Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ελένης Χαραλάμπους Γεωργίου και Άλλων (2017) 3 ΑΑΔ 410

ECLI:CY:AD:2017:C148

(2017) 3 ΑΑΔ 410

[*410]2 Μαΐου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

    ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,

2. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

    ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,

 

Εφεσείοντες - Καθ’ ων η αίτηση,

 

v. 

 

  ΕΛΕΝΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

  ΑΝΔΡΟΥΛΛΑΣ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

  ΒΑΣΙΛΗ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

  ΕΛΕΝΑΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,

  SYLVANA COLLUMBINE,

  ANDROULA SLAVEN,

  GEORGE FYFE,

  WINEFRED ΛΟΥΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ,

  ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΛΟΥΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ,

  ΡΩΞΑΝΗΣ ΛΟΥΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ,

  ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΗΣ ΛΟΥΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ,

  ΛΟΥΪΖΑΣ ΛΟΥΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ,

  ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΛΟΥΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ,

  ΑΡΙΣΤΕΙΔΗ ΛΟΥΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ,

  ΔΑΦΝΗΣ ΛΟΥΗ ΚΟΥΔΟΥΝΑΡΗ,

 

Εφεσιβλήτων - Αιτητών.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 49/2011)

 

 

Αναθεωρητική Έφεση ― Αντέφεση ― Δεν χωρεί διάκριση μεταξύ έφεσης και αντέφεσης ― Η αντέφεση είναι ανεξάρτητη και για σκοπούς εκδίκασης θεωρείται ως έφεση υποβληθείσα από τον εφεσίβλητο εναντίον του εφεσείοντα.

 

Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Άσκηση αναθεωρητικής έφεσης από τον επιτυχόντα διάδικο πρωτόδικα ― Δυνατότητα υπό προϋποθέσεις.

 

Ακυρωτικός έλεγχος — Παρεμπίπτων έλεγχος διοικητικής πράξεως — [*411]Δεν επιτρέπεται η εξέταση από το Δικαστήριο του κύρους άλλης ατομικής διοικητικής πράξεως.

 

Οι εφεσείοντες επεδίωξαν κατ’ έφεση την ανατροπή του ακυρωτικού αποτελέσματος της πρωτόδικης απόφασης και οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν αντέφεση. Στη συνέχεια οι εφεσείοντες δήλωσαν ότι, αποδεχόμενοι το αποτέλεσμα των προσφυγών, προχώρησαν σε επανεξέταση και για το λόγο αυτό απέσυραν την έφεση τους. Συνεπώς παρέμεινε προς εξέταση η αντέφεση.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την αντέφεση, αποφάσισε ότι:

 

Το κύριο αίτημα των εφεσιβλήτων, όπως αυτό πηγάζει από το περίγραμμα αγόρευσης τους, είναι η εξέταση των λόγων ακυρώσεως, που δεν έχουν εξεταστεί πρωτοδίκως και άπτονται της παρατηρηθείσας, κατ’ ισχυρισμό, αντισυνταγματικής και παράνομης, για δεκαετίες, κατακράτησης της περιουσίας των εφεσιβλήτων, ενόψει της μη επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης.

 

Οι εφεσείοντες με το δικό τους περίγραμμα αγόρευσης εισηγούνται ότι δεν υπάρχει έφεση προς συζήτηση, καθότι αυτή έχει αποσυρθεί και απορριφθεί, συνεπώς δεν μπορεί να τίθεται θέμα αντέφεσης.

 

Στη βάση της διοικητικής δικονομίας, που εδράζεται επί του προκειμένου, στις αρχές πολιτικής δικονομίας (βλ. Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962), η αντέφεση, είναι έννοια απόλυτα ταυτισμένη με την έφεση, αυτοτελής και ανεξάρτητη η οποία υποβάλλεται μετά την καταχώριση έφεσης. Για σκοπούς δε εκδίκασης, θεωρείται ως έφεση υποβληθείσα από τον εφεσίβλητο εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε πως το προβληθέν επιχείρημα από πλευράς εφεσειόντων ότι η αντέφεση, αποσυρθείσας της έφεσης και μόνο, έχασε το δικονομικό υπόβαθρο της, δεν έχει έρεισμα. Η αντέφεση παραμένει ανέπαφη.

 

Το έτερο θέμα που είχε εγερθεί από τους εφεσείοντες, ήταν η δικονομική δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι εφεσίβλητοι να προωθήσουν την αντέφεση τους στη θεώρηση ότι, ως επιτυχόντες διάδικοι δεν μπορούν να υποβάλλουν παράπονο για το περιεχόμενο της θετικής, γι’ αυτούς, δικαστικής διαδικασίας. Το ζήτημα αυτό είναι νομολογιακά καθορισμένο. Υφίσταται δυνατότητα άσκησης έφεσης από επιτυχόντα διάδικο, κάτω από προϋποθέσεις.

[*412]Στη βάση της διατύπωσης του αιτητικού της αιτήσεως ακυρώσεως, σαφώς προκύπτει ότι το αίτημα ήταν διττό. Αφενός η κήρυξη της αρνητικής απάντησης ως έκνομης και αφετέρου η αμφισβήτηση της μη επιστροφής του μέρους του κτήματος των εφεσιβλήτων που δεν χρησιμοποιήθηκε, από το 1976, για τον καθορισθέντα, στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, σκοπό. Το Δικαστήριο δεν εξέτασε την τελευταία πτυχή και, εκ πρώτης όψεως, ορθώς, καθότι τούτο είχε καταστεί αχρείαστο, ενόψει της απόφανσης του ότι, η αρχικώς ληφθείσα διοικητική απόφαση, για μη επιστροφή των κτημάτων, έπασχε λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και απουσία δέουσας έρευνας.

 

Οι εφεσίβλητοι επικεντρώθηκαν στην παραβίαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος (1ος λόγος έφεσης), παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (2ος λόγος έφεσης). Με τον 3ο λόγο έφεσης υποστηρίχθηκε η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, και τέλος προβλήθηκε ότι, με τη μη επιστροφή των επίδικων κτημάτων παραβιάστηκαν οι διατάξεις των Άρθρων 48, 51 και 55 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/1999), (4ος λόγος έφεσης).

 

Παρατηρούμε συναφώς ότι πρόκειται περί των ιδίων λόγων ακυρώσεως που περιλήφθηκαν στην αίτηση ακυρώσεως και δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως.

 

Επί του προκειμένου υπάρχει μια αυτοτελής διοικητική απόφαση που λήφθηκε το 2012, πολύ μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (5 Απριλίου 2011), στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος που καθόρισε το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Η απόφαση, που περιλαμβάνεται στην επιστολή του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερ. 6 Νοεμβρίου 2012,   προφανώς, δεν ικανοποίησε τους εφεσιβλήτους, αμφισβητήθηκε με την καταχώριση αιτήσεως ακυρώσεως, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Το τι ουσιαστικώς επιζητούν οι εφεσίβλητοι είναι η εκδίκαση και η δικαστική απόφαση επί της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας. Κάτι τέτοιο βρίσκεται έξω από κάθε νομιμοποίηση και δεν χωρεί παρεμπίπτουσα έρευνα.

 

Το εφετείο έχει υποχρέωση, στο πλαίσιο της διοικητικής δικονομίας, να εξετάσει την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης, πάντοτε στο δικονομικό πλαίσιο, που οι ίδιοι οι εφεσείοντες έθεσαν με τους λόγους έφεσης και μόνο. Το παρόν Δικαστήριο στη βάση των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος ασκεί αναθεωρη[*413]τικό έλεγχο επί της νομιμότητας της αρχικής απόφασης και δικαιοδοσία επί του θέματος της δεύτερης προσφυγής έχει το αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Επανερχόμενοι στην υπό εξέταση, διαπιστώνουμε ότι όντως υπάρχουν εγερθέντα, πρωτοδίκως, θέματα, που άπτοντο της αρνήσεως επιστροφής τα οποία δεν αποφασίστηκαν, ανάλυση των οποίων έχουμε ήδη κάμει προγενέστερα. Συνεπώς, η Ολομέλεια έκρινε πως νομιμοποιούνται οι εφεσίβλητοι να επιδιώξουν την εξέταση των εναπομεινάντων λόγων ακυρώσεως.

 

Το Δικαστήριο στηριζόμενο στη νομολογία, όπως αυτή καθορίστηκε από την υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, αποφάσισε ότι απουσίαζε ολωσδιόλου το υλικό που θα του επέτρεπε να αποφασίσει επί της υλοποίησης ή μη του έργου για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση.

 

Το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου που εναποθέτει βάρος στους εφεσιβλήτους, δεν έχει αμφισβητηθεί, ούτε, επί του προκειμένου, κρίθηκε πως υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος έφεσης επί της αντέφεσης. Συναφώς, κρίθηκε από την Ολομέλεια πως η απόφαση παραμένει αλώβητη, και η έφεση, και αν ακόμη θα είχε επιτυχή κατάληξη, θα ήταν αλυσιτελής.

 

Η αντέφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Θεοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796,

 

Φιλίππου v. Γιαννητάη κ.ά. (Αρ.1) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1229,

 

Ναζίρης v. Ρ.Ι.Κ. (2007) 3 Α.Α.Δ. 38,

 

Χατζηγεωργίου v. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 Α.Α.Δ. 82,

 

Λάρκου v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 804,

 

Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τους Καθ’ ων η αίτηση εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Φωτίου, Δ.), (Συνεκδικαζόμε[*414]νες Υποθέσεις Αρ. 1365/2009, 1718/2009, 267/2010), ημερ. 5/4/2011.

 

Δ. Καλλίγερος, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Εφεσείοντες.

 

Γ. Φαίδωνος με Π. Φαίδωνος, για τους Εφεσιβλήτους.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από το Δικαστή Παμπαλλή.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: H απαλλοτρίωση μέρους των κτημάτων υπ’ αριθμό 102, 105/2, 107 και 91/3, του Κυβερνητικού Χωρομετρικού Σχεδίου LIV. 51, στον Άγιο Αθανάσιο της επαρχίας Λεμεσού, ιδιοκτησίας των εφεσιβλήτων, που έγινε το 1976, για σκοπούς δημοσίας ωφελείας, ήτοι την ανάπτυξη της βιομηχανίας, έδωσε το έναυσμα για την καταχώριση τριών προσφυγών με αίτημα την ακύρωση της απόφασης «άρνησης και/ή συνεχιζόμενης παράλειψης» επιστροφής των απαλλοτριωθέντων, καθότι, μετά την παρέλευση τριάντα και πλέον χρόνων, δεν υλοποιήθηκε ο σκοπός της απαλλοτρίωσης.

 

Οι τρεις προσφυγές συνεκδικάστηκαν. Το Δικαστήριο με την απόφαση του ημερ. 5 Απριλίου 2011, έκαμε αποδεχτές τις προσφυγές και ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις άρνησης επιστροφής, διότι, όπως διαπιστώθηκε, δεν έγινε, από τους εφεσείοντες, δέουσα έρευνα ούτε η απόφαση ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

 

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν την παρούσα έφεση, αμφισβητώντας την ορθότητα της πιο πάνω απόφασης. Οι εφεσίβλητοι με τη σειρά τους καταχώρισαν αντέφεση. Σε κάποιο στάδιο και πριν τον προγραμματισμό της υπόθεσης για ακρόαση, οι εφεσείοντες δήλωσαν ότι, αποδεχόμενοι το αποτέλεσμα των προσφυγών, προχώρησαν σε επανεξέταση και για το λόγο αυτό απέσυραν την έφεση τους. Ως αποτέλεσμα τούτου παρέμεινε προς εκδίκαση η αντέφεση, που, όπως σημειώσαμε, καταχώρισαν οι εφεσίβλητοι.

 

Για το σκοπό πληρέστερης αντίληψης των γεγονότων που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση, δηλώθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εφεσειόντων, με τη σύμφωνη θέση του συνηγόρου των εφεσιβλήτων ότι, οι εφεσείοντες με επιστολή τους ημερ. 6 Νοεμβρίου 2012, γνωστοποίησαν στον ίδιο ότι, μετά από τη διεξαχθείσα επανεξέταση, που έγινε προς συμμόρφωση προς το ακυρωτικό [*415]αποτέλεσμα, το αίτημα για επιστροφή είχε εκ νέου απορριφθεί. Για σκοπούς αμφισβήτησης της πιο πάνω αρνητικής απάντησης οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν νέα προσφυγή, η οποία, μετά τη συμπλήρωση των αναγκαίων αγορεύσεων αναμένεται να οριστεί για ακρόαση (διευκρινίσεις), ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου.

 

Το κύριο αίτημα των εφεσιβλήτων, όπως αυτό πηγάζει από το περίγραμμα αγόρευσης τους, είναι η εξέταση των λόγων ακυρώσεως, που δεν έχουν εξεταστεί πρωτοδίκως και άπτονται της παρατηρηθείσας, κατ’ ισχυρισμό, αντισυνταγματικής και παράνομης, για δεκαετίες, κατακράτησης της περιουσίας των εφεσιβλήτων, ενόψει της μη επίτευξης του σκοπού της απαλλοτρίωσης. 

 

Οι εφεσείοντες με το δικό τους περίγραμμα αγόρευσης εισηγούνται ότι δεν υπάρχει έφεση προς συζήτηση, καθότι αυτή έχει αποσυρθεί και απορριφθεί, συνεπώς δεν μπορεί να τίθεται θέμα αντέφεσης. Το δεύτερο θέμα που εγείρουν οι εφεσείοντες άπτεται της νομιμοποίησης των εφεσιβλήτων να προωθούν, την παρούσα, ως επιτυχόντες διάδικοι. Η παρούσα περίπτωση, δεν εμπίπτει στις εξαιρέσεις που παρέχουν τέτοιο δικαίωμα. Περαιτέρω, η ανυπαρξία έννομου συμφέροντος, προώθησης της υπόθεσης ενόψει της νέας διοικητικής απόφασης, προδικάζει το αποτέλεσμα εισηγήθηκαν οι εφεσείοντες. Αντίθετη, επί του προκειμένου, η εισήγηση των εφεσιβλήτων επιζητώντας, όπως λέχθηκε από το συνήγορο, ουσιαστικώς τη διενέργεια παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας της δεύτερης διοικητικής απόφασης που εκδόθηκε με το ίδιο περιεχόμενο, όπως εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων.

 

Κατ’ αρχάς πρέπει να σημειώσουμε ότι το δικονομικό διάβημα που επέλεξαν οι εφεσίβλητοι, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί, εκ προοιμίου λανθασμένο. Μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης οι εφεσείοντες, με πρόθεση να αμφισβητήσουν την ορθότητα της, καταχώρισαν έφεση. Οι εφεσίβλητοι οι οποίοι αισθάνοντο ότι, εκ της προσφυγής τους, παρέμειναν αναπάντητα, ουσιαστικά, κατά τη γνώμη τους, θέματα προς επίλυση, δεν είχαν άλλη επιλογή, παρά να εφεσιβάλουν και οι ίδιοι την εν λόγω απόφαση, και αυτό ουσιαστικώς έκαμαν. Στη βάση της διοικητικής δικονομίας, που εδράζεται επί του προκειμένου, στις αρχές  πολιτικής δικονομίας (βλ. Καν. 18 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962), η αντέφεση, είναι έννοια απόλυτα ταυτισμένη με την έφεση, αυτοτελής και ανεξάρτητη η οποία υποβάλλεται  μετά την καταχώριση έφεσης. Για σκοπούς δε εκδίκασης, θεωρείται ως έφεση υποβληθείσα από τον εφεσίβλητο εναντίον του εφεσείοντα. (Βλ. Θεοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας [*416](2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796 και Φιλίππου v. Γιαννητάη κ.ά. (Αρ. 1) (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1229).

 

Ως εκ των ανωτέρω, το προβληθέν επιχείρημα από πλευράς εφεσειόντων ότι η αντέφεση, αποσυρθείσας της έφεσης και μόνο,  έχασε το δικονομικό υπόβαθρο της, δεν έχει έρεισμα. Η αντέφεση παραμένει ανέπαφη.

 

Το έτερο θέμα που είχε εγερθεί από τους εφεσείοντες, ήταν η δικονομική δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι εφεσίβλητοι να προωθήσουν την αντέφεση τους στη θεώρηση ότι, ως επιτυχόντες διάδικοι δεν μπορούν να υποβάλλουν παράπονο για το περιεχόμενο της θετικής, γι’ αυτούς, δικαστικής διαδικασίας.

 

Το ζήτημα αυτό είναι νομολογιακά καθορισμένο. Υφίσταται δυνατότητα άσκησης έφεσης από επιτυχόντα διάδικο, κάτω από προϋποθέσεις, όπως αναλύονται στις υποθέσεις Θεοδούλου κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2001) 3(Β) Α.Α.Δ. 796 και Ναζίρης v. Ρ.Ι.Κ.  (2007) 3 Α.Α.Δ. 38. Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Χατζηγεωργίου v. ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. (2008) 3 Α.Α.Δ. 82, είναι χαρακτηριστικό του τρόπου αντίκρισης ανάλογου θέματος, στη σελίδα 84:

 

«Τα πράγματα εξηγούνται στην υπόθεση Θεοδούλου κ.ά. (ανωτέρω) στην οποία γίνεται αναφορά και στην υπόθεση Ναζίρης (ανωτέρω) και η τελική κατάληξη είναι πως μπορεί να τίθεται τέτοιας φύσεως θέμα εφόσον από την πρωτόδικη διαδικασία προκύπτει ζήτημα δέσμευσης επί θέματος προς βλάβη του εφεσείοντα.»

 

Το τι επικαλούνται οι εφεσίβλητοι είναι την απουσία διάγνωσης, από το πρωτόδικο δικαστήριο, της συνταγματικής υποχρέωσης  της διοίκησης να επιστρέψει στους ιδιοκτήτες την απαλλοτριωθείσα γη, όταν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης είτε εγκαταλείφθηκε είτε κατέστη ανέφικτος, μετά την παρέλευση τριών ετών (Άρθρο 23.2 του Συντάγματος) και όχι δεκαετιών, όπως εν προκειμένω υποστήριξε ο κ. Φαίδωνος.

 

Στη βάση της διατύπωσης του αιτητικού της αιτήσεως ακυρώσεως, σαφώς προκύπτει ότι το αίτημα ήταν διττό. Αφενός η κήρυξη της αρνητικής απάντησης ως έκνομης και αφετέρου η αμφισβήτηση της μη επιστροφής του μέρους του κτήματος των εφεσιβλήτων που δεν χρησιμοποιήθηκε, από το 1976, για τον καθορισθέντα, στη γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης, σκοπό. Το Δικαστήριο δεν εξέτασε την τελευταία πτυχή και, εκ πρώτης όψεως, ορ[*417]θώς, κατά την άποψη μας, καθότι τούτο είχε καταστεί αχρείαστο, ενόψει της απόφανσης του ότι, η αρχικώς ληφθείσα διοικητική απόφαση, για μη επιστροφή των κτημάτων, έπασχε λόγω ελλείψεως αιτιολογίας και απουσία δέουσας έρευνας.

 

Εν προκειμένω, για να αποφανθούμε οριστικώς επί του εγειρόμενου θέματος θα πρέπει να ανατρέξουμε στην πρωτόδικη διαδικασία.

 

Κατ’ αρχάς έχουμε προσδιορίσει το αιτητικό, το οποίο είχε ως νομικό έρεισμα την κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 23 του Συντάγματος, που παραβιάζεται στη βάση της μη χρησιμοποίησης μέρους του απαλλοτριωθέντος. Παραβίαση του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, με έρεισμα τη μη επιστροφή του κτήματος στους εφεσιβλήτους. Παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας που εδράζεται στην παραβίαση ατομικού δικαιώματος σε συνάρτηση προς τη δημόσια ωφέλεια. Προώθηση από τη διοίκηση αλλότριου σκοπού εκτός του πλαισίου που καθορίζεται από τα άρθρα του Ν. 158(Ι)/1989. Περαιτέρω προωθήθηκε, πρωτοδίκως, παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και η απόφαση ήταν αποτέλεσμα άσκησης διακριτικής ευχέρειας, χωρίς την άσκηση δέουσας έρευνας και χωρίς επαρκή αιτιολογία.

 

Ο πρωτόδικος Δικαστής είχε εξετάσει καταρχάς το θέμα της δέουσας έρευνας και ανέφερε επί τούτου:

 

«Αρχίζω από τον ισχυρισμό ότι δεν έχει διεξαχθεί η δέουσα έρευνα. Κατά τη γνώμη μου, από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, αλλά και όπως αυτά προκύπτουν από τους φακέλους της διοίκησης που έχουν κατατεθεί, ως τεκμήρια, φαίνεται ξεκάθαρα, ότι οι καθ’ ων η αίτηση, προχώρησαν                 στην έκδοση των προσβαλλομένων αποφάσεων χωρίς προηγουμένως να διεξάγουν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα. Ενώ οι επίδικες αποφάσεις φέρουν αντίστοιχα ημερ. 15/9/2009, 21/10/2009 και 22/12/2009, η συνεδρία κατά την οποία αποφασίστηκε όπως όλα τα εμπλεκόμενα μέρη ετοιμάσουν ενημερωτικό σημείωμα για το θέμα και το υποβάλουν στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού έπεται χρονικά των εν λόγω ημερομηνιών. Συγκεκριμένα η υπό αναφορά συνεδρία πραγματοποιήθηκε στις 3/3/2010. Επίσης το σημείωμα του Δήμου Αγίου Αθανασίου για το όλο ζήτημα, σ’ ότι αφορά τις δικές του αρμοδιότητες φέρει ημερ. 26/4/2010. Πώς λοιπόν η διοίκηση κατέληξε στις επίδικες αποφάσεις χωρίς να έχει ενώπιον της τις απόψεις όλων των εμπλεκομένων μερών;»

[*418]Στη βάση των πιο πάνω κρίθηκε ότι κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είχε διεξαχθεί η δέουσα έρευνα. Ομοίως, έγινε αποδεχτό ότι τεκμηριώθηκε απουσία αιτιολογίας, κατά τη λήψη της απόφασης, και στη βάση των δύο αυτών λόγων η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώθηκε.

 

Την ορθότητα της πιο πάνω κατάληξης αμφισβήτησαν οι εφεσείοντες. Οι εφεσίβλητοι προώθησαν την αντέφεση τους στη βάση του παραπόνου ότι πρωτοδίκως δεν εξετάστηκαν οι λόγοι ακυρώσεως που ήγειραν. Επικεντρώθηκαν στην παραβίαση του Άρθρου 23.5 του Συντάγματος (1ος λόγος), παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (2ος λόγος). Με             τον 3ο λόγο υποστηρίχθηκε η παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, και τέλος προβλήθηκε ότι, με τη μη επιστροφή των επίδικων κτημάτων παραβιάστηκαν οι διατάξεις των Άρθρων 48, 51 και 55 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Νόμου του 1999, (Ν. 158(Ι)/99), (4ος λόγος). 

 

Παρατηρούμε συναφώς ότι πρόκειται περί των ιδίων λόγων ακυρώσεως που περιλήφθηκαν στην αίτηση ακυρώσεως και δεν εξετάστηκαν πρωτοδίκως.

 

Η μη απόφανση επί της ουσίας της προσφυγής αποτελεί, υποστήριξε ο κ. Φαίδωνος, παραβίαση του βασικού ανθρωπίνου δικαιώματος, καθότι τυχόν απόρριψη της αντέφεσης, όπως εισηγούνται οι εφεσείοντες, θα τους στερήσει τη δυνατότητα δικαστικής κρίσεως επί του δικαιώματος επιστροφής.

 

Ταυτοχρόνως, με την παρούσα διαδικασία έφεσης ο ευπαίδευτος συνήγορος εισηγήθηκε ότι θα πρέπει να εξετάσουμε και τη νομιμότητα της δεύτερης διοικητικής απόφασης, που ήταν αποτέλεσμα της διενεργηθείσας, δήθεν, επανεξέτασης, όπως λέχθηκε. Θα έπρεπε να κατατεθεί στο παρόν δικαστήριο ο φάκελος της υπόθεσης για να καταδειχθεί ότι επρόκειτο περί βεβαιωτικής πράξεως. Να υπάρξει, δηλαδή, όπως προωθήθηκε τελικώς, ένας παρεμπίπτων έλεγχος της νέας αποφάσεως για απόρριψη του αιτήματος για επιστροφή των κτημάτων.

 

Σ’ ερώτηση που υποβάλαμε, κατά πόσο κάτι τέτοιο είναι εφικτό κατά τη διαδικασία έφεσης, ο συνήγορος απάντησε ότι πρόκειται περί θέματος δημοσίας τάξεως συνεπώς επιτρεπτό εξετάσεως.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων υποστήριξε ότι δεν υπάρχει διαδικασία εξέτασης στοιχείων και γεγονότων που [*419]έλαβαν χώρα μετά την έκδοση της δικαστικής απόφασης, όπως την εισηγούνται οι εφεσίβλητοι. Υπενθύμισε ο κ. Καλλίγερος ότι εναντίον της νομιμότητας της δεύτερης απόφασης οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν προσφυγή, που βρίσκεται ορισμένη για διευκρινίσεις. Περαιτέρω, ο συνήγορος εισηγήθηκε ότι η αντέφεση θα πρέπει να απορριφθεί διότι η προώθηση της ευρίσκεται εκτός του πλαισίου των δικαιωμάτων, ενός επιτυχόντα διαδίκου, να εφεσιβάλει την υπέρ του τελική δικαστική κρίση.

 

Kατ’ αρχάς πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η έννοια του παρεμπίπτοντος ελέγχου της νομιμότητας μιας διοικητικής πράξης δεν μπορεί και δεν έχει εφαρμογή επί των γεγονότων της παρούσης. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Λάρκου v. Δημοκρατίας (1989) 3(Β) Α.Α.Δ. 804, κατ’ εφαρμογή του τεκμηρίου της νομιμότητας αποκλείεται η υπό του δικαστηρίου έρευνα του κύρους μιας άλλης ατομικής διοικητικής πράξης, εξαιρουμένων των περιπτώσεων εκείνων που η εν λόγω πράξη συνιστά τμήμα της ίδιας ενέργειας με την προσβαλλόμενη τελική πράξη, όπως επί σύνθετων διοικητικών πράξεων.

 

Επί του προκειμένου υπάρχει μια αυτοτελής διοικητική απόφαση που λήφθηκε το 2012, πολύ μετά την έκδοση της εκκαλούμενης απόφασης (5 Απριλίου 2011), στη βάση του ακυρωτικού αποτελέσματος που καθόρισε το Ανώτατο Δικαστήριο. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, η αρνητική απάντηση της διοίκησης συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας κρίνεται, εφόσον προσβληθεί με αναφορά στα δικά της δεδομένα ως προς το συγκεκριμένο σχετικό χρόνο, σε συνάρτηση με το ερώτημα κατά πόσο ο σκοπός της απαλλοτρίωσης δεν έχει καταστεί εφικτός.  

 

Η απόφαση, που περιλαμβάνεται στην επιστολή του Υπουργείου Εμπορίου Βιομηχανίας και Τουρισμού ημερ. 6 Νοεμβρίου 2012, προφανώς, δεν ικανοποίησε τους εφεσιβλήτους, αμφισβητήθηκε με την καταχώριση αιτήσεως ακυρώσεως, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Το τι ουσιαστικώς επιζητούν οι εφεσίβλητοι είναι η εκδίκαση και η δικαστική απόφανση επί της νομιμότητας της εν λόγω απόφασης στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας. Με όλο το σεβασμό προς τον ευπαίδευτο συνήγορο, κάτι τέτοιο βρίσκεται έξω από κάθε νομιμοποίηση και δεν χωρεί παρεμπίπτουσα έρευνα.

 

Το εφετείο έχει υποχρέωση, στο πλαίσιο της διοικητικής δικονομίας, να εξετάσει την ορθότητα της εκκαλούμενης απόφασης, [*420]πάντοτε στο δικονομικό πλαίσιο, που οι ίδιοι οι εφεσείοντες έθεσαν με τους λόγους έφεσης και μόνο. Συμμεριζόμαστε την αγωνία των εφεσιβλήτων ότι θα πρέπει να περιμένουν ακόμη μερικά χρόνια για να κριθεί η νομιμότητα της δεύτερης τους προσφυγής. Το παρόν Δικαστήριο στη βάση των προνοιών του Άρθρου 146 του Συντάγματος ασκεί αναθεωρητικό έλεγχο επί της νομιμότητας της αρχικής απόφασης και δικαιοδοσία επί του θέματος της δεύτερης προσφυγής έχει το αρμόδιο Διοικητικό Δικαστήριο.

 

Επανερχόμενοι στην υπό εξέταση, διαπιστώνουμε ότι όντως υπάρχουν εγερθέντα, πρωτοδίκως, θέματα, που άπτοντο της αρνήσεως επιστροφής τα οποία δεν αποφασίστηκαν, ανάλυση των οποίων έχουμε ήδη κάμει προγενέστερα. Συνεπώς, εκ πρώτης όψεως, νομιμοποιούνται οι εφεσίβλητοι να επιδιώξουν την εξέταση των εναπομεινάντων λόγων ακυρώσεως.

 

Πριν όμως αποφασίσουμε το συγκεκριμένο θέμα υπάρχει μια άλλη, εξ ίσου σημαντική, παράμετρος που αναφύεται από                   την εκκαλούμενη απόφαση. Το Δικαστήριο στηριζόμενο στη νομολογία, όπως αυτή καθορίστηκε από την υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέιτς Λτδ (ανωτέρω), αποφάσισε ότι απουσίαζε ολωσδιόλου το υλικό που θα του επέτρεπε να αποφασίσει επί της υλοποίησης ή μη του έργου για το οποίο έγινε η απαλλοτρίωση. Αναφέρεται δε επί του προκειμένου:

 

«Όπως έχει αποφασιστεί στην υπόθεση Ζήνων Ευθυμιάδης Εστέϊτς Λτδ. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 166, όπου η Πλήρης Ολομέλεια ανασκόπησε τη νομολογία αναφορικά με το Άρθρο 23.5 του Συντάγματος και ειδικά για τα όρια του εφικτού και ανέφικτου του σκοπού της απαλλοτρίωσης, το καθοριστικό κριτήριο για τυχόν επιστροφή ακίνητης ιδιοκτησίας που απαλλοτριώθηκε δεν είναι αν ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει επιτευχθεί εντός των προβλεπομένων τριών ετών, αλλά αν ο σκοπός αυτός είναι εφικτά πραγματοποιήσιμος, με τη διοίκηση να υποχρεούται να έχει προβεί σε ενέργειες, αναλόγως της περίπτωσης, οι οποίες είναι ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου. Ο πρώην ιδιοκτήτης (εδώ οι αιτητές) βαρύνεται να αποδείξει όχι ότι ο σκοπός της απαλλοτρίωσης έχει εγκαταλειφθεί ή ότι κατέστη ανέφικτος, αλλά ότι η διοίκηση δεν έχει προβεί στις ενέργειες εκείνες που, αναλόγως της περίπτωσης, θα κρίνονταν ευλόγως αναγκαίες προς υλοποίηση του έργου.»

 

Το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου που εναποθέτει βάρος στους εφεσιβλήτους, όπως αναφέρεται πιο πάνω, δεν έχει αμφισβητηθεί, [*421]ούτε, επί του προκειμένου, υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος έφεσης επί της αντέφεσης. Συναφώς, η απόφαση παραμένει αλώβητη, και η έφεση, και αν ακόμη θα είχε επιτυχή κατάληξη, θα ήταν αλυσιτελής.

 

Στη βάση των πιο πάνω η αντέφεση απορρίπτεται. Λαμβάνοντας υπόψη ότι οι εφεσείοντες άρχισαν τη διαδικασία έφεσης και όχι οι εφεσίβλητοι, θεωρούμε ότι τα έξοδα θα πρέπει να είναι μειωμένα και επιδικάζονται €1.250 υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων. 

 

Η αντέφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο