ECLI:CY:AD:2017:C149
(2017) 3 ΑΑΔ 422
[*422]2 Μαΐου, 2017
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ,
ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
ΛΙΑΤΣΟΣ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ,
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ (ΑΡ. 7),
Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναφορά Αρ. 6/2016)
Συνταγματικό Δίκαιο ― Κατά πόσο ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016 αντιβαίνει προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών ― Οι λόγοι της αντισυνταγματικότητας του Νόμου.
Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ζήτησε γνωμάτευση από το Ανώτατο Δικαστήριο σε σχέση με το κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016», είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 15, 35, 152, 169 και 179 του Συντάγματος, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, των Δικαστηρίων και των δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας.
Η Πλήρης Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γνωμάτευσε ως ακολούθως:
Ο υπό συζήτηση Τροποποιητικός Νόμος προβλέπει την ένθεση στο βασικό περί Δικαστηρίων Νόμο του νέου Άρθρου 8 Α που περιλαμβάνει το αναγκαίο περιεχόμενο των περιουσιακών στοιχείων, που θα καλύπτει η δήλωση, εντός και εκτός της Δημοκρατίας του Δικαστή, του ή της συζύγου αυτού, και των ανηλίκων τέκνων αυτού. Κατά την προτεινόμενη τροποποίηση, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, προς έλεγχο των δηλωμένων στοιχείων, δύναται να αναθέσει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης σε νόμιμους ελεγκτές, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα [*423]στοιχεία και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά και κατά πόσο έχουν περιληφθεί στη δήλωση τα αληθή στοιχεία και συντάσσουν προς τούτο αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στο Συμβούλιο προς υποβοήθηση του έργου του.
Αποτελεί τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η προτεινόμενη νομοθεσία συνιστά όντως επέμβαση στον τομέα της αποκλειστικής αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αρχή που έχει πλειστάκις επιβεβαιωθεί από τη νομολογία ώστε να παρέλκει η υπενθύμιση της.
Το προτεινόμενο Άρθρο 8Α επιβάλλει στην ουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο τον τρόπο ρύθμισης ενός θέματος αποδίδοντας εξουσία η οποία ανήκει στην αποκλειστική σφαίρα αρμοδιότητας του υπό το φως των ρητών προνοιών του Συντάγματος το οποίο καθορίζει τις αρμοδιότητες και εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, και στην πορεία, του σημερινού Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως συστάθηκε από τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμο αρ. 33 του 1964. Η έκδοση Κανονισμών επαφίεται στο ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο κατά το Άρθρο 163 ως προς τα θέματα που εκεί εξαντλητικά καθορίζονται, ενώ και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο έχει τις υπό του Άρθρου 10 του Νόμου αρ. 33/1964 καθοριζόμενες εξουσίες που περιλαμβάνουν την εξουσία έκδοσης Κανονισμών αναφορικά με την ενάσκηση πειθαρχικής και μόνο αρμοδιότητας.
Το ζήτημα δεν διαφοροποιείται επειδή χρησιμοποιείται στην προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση το ρήμα «δύναται», διότι, έστω και κατ’ αυτό τον τρόπο, έμμεσα υποδεικνύεται και, κατ’ ουσίαν, «εντέλλεται» το Ανώτατο Δικαστήριο ή αναμένεται από αυτό να ενεργήσει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Εφόσον δε ήθελε εκδώσει διαδικαστικό κανονισμό, τότε αφαιρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο το δικαίωμα επιλογής του τρόπου με τον οποίο θα ήταν ορθότερο να υποβληθούν τα στοιχεία περιουσίας των Δικαστών εφόσον προκαθορίζεται με λεπτομέρεια και ο τύπος της δήλωσης, αλλά και το περιεχόμενο της, κατά τα προτεινόμενα, ενώ ρυθμίζεται και ο τρόπος ελέγχου των δηλώσεων, από τρίτους εξωγενείς προς το Δικαστικό Σώμα παράγοντες, ήτοι, ελεγκτές που θα ελέγχουν το αληθές των υποβαλλόμενων στοιχείων από τους Δικαστές, διαβρώνοντας έτσι έτι περαιτέρω την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και πλήττοντας το ανεξάρτητο της δικαστικής εξουσίας.
Ο υπό Αναφορά Νόμος καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης [*424]των εξουσιών και επομένως κρίθηκε αντισυνταγματικός. Παρέλκει συνεπώς η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων προταθέντων λόγων αντισυνταγματικότητας.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
Aναφορά.
Γνωμάτευση κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016», είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 15, 35, 152, 169 και 179 του Συντάγματος, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, των Δικαστηρίων και των δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας.
Κ. Κληρίδης, Γενικός Εισαγγελέας με Γ. Χατζηχάννα (κα), Ανώτερη Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για τον Αιτητή.
Α. Μαρκίδης, για την Καθ’ ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η Γνωμάτευση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ..
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αναφέρεται στο Ανώτατο Δικαστήριο προς Γνωμάτευση ως προς το κατά πόσο ο Νόμος με συνοπτικό τίτλο «Ο περί Δικαστηρίων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2016», είναι αντίθετος και ασύμφωνος με τα Άρθρα 15, 35, 152, 169 και 179 του Συντάγματος, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, των Δικαστηρίων και των δικαστικών αρχών της Δημοκρατίας.
Ο υπό συζήτηση Τροποποιητικός Νόμος προβλέπει την ένθεση στο βασικό Νόμο του νέου Άρθρου 8Α, το οποίο στις εισαγωγικές του διατάξεις έχει ως εξής:
«8 Α(1) Το Ανώτατο Δικαστήριο δύναται να εκδώσει διαδικαστικό κανονισμό με τον οποίο να ρυθμίζει την υποβολή δήλωσης περιουσιακών στοιχείων και δήλωσης μεταβολής περιουσιακών στοιχείων στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο.
(2) Σε περίπτωση έκδοσης του αναφερόμενου στο εδάφιο (1) διαδικαστικού κανονισμού, κάθε δικαστής υποβάλλει δήλω[*425]ση περιουσιακών στοιχείων και δήλωση μεταβολής περιουσιακών στοιχείων στο Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο κατά τον τρόπο και χρόνο που καθορίζεται στον διαδικαστικό κανονισμό.
(3) Η δήλωση περιουσιακών στοιχείων που καθορίζεται με τον αναφερόμενο στο εδάφιο (1) διαδικαστικό κανονισμό περιέχει τα ακόλουθα περιουσιακά στοιχεία, εντός και εκτός της Δημοκρατίας, του δικαστή, του ή της συζύγου του και των ανηλίκων τέκνων του κατά το χρόνο της υποβολής της:»
Η τροποποίηση προβλέπει περαιτέρω το αναγκαίο περιεχόμενο των περιουσιακών στοιχείων, που θα καλύπτει η δήλωση, εντός και εκτός της Δημοκρατίας του Δικαστή, του ή της συζύγου αυτού, και των ανηλίκων τέκνων αυτού. Κατά την προτεινόμενη τροποποίηση, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, προς έλεγχο των δηλωμένων στοιχείων, δύναται να αναθέσει τη διενέργεια λογιστικής ή οικονομικής πραγματογνωμοσύνης σε νόμιμους ελεγκτές, οι οποίοι εξετάζουν λεπτομερώς τα στοιχεία και τα αντίστοιχα δικαιολογητικά και κατά πόσο έχουν περιληφθεί στη δήλωση τα αληθή στοιχεία και συντάσσουν προς τούτο αναλυτική έκθεση που υποβάλλεται στο Συμβούλιο προς υποβοήθηση του έργου του.
Αποτελεί τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας, μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, ότι η εν λόγω τροποποίηση έρχεται σε αντίθεση με τα προαναφερθέντα Άρθρα του Συντάγματος, την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας. Με την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση προδιαγράφεται ο τρόπος με τον οποίο η δικαστική εξουσία θα ασκήσει δική της αποκλειστική αρμοδιότητα, καθορίζοντας επίσης την αναγκαιότητα έκδοσης διαδικαστικού κανονισμού καθώς και το όργανο ελέγχου της δήλωσης των περιουσιακών στοιχείων και της μεταβολής αυτών. Τα ζητήματα αυτά αποτελούν αμιγώς δικαστικά θέματα και πρέπει να αφήνονται στην απόλυτη και άνευ οποιουδήποτε περιορισμού κρίση της εξουσίας που έχει την αρμοδιότητα αυτή, που στην περίπτωση δεν είναι άλλη από τη δικαστική εξουσία και δεν δύναται η Βουλή των Αντιπροσώπων ως νομοθετική εξουσία να επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο στο έργο αυτό.
Με αναφορά σε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ο αιτητής επισημαίνει ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών που είναι διάχυτη στο Σύνταγμα, ως πρακτική εφαρμογή έχει το δεδομένο ότι το πεδίο λειτουργίας των τριών πολιτειακών εξουσιών διαχωρίζεται αυστηρά κατά τρόπο που να αποκλείεται η ανάλη[*426]ψη ή η άσκηση αρμοδιότητας από οποιαδήποτε από τις τρεις εξουσίες που είτε δεν αποδίδεται σε αυτή από το Σύνταγμα, είτε δεν εμπίπτει στο πεδίο της δικής της αρμοδιότητας. Η εξουσία της Βουλής των Αντιπροσώπων να νομοθετεί κατά το Άρθρο 61 του Συντάγματος «εν παντί θέματι», περιορίζεται κατά τρόπο ρητό ή και εξυπακουόμενο από την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, ώστε η Βουλή να μην έχει αρμοδιότητα επί της δικαστικής εξουσίας αναμειγνυόμενη στις αρμοδιότητες της τελευταίας.
Είναι η περαιτέρω εισήγηση του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι η προτεινόμενη νομοθετική τροποποίηση αντιβαίνει και το προστατευόμενο δικαίωμα της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής κατά τρόπο μάλιστα ανεπίτρεπτα γενικευμένο και κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, και ούτε, εν πάση περιπτώσει, εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις συνταγματικά προνοούμενες εξαιρέσεις. Κατά συνέπεια παραβιάζεται και το Άρθρο 35 του Συντάγματος, το οποίο επιβάλλει στην κάθε μια από τις πολιτειακές εξουσίες να διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κατά την ενάσκηση των εξουσιών τους και εντός της αρμοδιότητας εκάστης.
Η αντίθετη άποψη από πλευράς της Βουλής των Αντιπροσώπων, μέσω του ευπαιδεύτου συνηγόρου της, βασίζεται στη θέση ότι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών δεν εξισώνεται με απόλυτο διαχωρισμό στον τρόπο λειτουργίας τους, ούτε μπορούν οι κρατικές εξουσίες να λειτουργούν σε στεγανά διαμερίσματα. Το ίδιο το Σύνταγμα περιλαμβάνει περιπτώσεις διασταύρωσης εξουσιών όπως, για παράδειγμα, όπου το όργανο που κατ’ εξοχήν ασκεί εκτελεστική εξουσία ενδύεται και με νομοθετική αρμοδιότητα ή όπου το κατ’ εξοχήν όργανο της δικαστικής εξουσίας έχει και νομοθετική αρμοδιότητα όπως η ρύθμιση της πρακτικής και της διαδικασίας ενώπιον των Δικαστηρίων και η δικαιοδοσία θέσπισης διαδικαστικών κανονισμών.
Εισηγήθηκε, ιδιαιτέρως, ότι η πρόνοια του Άρθρου 8Α δεν επεμβαίνει ούτε επιβάλλει στη δικαστική εξουσία συγκεκριμένο τρόπο ρύθμισης εγγενούς δικαστικού θέματος, αφού αφήνεται σ’ αυτή, κατά δυνητικό τρόπο και στην απόλυτη διακριτική της ευχέρεια, να εκδώσει ή όχι εκείνο το διαδικαστικό κανονισμό που θα επιτρέπει την υποβολή δηλώσεως περιουσιακών στοιχείων από Δικαστές. Η δυνητική αυτή ρύθμιση εξυπακούει τη μη επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στα της δικαστικής. Σε περίπτωση που η δικαστική εξουσία, δηλαδή, το Ανώτατο Δικαστήριο ως αρμόδιο πολιτειακό όργανο για το ζήτημα, ήθελε ρυθμίσει την [*427]υποβολή περιουσιακών στοιχείων με την έκδοση διαδικαστικού κανονισμού, τότε ο λήπτης των δηλώσεων περιουσιακών στοιχείων θα είναι το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, δηλαδή το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο υπό άλλη ιδιότητα, και επομένως το όλο θέμα θα παραμείνει εντός του ελέγχου της δικαστικής εξουσίας.
Ούτε και συνιστά επέμβαση, εισηγήθηκε πρόσθετα, στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή η τυχόν ρύθμιση από το Ανώτατο Δικαστήριο των περιουσιακών δεδομένων των Δικαστών, εφόσον μετά την τροποποίηση του Άρθρου 15 με την ένατη τροποποίηση του Συντάγματος, επιτρέπονται επεμβάσεις κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού προς το συμφέρον της διαφάνειας στη δημόσια ζωή ή για σκοπούς λήψης μέτρων εναντίον της διαφθοράς στη δημόσια ζωή. Συνεπώς η προληπτική λήψη μέτρων κατά της διαφθοράς και η προώθηση της διαφάνειας εμπίπτει σε επιτρεπόμενο περιορισμό και δεν υπάρχει επέμβαση σε θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα. Ούτε υπάρχει έλλειψη τεκμηρίωσης από τη Βουλή των Αντιπροσώπων ως προς την αναγκαιότητα λήψης αυτού του μέτρου διότι ο νομοθέτης δεν επέβαλε υποχρέωση, αλλά μόνο θεσμοθέτησε τη δυνατότητα επιβολής υποχρέωσης από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο αφήνοντας στο αρμόδιο πειθαρχικό για τους Δικαστές όργανο την εξέταση των περιουσιακών δηλώσεων, δηλαδή, στο ίδιο το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, τηρώντας έτσι μια μετριοπαθή οδό, αλλά και ενεργώντας εν τω μέτρω της αρχής της αναλογικότητας.
Έχοντας εξετάσει την προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση υπό το φως των προφορικών και γραπτών αγορεύσεων του εντίμου Γενικού Εισαγγελέα και του ευπαιδεύτου συνηγόρου της Βουλής των Αντιπροσώπων, αποτελεί τη Γνωμάτευση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η προτεινόμενη νομοθεσία συνιστά όντως επέμβαση στον τομέα της αποκλειστικής αρμοδιότητας και δικαιοδοσίας της δικαστικής εξουσίας κατά παράβαση της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, αρχή που έχει πλειστάκις επιβεβαιωθεί από τη νομολογία ώστε να παρέλκει η υπενθύμιση της.
Το προτεινόμενο Άρθρο 8Α επιβάλλει στην ουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο τον τρόπο ρύθμισης ενός θέματος αποδίδοντας εξουσία η οποία ανήκει στην αποκλειστική σφαίρα αρμοδιότητας του υπό το φως των ρητών προνοιών του Συντάγματος το οποίο καθορίζει τις αρμοδιότητες και εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου, του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, και στην πορεία, του σημερινού Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπως συστάθηκε από τον περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) [*428]Νόμο αρ. 33 του 1964. Η έκδοση Κανονισμών επαφίεται στο ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο κατά το Άρθρο 163 ως προς τα θέματα που εκεί εξαντλητικά καθορίζονται, ενώ και το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο έχει τις υπό του Άρθρου 10 του Νόμου αρ. 33/1964 καθοριζόμενες εξουσίες που περιλαμβάνουν την εξουσία έκδοσης Κανονισμών αναφορικά με την ενάσκηση πειθαρχικής και μόνο αρμοδιότητας.
Το ζήτημα δεν διαφοροποιείται επειδή χρησιμοποιείται στην προτεινόμενη νομοθετική ρύθμιση το ρήμα «δύναται», διότι, έστω και κατ’ αυτό τον τρόπο, έμμεσα υποδεικνύεται και, κατ’ ουσίαν, «εντέλλεται» το Ανώτατο Δικαστήριο ή αναμένεται από αυτό να ενεργήσει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση. Εφόσον δε ήθελε εκδώσει διαδικαστικό κανονισμό, τότε αφαιρείται από το Ανώτατο Δικαστήριο το δικαίωμα επιλογής του τρόπου με τον οποίο θα ήταν ορθότερο να υποβληθούν τα στοιχεία περιουσίας των Δικαστών εφόσον προκαθορίζεται με λεπτομέρεια και ο τύπος της δήλωσης, αλλά και το περιεχόμενο της, κατά τα προτεινόμενα, ενώ ρυθμίζεται και ο τρόπος ελέγχου των δηλώσεων, από τρίτους εξωγενείς προς το Δικαστικό Σώμα παράγοντες, ήτοι, ελεγκτές που θα ελέγχουν το αληθές των υποβαλλόμενων στοιχείων από τους Δικαστές, διαβρώνοντας έτσι έτι περαιτέρω την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και πλήττοντας το ανεξάρτητο της δικαστικής εξουσίας.
Η κατάληξη είναι ότι ο υπό Αναφορά Νόμος καταστρατηγεί την αρχή της διάκρισης των εξουσιών και επομένως είναι αντισυνταγματικός. Παρέλκει συνεπώς η εξέταση οποιωνδήποτε άλλων προταθέντων λόγων αντισυνταγματικότητας.
Η παρούσα Γνωμάτευση κοινοποιείται, συμφώνως του Άρθρου 140.2 του Συντάγματος, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Γνωμάτευση ως ανωτέρω.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο