Παναγιωτάκης Γιάννος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 397

ECLI:CY:AD:2017:C136

(2017) 3 ΑΑΔ 397

[*397]12 Απριλίου, 2017

 

[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]

 

ΓΙΑΝΝΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΑΚΗΣ,

 

Εφεσείων - Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσιβλήτων - Καθ’ ων η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 138/2011)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Διακριτική ευχέρεια της ΕΔΥ ― Δεν μπορεί η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης - ιδίως όταν η διαφορά είναι οριακή όπως εδώ - να εξουδετερώνει ή να ανατρέπει την αντικειμενική εικόνα όλων των άλλων στοιχείων κρίσης και να καθίσταται ο μόνος ουσιαστικά παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Προσόντα ― Το κριτήριο της κατοχής πρόσθετων, αλλά μη προβλεπόμενων στο σχέδιο υπηρεσίας ακαδημαϊκών προσόντων ― Συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα κριτήρια στην γενική αξιολόγηση.

 

Ο εφεσείων αξίωσε την ανατροπή της πρωτόδικης δικαστικής απόφασης, με την οποία είχε απορριφθεί η προσφυγή του κατά της επιλογής των ενδιαφερομένων μερών για πλήρωση των μόνιμων θέσεων Βιβλιοθηκονόμου στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, επιτρέποντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης σ’ ό,τι αφορά μόνο το διορισμό της Μ. Φιλάρετου (ΕΜ). Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείοντας ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας έχει αυξημένη σημασία, απορρίπτοντας προς τούτο την αντίθετη θέση του Εφε[*398]σείοντα και παραγνωρίζοντας - κατά τον Εφεσείοντα - τους άλλους παράγοντες και, με τον δεύτερο λόγο έφεσης ισχυρίζεται πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι γραπτές εξετάσεις και τα υπόλοιπα κριτήρια δεν είχαν παραγνωριστεί, αλλά δεν μπορούσαν να υπερακοντίσουν την ψηλότερη απόδοση του Ενδιαφερόμενου Μέρους στην προφορική εξέταση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 33(11) του Ν. 1/1990, η Επιτροπή Δημόσια Υπηρεσίας κατά την τελική επιλογή «λαμβάνει δεόντως υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο 6», στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα αποτελέσματα της γραπτής και/ή προφορικής εξέτασης που διενεργήθηκε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της Θέσης. Όπως συναφώς υποδεικνύεται από πάγια νομολογία, προς το σκοπό επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους και συνυπολογίζονται όλα τα κριτήρια.

 

Εξέταση του περιεχομένου των εγγράφων που προσκομίστηκαν αποκαλύπτει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή για σκοπούς αξιολόγησης αποφάσισε να δώσει βαρύτητα 70% στη γραπτή εξέταση 25% στην προφορική εξέταση και 5% στο πλεονέκτημα της διετούς τουλάχιστον πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Η απόδοση του Εφεσείοντα στην προφορική εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αξιολογήθηκε με 24,75 (Εξαίρετος) και αυτή του ΕΜ με 19,00 (Πολύ Καλά). Με τον συγκερασμό δε των αποτελεσμάτων της γραπτής και προφορικής εξέτασης, η Συμβουλευτική Επιτροπή απέδωσε στον Εφεσείοντα συνολική βαθμολογία 75,39 και στο ΕΜ 59,18. Η Συμβουλευτική Επιτροπή διαπίστωσε επίσης, κάτι που κατέγραψε στην έκθεση της, ότι ο Εφεσείων διέθετε συνολική επαγγελματική πείρα 21 μηνών η οποία δεν ήταν μεν αρκετή για να του πιστωθεί το προβλεπόμενο πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήταν όμως κατά 15 μήνες μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του ΕΜ. Επρόκειτο για πείρα που οι διάδικοι απέκτησαν από έκτακτη απασχόληση σε συναφή καθήκοντα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου. Σ’ ότι δε αφορά την προφορική απόδοση των διαδίκων ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, η Διευθύντρια αποτίμησε την απόδοση του Εφεσείοντα ως «Σχεδόν Εξαίρετος» και αυτή του Ενδιαφερόμενου Μέρους ως «Πολύ Καλή».

 

Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, τόσο η Συμβουλευ[*399]τική Επιτροπή όσο και η Διευθύντρια είχαν σαφή θέση ότι ο Εφεσείων υπερείχε έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους σε όλα τα κριτήρια επιλογής. Βέβαια, όπως έχει νομολογηθεί, η άποψη που εκφράζεται από τη Διευθύντρια στα πλαίσια της διαδικασίας του Άρθρου 33(10) του Ν. 1/1990 δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής, ούτε ξεχωριστό στοιχείο κρίσης για τον καθορισμό της ουσιαστικής καταλληλόλητας των υποψηφίων, εφόσον ο ρόλος της είναι καθαρά βοηθητικός του έργου της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ώστε να σχηματίσει η ίδια μια καλύτερη εικόνα.

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αιτιολόγησε την κρίση της αναφορικά με την ενώπιον της απόδοση των διαδίκων, αλλά το πρόβλημα δεν έγκειται στην αιτιολογία των συνεντεύξεων. Δεδομένου ότι ο Νόμος δεν προβλέπει για αυξημένη σημασία της προφορικής εξέτασης, το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι υπόλοιποι παράγοντες (γραπτή εξέταση, συνολική βαθμολογία της Συμβουλευτικής Επιτροπής, πρόσθετα προσόντα και σχετική πείρα) αξιολογήθηκαν στο σωστό πλαίσιο, ούτως ώστε να υποστηρίζεται η τελική επιλογή και να εξουδετερώνεται η πιθανότητα να αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σε ένα από τα νόμιμα κριτήρια.  

 

Αναφερόμενη στη συνέχεια στο μεταπτυχιακό δίπλωμα "Information and Library Studies" του Εφεσείοντα, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας αφού σημείωσε ότι αυτό αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο, παρατήρησε ότι αν και είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε συνιστούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν. Για να καταλήξει στη συνέχεια ότι το έλαβε υπόψη και του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, συνεκτιμώντας το με όλα τα στοιχεία κρίσεως, πλην όμως αυτό δεν μπορούσε να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων και ειδικότερα το πολύ υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης τους κατά την προφορική εξέταση.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η κατοχή μη απαιτούμενου αλλά συναφούς ακαδημαϊκού προσόντος προσδίδει υπεροχή στο κριτήριο των προσόντων και ότι αποτελεί ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψηφίου για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης γι’ αυτό και δεν παραγνωρίζεται αλλά συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα κριτήρια στην γενική αξιολόγηση.

 

Το προβάδισμα του Εφεσείοντα σε σχετική πείρα, κατά 15 περίπου μήνες τον έθετε σε πλεονεκτική θέση έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους και αποτελούσε ένα περαιτέρω συγκριτικό στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και προσμετρήσει υπέρ του για σκοπούς [*400]αξιολόγησης και επιλογής. Η θέση ότι δεν μπορεί εκ των προτέρων να προκαθοριστεί η βαρύτητα ορισμένου στοιχείου κρίσης είναι ορθή νοουμένου όμως ότι εφαρμόζεται και η παράλληλη νομολογιακή αρχή:- ότι η σημασία που εν τέλει αποδίδεται για το καθένα από τα κριτήρια πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης.

 

Στην παρούσα περίπτωση οι παράγοντες του πρόσθετου ακαδημαϊκού τίτλου και της μεγαλύτερης σχετικής πείρας του Εφεσείοντα, σε συνάρτηση με την προοπτική για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της Θέσης, δεν εξετάστηκαν. Ούτε και συνεκτιμήθηκαν με τα υπόλοιπα στοιχεία κατά την γενική αξιολόγηση των υποψηφίων.  Περαιτέρω, δεν φαίνεται να άσκησε οποιαδήποτε επιρροή η γενική υπεροχή του σε όλα τα στάδια της αξιολόγησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, συμπεριλαμβανομένης και της γραπτής δοκιμασίας. Η δε απλή και στερεότυπη απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη, δεν παρέχει οποιαδήποτε πληροφόρηση για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της επίδικης απόφασης.

 

Εν όψει των πιο πάνω κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ότι υπό τις περιστάσεις η βαρύτητα που αποδόθηκε στην αξιολόγηση της απόδοσης των διαδίκων στην προφορική εξέταση ήταν υπερβολική. Και αυτό κατ’ αντίθεση με πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης - ιδίως όταν η διαφορά είναι οριακή όπως εδώ - να εξουδετερώνει ή να ανατρέπει την αντικειμενική εικόνα όλων των άλλων στοιχείων κρίσης και να καθίσταται ο μόνος ουσιαστικά παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη.

 

Τέλος, σ’ ότι αφορά την πρωτόδικη κρίση ότι ο Εφεσείων δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους.

 

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ακόμη και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης, όπως και η απλή θεμελίωση ενδεχομένου πλάνης, αρκεί για να ακυρωθεί αυτή και να εξεταστεί το θέμα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πάνω στην ορθή πραγματική του βάση απαλλαγμένο από τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν.

 

Η έφεση επέτυχε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημοκρατία κ.ά. v. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161,

[*401]Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116,

 

Τρύφωνος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377,

 

Δημοκρατία v. Παπασωζομένου (2005) 3 Α.Α.Δ. 532,

 

Σπανός v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432,

 

Αμβροσίου v. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 613, ECLI:CY:AD:2015:C807,

 

Δημοκρατία v. Μιχαηλίδου, διαχειρίστριας της περιουσίας του Ανδρέα Μιχαηλίδη (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 871,

 

Χρυσοστόμου v. Ε.Ε.Υ. (1989) 3(E) Α.Α.Δ. 3186,

 

Δημοκρατία v. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473,

 

Δημοκρατία κ.ά. v. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,

 

Ευαγγέλου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 570,

 

Δημοκρατία κ.ά. v. Παπαζαχαρίου κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ. 369,

 

Δημοκρατία v. Σπανού (2011) 3(A) Α.Α.Δ. 267,

 

Δημοκρατία v. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341,

 

Δημοκρατία v. Μιχαηλίδου (2011) 3(B) Α.Α.Δ. 871,

 

Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,

 

Στυλιανού v. Δημοκρατίας (1994 (3) Α.Α.Δ. 387,

 

Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

 

Μάρκου v. Ιωσηφίδη κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 137, ECLI:CY:AD:2014:C308,

 

Δημοκρατία v. Μαυράκη (1999) 3 Α.Α.Δ. 817,

 

Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228,

 

Ιορδάνου v. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 250.

 

[*402]Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Παπαδοπούλου, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 189/2008), ημερ. 16/9/2011.

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Εφεσείοντα.

 

Γ. Χατζηχάννα (κα), για την Εφεσίβλητη.

 

Καμία εμφάνιση για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Cur. adv. vult.

 

ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από το Δικαστή Χριστοδούλου.

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Για πέντε κενές μόνιμες θέσεις Βιβλιοθηκονόμου στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού - θέση Πρώτου διορισμού (στο εξής η Θέση) - υποβλήθηκαν 63 αιτήσεις οι οποίες παραπέμφθηκαν στη Συμβουλευτική Επιτροπή (ΣΕ) δυνάμει του Άρθρου 33 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν.1/1990 όπως τροποποιήθηκε, στο εξής ο Νόμος) για αξιολόγηση και ετοιμασία σχετικής έκθεσης.

 

Η ΣΕ υπέβαλε τους υποψηφίους σε γραπτή εξέταση και από τους 30 που προσήλθαν, οι 15 θεωρήθηκαν ως επιτυχόντες εφόσον εξασφάλισαν 50% (τουλάχιστο) σε κάθε ένα από τα τρία προκαθορισμένα θέματα (ελληνικά, Αγγλικά και Ειδικό Θέμα). Ακολούθως η ΣΕ κάλεσε τους επιτυχόντες σε προφορική εξέταση και η απόδοση τους αποτυπώθηκε σε μονάδες και γενικό χαρακτηρισμό με βάση προκαθορισμένες κλίμακες αξιολόγησης. Αφού δε συμπληρώθηκε και αυτή η διαδικασία, η ΣΕ κατάρτισε προκαταρκτικό κατάλογο στον οποίο συμπεριέλαβε 14 υποψηφίους μεταξύ των οποίων και τον εφεσείοντα.

 

Ο προκαταρκτικός κατάλογος με την εισήγηση της ΣΕ και όλα τα σχετικά στοιχεία διαβιβάστηκε στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) η οποία, αφού υιοθέτησε τα σχετικά πορίσματα της έκθεσης αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων και επιβεβαίωσε τις βαθμολογίες τους, κατάρτισε τελικό κατάλογο ο οποίος ήταν ο ίδιος με τον προκαταρκτικό κατάλογο.

 

Οι συμπεριληφθέντες στον τελικό κατάλογο κλήθηκαν από [*403]την ΕΔΥ σε προφορική εξέταση, η οποία έλαβε χώρα στην παρουσία της Διευθύντριας των Πολιτιστικών Υπηρεσιών του Υπουργείου Παιδείας (στο εξής η Διευθύντρια). Κατ’ αυτήν, η απόδοση των υποψηφίων αξιολογήθηκε αρχικά από την Διευθύντρια και στη συνέχεια από την ΕΔΥ η οποία στο τελικό στάδιο, αφού σημείωσε πως έλαβε «δεόντως υπόψη» τα αποτελέσματα της ΣΕ, τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων των υποψηφίων που ήταν ήδη δημόσιοι υπάλληλοι, τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων καθώς και την απόδοση τους στην ενώπιον της προφορική εξέταση, επέλεξε για διορισμό πέντε από αυτούς ως υπερέχοντες των υπολοίπων.

 

Ο Εφεσείων, ο οποίος δεν ήταν μεταξύ των επιλεγέντων, αντέδρασε με προσφυγή αμφισβητώντας το διορισμό τριών από τους επιλεγέντες. Και αυτό στη βάση ότι η ΕΔΥ αγνόησε τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης της ΣΕ, δεν αιτιολόγησε την κρίση της αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα, δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση της και τέλος ότι προσέδωσε υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της προφορική εξέταση.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή σημειώνοντας ότι η βαρύτητα των διαφόρων στοιχείων κρίσης δεν μπορεί να προκαθοριστεί, ότι η αξιολόγηση των δεδομένων βρισκόταν μέσα στα όρια της διακριτικής ευχέρειας της ΕΔΥ στα πλαίσια της οποίας, τόσο η πείρα όσο και τα πρόσθετα προσόντα του Εφεσείοντα είχαν ληφθεί υπόψη και συνεκτιμηθεί και ότι ο αναγκαίος για σκοπούς Δικαστικής επέμβασης παράγοντας της έκδηλης υπεροχής του Εφεσείοντα έναντι των ΕΜ, δεν είχε αποδειχθεί.

 

Με την παρούσα έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης με δύο λόγους σ’ ό,τι αφορά μόνο το διορισμό της Μ. Φιλάρετου (ΕΜ). Ο πρώτος, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ έχει αυξημένη σημασία, απορρίπτοντας προς τούτο την αντίθετη θέση του Εφεσείοντα και παραγνωρίζοντας - κατά τον Εφεσείοντα - τους άλλους παράγοντες και, ο δεύτερος, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι γραπτές εξετάσεις και τα υπόλοιπα κριτήρια δεν είχαν παραγνωριστεί, αλλά δεν μπορούσαν να υπερακοντίσουν την ψηλότερη απόδοση του ΕΜ στην προφορική εξέταση της ΕΔΥ.

 

Λόγω της συνάφειας τους οι δύο λόγοι αναπτύχθηκαν σωρευ[*404]τικά και ως εκ τούτου θα εξεταστούν από κοινού.

 

Είναι θέση του Εφεσείοντα ότι, με εξαίρεση την προφορική εξέταση της ΕΔΥ, υπερείχε του ΕΜ σε όλα τα υπόλοιπα στοιχεία κρίσης συμπεριλαμβανομένων των εξετάσεων της ΣΕ (γραπτής και προφορικής) και της τελικής βαθμολογίας η οποία αποτελούσε το άθροισμα των μονάδων των εν λόγω εξετάσεων, της αξιολόγησης της Διευθύντριας, της πείρας και των πρόσθετων προσόντων λόγω κατοχής βεβαίωσης επαγγελματικής κατάρτισης στο θέμα «Δημοσιογραφία, Συντάκτες και Ρεπόρτερς» του ιδιωτικού ινστιτούτου «IΕΚ. Ξυνή» και μεταπτυχιακού διπλώματος με θέμα (information and Library Studies» το οποίο αποκτήθηκε μετά τη λήξη της ημερομηνίας υποβολής των αιτήσεων αλλά πριν από τη λήψη της επίδικης απόφασης.

 

Ενόψει των πιο πάνω δεδομένων και δοθέντος ότι η Θέση δεν βρίσκεται σε ιδιαίτερα ψηλό επίπεδο στην δημοσιοϋπαλληλική ιεραρχία, ισχυρίζεται ο Εφεσείων, η επιλογή του ΕΜ με μοναδικό έρεισμα την αξιολόγηση της ΕΔΥ κατά την προφορική εξέταση και κατά παραγνώριση των άλλων κριτηρίων και του σχετικού πρόσθετου προσόντος του, δεν έχει αρκούντως αιτιολογηθεί.  Αντί η ΕΔΥ, υπέβαλε, να λάβει υπόψη, ως όφειλε, το σύνολο των κριτηρίων και ιδίως τα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, αγνόησε τις ευνοϊκές γι’ αυτόν βαθμολογίες και αξιολογήσεις  της ΣΕ και της Διευθύντριας, δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στη μεταπτυχιακό προσόν του και ανέδειξε ως μοναδικό «υπερκριτήριο» για την επιλογή την ενώπιον της προφορική εξέταση.

 

Στον αντίποδα οι Εφεσίβλητοι, υιοθετώντας προς τούτο την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, υποστηρίζουν ότι η ΕΔΥ συνυπολόγισε στο σύνολο τους τα διάφορα κριτήρια και είχε τη δυνατότητα κατά τη στάθμιση τους να αποδώσει περισσότερη βαρύτητα στη προφορική εξέταση, όπως και έπραξε, καθότι επρόκειτο για θέση Πρώτου Διορισμού. Επιπρόσθετα, επισημαίνουν ότι δεν έχει τεκμηριωθεί το στοιχείο της έκδηλης υπεροχής του Εφεσείοντα έναντι του ΕΜ, το οποίο θα δικαιολογούσε τη Δικαστική επέμβαση.

 

Έχουμε εξετάσει την πρωτόδικη απόφαση υπό το πρίσμα των εκατέρωθεν εισηγήσεων των ευπαιδεύτων συνηγόρων των διαδίκων. Καταλήξαμε ότι και οι δύο, αλληλένδετοι μεταξύ τους, λόγοι έφεσης ευσταθούν. Συναφώς παρατηρούμε τα ακόλουθα:-

 

Σύμφωνα με το Άρθρο 33(11) του Ν. 1/1990, η ΕΔΥ κατά την [*405]τελική επιλογή «λαμβάνει δεόντως υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση και τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο 6», στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα αποτελέσματα της γραπτής και/ή προφορικής εξέτασης που διενεργήθηκε από τη ΣΕ και τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της Θέσης. Όπως συναφώς υποδεικνύεται από πάγια νομολογία, προς το σκοπό επιλογής του καταλληλότερου υποψηφίου λαμβάνονται υπόψη στο σύνολό τους και συνυπολογίζονται όλα τα κριτήρια (βλ. Δημοκρατία κ.ά. v. Αγγελή κ.ά. (1999) 3 Α.Α.Δ. 161, Γιωργούδης v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 116 και Τρύφωνος κ.ά. v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 377).

 

Εξέταση του περιεχομένου των εγγράφων που προσκομίστηκαν αποκαλύπτει ότι η ΣΕ για σκοπούς αξιολόγησης αποφάσισε να δώσει βαρύτητα 70% στη γραπτή εξέταση 25% στην προφορική εξέταση και 5% στο πλεονέκτημα της διετούς τουλάχιστον πείρας σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης.

 

Αναφορικά με τη γραπτή εξέταση, ο Εφεσείων και το ΕΜ βαθμολογήθηκαν στα τρία θέματα ως ακολούθως:

 

                         Εφεσείων                        ΕΜ

 

Ελληνικά:               17,70 (Μέτρια)                  16,20 (Μέτρια)

Αγγλικά:               25,50 (Πολύ Καλά)    20,40 (Καλά)

Ειδικό θέμα:          22,00 (Μέτρια)          20,80 (Μέτρια)

 

Η απόδοση του Εφεσείοντα στην προφορική εξέταση της ΣΕ αξιολογήθηκε με 24,75 (Εξαίρετος) και αυτή του ΕΜ με 19,00 (Πολύ Καλά). Με τον συγκερασμό δε των αποτελεσμάτων της γραπτής και προφορικής εξέτασης, η ΣΕ απέδωσε στον Εφεσείοντα συνολική βαθμολογία 75,39 και στο ΕΜ 59,18.

 

Η ΣΕ διαπίστωσε επίσης, κάτι που κατέγραψε στην έκθεση της, ότι ο Εφεσείων διέθετε συνολική επαγγελματική πείρα 21 μηνών η οποία δεν ήταν μεν αρκετή για να του πιστωθεί το προβλεπόμενο πλεονέκτημα του Σχεδίου Υπηρεσίας, ήταν όμως κατά 15 μήνες μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του ΕΜ. Επρόκειτο για πείρα που οι διάδικοι απέκτησαν από έκτακτη απασχόληση σε συναφή καθήκοντα στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και στις Πολιτιστικές Υπηρεσίες του Υπουργείου. Σ’ ότι δε αφορά την προφορική απόδοση των διαδίκων ενώπιον της ΕΔΥ, η Διευθύντρια αποτίμησε την απόδοση του Εφεσείοντα ως «Σχεδόν Εξαίρετος» και αυτή του ΕΜ ως «Πολύ Καλή».

[*406]Όπως γίνεται αντιληπτό από τα πιο πάνω, τόσο η ΣΕ όσο και η Διευθύντρια είχαν σαφή θέση ότι ο Εφεσείων υπερείχε έναντι του ΕΜ σε όλα τα κριτήρια επιλογής. Βέβαια, όπως έχει νομολογηθεί, η άποψη που εκφράζεται από τη Διευθύντρια στα πλαίσια της διαδικασίας του Άρθρου 33(10) του Ν.1/1990 δεν αποτελεί κριτήριο επιλογής, ούτε ξεχωριστό στοιχείο κρίσης για τον καθορισμό της ουσιαστικής καταλληλόλητας των υποψηφίων, εφόσον ο ρόλος της είναι καθαρά βοηθητικός του έργου της ΕΔΥ ώστε να σχηματίσει η ίδια μια καλύτερη εικόνα (βλ. Δημοκρατία v. Παπασωζομένου (2005) 3 Α.Α.Δ. 532).

 

Η επιλογή λοιπόν του ΕΜ ήταν προϊόν 2ης αξιολόγησης από την ΕΔΥ της προφορικής εξέτασης των μερών και  αυτή ήταν που έκλινε τη πλάστιγγα υπέρ του ΕΜ, αφού σε αυτό το στάδιο ο Εφεσείων χαρακτηρίστηκε από την ΕΔΥ ως «Πολύ Καλός» και το ΕΜ ως «Εξαίρετη». Σημειώνεται στο σημείο αυτό ότι σύμφωνα με τη νομολογία η διαφορά μεταξύ «εξαίρετου» και «πολύ καλού» στην προφορική εξέταση έχει χαρακτηριστεί ως οριακή (βλ. Σπανός v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432).

 

Η ΕΔΥ αιτιολόγησε την κρίση της αναφορικά με την ενώπιον της απόδοση των διαδίκων, αλλά το πρόβλημα δεν έγκειται στην αιτιολογία των συνεντεύξεων. Δεδομένου ότι ο Νόμος δεν προβλέπει για αυξημένη σημασία της προφορικής εξέτασης, το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι υπόλοιποι παράγοντες (γραπτή εξέταση, συνολική βαθμολογία της ΣΕ, πρόσθετα προσόντα και σχετική πείρα) αξιολογήθηκαν στο σωστό πλαίσιο, ούτως ώστε να υποστηρίζεται η τελική επιλογή και να εξουδετερώνεται η πιθανότητα να αποδόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα σε ένα από τα νόμιμα κριτήρια. Επί του προκειμένου η ΕΔΥ σημείωσε στο πρακτικό της, ότι «επιλέγοντας τη Φιλάρετου Μελίτα έλαβε υπόψη ότι αυτή βαθμολογήθηκε με βαθμό 59,18 μονάδες στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και αξιολογήθηκε ως Εξαίρετη από την Επιτροπή κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση, που ήταν το υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης». Κατεγράφη περαιτέρω το γενικόλογο σχόλιο ότι η ΕΔΥ δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη ότι «αριθμός υποψηφίων που δεν επιλέγηκαν εξασφάλισε ψηλότερη βαθμολογία στην τελική αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως επίσης ότι ένας υποψήφιος, ο Παναγιωτάκης Ιωάννης, που δεν επιλέγηκε, κατέχει πρόσθετα προσόντα, και  συγκεκριμένα διαθέτει Βεβαίωση επαγγελματικής κατάρτισης για την ειδικότητα Δημοσιογραφίας, Συντάκτες και Ρεπόρτερς, Ιδιωτικό Ινστιτούτο Επαγγελματικής Κατάρτισης "I.E.Κ. Ξυνή" (1178 ώρες) (1997), το οποίο, προσόν δεν είναι σχετικό με τα καθήκοντα [*407]της θέσης, ούτε και απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης, ούτε αποτελεί πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν».

 

Αναφερόμενη στη συνέχεια στο μεταπτυχιακό δίπλωμα "Information and Library Studies" του Εφεσείοντα, η ΕΔΥ αφού σημείωσε ότι αυτό αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο (βλ. Αμβροσίου v. Δημοκρατίας (2015) 3 Α.Α.Δ. 613, ECLI:CY:AD:2015:C807 – όπου αποφασίστηκε ότι προσόν που αποκτήθηκε μετά την υποβολή αίτησης και πριν την απόφαση δεν λαμβάνεται υπόψη - παρατήρησε ότι αν και είναι σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης δεν απαιτείτο από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε συνιστούσε πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν.  Για να καταλήξει στη συνέχεια ότι το έλαβε υπόψη και του απέδωσε την ανάλογη βαρύτητα, συνεκτιμώντας το με όλα τα στοιχεία κρίσεως, πλην όμως αυτό δεν μπορούσε να υπερακοντίσει τη γενική υπεροχή των επιλεγέντων και ειδικότερα το πολύ υψηλότερο επίπεδο αξιολόγησης τους κατά την προφορική εξέταση.

 

Έχει νομολογηθεί ότι η κατοχή μη απαιτούμενου αλλά συναφούς ακαδημαϊκού προσόντος προσδίδει υπεροχή στο κριτήριο των προσόντων (βλ. Δημοκρατία v. Μιχαηλίδου, διαχειρίστριας της περιουσίας του Ανδρέα Μιχαηλίδη (2011) 3(Β) Α.Α.Δ. 871) και ότι αποτελεί ένα στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη στην εκτίμηση της ικανότητας του υποψηφίου για την καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης γι’ αυτό και δεν παραγνωρίζεται αλλά συνεκτιμάται με τα υπόλοιπα κριτήρια στην γενική αξιολόγηση (βλ. Χρυσοστόμου v. Ε.Ε.Υ. (1989) 3(E) Α.Α.Δ. 3186, Δημοκρατία v. Σκλάβου (2007) 3 Α.Α.Δ. 473).

 

Η πρωτόδικη θεώρηση ότι ο Εφεσείων δεν μπορεί να επικαλεστεί υπεροχή στον τομέα αυτό, βασιζόμενος σε μεταπτυχιακό τίτλο που αποκτήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο της λήξης της προθεσμίας των αιτήσεων, είναι εσφαλμένη.

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, ο υποψήφιος πρέπει να κατέχει τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης και ακριβέστερα μέχρι τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της. Πρόσθετα προσόντα – μη απαιτούμενα - που αποκτήθηκαν μεταγενέστερα μπορούν να ληφθούν υπόψη και να εκτιμηθούν μέχρι και την ημέρα λήψης της απόφασης διορισμού (βλ. Δημοκρατία κ.ά. v. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153, Ευαγγέλου v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 570, Δημοκρατία κ.ά. v. Παπαζαχαρίου κ.ά. (2012) 3 Α.Α.Δ. 369).

 

Το προβάδισμα του Εφεσείοντα σε σχετική πείρα, κατά 15 πε[*408]ρίπου μήνες τον έθετε σε πλεονεκτική θέση έναντι του ΕΜ και αποτελούσε ένα περαιτέρω συγκριτικό στοιχείο το οποίο θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί και προσμετρήσει υπέρ του για σκοπούς αξιολόγησης και επιλογής (βλ. Δημοκρατία v. Σπανού (2011) 3(A) Α.Α.Δ. 267). Η θέση ότι δεν μπορεί εκ των προτέρων να προκαθοριστεί η βαρύτητα ορισμένου στοιχείου κρίσης είναι ορθή νοουμένου όμως ότι εφαρμόζεται και η παράλληλη νομολογιακή αρχή:- ότι η σημασία που εν τέλει αποδίδεται για το καθένα από τα κριτήρια πρέπει να είναι το αποτέλεσμα συσχετισμών στη βάση του συνόλου των δεδομένων της κάθε περίπτωσης (βλ. Δημοκρατία v. Μιχαήλ (2008) 3 Α.Α.Δ. 341, Δημοκρατία v. Μιχαηλίδου (2011) 3(B) Α.Α.Δ. 871).

 

Κατ’ ακολουθία των πιο πάνω θεωρούμε πρόδηλο ότι στην παρούσα περίπτωση οι παράγοντες του πρόσθετου ακαδημαϊκού τίτλου και της μεγαλύτερης σχετικής πείρας του Εφεσείοντα, σε συνάρτηση με την προοπτική για καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων της Θέσης, δεν εξετάστηκαν. Ούτε και συνεκτιμήθηκαν με τα υπόλοιπα στοιχεία κατά την γενική αξιολόγηση των υποψηφίων.  Περαιτέρω, δεν φαίνεται να άσκησε οποιαδήποτε επιρροή η γενική υπεροχή του σε όλα τα στάδια της αξιολόγησης της ΣΕ, συμπεριλαμβανομένης και της γραπτής δοκιμασίας. Η δε απλή και στερεότυπη απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπόψη, δεν παρέχει οποιαδήποτε πληροφόρηση για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της επίδικης απόφασης (βλ. Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574). Το μόνο στοιχείο που με σαφήνεια προκύπτει από την εν τέλει απόφαση της ΕΔΥ είναι ότι το αποτέλεσμα της προφορικής εξέτασης επισκίασε όλα τα υπόλοιπα κριτήρια, τα οποία ήταν υπέρ του Εφεσείοντα και τα οποία ουσιαστικά κατά πλάνη αγνοήθηκαν. Δοθέντος δε ότι δεν υπήρχε άλλο στοιχείο στο οποίο να υπερείχε το ΕΜ, η απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση απέληξε να είναι το μόνο κριτήριο το οποίο προσδιόρισε την επιλογή.

 

Εν όψει των πιο πάνω κρίνουμε ότι υπό τις περιστάσεις η βαρύτητα που αποδόθηκε στην αξιολόγηση της απόδοσης των διαδίκων στην προφορική εξέταση ήταν υπερβολική. Και αυτό κατ’ αντίθεση με πάγια νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί η αξιολόγηση της προφορικής εξέτασης - ιδίως όταν η διαφορά είναι οριακή όπως εδώ - να εξουδετερώνει ή να ανατρέπει την αντικειμενική εικόνα όλων των άλλων στοιχείων κρίσης και να καθίσταται ο μόνος ουσιαστικά παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη (βλ. Στυλιανού v. Δημοκρατίας (1994 (3) Α.Α.Δ. 387, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, Μάρκου v. Iωσηφίδη [*409]κ.ά. (2014) 3 Α.Α.Δ. 137, ECLI:CY:AD:2014:C308).

 

Τέλος, σ’ ότι αφορά την πρωτόδικη κρίση ότι ο Εφεσείων δεν έχει αποδείξει έκδηλη υπεροχή έναντι του ΕΜ, θεωρούμε ότι το ζήτημα αυτό θα αποτελούσε θέμα προς εξέταση αν δεν εγείρονταν συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι κρίνεται ότι ευσταθούν (βλ. Δημοκρατία v. Μαυράκη (1999) 3 Α.Α.Δ. 817). Να υπενθυμίσουμε συναφώς ότι αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή ότι ακόμη και η πιθανολόγηση της ορθότητας ισχυρισμού περί εσφαλμένου πραγματικού βάθρου της προσβαλλόμενης πράξης, όπως και η απλή θεμελίωση ενδεχομένου πλάνης, αρκεί για να ακυρωθεί αυτή και να εξεταστεί το θέμα από το αρμόδιο διοικητικό όργανο πάνω στην ορθή πραγματική του βάση απαλλαγμένο από τις πλημμέλειες που εντοπίστηκαν (βλ. Κωνσταντίνου v. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228, Ιορδάνου v. Ε.Δ.Υ. (1997) 3 Α.Α.Δ. 250).

 

Για όλα τα πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κρίση παραμερίζεται με έξοδα, πρωτοδίκως και κατ’ έφεση, εναντίον της Εφεσίβλητης και προς όφελος του Εφεσείοντα. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έγκριση.

 

Η έφεση επιτυγχάνει με έξοδα.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο