δημοκρατία v. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341,

 

Nicolaides v. The Electricity Authority of Cyprus (1985) 3 C.L.R. 2040,

 

Νικολαΐδης v Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 286,

 

Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 230, ECLI:CY:AD:2015:C375,

 

Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605,

 

Κυριακίδου-Δανού v. Δημοκρατίας (2016) 3 Α.Α.Δ. 130, ECLI:CY:AD:2016:C132.

 

Έφεση.

 

Έφεση από την Αιτήτρια εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Νικολάτος, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 62/2009), ημερ. 15/9/2010.

 

Α. Κωνσταντίνου, για την Εφεσείουσα.

 

Λ. Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Ξ. Ευγενίου (κα) για Α. Σ. Αγγελίδη, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Cur. adv. vult.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Με απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ), η οποία δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερομηνίας 19.12.2008, επιλέγηκε, κατόπιν επανεξέτασης, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην παρούσα διαδικασία, Γεώργιος Παντέλας, για προαγωγή στη μόνιμη θέση Ανώτερου Οδοντιατρικού Λειτουργού, Οδοντιατρικές Υπηρεσίες, αναδρομικά από 15.8.2004. Επρόκειτο για θέση προαγωγής.

 

Η απόφαση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο της προσφυγής με αρ. 62/2009, την οποία καταχώρησε η εφεσείουσα, ισχυριζόμενη ότι η ΕΔΥ παραγνώρισε την υπεροχή της έναντι του ενδιαφερό[*347]μενου σε αξία και αρχαιότητα. Αποτέλεσε εισήγηση του συνηγόρου της ότι η μεγάλη υπεροχή της εφεσείουσας σε αρχαιότητα, συνιστούσε υπεροχή της και σε πείρα και κατά συνέπεια και σε αξία, ενώ η οριακή διαφορά του ενδιαφερόμενου προσώπου στα προσόντα, δεν συνιστούσε θεμιτό λόγο για παραγνώριση της υπεροχής αυτής της εφεσείουσας σε αξία, ούτε και ειδική αιτιολογία για παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή – η οποία, να σημειωθεί, δεν ήταν υπέρ της ιδίας ούτε του Γ. Παντέλα. Αποδόθηκε δε υπέρμετρα μεγαλύτερη βαρύτητα από ότι έπρεπε στο διδακτορικό τίτλο του ενδιαφερόμενου, με αποτέλεσμα το πρόσθετο προσόν αυτό να καταστεί ουσιαστικά ο αποφασιστικός παράγοντας για την πλήρωση της επίδικης θέσης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι η Διοίκηση στάθμισε τα διάφορα δεδομένα λανθασμένα ή ότι άσκησε την κρίση της μη εύλογα. Καταλήγοντας ότι η απόφαση της ΕΔΥ βρισκόταν μέσα στα επιτρεπτά πλαίσια, απέρριψε την προσφυγή. Στο συμπέρασμα αυτό οδηγήθηκε αφού σημείωσε, μεταξύ άλλων, την παρατήρηση της ΕΔΥ ότι η εφεσείουσα και ο ενδιαφερόμενος, Γ. Παντέλας ήταν περίπου ισοδύναμοι σε αξία (η εφεσείουσα υπερτερούσε κατά ένα «εξαίρετα» του εν λόγω ενδιαφερόμενου) και η εφεσείουσα υπερείχε ουσιωδώς σε αρχαιότητα έναντι του κατά δέκα και πλέον έτη, ενώ έκρινε πως η κατοχή από τον ενδιαφερόμενο διδακτορικού τίτλου στην Οδοντιατρική καθώς και πτυχίου ιατρικής, «αν και είναι προσόντα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας, θεωρούνται πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν, εφόσον είναι απόλυτα συναφή με τα καθήκοντα της θέσης», αποδίδοντας σε αυτά τη δέουσα βαρύτητα. Κατέληξε το Δικαστήριο ότι δεδομένης της φύσης της επίδικης θέσης ως θέση εποπτείας, παρά τη μεγαλύτερη αρχαιότητα της εφεσείουσας και, συνεπώς, τη μεγαλύτερη της πείρα και την οριακά υπέρτερη αξία της, ήταν θεμιτό και νόμιμο για την ΕΔΥ να κρίνει πως το ενδιαφερόμενο μέρος, ενόψει των υπέρτερων προσόντων του, ήταν καταλληλότερο για την πλήρωση της θέσης.

 

Επακόλουθα ασκήθηκε η παρούσα έφεση με την οποία αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης κρίσης. Θεωρεί, η εφεσείουσα, ότι εσφαλμένα δεν δέχθηκε το Δικαστήριο πρωτοδίκως ότι η ΕΔΥ πλανήθηκε ως προς τα προσόντα και την αρχαιότητα της ιδίας και του ενδιαφερόμενου, ενώ πλανήθηκε και ως προς την πείρα της, η οποία προσθέτει στην αξία της, και την παρασιώπησε. Εσφαλμένη θεωρεί και την απόρριψη της θέσης της ότι η ΕΔΥ «παραβίασε» την νομολογία, δίδοντας μεγαλύτερη σημασία στα πρόσθετα προσόντα, μη απαιτούμενα, του ενδιαφερόμενου και [*348]όχι στη μεγαλύτερη συντριπτική αρχαιότητα της ιδίας.

 

Κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσείουσας, εφόσον η επίδικη πρόκειται για θέση προαγωγής, η αρχαιότητα έχει ουσιαστική σημασία σε αντίθεση με θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής όπου η σημασία της είναι περιορισμένη. Παρόλο που σε πρόσθετα προσόντα μη απαιτούμενα, τα οποία κατέχουν τόσο η εφεσείουσα όσο και ο ενδιαφερόμενος, υπερέχει ο τελευταίος, αποδίδοντας μεγαλύτερη σημασία στα πρόσθετα προσόντα του ενδιαφερόμενου μέρους αντί στην αρχαιότητα της εφεσείουσας, σε θέση ψηλά στην ιεραρχία, η ΕΔΥ «παραβίασε» τη νομολογία. Επικαλέστηκε συναφώς την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2014) 3 Α.Α.Δ. 273, ECLI:CY:AD:2014:C452 εισηγούμενος ότι κατ’ εξαίρεση του γενικού κανόνα, σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία, όπως η επίδικη, όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, η αρχαιότητα έχει μεγαλύτερη σημασία και από τα μη απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Εξάλλου, ενώ η νομολογία δεν επιτρέπει στο διορίζον όργανο να δίδει έκδηλη ή καταφανή υπεροχή στα προσόντα αυτά, η ΕΔΥ στην προκειμένη περίπτωση έδωσε «καταφανή υπεροχή» και, πεπλανημένα και αντιφατικά, ενώ όφειλε να κρίνει την αρχαιότητα της εφεσείουσας ως καταφανή και σημαντική, δεν το έπραξε. 

 

Αντιτείνουν οι εφεσίβλητοι και το ενδιαφερόμενο μέρος ότι εφόσον οι δύο υποψήφιοι δεν είναι ίσοι στα υπόλοιπα κριτήρια, η αρχαιότητα δεν αποκτά βαρύτητα, ενώ τονίζουν παράλληλα πως η υπεροχή του ενδιαφερόμενου μέρους σε αξία λόγω υπέρτερων προσόντων, έστω και μη προβλεπόμενων αλλά απόλυτα σχετικών, είναι σημαντική έναντι της εφεσείουσας. Επίσης, εφόσον πρόκειται για θέση υψηλά στην ιεραρχία η αρχαιότητα δεν αποτελεί και για το λόγο αυτό παράγοντα ουσιαστικό.

 

Σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η διακριτική ευχέρεια του διορίζοντος οργάνου είναι ευρύτερη (Χαμπουλλάς v. Σαββίδη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 112). Με δεδομένη δε την ισοδυναμία, ουσιαστικά, των υποψηφίων σε βαθμολογημένη αξία, κατά την άσκηση της διακριτικής της ευχέρειας, η ΕΔΥ είχε να σταθμίσει τη σημασία της αρχαιότητας και της παρεπόμενης εξ αυτής πείρας της εφεσείουσας από την μια και των πρόσθετων προσόντων του ενδιαφερόμενου μέρους από την άλλη. 

 

Το ενδιαφερόμενο μέρος υστερούσε σημαντικά σε αρχαιότητα, όπως ορθά σημείωσε η ΕΔΥ, αναφερόμενο στην αρχαιότητα του έναντι άλλης υποψήφιας η οποία είχε την ίδια έκταση αρχαιότη[*349]τας όπως η εφεσείουσα (10 χρόνια και 7 μήνες) στην προηγούμενη της επίδικης θέση. Η σημασία που πρέπει να δίδεται στην αρχαιότητα και σε πρόσθετα προσόντα έχει οριοθετηθεί σε σειρά αποφάσεων. Είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι η αρχαιότητα από μόνη της δεν είναι ρυθμιστικός παράγοντας και προσλαμβάνει αποφασιστική σημασία μόνο όταν οι υποψήφιοι είναι ίσοι ως προς τα υπόλοιπα κριτήρια, την αξία και τα προσόντα (Βασιλειάδης v. Τσιάππα (2005) 3 Α.Α.Δ. 403). Τονίστηκε δε στην πρόσφατη απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην υπόθεση Αντωνίου v. Δημοκρατίας (2014) 3 , ECLI:CY:AD:2014:C452A.Δ. 273 ότι:

 

«... συνιστά κανόνα της νομολογίας μας ότι σε θέσεις ψηλά στην ιεραρχία η Ε.Δ.Υ., κατά την επιλογή του καταλληλότερου από τους υποψηφίους για προαγωγή, έχει ευρεία διακριτική εξουσία. Έχει, όμως, επίσης αναγνωριστεί νομολογιακά ότι όταν ένας υποψήφιος υπερέχει σε αρχαιότητα και δεν υστερεί σε αξία, τότε η προφορική εξέταση δεν έχει αυξημένη βαρύτητα σε θέσεις αυτού του επιπέδου. Μάλιστα, αναγνωρίστηκε ότι όταν ο υποψήφιος που υπερέχει σε αρχαιότητα δεν υστερεί σε αξία, δεν αποκλείεται μεγαλύτερη σημασία να έχει η αρχαιότητα και όχι η προφορική εξέταση (Δημοκρατία v. Μιχαήλ Αντωνίου (2001) 3 ΑΑΔ 921, 928).»

 

Η νομολογία μας αναγνωρίζει ότι η αρχαιότητα, ως ένα από τα τρία θεσμοθετημένα κριτήρια, μπορεί να αποτελέσει λόγο παράκαμψης ακόμη και πλεονεκτήματος όταν οι υποψήφιοι είναι κατά τα άλλα περίπου ίσοι σε αξία (Παρτασίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 179, ECLI:CY:AD:2015:C318 και Ζωδιάτης v. Δημοκρατίας (2008) 3 Α.Α.Δ. 406). Περαιτέρω, «η αρχαιότητα φέρει μαζί της την ανάλογη πείρα που προσμετρά στην αξία ακριβώς λόγω του εύρους υπηρεσίας του συγκεκριμένου υποψηφίου … λαμβάνεται υπόψη ακόμη και σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία, όταν κατά τα άλλα οι υποψήφιοι είναι ίσοι σε αξία», ενώ η κατοχή πλεονεκτήματος «δεν φέρει μαζί του και αυτόματη υπεροχή κατά τρόπο που να προεξοφλά την καταλληλότητα για τη θέση. Εκείνο που αποκτά σημασία είναι η εξέταση του πλεονεκτήματος υπό το φως και των υπολοίπων στοιχείων» (Παναγή v. Δημοκρατίας (2011) 3 Α.Α.Δ. 639, 649).

 

Στην δε Πούρος κ.ά. v. Χατζηστεφάνου κ.ά. (2001) 3 Α.Α.Δ. 374, η Ολομέλεια υπενθύμισε τα όρια της βαρύτητας που μπορεί να έχουν τα πρόσθετα προσόντα με αναφορά στο ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Hadjiioannou v. Republic (1983) 3 C.L.R. 1041 (1046-1047):

[*350]«Possession of academic qualifications additional to those required by the scheme of service, which are not specified in the scheme of service as an advantage, should not weigh greatly in the mind of the Commission who should decide in selecting the best candidate on the totality of the circumstances before them. Additional academic qualifications to those provided by the scheme of service do not indicate by themselves a striking superiority. (See Elli Chr. Korai and Another v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1973) 3 C.L.R. 546; Andreas D. Georghakis v. The Republic (1977) 3 C.L.R. 1; Evangelos HadjiGeorghiou v. The Republic (1977) 3 C.L.R. 35; Cleanthis Cleanthous v. The Republic (1978) 3 C.L.R. 320).

 

As was aptly observed by Hadjianastassiou, J., in Bagdades v. The Central Bank of Cyprus (1973) 3 C.L.R. 417, at p. 428:-

 

“Had it been otherwise, I would be inclined to the view that there would be no reason in inviting other candidates for that particular post once they knew in advance that amongst the candidates there was a person with higher qualifications.”».

 

Καταλήγοντας η Ολομέλεια στην Πούρος ότι:

 

«… τα πρόσθετα, μη προβλεπόμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, λαμβάνονται υπόψη εφόσον είναι συναφή προς τα καθήκοντα της θέσης. Απόκειται πια στην αρμόδια αρχή να τα αξιολογήσει και να σταθμίσει την κατά περίπτωση σημασία τους, αποφεύγοντας δύο άκρα: αφενός να μην είναι η βαρύτητα υπερβολική ώστε να φτάνει στο σημείο απόδοσης έκδηλης υπεροχής και, αφετέρου, να μην είναι εντελώς οριακή, όπως θα ήταν, αν τα πρόσθετα προσόντα δεν είχαν σχέση με τα καθήκοντα της θέσης. Μέσα σε αυτά τα όρια, το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει σε ό,τι αφορά την αξιολόγηση και στάθμιση στοιχείων και παραγόντων.»

 

Το θέμα της βαρύτητας πρόσθετου προσόντος μη προβλεπόμενου από το σχέδιο υπηρεσίας, σχετικό όμως με τα καθήκοντα της θέσης, απασχόλησε και στην υπόθεση Δημοκρατία v. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341 όπου αναφέρεται (σελ. 344):

 

«Εν πάση δε περιπτώσει, δεν θα μπορούσαμε να συμφωνήσουμε και πως, ως θέμα κάποιας γενικής αρχής, είναι δυνατό να προσδιοριστεί εκ των προτέρων η όποια βαρύτητα ορισμένου στοιχείου κρίσης. Αυτή δεν μπορεί παρά να είναι το αποτέλε[*351]σμα συσχετισμών και κρίσης στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (Βλ. συναφώς την απόφαση στην Γρηγορίου (Μιχαηλίδου) v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2007) 3 Α.Α.Δ. 275) η οποία, προερχόμενη από τη διοίκηση, ελέγχεται ως προς το εύλογό της και όχι με γνώμονα το κατά πόσο ορισμένη υπεροχή, σε ορισμένο τομέα, θεμελιώνει έκδηλη υπεροχή του επιλεγομένου.»

 

Είναι ορθή η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας, σε ό, τι αφορά το στοιχείο της πείρας, πως η εφεσείουσα υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε πείρα, η οποία τεκμαίρεται από την υπεροχή της σε αρχαιότητα. Η πείρα, αν και δεν αποτελεί ξεχωριστό στοιχείο κρίσης ούτε λαμβάνεται υπόψη, ανεξάρτητα και απομονωμένα, είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη στην εκτίμηση του προσόντος της "αξίας" των υποψηφίων (Nicolaides v. The Electricity Authority of Cyprus (1985) 3 C.L.R. 2040). Υποστηρίζει, εν προκειμένω, ο ευπαίδευτος συνήγορος της εφεσείουσας, με αναφορά σε αποφάσεις μονομελούς σύνθεσης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, πως η πλάνη της ΕΔΥ ως προς την πείρα της εφεσείουσας και η πλήρης παρασιώπηση της σημαντικής υπεροχής της στο στοιχείο αυτό αποτελεί λόγο ακύρωσης. Έχοντας διεξέλθει με προσοχή τα πρακτικά των σχετικών συνεδριών της ΕΔΥ πράγματι δεν προκύπτει οποιαδήποτε καταγραφή του στοιχείου της εκ της αρχαιότητας πείρας της εφεσείουσας.

 

Η αρχαιότητα της εφεσείουσας στην προηγούμενη της επίδικης θέση, η οποία αποτελεί και δείκτη της πείρας, είναι στοιχείο που η ΕΔΥ είχε ενώπιον της και επαυξάνει την αξία, σύμφωνα με τη νομολογία (Νικολαΐδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 286 και Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C375A.A. 230). Το εύρος της υπηρεσίας ακριβώς με την συνακόλουθη πείρα προσμετρά στην αξία (Μουρτζή v. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 605, Παναγή v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) και Κυριακίδου-Δανού v. Δημοκρατίας, (2016) 3 , ECLI:CY:AD:2016:C132A.A. 130).

 

Η αξιολόγηση των υποψηφίων αποτελεί έργο του αρμόδιου διοικητικού οργάνου. Το διοικητικό όργανο δεν προβαίνει σε μηχανιστικό υπολογισμό των ενώπιον του στοιχείων και δεδομένων αλλά ασκεί τη διακριτική του ευχέρεια υπό το φως του συνόλου των στοιχείων και δεδομένων αυτών, μετά από σχετική αξιολόγηση. 

 

Εν προκειμένω, προβαίνοντας σε ιδιαίτερη σύγκριση μεταξύ του ενδιαφερόμενου και της υποψηφίας Μαρούλας Φιλιππίδου-[*352]Νεάρχου, η οποία είχε υπέρ της τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή και το ίδιο εύρος αρχαιότητας όπως η εφεσείουσα, η ΕΔΥ έκρινε, πως παρόλο που ο ενδιαφερόμενος υστερούσε σημαντικά σε αρχαιότητα:

 

«… είναι περίπου ισοδύναμος σε αξία … και υπερέχει καταφανώς έναντι αυτής σε προσόντα, εφόσον κατέχει διδακτορικό τίτλο στην οδοντιατρική, καθώς και πτυχίο Ιατρικής, τα οποία είναι απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης και στα οποία η Επιτροπή απέδωσε τη δέουσα βαρύτητα, έχοντας υπόψη της απαιτήσεις του οικείου Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Η Επιτροπή, σε μια συνεκτίμηση όλων των ενώπιον της στοιχείων, συμπεριλαμβανομένων των δεδικασμένων, καθώς και του γεγονότος ότι η υπό πλήρωση θέση είναι θέση εποπτείας, έκρινε ότι τα υπέρτερα προσόντα του επιλεγέντος κλίνουν την πλάστιγγα υπέρ του και τον καθιστούν καταλληλότερο για την υπό πλήρωση θέση»

 

Η συντριπτική αρχαιότητα της εφεσείουσας έναντι του ενδιαφερόμενου, η οποία επέφερε μαζί της την ανάλογη πείρα, με μόνη την οριακή διαφορά σε προσόντα, μη πρόσθετα ή που αποτελούσαν πλεονέκτημα, έπρεπε να λειτουργήσει υπέρ της εφεσείουσας, ενώ η κρίση της ΕΔΥ έπασχε εφόσον δεν έγινε ιδιαίτερη σύγκριση με την εφεσείουσα. Αυτό λόγω πλάνης και αντιφατικής συμπεριφοράς της ΕΔΥ στον τρόπο προσέγγισης της συντριπτικής αρχαιότητας της εφεσείουσας την οποία, ουσιαστικά, εξουδετέρωσε, αποδίδοντας υπέρμετρη βαρύτητα και καταφανή υπεροχή και σημασία στα πρόσθετα μη απαιτούμενα προσόντα του ενδιαφερόμενου, που μόνο οριακή σημασία είχαν. 

 

Καταλήγουμε ότι δικαιολογείται παρέμβαση μας. Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η επίδικη διοικητική απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο