Ξενοφώντος Κρίνος και Άλλοι ν. Kυπριακής Δημοκρατίας και Άλλων (2017) 3 ΑΑΔ 822

ECLI:CY:AD:2017:C380

(2017) 3 ΑΑΔ 822

[*822]26 Οκτωβρίου, 2017

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, ΠΟΥΓΙΟΥΡΟΥ, Δ/στές]

 

(Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 73/2011)

 

ΚΡΙΝΟΣ ΞΕΝΟΦΩΝΤΟΣ,

 

Εφεσείων -Αιτητής,

 

v.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης - Καθ’ ης η αίτηση.

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 74/2011)

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Εφεσείουσα - Καθ’ ης η αίτηση,

 

v.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΕΥΤΕΡΗ,

 

Εφεσιβλήτου - Αιτητή.

 

 

(Αναθεωρητική Έφεση Aρ. 75/2011)

 

ΠΑΡΗΣ ΣΠΑΝΟΣ,

 

Εφεσείων - Ενδιαφερόμενο Μέρος,

 

v.

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΛΕΥΤΕΡΗ,

 

Εφεσιβλήτου - Αιτητή,

[*823]ΚΑΙ

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ,

ΜΕΣΩ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

 

Καθ’ ης η αίτηση.

 

(Aναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 73/2011, 74/2011, 75/2011)

 

 

Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ― Αρμοδιότητες ― Η Επιτροπή δεν υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να αποταθεί στο Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών στα πλαίσια έρευνας προσόντων υποψηφίων ― Η υποχρέωση διερεύνησης ζητημάτων βαρύνει τον ίδιο τον αιτητή ― Στην κριθείσα περίπτωση η έρευνα κρίθηκε πλήρης.

 

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δικαστικός Έλεγχος ― Το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης ερμηνεύεται από το αρμόδιο όργανο ― Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή.

 

Δημόσια Υπηρεσία ― Διορισμός/Προαγωγές ― Σύσταση Διευθυντή ― Από το Άρθρο 34(9) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/1990 αναδύεται πως η σύσταση είναι καθοριστικός παράγοντας ― Η διαφορά αξιολόγησης κατά την προφορική εξέταση δεν συνιστά ειδική αιτιολογία, για την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή.

 

Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας διόρισε με απόφαση της ημερ. 6.2.2009, στη θέση Πρώτου Επιθεωρητή, Τυπογραφείο, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, τον Πάρη Σπανό, ΕΜ του οποίου η απόφαση για προαγωγή ακυρώθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από προσφυγή που καταχώρησε ο Παναγιώτης Λευτέρη (Υποθ. Αρ. 610/2009). Κατά της εν λόγω απόφασης ασκήθηκε και η προσφυγή από τον Κρίνο Ξενοφώντος (Υπόθ. Αρ. 418/2009) η οποία απορρίφθηκε και καταχωρήθηκε η Α.Ε. 73/2011, ενώ η προσφυγή αρ. 610/2009 στέφθηκε με επιτυχία με αποτέλεσμα την ακύρωση του διορισμού του ΕΜ, εξ ου και η καταχώριση των Α.Ε. 74/2011 εκ μέρους της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας και της Α.Ε. 75/2011 εκ μέρους του ΕΜ.

 

Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, απορρίπτοντας τις εφέσεις, αποφάσισε ότι:

[*824]Α.Ε. Αρ. 73/2011 – Κρίνος Ξενοφώντος.

 

Ο εφεσείων δεν επισύναψε στην αίτηση του άλλα στοιχεία, όπως το πρόγραμμα μαθημάτων ή αναλυτική κατάσταση των σπουδών του, πέραν εκείνων που εξέτασε η Συμβουλευτική Επιτροπή, και που όπως παρατηρεί και το Δικαστήριο «θα μπορούσε να διαφωτίσει ως προς τους πιο πάνω παράγοντες. Αντ’ αυτού, ζήτησε μια γενική πληροφόρηση αντί πιστοποίησης που θα επέλυε απάξ και διαπαντός το ζήτημα. Και τούτο εν όψει και της επιστολής του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 20.7.2008, με την οποία διευκρινίστηκαν τα πλείστα όσα αφορούν τον τίτλο του εφεσείοντος, ο οποίος «απέφυγε να υποβάλει τον τίτλο του στη διαδικασία εξέτασης του από το ΚΥΣΑΤΣ, ως όφειλε υπό τις περιστάσεις, παρά το πιεστικό αίτημα της ΕΔΥ.»

 

Η υποχρέωση διερεύνησης ζητημάτων όπως το υπό κρίση βαρύνει τον ίδιο τον αιτητή. Το διοικητικό όργανο δεν υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ. Υπό το φως των ανωτέρω, η έρευνα της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας ήταν πλήρης.

 

Απορριπτέος όμως κρίνεται από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο ισχυρισμός περί άνισης μεταχείρισης και παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και όσα είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας απαίτησε μόνο από τον ίδιο να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για να πιστοποιήσει το πτυχίο του. Υπό το φως των ανωτέρω, η έρευνα της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας κρίθηκε πλήρης.

 

Απορριπτέος όμως κρίνεται από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ο ισχυρισμός περί άνισης μεταχείρισης και παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και όσα είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν ευσταθεί όπως αποφασίστηκε ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας απαίτησε μόνο από τον ίδιο να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για να πιστοποιήσει το πτυχίο του.

 

Αυτό διακρίνει την περίπτωση του αιτητή από τις άλλες περιπτώσεις, είναι η άρνηση του να ικανοποιήσει την απαίτηση του ΚΥΣΑΤΣ και η απουσία συνεργασίας του ιδίου, με αποτέλεσμα να αποστερήσει εαυτόν από τον κατάλογο των υποψηφίων.

 

Εξέρχεται της λογικής και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυ[*825]ρισμός του εφεσείοντος ότι, υπ’ αυτά τα δεδομένα, όλοι ανεξαιρέτως οι υποψήφιοι θα έπρεπε να παραπεμφθούν στο ΚΥΣΑΤΣ. Οι λόγοι έφεσης απορρίφθηκαν από το Σεβαστό Δικαστήριο.

 

Α.Ε. Αρ. 74/2011 – Κυπριακή Δημοκρατία και Α.Ε. Αρ. 75/2011 – Πάρης Σπανός/Εφεσείων.

 

Προωθούνται από τους εφεσείοντες κοινοί λόγοι έφεσης οπότε και θα εξεταστούν σε μια ενότητα, εφόσον άπτονται των αξιολογικών στοιχείων κρίσης των διαδίκων και της, κατά τους εφεσείοντες, λανθασμένης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της κατάληξης του περί υπεροχής του αιτητή/εφεσίβλητου η οποία ανατράπηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στην ενώπιον της συνέντευξη και μάλιστα υποσκελίστηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας, η οποία με ανεπαρκή αιτιολογία παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του αιτητή-εφεσίβλητου, αλλάζοντας άρδην τη συνολική εικόνα του εφεσίβλητου.

 

Θεωρούν οι εφεσείοντες, ότι στην υπό κρίση περίπτωση, που αφορά σε δύο υποψηφίους, προερχόμενους από διαφορετικούς τομείς, τον μεν εφεσίβλητο ως μόνιμο δημόσιο υπάλληλο και τον εφεσείοντα/ΕΜ ως ιδιωτικό υπάλληλο, δεν εφαρμόστηκε από το Δικαστήριο το ενιαίο μέτρο κρίσης, εφόσον δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στη σύσταση του Διευθυντή.

 

Κρίθηκαν οι σχετικοί λόγοι έφεσης ως αβάσιμοι από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

 

Αναδύεται πρόδηλα τόσο από το Άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου για πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής αλλά και από νομολογία, ότι η σύσταση του προϊσταμένου του τμήματος είναι καθοριστικός παράγοντας εφόσον ο εκάστοτε Διευθυντής του Τμήματος είναι σε θέση να εκτιμήσει τις ανάγκες της υπηρεσίας και τις ιδιότητες που απαιτούνται και συγκεντρώνει ένας υποψήφιος, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της θέσης, είτε ο υποψήφιος προέρχεται από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα.

 

Η διαφορά αξιολόγησης κατά την προφορική εξέταση δεν συνιστά ειδική αιτιολογία όπως προωθήθηκε κατ’ έφεση από τους εφεσείοντες, για την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντη.

 

Με αυτά τα δεδομένα ορθή κρίθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και επ’ αυτού το ανωτέρω σκεπτικό και η ανάλυση του Δικαστηρίου. Από τη στιγμή που υπεισήλθε πλάνη και [*826]μάλιστα ουσιώδης κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του διοικητικού οργάνου το ζήτημα τελειώνει εδώ.

 

Οι εφέσεις απορρίφθηκαν με έξοδα.

 

Αναφερόμενες Υποθέσεις:

 

Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100,

 

Αθανασούλια v. Δημοκρατίας (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C604A.A. 473,

 

Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93,

 

Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 74,

 

Χατζηχριστοδούλου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 147/2008, 30.4.2009,

 

Χαμπουλάς v. Σαββίδη (2006) 3 Α.Α.Δ. 112,

 

Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164,

 

Σπανός v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432.

 

Eφέσεις.

 

Εφέσεις από τον Αιτητή στην Α.Ε. 73/2011, την Καθ’ ης η αίτηση στην Α.Ε. 74/2011 και το Ε/Μ στην Α.Ε. 75/2011 εναντίον των αποφάσεων Δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Κραμβής, Δ.), (Υποθέσεις Αρ. 418/2009, 610/2009), ημερ. 19/4/2011 αντίστοιχα.

 

Χ. Μιχαηλίδου (κα) για Μ. Ηλιάδη & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 73/2011.

 

Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα), Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 73/2011, Εφεσείουσα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 74/2011 και Καθ’ ης η αίτηση στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 75/2011.

 

Μ. Σπανού (κα), για το Ενδιαφερόμενο Μέρος στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ. 73/2011 και για τον Εφεσείοντα στην Αναθεωρητική Έφεση Αρ.75/2011.

 

Γ. Καραπατάκης, για τον Εφεσίβλητο στις Αναθεωρητικές Εφέ[*827]σεις Αρ. 74/2011 και 75/2011.

 

Cur. adv. vult.

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.

 

ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (ΕΔΥ) διόρισε με απόφαση της ημερ. 6.2.2009, στη θέση Πρώτου Επιθεωρητή, Τυπογραφείο, θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής, τον Πάρη Σπανό, ΕΜ/Εφεσείοντα στην Α.Ε. Αρ. 75/2011. Κατά της εν λόγω απόφασης ασκήθηκαν αντίστοιχες προσφυγές από τους Κρίνο Ξενοφώντος (Υπόθ. Αρ. 418/2009) και Παναγιώτη Λευτέρη (Υπόθ. Αρ. 610/2009). Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή αρ. 418/2009 (αιτητής Ξενοφώντος) εξ ου και η καταχώριση της Α.Ε. 73/2011, ενώ η προσφυγή αρ. 610/2009 στέφθηκε με επιτυχία με αποτέλεσμα την ακύρωση του διορισμού του ΕΜ, εξ ου και η καταχώριση των Α.Ε. 74/2011 εκ μέρους της ΕΔΥ και της Α.Ε. 75/2011 εκ μέρους του ΕΜ.

 

Α.Ε. Αρ. 73/2011 – Κρίνος Ξενοφώντος.

 

Κατά τη διαδικασία ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής (ΣΕ), εξετάστηκε κατά πόσον ο εφεσείων και το ΕΜ πληρούσαν τον σχετικό όρο του Σχεδίου Υπηρεσίας, § 1: Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλος ή ισότιμο προσόν σε ένα τουλάχιστον από θέματα που προέβλεπε το Σχέδιο. Κρίνοντας ότι ο όρος πληρείτο, η ΣΕ σύστησε τέσσερις υποψήφιους, συμπεριλαμβανομένων των εφεσειόντων Ξενοφώντος και Σπανού (ΑΕ 73/2011 και ΑΕ 75/2011 αντιστοίχως) και εφεσίβλητου Λευτέρη (ΑΕ 74/2011 και 75/2011).

 

Η ΕΔΥ, όμως δεν αρκέστηκε, όπως σημειώνεται και από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην κρίση της ΣΕ και στη συνεδρία της ημερ. 15.5.2008 αποφάσισε να παραπέμψει τον Ξενοφώντος στο ΚΥΣΑΤΣ για να διερευνηθεί, αν ο τίτλος σπουδών του αναγνωρίζεται ως ισότιμος προς πτυχίο/μεταπτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο σε ένα από τα απαιτούμενα γνωστικά αντικείμενα του Σχεδίου Υπηρεσίας. Προς τούτο κάλεσε τον Ξενοφώντος να αποταθεί ο ίδιος στο ΚΥΣΑΤΣ και να προσκομίσει, μέχρι τις 31.7.2008, αντίγραφο της σχετικής απόδειξης παραλαβής της αίτησης του. Αντ’ αυτού, ο εφεσείων επέλεξε να ζητήσει από το ΚΥΣΑΤΣ γραπτή πληροφόρηση. Με δεδομένη τη μη συμμόρφωση του Ξενοφώντος με την απαίτηση της Αρχής αναζητήθηκε η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ο οποίος και επιβεβαίωσε την ορθότητα του χειρισμού [*828]της ΕΔΥ. Ως αποτέλεσμα των ενεργειών του εφεσείοντος η ΕΔΥ στη συνεδρία ημερ. 16.10.2008, αποφάσισε να θέσει εκτός διαδικασίας τον Ξενοφώντος ως μη προσοντούχο. Ακολούθως διεξήχθη προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ με τους τρεις εναπομείναντες πλέον υποψηφίους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επί συναφούς λόγου ακυρότητας, όπως με λεπτομέρεια αναπτύχθηκε ενώπιον του, έκρινε, ότι παρά το γεγονός ότι η ΕΔΥ κινήθηκε σε αυστηρά πλαίσια, η απόφαση δεν ξέφευγε των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, με αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής λόγω ελλείψεως εννόμου συμφέροντος.

 

Με πέντε λόγους έφεσης, ο εφεσείων προωθεί τη θέση ότι η ΕΔΥ ενήργησε καθ’ υπέρβαση και/ή κατάχρηση εξουσίας: Αντί να ασκήσει πρωτογενή κρίση και να ερμηνεύσει καθηκόντως ως αρμόδιο διοικητικό όργανο κατά πόσον ο τίτλος του εφεσείοντος (Master of Arts in Work Based Learning Studies, Middlesex), πληρούσε τους όρους του Σχεδίου Υπηρεσίας: ισότιμος με πτυχιακό δίπλωμα ή τίτλο, απέκλεισε τον αιτητή επειδή κατ’ ουσίαν δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις της. Απόφαση που ο εφεσείων θεωρεί αυθαίρετη και εξερχόμενη των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, ενώ μια τέτοια υποχρέωση βάρυνε την ΕΔΥ.  Λόγοι που συνδέονται άρρηκτα με τον 6ο: λανθασμένη η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε άνιση μεταχείριση του εφεσείοντος. Αναφέρεται ο εφεσείων σε άλλες περιπτώσεις αναγνώρισης τίτλου υποψηφίων προσώπων, όπου ηγέρθη παρόμοιο ζήτημα και κάτι τέτοιο δεν απαιτήθηκε. Αντιθέτως, στη μία των περιπτώσεων η ίδια η ΕΔΥ αναζήτησε σχετική πληροφόρηση από το ΚΥΣΑΤΣ, ενώ στη δεύτερη, αρκέστηκε σε μια απλή διαβεβαίωση.  Προηγούμενη συμπεριφορά που κατά την εισήγηση της δικηγόρου του εφεσείοντος παραβίαζε τόσο την αρχή της ισότητας, όσο και τις αρχές της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης, ζητήματα που αν και συναπετέλεσαν λόγους ακυρότητας, δεν εξετάστηκαν από το Δικαστήριο. 

 

Όπως καταγράφεται στο πρακτικό ημερ. 27.8.2008, στη συνεδρία της Επιτροπής, είναι ο ίδιος ο Ξενοφώντος που αμφισβήτησε τη χρησιμότητα του μέτρου, εν όψει του ότι για να αναγνωριστεί ένας μεταπτυχιακός τίτλος, πρέπει ο υποψήφιος να κατέχει αναγνωρισμένο από το ΚΥΣΑΤΣ πρώτο καταληκτικό τίτλο επιπέδου πτυχίου και καθώς ο ίδιος δεν κατέχει ένα τέτοιο τίτλο, το να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, θεωρούσε ότι δεν θα ήταν υποβοηθητικό στη διερεύνηση του ζητούμενου. Σημειώνεται επίσης, ότι κατά την ίδια συνεδρία, η ΕΔΥ ενημέρωσε τον Ξενοφώντος ότι όλοι [*829]οι τίτλοι σπουδών που έχουν απονεμηθεί με τη συγκεκριμένη μέθοδο και έχουν υποβληθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, δεν έχουν τύχει αναγνώρισης σε επίπεδο Master αλλά σε επίπεδο Postgraduate Diploma, πιστοποιητικό μεταπτυχιακών σπουδών, και είναι αυτό ακριβώς που έχρηζε διερεύνησης και όχι αν ο τίτλος του εφεσείοντος ήταν ισότιμος με μεταπτυχιακό.

 

Εκ των ανωτέρω εξάγεται ότι εξ υπαρχής ο συλλογισμός του εφεσείοντος και οι αιτιάσεις του στηρίζονται σε παρερμηνεία, τόσο του Σχεδίου Υπηρεσίας, όσο και ως προς το τι έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης από τον ίδιο τον αιτητή μέσω του ΚΥΣΑΤΣ, ο οποίος όφειλε να θέσει ενώπιον της ΕΔΥ, όχι την απαραίτητη πιστοποίηση, όπως θέλει να προωθεί ο εφεσείων, αλλά μια απλή απόδειξη παραλαβής της αίτησης του. Σε δεύτερo στάδιο πλέον η ΕΔΥ, αν ο εφεσείων ικανοποιούσε την απαίτηση της, θα εγείρετο αναλόγως της τελικής τοποθέτησης του ΚΥΣΑΤΣ, ζήτημα ερμηνείας της σχετικής πρόνοιας του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Όπως ορθά και εύστοχα συνοψίζει το ερώτημα το Δικαστήριο:

 

«Το ζητούμενο εδώ βάσει του σχεδίου υπηρεσίας, ήταν αν το ΜΑ του αιτητή ήταν ισότιμο μεταπτυχιακού διπλώματος ή τίτλου και όχι κατ’ ανάγκη μεταπτυχιακό, επιπέδου Master. Η σημείωση του σχεδίου υπηρεσίας επέτρεπε στον αιτητή σε περίπτωση πίστωσης του με μεταπτυχιακό δίπλωμα, έστω και αν δεν κατείχε πρώτο πανεπιστημιακό τίτλο να θεωρείται υποψήφιος.»

 

Ο εφεσείων δεν επισύναψε στην αίτηση του άλλα στοιχεία, όπως το πρόγραμμα μαθημάτων ή αναλυτική κατάσταση των σπουδών του, πέραν εκείνων που εξέτασε η ΣΕ, και που όπως παρατηρεί και το Δικαστήριο «… θα μπορούσε να διαφωτίσει ως προς τους πιο πάνω παράγοντες. …Αντ’ αυτού, ζήτησε μια γενική πληροφόρηση» αντί πιστοποίησης που θα επέλυε απάξ και διαπαντός το ζήτημα. Και τούτο εν όψει και της επιστολής του ΚΥΣΑΤΣ ημερ. 20.7.2008, με την οποία διευκρινίστηκαν τα πλείστα όσα αφορούν τον τίτλο του εφεσείοντος, ο οποίος «…απέφυγε να υποβάλει τον τίτλο του στη διαδικασία εξέτασης του από το ΚΥΣΑΤΣ, ως όφειλε υπό τις περιστάσεις, παρά το πιεστικό αίτημα της ΕΔΥ.» 

 

Η υποχρέωση διερεύνησης ζητημάτων όπως το υπό κρίση βαρύνει τον ίδιο τον αιτητή. Το διοικητικό όργανο δεν υποχρεούται αυτεπαγγέλτως να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ, Δημοκρατία v. Χατζηγεωργίου (2008) 3 Α.Α.Δ. 100, 106, Αθανασούλια v. Δημοκρατίας (2015) 3 , ECLI:CY:AD:2015:C604A.A.Δ. 473:

[*830]««Σε κάθε περίπτωση όμως φαίνεται ότι το ΚΥΣΑΤΣ είναι το αρμόδιο όργανο για να επιλύει θέματα διπλωμάτων ή άλλων συναφών θεμάτων», Χατζηγεωργίου (ανωτέρω), δεν αποτελεί όμως βοηθητικό όργανο της Ε.Ε.Υ. για διερεύνηση προσόντων, Μικελλίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2002) 3 Α.Α.Δ. 769.  Την αυτή άποψη εξέφρασε ήδη ο Αρτέμης, Δ., στην Φιαλογιάννου-Φλωρή v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 109/2002, ημερομηνίας 9.12.2002, όπως υιοθετήθηκε στην Χατζηγεωργίου (ανωτέρω). Μια τέτοια υποχρέωση εύλογα θεωρούμε ότι πρέπει να βαρύνει τον ίδιο τον αιτητή, ο οποίος επιθυμεί να του αναγνωριστεί το όποιο επιπρόσθετο προσόν. Αντίθετη θεώρηση θα επισώρευε τεράστιο βάρος στην όποια επιτροπή που σε κάθε ανάλογη περίπτωση θα έπρεπε να αποτείνεται αυτεπαγγέλτως στο ΚΥΣΑΤΣ ή στο οικείο Ίδρυμα πριν από τη λήψη της απόφασης.»

 

Υπό το φως των ανωτέρω, η έρευνα της ΕΔΥ ήταν πλήρης.

 

Απορριπτέος όμως κρίνεται και ο ισχυρισμός περί άνισης μεταχείρισης και παραβίασης της αρχής της χρηστής διοίκησης.  Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και όσα είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός του εφεσείοντα ότι η ΕΔΥ απαίτησε μόνο από τον ίδιο να αποταθεί στο ΚΥΣΑΤΣ για να πιστοποιήσει το πτυχίο του. 

 

Η ΕΔΥ αντιμετώπισε και άλλες περιπτώσεις, πλην της περιπτώσεως του εφεσείοντος, αναλόγως της προβληματικής της κάθε υπόθεσης, όπως άλλου υποψηφίου προσώπου, του Χατζηαθανασίου Νικόλαου και Σπανού Πάρη, εφεσείοντος στην ΑΕ 75/2011. Από τους σχετικούς φακέλους και τα πρακτικά προκύπτει με σαφήνεια η έκταση της έρευνας για το καθένα από τα εν λόγω πρόσωπα και τις διεργασίες που έλαβαν χώρα πριν οι εφεσίβλητοι θεωρήσουν ότι τα πτυχία/προσόντα των εν λόγω προσώπων ικανοποιούσαν τους όρους του Σχεδίου Υπηρεσίας.

 

Είναι απολύτως ευθυγραμμισμένο με τη νομολογία ότι το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης ερμηνεύεται καθηκόντως από το αρμόδιο διοικητικό όργανο. Το Δικαστήριο επεμβαίνει μόνο σε περίπτωση που η δοθείσα ερμηνεία δεν ήταν ευλόγως επιτρεπτή (Δημοκρατία κ.ά. v. Γερμανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 93, 102). Η δε έρευνα για το σκοπό αυτό και η υιοθέτηση των μέσων που απαιτούνται, εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, το αντικείμενο της διερεύνησης και τη συνάφεια της έρευνας με το ζητούμενο (Αντωνίου v. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 74). Η έκταση και ο τρόπος διερεύνησης ανάγεται στη διακριτική ευχέ[*831]ρεια του ιδίου του οργάνου, τεκμαίρεται δε πλήρης εάν όλα τα σχετικά στοιχεία έχουν τεθεί ενώπιον του, Χατζηγεωργίου (ανωτέρω) και Αθανασούλια (ανωτέρω).

 

Παρομοίως και παλαιότερη περίπτωση άλλης υποψηφίας, Αυγής Χαραλάμπους, την οποία επικαλείται ο εφεσείων, δεν υποβοηθεί την υπόθεση του. Η περίπτωση εκείνη αφορούσε επανεξέταση κατόπιν ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου, Χατζηχριστοδούλου v. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 147/2008, 30.4.2009, με την οποία επικυρώθηκε η προαγωγή της. Η εν λόγω Χαραλάμπους όμως είχε εξασφαλίσει προηγουμένως περιγραφικό πιστοποιητικό από το ΚΥΣΑΤΣ σε σχέση με το πτυχιακό της, το οποίο είχε κριθεί ως μη επιπέδου Master. Επειδή δε το περιγραφικό πιστοποιητικό του ΚΥΣΑΤΣ κρίθηκε στην ανωτέρω υπόθεση ως μη ικανοποιητικό από το Ανώτατο Δικαστήριο, η ΕΔΥ ήταν υποχρεωμένη να διεξάγει περαιτέρω έρευνα. Τα δεδομένα των δύο περιπτώσεων διέφεραν. Η κάθε περίπτωση κρίνεται κάτω από το φως των δικών της γεγονότων. Δεν υπάρχουν στερεότυποι και προαποφασισμένοι τρόποι επάρκειας μιας έρευνας. Γνώμονας είναι η συλλογή όλων εκείνων των στοιχείων και πληροφοριών σχετικών με το αντικείμενο, ώστε να υπάρχει ασφαλής βάση για εξαγωγή συμπεράσματος. Ό,τι ορίζει, θεωρούμε, την περίπτωση του αιτητή και τη διακρίνει από τις άλλες περιπτώσεις, είναι η άρνηση του να ικανοποιήσει την απαίτηση του ΚΥΣΑΤΣ και η απουσία συνεργασίας του ιδίου, με αποτέλεσμα να αποστερήσει εαυτόν από τον κατάλογο των υποψηφίων. 

 

Εξέρχεται της λογικής και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός ο ισχυρισμός του εφεσείοντος ότι, υπ’ αυτά τα δεδομένα, όλοι ανεξαιρέτως οι υποψήφιοι θα έπρεπε να παραπεμφθούν στο ΚΥΣΑΤΣ.

 

Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται. 

 

Α.Ε. Αρ. 74/2011 – Κυπριακή Δημοκρατία και Α.Ε. Αρ. 75/2011 – Πάρης Σπανός/Εφεσείων.

 

Προωθούνται από τους εφεσείοντες κοινοί λόγοι έφεσης οπότε και θα εξεταστούν σε μια ενότητα, εφόσον άπτονται των αξιολογικών στοιχείων κρίσης των διαδίκων και της, κατά τους εφεσείοντες, λανθασμένης κρίσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της κατάληξης του περί υπεροχής του αιτητή/εφεσίβλητου η οποία ανατράπηκε από την ΕΔΥ στην ενώπιον της συνέντευξη και μάλιστα υποσκελίστηκε από την ΕΔΥ, η οποία με ανεπαρκή αιτιολογία παραγνώρισε τη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του αιτητή-εφεσί[*832]βλητου, αλλάζοντας άρδην τη συνολική εικόνα του εφεσίβλητου. 

 

Το Δικαστήριο εξετάζοντας τις επιμέρους θέσεις και αιτιάσεις των διάδικων μερών κατέληξε στα ακόλουθα:

 

«Οι ισχυρισμοί του αιτητή είναι δικαιολογημένοι και τεκμηριώνονται στα στοιχεία των φακέλων. Ο αιτητής διορίστηκε στο Κυβερνητικό Τυπογραφείο το 1979. Το 2001 προάχθηκε στη θέση Ανώτερου Επιθεωρητή, και μεταξύ άλλων διετέλεσε επικεφαλής του τομέα διεκπεραίωσης και συντονιστής της Επιτροπής Προσφορών του Κυβερνητικού Τυπογραφείου, κατέχοντας υπεύθυνες θέσεις. Είχε συνολική πείρα 30 περίπου χρόνων από τα οποία τα 12 σε υπεύθυνη θέση. Το ενδ. μέρος εργάστηκε στον ιδιωτικό τομέα για 8½ χρόνια από τα οποία τα 7 ήταν σε υπεύθυνη θέση.

 

Στο κριτήριο της αξίας ο αιτητής έχει διαχρονικά εξαίρετες αξιολογήσεις και επίσης, έχει υπέρ του την σύσταση. Στο σημείο αυτό διαπιστώνεται νομική πλάνη της ΕΔΥ αφού φαίνεται να θεωρεί, σύμφωνα με το λεκτικό παράκαμψης της σύστασης στο πρακτικό ημερ. 6.2.2009, ότι η σύσταση δεν αποτελεί ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης ή χωριστό κριτήριο. Παραπέμπει μάλιστα άστοχα σε νομολογία που αναφέρεται στην αξιολόγηση του προϊσταμένου της απόδοσης των υποψηφίων στη συνέντευξη και όχι στη σύσταση αυτή καθ’ εαυτή. Ενώ η αξιολόγηση των υποψηφίων από τον Προϊστάμενο κατά τις συνεντεύξεις απλά χρησιμοποιείται από την Επιτροπή για τη διαμόρφωση της δικής της άποψης, η σύσταση ασφαλώς αποτελεί βάσει της παρ. 34(9) του Ν. 1/1990 ανεξάρτητο στοιχείο κρίσης, αυξητικό της αξίας των υποψηφίων και μάλιστα τόσο σημαντικό ώστε να απαιτείται ειδική αιτιολόγηση απόκλισης από αυτή (Δημοκρατία v. Λαούρη κ.ά. (2006) 3 Α.Α.Δ. 52, Ειρήνη Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 862/2007, ημερ. 3.4.2009).

 

Στον τομέα των προσόντων, διαπιστώνεται επίσης ξεκάθαρη υπεροχή του αιτητή. Το ενδ. μέρος είναι απόφοιτος Οικονομικού Λυκείου με γενικό βαθμό 12 5/12 και κατέχει BA in Printing Management, London College of Printing, 1998 το οποίο, κατόπιν σχετικής έρευνας από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, κρίθηκε ισότιμο προς πανεπιστημιακό τίτλο. Ο αιτητής είναι απόφοιτος Οικονομικού Λυκείου με βαθμό 16 12/16, διαθέτει πτυχίο νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (20.8.1977) και επιπλέον μεταπτυχιακό Δίπλωμα στη Διεύθυνση με ειδίκευση στη Δημόσια Διοίκηση από το Μεσο[*833]γειακό Ινστιτούτο Διεύθυνσης (2001-02) το οποίο κρίθηκε σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης. Ο φάκελος του επίσης βρίθει πιστοποιητικών σεμιναρίων, διαλέξεων και εξετάσεων σχετικών με το αντικείμενο των σπουδών του αλλά και με την εργασία του ως δημοσίου υπαλλήλου.

 

Επίσης είναι αξιοσημείωτο ότι υπερείχε στη Συμβουλευτική Επιτροπή τόσο σύμφωνα με την απόδοση του στη συνέντευξη όσο και στη γενική αξιολόγηση. Τέλος, ο Διευθυντής, η συμβολή του οποίου έχει αναδειχθεί  από τη νομολογία σημαντική για την διαμόρφωση άποψης ως προς την καταλληλότητα των υποψηφίων, με γνώμονα τις ανάγκες και απαιτήσεις της επίδικης θέσης, σύστησε τον αιτητή για προαγωγή.

 

Όλα τα πιο πάνω κριτήρια, συνθέτουν μια εικόνα υπεροχής του αιτητή η οποία ανατράπηκε από την ΕΔΥ κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων στην συνέντευξη ενώπιον της. Το ενδ. μέρος χαρακτηρίστηκε «εξαίρετος» έναντι του αιτητή ο οποίος αξιολογήθηκε ως «πολύ καλός». Η ΕΔΥ στήριξε την επιλογή της αποκλειστικά σε αυτή την απόδοση του ενδ. μέρους σε αρκετά ψηλότερο επίπεδο, παραμερίζοντας τα υπόλοιπα κριτήρια που καθιστούσαν τον αιτητή καταλληλότερο για τη θέση. Με αυτά τα δεδομένα, κρίνεται ως πεπλανημένη και αυθαίρετη η αναφορά της ΕΔΥ σε «γενική υπεροχή επιλεγέντα η οποία δεν μπορεί να υπερακοντιστεί από την κατοχή πρόσθετων προσόντων του αιτητή». Η αιτιολογία παραγνώρισης της σύστασης δεν ικανοποιεί το Δικαστήριο αφού το ενδ. μέρος υστερεί σε όλα τα επιμέρους κριτήρια έναντι του αιτητή και υπερέχει μόνο στη συνέντευξη ενώπιον της ΕΔΥ. (Βλ. Ειρήνη Χριστοδούλου πιο πάνω).»

 

Θεωρούν οι εφεσείοντες, ότι στην υπό κρίση περίπτωση, που αφορά σε δύο υποψηφίους, προερχόμενους από διαφορετικούς τομείς, τον μεν εφεσίβλητο ως μόνιμο δημόσιο υπάλληλο και τον εφεσείοντα/ΕΜ ως ιδιωτικό υπάλληλο, δεν εφαρμόστηκε από το Δικαστήριο το ενιαίο μέτρο κρίσης, εφόσον δόθηκε υπερβολική βαρύτητα στη σύσταση του Διευθυντή.

 

Θεωρούμε τους σχετικούς λόγους έφεσης ως αβάσιμους. Με την παράγραφο 3.2 του Σχεδίου Υπηρεσίας της επίδικης θέσης, Πρώτου Επιθεωρητή Τυπογραφείου, καθορίζεται ως απαιτούμενο προσόν η προηγούμενη πείρα στην τυπογραφία και μάλιστα 8ετής πείρα στην τυπογραφία από την οποία τουλάχιστον 5ετής υπηρεσία σε υπεύθυνη θέση. Συνακόλουθα, ορθά το πρωτόδικο [*834]Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ισότιμα τόσο την πείρα των υποψηφίων εφεσίβλητου/αιτητή στη Δημόσια Υπηρεσία και ΕΜ στον ιδιωτικό τομέα. Εκείνο που αναζητήθηκε είναι ότι απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας: πείρα στην τυπογραφία σε υπεύθυνη θέση, στοιχείο που εξετάστηκε και τεκμηριώθηκε από τα στοιχεία των φακέλων όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν προκύπτει λοιπόν ζήτημα άνισης μεταχείρισης προσώπων προερχομένων από διαφορετικούς τομείς, όπως προώθησαν οι εφεσείοντες. Ό,τι ενδεχομένως συνδέεται με την εν λόγω πρόταση αφορά στη σύσταση του Διευθυντή υπέρ του εφεσίβλητου, ως δημόσιου υπαλλήλου τελούντος στην υπηρεσία από το 1979.

 

Αναδύεται πρόδηλα τόσο από το Άρθρο 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου για πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής (Χαμπουλάς v. Σαββίδη (2006) 3 Α.Α.Δ. 112) αλλά και από νομολογία, ότι η σύσταση του προϊσταμένου του τμήματος είναι καθοριστικός παράγοντας εφόσον ο εκάστοτε Διευθυντής του Τμήματος είναι σε θέση να εκτιμήσει τις ανάγκες της υπηρεσίας και τις ιδιότητες που απαιτούνται και συγκεντρώνει ένας υποψήφιος, ώστε να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της θέσης, είτε ο υποψήφιος προέρχεται από τον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα. 

 

Η διαφορά αξιολόγησης κατά την προφορική εξέταση δεν συνιστά ειδική αιτιολογία όπως προωθήθηκε κατ’ έφεση από τους εφεσείοντες, για την παραγνώριση της σύστασης του Διευθυντή, Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 164, 170-171 και Σπανός v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 432 (ανωτέρω) 440-441.

 

Με αυτά τα δεδομένα ορθή κρίνεται και επ’ αυτού το ανωτέρω σκεπτικό και η ανάλυση του Δικαστηρίου. Από τη στιγμή που υπεισήλθε πλάνη και μάλιστα ουσιώδης κατά τη διαμόρφωση της κρίσης του διοικητικού οργάνου το ζήτημα τελειώνει εδώ.

 

Στη βάση της αποτυχίας της Α.Ε. Αρ. 73/2011 τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης και εναντίον του εφεσειόντος, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Οι Α.Ε. Αρ. 74/2011 και Α.Ε. Αρ. 75/2011 απορρίπτονται και τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του εφεσίβλητου και εναντίον των εφεσειόντων όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Οι εφέσεις απορρίπτονται με έξοδα.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο