ECLI:CY:AD:2017:C360
(2017) 3 ΑΑΔ 782
[*782]18 Oκτωβρίου, 2017
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΝΑΓΗ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ/στές]
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 104/2011)
ΑΝΔΡΟΥΛΑ ΜΑΚΚΟΥΛΗ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 114/2011)
ΣΠΥΡΟΥΛΛΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ,
Εφεσείουσα - Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.
(Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 104/2011 και 114/2011)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Σχέδιο Υπηρεσίας ― Υποψήφιος πρέπει να κατέχει τα απαιτούμενα στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα στην ημερομηνία που ορίζεται στη δημοσίευση της θέσης κατά την οποία οι αιτήσεις πρέπει να υποβληθούν.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί/Προαγωγές ― Πείρα ― Η πείρα όταν είναι συναφής προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει ― Δεν έγινε έρευνα για το εάν οι υποψήφιοι είχαν πείρα [*783]στη χρονική έκταση του προβλεπόμενου ως απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντος, για να είναι έγκυρη η υποψηφιότητα τους ― Περιστάσεις.
Οι Ανδρούλα Μακκούλη, Σπυρούλλα Αναστασίου και Γεώργιος Χρ. Γεωργίου, με τις προσφυγές τους, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, προσέβαλαν ανεπιτυχώς την νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ»), με την οποία διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Τεχνικού 2ης Τάξης, Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων (στο εξής «Τ.Α.Υ.»), αναδρομικά από 25.1.1991, αντί των ιδίων. Αντικείμενο των δυο Αναθεωρητικών Εφέσεων Αρ. 104/2011 και 114/2011, είναι η απορριπτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κάνοντας δεκτές τις εφέσεις αποφάσισε ότι:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ουσιώδης χρόνος συνδρομής των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν η 19.10.1998 και όχι η 25.1.1991, ως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας Α. Μακκούλη. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, επειδή οι θέσεις, όπως δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα, ήταν θέσεις πρώτου διορισμού, ο ουσιώδης χρόνος πλήρωσης των προσόντων ήταν η λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων.
Ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας των ευπαίδευτων συνηγόρων των εφεσειουσών, βρίσκεται στην ερμηνεία των Άρθρων 4(α) και 5(3) του περί Πληρώσεως Κενωθεισών Θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 1998 (Ν. 28(Ι)/1998) και της Προκήρυξης της θέσης, σύμφωνα με τα οποία ο ουσιώδης χρόνος συνδρομής των προσόντων ήταν, κατά την εισήγηση τους, η 25.1.1991, ενώ οι διορισμοί στις επίδικες θέσεις θα γίνονταν αναδρομικά, όπως και έγινε, από την ίδια ημερομηνία.
Όπως αποφασίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύμφωνα με την αρχή της νομολογίας η οποία υιοθετήθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Περικλέους v. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 577, και έχει περιληφθεί με ειδικές πρόνοιες στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν. 1/1990), (βλ. Άρθρα 33(15) και 34(15)(α)), η πρώτη ουσιώδης ημερομηνία κατά την οποία ένας υποψήφιος πρέπει να έχει τα απαιτούμενα στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα στην περίπτωση πρώτου διορισμού – όπως είναι η περίπτωση μας – και πρώτου διορισμού και προαγω[*784]γής, είναι η τελευταία ημερομηνία που ορίζεται στη δημοσίευση της θέσης κατά την οποία οι αιτήσεις πρέπει να υποβληθούν. Η αρχή αυτή όπως αποφασίστηκε, εφαρμόζεται μόνον αναφορικά με τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα σύμφωνα με τα οποία κάποιος καθίσταται έγκυρος υποψήφιος για τη θέση, και δεν ισχύει ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία που προσμετρούν στην αξία των υποψηφίων, και τα οποία είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι την ημέρα λήψης της απόφασης, όπως π.χ. οι συνεντεύξεις που γίνονται μετά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων. Η λέξη «προσόν», βέβαια, δεν ερμηνεύεται περιοριστικά, δηλαδή με αναφορά μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά αναφέρεται και σε όλες τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται από κάποιο, περιλαμβανομένου του επιπέδου της μόρφωσής του, για να είναι νομικά έγκυρη η υποψηφιότητα του.
Αποφασίστηκε πως το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ευθυγραμμισμένο με την παραπάνω νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την ορθή ερμηνεία των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων. Όταν η φρασεολογία μιας νομοθετικής διάταξης είναι σαφής, τότε αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοια τους. Στην προκειμένη περίπτωση, η διατύπωση στο Άρθρο 4(α) του ρήματος «κατέχει» στον ενεστώτα, προσδιορίζει ως ουσιώδη, για σκοπούς συνδρομής των προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, την τελευταία δυνατή ημερομηνία για την υποβολή αιτήσεων, σύμφωνα με τη Προκήρυξη της θέσης, ήτοι την 19.10.1998. Η δε φράση «προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης ... που ίσχυαν κατά τις 25.1.1991», προσδιορίζει τα προσόντα που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να είναι υποψήφιος και όχι το χρόνο συνδρομής τους. Όσον αφορά τη φρασεολογία του Άρθρου 5(3), αποφασίστηκε ότι δεν επιδέχεται, κατά τη φυσική και συνήθη ερμηνεία της, την ερμηνεία που εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειουσών, ότι δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να κατέχουν τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας μέχρι την 25.1.1991.
Στην ουσία οι εφεσείουσες αμφισβητούν τη σοφία του νομοθέτη. Όπως αποφασίστηκε, το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διαφοροποιήσει ρητές πρόνοιες σε νομοθετική ρύθμιση, ούτε υπεισέρχεται ή εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος.
Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου αποφάσισε πως οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Αποτελεί επίσης παράπονο, της κάθε εφεσείουσας, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέχθηκε και απέρριψε λόγο ακύ[*785]ρωσης ότι η εφεσίβλητη πλανήθηκε ως προς την πείρα της και παρασιώπησε τη σαφή υπεροχή σε πείρα που διαθέτει, κρίνοντας ότι αυτή λήφθηκε υπόψη.
Όπως κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η πείρα όταν είναι συναφής προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει. Είναι δε αδιάφορο αν η πείρα αυτή αποκτάται σε οργανική θέση μόνιμη ή προσωρινή, ή με απόσπαση ή με έκτακτη βάση.
Όπως αποφασίστηκε δεν έχει σημασία αν το ίδιο στοιχείο προσμέτρησε και για άλλους σκοπούς, αφού η λαμβανόμενη υπόψη πείρα αποκτήθηκε πρόσθετα εκείνης που διαλαμβάνει το Σχέδιο Υπηρεσίας. Όπως εξηγήθηκε από την Ολομέλεια στην Πάντης v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1089, αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται η διπλή χρήση σε περίπτωση ταυτοσημίας του ενός με το άλλο, σημαίνει μόνο ότι «επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν εκείνο που υπερβαίνει το απαιτούμενο ώστε το καθένα να έχει την αυτοτέλεια του έστω και αν τα δύο έχουν την ίδια φυσιογνωμία».
Κρίθηκε πως οι θέσεις του παραπόνου των εφεσειουσών είναι ορθές, αφού η Α. Μακκούλη, η οποία προσελήφθη πάνω σε έκτακτη βάση στο Τ.Α.Υ. στις 9.9.1976, υπερτερούσε έναντι σχεδόν όλων των ενδιαφερόμενων μερών σε πείρα, λόγω μεγαλύτερης υπηρεσίας στο Τ.Α.Υ., αλλά η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, όπως παρουσιάζεται από την απόφαση της, εξέτασε το στοιχείο τούτο μόνο σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και του πλεονεκτήματος. Δεν αναφέρθηκε στην επιπλέον πείρα της εφεσείουσας, ούτε φαίνεται να εξέτασε το στοιχείο αυτό για να το αξιολογήσει. Επρόκειτο δε για υπεροχή της Α. Μακκούλη η οποία διακυμαινόταν από μικρή μέχρι και συντριπτική, π.χ. υπερείχε κατά 13 χρόνια του Χριστάκη Χριστοδούλου, κατά 8 χρόνια του Νίκου Καλλασίδη, κατά 6½-7 χρόνια των Ευθύμιου Ευθυμίου, Αντώνη Χ"Αντώνη, Ανδρέα Αλωνεύτη και Χρύσανθου Χριστοδούλου, κατά 4½ χρόνια του Νίκου Ζορπίδη και κατά 9 μήνες του Ανδρέα Πασχάλη. Τα πιο πάνω, βέβαια, δεν ισχύουν στον ίδιο βαθμό και έκταση στην περίπτωση της εφεσείουσας Σ. Αναστασίου, η οποία προσελήφθη στο Τ.Α.Υ. στις 23.8.1983.
Σε σχέση με το στοιχείο αυτό, της πείρας, η έρευνα της διοίκησης δεν επεκτάθηκε, όπως όφειλε υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, πέραν από ό,τι ήταν αναγκαίο για να ικανοποιηθεί ότι οι υποψήφιοι είχαν πείρα στη χρονική έκταση του προβλεπόμενου ως απαιτούμενου [*786]από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντος, για να είναι έγκυρη η υποψηφιότητα τους, και την απαιτούμενη πείρα για να πιστωθούν με το πλεονέκτημα, αγνοώντας, έτσι, και μη αξιολογώντας την πείρα των εφεσειουσών, που υπερέβαινε το απαιτούμενο και η οποία είχε τη δική της σημασία, σύμφωνα με τη νομολογία ως ανωτέρω.
Διαπιστώθηκε, λοιπόν, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας, η οποία επάγεται την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της διοικητικής πράξης, χωρίς να καθίσταται αναγκαίο να ασχοληθεί το Σεβαστό Δικαστήριο με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Οι εφέσεις επέτυχαν με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Δημοκρατία v. Χατζηπαντελή (1989) 3 Α.Α.Δ. 961,
Περικλέους v. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 577,
Δημοκρατία v. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153,
Μακεδόνας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162,
Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1490,
Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550,
Σιακάς v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 468,
Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070,
Καλαϊτζής v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 214,
Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47,
Πάντης v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1089,
Μορτζής v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 543.
Εφέσεις.
Εφέσεις από τις Αιτήτριες εναντίον των αποφάσεων Δικαστή [*787]του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ερωτοκρίτου, Δ.), (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1467/2008 και 1813/2008), ημερ. 18/7/2011.
Α. Κωνσταντίνου, για Εφεσείουσα στην Α.Ε. 104/2011.
Π. Σιακαλλής, για Εφεσείουσα στην Α.Ε. 114/2011.
Ρ. Παπαέτη Χατζηκώστα (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη και στις δύο Εφέσεις.
Cur. adv. vult.
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ..
ΠΑΝΑΓΗ, Δ.: Οι Ανδρούλα Μακκουλή, Σπυρούλλα Αναστασίου και Γεώργιος Χρ. Γεωργίου, με τις προσφυγές τους, οι οποίες συνεκδικάστηκαν, προσέβαλαν ανεπιτυχώς την νομιμότητα της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «η ΕΔΥ»), με την οποία διορίστηκαν τα ενδιαφερόμενα μέρη στη μόνιμη θέση Τεχνικού 2ης Τάξης, Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων (στο εξής «Τ.Α.Υ.»), αναδρομικά από 25.1.1991, αντί των ιδίων. Αντικείμενο των δυο Αναθεωρητικών Εφέσεων Αρ. 104/2011 και 114/2011 αντίστοιχα, είναι η απορριπτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, των αντίστοιχων προσφυγών των Α. Μακκούλη και Σ. Αναστασίου υπ’ αρ. 1467/2008 και 1813/2008.
Τα γεγονότα και το ιστορικό της υπόθεσης που οδήγησε στην επίδικη διοικητική απόφαση, εκτίθενται με σαφήνεια στην πρωτόδικη απόφαση, στα οποία παραπέμπουν και με το περίγραμμα αγόρευσης τους οι συνήγοροι της εφεσείουσας Σ. Αναστασίου. Παραθέτουμε αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:
«Οι τρεις Αιτητές, πριν το 1991, υπηρετούσαν ως έκτακτοι σε δημόσιες θέσεις, με βάση τον περί Εκτάκτων Υπαλλήλων (Διορισμός σε Δημόσιες Θέσεις) Νόμο του 1991 (Ν. 4/1991). Οι διορισμοί εκείνοι το 1997, ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο λόγω αντισυνταγματικότητας του Ν. 4/1991 (βλ. Γεωργίου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 48/1992, ημερ. 7.7.1997). Μετά τη ψήφιση του περί Πληρώσεως Κενωθεισών Θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 1998 (Ν. 28(Ι)/1998), στο εξής «ο Νόμος», η ΕΔΥ στις 25.9.1998 δημοσίευσε τις επίδικες 10 θέσεις. Αίτηση υπέβαλε μεγάλος αριθμός [*788]υποψηφίων, μεταξύ των οποίων και οι τρεις Αιτητές και τα ΕΜ. Ακολούθησε αξιολόγηση των προσόντων των υποψηφίων και κλήση σε προφορική εξέταση, όσων θεωρήθηκαν προσοντούχοι. Τελικά η ΕΔΥ επέλεξε τα 10 ΕΜ στα οποία πρόσφερε διορισμό αναδρομικά από 25.1.1991. Η απόφαση της ΕΔΥ δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα (αρ. 3533), στις 28.9.2001. Η Αιτήτρια στην υπόθεση 1467/2008, η οποία δεν προσλήφθηκε, προσέφυγε στο Δικαστήριο. Το Ανώτατο Δικαστήριο με την προσφυγή Αντρούλλα Μακούλλη v. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 834/2001, ημερ. 14.11.2002, αποδέχθηκε την προσφυγή της και ακύρωσε την απόφαση για προαγωγή των ΕΜ, επειδή η ΕΔΥ δεν προέβη σε πρωτογενή κρίση σε σχέση με το κατά πόσο η πείρα της Αιτήτριας ήταν σχετική με τα καθήκοντα της θέσης. Η Δημοκρατία εφεσίβαλε την απόφαση (ΑΕ 3554). Μετά από αυτήν την εξέλιξη, σε συνεδρία της στις 29.11.2002, η ΕΔΥ συμμορφούμενη με την ακυρωτική απόφαση, προχώρησε στην επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που ήταν πριν την ακυρωθείσα απόφασή της. Το 2005, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην ΑΕ 3554, απέρριψε την έφεση της Δημοκρατίας, θεωρώντας ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την έλλειψη ευρήματος σε σχέση με τη σχετικότητα της πείρας, ήταν ορθή και ότι υπό τις περιστάσεις, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο πλάνης. Πρόκειται για την υπόθεση Δημοκρατία v. Αντρούλλας Μακκούλη (2005) 3 Α.Α.Δ. 430.
Η ΕΔΥ, σε συνεδρία της στις 20.10.2005, αφού έλαβε υπόψη την πιο πάνω εξέλιξη, σημείωσε ότι οι ακυρωθέντες διορισμοί, έγιναν με βάση το Νόμο 28(Ι)/1998, ο οποίος στο μεταξύ κρίθηκε αντισυνταγματικός σε δύο διαφορετικές περιπτώσεις, στη Δέσποινα Κουρρή v. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 144/2001, ημερ. 27.2.2003 και στην Ευγένιος Σπύρου κ.ά. v. Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. Αρ. 166/2001 κ.ά., ημερ. 8.7.2005. Εναντίον της απόφασης στις πιο πάνω συνεκδικασθείσες προσφυγές, ασκήθηκαν οι Α.Ε. 89/2005 και 94/2005. Αν και οι διορισμοί των ΕΜ στην Υπόθ. Αρ. 834/2001, ακυρώθηκαν για άλλο λόγο, η ΕΔΥ αποφάσισε την αναστολή της διαδικασίας επανεξέτασης μέχρι την εκδίκαση της Α.Ε. 89/2005 και 94/2005, αφού υπήρχε ενδεχόμενο να επιβεβαιωθούν οι πρωτόδικες αποφάσεις, στις πιο πάνω συνεκδικασθείσες υποθέσεις, 144/2001 και 166/2001 και ο Νόμος να κριθεί οριστικά αντισυνταγματικός.
Τελικά το Ανώτατο Δικαστήριο, στις 12.11.2007, στις συνεκδικασθείσες Α.Ε. 89/2005 και 94/2005, έκρινε ότι δεν ετίθετο θέμα αντισυνταγματικότητας του Νόμου, αφού κάτι τέτοιο δεν ηγέρ[*789]θη στα δικόγραφα και ως εκ τούτου δεν παρεχόταν έδαφος στο πρωτόδικο δικαστήριο να εξετάσει αυτεπάγγελτα το θέμα. Η ΕΔΥ μετά από αυτήν την εξέλιξη, σε συνεδρία της στις 19.12.2007, προβληματίστηκε κατά πόσον θα μπορούσε κατά την επανεξέταση να εφαρμόσει τον επίδικο Νόμο, ως προς την διακρίβωση της κατοχής του προβλεπόμενου στο οικείο Σχέδιο Υπηρεσίας πλεονεκτήματος και την πείρα των Αιτητών και στις υπό εκδίκαση τρεις συνεκδικαζόμενες προσφυγές. Μετά από νομική γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος συμβούλευσε ότι η επανεξέταση θα πρέπει να γίνει σύμφωνα με το δεδικασμένο στην ακυρωτική απόφαση 834/2001 και το αποτέλεσμα της ΑΕ 3554 και όχι με βάση το ακυρωτικό αποτέλεσμα στις προσφυγές 144/2001 και 166/2001 κ.ά. στις οποίες ο Νόμος 28(Ι)/1998 κρίθηκε αντισυνταγματικός. Όπως περαιτέρω συμβούλευσε την ΕΔΥ, στην προσφυγή 834/2001 δεν τέθηκε θέμα αντισυνταγματικότητας και με βάση το δεδικασμένο που δημιουργήθηκε, δεν μπορεί να εγερθεί ξανά σε νέα προσφυγή.
Στη συνέχεια η ΕΔΥ, στις 28.5.2008, αφού μελέτησε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, προχώρησε στην επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης. Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία που ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, προσόντα και την από μέρους τους κατοχή που πλεονεκτήματος, τις σχετικές πρόνοιες του Νόμου, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση (που είχε διεξαχθεί στις 25.6.2001 και 26.6.2001), αποφάσισε να προσφέρει και πάλι διορισμό στα 10 ΕΜ στην επίδικη θέση, αναδρομικά από 25.1.1991.»
Η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι λόγοι ακύρωσης που προβάλλονταν με τις προσφυγές, με ελάχιστες εξαιρέσεις, ήταν διαφορετικοί, το οδήγησε στην εξέταση της κάθε προσφυγής ξεχωριστά, αρχίζοντας με την προσφυγή της Α. Μακκούλη, καταλήγοντας στην απόρριψη τους.
Σημειώνουμε ότι, οι λόγοι έφεσης στις δύο Αναθεωρητικές Εφέσεις που έχουμε ενώπιον μας, σε αντίθεση με ό,τι παρατηρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με τους λόγους ακύρωσης που προβλήθηκαν σε κάθε μια από τις προσφυγές, είναι πανομοιότυποι. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε το έναυσμα για την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσίβλητης στο περίγραμμα αγόρευσης της, ότι η εφεσείουσα στην Αναθεωρητική Έφεση 114/2011, Σπυρούλλα Αναστασίου, δεν νομιμοποιείται να εγείρει οποιοδήποτε από τους λόγους έφεσης που διατυπώνονται [*790]στην ειδοποίηση έφεσης και αναπτύσσονται στο περίγραμμα αγόρευσης των συνηγόρων της και η έφεση της θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Αυτό, γιατί τόσο στην αίτηση ακύρωσης όσο και στη γραπτή της αγόρευση στην πρωτόδικη διαδικασία, η εν λόγω εφεσείουσα δεν πρόβαλε τους λόγους ακύρωσης, για τους οποίους αποφάνθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και επί των οποίων στηρίζονται οι λόγοι έφεσης.
Σύμφωνα με τη νομολογία, το αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης συνεχίζει να είναι η νομιμότητα της διοικητικής πράξης ή απόφασης. Το Αναθεωρητικό Εφετείο, όμως, δεν μπορεί με βάση το διερευνητικό χαρακτήρα της διαδικασίας η οποία ακολουθείται στο Διοικητικό Δίκαιο να ασχοληθεί με θέματα που δεν απασχόλησαν πρωτόδικα. Η επανεξέταση της νομιμότητας της πράξης ή απόφασης γίνεται πάνω σε θέματα που ηγέρθησαν πρωτόδικα στην προσφυγή, και σε όση έκταση οι διάδικοι έχουν περιορίσει τους λόγους στην έφεση ή στην αντέφεση, καθώς και σε θέματα δημόσιας τάξης που το Δικαστήριο μπορεί να εγείρει αυτεπάγγελτα. Λέχθηκε, ωστόσο, από την Ολομέλεια, με διευρυμένη σύνθεση, στην υπόθεση Δημοκρατία v. Χατζηπαντελή (1989) 3 Α.Α.Δ. 961, ότι άλλα θέματα μπορούν να εγερθούν στην έφεση για πρώτη φορά, αν το Δικαστήριο έχει ενώπιον του παραδεκτά ή αποδεδειγμένα όλα τα γεγονότα που το περιβάλλουν. Είναι όμως επιθυμητό να εγείρονται, συζητούνται και αποφασίζονται στην πρωτόδικη διαδικασία.
Οι λόγοι έφεσης που προβάλλονται από κάθε μια από τις δύο εφεσείουσες, αφορούν στην μη κατοχή από τα ενδιαφερόμενα μέρη του πλεονεκτήματος του Σχεδίου Υπηρεσίας, πλάνη της ΕΔΥ ως προς την πείρα της συγκεκριμένης εφεσείουσας και ως προς την απόδοση των διαδίκων στην προφορική εξέταση, και τη θεώρηση της προφορικής εξέτασης από την ΕΔΥ, ως αποφασιστικό κριτήριο και/ή ότι η ΕΔΥ έδωσε αποκλειστική βαρύτητα σε αυτή.
Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με την εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου της εφεσίβλητης, στην οποία, να σημειωθεί, δεν έχει τοποθετηθεί η εφεσείουσα Σ. Αναστασίου. Από το δικόγραφο της εν λόγω εφεσείουσας προκύπτει ότι προβάλλονται, μεταξύ άλλων, λόγοι ακύρωσης που αφορούν στην απόδοση υπέρμετρης βαρύτητας στην προφορική εξέταση και/ή ότι η προφορική εξέταση αποτέλεσε το αποκλειστικό κριτήριο, καθώς και στην παραγνώριση του προβλεπόμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας πρόσθετου προσόντος και πλεονεκτήματος που κατέχει η ίδια. Φαίνεται δε από την πρωτόδικη απόφαση ότι εξετάζοντας την προσφυγή [*791]της, απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο και το θέμα της πλάνης ως προς τα προσόντα των υποψηφίων, θεωρώντας ότι με την προσφυγή της προβαλλόταν σχετικός λόγος ακύρωσης, για το οποίο το Δικαστήριο υιοθέτησε τα όσα είχε ήδη αναφέρει επί του θέματος «σε προηγούμενους λόγους ακύρωσης». Για τους πιο πάνω λόγους, θεωρούμε ότι η εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσίβλητης δεν ευσταθεί.
Στρεφόμαστε λοιπόν στα ζητήματα που εγείρονται με τους πρώτους δύο λόγους έφεσης, τα οποία λόγω συνάφειας, μπορούν να εξεταστούν από κοινού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ουσιώδης χρόνος συνδρομής των απαιτούμενων προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας ήταν η 19.10.1998 και όχι η 25.1.1991, ως ήταν η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου της εφεσείουσας Α. Μακκούλη. Σύμφωνα με το σκεπτικό του Δικαστηρίου, επειδή οι θέσεις, όπως δημοσιεύτηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα, ήταν θέσεις πρώτου διορισμού, ο ουσιώδης χρόνος πλήρωσης των προσόντων ήταν η λήξη της προθεσμίας υποβολής αιτήσεων, ο οποίος ήταν «σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας, η 19 Οκτωβρίου 1998 και ο χρόνος λήψης της απόφασης ήταν 28.9.2001, που αρχικά διορίστηκαν τα 10 ΕΜ με βάση τη σχετική δημοσίευση αρ. 3533». Η θεώρηση αυτή οδήγησε το Δικαστήριο στη διαπίστωση ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη, Νίκος Καλλασίδης και Χριστάκης Χριστοδούλου, για τα οποία υποβλήθηκε το παράπονο, είχαν διετή πείρα στο Τ.Α.Υ. για σκοπούς πίστωσης του πλεονεκτήματος, πέραν της τριετούς μεταγυμνασιακής πείρας που απαιτείτο ως προσόν, δυνάμει της παραγράφου 3(Ι)(β) του Σχεδίου Υπηρεσίας, και τους πίστωσε με το πλεονέκτημα.
Ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας των ευπαίδευτων συνηγόρων των εφεσειουσών, βρίσκεται στην ερμηνεία των Άρθρων 4(α) και 5(3) του περί Πληρώσεως Κενωθεισών Θέσεων στη Δημόσια Υπηρεσία (Ειδικές Διατάξεις) Νόμου του 1998 (Ν. 28(Ι)/1998) και της Προκήρυξης της θέσης, σύμφωνα με τα οποία ο ουσιώδης χρόνος συνδρομής των προσόντων ήταν, κατά την εισήγηση τους, η 25.1.1991, ενώ οι διορισμοί στις επίδικες θέσεις θα γίνονταν αναδρομικά, όπως και έγινε, από την ίδια ημερομηνία. Παραπέμπουν στο γεγονός ότι η διαδικασία πλήρωσης των επίδικων θέσεων έγινε με βάση το Νόμο 28(Ι)/1998, η συνταγματικότητα του οποίου δεν θίγηκε από το Δικαστήριο ή τους διάδικους στις προηγούμενες διαδικασίες, ενώ θεωρούν αδιανόητο οι διορισμοί να έχουν αναδρομική ισχύ από 25.1.1991 και ο ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων να ήταν 8 ή 11 χρόνια αργότερα. Με βάση δε την ερμηνεία που προτείνουν οι εφεσείουσες, τα ενδιαφερόμε[*792]να μέρη Νίκος Καλλασίδης και Χριστάκης Χριστοδούλου την 25.1.1991 δεν διέθεταν το πλεονέκτημα της διετούς πείρας, πέραν της απαιτούμενης από το Σχέδιο Υπηρεσίας τριετούς μεταγυμνασιακής πείρας.
Αντίθετη είναι η προσέγγιση της ευπαίδευτης συνηγόρου της εφεσίβλητης, η οποία υποστηρίζει ως ορθή την παραπάνω θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Να υπενθυμίσουμε ότι σύμφωνα με την αρχή της νομολογίας η οποία υιοθετήθηκε στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Περικλέους v. Δημοκρατίας (1984) 3 Α.Α.Δ. 577, και έχει περιληφθεί με ειδικές πρόνοιες στον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο του 1990 (Ν. 1/1990), (βλ. Άρθρα 33(15) και 34(15)(α)), η πρώτη ουσιώδης ημερομηνία κατά την οποία ένας υποψήφιος πρέπει να έχει τα απαιτούμενα στο σχέδιο υπηρεσίας προσόντα στην περίπτωση πρώτου διορισμού – όπως είναι η περίπτωση μας – και πρώτου διορισμού και προαγωγής, είναι η τελευταία ημερομηνία που ορίζεται στη δημοσίευση της θέσης κατά την οποία οι αιτήσεις πρέπει να υποβληθούν. Η αρχή αυτή εφαρμόζεται μόνον αναφορικά με τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα σύμφωνα με τα οποία κάποιος καθίσταται έγκυρος υποψήφιος για τη θέση, και δεν ισχύει ως προς τα υπόλοιπα στοιχεία που προσμετρούν στην αξία των υποψηφίων, και τα οποία είναι νόμιμο να εκτιμηθούν και μέχρι την ημέρα λήψης της απόφασης, όπως π.χ. οι συνεντεύξεις που γίνονται μετά την ημερομηνία υποβολής των αιτήσεων. Η λέξη «προσόν», βέβαια, δεν ερμηνεύεται περιοριστικά, δηλαδή με αναφορά μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά αναφέρεται και σε όλες τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται από κάποιο, περιλαμβανομένου του επιπέδου της μόρφωσής του, για να είναι νομικά έγκυρη η υποψηφιότητα του (βλ. Δημοκρατία v. Ανδρέου κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 153).
Στο βαθμό, που ενδιαφέρει για τους σκοπούς της παρούσας απόφασης, οι επίμαχες πρόνοιες, Άρθρα 4(α) και 5(3) του Ν.28(Ι)/1998 έχουν ως εξής:
«4. Κανένας δε διορίζεται στις θέσεις που περιλαμβάνονται στον Πίνακα εκτός αν —
(α) κατέχει τα προσόντα του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης για την οποία υπέβαλε αίτηση, που ίσχυαν κατά τις 25.1.1991, εκτός από την απαίτηση για επιτυχία σε οποιεσδήποτε εξετάσεις που προβλέπονται στα απαιτούμενα για τη θέση προσόντα·
[*793][….]»
Η πιο πάνω πρόνοια ενσωματώθηκε και στην Προκήρυξη της θέσης ημερομηνίας 25.9.1998.
Σύμφωνα δε με το Άρθρο 5(3) του Ν. 28(Ι)/1998:
5. — [….]
(3) Αν η Επιτροπή κρίνει ότι υποψήφιος πληρεί όλες τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), προσφέρει προς το εν λόγω πρόσωπο διορισμό, στη θέση για την οποία αυτός υπέβαλε αίτηση, από την 25η Ιανουαρίου 1991.»
Θεωρούμε ότι το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ευθυγραμμισμένο με την παραπάνω νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και την ορθή ερμηνεία των πιο πάνω νομοθετικών διατάξεων. Όταν η φρασεολογία μιας νομοθετικής διάταξης είναι σαφής, τότε αποδίδεται στις λέξεις η φυσική και συνήθης έννοια τους (βλ. μεταξύ άλλων, Μακεδόνας v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 162). Στην προκειμένη περίπτωση, η διατύπωση στο Άρθρο 4(α) του ρήματος «κατέχει» στον ενεστώτα, προσδιορίζει ως ουσιώδη, για σκοπούς συνδρομής των προσόντων του Σχεδίου Υπηρεσίας, την τελευταία δυνατή ημερομηνία για την υποβολή αιτήσεων, σύμφωνα με τη Προκήρυξη της θέσης, ήτοι την 19.10.1998. Η δε φράση «προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας της θέσης … που ίσχυαν κατά τις 25.1.1991» (η υπογράμμιση είναι δική μας), προσδιορίζει τα προσόντα που πρέπει να διαθέτει κάποιος για να είναι υποψήφιος και όχι το χρόνο συνδρομής τους. Όσον αφορά τη φρασεολογία του Άρθρου 5(3), θεωρούμε ότι δεν επιδέχεται, κατά τη φυσική και συνήθη ερμηνεία της, την ερμηνεία που εισηγούνται οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειουσών, ότι δηλαδή οι ενδιαφερόμενοι θα πρέπει να κατέχουν τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας μέχρι την 25.1.1991. Στην ουσία οι εφεσείουσες αμφισβητούν τη σοφία του νομοθέτη. Το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διαφοροποιήσει ρητές πρόνοιες σε νομοθετική ρύθμιση, ούτε υπεισέρχεται ή εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία του νομοθετήματος, (βλ., μεταξύ άλλων, Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής (Αρ. 1) (1989) 3 Α.Α.Δ. 1490 και Dias United Publishing Co Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550).
Οι σχετικοί λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Αποτελεί επίσης παράπονο, της κάθε εφεσείουσας, ότι το πρω[*794]τόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν δέχθηκε και απέρριψε λόγο ακύρωσης ότι η εφεσίβλητη πλανήθηκε ως προς την πείρα της και παρασιώπησε τη σαφή υπεροχή σε πείρα που διαθέτει, κρίνοντας ότι αυτή λήφθηκε υπόψη. Βασική εισήγηση των εφεσειουσών, η οποία προβλήθηκε από κάθε μια και πρωτοδίκως, είναι ότι η ΕΔΥ αγνόησε πλήρως την υπεροχή της σε πείρα, αγνοώντας έτσι, ένα ουσιαστικό στοιχείο της αξίας της, αφού καμία αναφορά δεν έγινε για αυτή στο πρακτικό. Απαντά η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης ότι «περισσότερη πείρα που τυχόν είχε η εφεσείουσα/αιτήτρια ως έκτακτη στο Τμήμα Ανάπτυξης Υδάτων, δεν είναι δυνατόν να προσμετρήσει περισσότερο και από πλεονέκτημα», ούτε επενεργεί ως υπερκριτήριο.
Η πείρα όταν είναι συναφής προς τα καθήκοντα και τις ευθύνες της επίδικης θέσης, αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της αξίας την οποία και επαυξάνει, (βλ. Σιακάς v. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 468). Είναι δε αδιάφορο αν η πείρα αυτή αποκτάται σε οργανική θέση μόνιμη ή προσωρινή, ή με απόσπαση ή με έκτακτη βάση.
Σύμφωνα δε με την υπόθεση Papadopoulos v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1070, η πείρα η οποία αποκτάται από την εκτέλεση συγκεκριμένων καθηκόντων ανάγεται στον παράγοντα των προσόντων, με την ευρύτερη έννοια, και μπορεί να συνεκτιμηθεί κατά την κρίση για την ανεύρεση του καταλληλότερου για τη θέση υποψηφίου. Η έννοια «προσόντα», όπως λέχθηκε στην Καλαϊτζής v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 214, «δεν περιορίζεται μόνο στους ακαδημαϊκούς τίτλους σπουδών αλλά και σε άλλα εφόδια, όπως πνευματικά και πείρα, και το τελευταίο στοιχείο προσμετρά στην αξία.»
Δεν έχει σημασία αν το ίδιο στοιχείο προσμέτρησε και για άλλους σκοπούς, αφού η λαμβανόμενη υπόψη πείρα αποκτήθηκε πρόσθετα εκείνης που διαλαμβάνει το Σχέδιο Υπηρεσίας (βλ. Οικονομίδης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 47). Όπως εξηγήθηκε από την Ολομέλεια στην Πάντης v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2001) 3 Α.Α.Δ. 1089, αυτό δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται η διπλή χρήση σε περίπτωση ταυτοσημίας του ενός με το άλλο, σημαίνει μόνο ότι «επιτρέπεται να ληφθεί υπόψη ως επιπρόσθετο προσόν εκείνο που υπερβαίνει το απαιτούμενο ώστε το καθένα να έχει την αυτοτέλεια του έστω και αν τα δύο έχουν την ίδια φυσιογνωμία». Σημείωσε παράλληλα ότι στην Οικονομίδης επρόκειτο για πείρα την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είχε όχι μόνο στη χρονική έκταση του προβλεπομένου ως απαιτούμενου προσόντος, αλλά και πέραν εκείνης, σε έκταση που χρειαζόταν για να καταστεί πρόσθετο προσόν.
[*795]Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας την παραπάνω θέση των εφεσειουσών ανέφερε τα ακόλουθα:
«Από τα όσα προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν συμφωνώ ότι η ΕΔΥ παρέλειψε να προβεί σε δέουσα έρευνα, με αποτέλεσμα να πλανηθεί ως προς την έκταση της πείρας και την αξία της Αιτήτριας. Η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της όλα τα στοιχεία των υποψηφίων. Από τη στιγμή που βεβαιώθηκε ότι η Αιτήτρια πληρούσε τόσο τα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, όσο και την πείρα σε σχέση με το πλεονέκτημα, κατά την άποψή μου θα πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε υπόψη της την ακριβή πείρα της Αιτήτριας. Όπως φαίνεται από την απόφαση της ΕΔΥ, εκείνο που προσμέτρησε μεταξύ των υποψηφίων που κατείχαν τα προσόντα, την πείρα και το πλεονέκτημα, ήταν η υψηλότερη αξιολόγηση ορισμένων υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση, οποία είχε αυξημένη βαρύτητα, επειδή η θέση ήταν πρώτου διορισμού.»
Από τα ενώπιον μας στοιχεία φαίνεται ότι οι προκειμένες θέσεις του παραπόνου των εφεσειουσών είναι ορθές, αφού η Α. Μακκούλη, η οποία προσελήφθη πάνω σε έκτακτη βάση στο Τ.Α.Υ. στις 9.9.1976, υπερτερούσε έναντι σχεδόν όλων των ενδιαφερόμενων μερών σε πείρα, λόγω μεγαλύτερης υπηρεσίας στο Τ.Α.Υ., αλλά η ΕΔΥ, όπως παρουσιάζεται από την απόφαση της, εξέτασε το στοιχείο τούτο μόνο σε σχέση με τα απαιτούμενα προσόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας και του πλεονεκτήματος. Δεν αναφέρθηκε στην επιπλέον πείρα της εφεσείουσας, ούτε φαίνεται να εξέτασε το στοιχείο αυτό για να το αξιολογήσει. Επρόκειτο δε για υπεροχή της Α. Μακκούλη η οποία διακυμαινόταν από μικρή μέχρι και συντριπτική, π.χ. υπερείχε κατά 13 χρόνια του Χριστάκη Χριστοδούλου, κατά 8 χρόνια του Νίκου Καλλασίδη, κατά 6½-7 χρόνια των Ευθύμιου Ευθυμίου, Αντώνη Χ"Αντώνη, Ανδρέα Αλωνεύτη και Χρύσανθου Χριστοδούλου, κατά 4½ χρόνια του Νίκου Ζορπίδη και κατά 9 μήνες του Ανδρέα Πασχάλη. Τα πιο πάνω, βέβαια, δεν ισχύουν στον ίδιο βαθμό και έκταση στην περίπτωση της εφεσείουσας Σ. Αναστασίου, η οποία προσελήφθη στο Τ.Α.Υ. στις 23.8.1983.
Σύμφωνα με το τεκμήριο της κανονικότητας, τεκμαίρεται ότι η Διοίκηση, η οποία έχει ενώπιον της τους φακέλους των υποψηφίων, προβαίνει στην αναγκαία έρευνα. Αυτό φαίνεται να είχε υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο προσεγγίζοντας το θέμα της πείρας της Α. Μακκούλη στη βάση ότι η διοίκηση, είχε, εν προκειμένω, βεβαιωθεί ότι η προαναφερόμενη πληρούσε τόσο τα προ[*796]σόντα του Σχεδίου Υπηρεσίας, όσο και την πείρα σε σχέση με το πλεονέκτημα, ώστε να πρέπει να θεωρηθεί ότι είχε υπόψη της την ακριβή της πείρα. Το τεκμήριο της κανονικότητας, όμως, παραμερίζεται, εάν τα γεγονότα της υπόθεσης δεικνύουν προς την αντίθετη κατεύθυνση, (βλ. Μορτζής v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 543). Και εδώ, φαίνεται ότι σε σχέση με το στοιχείο αυτό, της πείρας, η έρευνα της διοίκησης δεν επεκτάθηκε, όπως όφειλε υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, πέραν από ό,τι ήταν αναγκαίο για να ικανοποιηθεί ότι οι υποψήφιοι είχαν πείρα στη χρονική έκταση του προβλεπόμενου ως απαιτούμενου από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντος, για να είναι έγκυρη η υποψηφιότητα τους, και την απαιτούμενη πείρα για να πιστωθούν με το πλεονέκτημα, αγνοώντας, έτσι, και μη αξιολογώντας την πείρα των εφεσειουσών, που υπερέβαινε το απαιτούμενο και η οποία είχε τη δική της σημασία, σύμφωνα με τη νομολογία ως ανωτέρω.
Διαπιστώνεται, λοιπόν, πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας, η οποία επάγεται την ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης και την ακύρωση της διοικητικής πράξης, χωρίς να καθίσταται αναγκαίο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη ακυρώνεται. Τα έξοδα πρωτόδικα και κατ’ έφεση επιδικάζονται εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Οι εφέσεις επιτυγχάνουν με έξοδα.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο