Βραχίμης Σάββας ν. Kυπριακής Δημοκρατίας (2017) 3 ΑΑΔ 771

ECLI:CY:AD:2017:C355

(2017) 3 ΑΑΔ 771

[*771]12 Οκτωβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΣΑΒΒΑΣ ΒΡΑΧΙΜΗΣ,

 

Εφεσείων - Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 129/2011)

 

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σύσταση του Διευθυντή ― Όροι νομιμότητας ― Σύμφωνα με το Άρθρο 34(9) του Ν.1/1990, δεν απαιτείται όπως η σύσταση είναι αιτιολογημένη ― Το γεγονός ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά στο πλεονέκτημα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκε υπόψη το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιόν του εφόσον είχε στη διάθεσή του τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων ― Συνέπειες.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προφορικές συνεντεύξεις σε συνδυασμό με τη σύσταση του Διευθυντή ― Ο Διευθυντής δεν στηρίχθηκε στα αποτελέσματα της προφορικής συνέντευξης για να προβεί στη σύστασή του ― Περιστάσεις.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Προσόντα ― Πλεονέκτημα ― Ειδική αιτιολογία για παραγνώρισή του ― Δόθηκε υπό τις περιστάσεις.

 

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Θέσεις πολύ ψηλά στη διοικητική ιεραρχία ― Βαρύτητα της προφορικής εξέτασης κατά την πλήρωσή τους ― Η ευρεία διακριτική ευχέρεια της Ε.Δ.Υ. και η διαπίστωση της μη υπέρβασής της στην κριθείσα περίπτωση.

 

Ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Πρώτου Εκτελεστικού Μηχα[*772]νικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων, από 1.4.2007, μετά από επανεξέταση.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας την έφεση, αποφάσισε ότι:

 

Το Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/1990 δεν απαιτεί όπως η σύσταση του προϊσταμένου είναι αιτιολογημένη. Βεβαίως, η σύσταση δεν θα πρέπει να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, απομονώνεται από τον εφεσείοντα το στοιχείο του πλεονεκτήματος στη βάση του οποίου στηρίζεται το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να αιτιολογηθεί ρητά η «παραγνώριση» του πλεονεκτήματος έναντι του Ενδιαφερόμενου Μέρους. Όμως, αυτή η υποχρέωση εναποτίθεται μόνο στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, ως διορίζον όργανο, κατά τη λήψη της απόφασής της.

 

Στην παρούσα περίπτωση, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε πως ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απορρέει από το πρακτικό της 14.3.2007, ο Αν. Διευθυντής είχε στη διάθεσή του τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων που μελέτησε επαρκώς. Το γεγονός ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά στο πλεονέκτημα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκε υπόψη το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιόν του. Το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην προκείμενη περίπτωση είχε, πέραν του προβαδίσματος στην προφορική εξέταση, και αρχαιότητα, η οποία προσθέτει στην πείρα. Όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η σύσταση του διευθυντή είναι βοηθητική για το διορίζον όργανο, το οποίο δεν δεσμεύεται από αυτή. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από τη στιγμή που υπάρχει νομοθετική ρύθμιση του θέματος, δεν υπάρχει τρόπος αυτή να μπορεί να παραγνωριστεί.

 

Αναφορικά με το εγειρόμενο από τον εφεσείοντα ζήτημα, ότι ο Αν. Διευθυντής ανεπιτρέπτως στηρίχθηκε στην αξιολόγηση στην οποία προέβη για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας παρατηρείται από το Σεβαστό Δικαστήριο πως κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται νομοθετικά. Αυτό αποτελεί εξωγενή παράγοντα, ο οποίος δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όπως αποφασίστηκε.

 

Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι ο Αν. Διευθυντής στηρίχθηκε στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης για να προβεί στη σύστασή του. Καταγράφεται στο πρακτικό πως για τη διαμόρφωση της σύστασής του, όπως απαιτείται από το Νόμο, τέθηκαν ενώπιον του Αν. Διευθυντή οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι των ετήσιων υπηρε[*773]σιακών εκθέσεων των υποψηφίων, τους οποίους είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει, καθώς επίσης ενημερώθηκε για τις αποφάσεις της Επιτροπής αναφορικά με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.

 

Αποτελεί περαιτέρω θέση του εφεσείοντα ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την επανεξέταση έλαβε υπόψη ακριβώς τα ίδια κριτήρια, όπως και στην αρχική διαδικασία, με μόνη διαφοροποίηση την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία μετετράπη από «σχεδόν εξαίρετη» σε «εξαίρετη».

 

Με αυτό τον τρόπο η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας παραγνώρισε το δεδικασμένο, ήτοι παραγνώρισε το πλεονέκτημα του εφεσείοντα, χρησιμοποιώντας την ίδια αιτιολογία που κρίθηκε ως μη νόμιμη και μάλιστα χρησιμοποιώντας ένα κριτήριο λιγότερο από αυτά που υπήρχαν στην αρχική διαδικασία.

 

Όπως αποφασίστηκε κατά πάγια νομολογία το πλεονέκτημα αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να αποδίδεται ουσιώδης σημασία και για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου θα πρέπει να δίδονται ειδικοί και πειστικοί λόγοι.

 

Ορθή κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως απορρέει από το σχετικό τηρηθέν πρακτικό της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ότι κατηύθυνε ειδικά τη σκέψη της στο πλεονέκτημα, το οποίο ρητά μνημόνευσε αναφέροντας ότι προς αντιστάθμισή του το Ενδιαφερόμενο Μέρος είχε καλύτερη αξιολόγηση στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, εφόσον κρίθηκε «εξαίρετη» έναντι «πάρα πολύ καλός», είχε υπέρ του τη σύσταση του Αν. Διευθυντή και υπερείχε επίσης σε αρχαιότητα.

 

Ο εφεσείων εισηγήθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας ότι η αρχαιότητα ενός έτους είναι περιορισμένης σημασίας για επιλογή σε θέση υψηλά στην ιεραρχία. Όπως αποφασίστηκε, σε περιπτώσεις όπου τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα, είναι γεγονός ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για θέση υψηλά στην ιεραρχία. Όμως η αρχαιότητα αποτελεί νομοθετημένο στοιχείο κρίσης και συνυπολογίζεται με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής.

 

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας χρησιμοποίησε πολύ οριακή διαφορά στην προφορική εξέταση για να παρακάμψει και εξουδετερώσει την υπεροχή του στα άλλα στοιχεία. Κατά πάγια νομολογία η απόδοση στην προφορική εξέταση ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία αποκτά ιδιαίτερη σημασία με την ευχέρεια της Επιτροπής Δη[*774]μόσιας Υπηρεσίας να είναι ευρεία στο θέμα. Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσείων αξιολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλός», ενώ το Ενδιαφερόμενο Μέρος ως «εξαίρετη». Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, από το σκεπτικό της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, «δεν καταγράφεται τέτοια κρίση που να δικαιολογεί το παράπονο του αιτητή ότι αυτή έδωσε υπέρμετρη ή ιδιαίτερη βαρύτητα στην διαφορά που είχε προκύψει μεταξύ των δύο υποψηφίων. Ούτε δόθηκε τεράστια σημασία στη μεταξύ τους διαφορά, ως εισηγείται ο αιτητής, χρησιμοποιώντας την, μάλιστα, προς παράκαμψη του πλεονεκτήματος του αιτητή.»

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Diploma in Engineering Rock Mechanics που αυτός κατείχε δεν ήταν πρόσθετο προσόν μη απαιτούμενο. Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, διαπίστωσε πως η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν αναγνώρισε ρητά το Diploma ως πρόσθετο προσόν. Περιέλαβε, όμως, στην κρίση της το Diploma μαζί με το MSc, εφόσον στα προσόντα του αιτητή αυτό καταγραφόταν και η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στα πλαίσια της κανονικότητας τεκμαίρεται ότι το είχε υπόψη της.

 

Εντοπίζεται, συναφώς, επαρκής ειδική αιτιολόγηση για την επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η κατοχή πλεονεκτήματος δεν φέρει μαζί του και γενική υπεροχή κατά τρόπο απόλυτο ως προς την καταλληλότητα ενός υποψηφίου για τη θέση. Το πλεονέκτημα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Αυτό που απαιτείται από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να δικαιολογήσει ειδικά τη μη προτίμηση του υποψηφίου που κατέχει το πλεονέκτημα. Στην προκείμενη περίπτωση κρίθηκε ότι η αιτιολογία που δόθηκε ήταν επαρκής και ειδική. Περαιτέρω, αποφασίστηκε ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κινήθηκε εντός των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Η έφεση απορρίφθηκε με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Παναγή κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 163,

 

Καφά v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12,

 

Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

[*775]Μορίτση v. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109,

 

Ιωσηφίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.A.Δ. 410,

 

Αριστοτέλους v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 673,

 

Δημοκρατία v. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395.

 

Έφεση.

 

Έφεση από τον Αιτητή εναντίον της απόφασης Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ναθαναήλ, Δ.), (Υπόθεση Αρ. 76/2010), ημερ. 27/9/2011.

 

Α. Κωνσταντίνου, για τον Εφεσείοντα.

 

Λ. Λάμπρου-Ουστά (κα), Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

Δ. Νικολετόπουλος, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Σταματίου, Δ..

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων επιδιώκει την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης με την οποία απερρίφθη η προσφυγή του εναντίον της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους (ΕΜ) στη μόνιμη θέση Πρώτου Εκτελεστικού Μηχανικού, Τμήμα Δημοσίων Έργων, από 1.4.2007, αντί του εφεσείοντα-αιτητή, μετά από επανεξέταση.

 

Στις 19.6.2009 το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπ’ αριθμό 661/2007 προσφυγή ακύρωσε την προαγωγή του ΕΜ, λόγω σφάλματος που διαπιστώθηκε στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής σε συνάρτηση με το μεταπτυχιακό προσόν του αιτητή και λόγω λανθασμένης κρίσης της ΕΔΥ αναφορικά με την αιτιολογία παραγνώρισης του πλεονεκτήματος. 

 

Ακολούθησε επανεξέταση και προς τούτο συνεστήθη εκ νέου Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία, συμμορφούμενη με το δεδικασμένο της ακυρωτικής απόφασης, συνυπολόγισε και το πλεονέκτημα του εφεσείοντα κρίνοντάς τον ως «εξαίρετο». Στη συνέχεια, η ΕΔΥ έλαβε υπόψη την έκθεση της νέας Συμβουλευτικής [*776]Επιτροπής, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων, καθώς και την υπέρ του ΕΜ αρχική σύσταση του Αν. Διευθυντή του Τμήματος Δημοσίων Έργων. Περαιτέρω, η ΕΔΥ έλαβε υπόψη τα προσόντα και την αρχαιότητα των υποψηφίων, καθώς και τις αρχικές αξιολογήσεις σε σχέση με την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση.

 

Η ΕΔΥ, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της στοιχεία, επέλεξε το ΕΜ ως την πιο κατάλληλη για την επίδικη θέση.

 

Ακολούθησε η προσφυγή 76/2010 του αιτητή, με την οποία παραπονέθηκε κυρίως για το αναιτιολόγητο και το πεπλανημένο της κρίσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, της σύστασης του Αν. Διευθυντή και, εν τέλει, της απόφασης της ΕΔΥ. Ειδικότερα, ο αιτητής ισχυρίστηκε πως η Συμβουλευτική Επιτροπή, συμμορφούμενη μεν με το ακυρωτικό δεδικασμένο, τον αναβάθμισε από «σχεδόν εξαίρετο» σε «εξαίρετο», συνυπολογίζοντας πλέον και το πλεονέκτημά του, όφειλε, όμως, ταυτόχρονα να υποβαθμίσει την «εξαίρετη» αρχική αξιολόγηση του ενδιαφερόμενου μέρους, αφού δεν κατείχε το πλεονέκτημα. Η εισήγηση αυτή απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε πως αποδοχή της θέσης αυτής θα παραβίαζε το δεδικασμένο, αφού η αξιολόγηση αφορούσε αποκλειστικά στα στοιχεία αξιολόγησης του ΕΜ.

 

Επιπρόσθετα, ο αιτητής στράφηκε εναντίον της σύστασης του Αν. Διευθυντή, ο οποίος αξιολόγησε την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, παραπονούμενος ότι αυτή συγκρούεται με τα στοιχεία του φακέλου, ενώ ελλείπει και ειδική αιτιολογία για την παραγνώριση του πλεονεκτήματός του.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε στην απόφασή του, κατέληξε ότι η ΕΔΥ ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας και δεν διαπίστωσε λόγο προς ακύρωσή της. Η αρχαιότητα, η σύσταση του Αν. Διευθυντή και η καλύτερη απόδοση στην προφορική συνέντευξη που είχε υπέρ του το ΕΜ μπορούσαν να θεωρηθούν σωρευτικά ως λόγοι για την προαγωγή κατά προτίμηση του εφεσείοντα και στο σύνολο των στοιχείων, εύλογα η ΕΔΥ έκρινε ότι μπορούσε να παραγνωρίσει το πλεονέκτημα του εφεσείοντα ως αντικειμενικό στοιχείο, χωρίς να υπεισέλθει στην κρίση της οποιαδήποτε πλάνη.

 

Ο εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ισχυριζόμενος ότι:

[*777](i) Εσφαλμένα κρίθηκε ότι ο εφεσείων δεν εφεσίβαλε την απόφαση στην προσφυγή 661/2007 αναφορικά με το ότι η σύσταση του Αν. Διευθυντή συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.

 

(ii)  Η σύσταση του Αν. Διευθυντή είναι άκυρη γιατί συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.

 

(iii) Η ΕΔΥ παραγνώρισε το πλεονέκτημα που είχε ο αιτητής, χωρίς να δώσει την απαιτούμενη ειδική αιτιολογία.

 

(iv) Πλάνη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως προς το πλεονέκτημα.

 

(v) Πλάνη της ΕΔΥ ως προς τη διαφορά στην προφορική εξέταση μεταξύ των δύο διαδίκων.

 

(vi) Πλάνη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το πρόσθετο προσόν του εφεσείοντα/Diploma in Engineering Rock Mechanics.

 

Ως προς τη σύσταση του Αν. Διευθυντή ο εφεσείων ισχυρίζεται ότι, ενόψει της υπεροχής του στο πλεονέκτημα και της κατοχής του Diploma in Engineering Rock Mechanics, ενώ υπήρχε ισοβαθμία στις ετήσιες εκθέσεις, η κατά ένα χρόνο αρχαιότητα του EM δεν είχε αποφασιστική σημασία. Ο εφεσείων επικαλέστηκε νομολογία προς υποστήριξη της θέσης ότι η αρχαιότητα έχει αποφασιστική σημασία μόνο αν τα άλλα δύο κριτήρια, αξία και προσόντα, είναι ίσα. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, πως εφαρμόζεται στην παρούσα περίπτωση το Άρθρο 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/1990, όμως, αυτό δε σημαίνει ότι επιτρέπεται η σύσταση να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Παρέπεμψε δε στην υπόθεση Παναγή κ.ά. v. Δημοκρατίας κ.ά. (2011) 3 Α.Α.Δ. 163, προς επίρρωση του ισχυρισμού πως από τη στιγμή που με τη σύσταση παραγνωρίζετο το πλεονέκτημα, η αξία της σύστασης μειωνόταν σημαντικά.

 

Το Άρθρο 34(9) του Νόμου 1/1990 δεν απαιτεί όπως η σύσταση του προϊσταμένου είναι αιτιολογημένη. Βεβαίως, η σύσταση δεν θα πρέπει να συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων. Όπως ορθά υπεδείχθη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, απομονώνεται από τον εφεσείοντα το στοιχείο του πλεονεκτήματος στη βάση του οποίου στηρίζεται το επιχείρημα ότι θα έπρεπε να αιτιολογηθεί ρητά η «παραγνώριση» του πλεονεκτήματος έναντι του ΕΜ. [*778]Όμως, αυτή η υποχρέωση εναποτίθεται μόνο στην ΕΔΥ, ως διορίζον όργανο, κατά τη λήψη της απόφασής της. Στην υπόθεση  Παναγή κ.ά. v. Κυπριακής Δημοκρατίας κ.ά. (πιο πάνω), που μας παρέπεμψε ο κ. Κωνσταντίνου, κρίθηκε ότι ο Γενικός Διευθυντής δεν ήταν υπόχρεος, σύμφωνα με το Νόμο, να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία, αλλά, από τη στιγμή που με τη σύστασή του παραγνώρισε το πλεονέκτημα και τα άλλα κριτήρια αξιολόγησης, η αξία της σύστασης του μειωνόταν σημαντικά. Θεωρούμε ότι η υπόθεση εκείνη διαφοροποιείται από την παρούσα ως προς τα γεγονότα. Σε εκείνη την υπόθεση δόθηκε υπεροχή στη σύσταση του Διευθυντή και στην προφορική εξέταση, παραμερίζοντας το προβάδισμα του πλεονεκτήματος, χωρίς να συνεκτιμηθούν στοιχεία των φακέλων.

 

Στην παρούσα περίπτωση, όπως ορθά επισημαίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο και απορρέει από το πρακτικό της 14.3.2007, ο Αν. Διευθυντής είχε στη διάθεσή του τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεων που μελέτησε επαρκώς. Το γεγονός ότι δεν γίνεται ρητή αναφορά στο πλεονέκτημα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκε υπόψη το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιόν του. Το ΕΜ στην προκείμενη περίπτωση είχε, πέραν του προβαδίσματος στην προφορική εξέταση, και αρχαιότητα, η οποία προσθέτει στην πείρα και, συνεπώς, δεν θεωρούμε ότι τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης συμβαδίζουν με αυτά της Παναγή κ.ά. (πιο πάνω). Όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η σύσταση του διευθυντή είναι βοηθητική για το διορίζον όργανο, το οποίο δεν δεσμεύεται από αυτή. Από τη στιγμή δε που υπάρχει νομοθετική ρύθμιση του θέματος, δεν βλέπουμε με ποιο τρόπο αυτή μπορεί να παραγνωριστεί.

 

Αναφορικά με το εγειρόμενο από τον εφεσείοντα ζήτημα, ότι ο Αν. Διευθυντής ανεπιτρέπτως στηρίχθηκε στην αξιολόγηση στην οποία προέβη για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ (Καφά v. Δημοκρατίας (2010) 3 Α.Α.Δ. 12) παρατηρείται πως κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται νομοθετικά. Αυτό αποτελεί εξωγενή παράγοντα, ο οποίος δεν πρέπει να λαμβάνεται υπόψη.

 

Όμως, εν προκειμένω, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι ο Αν. Διευθυντής στηρίχθηκε στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης για να προβεί στη σύστασή του. Καταγράφεται στο πρακτικό πως για τη διαμόρφωση της σύστασής του, όπως απαιτείται από το Νόμο, τέθηκαν ενώπιον του Αν. Διευθυντή οι προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των [*779]υποψηφίων, τους οποίους είχε επαρκή χρόνο για να μελετήσει, καθώς επίσης ενημερώθηκε για τις αποφάσεις της Επιτροπής αναφορικά με την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Περαιτέρω, ο Αν. Διευθυντής είχε υποχρέωση στη βάση του Νόμου να βοηθήσει την Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση των υποψηφίων και γι’ αυτό προέβηκε σε αξιολόγηση της απόδοσής τους σε εκείνη την εξέταση. Από τα δεδομένα της υπόθεσης δεν φαίνεται ο Αν. Διευθυντής να στηρίχθηκε στα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ για τη σύστασή του (Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164).

 

Το ζήτημα της σύστασης του Αν. Διευθυντή παρέμεινε αλώβητο στην απόφαση στην προσφυγή 661/2007. Είναι γεγονός ότι αποτέλεσε αντικείμενο λόγου αντέφεσης και επιφυλάχθηκε το δικαίωμα να εγερθεί στα πλαίσια της παρούσας έφεσης όταν έφεση και αντέφεση αποσύρθηκαν σε προγενέστερο στάδιο. Το γεγονός αυτό φαίνεται να διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όμως, δεν μπορεί να έχει οποιαδήποτε επίπτωση στην παρούσα έφεση, έχοντας υπόψη ότι δεν συμμεριζόμαστε τη θέση του εφεσείοντα περί πεπλανημένης σύστασης του Αν. Διευθυντή και σύγκρουσής της με τους φακέλους.

 

Αποτελεί περαιτέρω θέση του εφεσείοντα ότι η ΕΔΥ κατά την επανεξέταση έλαβε υπόψη ακριβώς τα ίδια κριτήρια, όπως και στην αρχική διαδικασία, με μόνη διαφοροποίηση την αξιολόγηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία μετετράπη από «σχεδόν εξαίρετη» σε «εξαίρετη». Κατά την αρχική διαδικασία, συνεχίζει η εισήγηση, η ΕΔΥ χρησιμοποίησε τέσσερα κριτήρια, ήτοι την καλύτερη τελική αξιολόγηση του ΕΜ από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, την οριακή υπεροχή του στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ, την υπεροχή του σε αρχαιότητα κατά ένα έτος και στη σύσταση του Αν. Διευθυντή υπέρ του. Κατά την επανεξέταση, εξέλειπε η υπεροχή του ΕΜ στην αξιολόγηση της Συμβουλευτικής επιτροπής, με αποτέλεσμα η ΕΔΥ να χρησιμοποιήσει τα υπόλοιπα τρία κριτήρια για παραγνώριση του πλεονεκτήματος του εφεσείοντα. Με αυτό τον τρόπο η ΕΔΥ παραγνώρισε το δεδικασμένο, ήτοι παραγνώρισε το πλεονέκτημα του εφεσείοντα, χρησιμοποιώντας την ίδια αιτιολογία που κρίθηκε ως μη νόμιμη και μάλιστα χρησιμοποιώντας ένα κριτήριο λιγότερο από αυτά που υπήρχαν στην αρχική διαδικασία.

 

Κατά πάγια νομολογία το πλεονέκτημα αποτελεί σημαντικό στοιχείο στο οποίο θα πρέπει να αποδίδεται ουσιώδης σημασία (Μορίτση v. Καρσερά (2009) 3 Α.Α.Δ. 109 και Παναγή κ.ά. v. Δη[*780]μοκρατίας (πιο πάνω). Κατά πάγια, επίσης, νομολογία για να παρακαμφθεί το πλεονέκτημα ενός υποψηφίου θα πρέπει να δίδονται ειδικοί και πειστικοί λόγοι (Ιωσηφίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 410 και Παναγή κ.ά. v. Δημοκρατίας (πιο πάνω)).

 

Όπως ορθά αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρέει από το σχετικό τηρηθέν πρακτικό της ΕΔΥ ότι κατηύθυνε ειδικά τη σκέψη της στο πλεονέκτημα, το οποίο ρητά μνημόνευσε αναφέροντας ότι προς αντιστάθμισή του το ΕΜ είχε καλύτερη αξιολόγηση στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, εφόσον κρίθηκε «εξαίρετη» έναντι «πάρα πολύ καλός», είχε υπέρ του τη σύσταση του Αν. Διευθυντή και υπερείχε επίσης σε αρχαιότητα.

 

Ο εφεσείων εισηγήθηκε τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας ότι η αρχαιότητα ενός έτους είναι περιορισμένης σημασίας για επιλογή σε θέση υψηλά στην ιεραρχία. Σε περιπτώσεις όπου τα υπόλοιπα κριτήρια είναι ίσα, είναι γεγονός ότι η αρχαιότητα δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για θέση υψηλά στην ιεραρχία. Όμως η αρχαιότητα αποτελεί νομοθετημένο στοιχείο κρίσης και συνυπολογίζεται με τα υπόλοιπα κριτήρια επιλογής. Αυτό έπραξε και η ΕΔΥ στην παρούσα περίπτωση. Στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (πιο πάνω) αρχαιότητα έντεκα μηνών για θέση υψηλά στην ιεραρχία θεωρήθηκε επαρκής, μαζί με τα υπόλοιπα στοιχεία, για να υπολογιστεί υπέρ του κατόχου της.

 

Ο εφεσείων παραπονείται επίσης ότι η ΕΔΥ χρησιμοποίησε πολύ οριακή διαφορά στην προφορική εξέταση για να παρακάμψει και εξουδετερώσει την υπεροχή του στα άλλα στοιχεία. Κατά πάγια νομολογία η απόδοση στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ σε θέσεις υψηλά στην ιεραρχία αποκτά ιδιαίτερη σημασία με την ευχέρεια της ΕΔΥ να είναι ευρεία στο θέμα (Αριστοτέλους v. Δημοκρατίας (1988) 3 Α.Α.Δ. 673 και Δημοκρατία v. Ασσιώτη (2010) 3 Α.Α.Δ. 395). Στην παρούσα περίπτωση, ο εφεσείων αξιολογήθηκε ως «πάρα πολύ καλός», ενώ το ΕΜ ως «εξαίρετη». Από το σκεπτικό της ΕΔΥ, όπως ορθά παρατηρεί το πρωτόδικο Δικαστήριο, «δεν καταγράφεται τέτοια κρίση που να δικαιολογεί το παράπονο του αιτητή ότι αυτή έδωσε υπέρμετρη ή ιδιαίτερη βαρύτητα στην διαφορά που είχε προκύψει μεταξύ των δύο υποψηφίων. Ούτε δόθηκε τεράστια σημασία στη μεταξύ τους διαφορά, ως εισηγείται ο αιτητής, χρησιμοποιώντας την, μάλιστα, προς παράκαμψη του πλεονεκτήματος του αιτητή.»

 

Ο εφεσείων παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι το Diploma in Engineering Rock Mechanics που [*781]αυτός κατείχε δεν ήταν πρόσθετο προσόν μη απαιτούμενο. Όπως ορθά διαπιστώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, η ΕΔΥ δεν αναγνώρισε ρητά το Diploma ως πρόσθετο προσόν. Περιέλαβε, όμως, στην κρίση της το Diploma μαζί με το MSc, εφόσον στα προσόντα του αιτητή αυτό καταγραφόταν και η ΕΔΥ στα πλαίσια της κανονικότητας τεκμαίρεται ότι το είχε υπόψη της. Δεν καταγράφεται ως ξεχωριστό προσόν στο Παράρτημα 7 της Ένστασης και δεν αποτέλεσε λόγο ακύρωσης στην ακυρωτική απόφαση της προσφυγής υπ’ αριθμό 661/2007. Συνεπώς, δεν θεωρούμε ότι υπάρχει σφάλμα στην πρωτόδικη κρίση.

 

Εντοπίζεται, συναφώς, επαρκής ειδική αιτιολόγηση για την επιλογή του ΕΜ. Θα πρέπει να τονιστεί ότι η κατοχή πλεονεκτήματος δεν φέρει μαζί του και γενική υπεροχή κατά τρόπο απόλυτο ως προς την καταλληλότητα ενός υποψηφίου για τη θέση. Το πλεονέκτημα θα πρέπει να ληφθεί υπόψη σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Αυτό που απαιτείται από την ΕΔΥ σε τέτοιες περιπτώσεις είναι να δικαιολογήσει ειδικά τη μη προτίμηση του υποψηφίου που κατέχει το πλεονέκτημα. Στην προκείμενη περίπτωση κρίνουμε ότι η αιτιολογία που δόθηκε ήταν επαρκής και ειδική. Περαιτέρω, θεωρούμε ότι η ΕΔΥ κινήθηκε εντός των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Για τους πιο πάνω λόγους, η έφεση απορρίπτεται με €2.500 έξοδα εναντίον του εφεσείοντα.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα.

 

 



cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο